Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007DC0707

    Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με την αναθεώρηση της σύστασης 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη [SEC(2007) 1493]

    /* COM/2007/0707 τελικό */

    52007DC0707

    Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με την αναθεώρηση της σύστασης 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη [SEC(2007) 1493] /* COM/2007/0707 τελικό */


    [pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

    Βρυξέλλες, 14.11.2007

    COM(2007) 707 τελικό

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

    σχετικά με την αναθεώρηση της σύστασης 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη [SEC(2007) 1493]

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

    σχετικά με την αναθεώρηση της σύστασης 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη

    Εισαγωγή

    Οι επιθεωρήσεις αποτελούν σημαντικό μέσο εξασφάλισης της εφαρμογής και τήρησης των διατάξεων της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον.

    Το 2001, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των συστημάτων επιθεώρησης στα κράτη μέλη, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν την σύσταση 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη[1].

    Η σύσταση περιέχει μη δεσμευτικά κριτήρια για το σχεδιασμό, την εκτέλεση, την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις. Στόχο της αποτελεί η ενίσχυση της συμμόρφωσης προς την κοινοτική νομοθεσία για το περιβάλλον και η συμβολή στη συνεπέστερη εφαρμογή της, με την τήρηση της αντίστοιχης νομοθεσίας σε όλα τα κράτη μέλη.

    Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να υποβάλουν έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της συγκεκριμένης σύστασης καθώς και με την πείρα που έχουν αποκομίσει από την εφαρμογή της. Βάσει των εν λόγω εκθέσεων και άλλων διαθέσιμων πληροφοριών, η Επιτροπή κλήθηκε να συντάξει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης και να διατυπώσει πρόταση για την περαιτέρω ανάπτυξή της, ενδεχομένως με τη μορφή οδηγίας.

    Η έκθεση στην οποία συνοψίζονται οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή και την υλοποίηση της σύστασης επισυνάπτεται στην παρούσα ανακοίνωση[2].

    Προτού διατυπώσει συγκεκριμένες προτάσεις, η Επιτροπή προτίθεται να συγκεντρώσει εισηγήσεις από τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα, το άτυπο δίκτυο για την εφαρμογή και την εφαρμογή του δικαίου του περιβάλλοντος (IMPEL[3]) και από τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

    Η συγκεκριμένη ανακοίνωση συνάδει προς το θεματολόγιο βελτίωσης των κανονιστικών διατάξεων, δεδομένου ότι η συμμόρφωση και η εφαρμογή αποτελούν καθοριστικής σημασίας συστατικά στοιχεία του κύκλου κανονιστικών ρυθμίσεων.

    Η παρούσα ανακοίνωση υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και την Επιτροπή των Περιφερειών. Στόχος της ανακοίνωσης είναι να εκτεθούν οι απόψεις της Επιτροπής όσον αφορά την περαιτέρω ανάπτυξη της σύστασης και να εγκαινιαστεί ευρύς διάλογος με τα άλλα θεσμικά όργανα και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών καλούνται να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην παρούσα ανακοίνωση.

    Το 2007 η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει συνεδριάσεις με τους άμεσα ενδιαφερομένους και διαλογο μέσω του Διαδικτύου.

    Οι εισηγήσεις από το IMPEL θα συγκεντρωθούν μέσω του έργου του IMPEL για την περαιτέρω ανάπτυξη της οδηγίας, που θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2007.

    Λαμβάνοντας υπόψη την κατάληξη του ως άνω διαλόγου, η Επιτροπή θα προτείνει την ενδεδειγμένη μελλοντική πορεία για την περαιτέρω ανάπτυξη της σύστασης κατά τη διάρκεια του 2008.

    1. Η εφαρμογή της σύστασης στα κράτη μέλη

    Όλα τα κράτη μέλη υπέβαλαν έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης καθώς και έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκόμισαν από την εφαρμογή της.

    Σε πολλές περιπτώσεις οι υποβληθείσες πληροφορίες δεν ήταν πλήρεις ή δύσκολα συγκρίσιμες. Για ορισμένα κράτη μέλη, στα οποία αρμόδιες για την εκτέλεση των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων είναι οι περιφέρειες, ήταν αδύνατο να συναχθούν συμπεράσματα σε εθνικό επίπεδο. Ας σημειωθεί επίσης ότι, ενώ ορισμένα κράτη μέλη διαβίβασαν ενημερωμένες πληροφορίες το 2006, τα περισσότερα στοιχεία αφορούν την κατάσταση την περίοδο 2002-2003.

    Παρά τα κενά στις διαθέσιμες πληροφορίες, διαπιστώνεται ότι, μολονότι όλα σχεδόν τα κράτη μέλη έχουν εν μέρει εφαρμόσει τη σύσταση (σε διαφορετικό βαθμό), ελάχιστα μόνο πέτυχαν την πλήρη εφαρμογή της. Λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης παρέχονται στην επισυναπτόμενη έκθεση.

    Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο διενεργούνται οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στο εσωτερικό της Κοινότητας. Ανάλογες διαφορές έχουν ως αποτέλεσμα να μην είναι εξασφαλισμένη η πλήρης εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Κοινότητας. Προκαλούν επίσης στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων.

