Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TJ0305

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1 Διαδικασία - Εισαγωγικό έγγραφο της δίκης - Υπόμνημα αντικρούσεως - Υπόμνημα απαντήσεως - Απαιτούμενος τύπος - Συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών - Νομικοί ισχυρισμοί μη εκτιθέμενοι στο έγγραφο της προσφυγής και στα υπομνήματα - Συνολική παραπομπή σε άλλα έγγραφα - Απαράδεκτη

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γγ, άρθρο 46 § 1, στοιχ. ββ, και άρθρο 47 § 1)

    2 Διαδικασία - Απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως - Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον δικαστή - Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2 και άρθρο 113)

    3 Διαδικασία - Δεδικασμένο - Απόφαση του Δικαστηρίου επί αιτήσεως αναιρέσεως κρίνουσα οριστικώς τη διαφορά - Έκταση της ισχύος του δεδικασμένου

    [Οργανισμός (ΕΚ) του Δικαστηρίου, άρθρο 54, εδ. 1]

    4 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση, εκδιδόμενη μετά την ακύρωση μιας πρώτης αποφάσεως λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας - Αρχή non bis in idem - Παραβίαση - Δεν υφίσταται

    5 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Θεμελιώδη δικαιώματα - Τήρηση διασφαλιζόμενη από τον κοινοτικό δικαστή - Συνεκτίμηση της Ευρωπαϋκής Συμβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

    (Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση, άρθρο ΣΤ § 2)

    6 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Υποχρεώσεις της Επιτροπής - Τήρηση εύλογης προθεσμίας - Κριτήρια εκτιμήσεως - Παράβαση - Συνέπειες

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 178 και 215, εδ. 2· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    7 Προσφυγή ακυρώσεως - Ακυρωτική απόφαση - Αποτελέσματα - Ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού - Αποτελέσματα έναντι των αποδεκτών οι οποίοι δεν άσκησαν προσφυγή - Δεν υφίστανται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85, 173 και 189)

    8 Προσφυγή ακυρώσεως - Ακυρωτική απόφαση - Αποτελέσματα - Ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού - Ακύρωση λόγω διαδικαστικού ελαττώματος που εμφιλοχώρησε στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως - Δεν επηρεάζονται οι προπαρασκευαστικές πράξεις

    9 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Ακροάσεις - Ακύρωση, λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας, αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας παράβαση - Δεν επηρεάζονται οι προπαρασκευαστικές πράξεις - Νέα απόφαση - Υποχρέωση διεξαγωγής νέας ακροάσεως - Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 1· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής)

    10 Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας - Περιεχόμενο - Πράξεις κατά των οποίων μπορεί να προβληθεί ένσταση ελλείψεως νομιμότητας - Εσωτερικός κανονισμός κοινοτικού οργάνου

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 173 και 184)

    11 Πράξεις των οργάνων - Επικύρωση των εκδιδομένων πράξεων - Κανόνες επικυρώσεως - Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής

    (Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής του 1993, άρθρο 16, εδ. 1)

    12 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Αρχή της συνέχειας στη σύνθεση των διοικητικών οργάνων - Δεν υφίσταται

    13 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Γλωσσικό καθεστώς - Παραρτήματα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων - Ανακοίνωση στη γλώσσα του πρωτοτύπου

    (Κανονισμός 1 του Συμβουλίου, άρθρο 3· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 2 § 1)

    14 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Δικαίωμα των εμπλεκομένων σε διαδικασία να λάβουν γνώση της εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων και να τη σχολιάσουν - Δεν υφίσταται

    15 Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξεις υποκείμενες σε προσφυγή - Απόφαση περί ελέγχου δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 - Προϋποθέσεις παραδεκτού

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 3)

    16 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής - Έλεγχοι διενεργούμενοι κατόπιν εντολής - Προστασία κατά των αυθαιρέτων ή υπερβολικών αναμείξεων της δημόσιας αρχής - Προϋποθέσεις

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 14 § 2)

    17 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαιώματα άμυνας - Σεβασμός στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών - Ανταγωνισμός - Απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών απευθυνθείσα σε επιχείρηση - Δικαίωμα αρνήσεως απαντήσεως συνεπαγομένης ομολογία παραβάσεως

