Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TJ0354

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα την παράβαση - Διάπραξη παραβάσεων από θυγατρική ομίλου επιχειρήσεων - Απόφαση έχουσα ως αποδέκτρια τη μητρική εταιρία, εν όψει της στάσεώς της κατά τη διοικητική διαδικασία - Επίκληση υπ' αυτής του λόγου ακυρώσεως ότι δεν είναι η προσήκουσα αποδέκτρια της αποφάσεως - Παραδεκτή (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4) 2 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολογία - Υποχρέωση - Έκταση - Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού - Απόφαση αφορώσα πλείονες αποδέκτες - Ποιος ευθύνεται εκ της παραβάσεως (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190) 3 Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Παράβαση διαπραττόμενη από θυγατρική - Καταλογίζεται στη μητρική εταιρία - Προϋποθέσεις 4 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Παύση των παραβάσεων - Επιβαλλόμενες στις επιχειρήσεις υποχρεώσεις - Αναλογικότητα - Κριτήρια (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1) 5 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολογία - Υποχρέωση - Έκταση - Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15) 6 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Επιμέτρηση - Κριτήρια - Σοβαρότητα των παραβάσεων - Ελαφρυντικές περιστάσεις - Εφαρμογή αποτελεσματικού προγράμματος ευθυγραμμίσεως για τη συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15) 7 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Επιμέτρηση - Κριτήρια - Σοβαρότητα και διάρκεια των παραβάσεων - Στοιχεία εκτιμήσεως - Δυνατότητα αυξήσεως του επιπέδου των προστίμων προς ενίσχυση του αποτρεπτικού τους αποτελέσματος (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