    Η κατάσταση της ατελούς εφαρμογής οφείλεται εν μέρει στις διαφορετικές, εκ μέρους των κρατών μελών, ερμηνείες των ορισμών και των κριτηρίων της σύστασης, καθώς και των απαιτήσεων για υποβολή εκθέσεων.

    Κατά τα φαινόμενα υπάρχουν επίσης μεγάλες διαφορές στην προτεραιότητα που αποδίδεται, σε πολιτικό επίπεδο, στις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη. Ορισμένα κράτη μέλη ανέφεραν ότι οι περιορισμένοι πόροι που διατίθενται στις αρμόδιες για τις επιθεωρήσεις αρχές δεν τους επιτρέπουν να αναπτύξουν ένα πλήρες και αποτελεσματικό σύστημα περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.

    2. Τομείς οπου η σύσταση επιδδεχεται βελτίωσεων

    Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι οι παρακάτω συνιστώσες της σύστασης θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω διαλόγου, με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της.

    2.1. Ορισμός του πεδίου εφαρμογής

    Επί του παρόντος, η σύσταση καλύπτει τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις όλων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και άλλων επιχειρήσεων και διευκολύνσεων (μονάδων) των οποίων οι ατμοσφαιρικές εκπομπές, οι απορρίψεις στα ύδατα ή η διάθεση αποβλήτων ή οι δραστηριότητες ανάκτησης (αξιοποίησης) υπόκειται σε άδεια, έγκριση ή εξουσιοδότηση βάσει του κοινοτικού δικαίου. Κατά τα φαινόμενα, απαιτείται να διευκρινιστεί περαιτέρω ο συγκεκριμένος ορισμός του πεδίου εφαρμογής. Το πεδίο εφαρμογής ερμηνεύθηκε διαφορετικά από τα επιμέρους κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν σημαντικές διαφορές στον αριθμό των εγκαταστάσεων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και μεγάλες διαφορές μεταξύ των ποσοστών των εγκαταστάσεων που επιθεωρούνται ετησίως στα κράτη μέλη. Για παράδειγμα, ορισμένα από τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τη σύσταση αποκλειστικά και μόνο για τις εγκαταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας IPPC (για την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης)[4], ενώ άλλα καλύπτουν και άλλες εγκαταστάσεις. Η εν λόγω ερμηνευτική διαφορά έχει ιδιαίτερη σημασία για τον τομέα των αποβλήτων, στον οποίο πολλές από τις εγκαταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας IPPC καλύπτονται από τις απαιτήσεις επιθεώρησης.

    Επί του παρόντος το πεδίο εφαρμογής εστιάζεται κυρίως στις εγκαταστάσεις βιομηχανικού χαρακτήρα και επεξεργασίας των αποβλήτων, ενώ από αυτό αποκλείονται πολλές δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον.

    Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι η σύσταση δεν περιλαμβάνει κριτήρια για την επιθεώρηση των μεταφερόμενων αποβλήτων. Η διαμεθοριακή μεταφορά αποβλήτων διέπεται σε επίπεδο ΕΕ από τις διατάξεις του κανονισμού για την μεταφορά των αποβλήτων[5]. Η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού αποτελεί άμεση προτεραιότητα για την Επιτροπή. Σε κοινές επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν σε 30 λιμένες της ΕΕ εκ μέρους 13 κρατών μελών ταυτόχρονα στο πλαίσιο του IMPEL, αποδείχθηκε ότι, σε ποσοστό περίπου 50%, τα φορτία αποβλήτων ήταν παράνομα. Από τα ως άνω πορίσματα, καθώς και από πρόσφατα σοβαρά φαινόμενα έκνομης μεταφοράς αποβλήτων, όπως η απόρριψη αποβλήτων στην Ακτή του Ελεφαντοστού, που προκάλεσε θανάτους και σοβαρή ρύπανση του περιβάλλοντος, οδήγησαν σε εκκλήσεις εκ μέρους των κρατών μελών, των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και του ευρύτερου κοινού, για την ενίσχυση της εφαρμογής του κανονισμού για τη μεταφορά των αποβλήτων, ιδίως σε ό,τι αφορά τις προβλεπόμενες επιθεωρήσεις. Είναι καθοριστικής σημασίας να συνεργαστεί η Κοινότητα στην καταπολέμηση της παράνομης μεταφοράς αποβλήτων. Ο νέος κανονισμός για τη μεταφορά αποβλήτων, που εγκρίθηκε το 2006 και ετέθη σε ισχύ το Ιούλιο του 2007, περιλαμβάνει διατάξεις για τη βελτιωμένη επιβολή του κανονισμού και για την κλιμάκωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Ωστόσο, δεν καθορίζει κριτήρια για τις επιθεωρήσεις των φορτίων αποβλήτων.

    Η σύσταση δεν περιλαμβάνει επίσης τα κριτήρια για την επιθεώρηση των τόπων του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Η κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά την προστασία της φύσης (ήτοι η οδηγία για την προστασία των αγρίων πτηνών[6] και η οδηγία για τους οικοτόπους (ενδιαιτήματα)[7]) αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση οικολογικού δικτύου ζωνών ειδικής προστασίας και ειδικών ζωνών διατήρησης (Natura 2000), καθώς και στην διασφάλιση της προστασίας και της βελτίωσης των τόπων που συγκροτούν το δίκτυο. Η ορθή εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας για την διατήρηση της φύσης στην ΕΕ. Η Επιτροπή, ως εκ τούτου, χαιρετίζει τη δημιουργία του δικτύου “Green Enforce”, που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πείρας μεταξύ των κρατών μελών, με στόχο να διευκολυνθεί η εφαρμογή της νομοθεσίας για την φύση. Το δίκτυο Green Enforce εξετάζει το ενδεχόμενο να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, διαμορφώνοντας κριτήρια για τις επιθεωρήσεις των τόπων του δικτύου Natura 2000.

