This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52005AA0006
Opinion No 6/2005 on a proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council amending Regulations (EC) No 1073/1999 and (Euratom) No 1074/1999 concerning investigations conducted by the European Anti-Fraud Office (OLAF)
Γνωμοδότηση αριθ. 6/2005 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
Γνωμοδότηση αριθ. 6/2005 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
ΕΕ C 202 της 18.8.2005, p. 33–35
(ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
18.8.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 202/33 |
ΓΝΩΜΟΔΌΤΗΣΗ αριθ. 6/2005
σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)
(υποβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 248 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 279 παράγραφος 2 ΕΚ)
(2005/C 202/02)
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 280,
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 160 Γ,
την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999,
το αίτημα του Συμβουλίου προς το Ελεγκτικό Συνέδριο για την έκδοση γνωμοδότησης, το οποίο υπεβλήθη στις 8 Μαρτίου 2004,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Το ιστορικό της πρότασης
1. |
Η πρόταση βασίζεται στην έκθεση αξιολόγησης που υπέβαλε η Επιτροπή τον Απρίλιο του 2003 σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF (1). Αποτελεί επίσης συνέχεια της δέσμευσης που ανέλαβε ο Πρόεδρος της Επιτροπής ενώπιον της Επιτροπής ελέγχου του προϋπολογισμού, στις 18 Νοεμβρίου 2003, κατά την παρουσίαση του νομοθετικού προγράμματος και του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το 2004. Η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπεί στην ενίσχυση της επιχειρησιακής επάρκειας της OLAF, καθώς της παρέχει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στις προτεραιότητές της, και στην επιτάχυνση των ερευνών της με την αποσαφήνιση ορισμένων διαδικασιών. Ωστόσο, η δήλωση του Προέδρου υπερέβαινε την πρόταση της Επιτροπής, καθώς, εκτός από τις τροποποιήσεις των διαδικασιών έρευνας, άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο αναδιοργάνωσης της ίδιας της Υπηρεσίας. |
2. |
Πράγματι, ο Πρόεδρος της Επιτροπής είχε δηλώσει ότι ο επαναπροσανατολισμός των δραστηριοτήτων της OLAF σήμαινε ότι «ίσως υπάρχει το ενδεχόμενο να ανατεθούν εκ νέου στις υπηρεσίες της Επιτροπής ορισμένα οριζόντια καθήκοντα, άσχετα με τις έρευνες», και ότι έπρεπε να επανεξετασθεί η διακυβέρνηση της OLAF (2). Τέλος, πρότεινε «να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της OLAF, δεδομένου ότι η τελευταία έχει να αντιμετωπίσει διαρκώς αυξανόμενο φόρτο εργασίας στο πλαίσιο μιας διευρυμένης Ένωσης, με την αύξηση του προσωπικού της, τον επαναπροσανατολισμό των καθηκόντων της στο έργο της έρευνας και την αναπροσαρμογή του κανονισμού …». Η πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 αφορά μόνο την τελευταία από τις προτάσεις του Προέδρου της Επιτροπής (αναπροσαρμογή του κανονισμού). Ο επαναπροσανατολισμός των τρεχόντων καθηκόντων της Υπηρεσίας θα απαιτούσε την τροποποίηση της απόφασης της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (3). |
3. |
Από τις αιτιολογικές σκέψεις προκύπτει ότι σκοπός της πρότασης είναι η τροποποίηση του κανονισμού σε πέντε βασικά σημεία, χωρίς να θέτει με κανένα τρόπο υπό αμφισβήτηση τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες των κρατών μελών και τηρώντας συγχρόνως τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Τα προαναφερθέντα πέντε σημεία είναι τα εξής:
|
4. |
Τα σχόλια που ακολουθούν λαμβάνουν υπόψη τις διαπιστώσεις του ελέγχου στον οποίο υποβλήθηκε η Υπηρεσία, όπως αυτές παρατίθενται στην ειδική έκθεση αριθ. 1/2005 του Ελεγκτικού Συνεδρίου. |
Εφαρμογή της αρχής της διακριτικής ευχέρειας για την κίνηση των ερευνών
5. |
Η εφαρμογή της αρχής της διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την κίνηση ερευνών μπορεί να θεωρηθεί ως ζήτημα επάρκειας, και το Συνέδριο εκφράζει την ικανοποίησή του για την αλλαγή αυτή. Ωστόσο, τα άμεσα πρακτικά αποτελέσματά της θα είναι περιορισμένα. Όπως αναφέρεται στην ειδική έκθεση, ο αριθμός των βάσιμων καταγγελιών που δέχεται η Υπηρεσία δεν είναι τέτοιος ώστε αυτή να αναγκάζεται να κάνει επιλογή μεταξύ των ερευνών που πρέπει να διεξαγάγει. |
6. |
Ο καθορισμός προτεραιοτήτων και χρονοδιαγραμμάτων είναι συναφή θέματα. Η πείρα αποδεικνύει ότι οι έρευνες που διεξάγει η Υπηρεσία διαρκούν περισσότερο από ό,τι θα αναμενόταν λογικά (12 έως 18 μήνες). Υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν χρήσιμο να καθοριστούν προθεσμίες για τις έρευνες. |
Υποχρέωση ενημέρωσης
7. |
Το Συνέδριο υποστηρίζει την πρόταση για ενίσχυση της υποχρέωσης της Υπηρεσίας να ενημερώνει τα εμπλεκόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα σχετικά με την κίνηση μιας έρευνας. Εντούτοις, η απαλοιφή στο υπό εξέταση άρθρο 4 παράγραφος 5 του δικαιώματος αναβολής αυτής της ενημέρωσης δημιουργεί κάποια ασάφεια. Η απουσία διάταξης σχετικά με το ζήτημα αυτό σημαίνει ότι δεν αποκλείεται η αποσιώπηση πληροφοριών. Η πρόταση της Επιτροπής πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι η υποχρέωση κοινοποίησης δεν τίθεται αδικαιολόγητα στο περιθώριο, με το πρόσχημα ότι για την αποτελεσματικότητα της έρευνας απαιτείται μυστικότητα. |
Εκτεταμένη χρήση των διαδικασιών εξακρίβωσης που προβλέπει ο κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 (4)
8. |
Ο κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 προβλέπει «επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις που διενεργεί η Επιτροπή, με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων», που αφορούν τις γεωργικές ενισχύσεις, τα διαρθρωτικά ταμεία και τους ιδίους πόρους. |
9. |
Η πρόταση προβλέπει την επέκταση της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στις άμεσες δαπάνες (εσωτερικές πολιτικές, εξωτερική βοήθεια κ.λπ.). Κατ' αυτό τον τρόπο, προβλέπεται να διευρυνθεί το φάσμα των μέσων παρέμβασης που διαθέτει η Υπηρεσία, ιδίως όσον αφορά τη συνεργασία με τις εθνικές αρχές. Οι έλεγχοι του Συνεδρίου έχουν επιβεβαιώσει την ύπαρξη αδυναμίας στο σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, από την άποψη αυτή η πρόταση της Επιτροπής γίνεται δεκτή με ικανοποίηση. |
Ενίσχυση των διαδικαστικών εγγυήσεων
10. |
Η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να αναφέρονται στον κανονισμό οι θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν τις έρευνες. Το Συνέδριο συμμερίζεται την άποψη αυτή. |
Ο ρόλος και ο αριθμός των μελών της επιτροπής εποπτείας
11. |
