Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993TJ0018

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 26ης Οκτωβρίου 1994

    Υπόθεση Τ-18/93

    Antonio Marcato

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Τελική έκθεση βαθμολογίας — Καθυστέρηση καταρτίσεως της — Προαγωγή — Άρνηση εγγραφής στον πίνακα των υπαλλήλων που κρίθηκαν ως οι διαθέτοντες τα περισσότερα προσόντα — Αγωγή αποζημιώσεως — Υλική ζημία — Ηθική βλάβη»

    Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα   II-681

    Αντικείμενο:

     

    Προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) που έχει ως αντικείμενο

     

    την ακύρωση της εκθέσεως βαθμολογίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος (στο εξής: προσφεύγοντος), η οποία καλύπτει την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1985 μέχρι 30 Ιουνίου 1987, όπως οριστικοποιήθηκε από τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή οτις 24 Απριλίου 1992·

    την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων.

    Αποτέλεσμα: Το Πρωτοδικείο υποχρεώνει την Επιτροπή να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    Επιτομή της αποφάσεως

    Ο προσφεύγων, υπάλληλος κατηγορίας Β 3, ήδη συνταξιούχος, προσέβαλε την έκθεση βαθμολογίας του που καλύπτει την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1985 μέχρι 30 Ιουνίου 1987 και ζήτησε την επέμβαση του δευτεροβαθμίου βαθμολογητή, στη συνέχεια δε τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις εκθέσεις βαθμολογίας του προσωπικού (στο εξής: CPN). Καίτοι δεν συμμερίστηκε την αρνητική άποψη του προσφεύγοντος όσον αφορά την έκθεση βαθμολογίας του, η CPN κάλεσε τον δευτεροβάθμιο βαθμολογητή να αναθεωρήσει την έκθεση αυτή, η δε «τελική» έκθεση καταρτίστηκε στις 10 Ιουνίου 1991.

    Στις 31 Ιουλίου 1991 ο προσφεύγων υπέβαλε μία πρώτη ένσταση κατά της τελικής εκθέσεως, ως προς την οποία η CPN διατύπωσε ευνοϊκή γνώμη στις 9 Δεκεμβρίου 1991. Ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού και Διοικήσεως δέχθηκε την ένσταση αυτή και η νέα τελική έκθεση βαθμολογίας, η οποία αντικατέστησε την προηγούμενη, καταρτίστηκε στις 24 Απριλίου 1992.

    Στις 13 Ιουλίου 1992 ο προσφεύγων υπέβαλε δεύτερη ένσταση κατά της εν λόγω αποφάσεως περί καταρτίσεως της εκθέσεως βαθμολογίας σε δεύτερο βαθμό και της τελικής εκθέσεως βαθμολογίας, την οποία θεώρησε ανεπαρκώς αιτιολογημένη και μη ανταποκρινόμενη προς τις συστάσεις της CPN.

    Στις 8 Οκτωβρίου 1992 η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χωρίς να έχει αποφανθεί επί της ενστάσεως της 13ης Ιουλίου 1992, αποφάσισε να μην περιλάβει το όνομα του προσφεύγοντος στον πίνακα των υπαλλήλων που κρίθηκαν ως οι διαθέτοντες τα περισσότερα προσόντα για προαγωγή στον βαθμό Β 2 κατά το έτος 1988. Κατά της αποφάσεως αυτής ο προσφεύγων υπέβαλε στις 3 Φεβρουαρίου 1993 ένσταση, η οποία απορρίφθηκε.

    Εν τω μεταξύ, στις 6 Νοεμβρίου 1992, ο προσφεύγων παρέλαβε αντίγραφο εκθέσεως του προέδρου της CPN που τον πληροφορούσε ότι η επιτροπή θεωρούσε ότι η έκθεση βαθμολογίας σε δεύτερο βαθμό δεν ελάμβανε εξ ολοκλήρου υπόψη τις απόψεις της και ότι, επομένως, η ένσταση του ήταν βάσιμη. Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1992, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 2 Φεβρουαρίου 1993.

    Στις 3 Φεβρουαρίου 1993 ο προσφεύγων υπέβαλε τρίτη ένσταση κατά της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 1992, η οποία ελήφθη, κατά την άποψη του, βάσει ελλιπούς φακέλου, καθόσον κατά της εκθέσεως βαθμολογίας για την περίοδο 1985/1987 εκκρεμούσε ακόμη ένσταση. Ο προσφεύγων δεν άσκησε κανένα ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η τρίτη αυτή ένσταση.