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 11)

    18 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής - Ξρησιμοποίηση πληροφοριών συλλεγεισών στη διάρκεια ελέγχου - Όρια

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 14 και 20 § 1)

    19 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Απόδειξη - Άρνηση ή αδυναμία της επιχειρήσεως να απαντήσει σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών - Δεν αποτελεί απόδειξη

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    20 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Ανακοίνωση των αιτιάσεων - Μεταγενέστερη ανακοίνωση εγγράφων - Προϋποθέσεις - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

    (Κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 4)

    21 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Σύνθετη παράβαση εμφανίζουσα στοιχεία συμφωνίας και στοιχεία εναρμονισμένης πρακτικής - Ενιαίος χαρακτηρισμός της ως «συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» - Επιτρέπεται - Συνέπειες από πλευράς των απαιτουμένων αποδεικτικών στοιχείων

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    22 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Έννοια - Συντονισμός και συνεργασία που δεν συμβιβάζονται με την υποχρέωση να καθορίζει κάθε επιχείρηση αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    23 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Εναρμονισμένη πρακτική - Παράλληλες συμπεριφορές - Τεκμήριο υπάρξεως συνεννοήσεως - Απόδειξη της υπάρξεως συνεννοήσεως

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    24 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να προσαφθεί παράβαση συνιστάμενη στη συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη - Κριτήρια

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    25 Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Παραβάσεις - Καταλογισμός - Νομικό πρόσωπο έχον την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως - Έκλειψη του προσώπου - Καταλογισμός στο νομικό πρόσωπο που συνεχίζει την εκμετάλλευση

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    26 Ανταγωνισμός - Κοινοτικοί κανόνες - Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική εταιρία - Καταλογισμός στη μητρική εταιρία - Προϋποθέσεις

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    27 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Πρόσβαση στον φάκελο - Αντικείμενο - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Έγγραφα χρήσιμα για την άμυνα - Εκτίμηση από την Επιτροπή και μόνον - Δεν επιτρέπεται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    28 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας - Αντικανονική πρόσβαση στον φάκελο - Συνέπειες

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    29 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Παραγραφή της διώξεως - Αναστολή - Απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου

    (Κανονισμός 2988/74 του Συμβουλίου, άρθρο 3)

    30 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Έκταση της υποχρεώσεως - Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού - Ευκταία η γνωστοποίηση του τρόπου υπολογισμού του προστίμου

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

    31 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Εκτίμηση αναλόγως της ατομικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως - Μη επιβολή κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία - Δεν ασκεί επιρροή

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

    32 Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Παύση των παραβάσεων - Εξουσία της Επιτροπής - Εντολές προς τις επιχειρήσεις - Όρια

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

    Περίληψη

    1 Δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία.

    Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή πρέπει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά πάντως κατά τρόπο ομαλό και λογικό, από το ίδιο το κείμενο της προσφυγής. Το κείμενο αυτό μπορεί μεν να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται ως προς συγκεκριμένα στοιχεία με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και αν αυτά προσαρτώνται στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων στο δικόγραφο της προσφυγής. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να αναζητεί και να εντοπίζει, στα συνημμένα της προσφυγής, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων.

    Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του υπομνήματος απαντήσεως, σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, η συμπλήρωση της προσφυγής, καθώς και, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του εν λόγω κανονισμού, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του υπομνήματος αντικρούσεως.

    2 Δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να θεωρηθούν απαράδεκτοι οι λόγοι ακυρώσεως που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως και οι οποίοι δεν στηρίζονται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της δίκης.

    3 Το δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία πράγματι ή κατ' ανάγκη επιλύθηκαν με τη δικαστική απόφαση.

    Η δεύτερη φράση του άρθρου 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας, όταν αποφαίνεται το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς δεχόμενο έναν ή περισσότερους λόγους αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, κρίνει ipso jure επί όλων των πραγματικών και νομικών ζητημάτων τα οποία οι αναιρεσείοντες προέβαλαν στο πλαίσιο της υποθέσεως.