    Περίληψη

    1 Μια επιχείρηση που, κατόπιν των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απευθύνθηκαν βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 σε διάφορες θυγατρικές της, γνωστοποιεί ότι εκπροσωπεί ολόκληρο τον όμιλο, παρ' όλον ότι τηρεί διφορούμενη στάση κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία, και που, ως αποδέκτρια της ανακοινώσεως των αιτιάσεων της Επιτροπής, αποφασίζει να μη λάβει θέση επί της ρητής αιτιάσεως της Επιτροπής σχετικά με την ευθύνη της από την αντίθετη στον ανταγωνισμό δράση των θυγατρικών της, δύναται παραδεκτώς να επικαλεστεί, κατά της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, τον λόγο ακυρώσεως ότι δεν ήταν η προσήκουσα αποδέκτρια αυτής, έστω και αν η Επιτροπή δικαιολογημένα μπορούσε να συναγάγει το αντίθετο από τη στάση της. Πράγματι, η εκ μέρους επιχειρήσεως ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία, ενώ ενδέχεται να συνιστά αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής, δεν μπορεί να συρρικνώνει αυτό τούτο το εκ του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ελλείψει ρητού νομικού ερείσματος, ένας τέτοιος περιορισμός θα αντέβαινε προς τις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων του αμυνομένου. 2 Η αιτιολογία βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να επιτρέπει την αποτελεσματική άσκηση του ελέγχου της νομιμότητάς της και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τα στοιχεία που του είναι αναγκαία προκειμένου να κρίνει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι. Η επάρκεια της αιτιολογίας αυτής πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες. Για να πληρούνται τα προαναφερθέντα, από μια επαρκή αιτιολογία πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο, ο συλλογισμός της κοινοτικής αρχής, η οποία εξέδωσε την προσβαλλομένη πράξη. Όταν μια απόφαση εφαρμογής των άρθρων 85 ή 86 της Συνθήκης αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς έκαστον των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της αποφάσεως αυτής, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής. 3 Το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα να καταλογιστεί η συμπεριφορά της στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες που της επιβάλλει η μητρική εταιρία. Στην περίπτωση θυγατρικής κατά 100 %, αυτή ακολουθεί κατ' ανάγκην την πολιτική που χαράσσουν τα κατασταστικά όργανα της μητρικής εταιρίας. Οσάκις η παραβατική συμπεριφορά μιας κατά 100 % θυγατρικής ορθώς καταλογίστηκε στη μητρική της εταιρία, η Επιτροπή δύναται να της καταλογίσει τη συμπεριφορά και άλλων υπ' αυτής ελεγχομένων θυγατρικών, που έχουν μετάσχει στην ίδια παράβαση, άπαξ η εν λόγω μητρική εταιρία δεν ηδύνατο να αγνοεί την αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά τους. 4 Η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 μπορεί να συνεπάγεται απαγόρευση εξακολουθήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων, πρακτικών ή καταστάσεων που έχουν κριθεί παράνομες, αλλά και απαγόρευση παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον. Επί πλέον, κατά το μέτρο που η εφαρμογή της διατάξεως αυτής πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση προς τη διαπιστωθείσα παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή έχει την εξουσία να καθορίζει την έκταση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προκειμένου να τεθεί τέρμα στην εν λόγω παράβαση. Οι βαρύνουσες, όμως, κατ' αυτόν τον τρόπο τις επιχειρήσεις υποχρεώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν το μέτρο που είναι ενδεδειγμένο και αναγκαίο για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή η αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τους κανόνες που παραβιάστηκαν. Δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 μια απαγόρευση που αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της ανταλλαγής αμιγώς στατιστικών πληροφοριών μη εχουσών τον χαρακτήρα ατομικών ή δυναμένων να εξατομικευθούν πληροφοριών, εφόσον αφενός μεν από την απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε αυτή καθαυτή την ανταλλαγή στατιστικών στοιχείων ως παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αφετέρου δε το γεγονός και μόνον ότι ένα σύστημα ανταλλαγής στατιστικών πληροφοριών ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για αντίθετους στον ανταγωνισμό σκοπούς δεν το καθιστά αντίθετο προς τη διάταξη αυτή, διότι, υπ' αυτές τις συνθήκες, πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτό παράγει συγκεκριμένα αντίθετα στον ανταγωνισμό αποτελέσματα. 5 Η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας ατομικής αποφάσεως σκοπό έχει να επιτρέψει στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση έχει επαρκές έρεισμα ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της, το δε περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής εξαρτάται από τη φύση της περί ης πρόκειται πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε. Προκειμένου περί αποφάσεως που επιβάλλει πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να προσδιορίζεται ιδίως με γνώμονα το γεγονός ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Επί πλέον, κατά τον καθορισμό του ύψους κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να εφαρμόζει προς τούτο κάποιον συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Τέλος, η αιτιολογία αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο σώμα της αποφάσεως, ενώ εξηγήσεις παρεχόμενες μεταγενεστέρως από την Επιτροπή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, πλην ειδικών περιστάσεων. Όταν διαπιστώνει, σε μια απόφαση, παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει σ' αυτήν, η Επιτροπή οφείλει, εφόσον έχει λάβει κατά σύστημα υπόψη ορισμένα βασικά στοιχεία προς καθορισμό του ύψους των προστίμων, να μνημονεύει τα στοιχεία αυτά στο σώμα της αποφάσεως, ώστε να παρέχει στους αποδέκτες της τη δυνατότητα να επαληθεύουν αν το ύψος του προστίμου καθορίστηκε προσηκόντως και να εκτιμούν μήπως ασκήθηκε διάκριση. 6 Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Συναφώς, ναι μεν η εφαρμογή προγράμματος ευθυγραμμίσεως δείχνει τη βούληση της οικείας επιχειρήσεως να αποφύγει παραβάσεις στο μέλλον και αποτελεί, άρα, ένα στοιχείο που επιτρέπει στην Επιτροπή να εκπληρώνει καλύτερα την αποστολή της, που είναι ιδίως να εφαρμόζει στον ανταγωνισμό τις τιθέμενες στη Συνθήκη αρχές και να προσανατολίζει στην κατεύθυνση αυτή τις επιχειρήσεις, το γεγονός όμως και μόνον ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη, στην πρακτική των προηγουμένων αποφάσεών της, την κατάρτιση προγράμματος ευθυγραμμίσεως ως ελαφρυντική περίσταση δεν συνεπάγεται και υποχρέωσή της να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο και στη προκειμένη περίπτωση. 7 Κατά την εκτίμηση του γενικού επιπέδου των προστίμων, η Επιτροπή ευλόγως λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικά συχνά κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού και, επομένως, έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το προληπτικό τους αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Περαιτέρω, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη τα μέτρα τα οποία έλαβαν οι επιχειρήσεις με σκοπό ν' αποκρύψουν την ύπαρξη συμπαιγνίας. Τέλος, κατά τον καθορισμό του γενικού επιπέδου των προστίμων, η Επιτροπή δύναται να συνεκτιμά τη μακρά διάρκεια και τον κατάφωρο χαρακτήρα παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η οποία διαπράχθηκε παρά την προειδοποίηση την οποία θα όφειλε να συνιστά η προηγούμενη πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής.

    Top