Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TJ0304

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1 Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές συνιστώσες ενιαία παράβαση - Σε ποιες επιχειρήσεις μπορεί να καταλογισθεί παράβαση συνισταμένη στη συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη - Κριτήρια

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1)

    2 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Επιμέτρηση - Κριτήρια - Σοβαρότητα και διάρκεια των παραβάσεων - Στοιχεία εκτιμήσεως - Δυνατότητα αυξήσεως του επιπέδου των προστίμων προς ενίσχυση του αποτρεπτικού τους αποτελέσματος

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

    3 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Επιμέτρηση - Ποιος κύκλος εργασιών λαμβάνεται υπόψη - Αξία των εσωτερικών παραδόσεων του οικείου προϋόντος στα εργοστάσια κατασκευής παραγώγου προϋόντος που ανήκουν στην επιχείρηση - Περιλαμβάνεται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

    4 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Επιμέτρηση - Κριτήρια - Σοβαρότητα των παραβάσεων - Ελαφρυντικές περιστάσεις - Ζημία την οποία υπέστη η επιχείρηση λόγω της συμπράξεως - Δεν αποτελεί

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

    5 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Επιμέτρηση - Κριτήρια - Σοβαρότητα των παραβάσεων - Επιβαρυντικές περιστάσεις - Απόκρυψη της συμπράξεως - Αποδεικνύεται από την έλλειψη σημειώσεων από τις συναντήσεις των μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

    Περίληψη

    1 Για να μπορεί η Επιτροπή να θεωρεί καθεμιά από τις επιχειρήσεις - τις οποίες κατονομάζει σε απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού - ως υπαίτια, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, συνολικής συμπράξεως, πρέπει να αποδεικνύει ότι κάθε μία απ' αυτές είτε συνήνεσε στη συνομολόγηση ενός συνολικού σχεδίου καλύπτοντος τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως, είτε μετέσχε ευθέως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, σε όλα αυτά τα στοιχεία. Μια επιχείρηση μπορεί επίσης να θεωρηθεί υπαίτια συνολικής συμπράξεως, έστω και αν αποδεδειγμένα μετέσχε ευθέως σε ένα μόνον ή σε πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, άπαξ εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει αφενός μεν ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε αποτελούσε μέρος ολικού σχεδίου, αφετέρου δε ότι το ολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως. Όταν αυτό συμβαίνει, το ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση δεν μετέσχε ευθέως σε όλα τα συστατικά στοιχεία της συνολικής συμπράξεως δεν την απαλλάσσει της ευθύνης εκ παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Η περίσταση όμως αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως που διαπιστώνεται εις βάρος της.

    2 Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα της παραβάσεως και η διάρκειά της. Συναφώς, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη.

    Κατά την εκτίμηση του γενικού επιπέδου των προστίμων, η Επιτροπή ευλόγως λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι εξακολουθούν να εμφανίζονται σχετικά συχνά κατάφωρες παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού και, επομένως, έχει τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το προληπτικό τους αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 17, αν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να κατοχυρωθεί η εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

    Περαιτέρω, κατά τον καθορισμό του γενικού επιπέδου των προστίμων, η Επιτροπή δύναται να συνεκτιμά τη μακρά διάρκεια και τον κατάφωρο χαρακτήρα παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η οποία διαπράχθηκε παρά την προειδοποίηση την οποία θα όφειλε να συνιστά η προηγούμενη πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής.

    3 Κατά την επιμέτρηση του προστίμου το οποίο επιβάλλει λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει ως βάση έναν ιδεατό κύκλο εργασιών περιλαμβάνοντα όχι μόνο τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε μέσω πωλήσεων του προϋόντος το οποίο αφορά η παράβαση σε τρίτους, αλλά και την αξία των εσωτερικών παραδόσεων του προϋόντος αυτού στα εργοστάσια κατασκευής παραγώγου προϋόντος, τα οποία, εφόσον ανήκουν στην επιχείρηση, δεν αποτελούν χωριστά απ' αυτήν νομικά πρόσωπα.