    4 Αν το Δικαστήριο ακυρώσει, λόγω ελλείψεως επικυρώσεως, απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και επιβάλλουσα πρόστιμα, χωρίς να αποφανθεί επί κανενός από τους ουσιαστικούς λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις, η δε Επιτροπή εκδώσει νέα απόφαση κατά των επιχειρήσεων αυτών, περιοριζόμενη να θεραπεύσει το τυπικό ελάττωμα που διαπίστωσε το Δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή άσκησε δύο φορές διαδικασία κατά των προσφευγουσών για το ίδιο σύνολο πραγματικών περιστατικών ή ότι τους επέβαλε δύο κυρώσεις για την ίδια παράβαση κατά παραβίαση της αρχής non bis in idem.

    5 Τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής. Προς τούτο, το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο εμπνέονται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς και από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη σύναψη των οποίων συνέβαλαν ή στις οποίες προσχώρησαν τα κράτη μέλη. Από την άποψη αυτή, η Ευρωπαϋκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου, στην οποία παραπέμπει ρητώς το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση, ενέχει ιδιαίτερη σημασία.

    6 Η παραβίαση της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου περί τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κατά την έκδοση αποφάσεων μετά το πέρας των διοικητικών διαδικασιών στον τομέα του ανταγωνισμού δεν δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής παρά μόνον αν η απόφαση αυτή συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Πράγματι, όταν δεν αποδεικνύεται ότι η παρέλευση υπερβολικού χρόνου επηρέασε την ικανότητα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η αιτία της προκλήσεως ζημίας δυναμένης να προβληθεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή στο πλαίσιο αγωγής ασκουμένης δυνάμει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

    Το εύλογον της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής πρέπει να εκτιμάται ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υποθέσεως και, ιδίως, του όλου πλαισίου της, της συμπεριφοράς που επέδειξαν οι εμπλεκόμενοι στη διάρκεια της διαδικασίας, της σημασίας της υποθέσεως για τις διάφορες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και του βαθμού πολυπλοκότητάς της.

    7 Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα, όσον αφορά πλείονες επιχειρήσεις, παραβάσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης και επιβάλλουσα σε κάθε μία από αυτές πρόστιμο, καίτοι συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε ως μία απόφαση, πρέπει να θεωρείται ως δέσμη ατομικών αποφάσεων.

    Συνεπώς, αν κάποια αποδέκτρια της αποφάσεως επιχείρηση αποφασίσει να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, ο κοινοτικός δικαστής επιλαμβάνεται εκείνων μόνον των στοιχείων της αποφάσεως που την αφορούν. Αντιθέτως, τα στοιχεία της αποφάσεως που αφορούν άλλους αποδέκτες και τα οποία δεν προσβλήθηκαν δεν περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της διαφοράς την οποία καλείται να επιλύσει ο κοινοτικός δικαστής. Κατά συνέπεια, η απόφαση μπορεί να ακυρωθεί μόνον ως προς τα μέρη της που αφορούν τον ή τους αποδέκτες των οποίων ευδοκίμησε η προσφυγή.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απευθύνουσα, μετά από ακύρωση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, μιας πρώτης αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού λόγω τυπικού ελαττώματος, νέα απόφαση μόνο στις αποδέκτριες της ακυρωθείσας αποφάσεως επιχειρήσεις των οποίων η προσφυγή ευδοκίμησε.

    8 Η εκ μέρους του Δικαστηρίου ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, λόγω διαδικαστικού ελαττώματος που εμφιλοχώρησε στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως αυτής και αφορά αποκλειστικά τον τρόπο εκδόσεώς της, εν προκειμένω την έλλειψη επικυρώσεως της εν λόγω πράξεως, δεν επηρεάζει το κύρος των προπαρασκευαστικών της αποφάσεως μέτρων που προηγήθηκαν του σταδίου κατά το οποίο διαπιστώθηκε το ελάττωμα αυτό.

