Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61976CJ0078

    Περίληψη της αποφάσεως

    Υπόθεση 78/76

    Steinike & Weinlig

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    αίτηση του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

       

       

    Περίληψη της αποφάσεως

    1. Κρατικές ενισχύσεις – Συμφωνία με το κοινοτικό δίκαιο – Αμφισβήτηση από ιδιώτες – Δεν επιτρέπεται, εκτός αν υπάρχει συγκεκριμενοποίηση των διατάξεων του άρθρου 92 με μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 93, παράγραφος 2 και 94 της Συνθήκης.

    2. Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΟΚ – Ερμηνεία – Εφαρμογή – Εθνικό δικαστήριο – Αρμοδιότητες – Όρια – Προσφυγή στο Δικαστήριο

      (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 92, άρθρο 93)

    3. Κρατικές ενισχύσεις – Επιχειρήσεις και κλάδοι παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΟΚ – Έννοια

    4. Κρατικές ενισχύσεις – Απαγόρευση – Πεδίο εφαρμογής

      (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 92)

    5. Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια – Μέτρα της δημόσιας αρχής – Χρηματοδότηση – Εισφορές που επιβάλλονται από τη δημόσια αρχή στις οικείες επιχειρήσεις

      (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 92)

    6. Κράτη μέλη – Υποχρεώσεις – Παράβαση – Παράβαση και εκ μέρους άλλων κρατών μελών – Δεν αποτελεί δικαιολογία

    7. Δασμοί – Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος – Εσωτερικοί φόροι – Διάκριση – Κριτήρια

      (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 9, άρθρο 95)

    8. Δασμοί – Επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος – Επιβολή επιβαρύνσεων μετά τη διάβαση των συνόρων

    9. Εσωτερικοί φόροι – Εισαγόμενα προϊόντα – Εγχώριο προϊόν – Δυσμενής διάκριση – Έννοια

      (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 95)

    1.  Εφόσον η Συνθήκη αναθέτει με το άρθρο 93 στην Επιτροπή το διαρκή έλεγχο των ενισχύσεων, συνάγεται ότι η διαπίστωση του ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως με την κοινή αγορά πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την προσήκουσα διαδικασία, η εφαρμογή της οποίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Οι ιδιώτες δεν μπορούν επομένως, επικαλούμενοι μόνο το άρθρο 92, να αμφισβητήσουν τη συμφωνία μιας ενισχύσεως προς το κοινοτικό δίκαιο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ούτε να ζητήσουν από αυτό να διαπιστώσει, κυρίως ή παρεπιπτόντως, τέτοιο ασυμβίβαστο. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει αντίθετα εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 92 έχουν συγκεκριμενοποιηθεί με τις πράξεις γενικής ισχύος που προβλέπονται στο άρθρο 94 ή με αποφάσεις επί συγκεκριμένων περιπτώσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 93, παράγραφος 2.

    2.  Οι διατάξεις του άρθρου 93 δεν εμποδίζουν ένα εθνικό δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 92 της Συνθήκης, όταν το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η απόφαση επί του ερωτήματος αυτού είναι αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεως του -το εθνικό δικαστήριο δεν είναι εντούτοις αρμόδιο να αποφανθεί — ελλείψει εκτελεστικών κανονισμών κατά την έννοια του άρθρου 94 — επί προσφυγής με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί ότι μια υφισταμένη ενίσχυση, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής υποχρεώνουσας το οικείο κράτος μέλος να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει, ή μια νέα ενίσχυση που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3 είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη.

    3.  Το άρθρο 92 της Συνθήκης καλύπτει το σύνολο των επιχειρήσεων, ιδιωτικών ή δημοσίων, και το σύνολο των κλάδων παραγωγής των επιχειρήσεων αυτών, υπό την επιφύλαξη μόνο του άρθρου 90, παράγραφος 2 της Συνθήκης.

    4.  Η απαγόρευση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 92, παράγραφος 1 αφορά το σύνολο των ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους, χωρίς να πρέπει να γίνεται διάκριση αναλόγως του αν η ενίσχυση χορηγείται απευθείας από το κράτος ή από δημοσίους ή ιδιωτικούς οργανισμούς που το κράτος ιδρύει για το σκοπό αυτό ή τους επιφορτίζει με τη χορήγηση της ενισχύσεως.

    5.  Κρατικό μέτρο που ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή προϊόντα δεν χάνει το χαρακτήρα του χωρίς αντάλλαγμα παρεχόμενου πλεονεκτήματος λόγω του ότι χρηματοδοτείται πλήρως ή εν μέρει με εισφορές που επιβάλλει η δημόσια αρχή και εισπράττει από τις οικείες επιχειρήσεις.

    6.  Η ενδεχόμενη παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει ένα κράτος μέλος από τη Συνθήκη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι άλλα κράτη μέλη παρέβησαν επίσης την υποχρέωση αυτή.

    7.  Σύμφωνα με το σύστημα της Συνθήκης, μία εισφορά δεν μπορεί να εμπίπτει συγχρόνως στην κατηγορία των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς κατά την έννοια των άρθρων 9, 12 και 13 της Συνθήκης και στην κατηγορία των εσωτερικών φόρων κατά την έννοια του άρθρου 95, δεδομένου ότι τα άρθρα 9 και 12 απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν μεταξύ τους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος, ενώ το άρθρο 95 περιορίζεται να απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος προϊόντων άλλων κρατών μελών μέσω εσωτερικών φόρων.

    8.  Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν μία επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι η εισφορά επιβάλλεται σε στάδιο της διαθέσεως στο εμπόριο ή της επεξεργασίας του προϊόντος μεταγενέστερο της διαβάσεως των συνόρων, εφόσον το προϊόν επιβαρύνεται αποκλειστικά λόγω της διαβάσεως των συνόρων, γεγονός που αποκλείει αντίστοιχη επιβάρυνση του εγχωρίου προϊόντος.

    9.  Δεν συντρέχει κατά κανόνα δυσμενής διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 95 όταν ένας εσωτερικός φόρος επιβαρύνει εγχώρια και ήδη εισαχθέντα προϊόντα κατά την περαιτέρω επεξεργασία τους, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους διαφορά, λόγω καταγωγής, ως προς το ύψος της επιβαρύνσεως, τη φορολογική βάση ή τον τρόπο εισπράξεως του φόρου.

    Top