    Ι - Επί του αιτήματος ακυρώσεως της εκθέσεως βαθμολογίας της 24ης Απριλίου 1992

    1. Επί του παραδεκτού

    Το Πρωτοδικείο θεωρεί, πρώτον, ότι το ακυρωτικό αίτημα είναι παραδεκτό καθόσον η έκθεση βαθμολογίας συνιστά πράξη που μπορεί να είναι βλαπτική. Δεύτερον, η Επιτροπή δεν επικαλείται βασίμως την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος, με το αιτιολογικό ότι εν πάση περιπτώσει δεν θα περιλαμβανόταν στον πίνακα των υπαλλήλων που κρίθηκαν ως οι διαθέτοντες τα περισσότερα προσόντα για προαγωγή, ακόμη και εάν η επιτροπή προαγωγής προσωπικού είχε στη διάθεση της διαφορετική έκθεση βαθμολογίας, λαμβάνουσα υπόψη τις γνώμες της CPN, ή ακόμα και σε περίπτωση παντελούς ελλείψεως εκθέσεως βαθμολογίας. Πράγματι, κανένα στοιχείο δεν παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προδικάζει κατά τον τρόπο αυτό τη γνώμη που θα είχε διατυπώσει η επιτροπή προαγωγής προσωπικού εάν είχε στη διάθεση της διαφορετική έκθεση βαθμολογίας. Άλλωστε, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων δεν έπρεπε να περιλαμβάνεται στον πίνακα των υπαλλήλων που κρίθηκαν ως οι διαθέτοντες τα περισσότερα προσόντα. Τρίτον, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της ενστάσεως του της 3ης Φεβρουαρίου 1993 δεν μπορεί κατ' ανάγκη να στερήσει τον ενδιαφερόμενο του εννόμου συμφέροντος του να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως περί καταρτίσεως της εκθέσεως βαθμολογίας του. Πράγματι, ακόμη και ανεξάρτητα από το ηθικό συμφέρον κάθε υπαλλήλου να καταρτίζονται ορθώς οι εκθέσεις βαθμολογίας του, ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι ενδεχόμενη ακύρωση της επίμαχης εκθέσεως βαθμολογίας, για λόγο ιδιαζόντως σοβαρό, θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάκληση της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 1992, η οποία δεν γεννά δικαιώματα ούτε υπέρ του προσφεύγοντος ούτε υπέρ τρίτων, άπαξ από τη νέα έκθεση βαθμολογίας, που θα καταρτιζόταν προς εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, θα προέκυπτε ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε λαμβανομένωνυπόψηστοιχείωνκαι πληροφοριών καταφανώς ανακριβών (σκέψεις 26 έως 29).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 17 Μαρτίου 1971, 29/70, Marcato κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, α 725) ΔΕΚ, 28 Οκτωβρίου 1982, 105/81, Oberthür κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, ο. 3781)

    2. Επί της ουσίας

    α) Ως προς τον λόγο που στηρίζεται σε παράβαση της διαδικασίας καταρτίσεως των περιοδικών εκθέσεων βαθμολογίας του προσωπικού

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η μακρά διάρκεια της διαδικασίας καταρτίσεως της εκθέσεως βαθμολογίας και οι σωρευθείσες καθυστερήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας δεν μπορούν αφ' εαυτές να θίξουν τον νόμιμο χαρακτήρα της εκθέσεως βαθμολογίας (σκέψη 36).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 1 Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Selon πατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, α 1789) ν is, ν η

    β) Ως προς τον λόγο που στηρίζεται στην παραβίαση των αρχών της καλής πίστεως, της χρηστής διαχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως

    Κατά παγία νομολογία, ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής επί του περιεχομένου των εκθέσεων βαθμολογίας περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών καθώς και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει επίσης ότι η αποστολή του δευτεροβάθμιου βαθμολογητή είναι να ελέγχει, με πλήρη ανεξαρτησία, τις κρίσεις του πρωτοβάθμιου βαθμολογητή. Συνεπώς, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής έχει πλήρη ευχέρεια, αν θεωρήσει ότι είναι ενδεδειγμένο, να επικυρώσει την κρίση του πρωτοβάθμιου βαθμολογητή (σκέψεις 45 και 46).

    Παραπομπή: Seton jcorcá Επιτροπής, προπαρατεθείσα

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι οι γενικές εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην προσβαλλομένη έκθεση βαθμολογίας δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην αρχική έκθεση και δεν εμφαίνουν, εν πάση περιπτώσει, σημαντική ή απλώς αισθητή χειροτέρευση των κρίσεων όσον αφορά τον προσφεύγοντα ικανή να επηρεάσει, από απόψεως των αρχών που επικαλείται ο προσφεύγων, τον νόμιμο χαρακτήρα της εκθέσεως αυτής. Επομένως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι παρέλκει η επίλυση του ζητήματος, ως προς το οποίο υφίσταται διαφωνία των διαδίκων, αν η διαδικασία καταρτίσεως εκθέσεως βαθμολογίας σε δεύτερο βαθμό και οι διάφορες διοικητικές διαδικασίες στη διάθεση του υπαλλήλου μπορούν να συνεπάγονται χειροτέρευση της βαθμολογίας σε δεύτερο βαθμό σε σχέση με τη βαθμολογία του αρχικού βαθμολογητή (σκέψη 49).

    Το Πρωτοδικείο κρίνει στη συνέχεια ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος ότι, αφενός μεν, εθίγη από τους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν εις βάρος του εν αγνοία του στην επιτροπή προαγωγής προσωπικού, αφετέρου δε, ότι υπήρξε θύμα των τεταμένων σχέσεων μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας της Επιτροπής εντός της οποίας ασκούσε τα καθήκοντα του, δεν συνοδεύονται από κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να καθίσταται δυνατόν να εκτιμηθεί το βάσιμο των ισχυρισμών και να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής παραβίασε τις αρχές της καλής πίστεως και της χρηστής διοικήσεως (σκέψη 50).

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί (σκέψη 51).

    γ) Ως προς τον λόγο που στηρίζεται στην κατάχρηση εξουσίας

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος δεν στηρίζονται σε κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατή την εκτίμηση του βάσιμου τους, όσον αφορά δε, μεταξύ άλλων, τις πιστοποιήσεις των ιεραρχικώς ανωτέρων του, ουδόλως μπορούν να αποδείξουν, βάσει αντικειμενικών, ακριβών και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι, κατά την κατάρτιση της προσβαλλομένης εκθέσεως βαθμολογίας, ο δευτεροβάθμιος βαθμολογητής έκανε χρήση των αρμοδιοτήτων του για σκοπούς άλλους και όχι για αυτούς για τους οποίους του απονεμήθηκαν (σκέψεις 54 και 55).

    II - Erei του αιτήματος αποκαταστάσεως των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων

    1. Επί του παραδεκτού

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι μόνον όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως είναι παραδεκτή η δεύτερη ως παρεπόμενη της προσφυγής ακυρώσεως, χωρίς να χρειάζεται να έχει προηγηθεί αυτής αίτηση του ενδιαφερομένου που να καλεί την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να αποκαταστήσει τις ζημίες που φέρεται ότι υπέστη καθώς και διοικητική ένσταση με την οποία να αμφισβητεί ο ενιστάμενοςτο βάσιμο της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως της αιτήσεως του (σκέψη 58).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 24 Ιανουαρίου 1991, Τ-27/90, Latham κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, ο. Π-35) ΠΕΚ, 6 Φεβρουαρίου 1992, Τ-29/91, Castelletti κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-77, σκέψη 29)

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι εν προκειμένω υφίσταται σε επαρκή βαθμό άμεση σχέση μεταξύ των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων, αφενός, και του ιδίου του περιεχομένου ή των προϋποθέσεων καταρτίσεως της εκθέσεως βαθμολογίας που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως, καθώς και των συνεπειών της εκθέσεως αυτής επί της διαδικασίας προαγωγής, αφετέρου. Οι παραβάσεις της Επιτροπής τις οποίες προβάλλει ο προσφεύγων και οι διαπιστωθείσες καθυστερήσεις αναφέρονται, πράγματι, μόνο στην επίδικη έκθεση βαθμολογίας. Αν αυτό τούτο το αίτημα ακυρώσεως που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής είναι παραδεκτό, το υπό εξέταση αίτημα αποζημιώσεως είναι επίσης παραδεκτό (σκέψη 59).