    9 Εφόσον η εκ μέρους του Δικαστηρίου ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, λόγω διαδικαστικού ελαττώματος συνισταμένου στην έλλειψη επικυρώσεως, δεν επηρεάζει το κύρος των προπαρασκευαστικών της αποφάσεως αυτής μέτρων που προηγήθηκαν του σταδίου κατά το οποίο διαπιστώθηκε το ελάττωμα, δεν απαιτείται νέα ακρόαση των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων προτού εκδώσει η Επιτροπή νέα απόφαση, εκτός εάν η απόφαση αυτή περιέχει νέες αιτιάσεις σε σχέση προς αυτές που περιείχε η ακυρωθείσα απόφαση. Συναφώς, το γεγονός ότι η νέα αυτή απόφαση εκδόθηκε υπό πραγματικές και νομικές περιστάσεις διαφορετικές από εκείνες που υπήρχαν κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αρχικής αποφάσεως ουδόλως σημαίνει ότι η απόφαση αυτή περιέχει νέες αιτιάσεις.

    10 Το άρθρο 184 της Συνθήκης αποτελεί έκφραση γενικής αρχής διασφαλίζουσας σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση πράξεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος προγενεστέρων πράξεων κοινοτικού οργάνου που αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν ο εν λόγω διάδικος δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης, ευθεία προσφυγή κατά των πράξεων αυτών, των οποίων υφίσταται έτσι τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους.

    Το άρθρο 184 της Συνθήκης πρέπει, συνεπώς, να ερμηνεύεται ευρέως προκειμένου να διασφαλίζεται πραγματικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού πρέπει να επεκταθεί και στις πράξεις εκείνες των κοινοτικών οργάνων οι οποίες, αν και δεν έχουν τη μορφή κανονισμού, παράγουν ωστόσο ανάλογα αποτελέσματα και, ιδίως, στις διατάξεις εσωτερικού κανονισμού οργάνου οι οποίες, καίτοι δεν αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθορίζουν τον ουσιώδη τύπο για την έκδοση της αποφάσεως αυτής και εξασφαλίζουν, κατά συνέπεια, στους αποδέκτες της ασφάλεια δικαίου.

    Συνεπώς, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού, οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού του οργάνου αυτού μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας στο μέτρο που εξασφαλίζουν την προστασία των ιδιωτών. Ωστόσο, πρέπει να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και των διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού που αποτελούν το αντικείμενο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

    11 Οι κανόνες επικυρώσεως των πράξεων της Επιτροπής, που προβλέπονται από το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού της κανονισμού του 1993, αποτελούν αφεαυτών επαρκή εγγύηση για τον έλεγχο, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, της πλήρους αντιστοιχίας μεταξύ των κοινοποιουμένων ή των δημοσιευομένων κειμένων με το κείμενο που ενέκρινε η ολομέλεια και, συνεπώς, με τη βούληση του συντάκτη τους. Πράγματι, εφόσον το κείμενο αυτό είναι προσαρτημένο στα πρακτικά και η πρώτη σελίδα του φέρει την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα, υφίσταται μεταξύ των εν λόγω πρακτικών και των εγγράφων που καλύπτονται από τα πρακτικά αυτά ένας σύνδεσμος ο οποίος διασφαλίζει το ακριβές περιεχόμενο και τον ακριβή τύπο της αποφάσεως της ολομέλειας.

    12 Δεν υπάρχει καμία γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου επιβάλλουσα τη συνέχεια στη σύνθεση του διοικητικού οργάνου που επιλαμβάνεται διαδικασίας δυναμένης να καταλήξει σε επιβολή προστίμου.

    13 Τα παραρτήματα της ανακοινώσεως των αιτιάσεων που δεν προέρχονται από την Επιτροπή δεν πρέπει να θεωρούνται ως «έγγραφα» κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, αλλά ως πειστήρια επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή. Επομένως, πρέπει να γνωστοποιούνται στον αποδέκτη όπως έχουν. Η Επιτροπή ουδόλως παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 3 του προμνησθέντος κανονισμού κοινοποιώντας τα παραρτήματα αυτά στη γλώσσα του πρωτοτύπου.

