Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TJ0387

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    ++++

    1. Διαδικασία * Προσφυγή φυσικού ή νομικού προσώπου επιδιώκουσα την καταδίκη φυσικών ή νομικών προσώπων * Αναρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 164 επ.)

    2. Προσφυγή κατά παραλείψεως * Παράλειψη * Έννοια * Αποχή από ενέργεια * Ενέργεια μη ικανοποιητική για τον καταγγέλλοντα * Δεν εμπίπτει

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 175)

    3. Προσφυγή ακυρώσεως * Ακυρωτική απόφαση * Εκτελεστικά μέτρα * Άρνηση λήψεως περαιτέρω μέτρων πέρα από την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως * Αμφισβήτηση περί το περιεχόμενο της υποχρεώσεως εκτελέσεως * Ένδικο βοήθημα * Προσφυγή κατά παραλείψεως * Αμφισβήτηση της νομιμότητας της πράξεως που εκδίδεται εις αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως * Ένδικο βοήθημα * Προσφυγή ακυρώσεως

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173, 175 και 176)

    4. Ανταγωνισμός * Διοικητική διαδικασία * Εξέταση καταγγελιών * Απόφαση θέσεως στο αρχείο * Δικαστικός έλεγχος

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85)

    5. Ανταγωνισμός * Κοινοτικοί κανόνες * Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής * Συμπεριφορά επιβαλλόμενη από κρατικά μέτρα * Δεν εμπίπτει * Προϋποθέσεις

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85)

    6. Πράξεις των οργάνων * Αιτιολογία * Υποχρέωση * Έκταση * Απόφαση εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190)

    7. Διαδικασία * Εισαγωγικό της δίκης έγγραφο * Τυπικές απαιτήσεις * Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς * Συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών * Δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών προκαλουμένων από κοινοτικό όργανο

    [Οργανισμός (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου, άρθρο 19 Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 PAR 1, στοιχ. γ'

    Περίληψη

    1. Ο κοινοτικός δικαστής δεν είναι αρμόδιος να αποφαίνεται, στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής, αν η συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων συμβιβάζεται με τις διατάξεις της Συνθήκης.

    2. Το άρθρο 175 της Συνθήκης αφορά την παράλειψη οργάνου να εκδώσει απόφαση ή να λάβει θέση και όχι την έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη την οποία επιδίωκαν ή θεωρούσαν αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι. Η Επιτροπή, εκδίδοντας * εις εκτέλεση δικαστικής ακυρωτικής αποφάσεως εκδιδομένης κατ' αίτηση ενός καταγγέλλοντος * απόφαση αντικαθιστώσα την ακυρωθείσα πράξη, λαμβάνει θέση, κατά τρόπο σαφή και οριστικό, επί του αιτήματος του καταγγέλλοντος αυτού.

    3. Το σύμφωνον της συμπεριφοράς ενός κοινοτικού οργάνου προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 176 της Συνθήκης, σε περίπτωση κατά την οποία έχει ακυρωθεί πράξη του, μπορεί να αμφισβητηθεί μέσω προσφυγής κατά παραλείψεως, όταν αμφισβητείται αν, πέρα από την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται να λάβει και άλλα μέτρα αφορώντα άλλες πράξεις που δεν είχαν αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της αρχικής προσφυγής ακυρώσεως. Όταν όμως αμφισβητείται απλώς η νομιμότητα της πράξεως που εκδόθηκε εις αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως, η αμφισβήτηση αυτή πρέπει να προβάλλεται στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης.

    4. Με εξαίρεση την περίπτωση όπου το αντικείμενο της καταγγελίας ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, αυτή δεν έχει καμμία υποχρέωση να αποφαίνεται αν υπάρχει ή όχι μια καταγγελλόμενη παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης. Στην περίπτωση όμως κατά την οποία η Επιτροπή απορρίπτει μια καταγγελία λόγω ελλείψεως παραβάσεως των περί ανταγωνισμού κανόνων της Συνθήκης, υποχρεούται να εκθέτει, με την απορριπτική της απόφαση, τα πραγματικά στοιχεία και τις θεωρήσεις στις οποίες στηρίζει το πόρισμά της. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, της ελλείψεως προδήλου πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας, καθώς και πλάνης περί το δίκαιο.

    5. Έστω και αν η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως εκφεύγει της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ελλείψει αυτονομίας της, δεν έπεται εξ αυτού ότι κάθε συμπεριφορά επιλεγόμενη ή κατευθυνόμενη από τις εθνικές αρχές εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Έτσι, αν ένα κρατικό μέτρο εμπεριέχει τα στοιχεία συμπράξεως που έχει σχηματισθεί μεταξύ επιχειρήσεων ενός κλάδου ή θεσπίζεται κατόπιν διαβουλεύσεως ή με τη συμφωνία των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν να επικαλεσθούν τον αναγκαστικό χαρακτήρα της ρυθμίσεως, για να αποφύγουν την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

    Αντιθέτως, όταν μια αναγκαστική κανονιστική διάταξη δυνάμενη να επηρεάσει τη λειτουργία του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές ουδόλως συνδέεται με συμπεριφορά επιχειρήσεων εμπίπτουσα στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις απλώς τηρούν μια τέτοια κανονιστική διάταξη εκφεύγει της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1. Και τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει το περιθώριο αυτονομίας των επιχειρήσεων, το οποίο προϋποθέτει το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    Ελλείψει αναγκαστικής κανονιστικής διατάξεως επιβάλλουσας αντιβαίνουσα προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, η Επιτροπή δεν δύναται να κρίνει ότι οι καταγγελλόμενες επιχειρήσεις στερούνται αυτονομίας, παρά μόνον αν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι τη συμπεριφορά αυτή τους την επέβαλαν μονομερώς οι εθνικές αρχές, ασκώντας τους ακαταμάχητες πιέσεις, όπως, π.χ., απειλώντας τους ότι θα λάβουν κρατικά μέτρα δυνάμενα να τους προκαλέσουν σοβαρή οικονομική ζημία.

    6. Η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να επιτρέπει στον μεν αποδέκτη της να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, για να μπορεί να υποστηρίξει, ενδεχομένως, τα δικαιώματά του και να εξακριβώσει αν η απόφαση είναι ή όχι επαρκώς θεμελιωμένη, στον δε κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του.

    Συναφώς, η Επιτροπή, στην αιτιολογία των αποφάσεων που εκδίδει προς εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση εφ' όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι προς στήριξη του αιτήματός τους αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία της αποφάσεως.

    7. Δυνάμει του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν, συνοπτικά τουλάχιστον, αλλά πάντως κατά τρόπο συγκροτημένο και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο της προσφυγής.

    Για να ικανοποιεί τις ανωτέρω απαιτούμενες προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία επιτρέποντα την εξατομίκευση της συμπεριφοράς που προσάπτει ο προσφεύγων στο θεσμικό όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας

    Top