Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0046

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    ++++

    1. Κοινοτικό δίκαιο * Απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες * Παράβαση από κράτος μέλος * Υποχρέωση αποκαταστάσεως της προκληθείσης στους ιδιώτες ζημίας * Η παραβιασθείσα διάταξη είναι αμέσου αποτελέσματος * Δεν έχει σημασία

    2. Κοινοτικό δίκαιο * Παράβαση από κράτη μέλη * Συνέπειες * Έλλειψη ρητών και ακριβών διατάξεων στη Συνθήκη * Ορίζονται από το Δικαστήριο * Πλαίσιο

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 164)

    3. Κοινοτικό δίκαιο * Απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες * Παράβαση από κράτος μέλος * Υποχρέωση αποκαταστάσεως της προκληθείσης στους ιδιώτες ζημίας * Καταλογισμός της παραβάσεως στον εθνικό νομοθέτη * Δεν έχει σημασία

    4. Κοινοτικό δίκαιο * Απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες * Παράβαση από κράτος μέλος * Καταλογισμός της παραβάσεως στον εθνικό νομοθέτη ο οποίος διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών * Υποχρέωση αποκαταστάσεως της προκληθείσης στους ιδιώτες ζημίας * Προϋποθέσεις * Τρόπος αποζημιώσεως * Εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο * Όρια

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5 και 215, εδ. 2)

    5. Κοινοτικό δίκαιο * Απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες * Παράβαση από κράτος μέλος * Υποχρέωση αποκαταστάσεως της προκληθείσης στους ιδιώτες ζημίας * Προσδιορισμός της εκτάσεως της ζημίας που πρέπει να αποκατασταθεί * Εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο * Όρια

    6. Κοινοτικό δίκαιο * Απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες * Παράβαση από κράτος μέλος * Υποχρέωση αποκαταστάσεως της προκληθείσης στους ιδιώτες ζημίας * Προϋποθέσεις * Αποκατάσταση μόνο των ζημιών που επέρχονται μετά τη δημοσίευση αποφάσεως του Δικαστηρίου αναγνωρίζουσας την προσαπτομένη παράβαση * Δεν αρκεί

    Περίληψη

    1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου.

    Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος.

    2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών.

    3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη.

    Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων.

    4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική.

    Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες.

    Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως.

    Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου.

    Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είναι το αν συντρέχει, εκ μέρους κράτους μέλους, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Συναφώς, μεταξύ των στοιχείων που ίσως χρειαστεί να συνεκτιμήσει το αρμόδιο δικαστήριο συγκαταλέγονται ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζομένου κανόνα, το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές ή τις κοινοτικές αρχές, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσης παραβάσεως ή της προκληθείσης ζημίας, το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχομένης νομικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάση ενός κοινοτικού οργάνου μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικών μέτρων ή πρακτικής. Εν πάση περιπτώσει, μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι πρόδηλη, όταν συνεχίζεται παρά την έκδοση δικαστικής αποφάσεως που διαπιστώνει την προσαπτόμενη παράβαση ή προδικαστικής αποφάσεως ή πάγιας σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου, από όπου προκύπτει ότι η επίμαχη συμπεριφορά στοιχειοθετεί παράβαση.

    5. Η υπό των κρατών μελών αποκατάσταση της ζημίας την οποία έχουν προξενήσει σε ιδιώτες διά παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βλάβη που υπέστησαν. Ελλείψει σχετικών κοινοτικών διατάξεων, η θέσπιση κριτηρίων καθορισμού της εκτάσεως της αποζημιώσεως εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους οίκοθεν νοείται ότι αυτά δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκά από εκείνα που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοια ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την αποζημίωση. Δεν συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο μια εθνική ρύθμιση που περιορίζει γενικώς την υποχρέωση αποζημιώσεως μόνο στις ζημίες που προξενούνται σε ορισμένα ειδικώς προστατευόμενα ατομικά έννομα αγαθά, ενώ αποκλείει το διαφυγόν κέρδος των ιδιωτών. Εξ άλλου, η επιδίκαση ειδικών μορφών αποζημιώσεως, όπως είναι η προβλεπόμενη στο αγγλικό δίκαιο "παραδειγματική" αποζημίωση, πρέπει να είναι δυνατή στο πλαίσιο ενστάσεως ή αγωγής στηριζομένης στο κοινοτικό δίκαιο, εάν είναι δυνατή και στο πλαίσιο παρομοίας ενστάσεως ή αγωγής στηριζομένης στο εσωτερικό δίκαιο.

    6. Η υποχρέωση των κρατών μελών να αποκαθιστούν τις ζημίες που προξενούνται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στις ζημίες που επέρχονται μετά τη δημοσίευση αποφάσεως του Δικαστηρίου αναγνωρίζουσας την προσαπτομένη παράβαση.

    Και τούτο διότι αξίωση αποζημιώσεως θεμελιούμενη στο κοινοτικό δίκαιο υφίσταται άπαξ πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Εάν δε γινόταν δεκτό ότι η υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους προς αποζημίωση περιορίζεται μόνο στις ζημίες που επέρχονται μετά τη δημοσίευση αποφάσεως του Δικαστηρίου αναγνωρίζουσας την εν λόγω παράβαση, θα ετίθετο, ουσιαστικά, υπό αμφισβήτηση το αναγνωριζόμενο από την κοινοτική έννομη τάξη δικαίωμα αποζημιώσεως. Περαιτέρω, η εξάρτηση της αποκαταστάσεως της ζημίας από προηγούμενη αναγνώριση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος, θα αντέκειτο στην αρχή της αποτελεσματικότητας του κοινοτικού δικαίου, εφόσον θα αποκλειόταν έτσι κάθε δικαίωμα αποζημιώσεως ενόσω η Επιτροπή δεν θα είχε ασκήσει, για τη φερόμενη παράβαση, προσφυγή του άρθρου 169 της Συνθήκης και η παράβαση αυτή δεν θα είχε αναγνωριστεί από το Δικαστήριο. Τα δικαιώματα όμως των ιδιωτών * τα οποία απορρέουν από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που παράγουν άμεσα αποτελέσματα στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών * δεν μπορούν να εξαρτώνται από την κρίση της Επιτροπής περί της σκοπιμότητας να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης κατά κράτους μέλους, ούτε από την ενδεχόμενη έκδοση αποφάσεως του Δικαστηρίου περί παραβάσεως.

    Top