    14 Τα δικαιώματα του αμυνομένου δεν επιτάσσουν το να μπορούν οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασία του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης να σχολιάζουν την έκθεση του συμβούλου ακροάσεων. Πράγματι, η προστασία των δικαιωμάτων του αμυνομένου εξασφαλίζεται επαρκώς κατά νόμον άπαξ τα διάφορα όργανα τα οποία συμβάλλουν στην εκπόνηση της τελικής αποφάσεως έχουν ενημερωθεί ορθώς περί της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξαν οι επιχειρήσεις απαντώντας στις αιτιάσεις που τους ανακοίνωσε η Επιτροπή, καθώς και περί των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέστηκε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεών της. Η έκθεση του συμβούλου ακροάσεων συνιστά καθαρώς εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής, το οποίο έχει απλώς αξία γνωμοδοτήσεως και δεν έχει ως σκοπό να συμπληρώνει ή να διορθώνει την επιχειρηματολογία των επιχειρήσεων ούτε να διατυπώνει νέες αιτιάσεις ή να παρέχει νέα αποδεικτικά στοιχεία κατ' αυτών.

    15 Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, οι αποφάσεις περί ελέγχου είναι, αυτές καθαυτές, πράξεις δυνάμενες να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης.

    Συνεπώς, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά της τελικής αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί το παράνομο της αποφάσεως διενέργειας ελέγχου της οποίας ήταν αποδέκτης και την οποία δεν προσέβαλε εμπροθέσμως. Αντιθέτως, στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής και στο μέτρο που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της έγγραφα τα οποία συγκέντρωσε η Επιτροπή, μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των αποφάσεων διενέργειας ελέγχου που απευθύνονταν σε άλλες επιχειρήσεις, των οποίων τη νομιμότητα δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε οπωσδήποτε να αμφισβητήσει παραδεκτώς στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών. Ομοίως, στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, μια επιχείρηση μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη ο έλεγχος.

    16 Από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 προκύπτει ότι οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται με απλή εντολή βασίζονται στην εκούσια συνεργασία των επιχειρήσεων. Εφόσον μια επιχείρηση όντως συνεργάστηκε σε έλεγχο διενεργηθέντα κατόπιν εντολής, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την υπερβολική ανάμειξη της δημόσιας αρχής στη σφαίρα των ιδιωτικών δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου φυσικού ή νομικού προσώπου στερείται ερείσματος, εφόσον δεν γίνεται επίκληση κανενός στοιχείου με το οποίο να υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της συνεργασίας την οποία προσέφερε η επιχείρηση.

    17 Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ως θεμελιώδης αρχή, πρέπει να εξασφαλίζεται όχι μόνο στις διοικητικές διαδικασίες οι οποίες ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή κυρώσεων, αλλά και στο πλαίσιο των διαδικασιών προκαταρκτικής έρευνας, όπως οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 11 του κανονισμού 17 και οι οποίες μπορεί να έχουν καθοριστικό χαρακτήρα για την απόδειξη του παρανόμου χαρακτήρα των ενεργειών των επιχειρήσεων και τη θεμελίωση της ευθύνης τους.

    Για να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 17, η Επιτροπή έχει μεν δικαίωμα να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις να παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων μπορεί να λάβει γνώση και να της προσκομίσουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχουν, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί, σε βάρος των ιδίων ή άλλων επιχειρήσεων, συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν μπορεί, ωστόσο, εκδίδοντας απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών, να θίγει τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων. Έτσι, δεν μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις την υποχρέωση να δώσουν απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η ίδια η Επιτροπή.

    18 Ενόψει των άρθρων 14 και 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο των ελέγχων δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από αυτούς που αναφέρονται στην εντολή ελέγχου ή στην απόφαση περί ελέγχου. Η υποχρέωση αυτή αποβλέπει στην προστασία, εκτός του επαγγελματικού απορρήτου, των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων.