    2. Επί της ουσίας

    α) Ως προς το αίτημα αποκαταστάσεως της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, πρώτον, ότι το γεγονός ότι ο ατομικός φάκελος υποψηφίου πάσχει παρατυπία ή είναι ελλιπής λόγω, μεταξύ άλλων, της ελλείψεως εκθέσεως βαθμολογίας κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων, δεν αρκεί για να ακυρωθεί απόφαση περί προαγωγής, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι το γεγονός αυτό επηρέασε αποφασιστικώς τη διαδικασία προαγωγής. Περαιτέρω, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε περίπτωση ελλείψεως εκθέσεως βαθμολογίας, να αναζητήσει άλλα στοιχεία ικανά να καλύψουν την έλλειψη αυτή (σκέψη 73).

    Παραπομπή' ΔΕΚ, 11 Μαΐου 1978, 25/77, De Roubaix κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, ο 347)- ΔΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1980, 156/79 και 51/80, Gratreau κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/1 Η, σ. 567) ΔΕΚ, 10 Ιουνίου 1987, 7/86, Vincent κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 2473)' ΔΕΚ, 15 Μαρτίου 1989, 140/87, Bevan κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, ο. 701)- ΠΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1993, Τ-58/92, Moat κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. II-1443)

    Το Πρωτοδικείο κρίνει, δεύτερον, ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η επιτροπή προαγωγής προσωπικού εξέφερε γνώμη εν πλήρη γνώσει της υποθέσεως, λαμβάνουσα υπόψη πλήρη φάκελο και διαθέτουσα τελική έκθεση βαθμολογίας, υπό την έννοια του άρθρου 7 του οδηγού βαθμολογίας που ισχύει για την Επιτροπή (σκέψη 74).

    Το Πρωτοδικείο κρίνει, τρίτον, ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί, προς στήριξη αιτήματος αποζημιώσεως της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, λόγους προβαλλόμενους κατά του ίδιου του νομίμου χαρακτήρα της επίδικης εκθέσεως βαθμολογίας που απορρίφθηκαν συλλήβδην με την παρούσα απόφαση (σκέψη 75).

    Το Πρωτοδικείο απορρίπτει κατά συνέπεια το αίτημα αποζημιώσεως της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων (σκέψη 77).

    β) Επί του αιτήματος ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων

    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η έκθεση βαθμολογίας «πρέπει υποχρεωτικά να συντάσσεται για λόγους αναγόμενους στη χρηστή διοίκηση και στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών της Κοινότητας και προς διαφύλαξη των συμφερόντων των υπαλλήλων, (...) αποτελεί ένα απαραίτητο στοιχείο εκτιμήσεως κάθε φορά που η σταδιοδρομία του υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη από την προϊσταμένη αρχή· (...) ένα από τα πρωταρχικά, επομένως, καθήκοντα της διοικήσεως συνίσταται στο να μεριμνά για την περιοδική σύνταξη της εκθέσεως αυτής κατά τις ημερομηνίες που επιβάλλει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως καθώς και για τη νομότυπη σύνταξη της». 'Αλλωστε, η έλλειψη εκθέσεως βαθμολογίας μπορεί να θέσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο σε κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας ως προς το επαγγελματικό του μέλλον, κατάσταση γενεσιουργό ηθικής βλάβης ικανής να στοιχειοθετήσει υποχρέωση αποζημιώσεως (σκέψη 78).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιουλίου 1977, 61/76, Geist κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1977, α 415) Bevan κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα ΠΕΚ, 8 Νοεμβρίου 1990, Τ-73/89, Barbi κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, α II-619)

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι εν προκειμένω η καθυστερημένη κατάρτιση της τελικής εκθέσεως βαθμολογίας του προσφεύγοντος οφείλεται βεβαίως εν μέρει στον ίδιο τον προσφεύγοντα, ο οποίος έκανε χρήση, δικαιολογημένα άλλωστε, όλων των διαδικασιών που έθετε στη διάθεση του ο οδηγός βαθμολογίας, αλλά σε μεγάλο μέρος και στη διοίκηση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δικαιολογείται να επιδικαστεί, εντός των ορίων του αιτήματος που του υπεβλήθη, ένα ECU ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων (σκέψεις 79 και 80).

    Διατακτικό:

    1)

    Υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα ένα ECU, ως ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη.

    2)

    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    Top