Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993TJ0589

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 15ης Φεβρουαρίου 1996

    Υπόθεση Τ-589/93

    Susan Ryan-Sheridan

    κατά

    Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας

    «Υπάλληλοι — Υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβιώσεως και Εργασίας — Διαδικασία προσλήψεως — Απόρριψη εσωτερικής υποψηφιότητας — Προσφυγή ακυρώσεως — Αγωγή αποζημιώσεως»

    Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώοσα   II-77

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή-αγωγή έχουσα ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηψιότητας της προσφεύγουσας-ενάγουσας για θέση διοικητικού υπαλλήλου του προγράμματος δημοσιεύσεων και την επιδίκαση αποζημιώσεως εις βάρος του Ιδρύματος.

    Αποτέλεσμα:

    Απόρριψη.

    Επιτομή της αποφάσεως

    Η Ryan-Sheridan, υπάλληλος κατηγορίας Β, απασχολείται ως «υπεύθυνη δημοσιεύσεων». Τα καθήκοντα της συνίστανται στη γενική διοίκηση και διαχείριση του προγράμματος δημοσιεύσεων του Ιδρύματος, υπό τις εντολές του Ν. W., προϊστάμενου της υπηρεσίας.

    Ο διευθυντής του Ιδρύματος απηύθυνε στον Ν. W. υπηρεσιακό σημείωμα με το οποίο τον ενημέρωσε για την προσεχή διοργάνωση διαγωνισμού για την πρόσληψη διοικητικού υπαλλήλου του προγράμματος δημοσιεύσεων, βαθμού Α 7/Α 6, υπευθύνου για τη χάραξη της πολιτικής και της στρατηγικής του προγράμματος δημοσιεύσεων.

    Το υπηρεσιακό σημείωμα προέβλεπε κατ' αρχάς τη διοργάνωση διαγωνισμού απευθυνόμενου στους υπαλλήλους των κοινοτικών οργάνων, αλλά προέβλεπε επίσης, εφόσον παρίστατο ανάγκη, τη διοργάνωση γενικού διαγωνισμού βάσει τίτλων των υποψηφίων και συνεντεύξεως.

    Τα απαιτούμενα ειδικά προσόντα συνίσταντο σε πανεπιστημιακή εκπαίδευση πιστοποιούμενη από σχετικό πτυχίο, συναφή επαγγελματική πείρα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη λήψη του πτυχίου, ευχερή χρήση μιας κοινοτικής γλώσσας και γνώση τουλάχιστον μιας άλλης κοινοτικής γλώσσας. Η επιτροπή προσλήψεων θα εξέταζε τις υποβληθείσες υποψηφιότητες των υπαλλήλων των άλλων κοινοτικών οργάνων πριν από τις υποψηφιότητες που θα υποβάλλονταν βάσει του γενικού διαγωνισμού.

    Το Ίδρυμα δημοσίευσε ανακοίνωση κενής θέσεως προς όλους τους υπαλλήλους του κατηγορίας Α που μπορούσαν να μετατεθούν στην κενή θέση. Η περιγραφή των συναφών με την προς πλήρωση θέση καθηκόντων αναπαράγει καθ' ολοκληρίαν αυτήν που περιείχετο στο προαναφερθέν υπηρεσιακό σημείωμα του διευθυντή· στην ανακοίνωση κενής θέσεως όμως δεν απαιτείτο από τους εσωτερικούς υποψηφίους κανένα ιδιαίτερο προσόν.

    Δεν εμφανίστηκε κανένας υπάλληλος του Ιδρύματος. Στη συνέχεια, το Ίδρυμα δημοσίευσε ανακοίνωση ίδια με την προηγούμενη, αυτή τη φορά όμως προς όλα τα μέλη του προσωπικού του, καθώς και προκήρυξη διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής στον οποίο μπορούσαν να μετάσχουν μόνον οι υπάλληλοι των άλλων κοινοτικών οργάνων. Κατά την ανακοίνωση αυτή οι εξωτερικοί υποψήφιοι έπρεπε, εξάλλου, να έχουν περατώσει πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με πτυχίο σχετιζόμενο με την απαιτούμενη ειδίκευση, συναφή επαγγελματική πείρα 5 ετών μετά τη λήψη του πτυχίου, καθώς και άρτια γνώση της αγγλικής ή γαλλικής γλώσσας και ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης κοινοτικής γλώσσας.