    Ωστόσο, δεν μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι απαγορεύεται στην Επιτροπή να κινεί διαδικασία έρευνας, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ή να συμπληρώσει στοιχεία που περιήλθαν παρεμπιπτόντως σε γνώση της κατά τη διάρκεια προγενέστερου ελέγχου, στην περίπτωση που από τα στοιχεία αυτά καταφαίνεται η ύπαρξη ενεργειών αντίθετων προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης. Εξάλλου, η Επιτροπή, έχοντας συγκεντρώσει έγγραφα στο πλαίσιο μιας πρώτης υποθέσεως και έχοντάς τα χρησιμοποιήσει ως ενδείξεις για να κινήσει άλλη διαδικασία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει, βάσει εντολών ή αποφάσεων που αφορούν τη δεύτερη αυτή διαδικασία, νέα αντίγραφα των εγγράφων αυτών και να τα χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της δεύτερης αυτής υποθέσεως.

    Πράγματι, η αντίθετη λύση θα έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου και των δικαιωμάτων άμυνας και θα παρακώλυε, συνεπώς, αδικαιολόγητα την Επιτροπή στην εκπλήρωση της αποστολής της που συνίσταται στη μέριμνα για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά.

    19 Η άρνηση ή η αδυναμία μιας επιχειρήσεως να απαντήσει σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, τις οποίες της απευθύνει η Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 17, δεν μπορούν, αυτές καθαυτές, να αποτελέσουν απόδειξη της συμμετοχής της σε ορισμένη σύμπραξη.

    20 Καμία διάταξη δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, νέα έγγραφα τα οποία θεωρεί ότι υποστηρίζουν την άποψή της, υπό τον όρον ότι παρέχεται στις επιχειρήσεις ο αναγκαίος χρόνος προκειμένου να διατυπώσουν συναφώς τη γνώμη τους. Επομένως, το γεγονός ότι ένα έγγραφο ούτε μνημονεύθηκε ούτε επισυνάφθηκε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορεί να επηρεάσει, αυτό καθαυτό, τη νομιμότητα της αποφάσεως.

    21 Στο πλαίσιο μιας σύνθετης παραβάσεως, στην οποία ενεπλάκησαν πλείονες παραγωγοί επί σειράν ετών και η οποία αποσκοπούσε στην από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση, ως προς κάθε μία επιχείρηση και σε κάθε δεδομένο χρονικό σημείο, ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 85 της Συνθήκης αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως.

    Έτσι, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να χαρακτηρίσει μια τέτοια σύνθετη παράβαση ως συμφωνία «και/ή» εναρμονισμένη πρακτική, στο μέτρο που η παράβαση αυτή ενέχει στοιχεία που πρέπει να χαρακτηριστούν ως «συμφωνία» και στοιχεία που πρέπει να χαρακτηριστούν ως «εναρμονισμένη πρακτική». Σε μια τέτοια κατάσταση, ο διττός χαρακτηρισμός πρέπει να νοηθεί όχι ως χαρακτηρισμός που προϋποθέτει ταυτόχρονα και σωρευτικά την απόδειξη του ότι καθένα από τα πραγματικά αυτά στοιχεία εμφανίζει τα συστατικά στοιχεία και της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλά ως προσδιορίζων ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι' αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση.

    22 Αν το άρθρο 85 της Συνθήκης διακρίνει την έννοια της «εναρμονισμένης πρακτικής» από την έννοια των «συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων» ή των «αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων», αυτό γίνεται με την πρόθεση να υπαχθεί στις απαγορεύσεις αυτού του άρθρου μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φθάσει μέχρι του σημείου πραγματοποιήσεως μιας συμφωνίας αυτής καθαυτήν, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με μια πρακτική συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Τα κριτήρια του συντονισμού και της συνεργασίας, τα οποία ουδόλως απαιτούν την επεξεργασία ενός πραγματικού «σχεδίου», πρέπει να νοηθούν υπό το φως της αντιλήψεως που εμπεριέχεται στις διατάξεις περί ανταγωνισμού της Συνθήκης και σύμφωνα με την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτοτελή την πολιτική που σκέπτεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Αυτή η απαίτηση της αυτοτέλειας δεν αποκλείει μεν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται ευφυώς στη διαπιστωθείσα ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, εμποδίζει όμως αυστηρά κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά είτε να αποκαλύψει σ' έναν τέτοιο ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ένας επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει ο ίδιος στην αγορά.

