Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Πράσινο Βιβλίο για τον υποχρεωτικό λογιστικό έλεγχο

Το παρόν Πράσινο Βιβλίο έχει ως στόχο την έναρξη προβληματισμού σχετικά με τη σκοπιμότητα και την έκταση μιας νέας κοινοτικής δράσης για τον προσδιορισμό, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), του ρόλου της θέσης και της ευθύνης των ορκωτών λογιστών.

ΠΡΑΞΗ

Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1996, με τίτλο «Ο ρόλος, η θέση και η ευθύνη του ορκωτού λογιστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση» [COM(96) 338 - Επίσημη Εφημερίδα C 321 της 28.10.1996].

ΣΥΝΟΨΗ

Η υποχρέωση λογιστικού ελέγχου καθιερώθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την τέταρτη (es de en fr) και την έβδομη (es de en fr) οδηγία.

Τα ζητήματα αυτά είναι σημαντικά, στο βαθμό που επηρεάζουν καθοριστικά την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς:

  • οι ελεγχόμενες οικονομικές καταστάσεις μιας επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος χρησιμοποιούνται από τρίτους σε άλλα κράτη μέλη·
  • οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών εμποδίζουν τη δημιουργία μιας πραγματικής ευρωπαϊκής αγοράς του λογιστικού ελέγχου.

Η έκθεση ελέγχου είναι το μέσο με το οποίο οι ορκωτοί ελεγκτές επικοινωνούν με τους μετόχους, τους πιστωτές και τους υπαλλήλους καθώς και με το ευρύτερο κοινό. Δεδομένου ότι οι λογιστικές οδηγίες δεν ορίζουν συγκεκριμένα ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών, τα κράτη μέλη έχουν ορίσει στο εταιρικό τους δίκαιο τα στοιχεία εκείνα που πρέπει να περιλαμβάνονται. Παρόλο που φαίνεται να υπάρχει μια αυθόρμητη τάση για εναρμόνιση της μορφής των εκθέσεων ελέγχου στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση τα διεθνή πρότυπα, υφίστανται ακόμη διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες έχουν επιπτώσεις στην ενιαία αγορά υπό την έννοια ότι περιορίζουν τη χρησιμότητα των εκθέσεων που συντάσσονται σε άλλα κράτη μέλη.

Η απουσία κοινών επαγγελματικών κανόνων δεν επιτρέπει να εξασφαλισθεί η ισοτιμία, ή ακόμη και η καταλληλότητα, των συστημάτων ελέγχου ποιότητας στα διάφορα κράτη μέλη. Θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον οι επαγγελματικοί κανόνες που επεξεργάστηκε η Διεθνής Ομοσπονδία Λογιστών θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τη θέσπιση κοινών κανόνων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κοινός ορισμός για την ανεξαρτησία των προσώπων στα οποία ανατίθεται ο υποχρεωτικός έλεγχος των λογαριασμών, τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο το θέμα αυτό.

Η παροχή χρηματοοικονομικών πληροφοριών εξασφαλίζεται ταυτόχρονα από το διοικητικό συμβούλιο, το εποπτικό συμβούλιο, τη γενική συνέλευση των μετόχων και τον ορκωτό ελεγκτή, χωρίς όμως να προσδιορίζονται σαφώς οι αντίστοιχοι ρόλοι τους. Για να υπάρξει καλύτερη κατανομή των καθηκόντων ελέγχου στο πλαίσιο της επιχείρησης, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή σε θέματα όπως η σύσταση επιτροπής ελέγχου και η δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου.

Το καθεστώς ευθύνης του ορκωτού ελεγκτή διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών όσον αφορά την αστική ευθύνη, και κατά συνέπεια τις δυσχέρειες αντιμετώπισης του θέματος αυτού σε κοινοτικό επίπεδο, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον οι αρνητικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τις διαφορετικές ρυθμίσεις της αστικής ευθύνης του ορκωτού ελεγκτή είναι αρκετά σημαντικές ώστε να δικαιολογούν τη λήψη μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο.

Ο υποχρεωτικός έλεγχος των λογαριασμών των ομίλων επιχειρήσεων πάσχει από την απουσία ειδικών κανόνων. Ο ορκωτός ελεγκτής του εκάστοτε ομίλου συχνά δυσκολεύεται να συγκεντρώσει στοιχεία από τη διεύθυνση και τους ορκωτούς ελεγκτές των εταιρειών του ομίλου στις οποίες δεν ασκεί έλεγχο ο ίδιος. Η διεξαγωγή του υποχρεωτικού ελέγχου των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων θα μπορούσε να εξετασθεί περαιτέρω ώστε να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό τα σχετικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπισθούν χωρίς τη λήψη νομοθετικών μέτρων.

Εάν διασφαλισθούν, αφενός, ισοδύναμη ποιότητα του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου σε όλα τα κράτη μέλη και, αφετέρου, κατάλληλα μέσα ώστε ο υποχρεωτικός έλεγχος των λογαριασμών που πραγματοποιείται σε ένα κράτος μέλος από αλλοδαπό πρόσωπο να παρέχει εγγυήσεις οι οποίες θα είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που παρέχει ο έλεγχος από επαγγελματία του εν λόγω κράτους μέλους, τότε είναι δυνατόν να επιτευχθεί πρόοδος προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας εσωτερικής αγοράς των υπηρεσιών λογιστικού ελέγχου.

Δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, κανένα πειστικό επιχείρημα κατά της μη πλήρους εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στις δραστηριότητες που αφορούν τον υποχρεωτικό έλεγχο των λογαριασμών.

Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών των ορκωτών ελεγκτών εξασφαλίζεται ήδη με την οδηγία που αφορά την αμοιβαία αναγνώριση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, αν και διαπιστώνονται ακόμη ορισμένα προβλήματα.

Η ελεύθερη εγκατάσταση των εταιρειών λογιστικού ελέγχου που επιθυμούν να ιδρύσουν θυγατρική εξακολουθεί να παρουσιάζει προβλήματα, επειδή πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις οι οποίες θέτουν περισσότερους περιορισμούς από εκείνους που προβλέπει η όγδοη οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κληθούν να καταργήσουν τις διατάξεις αυτές και, στο βαθμό που περιέχουν διάκριση με βάση την ιθαγένεια, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την τήρηση των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης.

ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών και για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου [ΕΕ L 157 της 09.06.2006].

Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο τη βελτίωση της αξιοπιστίας των χρηματοοικονομικών πληροφοριών και την ενίσχυση της προστασίας της ΕΕ από τα οικονομικά σκάνδαλα. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διατάξεις οι οποίες αφορούν τον δημόσιο προληπτικό έλεγχο, την υποχρέωση εξωτερικού ελέγχου ποιότητας, τα καθήκοντα των ορκωτών λογιστών, τη χρησιμοποίηση διεθνών προτύπων καθώς και τις αρχές όσον αφορά την ανεξαρτησία των ελεγκτών.

Σύσταση 2005/162/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με το ρόλο των μη εκτελεστικών και των εποπτικών διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών, καθώς και τις επιτροπές του διοικητικού ή του εποπτικού συμβουλίου [ΕΕ L 52 της 25.02.2005].

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 21ης Μαΐου 2003, με τίτλο «Ενίσχυση του υποχρεωτικού ελέγχου των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση» [COM(2003) 286 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 21ης Μαΐου 2003, με τίτλο «Εκσυγχρονισμός του εταιρικού δικαίου και ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση - Ένα πρόγραμμα για την επίτευξη προόδου» [COM(2003) 284 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.09.2002].

Η ΕΕ εναρμονίζει τις οικονομικές πληροφορίες των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, προκειμένου να εγγυάται την προστασία των επενδυτών. Με την εφαρμογή των διεθνών λογιστικών κανόνων επιδιώκει τη διατήρηση της εμπιστοσύνης προς τις χρηματαγορές διευκολύνοντας παράλληλα τη διασυνοριακή και διεθνή διαπραγμάτευση των κινητών αξιών.

Σύσταση 2002/590/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2002, με τίτλο «Η ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή στην ΕE: θεμελιώδεις αρχές» [ΕΕ L 191 της 19.07.2002].

Σύσταση 2001/256/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τη διασφάλιση της ποιότητας του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου στην Ευρωπαϊκή Ένωση [ΕΕ L 91 της 31.03.2001].

Η σύσταση αυτή βασίζεται στην αρχή ότι ο ποιοτικός έλεγχος είναι πρόσφατος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι τα εθνικά συστήματα διαφέρουν. Αφορά το σύνολο των επαγγελματιών του υποχρεωτικού λογιστικού ελέγχου. Η σύσταση έχει αφενός ως στόχο την καθιέρωση μιας κοινής αναφοράς καθορίζοντας ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις. Αφετέρου δε, επιδιώκει τον καθορισμό του αντικειμένου, της επιλογής, του μεγέθους και της περιοδικότητας του ελέγχου. Είναι ο ίδιος ο επαγγελματίας που αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου (γραφεία ή άτομα). Η επιλογή πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ελέγχονται όλοι οι επαγγελματίες.

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 13ης Ιουνίου 2000, με τίτλο «Στρατηγική χρηματοοικονομικής πληροφόρησης της ΕΕ: η μελλοντική πορεία» [COM(2000) 359 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Στην ανακοίνωση αυτή η Επιτροπή διευκρινίζει τη μελλοντική της στρατηγική όσον αφορά τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση στην Ευρώπη. Υπάρχει η ελπίδα ότι η στρατηγική αυτή, που αποτελεί βασικό μέσο για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, θα συμβάλει στην άρση των εμποδίων που υφίστανται στο διασυνοριακό εμπόριο κινητών αξιών. Κατ' αυτό τον τρόπο, θα διευκολυνθεί η σύγκριση των αποτελεσμάτων των εταιρειών καθώς και η συγκέντρωση κεφαλαίων και θα ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών.

Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 1998, σχετικά με τον υποχρεωτικό λογιστικό έλεγχο και τις μελλοντικές του προοπτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση [ΕΕ C 143 της 08.05.1998].

Για να δοθεί θεσμικός και κοινοτικός χαρακτήρας στις συζητήσεις σχετικά με τον υποχρεωτικό έλεγχο, η Επιτροπή προτείνει τη σύσταση μιας επιτροπής που θα είναι ειδικά επιφορτισμένη με τα ζητήματα αυτά. Θα απαρτίζεται από εθνικούς εμπειρογνώμονες που θα ορίζουν τα κράτη μέλη. Βασική αποστολή της επιτροπής θα είναι η εξέταση των διεθνών κανόνων, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον η εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ΕΕ.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 12.12.2007

Top