    Στο υπηρεσιακό σημείωμα σχετικά με τα «αποτελέσματα του εσωτερικού και περιορισμένης συμμετοχής διαγωνισμού» που απηύθυνε προς τον διευθυντή του Ιδρύματος, η επιτροπή προσλήψεων ανέφερε ότι, πρώτον, εξέτασε τρεις εσωτερικές υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων και της προσψεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: προσφεύγουσα), και ότι, ομοφώνως, έκρινε ότι κανείς εκ των τριών αυτών υποψηφίων δεν διαθέτει επαρκή προσόντα και πείρα στους διάφορους τομείς των περιγραφομένων καθηκόντων ώστε να κληθεί σε προφορική συνέντευξη.

    Με το αιτιολογικό αυτό, ο διευθυντής του Ιδρύματος πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η υποψηφιότητα της για την προς πλήρωση θέση.

    Η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση και άσκησε προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως συγχρόνως, επισυνάπτοντας αίτηση αναστολής εκτελέσεως των προσβαλλόμενων πράξεων και αναστολής της διαδικασίας προσλήψεως. Η αίτηση αυτή περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων απορρίφθηκε (διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1994, Τ-589/93 R, Ryan-Sheridan κατά ΕΙΒΣΔΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-257).

    Το Ίδρυμα απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι η θέση την οποία κατέχει και η προς πλήρωση θέση διαφέρουν τόσο ως προς τη φύση όσο και ως προς το επίπεδο τους.

    Επί της αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου

    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ο κανονισμός 1860/76 του απονέμει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών μεταξύ του Ιδρύματος και των υπαλλήλων του. Παρόλον ότι το Ίδρυμα δεν είναι όργανο των Κοινοτήτων, υπό την έννοια του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), η παρούσα υπόθεση συνιστά διαφορά μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ενός υπαλλήλου της, υπό την έννοια του άρθρου 179 της Συνθήκης ΕΚ.

    Επί των αιτημάτων ουιυρώσεως

    Επί του παραδεκτού

    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η βλαπτική απόφαση είναι η πράξη που περιλαμβάνεται στο έγγραφο του διευθυντή του Ιδρύματος με το οποίο πληροφορήθηκε η προσφεύγουσα την απόρριψη της υποψηφιότητας της, καθόσον η πράξη αυτή διατυπώνει οριστικά την άποψη του Ιδρύματος κατά το πέρας της διαδικασίας προσλήψεως, η οποία περιλαμβάνει την εσωτερική ανακοίνωση, την προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής και τη γνώμη της επιτροπής προσλήψεων (σκέψη 23).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγυλή κατά ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σκέψη 6 ΠΕΚ, 24 Ιουνίου 1993, Τ-69/92, Segliers κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-651, σκέψη 28· ΔΕΚ, 13 Ιουλίου 1993, Τ-20/92, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, ο. ΙΙ-799, σκέψη 43

    Συνεπώς, καθόσον στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της υποψηφιότητας της, η αίτηση ακυρώσεως της προσφεύγουσας είναι παραδεκτή και, κατά την εξέταση της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο μπορεί, ενύτμει της συνεκτικότητας των διαφόρων πράξεων που απαρτίζουν τη διαδικασία προσλήψεως, να εξετάσει αν οι τρεις προπαρασκευαστικές πράξεις που συνδέονται στενά με την προσβαλλομένη απόφαση είναι ενδεχομένως παράνομες (σκέψη 25).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 31 Μαρτίου 1965, 12/64 και 29/64, Ley κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 41· ΛΕΚ, 14 Δεκεμβρίου 1966, 3/66, Alfieri κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 463. ΛΕΚ, 11 Αυγούστου 1995, C-448/93 Ρ, Επιτροπή κατά Noonan, Συλλογή 1995, σ. I-2331, σκέψεις 17 έως 19· ΠΕΚ, 24 Φεβρουαρίου 1994, Τ-108/92, Caló κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-213, σκέψη 13

    Επί της ουσίας

    1. Ως προς την παράβαση του άρθρου 29 του ΚΥΚ

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από τα στοιχεία της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, δεν τηρήθηκε η σειρά προτεραιότητας του άρθρου 29 του ΚΥΚ, εάν θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή ως προς το Ίδρυμα (σκέψη 32).