    23 Όταν ο συλλογισμός της Επιτροπής που καταλήγει στη διαπίστωση της υπάρξεως παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού στηρίζεται στη σκέψη ότι τα αποδειχθέντα γεγονότα δεν μπορούν να εξηγηθούν διαφορετικά παρά μόνο σε συνάρτηση με εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ των επιχειρήσεων, αρκεί να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να εξηγήσουν διαφορετικά τα γεγονότα και να επιτρέψουν έτσι να υποκατασταθεί στην εξήγηση που δέχεται η Επιτροπή μια άλλη εξήγηση των πραγματικών περιστατικών.

    Αντιθέτως, όταν η απόδειξη της εναρμονισμένης πρακτικής δεν απορρέει από την απλή διαπίστωση παραλληλίας των συμπεριφορών στην αγορά, αλλά από έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι οι πρακτικές ήταν το αποτέλεσμα συνεννοήσεως, στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις εναπόκειται όχι απλώς να εκθέσουν μια εναλλακτική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε η Επιτροπή, αλλά να αμφισβητήσουν το υποστατό των περιστατικών αυτών που αποδεικνύονται από τα έγγραφα που προσκομίζει η Επιτροπή.

    24 Μια επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί υπαίτια συνολικής συμπράξεως, συνισταμένης στην επί σειράν ετών τακτική οργάνωση συναντήσεων μεταξύ ανταγωνιστών παραγωγών με αντικείμενο την καθιέρωση αθεμίτων πρακτικών, με στόχο την τεχνητή οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς, έστω και αν αποδεδειγμένα δεν μετέσχε ευθέως παρά σε ένα μόνον ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, εφόσον, αφενός, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε, ειδικότερα μέσω τακτικών συναντήσεων που οργανώνονταν επί σειράν ετών, αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με στόχο τη στρέβλωση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και, αφετέρου, ότι το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως.

    25 Άπαξ αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει να προσδιοριστεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, ώστε να του καταλογιστεί η αντίστοιχη ευθύνη.

    Ωστόσο, όταν, μεταξύ του χρόνου διαπράξεως της παραβάσεως και του χρόνου κατά τον οποίο η επιχείρηση που τη διέπραξε καλείται να υποστεί τις συνέπειες της παραβάσεως, το πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως αυτής έχει παύσει να υφίσταται νομικώς, πρέπει, κατά πρώτον, να εντοπιστεί το σύνολο των υλικών και των ανθρώπινων στοιχείων που συνέδραμαν στη διάπραξη της παραβάσεως για να εντοπιστεί, στη συνέχεια, το πρόσωπο που κατέστη υπεύθυνο της εκμεταλλεύσεως αυτού του συνόλου, ώστε να μην υπάρξει αδυναμία επιρρίψεως της ευθύνης στην επιχείρηση λόγω εκλείψεως του προσώπου που είχε την εκμετάλλευσή της κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

    26 Το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η δυνατότητα καταλογισμού της συμπεριφοράς της στη μητρική εταιρία, ιδίως όταν η θυγατρική εταιρία δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει ως προς τα ουσιώδη τις οδηγίες που της δίνονται από τη μητρική εταιρία.

    27 Στις υποθέσεις ανταγωνισμού, η πρόσβαση στον φάκελο σκοπεί να δώσει στους αποδέκτες μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου να μπορέσουν να εκφέρουν λυσιτελώς τη γνώμη τους, βάσει των στοιχείων αυτών, επί των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

    Η πρόσβαση στον φάκελο εντάσσεται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, θεμελιώδη αρχή ο πραγματικός σεβασμός της οποίας απαιτεί να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα, ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της ως πρoς το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών, αιτιάσεων και συνθηκών που επικαλείται η Επιτροπή.

    Συναφώς, στο πλαίσιο της κατ' αντιδικία διαδικασίας που οργανώνει ο κανονισμός 17, δεν μπορεί να εναπόκειται στην Επιτροπή και μόνον να αποφασίζει ποια είναι τα χρήσιμα για την άμυνα έγγραφα. Ενόψει αυτής της γενικής αρχής περί ισότητας των όπλων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει μόνη αυτή αν θα χρησιμοποιήσει ή όχι ορισμένα έγγραφα κατά των επιχειρήσεων, ενώ σ' αυτές δεν έχει επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και δεν έχουν μπορέσει, επομένως, να αποφασίσουν αντιστοίχως αν θα τα χρησιμοποιήσουν ή όχι για την άμυνά τους.