    Συγκεκριμένα, αφενός μεν καμία ρητή διάταξη δεν απαγορεύει, κατά την επιμέτρηση προστίμων, να λαμβάνεται υπόψη η αξία των παραδόσεων που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό μιας εταιρίας.

    Αφετέρου δε το ανώτατο όριο προστίμου, το οποίο ορίζεται σε 10 % του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως, σκοπό έχει να αποφεύγεται να είναι τα πρόστιμα δυσανάλογα προς το μέγεθος της επιχειρήσεως, επειδή δε μόνον ο κύκλος εργασιών μπορεί πράγματι να αποτελεί, κατά προσέγγιση, ένδειξη για το μέγεθός της, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ποσοστό αυτό αναφέρεται στον ολικό κύκλο εργασιών. Όταν επιμετρεί τα πρόστιμα βάσει και μόνον του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε μέσω των πωλήσεων του προϋόντος το οποίο αφορά η παράβαση, η Επιτροπή λαμβάνει ως βάση υπολογισμού το μέρος του ολικού κύκλου εργασιών που αντανακλά κατά τον καλύτερο τρόπο το αντληθέν από τη σύμπραξη όφελος. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εργοστάσια που ανήκουν σε ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο αντλούν όφελος από την παραβατική συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας, ως πρώτη ύλη, το προϋόν δικής της παραγωγής.

    Αν δεν ελαμβάνοντο υπόψη οι εσωτερικές παραδόσεις, θα παρεχόταν αναπόφευκτα αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις καθέτου συγκεντρώσεως. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα υπολογιζόταν το αντλούμενο από τη σύμπραξη όφελος, οπότε η κύρωση εις βάρος της οικείας επιχειρήσεως δεν θα ήταν ανάλογη προς το βάρος της στην αγορά των προϋόντων που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως.

    4 Το γεγονός ότι μια επιχείρηση που μετείχε με τους ανταγωνιστές της σε συμπαιγνία ως προς τις τιμές ενήργησε αντίθετα προς τα δικά της οικονομικά συμφέροντα, υφιστάμενη, ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα αυτής της συμπαιγνίας, δεν αποτελεί κατ' ανάγκην στοιχείο που πρέπει, κατά την επιμέτρηση του επιβλητέου προστίμου, να λαμβάνεται υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση που εξακολουθεί να συνεννοείται με τους ανταγωνιστές της για τις τιμές, παρά τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υφίσταται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπραξε λιγότερο σοβαρή παράβαση απ' ό,τι άλλες επιχειρήσεις που επίσης εμπλέκονται στη συμπαιγνία. Θα μπορούσε, όμως, να ισχύει το αντίθετο, αν η επιχείρηση αυτή απεδείκνυε ότι ενήργησε παράνομα υπό το κράτος καταναγκασμού.

    5 Το ότι οι επιχειρήσεις που μετείχαν σε σύμπραξη ως προς τις τιμές συντόνιζαν τις αναγγελίες των ανατιμήσεών τους και απετρέποντο από του να τηρούν σημειώσεις κατά τις σχετικές συναντήσεις αποδεικνύει ότι είχαν επίγνωση του παρανόμου της συμπεριφοράς τους και ότι ελάμβαναν μέτρα αποκρύψεως της συμπαιγνίας. Η Επιτροπή δύναται να θεωρεί τα μέτρα αυτά ως επιβαρυντική περίσταση κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως.

    Σχετικώς, η έλλειψη επισήμων πρακτικών και η σχεδόν παντελής έλλειψη σημειώσεων εσωτερικής χρήσεως από τις εν λόγω συναντήσεις ενδέχεται να συνιστούν, εν όψει του πλήθους, της χρονικής διάρκειας και της φύσεως των εν λόγω συζητήσεων, επαρκή απόδειξη του ότι οι μετέχοντες απετρέποντο από του να τηρούν σημειώσεις.

    Top