    2. Ως προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταχειρίσεως

    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, εφόσον η προσφεύγουσα μπόρεσε να υποβάλει την υποψηφιότητα της για την προς πλήρωση θέση, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει κανένα συμφέρον να ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς την εσωτερική προκήρυξη, η προκήρυξη του διαγωνισμού περιορισμένης συμμετοχής περιείχε επακριβείς όρους ως προς τα απαιτούμενα προσόντα που παρείχαν στους υπαλλήλους των άλλων κοινοτικών οργάνων τη δυνατότητα να εκτιμηθεί το πρόσφορον της υποψηφιότητας τους. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ο λόγος ακυρώσεως είναι ουσία αβάσιμος, εφόσον οι προϋποθέσεις προσβάσεως στην προς πλήρωση θέση δεν είναι πιο αυστηρές για το προσωπικό του Ιδρύματος απ' ό,τι για το προσωπικό των άλλων κοινοτικών οργάνων (σκέψεις 41 και 42).

    3. Ως προς το παράνομο της εσωτερικής ανακοινώσεως

    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει συμφέρον να επικαλείται την ενδεχόμενη ασάφεια της εσωτερικής ανακοινώσεως, ανεξαρτήτως της ακριβούς νομικής της φύσεως, της ανακοινώσεως κενής θέσεως ή της προκηρύξεως διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, η προβαλλόμενη ασάφεια, ακόμη και αν αποδειχθεί, δεν βλάπτει την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι αυτή ήταν σε θέση να υποβάλει την υποψηφιότητα της για την προς πλήρωση θέση. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι η εσωτερική ανακοίνωση πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομολογία περί ανακοινώσεως κενών θέσεων και προκηρύξεων διαγωνισμών (σκέψεις 55 και 56).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 17 Μαΐου 1995, Τ-16/94, Μπενέκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ ΙΙ-335, σκέψη 18. προαναφερθείσα απόφαση Seghers κατά Συμβουλίου, σκέψη 34

    4. Ως προς την παράβαση της εσωτερικής ανακοινώσεως

    Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, εφόσον το Ίδρυμα έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκή προσόντα και πείρα στους διαφόρους τομείς των καθηκόντων, όπως περιγράφονται στην εσωτερική ανακοίνωση, η απόφαση που απορρίπτει την υποψηφιότητα της δεν βασίζεται επί προϋποθέσεων που δεν περιλαμβάνονται ρητώς στην ανακοίνωση αυτή (σκέψεις 61 και 62).

    5. Ως προς την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, στο καθού εναπόκειται να εκτιμήσει αν η προσφεύγουσα πληροί τις απαιτούμενες από την εσωτερική ανακοίνωση προϋποθέσεις και ότι η εκτίμηση αυτή μπορεί να αμφισβητείται μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το καθού και να ελέγξει την εκτίμηση του ως προς τις επαγγελματικές ικανότητες των υποψηφίων, παρά μόνο να διαπιστώσει την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (σκέψη 75).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 1990, Τ-160/89 και Τ-161/89, Καλαβρός κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-871, οκέιμη 29

    Το Πρωτοδικείο, αφού συνέκρινε τα καθήκοντα που αντιστοιχούν ιπη θέση της προσφεύγουσας και στην προς πλήρωση θέση, κρίνει ότι η προσφεύγουσα, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως, δεν ήταν σε θέση να αποδείξει την προβαλλόμενη αναλογία μεταξύ των σχετικών με τις δύο θέσεις καθηκόντων και ότι, κατά συνέπεια, το Ίδρυμα δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως επί του σημείου αυτού, κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκή προσόντα και πείρα στους διάφορους τομείς των περιγραφομένων στην εσωτερική ανακοίνωση καθηκόντων (σκέψεις 76 έως 86).

    6. Ως προς την έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογίας

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως έχει ως σκοπό να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία ώστε να κρίνει αν η απόφαση αυτή είναι ή όχι βάσιμη, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει ενδεχομένως τα αναγκαία ένδικα μέσα για να προστατεύσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του. Περαιτέρω, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογίας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να εκτιμάται σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες. Συγκεκριμένα, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εντάσσεται σ' ένα πλαίσιο που γνωρίζει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, επιτρέποντας του να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (σκέψεις 90, 92 και 95).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 1η Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton πατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1789, σκέψη 47· ΔΕΚ, 21 Ιουνίου 1984, 69/83, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1984, ο. 2447, σκέψη 36. ΔΕΚ, 30 Μαΐου 1984, 111/83, Picciolo κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, α 2323· ΔΕΚ, 13 Δεκεμβρίου 1989, C-169/88, Prelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 4335, σκέψη 9· ΠΕΚ, 20 Ιουνίου 1990, Τ-133/89, Búrban κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, α ΙΙ-245, σκέψη 43· ΠΕΚ, 21 Απριλίου 1993, Τ-5/92, Tallarico κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, α ΙΙ-477, σκέψη 35. ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, Τ-80/92, Turner κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, α ΙΙ-1465, σκέψη 62· ΠΕΚ, 6 Ιουλίου 1995, Τ-36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. ΙΙ-497, σκέιμη 60