Η συμμόρφωση με τις νομικές διαδικασίες που προβλέπονται για τις έρευνες πρέπει να εξασφαλίζεται με τις σχετικές εγγυήσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999, οι ενστάσεις που διατυπώνονται κατά τη διάρκεια μιας έρευνας και αφορούν τις πράξεις στις οποίες προβαίνουν οι επιθεωρητές OLAF υποβάλλονται στον διευθυντή της Υπηρεσίας. Η λύση αυτή δεν είναι ικανοποιητική και δεν εξασφαλίζει υπέρ του υποβάλλοντος την ένσταση την ανεξάρτητη εξέταση του αιτήματός του. Εναλλακτικά, πρόσωπα που έχουν υποβληθεί σε έρευνα έχουν προσφύγει στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, στις περιπτώσεις που θεώρησαν ότι παραβιάζονταν θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η διαδικασία αυτή έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανοποιητική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οδήγησε σε καταστάσεις κατά τις οποίες θεωρήθηκε ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής παρεμβαίνει στη διεξαγωγή της έρευνας. Η πρόταση της Επιτροπής αναθέτει στην επιτροπή εποπτείας το καθήκον ελέγχου της συμπεριφοράς των επιθεωρητών. Η λύση αυτή δεν είναι καλύτερη, δεδομένου ότι έρχεται σε αντίθεση με την αρχή ότι η επιτροπή εποπτείας δεν πρέπει να παρεμβαίνει σε έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη. |
12. |
Ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων στο πλαίσιο έρευνας πρέπει να ανατεθεί σε αμερόληπτο όργανο το οποίο να μην μπορεί να παρεμβαίνει στη διεξαγωγή των ερευνών λόγω άλλων πτυχών της αποστολής του. |
13. |
Η πρόταση της Επιτροπής δεν αποσαφηνίζει το ρόλο της επιτροπής εποπτείας όσον αφορά την ασυμβατότητα μεταξύ της αρχής της μη παρέμβασης στις έρευνες και της υποχρέωσης να ζητείται η γνώμη της κατά τη διάρκεια έρευνας, η οποία δημιουργείται είτε όταν υπάρχει υπέρβαση της δωδεκάμηνης προθεσμίας, είτε όταν αυτή πρέπει να ενημερωθεί πριν από τη διαβίβαση υπόθεσης στις δικαστικές αρχές. Για το λόγο αυτό, φαίνεται αναγκαίο να διατυπωθεί με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια η αρχή ότι η επιτροπή εποπτείας δεν παρεμβαίνει σε εκκρεμείς έρευνες. |
14. |
Η Επιτροπή προτείνει την αύξηση του αριθμού των μελών της επιτροπής εποπτείας από πέντε σε επτά. Η πρόταση αυτή δεν βασίζεται σε καμία αντικειμενική ανάλυση των καθηκόντων της επιτροπής και των διαδικασιών λειτουργίας της. Τα μέλη της επιτροπής ασκούν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο περιστασιακό, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να μελετούν τους φακέλους εις βάθος. Προκειμένου να είναι σε θέση να επιτελούν το έργο τους με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, θα ήταν σκόπιμο, τουλάχιστον ορισμένα από αυτά, να έχουν προηγούμενη πείρα στα κοινοτικά θέματα, ιδίως στον τομέα των ερευνών. |
15. |
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999, η επιτροπή εποπτείας είναι υποχρεωμένη να διεξάγει τουλάχιστον δέκα συνεδριάσεις το χρόνο. Ωστόσο, εάν η επιτροπή πρέπει να επικεντρωθεί στην προάσπιση της ανεξαρτησίας του έργου της έρευνας της OLAF, δεν πρέπει να της επιβάλλεται η υποχρέωση να συνεδριάζει σχεδόν κάθε μήνα. Επιπλέον, μια επανεξέταση του ρόλου και των επιχειρησιακών διαδικασιών της επιτροπής εποπτείας θα οδηγούσε σε μείωση του αριθμού των θέσεων στη γραμματεία της. |
Η παρούσα γνωμοδότηση εγκρίθηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο, κατά τη συνεδρίασή του της 9ης Ιουνίου 2005.
Για το Ελεγκτικό Συνέδριο
Hubert WEBER
Πρόεδρος
(1) COM(2003) 154 τελικό της 2ας Απριλίου 2003.
(2) Με τον όρο «διακυβέρνηση» νοείται όχι μόνο το σύστημα διαχείρισης, αλλά και το σύστημα εποπτείας (επιτροπή εποπτείας).
(3) Απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της 28ης Απριλίου 1999 (ΕΕ L 136 της 31.5.1999).