    Άλλες πράξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας για τις οποίες δεν ισχύει η σύσταση, αφορούν την καταχώριση και την έγκριση των χημικών ουσιών (REACH[8]), τον περιορισμό ορισμένων επικινδύνων ουσιών στα προϊόντα (π.χ. οδηγία RoHS[9]), το εμπόριο απειλούμενων ειδών[10] καθώς και τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και τα συστήματα ευθύνης του παραγωγού.

    2.2. Αποσαφήνιση των ορισμών

    Από τις εκθέσεις προέκυψε ότι ορισμένοι από τους χρησιμοποιούμενους όρους στη σύσταση έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τα κράτη μέλη. Αυτό οδήγησε σε διαφορές κατά την εφαρμογή της σύστασης στα κράτη μέλη και στις πληροφορίες που διαβίβασαν τα κράτη μέλη.

    Οι ερμηνευτικές διαφορές αφορούν ιδίως τους όρους:

    - Επιθεώρηση και περιβαλλοντικός έλεγχος (παρακολούθηση)

    Βάσει της σύστασης, ο όρος επιθεώρηση καλύπτει δραστηριότητες που συνεπάγονται έλεγχο και προαγωγή της συμμόρφωσης των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων βάσει των αντίστοιχων περιβαλλοντικών απαιτήσεων, καθώς και την παρακολούθηση των επιπτώσεων των εγκαταστάσεων. Η σύσταση αναφέρει ως χαρακτηριστικά παραδείγματα σειρά ανάλογων δραστηριοτήτων. Οι όροι έλεγχος και περιβαλλοντικός έλεγχος (παρακολούθηση) αποτελούν μέρος του ως άνω καταλόγου δραστηριοτήτων που επιβάλλεται να αποτελούν αντικείμενο επιθεώρησης, δίχως να ορίζονται.

    Κατά συνέπεια, ο ορισμός των επιθεωρήσεων στη σύσταση είναι ιδιαίτερα ευρύς και θα έπρεπε να καλύπτει κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί στην προαγωγή της συμμόρφωσης των εγκαταστάσεων στις περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Έχει, ωστόσο, αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικής ερμηνείας εκ μέρους των κρατών μελών, ορισμένα εκ των οποίων υιοθέτησαν περιοριστική ερμηνεία, βάσει της οποίας καλύπτονται αποκλειστικά και μόνο, για παράδειγμα, οι άμεσοι έλεγχοι σε εγκαταστάσεις, ενώ σε άλλα κράτη μέλη υιοθετήθηκε πολύ ευρύτερη προσέγγιση.

    Η ως άνω ερμηνευτική διαφορά είχε επιπτώσεις στην εφαρμογή της σύστασης και ιδίως στον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων, δεδομένου ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη στα προγράμματα επιθεώρησης όλες οι καλυπτόμενες δραστηριότητες. Ταυτόχρονα κατέστησε δυσχερή τη σύγκριση των πληροφοριών που διαβίβασαν τα κράτη μέλη όσον αφορά τις ήδη διενεργηθείσες επιθεωρήσεις και ιδίως το ποσοστό των προς έλεγχο εγκαταστάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο επιθεώρησης.

    - Επιθεωρητικές αρχές

    Σύμφωνα με τον κανονισμό η επιθεωρητική αρχή είναι η δημόσια αρχή που έχει συγκροτηθεί ή οριστεί από τα κράτη μέλη και η οποία είναι αρμόδια για θέματα που καλύπτει η σύσταση, καθώς και οιοδήποτε νομικό πρόσωπο στο οποίο εκχωρούνται ανάλογα καθήκοντα από τις ως άνω αρχές με στόχο την εκτέλεσή τους υπό την αιγίδα και επιθεώρησή τους, εφόσον ανάλογα νομικά πρόσωπα δεν έχουν προσωπικά συμφέροντα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάληξη των αναλαμβανόμενων επιθεωρήσεων. Σε ορισμένα κράτη μέλη στα οποία πολλές και διαφορετικές αρχές θα μπορούσαν άμεσα ή έμμεσα να συμμετέχουν στις επιθεωρητικές δραστηριότητες, ήταν ενίοτε δύσκολο να γίνει αντιληπτό ποιες από τις αρχές πρέπει να θεωρηθούν ως αρχές επιθεωρητικού χαρακτήρα. Η εν λόγω ασάφεια είχε επιπτώσεις για την εφαρμογή της σύστασης, και ιδίως για τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων, δεδομένου ότι τα αντίστοιχα σχέδια έπρεπε να καλύψουν δραστηριότητες όλων των επιθεωρητικών αρχών.

    - Σχέδιο επιθεωρήσεων, πρόγραμμα επιθεωρήσεων

    Οι όροι σχέδιο επιθεώρησης και προγράμματα επιθεώρησης δεν ορίζονται στην σύσταση. Τα κράτη μέλη, κατά τα φαινόμενα, κατέληξαν σε διαφορετικές ερμηνείες του όρου “σχέδιο επιθεώρησης”. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έγγραφο στρατηγικού χαρακτήρα όσον αφορά την απόδοση προτεραιοτήτων στις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις. Δημιουργήθηκε κάποια σύγχυση με τον όρο “πρόγραμμα επιθεώρησης”, το οποίο αναφέρεται στις εγκαταστάσεις που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επιθεώρησης σε συγκεκριμένη περίοδο και το οποίο, σύμφωνα με την σύσταση, πρέπει να αποτελεί μέρος του σχεδίου επιθεώρησης. Λόγω των ανωτέρω, πολλά από τα σχέδια επιθεώρησης των κρατών μελών αποτελούνται αποκλειστικά και μόνο από κατάλογο των εγκαταστάσεων ή των τομέων που θα αποτελέσουν αντικείμενο επιθεώρησης σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η διαφορά μεταξύ των δύο όρων σχετίζεται επίσης με την εφαρμογή των διατάξεων για την πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες. Ορισμένα από τα κράτη μέλη ισχυρίστηκαν ότι δεν γνωστοποιούν στο κοινό τα σχέδια επιθεωρήσεων επειδή επιθυμούν να αποφύγουν την ενημέρωση και την προειδοποίηση κάθε φορέα εκμετάλλευσης για τυχόν επικείμενες ήδη προγραμματισθείσες επιθεωρήσεις. Η διάκριση μεταξύ σχεδίων και προγραμμάτων θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη για να διαχωρισθεί η πολιτική (σχέδιο) από την επιχειρησιακή (πρόγραμμα) πτυχή, οπότε και τα σχέδια θα μπορούσαν εν συνεχεία να δημοσιεύονται δίχως κίνδυνο υπονόμευσης των επιμέρους επιθεωρήσεων.

    - Διαμεθοριακός μηχανισμός

    Σύμφωνα με τη σύσταση, τα κράτη μέλη οφείλουν να ενθαρρύνουν το συντονισμό των επιθεωρήσεων όσον αφορά εγκαταστάσεις και δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν σοβαρές διασυνοριακές επιπτώσεις. Οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν για το θέμα αυτό στις εκθέσεις των κρατών μελών δεν ήταν πλήρεις και διέφεραν. Ορισμένα από τα κράτη μέλη έδωσαν παραδείγματα της διοικητικής τους συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες ή περιφέρειες. Ορισμένα κράτη μέλη αναφέρθηκαν σε από κοινού εκτελεσθείσες επιθεωρήσεις των μεταφερόμενων αποβλήτων στο πλαίσιο της εκτέλεσης έργων του IMPEL. Ορισμένα κράτη μέλη αναφέρθηκαν γενικότερα στην ανταλλαγή πείρας μεταξύ κρατών μελών στο πλαίσιο των έργων του IMPEL. Λόγω των ως άνω διαφορετικών ερμηνειών, ήταν αδύνατον να αξιολογηθεί κατά πόσον τα κράτη μέλη εφάρμοσαν το συγκεκριμένο μέρος της σύστασης.

    - Τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις

    Σύμφωνα με τη σύσταση, οι τακτικές επιθεωρήσεις εκτελούνται ως μέρος του ήδη συνταχθέντος προγράμματος επιθεωρήσεων. Έκτακτες επιθεωρήσεις διενεργούνται σε περίπτωση υποβολής καταγγελιών όσον αφορά την έκδοση, ανανέωση ή τροποποίηση άδειας ή ως μέρος ερευνών για ατυχήματα, συμβάντα και φαινόμενα μη συμμόρφωσης.

    Σε ορισμένα κράτη μέλη υιοθετήθηκαν διαφορετικές κατηγορίες επιθεωρήσεων, π.χ. επιθεωρήσεις αντίδρασης και επιθεωρήσεις μη αντίδρασης, προγραμματισμένες ή αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις κλπ. Αυτές είναι αδύνατον να αντιστοιχηθούν σαφώς προς τις κατηγορίες των τακτικών ή των έκτακτων επιθεωρήσεων. Οι ερμηνευτικές διαφορές των ως άνω όρων είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί δυσχερής η αξιολόγηση της εφαρμογής της σύστασης σε ορισμένα κράτη μέλη. Η διάκριση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων, δεδομένου ότι πρέπει να συνεκτιμώνται στα σχέδια οι αναγκαίοι πόροι και ο απαραίτητος χρόνος τόσο για τις τακτικές, όσο και για τις έκτακτες επιθεωρήσεις.

    2.3. Κριτήρια για το σχεδιασμό, την εκτέλεση, την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σε ό,τι αφορά τις επιθεωρήσεις

    Στόχος της σύστασης είναι να ενισχυθεί η συμμόρφωση των ελεγχόμενων εγκαταστάσεων προς την περιβαλλοντική νομοθεσία. Τα κράτη μέλη οφείλουν επίσης να εξασφαλίζουν ότι οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις αποσκοπούν στην επίτευξη υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας. Για την επίτευξη του ως άνω στόχου, η σύσταση καθορίζει κριτήρια σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις είναι δυνατόν να σχεδιαστούν, να εκτελεστούν, να παρακολουθούνται και να αποτελούν αντικείμενο έκθεσης.

    2.3.1. Ο προγραμματισμός των επιθεωρήσεων

    Η σύσταση προβλέπει την κατάρτιση σχεδίων επιθεώρησης και καθορίζει γενικά κριτήρια για τα σχέδια, περιγράφοντας το πεδίο εφαρμογής τους, το υπόβαθρο επί του οποίου θα πρέπει να διαμορφωθούν, καθώς και το ελάχιστο περιεχόμενό τους.

    Κατά τα φαινόμενα, τα ως άνω κριτήρια δεν τηρήθηκαν πλήρως σε όλα τα κράτη μέλη. Σε πολλά κράτη μέλη, τα σχέδια επιθεώρησης δεν περιλαμβάνουν στρατηγικού χαρακτήρα στοιχεία, ενώ, αντίθετα, αποτελούνται ουσιαστικά από καταλόγους εγκαταστάσεων ή τομέων που θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο επιθεωρήσεων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

    Πέραν της ανάγκης να αποσαφηνιστούν ορισμένοι, καθοριστικής σημασίας, όροι που αφορούν τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων, όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 2.2., κατά τα φαινόμενα υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτιώσεων του σχεδιασμού των επιθεωρήσεων στα κράτη μέλη. Τοιουτοτρόπως θα καταστεί δυνατό για τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν, κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο, τους διαθέσιμους πόρους τους, επιλέγοντας καλύτερα τους στόχους επιθεώρησης εγκαταστάσεων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη διαμορφώσει προηγμένα συστήματα για τα σχέδια επιθεώρησης. Η χρήση διαχειριστικών προσεγγίσεων για τον προγραμματισμό των επιθεωρήσεων έχει προταθεί ως μέθοδος επίτευξης ορθής πρακτικής στις επιθεωρήσεις. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, συναρτήσει των κινδύνων, μπορεί να βασιστεί σε διαφορετικά κριτήρια, όπως είναι οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, οι περιβαλλοντικοί στόχοι και το ιστορικό συμμόρφωσης της εκάστοτε εγκατάστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάλογης προσέγγισης αποτελεί το το σύστημα OPRA στο ΗΒ (αξιολόγηση κινδύνου του φορέα λειτουργίας και της ρύπανσης), που βασίζεται σε διάφορα κριτήρια, όπως είναι η πολυπλοκότητα των εγκαταστάσεων, οι τοποθεσίες και οι εκπομπές, καθώς και οι επιδόσεις των φορέων εκμετάλλευσης και το ιστορικό των εγκαταστάσεων.

    2.3.2. Η εκτέλεση των επιθεωρήσεων

    Η σύσταση αναφέρει ότι οι επιτόπιες επισκέψεις θα πρέπει να διενεργούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, στο πλαίσιο των τακτικών επιθεωρήσεων που διενεργούν οι αρχές και σε περίπτωση καταγγελιών, ατυχημάτων, συμβάντων ή φαινομένων μη συμμόρφωσης, τόσο μετά την έκδοση, όσο και πριν από την επανέκδοση, ανανέωση ή τροποποίηση αδείας. Καθορίζονται κριτήρια τα οποία περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να διενεργούνται ανάλογες επιτόπιες επισκέψεις. Τα ευρήματα από τις επιτόπιες επισκέψεις πρέπει να συνοψίζονται σε εκθέσεις, που εν συνεχεία επιβάλλεται να κοινοποιούνται στον φορέα εκμετάλλευσης καθώς και στο κοινό. Σοβαρά ατυχήματα, συμβάντα ή φαινόμενα μη συμμόρφωσης, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ερευνών, ώστε να διευκρινίζονται τα αίτια και οι ευθύνες, να μετριάζονται ή να αντιμετωπίζονται οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, να καθορίζεται η δράση που επιβάλλεται να αναληφθεί καθώς και οι τυχόν κυρώσεις ή τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας. Πρέπει να εξασφαλίζεται η παρακολούθηση της κατάστασης εκ μέρους του φορέα εκμετάλλευσης. Δεν αναφέρονται κριτήρια για άλλες δραστηριότητες επιθεώρησης.

    2.3.3. Η αξιολόγηση των σχεδίων επιθεώρησης

    Μολονότι η σύσταση δεν αναφέρει ρητά ότι πρέπει να αξιολογείται η εν γένει κρατούσα κατάσταση ως προς την εφαρμογή των σχεδίων επιθεώρησης, το σημείο VIII της σύστασης καλεί τα κράτη μέλη να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με την αξιολόγηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας των οικείων σχεδίων επιθεώρησης.

    Η αξιολόγηση της επιτυχίας των σχεδίων επιθεώρησης έχει αναγνωρισθεί ως σημαντικό εργαλείο για τη βελτίωση του σχεδιασμού των επιθεωρήσεων. Ορισμένα κράτη μέλη καθιέρωσαν συστήματα ενδελεχούς αξιολόγησης της επιτυχίας των οικείων σχεδίων επιθεώρησης. Τα συστήματα αυτά βοήθησαν τα αντίστοιχα κράτη μέλη να καθορίσουν καλύτερα τα μελλοντικά τους σχέδια.

    2.4. Εκθέσεις

    Την πρώτη περίοδο υποβολής εκθέσεων προέκυψαν πολλές πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της σύστασης στα κράτη μέλη. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε συγκρίσιμες, ούτε επιτρέπουν πάντοτε την κατάληξη σε σαφή συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των συστημάτων επιθεώρησης στα κράτη μέλη. Προτάθηκε η ανάπτυξη απλούστερου συστήματος εκθέσεων με υψηλότερη εστίαση στην αποτίμηση της επιτυχίας των συστημάτων επιθεώρησης. Θα πρέπει να διαμορφωθεί επίσης ένα ιδιαίτερα σαφές και ενιαίο δελτίο που να χρησιμοποιείται από το εν λόγω σύστημα υποβολής εκθέσεων, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των δεδομένων.

    2.5. Η πρόσβαση στις πληροφορίες

    Η σύσταση αναφέρει ότι τα σχέδια και οι εκθέσεις επιθεώρησης πρέπει να διατίθενται στο κοινό σύμφωνα με την οδηγία 90/313/ΕΟΚ. Η εν λόγω οδηγία έχει εν τω μεταξύ υποκατασταθεί από την οδηγία 2003/4/ΕΚ. Η νέα οδηγία διευκρινίζει λεπτομερέστερα από την προηγούμενη την έννοια της περιβαλλοντικής πληροφορίας, τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται να απαγορευθεί η πρόσβαση σε πληροφορίες, καθώς και την υποχρέωση να διατίθενται ενεργά οι πληροφορίες στο κοινό, π.χ. μέσω του Διαδικτύου.

    Από τις εκθέσεις προκύπτει ότι πολλά κράτη μέλη δεν διαβιβάζουν στην Κοινότητα τα σχέδια και τις εκθέσεις των επιθεωρήσεων. Τα κράτη μέλη εξέθεσαν διάφορους λόγους αιτιολόγησης του εν λόγω φαινομένου. Συχνά τα σχέδια των επιθεωρήσεων είναι κατάλογοι εγκαταστάσεων που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο επιθεώρησης σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η κοινοποίηση ανάλογων πληροφοριών θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επιτυχία των επιθεωρήσεων. Οι εκθέσεις σχετικά με τις επιθεωρήσεις συχνά δεν διατίθενται στο κοινό επειδή περιέχουν εμπιστευτικές εμπορικές πληροφορίες.

    Οι πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις καλύπτονται από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/4/ΕΚ, με αποτέλεσμα να υφίσταται ήδη νομική υποχρέωση διάθεσης των πληροφοριών. Η οδηγία περιλαμβάνει, επίσης, επαρκείς λόγους για εξαιρέσεις, δηλαδή για περιπτώσεις άρνησης πρόσβασης στις εν λόγω πληροφορίες, όταν επιβάλλεται να διαφυλαχθούν σημαντικά συμφέροντα.

    Κατά τα φαινόμενα, σε πολλές περιπτώσεις ο πραγματικός λόγος για τη μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αρχές όσον αφορά την εξεύρεση πρακτικών τρόπων διαχωρισμού των εμπιστευτικών πληροφοριών από τις πληροφορίες που επιβάλλεται να διατεθούν στο κοινό. Για παράδειγμα, θα πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε να καταστεί δυνατή η δημοσιοποίηση του στρατηγικού τμήματος του σχεδίου επιθεώρησης, δίχως να κοινοποιείται το μέρος που περιέχει τον κατάλογο των εγκαταστάσεων που θα αποτελέσουν αντικείμενο επιθεωρήσεων στο εκάστοτε προβλεπόμενο χρονικό διάστημα.

    3. Προτεινόμενη μελλοντική πορεία

    Πριν από την έγκριση της σύστασης, πραγματοποιήθηκε διάλογος σχετικά με το κατά πόσον τα κριτήρια για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις επιβάλλεται να είναι νομικώς δεσμευτικά. Ο διάλογος οδήγησε στην έγκριση μη δεσμευτικής σύστασης, καθώς και στη διατύπωση αιτήματος στην Επιτροπή για επανεξέταση της σύστασης με γνώμονα την πείρα από την εφαρμογή της και για ενδεχόμενη υποβολή πρότασης οδηγίας.

    Κατά την γνώμη της Επιτροπής, η ατελής εφαρμογή της σύστασης καθιστά αναγκαίο να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης νομοθετικά δεσμευτικών απαιτήσεων για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν τα γενικά κριτήρια για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις και να χαραχθούν περαιτέρω κατευθυντήριες γραμμές με ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εφαρμογή τους. Προτείνονται λοιπόν οι εξής ενέργειες:

    3.1. Αναθεώρηση της σύστασης

    Η σύσταση θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως το γενικό πλαίσιο για τα συστήματα περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων στα κράτη μέλη. Τα κριτήριά της είναι γενικού χαρακτήρα και περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σχεδιάζονται, εκτελούνται και παρακολουθούνται οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις. Λόγω του εν προκειμένω ιδιαίτερα γενικού και περιγραφικού χαρακτήρα των κριτηρίων, θα ήταν μάλλον άσκοπο να μετατραπούν τα εν λόγω κριτήρια σε νομοθετικά δεσμευτικές απαιτήσεις.