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως που απέρριψε την υποψηφιότητα της προσφεύγουσας παρέσχε αφ' εαυτής στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το βάσιμο της αποφάσεως αυτής και επέτρεψε στο Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεν μπορεί να προσαφθεί στο Ίδρυμα. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα γνώριζε πολύ καλά ότι, τουλάχιστον, δεν διέθετε επαρκή πείρα και προσόντα ως προς όλα τα σχετικά με την προς πλήρωση θέση καθήκοντα. Τέλος, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι στην απόφαση που απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας διατυπώθηκαν με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια οι διαφορές φύσεως και επιπέδου που υπάρχουν μεταξύ της θέσεως της προσφεύγουσας και της προς πλήρωση θέσεως (σκέψεις 91, 93, 96 και 97).

    7. Ως προς την έλλειψη τυπικής αμεροληψίας της επιτροπής προσλήψεων και ως προς την παράβαση του άρθρου 10 του κανονισμού 1860/76

    Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, συμφώνως προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 10, ο διευθυντής του Ιδρύματος είχε πράγματι πληροφορηθεί εγκαίρως περί της προσωπικής διαμάχης μεταξύ της προσφεύγουσας και του Ν. W. Συνεπώς, αν υποτεθεί ότι ήταν εφαρμοστέο το άρθρο 10 του κανονισμού 1860/76, αυτό έχει εν πάση περιπτώσει τηρηθεί (σκέψεις 104 και 105).

    Το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει, εξάλλου, ότι ήταν αντικειμενικώς σκόπιμο να μετάσχει ο Ν. W. στην επιτροπή προσλήψεων, υπό τη διττή ιδιότητα του ως προϊσταμένου της οικείας υπηρεσίας και αμέσως ιεραρχικώς προϊσταμένου του υπαλλήλου που 0α καλύψει την προς πλήρωση θέση. Επιπλέον, αν και η διοίκηση οφείλει να μεριμνά για την άμεμπτη σύνθεση της επιτροπής προσλήψεων, οι εκτιμήσεις του Ν. W. περί των επαγγελματικών προσόντων της προσφεύγουσας, μολονότι περιέχουν επικρίσεις γι' αυτή, είναι πάντως αιτιολογημένες, μετριοπαθείς και απαλλαγμένες κάθε στοιχείου που να φανερώνει εμπάθεια ασυμβίβαστη με το καθήκον αμεροληψίας που έχει το μέλος επιτροπής προσλήτμεων. Τέλος, είναι βέβαιο ότι η επιτροπή προσλήψεων εξέδωσε τη γνώμη της με ομοφωνία των τριών μελών της, μεταξύ των οποίων ήταν και ο εκπρόσωπος της επιτροπής προσωπικού. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει ότι η παρουσία του Ν. W. στην επιτροπή προσλήψεων επηρέασε την αμεροληψία των διασκέψεων της επιτροπής αυτής (σκέψεις 106, 107, 108 και 109).

    8. Ως προς την κατάχρηση εξουσίας και την καταστρατήγηση της διαδικασίας και ως προς την παράβαση του άρθρου 23 του κανονισμού 1860/76

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η κατάχρηση εξουσίας προϋποθέτει την απόδειξη, βάσει αντικειμενικών, ουσιωδών και συγκλινόντων στοιχείων, ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε προς επίτευξη σκοπών ξένων προς αυτούς που επικαλείται ή ότι η διοίκηση έκανε χρήση των εξουσιών της για σκοπό διάφορο εκείνου για τον οποίο της απονεμήθηκαν (σκέψη 117).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1982, 817/79, Buyl κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, ο. 245, σκέψη 28. Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, προαναφερθείσα, σκέιμη 30. ΠΕK, 12 Ιουλίου 1990, Τ-108/89, Scheuer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-411, σκέψεις 49 και 50. ΠΕΚ, 7 Δεκεμβρίου 1995, Τ-544/93 και Τ-566/93, Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. ΙΙ-815, σκέψη 86

    Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν προέκυψε ότι το Ίδρυμα σκόπευε εξ αρχής να προτιμήσει εξωτερικό υποψήφιο, ούτε ότι η επιτροπή προσλήψεων εξέτασε τις εξωτερικές υποιμηφιότητες που υποβλήθηκαν βάσει της προκηρύξεως του περιορισμένης συμμετοχής διαγωνισμού πριν από τις εσωτερικές υποψηψιότητες, ούτε ότι η υποψηφιότητα της προσφεύγουσας απορρίφθηκε λόγω της προσωπικής διαμάχης της με τον Ν. W. (σκέψεις 118, 119 και 120).

    9. Ως προς την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του δικαιώματος της προσφεύγουσας να ληφθούν πραγματικά υπόψη οι επαγγελματικοί τίτλοι της

    Αφενός, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ούτε η πείρα της προσφεύγουσας ούτε τα πανεπιστημιακά της πτυχία, ούτε τα δύο αυτά στοιχεία μαζί αποδεικνύουν ότι, μη καλώντας την προσφεύγουσα στην προκριματική συνέντευξη, η επιτροπή επιλογής υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Αφετέρου, από τα στοιχεία της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι το Ίδρυμα παρείχε στην προσφεύγουσα, αντιθέτως προς όσα αυτή ισχυρίζεται, επαρκώς συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις προς θεμελίωση της νομίμου προσδοκίας της για τον διορισμό της στην προς πλήρωση θέση (σκέψεις 126 και 127).

    10. Ως προς την παραβίαση του καθήκοντος αρωγής

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται λυσιτελώς τον λόγο αυτόν εφόσον δεν μπόρεσε να αποδείξει την αναλογία μεταξύ των σχετικών με τη θέση της καθηκόντων και των σχετικών με την κενή θέση.

    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι οι επιταγές του καθήκοντος αρωγής δεν εμποδίζουν τη δημόσια αρχή να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί απαραίτητα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, εφόσον η πλήρωση κάθε θέσεως πρέπει να βασίζεται πρωτίστως επί του συμφέροντος αυτού. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει η διοικητική αρχή για να εκτιμά το συμφέρον της υπηρεσίας, ο έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να περιορίζεται στο αν η αρχή αυτή παρέμεινε εντός μη επιδεχομένων κριτική ορίων και αν δεν έκανε προδήλως πεπλανημένη χρήση της εξουσίας της (σκέψεις 131 και 132).

    Παραπομπή: Turner κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 77

    Επομένως, εφόσον καμία παρατυπία δεν μπορεί να του προσαφθεί συναφώς, το Ίδρυμα δεν αγνόησε το καθήκον του αρωγής (σκέψη 133).

    Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας προϋποθέτει τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων συνισταμένων στο παράνομο της προσαπτομένης στο κοινοτικό όργανο συμπεριφοράς, στο υποστατό της ζημίας και στην ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (σκέψη 141).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-3/92, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-83, σκέψη 63

    Επομένως, εφόσον η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία απόδειξη περί της πλημμελείας της επίδικης διαδικασίας προσλήψεως, το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα λόγω της αποφάσεως που απέρριψε την υποψηφιότητα της πρέπει να απορριφθεί (σκέψη 142).

    Παραπομπή: Latham κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 65 και 66

    Το Πρωτοδικείο αποφαίνεται, ως εκ περισσού, ότι, καθόσον το διατυπωΟέν κατά την προφορική διαδικασία αίτημα της προσφεύγουσας, με το οποίο επιδιώκεται αύξηση σε 500000 βελγικά φράγκα της προβληΟείσας κατά τη διάρκεια της γραπτής διαδικασίας ζημίας, στηρίζεται, καθώς υποστηρίζει το Ίδρυμα, επί αυτοτελούς αιτίας, συνιστά νέο αίτημα και πρέπει, συνεπώς, ως τοιούτο, να απορριφθεί ως απαράδεκτο (σκέψη 144).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 8 Μαρτίου 1990, Τ-41/89, Schwedler κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1990, α ΙΙ-79, σκέψη 34· ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 1993, Τ 22/92, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, α ΙΙ-1095, σκέψεις 27 και 28

    Διατακτικό:

    Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή.

    Top