    Πάντως, η πρόσβαση στον φάκελο δεν εκτείνεται και στα εσωτερικά έγγραφα του οργάνου, στα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων και τις λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες.

    28 Στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας σε υπόθεση δικαίου του ανταγωνισμού, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μιας επιχειρήσεως όσον αφορά την πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση παρά μόνον αν οι δυνατότητες άμυνας της εν λόγω επιχειρήσεως επηρεάστηκαν από τους όρους υπό τους οποίους της επιτράπηκε η πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο. Συναφώς, αρκεί να αποδειχθεί ότι η παράλειψη ανακοινώσεως ορισμένων εγγράφων περιλαμβανομένων στον εν λόγω φάκελο μπόρεσε να επηρεάσει, σε βάρος της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως.

    Σε μια τέτοια περίπτωση, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που εκδηλώνεται κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορεί να θεραπευθεί κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, η οποία περιορίζεται σε δικαστικό έλεγχο αποκλειστικά εντός του πλαισίου των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως και δεν μπορεί επομένως να αναπληρώσει την πλήρη εξέταση της υποθέσεως στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας.

    29 Σκοπός του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/74, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού, είναι να καθιστά δυνατή την αναστολή της παραγραφής όταν η Επιτροπή κωλύεται να επέμβει για έναν αντικειμενικό λόγο για τον οποίο δεν ευθύνεται και ο οποίος συνίσταται ακριβώς στο ότι εκκρεμεί προσφυγή. Πράγματι, μια απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική εφόσον τρέχει ακόμα η εκ του νόμου προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής ή, ενδεχομένως, επί όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η προσφυγή.

    30 Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του.

    Προκειμένου για απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε πλείονες επιχειρήσεις για παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει ιδίως να εκτιμάται με γνώμονα το ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το όλο πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ύψους κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υποχρεούται να εφαρμόσει προς τούτο έναν συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο.

    Ασφαλώς, ευκταίον είναι να μπορούν οι επιχειρήσεις - προκειμένου να καθορίζουν τη θέση τους με πλήρη επίγνωση - να γνωρίζουν λεπτομερώς, σύμφωνα με όποιο σύστημα κρίνει σκόπιμο η Επιτροπή, τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου που τους έχει επιβληθεί, χωρίς να είναι υποχρεωμένες προς τούτο να ασκήσουν δικαστική προσφυγή κατά της αποφάσεως.

    Ωστόσο, τα αριθμητικά αυτά στοιχεία δεν αποτελούν πρόσθετη και εκ των υστέρων παρεχόμενη αιτιολογία της αποφάσεως, αλλά την αριθμητική έκφραση των κριτηρίων που διατυπώνονται στην απόφαση, όταν αυτά είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικώς.

    31 Όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί, με τη συμπεριφορά της, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως για τον λόγο ότι σε έναν άλλον επιχειρηματία δεν έχει επιβληθεί κανένα πρόστιμο, εφόσον μάλιστα η περίπτωση του επιχειρηματία αυτού δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του Πρωτοδικείου.

    32 Η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 μπορεί να συνεπάγεται την απαγόρευση εξακολουθήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων, πρακτικών ή καταστάσεων, το παράνομο των οποίων διαπιστώθηκε, αλλά και την απαγόρευση της εφαρμογής παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον. Στο μέτρο που το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται ενόψει της διαπιστουμένης παραβάσεως, η Επιτροπή έχει την εξουσία να καθορίζει την έκταση των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προς παύση της παραβάσεως. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις δεν πρέπει, πάντως, να είναι βαρύτερες των υποχρεώσεων που είναι ενδεδειγμένες και αναγκαίες για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή η αποκατάσταση της νομιμότητας σε σχέση με τους κανόνες που παραβιάστηκαν.

    Top