This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61989CJ0096
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Υπόθεση C-96/89
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
κατά
Βασιλείου των Κάτω Χωρών
«Παράβαση κράτους — Θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, με μειωμένο συντελεστή εισφοράς, μιας παρτίδας μανιόκας εξαχθείσας από την Ταϋλάνδη χωρίς πιστοποιητικό εξαγωγής — Παράλειψη βεβαιώσεως ιδίων πόρων και θέσεως τους στη διάθεση της Επιτροπής»
Έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon της 6ης Νοεμβρίου 1990 2476
Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991 2486
Περίληψη της αποφάσεως
Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Δικαίωμα της Επιτροπής προς άσκηση προσφυγής – Προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής – Αεν υπάρχει – Εξαίρεση – Υπερβολική διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας η οποία θίγει τα δικαιώματα άμυνας
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 169)
Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Σιτηρά – Εισαγωγή μανιόκας προελεύσεως Ταΰ-λάνδης με προτιμησιακό συντελεστή – Αντικανονική έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής – Λήψη καταλλήλων μέτρων από την Επιτροπή – Υποχρέωση των εθνικών αρχών να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις να μην υπάγουν προϊόντα στο προτιμησιακό καθεστώς παρά μόνον κατόπιν ελέγχων ικανών να εξουδετερώσουν κάθε απόπειρα απάτης
(Κανονισμοί της Επιτροπής 2029/82, άρθρο 7, παράγραφος 1, και 3383/82, άρθρο 7, παράγραφος 1)
Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προστασία μη παρεχόμενη σε περίπτωση πρόδηλης παραβάσεως της ισχύουσας νομοθεσίας
Iδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Βεβαίωση και θέση οτη διάθεοη της Επιτροπής από τα κράτη μέλη – Αέσμια αρμοδιότητα αποκλείουσα τη δυνατότητα αρνήσεως βεβαιώσεως μιας αμφισβητούμενης πιστώσεως – Υποχρέωση πιστωτικής εγγραφής στον λογαριασμό της Επιτροπής – Καθυστερημένη εγγραφή – Υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας
(Κανονισμός του Συμβουλίου 2891/77, άρθρα 2 και 11)
Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρήσει ορισμένη προθεσμία προκειμένου να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης, προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες η υπερβολική διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο αυτό, θίγει τα δικαιώματα άμυνας, καθιστώντας δυσχερέστερη για το καθού κράτος την αντίκρουση των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής.
Στην περίπτωση των εισαγωγών μανιόκας προελεύσεως Ταϋλάνδης που πραγματοποιήθηκαν με προτιμησιακό συντελεστή το 1982 και το 1983, η Επιτροπή είχε από τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, των κανονισμών 2029/82 και 3383/82, την εξουσία να λάβει, χωρίς να απαιτείται να τηρήσει ορισμένη τυπική διαδικασία, κάθε κατάλληλο μέτρο σε περίπτωση μη τηρήσεως των προϋποθέσεως από τις οποίες εξαρτάται η έκδοση των πιστοποιητικών εισαγωγής. Δυνάμει της εξουσίας αυτής, η Επιτροπή μπορούσε, βάσει των πληροφοριών που είχε από τις ταϋλανδικές αρχές, να ζητήσει, με απλό τηλετύπημα, από τις αρχές κράτους μέλους να προβούν σε έλεγχο της ταυτότητας ενός φορτίου μανιόκας το οποίο είχε προηγουμένως τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία με την κάλυψη πιστοποιητικού εισαγωγής εκδοθέντος από τις αρχές άλλου κράτους μέλους και επιτρέποντος την εισαγωγή με τον προτιμησιακό συντελεστή.
Επιχείρηση που έχει παραβιάσει προδήλως την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της διαπιστώσεως των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το άρθρο 2 του κανονισμού 2891/77 προβλέπει ότι ένα έσοδο έχει βεβαιωθεί μόλις η αντίστοιχη απαίτηση καθοριστεί δεόντως από την αρμόδια υπηρεσία ή τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να βεβαιώνουν τις απαιτήσεις όταν τις αμφισβητούν, άλλως θα υπήρχε κίνδυνος — έστω και προσωρινής — διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας της Κοινότητας από την αυθαίρετη συμπεριφορά κράτους μέλους.
Υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ της υποχρεώσεως βεβαιώσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας, της υποχρεώσεως εμπρόθεσμης πιστωτικής εγγραφής στον λογαριασμό της Επιτροπής και της υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημαρίας. Οι τόκοι αυτοί οφείλονται ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους η εγγραφή στον λογαριασμό της Επιτροπής διενεργήθηκε καθυστερημένα. Από αυτό έπεται ότι δεν υπάρχει λόγος να διακρίνεται η περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος βεβαίωσε τους ιδίους πόρους χωρίς να τους καταβάλει από την περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος παρανόμως παρέλειψε να τους βεβαιώσει, έστω και εν απουσία τακτής προθεσμίας.