    Ωστόσο, για να βελτιωθεί η εφαρμογή και να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά της, η σύσταση επιβάλλεται να τροποποιηθεί. Θα πρέπει να εξεταστεί ιδίως το ενδεχόμενο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής της, ώστε να καλύπτει κατά το δυνατόν όλες τις δραστηριότητες που είναι σημαντικές από περιβαλλοντική σκοπιά. Οι ορισμοί σχετικά με τις επιθεωρήσεις πρέπει να αποσαφηνιστούν. Επιβάλλεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο περαιτέρω ανάπτυξης κριτηρίων για το σχεδιασμό των επιθεωρήσεων. Θα πρέπει να καθιερωθεί ένα - κατά το δυνατόν - απλό και σαφές σύστημα υποβολής εκθέσεων για την παροχή συγκρίσιμων πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των επιμέρους συστημάτων επιθεωρήσεων και σχετικά με τον βαθμό επιτυχίας του στόχου της βελτίωσης της συμμόρφωσης προς την περιβαλλοντική νομοθεσία.

    3.2. Απαιτήσεις επιθεώρησης κατά τομείς

    Πέραν των γενικών κριτηρίων για τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις που αναφέρονται στην σύσταση, θα πρέπει να συμπεριληφθούν, σε τομεακού χαρακτήρα νομοθετικές πράξεις, νομικά δεσμευτικές ειδικές απαιτήσεις που να αφορούν την επιθεώρηση ορισμένων εγκαταστάσεων ή δραστηριοτήτων. Θεωρείται ότι η θέσπιση νομοθετικά δεσμευτικών απαιτήσεων είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η απόδοση υψηλότερης πολιτικής προτεραιότητας στις επιθεωρήσεις και η καλύτερη εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου ανά την Κοινότητα. Ο καθορισμός των απαιτήσεων επιθεώρησης σε κάθε νομοθετική πράξη έχει το πλεονέκτημα της προσαρμογής των απαιτήσεων στον ειδικό χαρακτήρα και τους κινδύνους που ενέχουν οι καλυπτόμενες εγκαταστάσεις ή δραστηριότητες και να είναι ακριβέστερες και καλύτερα στοχοθετημένες σε σύγκριση με τη θέσπιση γενικών κριτηρίων. Οι εν λόγω απαιτήσεις για τις τομεακές επιθεωρήσεις μπορεί να είναι συμπληρωματικές ως προς τη σύσταση ή να αφορούν εγκαταστάσεις ή δραστηριότητες που δεν καλύπτονται από αυτή.

    Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήδη υφιστάμενου και εύρυθμα λειτουργούντος συστήματος τομεακών επιθεωρήσεων αποτελεί το καθιερωμένο από την οδηγία Seveso II σύστημα για τον έλεγχο των κινδύνων ατυχημάτων μείζονος σημασίας [11]. Σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, οι αρχές οφείλουν να οργανώσουν σύστημα επιθεωρήσεων ή να λάβουν άλλα δέοντα μέτρα ελέγχου για το εκάστοτε είδος εγκατάστασης. Η οδηγία ορίζει την ελάχιστη συχνότητα επιτόπιων επιθεωρήσεων σε μία ετησίως και υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι καταρτίζονται προγράμματα για όλες τις εγκαταστάσεις, συντάσσονται εκθέσεις μετά από τις επιθεωρήσεις και, εφόσον είναι απαραίτητο, δίνεται συνέχεια στις επιθεωρήσεις, σε συνεργασία με τους αρμόδιους για τη διαχείριση των εγκαταστάσεων, σε εύλογο χρονικό διάστημα.

    Στο πλαίσιο της επανεξέτασης της οδηγίας IPPC[12], που αποτελεί μέρος του προγράμματος νομοθετικών εργασιών της Επιτροπής 2007 και βασίζεται στην ανάλυση της εφαρμογής της εν λόγω νομοθετικής πράξης, η Επιτροπή θα εξετάσει πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα καλύτερο πλαίσιο συμμόρφωσης, ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συνέπεια και εμπιστοσύνη στις επιθεωρήσεις που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη στις εγκαταστάσεις που καλύπτονται από την οδηγία IPPC.

    Η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο να προτείνει ειδικούς και νομικά δεσμευτικούς κανόνες για τις επιθεωρήσεις των μεταφερόμενων αποβλήτων. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων, οι επιθεωρήσεις των μεταφερόμενων αποβλήτων εκτελούνται σε διαφορετικά σημεία, όπως σε θαλάσσιους λιμένες, στο οδικό σύστημα ή κατά τη διέλευση των συνόρων και ως επί το πλείστον συμμετέχουν σε αυτές πολλές και διαφορετικές αρχές, όπως είναι τα τελωνεία, η αστυνομία και οι περιβαλλοντικές αρχές. Επιβάλλεται να θεσπιστούν ειδικά κριτήρια για να εξασφαλιστεί η επαρκής ποιότητα και συχνότητα των επιθεωρήσεων και να προβλεφθεί η δέουσα εκπαίδευση και συνεργασία μεταξύ των αρχών.

    Όσον αφορά τη νομοθεσία για προϊόντα όπως η οδηγία 2002/95/ΕΚ σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού[13], η συμμόρφωση ελέγχεται με σύστημα επιτήρησης της αγοράς και αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον είναι αναγκαίο να ενισχυθεί το εν λόγω σύστημα επ'ευκαιρία της εκτελούμενης επανεξέτασης της οδηγίας.

    Οι υπόλοιπες πράξεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που τελούν υπό αναθεώρηση ή σύνταξη, και στις οποίες θα εξεταστεί κατά πόσον είναι αναγκαίο να καθιερωθούν ή να ενισχυθούν περαιτέρω απαιτήσεις σχετικά με τις επιθεωρήσεις, έχουν ως εξής:

    - οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ[14] του Συμβουλίου

    - κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2037/2000 για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος[15]

    - οδηγία 98/83/ΕΚ σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης[16]

    - οδηγία 86/609/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς[17]

    - οδηγία 2002/96/ΕΚ σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού[18]

    - κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους[19]

    - Μελλοντική οδηγία για την έγχυση και την υποεπιφανειακή αποθήκευση (γεωλογική δέσμευση και αποθήκευση) του άνθρακα

    Το θέμα των επιθεωρήσεων θα πρέπει επίσης να εξετάζεται κατά τις μελλοντικές επανεξετάσεις της νομοθεσίας.

    3.3. Ανάπτυξη της καθοδήγησης και της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών

    Στο πλαίσιο του IMPEL εκτελέστηκε μεγάλος αριθμός έργων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της συνεργασίας και στην ενθάρρυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις[20]. Η Επιτροπή υποστήριξε και συμμετείχε ενεργά στα εν λόγω έργα.

    Πρέπει να σημειωθούν ιδίως τα εξής έργα:

    Η πρωτοβουλία για την επανεξέταση στο πλαίσιο του IMPEL (IRI) συνίσταται στην αποστολή κλιμακίου υψηλόβαθμων επιθεωρητών από διάφορες χώρες, επιφορτισμένων με την εξέταση του κανονιστικού συστήματος των υποψήφιων επιθεωρητικών αρχών, συγκρίνοντας τις πρακτικές στις υποψήφιες επιθεωρητικές αρχές με τις ισχύουσες ρυθμίσεις στις επιθεωρητικές αρχές από τις οποίες προέρχονται τα μέλη του κλιμακίου. Εκτελέστηκαν έργα IRI σε 8 κράτη μέλη της ΕΕ που προσφέρθηκαν ως εθελοντές – πρόκειται για την Γερμανία (Mannheim), την Ιρλανδία (Wexford), το Βέλγιο (Βρυξέλλες), τη Γαλλία (Douai), τις Κάτω Χώρες (Zwolle), την Ισπανία (Santiago de Compostela) τη Σουηδία (Stockholm και Södertälje) το Ηνωμένο Βασίλειο (Σκοτία) και τη Νορβηγία μεταξύ 2001 και 2007.

    Ο κόμβος διαμεθοριακών μεταφορών αποβλήτων του IMPEL εξετέλεσε πολλά έργα σχετικά με την πρόληψη της παράνομης μεταφοράς αποβλήτων, συμπεριλαμβανόμενης της ανάληψης κοινών ενεργειών (δραστηριοτήτων) επιθεώρησης.

    Στο πλαίσιο του IMPEL καταρτίστηκαν πολλά καθοδηγητικού χαρακτήρα έγγραφα που αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προγραμματίζονται και να εκτελούνται οι επιθεωρήσεις. Διοργανώθηκαν επίσης ανταλλαγές πληροφοριών και πείρας μεταξύ των επιθεωρητών.

    Όλες οι ως άνω πρωτοβουλίες είχαν θετικές επιπτώσεις στην ενίσχυση των επιθεωρήσεων στην Κοινότητα και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί το IMPEL στην περαιτέρω εκτέλεση ανάλογων έργων.

    [1] ΕΕ L 118 της 27.4.2001, σ. 41

    [2] Υπηρεσιακό έγγραφο της Επιτροπής SEC XXXX, Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη, παράρτημα στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την επανεξέταση της σύστασης 2001/331/ΕΚ.

    [3] Ευρωπαϊκό δίκτυο για την εφαρμογή και την επιβολή του δικαίου του περιβάλλοντος, http://ΕΚ.europa.eu/environment/impel/index.htm.

    [4] Οδηγία 96/61/ΕΚ της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 1.

    [5] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 για τις μεταφορές αποβλήτων, ΕΕ L 190, 12.7.2006, σ. 1.

    [6] Οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, ΕΕ L 103 της 25.4.1979, σ. 1 όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 91/244/ΕΟΚ, ΕΕ L 115 της 8.5.1991, σ. 41.

    [7] Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη δαιτήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7.

    [8] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου της 18ης Δεκεβρίου 2006 για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 του Συμβουλίου καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ, ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1.

    [9] Οδηγία 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, ΕΕ L 037 της 13.2.2003, σ. 19.

    [10] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβούλίου για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους, ΕΕ L 61 της 3.3.1997, σ. 1.

    [11] Οδηγία 96/82/ΕΚ για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες, ΕΕ L 10 της 14.1.1997, σ. 13, όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2003/105/ΕΚ, ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 97.

    [12] Οδηγία 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

    [13] ΕΕ αριθ. L 37 της 13.2.2003, σ. 19

    [14] ΕΕ L 275, 25.10.2003, σ. 32.

    [15] ΕΕ L 244, 29.9.2000, σ. 1.

    [16] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32.

    [17] ΕΕ L 358, 18.12.1986, σ. 1.

    [18] ΕΕ L 37, 13.2.2003, σ. 24.

    [19] ΕΕ L 61, 3.3.1997, σ. 1.

    [20] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. τον διαδικτυακό τόπο IMPEL:http://ΕΚ.europa.eu/environment/impel/index.htm

    Top