This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61981CJ0283
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Αντικείμενο — Έκταση — Κριτήρια
( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )
2 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Ύπαρξη — Κρίση περί τής υπάρξεως — Εξουσία εκτιμήσεως τού εθνικού δικαστηρίου — Αυτεπάγγελτη παραπομπή στό Δικαστήριο — Επιτρέπεται
( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 )
3 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Όρια — Ουσιώδες τών ζητημάτων — Έννοια — Εκτίμηση από τό εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας
( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )
4 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Δέν υφίσταται — Προϋποθέσεις — Προγενέστερη ερμηνεία τού επιδίκου νομικού ζητήματος από τό Δικαστήριο — Αποτελέσματα — Ευχέρεια παραπομπής έχει κάθε εθνικό δικαστήριο
( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )
5 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Δέν υφίσταται — Προϋπόθεση — Έλλειψη ευλόγου αμφιβολίας — Κριτήρια
( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )
1 . Η υποχρέωση παραπομπής στό Δικαστήριο τών ζητημάτων ερμηνείας τής συνθήκης καί τών πράξεων τών οργάνων τής Κοινότητος , τήν οποία επιβάλλει τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος τής συνθήκης στά εθνικά δικαστήρια τών οποίων οι αποφάσεις δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , εντάσσεται στό πλαίσιο τής συνεργασίας , πού καθιερώνεται προκειμένου νά εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή καί η ομοιόμορφη ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου στό σύνολο τών κρατών μελών , μεταξύ τών εθνικών δικαστηρίων ως επιφορτισμένων μέ τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου αφ’ ενός καί τού Δικαστηρίου αφ’ ετέρου . Μέ τήν προαναφερθείσα διάταξη σκοπείται ειδικότερα νά αποφευχθεί η επικράτηση διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος επί ζητημάτων κοινοτικού δικαίου . Η έκταση τής υποχρεώσεως αυτής πρέπει συνεπώς νά εκτιμάται εν όψει τών σκοπών αυτών , βάσει τών αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τών εθνικών δικαστηρίων καί τού Δικαστηρίου .
2 . Τό άρθρο 177 τής συνθήκης δέν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στούς διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων . Συνεπώς , δέν αρκεί νά υποστηριχθεί από ενα διάδικο οτι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας τού κοινοτικού δικαίου , ωστε νά υποχρεούται τό οικείο δικαστήριο νά δεχθεί οτι ανέκυψε ενα ζήτημα κατά τήν έννοια τού άρθρου 177 . Αντιθέτως , εναπόκειται στό δικαστήριο αυτό νά παραπέμψει ενδεχομένως τό ζήτημα στό Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως .
3 . Από τήν σχέση μεταξύ τής δευτέρας καί τής τρίτης παραγράφου τού άρθρου 177 τής συνθήκης συνάγεται οτι τά δικαστήρια πού αναφέρονται στήν τρίτη παράγραφο διαθέτουν τήν ίδια εξουσία εκτιμήσεως , οπως ολα τά άλλα εθνικά δικαστήρια ως πρός τό άν μία απόφαση επί ζητήματος κοινοτικού δικαίου ειναι αναγκαία γιά τήν έκδοση τής δικής τους αποφάσεως . Τά δικαστήρια αυτά δέν οφείλουν συνεπώς νά παραπέμψουν ενα ζήτημα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου πού ανέκυψε ενώπιόν τους , άν τό ζήτημα αυτό δέν ειναι ουσιώδες , δηλαδή στίς περιπτώσεις κατά τίς οποίες η λύση τού ζητήματος αυτού , οποιαδήποτε καί άν ειναι , δέν ασκεί καμμία επιρροή στήν έκβαση τής δίκης . Αντιθέτως , άν τά δικαστήρια αυτά διαπιστώνουν οτι η προσφυγή στό κοινοτικό δίκαιο ειναι αναγκαία γιά τήν επίλυση διαφοράς τής οποίας έχουν επιληφθεί , τό άρθρο 177 τούς επιβάλλει τήν υποχρέωση νά παραπέμπουν στό Δικαστήριο κάθε ερμηνευτικό ζήτημα πού ανακύπτει .
4 . Μολονότι τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος τής συνθήκης υποχρεώνει χωρίς κανένα περιορισμό τά εθνικά δικαστήρια , οι αποφάσεις τών οποίων δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , νά υποβάλλουν στό Δικαστήριο κάθε ζήτημα ερμηνείας πού ανακύπτει ενώπιόν τους , η δεσμευτικότης τής ερμηνείας πού έχει δοθεί από τό Δικαστήριο δύναται εν τούτοις νά καταστήσει τήν υποχρέωση αυτή άσκοπη καί συνεπώς κενή περιεχομένου· τούτο συμβαίνει ιδίως οταν τό ανακύψαν ζήτημα ειναι κατ’ ουσία ταυτόσημο πρός ενα ζήτημα πού απετέλεσε ήδη τό αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σέ ανάλογη περίπτωση ή οταν τό επίδικο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί από παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , ανεξάρτητα από τό ειδος τών διαδικασιών από τίς οποίες προήλθε η νομολογία αυτή , ακόμη καί άν τά επίδικα ζητήματα δέν ταυτίζονται απολύτως . Εννοείται πάντως οτι , σέ ολες αυτές τίς περιπτώσεις , τά εθνικά δικαστήρια , περιλαμβανομένων καί τών αναφερομένων στήν τρίτη παράγραφο τού άρθρου 177 , διατηρούν πλήρως τήν ευχέρεια νά παραπέμπουν τό ζήτημα στό Δικαστήριο άν τό κρίνουν σκόπιμο .
5 . Τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι ενα δικαστήριο , οι αποφάσεις τού οποίου δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , οφείλει , οταν ανα κύπτει ενώπιόν του ζήτημα κοινοτικού δικαίου , νά τηρεί τήν υποχρέωσή του πρός παραπομπή , εκτός άν διαπιστώνει οτι η ορθή εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής , ωστε νά μή αφήνει περιθώριο γιά καμμία εύλογη αμφιβολία· η συνδρομή μιάς τέτοιας περιπτώσεως πρέπει νά εκτιμάται μέ γνώμονα τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού κοινοτικού δικαίου , τίς ιδιάζουσες δυσκολίες πού παρουσιάζει η ερμηνεία του καί τόν κίνδυνο διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος .