Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0596

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 , για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ΕΕ L 173 της 12.6.2014, p. 1–61 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/01/2024

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2014/596/oj

12.6.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 173/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η δημιουργία μιας πραγματικά εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι σημαντική για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Ένωση.

(2)

Προϋπόθεση για μια ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και διαφανή χρηματοπιστωτική αγορά είναι η ακεραιότητα της αγοράς. Η ομαλή λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και η εμπιστοσύνη του κοινού στις αγορές αποτελούν προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία. Η κατάχρηση της αγοράς βλάπτει την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την εμπιστοσύνη του κοινού στις κινητές αξίες και τα παράγωγα μέσα.

(3)

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) συμπλήρωσε και επικαιροποίησε το νομικό πλαίσιο της Ένωσης για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς. Ωστόσο, δεδομένων των εξελίξεων στη νομοθεσία, στην αγορά και στην τεχνολογία μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας, οι οποίες έφεραν σημαντικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό τοπίο, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να αντικατασταθεί. Επιπλέον, ένα νέο νομοθετικό μέσο είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση ενιαίων κανόνων και της αποσαφήνισης βασικών εννοιών, καθώς και για τη διασφάλιση ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων που θα ακολουθεί τα συμπεράσματα της έκθεσης της 25ης Φεβρουαρίου 2009 της ομάδας υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην ΕΕ, υπό την προεδρία του Jacques de Larosière (η «Ομάδα de Larosière»).

(4)

Υπάρχει ανάγκη θέσπισης ενός περισσότερο ενιαίου και ισχυρότερου πλαισίου για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς, την αποφυγή ενδεχόμενου ρυθμιστικού αρμπιτράζ και τη διασφάλιση λογοδοσίας σε περίπτωση απόπειρας χειραγώγησης, καθώς και για την παροχή μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου και λιγότερης κανονιστικής πολυπλοκότητας για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Ο παρών κανονισμός έχει στόχο να συνεισφέρει αποφασιστικά στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και κατά συνέπεια θα πρέπει να βασίζεται στο άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ερμηνεύονται παγίως στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(5)

Για να εξαλειφθούν τα εναπομένοντα εμπόδια στις συναλλαγές και οι σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που οφείλονται σε αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και να αποτραπεί η δημιουργία τυχόν περαιτέρω εμποδίων στις συναλλαγές και σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, είναι αναγκαία η θέσπιση ενός κανονισμού για τη δημιουργία μιας περισσότερο ομοιόμορφης ερμηνείας του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς, ώστε να ορίζονται σαφέστερα κανόνες εφαρμοστέοι σε όλα τα κράτη μέλη. Η διαμόρφωση του πλαισίου για την κατάχρηση της αγοράς υπό μορφή κανονισμού θα διασφαλίσει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις θα είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Έτσι θα διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες αποτρέποντας την υιοθέτηση αποκλινουσών εθνικών απαιτήσεων, στις οποίες θα κατέληγε η ενσωμάτωση μιας οδηγίας στα εθνικά συστήματα δικαίου. Ο παρών κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή ομοίων κανόνων για όλα τα πρόσωπα σε όλη την Ένωση. Επιπλέον, θα μειώσει την κανονιστική πολυπλοκότητα και το κόστος της συμμόρφωσης των εταιρειών, ιδιαίτερα για επιχειρήσεις που λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση, και θα συνεισφέρει στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(6)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την «Προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις — Μια “Small Business Act” για την Ευρώπη» καλεί την Ένωση και τα κράτη μέλη να σχεδιάσουν κανόνες για τον περιορισμό των διοικητικών εμποδίων, να προσαρμόσουν τη νομοθεσία στις ανάγκες των εκδοτών στις αγορές μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και να διευκολύνουν την πρόσβαση των εν λόγω εκδοτών στη χρηματοδότηση. Ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2003/6/ΕΚ επιβαρύνουν τους εκδότες, και ιδιαίτερα αυτούς των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, με διοικητικό φόρτο, ο οποίος θα πρέπει να μειωθεί.

(7)

Η κατάχρηση της αγοράς είναι μια έννοια που καλύπτει την παράνομη συμπεριφορά στις χρηματοπιστωτικές αγορές και για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ερμηνεύεται ως συνιστάμενη σε κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, σε παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών και σε χειραγώγηση της αγοράς. Οι ανωτέρω συμπεριφορές αποτρέπουν την πλήρη και κατάλληλη διαφάνεια της αγοράς, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή όλων των οικονομικών φορέων στη διαπραγμάτευση σε συνδεδεμένες χρηματοπιστωτικές αγορές.

(8)

Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ είχε ως επίκεντρο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει ζητηθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν ολοένα και περισσότερο αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). Υπάρχουν επίσης χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται μόνο σε άλλα είδη οργανωμένων μηχανισμών διαπραγμάτευσης (ΟΜΔ) ή διαπραγματεύονται μόνο εξωχρηματιστηριακώς (Over the Counter). Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καταλαμβάνει οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο διαπραγματεύεται σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΟΜΔ, και οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά ή πράξη που μπορεί να έχει επιπτώσεις σε ένα τέτοιο χρηματοπιστωτικό μέσο ανεξαρτήτως εάν αυτή η συμπεριφορά ή πράξη συντελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή όχι. Στην περίπτωση ορισμένων τύπων ΠΜΔ που, όπως και οι ρυθμιζόμενες αγορές, βοηθούν τις εταιρείες να αντλήσουν κεφάλαια, η απαγόρευση της κατάχρησης της αγοράς ισχύει και όταν έχει γίνει αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε έναν ΠΜΔ. Με αυτόν τον τρόπο βελτιώνεται η προστασία των επενδυτών, διατηρείται η ακεραιότητα των αγορών και διασφαλίζεται ότι απαγορεύεται ρητά η κατάχρηση της αγοράς σε αυτά τα μέσα.

(9)

Για λόγους διαφάνειας, οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΟΜΔ θα πρέπει να γνωστοποιούν αμελλητί στην αρμόδια αρχή τους λεπτομερή στοιχεία για τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία έχουν γίνει δεκτά προς διαπραγμάτευση, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή τα οποία ήδη διαπραγματεύονται στον τόπο διαπραγμάτευσης των διαχειριστών αυτών. Μια δεύτερη γνωστοποίηση θα πρέπει να γίνεται όταν το χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση. Τέτοιες υποχρεώσεις θα πρέπει να ισχύουν και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης των διαχειριστών αυτών, καθώς και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Οι γνωστοποιήσεις θα πρέπει να υποβάλλονται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) από τις αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δημοσιεύει κατάλογο όλων των γνωστοποιηθέντων χρηματοπιστωτικών μέσων. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα χρηματοπιστωτικά μέσα ασχέτως εάν αυτά περιλαμβάνονται ή όχι στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την ΕΑΚΑΑ.

(10)

Ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν διαπραγματεύονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για πράξεις κατάχρησης της αγοράς. Αυτό περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η τιμή ή αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή τα επηρεάζει, ή των οποίων η διαπραγμάτευση επιδρά στην τιμή ή αξία άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων σε τόπο διαπραγμάτευσης. Παραδείγματα όπου μέσα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για πράξεις κατάχρησης αγοράς περιλαμβάνουν προνομιακές πληροφορίες που σχετίζονται με μια μετοχή ή ένα ομόλογο και που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά ενός παραγώγου αυτής της μετοχής ή του ομολόγου ή ενός δείκτη του οποίου η αξία εξαρτάται από αυτή τη μετοχή ή το ομόλογο. Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο χρησιμοποιείται ως τιμή αναφοράς, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ένα εξωχρηματιστηριακό παράγωγο για την άντληση οφέλους από χειραγωγούμενες τιμές ή για τη χειραγώγηση της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου σε τόπο διαπραγμάτευσης. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο σχεδιασμός της έκδοσης μιας νέας σειράς κινητών αξιών οι οποίες κατά τα άλλα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, αλλά οι συναλλαγές επί των οποίων θα μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή ή αξία υπαρχόντων εισηγμένων κινητών αξιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός καλύπτει επίσης την περίπτωση κατά την οποία η τιμή ή αξία ενός μέσου που διαπραγματεύεται σε τόπο διαπραγμάτευσης εξαρτάται από εξωχρηματιστηριακό μέσο. Η ίδια αρχή θα πρέπει να ισχύει για τα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων των οποίων οι τιμές βασίζονται στην τιμή ενός παραγώγου, καθώς και για την αγορά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, με αναφορά στα οποία ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα προσδιορίζονται.

(11)

Οι συναλλαγές επί κινητών αξιών ή συνδεόμενων μέσων με στόχο τη σταθεροποίηση των κινητών αξιών ή οι συναλλαγές σε ίδιες μετοχές στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς μπορεί να είναι νόμιμες, για οικονομικούς λόγους και συνεπώς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως κατάχρηση της αγοράς, εφόσον οι σχετικές πράξεις πραγματοποιούνται με την απαιτούμενη διαφάνεια όταν γνωστοποιούνται πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα σταθεροποίησης ή επαναγοράς.

(12)

Οι δραστηριότητες διαπραγμάτευσης επί ιδίων μετοχών στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς, καθώς και για τη σταθεροποίηση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο δεν θα είχε το ευεργέτημα των εξαιρέσεων βάσει του παρόντος κανονισμού, δεν θα πρέπει αφ’ εαυτών να θεωρείται ότι στοιχειοθετούν αυτομάτως κατάχρηση της αγοράς.

(13)

Τα κράτη μέλη, τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), τα υπουργεία και άλλοι οργανισμοί και οχήματα ειδικού σκοπού ενός ή περισσότερων κρατών μελών, καθώς και η Ένωση και ορισμένοι άλλοι δημόσιοι φορείς ή πρόσωπα που ενεργούν αντ’ αυτών δεν θα πρέπει να περιορίζονται στη διεξαγωγή της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής ή της πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους, υπό τον όρο ότι οι πολιτικές αυτές ασκούνται για το δημόσιο συμφέρον και μόνο στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών. Επίσης, οι συναλλαγές ή εντολές ή ενέργειες της Ένωσης, των οχημάτων ειδικού σκοπού που ενεργούν για λογαριασμό ενός ή περισσότερων κρατών μελών, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ή των διεθνών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που δημιουργούνται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να περιορίζονται όσον αφορά την άντληση χρηματοδοτικών πόρων και την παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας προς όφελος των μελών τους. Μια τέτοια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μπορεί, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, να διευρυνθεί ώστε να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς που έχουν την ευθύνη ή παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους καθώς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών. Ταυτόχρονα, οι εξαιρέσεις για τη νομισματική πολιτική, τη συναλλαγματική πολιτική και την πολιτική διαχείρισης του δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εν λόγω δημόσιοι φορείς προβαίνουν σε συναλλαγές, εντολές ή ενέργειες που δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της άσκησης αυτών των πολιτικών ή όταν πρόσωπα που εργάζονται για τους εν λόγω φορείς προβαίνουν σε συναλλαγές, εντολές ή ενέργειες για δικό τους λογαριασμό.

(14)

Οι συνετοί επενδυτές βασίζουν τις επενδυτικές αποφάσεις τους σε πληροφορίες που τους είναι ήδη διαθέσιμες, δηλαδή σε εκ των προτέρων διαθέσιμες πληροφορίες. Συνεπώς, το ερώτημα αν υπάρχει πιθανότητα, κατά τη λήψη μιας επενδυτικής απόφασης, ένας συνετός επενδυτής να λάβει υπόψη του συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των εκ των προτέρων διαθέσιμων πληροφοριών. Μια τέτοια αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον αναμενόμενο αντίκτυπο των πληροφοριών βάσει των συνολικών δραστηριοτήτων του σχετικού εκδότη, την αξιοπιστία της πηγής πληροφοριών και τυχόν άλλες μεταβλητές της αγοράς που ενδέχεται να επηρεάσουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα σχετικά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα επί δικαιωμάτων εκπομπής στις δεδομένες περιστάσεις.

(15)

Οι εκ των υστέρων πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ελεγχθεί η υπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν ευαίσθητες πληροφορίες σχετικά με τιμές, αλλά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη λήψη μέτρων εναντίον προσώπων που εξήγαγαν εύλογα συμπεράσματα βάσει εκ των προτέρων πληροφοριών που είχαν.

(16)

Αν μια προνομιακή πληροφορία αφορά διαδικασία που πραγματοποιείται σε στάδια, κάθε στάδιο της διαδικασίας, καθώς και η συνολική διαδικασία, ενδέχεται να συνιστούν προνομιακή πληροφορία. Το επιμέρους στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας μπορεί αφ’ εαυτού να συνιστά μια υφιστάμενη κατάσταση ή γεγονός ή να υπάρχει ρεαλιστική προοπτική ότι θα υπάρξει ή θα συμβεί, βάσει μιας συνολικής εκτίμησης των παραγόντων που επενεργούν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Εντούτοις, η έννοια αυτή δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της επίδρασης της εν λόγω κατάστασης ή γεγονότος στην τιμή των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων. Το επιμέρους στάδιο θα πρέπει να θεωρείται προνομιακή πληροφορία εάν αυτοτελώς πληροί τα κριτήρια που θέτει ο παρών κανονισμός για τις προνομιακές πληροφορίες.

(17)

Η πληροφορία που σχετίζεται με ένα γεγονός ή σύνολο περιστάσεων που αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας μπορεί, για παράδειγμα, να σχετίζεται με την πορεία των διαπραγματεύσεων των συμβάσεων, τους προσωρινά συμφωνηθέντες όρους σε διαπραγματεύσεις συμβάσεων, την πιθανότητα διάθεσης χρηματοπιστωτικών μέσων, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα διατεθούν στην αγορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τους προσωρινούς όρους διάθεσης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ή το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο σε έναν σημαντικό δείκτη ή να διαγραφεί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο από έναν τέτοιο δείκτη.

(18)

Η ασφάλεια δικαίου για τους συμμετέχοντες στην αγορά θα πρέπει να ενισχυθεί με έναν σαφέστερο ορισμό των δύο από τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον ορισμό της προνομιακής πληροφορίας, και συγκεκριμένα του συγκεκριμένου χαρακτήρα της εν λόγω πληροφορίας και της σημασίας της ενδεχόμενης επίδρασής της στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων, των συνδεόμενων συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων επί δικαιωμάτων εκπομπής. Για παράγωγα μέσα που συνιστούν ενεργειακά προϊόντα χονδρικής πώλησης, οι πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση απαιτείται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) θα πρέπει ιδίως να θεωρούνται προνομιακές πληροφορίες.

(19)

Ο παρών κανονισμός δεν αποσκοπεί στην απαγόρευση της διεξαγωγής συζητήσεων γενικής φύσεως σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις εξελίξεις στην αγορά μεταξύ των μετόχων και της διοίκησης σε ό,τι αφορά τους εκδότες. Οι σχέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών και δεν θα πρέπει να απαγορεύονται από τον παρόντα κανονισμό.

(20)

Οι αγορές άμεσης παράδοσης και οι σχετικές αγορές παραγώγων συνδέονται ιδιαίτερα μεταξύ τους και είναι παγκόσμιες, και η κατάχρηση της αγοράς ενδέχεται να λάβει χώρα σε διάφορες αγορές και διάφορες χώρες, κάτι που μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς συστημικούς κινδύνους. Αυτό ισχύει τόσο για την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών όσο και για τη χειραγώγηση της αγοράς. Συγκεκριμένα, οι προνομιακές πληροφορίες από μια αγορά άμεσης παράδοσης μπορούν να ωφελήσουν ένα πρόσωπο που συναλλάσσεται σε χρηματοπιστωτική αγορά. Οι προνομιακές πληροφορίες που αφορούν παράγωγα μέσα βασικών εμπορευμάτων θα πρέπει να ορίζονται ως οι πληροφορίες που, αφενός, ανταποκρίνονται στον γενικό ορισμό των προνομιακών πληροφοριών σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και, αφετέρου, απαιτείται η δημοσιοποίησή τους σύμφωνα με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο, κανόνες της αγοράς, συμβάσεις, ή συναλλακτικά ήθη της σχετικής αγοράς παραγώγων επί εμπορευμάτων ή άμεσης παράδοσης. Αξιοσημείωτα παραδείγματα τέτοιων κανόνων είναι ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 για την αγορά ενέργειας και η Κοινή βάση δεδομένων JODI για το πετρέλαιο. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για την απόφαση των συμμετεχόντων στην αγορά να συνάψουν συμβόλαια παραγώγων επί εμπορευμάτων ή τα συνδεόμενα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποτελούν προνομιακές πληροφορίες υποκείμενες σε υποχρέωση δημοσιοποίησης όταν είναι πιθανό να έχουν σημαντική επίδραση στην τιμή αυτών των παραγώγων ή των συνδεόμενων συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων.

Επιπλέον, οι στρατηγικές χειραγώγησης μπορεί να εκτείνονται σε διάφορες αγορές άμεσης παράδοσης και σε αγορές παραγώγων. Η διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των παράγωγων μέσων επί εμπορευμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χειραγώγηση σχετικών συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων και τα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χειραγώγηση συνδεομένων χρηματοπιστωτικών μέσων. Η απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς θα πρέπει να καλύπτει αυτές τις διασυνδέσεις. Ωστόσο δεν είναι σκόπιμη ούτε πρακτική η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε συμπεριφορές που δεν αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, παραδείγματος χάρη, σε συναλλαγές επί συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων που επηρεάζουν μόνο την αγορά άμεσης παράδοσης. Στην ειδική περίπτωση των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των ορισμών του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 όταν εφαρμόζουν τους ορισμούς της προνομιακής πληροφορίας, της κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας και της χειραγώγησης αγοράς του παρόντος κανονισμού σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής.

(21)

Σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλοι επισήμως καθορισμένοι φορείς είναι μεταξύ άλλων υπεύθυνοι για την τεχνική έκδοση δικαιωμάτων εκπομπής, τη δωρεάν κατανομή τους σε επιλέξιμους βιομηχανικούς τομείς και νεοεισερχόμενους, και γενικότερα την ανάπτυξη και εφαρμογή του πλαισίου κλιματικής πολιτικής της Ένωσης στο οποίο βασίζεται η χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής σε αγοραστές που υπόκεινται σε υποχρέωση συμμόρφωσης στο πλαίσιο του συστήματος της Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Κατά την άσκηση των καθηκόντων αυτών, οι εν λόγω δημόσιοι φορείς μπορούν να έχουν, μεταξύ άλλων, πρόσβαση σε μη δημοσιοποιούμενες πληροφορίες που επηρεάζουν τις τιμές, και, σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ, χρειάζεται ενδεχομένως να προβούν σε ορισμένες πράξεις στην αγορά σε σχέση με τα δικαιώματα εκπομπής. Συνεπεία της κατάταξης των δικαιωμάτων εκπομπής ως χρηματοπιστωτικών μέσων στο πλαίσιο της επανεξέτασης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), τα εν λόγω μέσα θα εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για να διαφυλαχθεί η δυνατότητα της Επιτροπής, των κρατών μελών και άλλων επισήμως καθορισμένων φορέων να αναπτύσσουν και να υλοποιούν την κλιματική πολιτική της Ένωσης, οι δραστηριότητες αυτών των δημόσιων φορέων, εφόσον αναλαμβάνονται προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και αποκλειστικώς κατά την άσκηση αυτής της πολιτικής και σε σχέση με τα δικαιώματα εκπομπής, θα πρέπει να εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να έχει αρνητικό αντίκτυπο επί της γενικής διαφανείας της αγοράς, καθώς αυτοί οι δημόσιοι φορείς έχουν καταστατικές υποχρεώσεις να λειτουργούν κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη δέουσα, δίκαιη και χωρίς διακρίσεις δημοσιοποίηση και πρόσβαση σε οιεσδήποτε νέες αποφάσεις, εξελίξεις και δεδομένα, που επηρεάζουν τις τιμές. Επιπλέον, η οδηγία 2003/87/ΕΚ και οι εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζονται δυνάμει αυτής προβλέπουν εγγυήσεις μιας δίκαιης και χωρίς διακρίσεις δημοσιοποίησης ειδικών πληροφοριών που επηρεάζουν τις τιμές και οι οποίες ευρίσκονται στην κατοχή των δημόσιων αρχών. Ταυτόχρονα, η απαλλαγή για τους δημόσιους φορείς που λειτουργούν εντός του πλαισίου της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου αυτοί οι δημόσιοι φορείς προβαίνουν σε δραστηριότητες ή συναλλαγές εκτός του πλαισίου άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης ή όταν τα πρόσωπα που εργάζονται για τους εν λόγω φορείς προβαίνουν σε δραστηριότητες ή συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 43 της ΣΛΕΕ και για την εφαρμογή διεθνών συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και άλλοι επισήμως καθορισμένοι φορείς έχουν μεταξύ άλλων την ευθύνη για την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης (ΚΓΠ) και της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ). Κατά την άσκηση αυτών των καθηκόντων, οι εν λόγω δημόσιοι φορείς αναλαμβάνουν δραστηριότητες και λαμβάνουν μέτρα με στόχο τη διαχείριση των γεωργικών αγορών και της αλιείας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων δημόσιας παρέμβασης και της επιβολής πρόσθετων ή της αναστολής εισαγωγικών δασμών. Υπό το πρίσμα του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο οποίος κατά ορισμένες διατάξεις του εφαρμόζεται επίσης στα συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων που επηρεάζουν ή είναι πιθανόν να επηρεάσουν χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και στα χρηματοπιστωτικά μέσα των οποίων η αξία εξαρτάται από την αξία συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων και τα οποία επηρεάζουν ή είναι πιθανόν να επηρεάσουν συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, καθίσταται αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η δραστηριότητα της Επιτροπής, των κρατών μελών και άλλων επισήμως καθορισμένων φορέων για την εφαρμογή της ΚΓΠ και της ΚΑΠ δεν θα υφίσταται περιορισμούς. Για να διατηρηθεί η ικανότητα της Επιτροπής, των κρατών μελών και άλλων επισήμως καθορισμένων φορέων να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν την ΚΓΠ και την ΚΑΠ, οι δραστηριότητές τους οι οποίες αναλαμβάνονται προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και μόνο στο πλαίσιο εφαρμογής αυτών των πολιτικών, θα πρέπει να εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να έχει αρνητικό αντίκτυπο επί της γενικής διαφάνειας της αγοράς, καθώς αυτοί οι δημόσιοι φορείς έχουν καταστατικές υποχρεώσεις να λειτουργούν κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη δέουσα, δίκαιη και χωρίς διακρίσεις δημοσιοποίηση και πρόσβαση σε οιεσδήποτε νέες αποφάσεις, εξελίξεις και δεδομένα, που επηρεάζουν τις τιμές. Ταυτόχρονα, η εξαίρεση για τους δημόσιους φορείς που λειτουργούν εντός του πλαισίου εφαρμογής της ΚΓΠ και της ΚΑΠ δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου αυτοί οι δημόσιοι φορείς προβαίνουν σε συμπεριφορές ή συναλλαγές εκτός του πλαισίου εφαρμογής της ΚΓΠ και της ΚΑΠ ή όταν τα πρόσωπα που εργάζονται για τους εν λόγω φορείς προβαίνουν σε συμπεριφορές ή συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

(23)

Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών συνίσταται στην άντληση αθέμιτου πλεονεκτήματος χάρη στις προνομιακές πληροφορίες εις βάρος τρίτων οι οποίοι δεν έχουν γνώση των πληροφοριών αυτών και, κατά συνέπεια, σε υπονόμευση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επομένως, η απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να ισχύει όταν ένας κάτοχος προνομιακών πληροφοριών προσπορίζεται αθέμιτο όφελος από το πλεονέκτημα που παρέχουν οι πληροφορίες αυτές και προβαίνει σε συναλλαγές στην αγορά βάσει των πληροφοριών αυτών, αποκτώντας ή διαθέτοντας, επιχειρώντας να αποκτήσει ή να διαθέσει, ακυρώνοντας ή τροποποιώντας, ή επιχειρώντας να ακυρώσει ή να τροποποιήσει μια εντολή απόκτησης ή διάθεσης, για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία σχετίζονται οι εν λόγω πληροφορίες. Η χρήση προνομιακών πληροφοριών μπορεί επίσης να συνίσταται σε συναλλαγές επί δικαιωμάτων εκπομπής και συναφή παράγωγα και σε συμμετοχή σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων συναφών εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων οι οποίοι διεξάγονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής (8).

(24)

Όταν ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο που είναι κάτοχος προνομιακών πληροφοριών αποκτά ή διαθέτει, ή επιχειρεί να αποκτήσει ή διαθέσει, για δικό του λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα με τα οποία σχετίζονται οι εν λόγω πληροφορίες, θα πρέπει να θεωρείται ότι χρησιμοποίησε αυτές τις πληροφορίες. Το τεκμήριο αυτό νοείται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης. Το ζήτημα κατά πόσον ένα πρόσωπο έχει παραβιάσει την απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών, ή έχει επιχειρήσει να καταχραστεί προνομιακές πληροφορίες, θα πρέπει να αναλύεται υπό το πρίσμα του σκοπού του παρόντος κανονισμού, που είναι η προστασία της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, κάτι που, με τη σειρά του, βασίζεται στη διαβεβαίωση ότι οι επενδυτές έχουν ισότιμη μεταχείριση και προστατεύονται από την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.

(25)

Οι εντολές που εισάγονται πριν ένα πρόσωπο γίνει κάτοχος προνομιακών πληροφοριών δεν θα πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Ωστόσο, όταν το πρόσωπο έχει γίνει κάτοχος προνομιακών πληροφοριών, κάθε σχετιζόμενη με τις πληροφορίες αυτές υστερόχρονη μεταβολή των εντολών που εισήχθησαν πριν το πρόσωπο γίνει κάτοχος των πληροφοριών αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης ή τροποποίησής τους, ή της απόπειρας ακύρωσης ή τροποποίησης, θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι συνιστά κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Το τεκμήριο αυτό είναι ωστόσο μαχητό και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να το αντικρούσει αν αποδείξει ότι δεν χρησιμοποίησε τις προνομιακές πληροφορίες κατά τη διενέργεια της συναλλαγής.

(26)

Η χρήση προνομιακών πληροφοριών μπορεί να συνίσταται στην απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικού μέσου, ή εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος που βασίζεται σε δικαιώματα εκπομπής, ή στην ακύρωση ή τροποποίηση μιας εντολής, ή σε απόπειρα αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού προϊόντος ή ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες είναι προνομιακές. Εν προκειμένω, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν τι γνωρίζει ή τι όφειλε να γνωρίζει ο μέσος και συνετός άνθρωπος στις συγκεκριμένες περιστάσεις.

(27)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό προς τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να προστατεύονται τα συμφέροντα των κατόχων κινητών αξιών οι οποίες παρέχουν δικαιώματα ψήφου εντός μιας εταιρείας (ή οι οποίες μπορούν να παρέχουν τέτοια δικαιώματα συνεπεία άσκησης δικαιώματος προαίρεσης ή μετατροπής), όταν οι κινητές αξίες της εταιρείας αποτελούν αντικείμενο δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών ή οποιασδήποτε άλλης πρότασης που συνεπάγεται αλλαγή του ελέγχου της. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό προς τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που έχουν εγκριθεί σε σχέση με τις δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, πράξεις συγχώνευσης και άλλες πράξεις σχετιζόμενες με την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιρειών, που ρυθμίζονται από τις εποπτικές αρχές τις οποίες έχουν ορίσει τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(28)

Έρευνες και εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται σε δεδομένα που έχουν δημοσιοποιηθεί δεν θα πρέπει αφ εαυτών να θεωρούνται ως προνομιακές πληροφορίες και, ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι μια συναλλαγή διενεργείται βάσει ερευνών ή εκτιμήσεων δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Ωστόσο, όταν π.χ. η δημοσιοποίηση ή διανομή των πληροφοριών αποτελεί πάγια προσδοκία της αγοράς και όταν τέτοια δημοσιοποίηση ή διανομή συμβάλλει στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων, ή όταν οι πληροφορίες περιέχουν εκτιμήσεις αναγνωρισμένου σχολιαστή της αγοράς ή φορέα, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις τιμές των σχετικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων, οι πληροφορίες ενδέχεται να συνιστούν προνομιακές πληροφορίες. Οι συμμετέχοντες στην αγορά πρέπει συνεπώς να εξετάζουν τον βαθμό στον οποίο οι πληροφορίες δεν είναι δημόσιες και την ενδεχόμενη επίδραση στα χρηματοπιστωτικά μέσα εάν διενεργήσουν συναλλαγές βάσει αυτών πριν από τη δημοσίευση ή διανομή τους, ώστε να συναγάγουν εάν θα διενεργούσαν συναλλαγές βάσει προνομιακών πληροφοριών.

(29)

Για να αποφευχθεί η αθέλητη απαγόρευση θεμιτών μορφών χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, ειδικότερα όταν δεν κατατείνουν σε κατάχρηση της αγοράς, είναι απαραίτητο να αναγνωριστούν ορισμένες σύννομες συμπεριφορές. Αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει την αναγνώριση του ρόλου των ειδικών διαπραγματευτών όταν ενεργούν υπό τη θεμιτή ιδιότητα του παρόχου ρευστότητας στην αγορά.

(30)

Το γεγονός και μόνον ότι ειδικοί διαπραγματευτές ή πρόσωπα αδειοδοτημένα να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι περιορίζονται στην άσκηση της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που συνίσταται στην αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι πρόσωπα αδειοδοτημένα να εκτελούν εντολές εξ ονόματος τρίτων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες περιορίζονται στην ευσυνείδητη εκτέλεση της ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στοιχειοθετεί κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών. Εντούτοις, η προστασία βάσει του παρόντος κανονισμού στους ειδικούς διαπραγματευτές, σε φορείς αδειοδοτημένους να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι ή σε πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην εκτέλεση εντολών για λογαριασμό τρίτων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, δεν επεκτείνεται σε δραστηριότητες οι οποίες σαφώς απαγορεύονται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης για παράδειγμα της πρακτικής που είναι κοινώς γνωστή ως «front-running» («προήγηση»). Όταν τα νομικά πρόσωπα έχουν λάβει κάθε εύλογο μέτρο για την αποφυγή κατάχρησης της αγοράς αλλά παρά ταύτα κάποιος υπάλληλός τους διαπράττει κατάχρηση για λογαριασμό των νομικών προσώπων αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται κατάχρηση της αγοράς τελεσθείσα από το νομικό πρόσωπο. Άλλο παράδειγμα που δεν θα πρέπει να θεωρείται κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών είναι οι συναλλαγές που διενεργούνται προς εκπλήρωση μιας προηγουμένως αναληφθείσας υποχρέωσης που έχει καταστεί απαιτητή. Το γεγονός και μόνον της πρόσβασης σε προνομιακές πληροφορίες που αφορούν μια άλλη εταιρεία και η χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών με σκοπό την απόκτηση του ελέγχου της συγκεκριμένης εταιρείας ή την υποβολή πρότασης συγχώνευσης με αυτήν, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι στοιχειοθετεί κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών.

(31)

Δεδομένου ότι η απόκτηση ή η διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων σημαίνει ότι οπωσδήποτε έχει ληφθεί προηγουμένως απόφαση για απόκτηση ή διάθεση εκ μέρους του προσώπου που προβαίνει στις ενέργειες αυτές, το γεγονός και μόνον της απόκτησης ή διάθεσης δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά χρήση προνομιακών πληροφοριών. Οι ενέργειες βάσει των σχεδίων και συναλλακτικών στρατηγικών του ίδιου του συμμετέχοντος στην αγορά δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστούν χρήση προνομιακών πληροφοριών. Εντούτοις, κανένα από τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα αυτά δεν θα πρέπει να προστατεύεται δυνάμει των επαγγελματικών του καθηκόντων· θα πρέπει να προστατεύεται μόνο εάν ενεργεί με κατάλληλο και ενδεδειγμένο τρόπο, ανταποκρινόμενο στα πρότυπα που απαιτούνται από το επάγγελμά του και από τον παρόντα κανονισμό, δηλαδή την ακεραιότητα της αγοράς και την προστασία των επενδυτών. Ωστόσο, μπορεί και πάλι να θεωρηθεί ότι διεπράχθη παράβαση εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπήρχε παράνομη σκοπιμότητα πίσω από αυτές τις συναλλαγές ή εντολές ή συμπεριφορά, ή ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο χρησιμοποίησε προνομιακές πληροφορίες.

(32)

Οι βολιδοσκοπήσεις της αγοράς είναι επαφές μεταξύ ενός πωλητή χρηματοπιστωτικών μέσων και ενός ή περισσότερων δυνητικών επενδυτών, πριν από την ανακοίνωση μιας συναλλαγής, για να διαπιστωθεί το ενδιαφέρον των δυνητικών επενδυτών για μια ενδεχόμενη συναλλαγή καθώς και η τιμολόγησή της, το μέγεθός της και η διάρθρωσή της. Οι βολιδοσκοπήσεις της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνουν μια αρχική ή δευτερογενή προσφορά συναφών τίτλων και διακρίνονται από τη συνήθη συναλλακτική δραστηριότητα. Αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για την ανίχνευση της γνώμης των δυνητικών επενδυτών, για την ενίσχυση του διαλόγου των μετόχων και για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη εκτέλεση των συναλλαγών και ότι οι απόψεις των εκδοτών, των υπαρχόντων μετόχων και των δυνητικών νέων επενδυτών συγκλίνουν. Ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμες όταν οι αγορές δεν έχουν εμπιστοσύνη, όταν δεν διαθέτουν ένα σχετικό σημείο αναφοράς ή όταν είναι ευμετάβλητες. Επομένως, η δυνατότητα διενέργειας βολιδοσκοπήσεων της αγοράς είναι σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, και οι βολιδοσκοπήσεις αυτές δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι, αφ’ εαυτών, συνιστούν κατάχρηση της αγοράς.

(33)

Παραδείγματα βολιδοσκόπησης της αγοράς περιλαμβάνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η επιχείρηση που εμπλέκεται στην πώληση έχει κάνει συζητήσεις με έναν εκδότη για μια ενδεχόμενη συναλλαγή και αποφασίζει να ανιχνεύσει το ενδεχόμενο ενδιαφέρον επενδυτών, για να προσδιορίσει τους όρους της συναλλαγής· όταν ένας εκδότης προτίθεται να αναγγείλει μια έκδοση χρεωστικών τίτλων ή μια προσφορά μετοχών και μια επιχείρηση που εμπλέκεται στην πώληση έρχεται σε επαφή με βασικούς επενδυτές και τους γνωστοποιεί όλους τους όρους της συμφωνίας, για να επιτύχει χρηματοοικονομική δέσμευση συμμετοχής στη συναλλαγή· ή όταν η επιχείρηση που εμπλέκεται στην πώληση σκοπεύει να διαθέσει μεγάλη ποσότητα κινητών αξιών για λογαριασμό ενός επενδυτή και επιδιώκει να εκτιμήσει το ενδεχόμενο ενδιαφέρον άλλων δυνητικών επενδυτών για τις αξίες αυτές.

(34)

Η πραγματοποίηση βολιδοσκοπήσεων της αγοράς μπορεί να απαιτεί την αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών σε δυνητικούς επενδυτές. Δυνατότητα αποκόμισης οικονομικού οφέλους από διενέργεια συναλλαγών βάσει προνομιακών πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν στο πλαίσιο βολιδοσκόπησης της αγοράς θα υπάρχει κατά κανόνα μόνο εάν υπάρχει αγορά για το χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο της βολιδοσκόπησης της αγοράς ή για σχετιζόμενο χρηματοπιστωτικό μέσο. Δεδομένου του χρονικού σημείου στο οποίο γίνονται οι συζητήσεις αυτές, είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν προνομιακές πληροφορίες στον δυνητικό επενδυτή κατά τη διάρκεια μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς μετά την εισαγωγή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τη διαπραγμάτευση του σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ. Πριν δρομολογήσει μια βολιδοσκόπηση της αγοράς, ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες θα πρέπει να αξιολογεί κατά πόσον αυτή η βολιδοσκόπηση συνεπάγεται αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών.

(35)

Η αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να θεωρείται θεμιτή όταν οι πληροφορίες αποκαλύπτονται στη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου. Όταν μια βολιδοσκόπηση της αγοράς συνεπάγεται την αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών, ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει θα θεωρείται ότι ενεργεί στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του εάν, τη στιγμή κατά την οποία συντελείται η αποκάλυψη, ενημερώνει, και λαμβάνει τη συγκατάθεση του προσώπου προς το οποίο γίνεται η αποκάλυψη, ότι ενδέχεται να του δοθούν προνομιακές πληροφορίες· ότι απαγορεύεται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, να πραγματοποιήσει συναλλαγές ή να ενεργήσει βάσει των πληροφοριών αυτών· ότι χρειάζεται να ληφθούν εύλογα μέτρα για να προστατευθεί η διατήρηση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών· και ότι οφείλει να ενημερώσει τον συμμετέχοντα στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει για την ταυτότητα όλων των φυσικών και νομικών προσώπων στα οποία πρόκειται να γνωστοποιηθούν οι πληροφορίες στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας απάντησης στη βολιδοσκόπηση της αγοράς. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει θα πρέπει επίσης να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις, οι οποίες θα καθοριστούν λεπτομερώς σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, σχετικά με την τήρηση εγγραφών για τις αποκαλυπτόμενες πληροφορίες. Οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι δεν συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού κατά την πραγματοποίηση βολιδοσκοπήσεων της αγοράς δεν θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι έχουν προβεί σε παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών, αλλά δεν θα πρέπει να μπορούν να επωφεληθούν από την εξαίρεση που παρέχεται σε όσους έχουν συμμορφωθεί προς τις διατάξεις αυτές. Το ζήτημα κατά πόσον έχουν παραβιάσει την απαγόρευση της παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να αναλύεται υπό το πρίσμα όλων των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, και όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι αποκαλύπτουν θα πρέπει να υποχρεούνται να καταχωρίζουν γραπτώς, πριν από την έναρξη της βολιδοσκόπησης της αγοράς, την εκτίμησή τους για το αν η συγκεκριμένη βολιδοσκόπηση της αγοράς συνεπάγεται την αποκάλυψη προνομιακών πληροφοριών.

(36)

Από την πλευρά τους, οι δυνητικοί επενδυτές οι οποίοι υπόκεινται σε μια βολιδοσκόπηση της αγοράς θα πρέπει να εξετάζουν κατά πόσον οι πληροφορίες που τους αποκαλύπτονται ισοδυναμούν με προνομιακές πληροφορίες οι οποίες θα απέκλειαν τη δυνατότητά τους να διενεργήσουν συναλλαγές βάσει αυτών ή να αποκαλύψουν περαιτέρω τις εν λόγω πληροφορίες. Οι δυνητικοί επενδυτές δεν παύουν να υπόκεινται στους κανόνες για την κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας και την παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών, όπως ορίζει ο παρών κανονισμός. Προκειμένου να βοηθούνται οι δυνητικοί επενδυτές στις εκτιμήσεις τους και στα μέτρα που θα πρέπει να λαμβάνουν για να μην υποπέσουν σε παράβαση του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές.

(37)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 προβλέπει δύο παράλληλα συστήματα κατάχρησης της αγοράς που εφαρμόζονται στους πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής. Ωστόσο, συνεπεία του χαρακτηρισμού των δικαιωμάτων εκπομπής ως χρηματοπιστωτικών μέσων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αποτελέσει ένα ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τα μέτρα περί κατάχρησης της αγοράς που εφαρμόζονται σε όλη την έκταση της πρωτογενούς και της δευτερογενούς αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές και συναλλαγές, περιλαμβανομένων των προσφορών, οι οποίες είναι συναφείς με δημοπρατήσεις σε χώρο πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά, περιλαμβανομένων των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, ο οποίος έχει αδειοδοτηθεί ως ρυθμιζόμενη αγορά.

(38)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει μέτρα που αφορούν τη χειραγώγηση της αγοράς, τα οποία να μπορούν να προσαρμοστούν σε νέες μορφές διαπραγμάτευσης ή σε νέες στρατηγικές που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση. Για να αντικατοπτρίζεται το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση σε χρηματοπιστωτικά μέσα είναι ολοένα και πιο αυτοματοποιημένη, ενδείκνυται ο ορισμός της χειραγώγησης της αγοράς να παρέχει παραδείγματα συγκεκριμένων καταχρηστικών στρατηγικών που ενδέχεται να διεξαχθούν μέσω οιωνδήποτε διαθέσιμων μεθόδων συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των αλγοριθμικών συναλλαγών και των συναλλαγών υψηλής συχνότητας. Τα παραδείγματα που δίδονται δεν πρέπει να θεωρηθούν εξαντλητικά, ούτε έχουν σκοπό να υποδηλώσουν ότι οι ίδιες στρατηγικές, διεξαγόμενες με διαφορετικούς τρόπους, δεν θα μπορούσαν να είναι εξίσου καταχρηστικές.

(39)

Η απαγόρευση κατάχρησης της αγοράς θα πρέπει να καλύπτει και τα πρόσωπα τα οποία συνεργάζονται για τη διάπραξη κατάχρησης της αγοράς. Παραδείγματα είναι, μεταξύ άλλων, οι χρηματομεσίτες που επινοούν και συνιστούν μια συναλλακτική στρατηγική που αποσκοπεί σε κατάχρηση της αγοράς, τα πρόσωπα που ενθαρρύνουν έναν κάτοχο προνομιακών πληροφοριών να προβεί σε παράνομη ανακοίνωση των πληροφοριών αυτών, και τα πρόσωπα που αναπτύσσουν λογισμικό σε συνεργασία με έναν συναλλασσόμενο για να διευκολυνθεί η κατάχρηση της αγοράς.

(40)

Για να εξασφαλιστεί ότι αποδίδεται ευθύνη τόσο στο νομικό πρόσωπο όσο και σε οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του νομικού προσώπου, είναι αναγκαίο να αναγνωριστούν οι διάφοροι εθνικοί νομικοί μηχανισμοί των κρατών μελών. Οι εν λόγω μηχανισμοί θα πρέπει να σχετίζονται άμεσα με τις μεθόδους απόδοσης ευθύνης στο εθνικό δίκαιο.

(41)

Για να συμπληρωθεί η απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει την απαγόρευση της απόπειρας χειραγώγησης της αγοράς. Θα πρέπει να υπάρχει διάκριση μεταξύ της απόπειρας χειραγώγησης της αγοράς και της συμπεριφοράς που είναι πιθανό να καταλήξει σε χειραγώγηση της αγοράς, καθώς αμφότερες αυτές οι δραστηριότητες απαγορεύονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Μια τέτοια απόπειρα μπορεί να περιλαμβάνει καταστάσεις όπου η δραστηριότητα αρχίζει αλλά δεν ολοκληρώνεται, για παράδειγμα λόγω τεχνολογικής αστοχίας ή επειδή μια εντολή συναλλαγής δεν εκτελείται. Η απαγόρευση των αποπειρών χειραγώγησης της αγοράς είναι αναγκαία ώστε να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν κυρώσεις για τις εν λόγω απόπειρες.

(42)

Με την επιφύλαξη του σκοπού του παρόντος κανονισμού και των άμεσα εφαρμοστέων διατάξεών του, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε συναλλαγές ή δίνει εντολές για την πραγματοποίηση συναλλαγών οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς ενδέχεται να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι λόγοι διενέργειας των εν λόγω συναλλαγών ή τοποθέτηση των εντολών ήταν νόμιμοι και ότι οι συναλλαγές και εντολές συνάδουν προς αποδεκτή πρακτική της συγκεκριμένης αγοράς. Μία αποδεκτή πρακτική της αγοράς μπορεί να καθιερωθεί μόνο από την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της κατάχρησης της αγοράς στη συγκεκριμένη αγορά. Πρακτική που κρίνεται αποδεκτή σε συγκεκριμένη αγορά δεν μπορεί να θεωρείται εφαρμοστέα σε άλλες αγορές, εκτός εάν η εν λόγω πρακτική έχει γίνει επισήμως αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές των άλλων αγορών. Ωστόσο, μπορεί και πάλι να θεωρηθεί ότι διεπράχθη παράβαση εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπήρχε παράνομος λόγος για την εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή την τοποθέτηση των εντολών.

(43)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να διευκρινίζει ότι η χειραγώγηση της αγοράς ή η απόπειρα χειραγώγησης της αγοράς σε χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να λάβει τη μορφή της χρήσης συνδεόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως είναι τα παράγωγα μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλο τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

(44)

Πολλά χρηματοπιστωτικά μέσα αποτιμώνται με βάση δείκτες αναφοράς. Η πραγματική ή επιχειρούμενη χειραγώγηση δεικτών αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των διατραπεζικών επιτοκίων δανεισμού, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη της αγοράς και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες για τους επενδυτές ή να στρεβλώσει την πραγματική οικονομία. Συνεπώς, επιβάλλεται να θεσπισθούν ειδικές διατάξεις για τους δείκτες αναφοράς, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των αγορών και να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές θα είναι σε θέση να επιβάλουν τη σαφή απαγόρευση της χειραγώγησης των δεικτών αναφοράς. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να καλύπτουν όλους τους δημοσιευόμενους δείκτες αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι προσβάσιμοι μέσω διαδικτύου, είτε δωρεάν είτε όχι, όπως οι δείκτες αναφοράς των CDS και οι δείκτες δεικτών. Είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί η γενική απαγόρευση της χειραγώγησης της αγοράς με την απαγόρευση της χειραγώγησης των ίδιων των δεικτών αναφοράς και της τυχόν διαβίβασης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, της παροχής ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων, ή οποιασδήποτε άλλης συμπεριφοράς που συνεπάγεται τη χειραγώγηση του υπολογισμού εντός δείκτη αναφοράς, σύμφωνα με έναν ευρύ ορισμό του υπολογισμού ώστε να περιλαμβάνονται η λήψη και αξιολόγηση όλων των δεδομένων που σχετίζονται με τον υπολογισμό του εν λόγω δείκτη αναφοράς, και ειδικότερα τα επεξεργασμένα δεδομένα και η μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς, ανεξαρτήτως αν αυτή διαμορφώνεται εν όλω ή εν μέρει επί τη βάσει αλγορίθμων ή εκτιμήσεων. Οι εν λόγω κανόνες είναι επιπλέον των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 που απαγορεύει τη σκόπιμη παροχή ψευδών πληροφοριών σε επιχειρήσεις που εκπονούν αξιολογήσεις τιμών ή εκθέσεις για τις αγορές ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των συμμετεχόντων στην αγορά που ενεργούν βάσει των εν λόγω αξιολογήσεων τιμών ή εκθέσεων για τις αγορές.

(45)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες αγοράς μεταξύ των τόπων και των μηχανισμών διαπραγμάτευσης που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, κάθε πρόσωπο που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ θα πρέπει να υποχρεούται να θεσπίζει και να διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες με στόχο την πρόληψη και τον εντοπισμό πρακτικών χειραγώγησης της αγοράς και καταχρηστικών πρακτικών.

(46)

Η χειραγώγηση ή η απόπειρα χειραγώγησης χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να συνίσταται και στην τοποθέτηση εντολών που μπορεί να μην εκτελεστούν. Επιπλέον, ένα χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να υποστεί χειραγώγηση μέσω συμπεριφορών που λαμβάνουν χώρα εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση ή εκτέλεση συναλλαγών υποχρεούνται να θεσπίζουν και να διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες εντοπισμού και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουν ύποπτες εντολές και συναλλαγές που διενεργούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης.

(47)

Η χειραγώγηση ή η απόπειρα χειραγώγησης χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί επίσης να συνίσταται στη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να συνίσταται στην επινόηση εντελώς ψευδών πληροφοριών, αλλά επίσης και στην εκ προθέσεως παράλειψη σημαντικών γεγονότων, καθώς και στην εν γνώσει ανακριβή αναφορά πληροφοριών. Αυτή η μορφή χειραγώγησης της αγοράς είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τους επενδυτές, καθώς εξαιτίας της βασίζουν τις επενδυτικές αποφάσεις τους σε λανθασμένες ή διαστρεβλωμένες πληροφορίες. Επίσης, είναι επιζήμια για τους εκδότες γιατί μειώνει την εμπιστοσύνη στις διαθέσιμες πληροφορίες που τους αφορούν. Η έλλειψη εμπιστοσύνης της αγοράς μπορεί με τη σειρά της να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα ενός εκδότη να εκδίδει νέα χρηματοπιστωτικά μέσα ή να εξασφαλίζει πιστώσεις από άλλους συμμετέχοντες στην αγορά για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του. Οι πληροφορίες διαδίδονται πολύ γρήγορα στην αγορά. Σαν αποτέλεσμα, η ζημία για τους επενδυτές και τους εκδότες μπορεί να διαρκέσει για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να διαπιστωθεί ότι οι πληροφορίες είναι ψευδείς ή παραπλανητικές και μπορούν να διορθωθούν από τον εκδότη ή από τα πρόσωπα που ευθύνονται για τη διάδοσή τους. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων φημών και ψευδών ή παραπλανητικών ειδήσεων, να θεωρείται παράβαση του παρόντος κανονισμού. Ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να μην επιτρέπεται στα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές να εκφράζουν ελεύθερα πληροφορίες αντίθετες με την προσωπική τους γνώμη ή την κρίση τους, για τις οποίες γνωρίζουν ή θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι ψευδείς ή παραπλανητικές, εις βάρος επενδυτών και εκδοτών.

(48)

Δεδομένης της αυξημένης χρήσης ιστοτόπων, ιστολογίων (blogs) και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είναι σημαντικό να καταστεί σαφές ότι η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών μέσω του διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένων ιστοτόπων κοινωνικής δικτύωσης ή ανώνυμων ιστολογίων, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνη που διαπράττεται μέσω περισσότερο παραδοσιακών διαύλων επικοινωνίας.

(49)

Η δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών από έναν εκδότη είναι απαραίτητη για να αποτραπεί η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών και για να διασφαλιστεί ότι δεν θα παραπλανούνται οι επενδυτές. Συνεπώς, οι εκδότες θα πρέπει να υποχρεούνται να ενημερώνουν όσο το δυνατόν συντομότερα το κοινό σχετικά με προνομιακές πληροφορίες. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή ενδέχεται, υπό ειδικές περιστάσεις, να βλάψει τα νόμιμα συμφέροντα του εκδότη. Σε τέτοιες περιστάσεις, η καθυστέρηση της δημοσιοποίησης θα πρέπει να επιτρέπεται εάν μια αναβολή δεν θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό και ο εκδότης είναι σε θέση να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών. Ο εκδότης υπόκειται στην υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών μόνο εάν έχει αιτηθεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση ή έχει εγκριθεί η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου.

(50)

Για τους σκοπούς της εφαρμογής των απαιτήσεων που διέπουν τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών και την αναβολή της δημοσιοποίησης αυτής, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, τα νόμιμα συμφέροντα μπορεί ειδικότερα να σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τις ακόλουθες περιστάσεις: α) υπό εξέλιξη διαπραγματεύσεις, ή συναφείς ενέργειες, όπου η έκβαση ή η συνήθης πορεία των διαπραγματεύσεων θα ήταν πιθανό να επηρεαστεί από τη δημοσιοποίηση. Ειδικότερα, σε περίπτωση όπου η οικονομική βιωσιμότητα του εκδότη βρίσκεται σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο χωρίς να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του πτωχευτικού δικαίου, η δημοσιοποίηση πληροφοριών μπορεί να αναβληθεί για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα εάν τέτοια δημοσιοποίηση θα συνιστούσε σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα των υπαρχόντων και δυνητικών μετόχων, υπονομεύοντας την περάτωση συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων που αποσκοπούν σε μακροπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη του εκδότη· β) αποφάσεις που λαμβάνονται ή συμβάσεις που συνάπτονται από το διευθυντικό όργανο ενός εκδότη και χρειάζονται την έγκριση ενός άλλου οργάνου του εκδότη για να τεθούν σε ισχύ, εάν η οργάνωση του εκδότη απαιτεί διαχωρισμό μεταξύ αυτών των οργάνων, υπό την προϋπόθεση ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών πριν από την έγκριση αυτή, σε συνδυασμό με ταυτόχρονη γνωστοποίηση ότι η έγκριση εξακολουθεί να εκκρεμεί, θα έθετε σε κίνδυνο την ενδεικνυόμενη αξιολόγηση των πληροφοριών από το κοινό.

(51)

Επιπλέον, η απαίτηση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών θα πρέπει να καταλαμβάνει τους συμμετέχοντες στην αγορά εκπομπών άνθρακα. Για να αποφευχθεί η έκθεση της αγοράς σε αναφορές που δεν είναι χρήσιμες, καθώς και να διατηρηθεί η σχέση κόστους-αποδοτικότητας του προβλεπόμενου μέτρου, φαίνεται αναγκαίος ο περιορισμός του κανονιστικού αντικτύπου της εν λόγω απαιτήσεως μόνο σε εκείνους τους διαχειριστές του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ οι οποίοι, λόγω του μεγέθους και των δραστηριοτήτων τους, αναμένεται ευλόγως να έχουν σημαντική επίδραση στην τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και στη συμμετοχή σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010. Η Επιτροπή, μέσω πράξης κατ’ εξουσιοδότηση, θα πρέπει να θεσπίζει μέτρα που καθορίζουν ένα ελάχιστο όριο για τους σκοπούς της εφαρμογής της απαλλαγής αυτής. Οι προς δημοσιοποίηση πληροφορίες θα πρέπει να αφορούν τις πραγματικές πράξεις της δημοσιοποιούσας πλευράς και όχι τα σχέδια ή τις στρατηγικές της για διενέργεια συναλλαγών επί δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Εάν οι συμμετέχοντες στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής συμμορφώνονται ήδη με αντίστοιχα καθήκοντα δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών, ιδιαίτερα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011, η υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τα δικαιώματα εκπομπής δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αναπαραγωγή των υποχρεωτικών δημοσιοποιήσεων με το ίδιο ουσιαστικά περιεχόμενο. Στην περίπτωση των οντοτήτων που συμμετέχουν σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής με συνολικές εκπομπές ή ονομαστική θερμική ισχύ στο καθορισμένο όριο ή κάτω από αυτό, δεδομένου ότι οι πληροφορίες για τις υλικές τους ενέργειες δεν θεωρούνται σημαντικές για τους σκοπούς της δημοσιοποίησης, θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι δεν έχουν σημαντική επίδραση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συνδεόμενων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων. Οι εν λόγω οντότητες που συμμετέχουν στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής θα πρέπει ωστόσο να καλύπτονται από την απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών σε σχέση με οποιεσδήποτε πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση και οι οποίες είναι προνομιακές.

(52)

Για να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον, να διαφυλάσσεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, για παράδειγμα, να αποφεύγεται το ενδεχόμενο κρίσεις ρευστότητας σε χρηματοδοτικά ιδρύματα να μετατρέπονται σε κρίσεις φερεγγυότητας λόγω αιφνίδιας ανάληψης χρημάτων, ενδεχομένως ενδείκνυται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, η καθυστέρηση της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών για πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα. Ειδικότερα, αυτό μπορεί να ισχύσει για πληροφορίες σχετιζόμενες με προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, εάν χρειάζεται δανειοδότηση από κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης παροχής ρευστότητας, και η δημοσιοποίηση των πληροφοριών θα είχε συστημικό αντίκτυπο. Η καθυστέρηση αυτή θα πρέπει να προϋποθέτει ότι ο εκδότης έχει τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής και ότι είναι σαφές πως το ευρύτερο δημόσιο και οικονομικό συμφέρον για αναβολή της δημοσιοποίησης υπεραντισταθμίζει το συμφέρον της αγοράς να λάβει τις πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση αναβάλλεται.

(53)

Όσον αφορά τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, ιδίως σε περίπτωση που λαμβάνουν δανειοδότηση από κεντρική τράπεζα, συμπεριλαμβανομένης της έκτακτης παροχής ρευστότητας, η αξιολόγηση σχετικά με το κατά πόσον οι πληροφορίες είναι συστημικής σημασίας και κατά πόσον η αναβολή της δημοσιοποίησης είναι προς το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να γίνεται από την αρμόδια αρχή, ύστερα από την ενδεικνυόμενη διαβούλευση με την εθνική κεντρική τράπεζα, την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας ή οποιαδήποτε άλλη σχετική εθνική αρχή.

(54)

Η χρησιμοποίηση ή η απόπειρα χρησιμοποίησης προνομιακών πληροφοριών σε διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου θα πρέπει να απαγορεύονται ρητά. Η χρησιμοποίηση προνομιακών πληροφοριών μπορεί επίσης να συνίσταται σε συναλλαγές επί δικαιωμάτων εκπομπής και συναφών παραγώγων και σε συμμετοχή σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων συναφών εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων, οι οποίοι διεξάγονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, από πρόσωπα που γνωρίζουν, ή όφειλαν να γνωρίζουν, ότι οι πληροφορίες που κατέχουν είναι προνομιακές πληροφορίες. Πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια και τις στρατηγικές συναλλαγών του ίδιου του συμμετέχοντος στην αγορά δεν θα πρέπει να θεωρούνται προνομιακές, αν και οι πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια και τις στρατηγικές συναλλαγών ενός τρίτου ενδέχεται να αποτελούν προνομιακές πληροφορίες.

(55)

Η απαίτηση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών μπορεί να αποτελεί μεγάλη επιβάρυνση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, λόγω του κόστους παρακολούθησης των πληροφοριών που κατέχουν και χρήσης νομικών συμβουλών σχετικά με το αν και πότε πρέπει να δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες. Ωστόσο, η άμεση δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των επενδυτών σε αυτούς τους εκδότες. Κατά συνέπεια, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθούν τους εκδότες να τηρούν την υποχρέωση δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η προστασία των επενδυτών.

(56)

Οι κατάλογοι των προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τις ρυθμιστικές αρχές όταν ερευνούν πιθανή κατάχρηση της αγοράς, αλλά οι εθνικές διαφορές όσον αφορά τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω καταλόγους επιβάλλουν περιττό διοικητικό φόρτο στους εκδότες. Συνεπώς, τα πεδία των δεδομένων που απαιτούνται για τους καταλόγους προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες θα πρέπει να είναι ομοιόμορφα ώστε να μειωθεί το σχετικό κόστος. Είναι σημαντικό τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω καταλόγους να ενημερώνονται για το γεγονός αυτό και για τις συνέπειές του δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Η απαίτηση διατήρησης και συνεχούς επικαιροποίησης των καταλόγων των προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες συνεπάγεται διοικητικό φόρτο, ιδιαίτερα για τους εκδότες σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ. Καθώς οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν αποτελεσματική εποπτεία της κατάχρησης της αγοράς χωρίς να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή τους σχετικούς καταλόγους για αυτούς τους εκδότες, οι εκδότες αυτοί θα πρέπει να εξαιρούνται από αυτή την υποχρέωση για να περιοριστεί το διοικητικό κόστος που επιβάλλεται με τον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, οι εκδότες αυτοί θα πρέπει να διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή, όποτε το ζητήσει, κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες.

(57)

Η κατάρτιση, από τους εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους, ενός καταλόγου με τα πρόσωπα που εργάζονται για αυτούς, με σύμβαση εργασίας, παροχής υπηρεσιών ή άλλη σχέση, και έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες σχετιζόμενες άμεσα ή έμμεσα με τον εκδότη αποτελεί ένα πολύτιμο μέτρο για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς. Οι κατάλογοι αυτοί μπορούν να χρησιμεύσουν στους εκδότες ή στα πρόσωπα αυτά για να ελέγξουν τη ροή προνομιακών πληροφοριών και, κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορούν να συμβάλουν στη διαχείριση των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας. Επιπλέον, οι κατάλογοι αυτοί μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές, για να προσδιορίζουν κάθε πρόσωπο που έχει πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες και την ημερομηνία κατά την οποία απέκτησε την πρόσβαση αυτή. Η πρόσβαση προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό σε προνομιακές πληροφορίες σχετιζόμενες, άμεσα ή έμμεσα, με τον εκδότη τελεί υπό την επιφύλαξη των εκ του παρόντος κανονισμού απαγορεύσεων.

(58)

Η αύξηση της διαφάνειας των συναλλαγών που διεξάγονται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε επίπεδο εκδότη και, εάν συντρέχει περίπτωση, από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά, συνιστά προληπτικό μέτρο κατά της κατάχρησης της αγοράς, και ιδίως κατά κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών. Η δημοσίευση των εν λόγω συναλλαγών τουλάχιστον σε μεμονωμένη βάση μπορεί επίσης να αποτελέσει πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τους επενδυτές. Κρίνεται αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση δημοσίευσης των συναλλαγών των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα περιλαμβάνει επίσης την ενεχυρίαση ή τη δανειοδότηση χρηματοπιστωτικών μέσων, δεδομένου ότι η ενεχυρίαση μετοχών μπορεί να έχει σημαντική και δυνητικά αποσταθεροποιητική επίπτωση στην εταιρεία σε περίπτωση αιφνίδιας, απρόβλεπτης πώλησης. Χωρίς τη δημοσιοποίηση, η αγορά δεν θα γνώριζε ότι υπήρχε, για παράδειγμα, αυξημένη πιθανότητα για σημαντική μελλοντική μεταβολή στη μετοχική ιδιοκτησία, για αύξηση της προσφοράς μετοχών στην αγορά ή για απώλεια δικαιωμάτων ψήφου στη συγκεκριμένη εταιρεία. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται γνωστοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού όταν η ενεχυρίαση τίτλων γίνεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συναλλαγής, όπου το διευθυντικό στέλεχος ενεχυριάζει τους τίτλους ως ασφάλεια για πιστοδότηση από τρίτον. Επιπροσθέτως, η πλήρης και ενδεδειγμένη διαφάνεια της αγοράς αποτελεί προϋπόθεση για την εμπιστοσύνη όσων συμμετέχουν στην αγορά και, ιδίως, για την εμπιστοσύνη των μετόχων κάθε εταιρείας. Είναι επίσης αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι η υποχρέωση δημοσίευσης των συναλλαγών αυτών των διευθυντικών στελεχών περιλαμβάνει τις συναλλαγές άλλου προσώπου που ασκεί διακριτική ευχέρεια εκ μέρους του προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα. Για να διασφαλιστεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ του επιπέδου διαφάνειας και του αριθμού των αναφορών που γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό, θα πρέπει να θεσπιστούν όρια στον παρόντα κανονισμό κάτω των οποίων δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούνται οι συναλλαγές.

(59)

Η γνωστοποίηση των συναλλαγών που διενεργούνται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα για δικό τους λογαριασμό, ή από πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με αυτά, δεν είναι μόνο πολύτιμη πληροφόρηση για τους συμμετέχοντες στην αγορά, αλλά αποτελεί και ένα πρόσθετο μέσο για την εποπτεία των αγορών από τις αρμόδιες αρχές. Η υποχρέωση γνωστοποίησης των συναλλαγών τελεί υπό την επιφύλαξη των εκ του παρόντος κανονισμού απαγορεύσεων.

(60)

Η γνωστοποίηση των συναλλαγών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων οι οποίοι τίθενται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(61)

Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να συναλλάσσονται πριν από την ανακοίνωση μιας περιοδικής οικονομικής έκθεσης ή ετήσιας έκθεσης την οποία ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιήσει δυνάμει των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης όπου οι μετοχές του εκδότη έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, εκτός από ειδικές και περιορισμένες περιστάσεις οι οποίες θα δικαιολογούσαν να επιτρέπει ο εκδότης σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα τη διενέργεια συναλλαγών. Εντούτοις, μια τέτοια άδεια διενέργειας συναλλαγών τελεί υπό την επιφύλαξη των εκ του παρόντος κανονισμού απαγορεύσεων.

(62)

Ένα σύνολο αποτελεσματικών εργαλείων, εξουσιών και πόρων για την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους εγγυάται την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικότερα μια ελάχιστη δέσμη εποπτικών και ερευνητικών εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται, εφόσον το απαιτεί η εθνική νομοθεσία, με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενεργούν αντικειμενικά και αμερόληπτα και να παραμένουν αυτόνομες όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεών τους.

(63)

Οι φορείς της αγοράς και όλοι οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει και αυτοί να συνεισφέρουν στην ακεραιότητα της αγοράς. Υπό αυτή την έννοια, ο διορισμός μιας ενιαίας αρμόδιας αρχής για την κατάχρηση της αγοράς δεν θα πρέπει να αποκλείει δυνατότητες συνεργασίας ή ανάθεση καθηκόντων υπό την ευθύνη της αρμόδιας αρχής, μεταξύ της εν λόγω αρχής και των φορέων της αγοράς με στόχο την εξασφάλιση αποτελεσματικής εποπτείας της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Όταν τα πρόσωπα που παράγουν ή διανέμουν επενδυτικές συστάσεις ή άλλες πληροφορίες που συνιστούν ή προτείνουν μια επενδυτική στρατηγική για ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα διενεργούν επίσης συναλλαγές σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μπορούν να απαιτήσουν ή να ζητήσουν από τα πρόσωπα αυτά κάθε αναγκαία πληροφορία για να προσδιοριστεί εάν οι συστάσεις τις οποίες παράγουν ή διανέμουν τα εν λόγω πρόσωπα συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό.

(64)

Για τους σκοπούς του εντοπισμού πράξεων κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, δυνατότητα πρόσβασης σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων για να κατάσχουν έγγραφα. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη σε περίπτωση εύλογης υπόνοιας ότι υπάρχουν έγγραφα και άλλα στοιχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο της έρευνας και ενδέχεται να αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτησης μιας υπόθεσης κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς. Επιπλέον, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη όταν: το πρόσωπο από το οποίο έχουν ζητηθεί οι πληροφορίες δεν έχει συμμορφωθεί με την απαίτηση, εν όλω ή εν μέρει, ή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι εάν υποβληθεί αίτηση δεν θα υπάρξει ανταπόκριση ή ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που σχετίζονται με την απαίτηση παροχής πληροφοριών θα απομακρυνθούν, θα παραποιηθούν ή θα καταστραφούν. Εάν χρειάζεται προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μετά τη χορήγηση αυτής της προηγούμενης δικαστικής άδειας.

(65)

Τα υπάρχοντα στοιχεία της καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εκτελούν συναλλαγές και τεκμηριώνουν την εκτέλεση αυτών, καθώς και τα υπάρχοντα στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων από φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών αποτελούν κρίσιμα, και κάποιες φορές τα μοναδικά, αποδεικτικά στοιχεία για τον εντοπισμό και την απόδειξη πράξεων κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς. Μέσω των στοιχείων για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και των αρχείων διακίνησης δεδομένων μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα ενός προσώπου που είναι υπεύθυνο για τη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή μπορεί να διαπιστωθεί ότι κάποια πρόσωπα επικοινώνησαν μια ορισμένη στιγμή και ότι υφίσταται μια σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών επικοινωνιών και αρχεία διακίνησης δεδομένων τα οποία τηρούνται από επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Η πρόσβαση σε αρχεία διακίνησης δεδομένων και καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων είναι αναγκαία για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων και ερευνητικών πληροφοριών σχετικά με πιθανή κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών ή πιθανή χειραγώγηση της αγοράς, και κατά συνέπεια για τον εντοπισμό της κατάχρησης της αγοράς και την επιβολή κυρώσεων. Για να καθιερωθούν, στο πλαίσιο της Ένωσης, ίσοι όροι όσον αφορά την πρόσβαση σε στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και στα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από εταιρείες τηλεπικοινωνιών ή στα υπάρχοντα στοιχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία να έχουν τη δυνατότητα να τους παραδίδονται υπάρχοντα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και υπάρχοντα στοιχεία διακίνησης δεδομένων τα οποία τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και υπάρχοντα στοιχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και διακίνησης δεδομένων, τα οποία τηρούνται από επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τέτοια αρχεία, σχετιζόμενα με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή έρευνας, αποτελούν ενδεχομένως κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία σε υπόθεση κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς, κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Η πρόσβαση στα στοιχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν περιλαμβάνει την πρόσβαση στο περιεχόμενο φωνητικών τηλεφωνικών επικοινωνιών.

(66)

Παρότι ο παρών κανονισμός ορίζει μια ελάχιστη δέσμη εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές, οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται στο πλαίσιο ενός πλήρους συστήματος εθνικής νομοθεσίας το οποίο θα εξασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Για την άσκηση των εξουσιών αυτών, η οποία μπορεί να συνεπάγεται σοβαρές παρεμβάσεις στο δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν θεσπίσει κατάλληλες και αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι οιασδήποτε κατάχρησης, για παράδειγμα όταν απαιτείται προηγούμενη άδεια από τις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αυτές τις παρεμβατικές εξουσίες στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την κατάλληλη διερεύνηση σοβαρών περιπτώσεων στις οποίες δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέσα για την αποτελεσματική επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος.

(67)

Εφόσον η κατάχρηση της αγοράς μπορεί να γίνεται σε διάφορες χώρες και αγορές, σε όλες τις περιπτώσεις πλην εξαιρετικών περιστάσεων οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες και ρυθμιστικές αρχές, και με την ΕΑΚΑΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ερευνητικές δραστηριότητες. Εάν μια αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη ότι λαμβάνει χώρα ή έχει λάβει χώρα κατάχρηση αγοράς σε άλλο κράτος μέλος ή ότι επηρεάζει χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ. Σε περιπτώσεις κατάχρησης της αγοράς με διασυνοριακές επιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να συντονίσει την έρευνα αν της ζητηθεί από μία από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

(68)

Είναι απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για την αποτελεσματική επιτήρηση των βιβλίων εντολών πέραν των ορίων μιας αγοράς. Δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ζητούν και να λαμβάνουν δεδομένα από άλλες αρμόδιες αρχές τα οποία σχετίζονται με τα βιβλία εντολών, ως βοήθεια για την παρακολούθηση και τον εντοπισμό πράξεων χειραγώγησης της αγοράς σε διασυνοριακή βάση.

(69)

Για να διασφαλιστούν οι ανταλλαγές πληροφοριών και η συνεργασία με αρχές τρίτων χωρών για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καταρτίζουν συμφωνίες συνεργασίας με τους ομολόγους τους σε τρίτες χώρες. Πάσα μεταβίβαση προσωπικών δεδομένων βάσει των ανωτέρω συμφωνιών θα πρέπει να συμμορφώνεται με την οδηγία 95/46/ΕΚ και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(70)

Ένα άρτιο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και κανόνων συμπεριφοράς του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας, έρευνας και κυρώσεων. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες για να δράσουν και θα πρέπει να μπορούν να στηρίζονται σε ισότιμα, ισχυρά και αποτρεπτικά συστήματα κολασμού κάθε οικονομικού παραπτώματος ενώ οι σχετικές κυρώσεις θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικά. Ωστόσο, η ομάδα de Larosière κατέληξε ότι επί του παρόντος δεν υφίσταται κανένα από τα ανωτέρω στοιχεία. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση των υφιστάμενων εξουσιών επιβολής κυρώσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των κυρώσεων κατά μήκος των εποπτικών δραστηριοτήτων.

(71)

Συνεπώς, θα πρέπει να προβλέπεται ένα σύνολο διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων για τη διασφάλιση μιας κοινής προσέγγισης στα κράτη μέλη και την ενίσχυση του αποτρεπτικού χαρακτήρα τους. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε πρόσωπα την άσκηση διευθυντικών καθηκόντων σε επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα πρέπει να καθορίζονται συνεκτιμώντας, ενδεχομένως, παράγοντες όπως η αποστέρηση του οικονομικού οφέλους που έχει εντοπιστεί, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, τυχόν παράγοντες επιδείνωσης ή μετριασμού, η ανάγκη αποτρεπτικού χαρακτήρα των προστίμων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να περιλαμβάνουν μια έκπτωση για συνεργασία με την αρμόδια αρχή. Ειδικότερα, το πραγματικό ποσό των διοικητικών προστίμων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να ανέρχεται στο μέγιστο επίπεδο που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ή στο ανώτατο επίπεδο που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, για ιδιαίτερα σοβαρές παραβάσεις, ενώ μπορούν να επιβάλλονται πρόστιμα σημαντικά χαμηλότερα από το μέγιστο επίπεδο για παραβάσεις ήσσονος σημασίας ή σε περίπτωση διακανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν υψηλότερες διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα.

(72)

Παρότι τίποτα δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες τόσο για διοικητικές όσο και για ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού οι οποίες υπόκεινται ήδη στο εθνικό ποινικό δίκαιο έως τις 3 Ιουλίου 2016. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά μπορούν να το πράττουν αν επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 2014/57/ΕΕ δεν θα πρέπει να μειώνουν ή να επηρεάζουν με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών σχετικά με τη συνεργασία και την πρόσβαση και την έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές για να ασκηθεί ποινική δίωξη.

(73)

Για να εξασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα για το ευρύτερο κοινό, θα πρέπει κανονικά να δημοσιεύονται. Η δημοσίευση των αποφάσεων συνιστά επίσης σημαντικό εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την ενημέρωση των φορέων της αγοράς σχετικά με το ποια συμπεριφορά συνιστά παράβαση του παρόντος κανονισμού και για την προώθηση καλής συμπεριφοράς μεταξύ των φορέων της αγοράς. Αν η εν λόγω δημοσίευση προκαλεί δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τυχόν διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα σε ανώνυμη βάση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή να καθυστερεί τη δημοσίευση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την επιλογή να μη δημοσιεύουν κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα σε περιπτώσεις στις οποίες η δημοσίευση σε ανώνυμη βάση ή η καθυστέρηση της δημοσίευσης δεν θεωρούνται επαρκή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να υποχρεούνται επίσης να δημοσιεύουν μέτρα τα οποία θεωρούνται ήσσονος σημασίας και των οποίων η δημοσίευση θα ήταν δυσανάλογη προς τη σημασία τους.

(74)

Οι πληροφοριοδότες ενδέχεται να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές νέες πληροφορίες οι οποίες τις διευκολύνουν στον εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων επί υποθέσεων που αφορούν κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς. Ωστόσο, την παροχή πληροφοριών μπορεί να αποτρέψει ο φόβος αντίποινων ή η έλλειψη κινήτρων. Η αναφορά των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εντοπίζουν την κατάχρηση της αγοράς και να επιβάλλουν σχετικές κυρώσεις. Τα μέτρα σχετικά με τους πληροφοριοδότες είναι απαραίτητα για τη διευκόλυνση του εντοπισμού περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς και για τη διασφάλιση της προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων του πληροφοριοδότη και του κατηγορουμένου. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει συνεπώς να διασφαλίσει ότι υφίστανται επαρκείς ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους πληροφοριοδότες να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πιθανές παραβάσεις του κανονισμού και που τους προστατεύουν από τυχόν αντίποινα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν οικονομικά κίνητρα για τα πρόσωπα που προσφέρουν ακριβείς πληροφορίες για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, οι πληροφοριοδότες θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι για τα εν λόγω κίνητρα μόνο όταν αποκαλύπτουν νέες πληροφορίες που δεν είναι ακόμα υποχρεωμένοι να δημοσιοποιήσουν βάσει νόμου και εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες οδηγούν σε κυρώσεις για παράβαση του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα πληροφοριοδότησης που εφαρμόζουν περιλαμβάνουν μηχανισμούς που παρέχουν ικανοποιητική προστασία σε έναν κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του και διαδικασίες που διασφαλίζουν το δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου πριν τη λήψη μιας απόφασης που τον αφορά, καθώς και το δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου κατά αποφάσεως που τον αφορά.

(75)

Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει νομοθεσία για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ και ότι θα πρέπει να εκδοθούν οι προβλεπόμενες πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό για να μπορέσει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά το εισαγόμενο πλαίσιο, είναι απαραίτητη η αναβολή της εφαρμογής των ουσιωδών διατάξεων του παρόντος κανονισμού για επαρκές χρονικό διάστημα.

(76)

Για να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση στην έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, οι πρακτικές της αγοράς που ισχύουν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και γίνονται αποδεκτές από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 (14) της Επιτροπής για τους σκοπούς εφαρμογής του σημείου 2 στοιχείο α) του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται, υπό την προϋπόθεση ότι κοινοποιούνται στην ΕΑΚΑΑ σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μέχρι η αρμοδία αρχή να λάβει απόφαση για τη συνέχιση των πρακτικών αυτών βάσει του παρόντος κανονισμού.

(77)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης). Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές. Ειδικότερα, όταν ο παρών κανονισμός αναφέρεται σε κανόνες που διέπουν την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία έκφρασης σε άλλα μέσα, καθώς και σε κανόνες ή κώδικες που διέπουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι ελευθερίες όπως κατοχυρώνονται στην Ένωση και στα κράτη μέλη και αναγνωρίζονται στο άρθρο 11 του Χάρτη και σε άλλες σχετικές διατάξεις.

(78)

Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να βελτιωθεί η ενημέρωση σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση. Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τον αριθμό των ερευνών που έχουν ανοίξει, που βρίσκονται σε εξέλιξη και που έχουν κλείσει κατά τη σχετική περίοδο.

(79)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού και υπό την εποπτεία των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, και συγκεκριμένα των δημόσιων ανεξάρτητων αρχών που διορίζονται από τα κράτη μέλη. Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή μεταβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή μεταβίβαση πληροφοριών από την ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(80)

Ο παρών κανονισμός, καθώς και οι εκτελεστικές πράξεις, οι πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και οι κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν σύμφωνα με αυτόν ισχύουν με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης σχετικά με τον ανταγωνισμό.

(81)

Για να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού ώστε αυτή να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών που διαθέτουν συμφωνία σύνδεσης με την Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 25 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, σχετικά με τις ενδείξεις πράξεων χειραγώγησης που αναφέρονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, τα όρια για τον προσδιορισμό της εφαρμογής της υποχρέωσης δημοσιοποίησης για τους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να επιτραπούν συναλλαγές κατά τη διάρκεια μιας κλειστής περιόδου και σχετικά με τους τύπους συναλλαγών που διεξάγονται από πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα ή από πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά οι οποίες γεννούν υποχρέωση γνωστοποίησης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(82)

Για να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την τήρηση των διαδικασιών αναφοράς των παραβάσεων του κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τον προσδιορισμό των διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των τρόπων παρακολούθησης των αναφορών και των μέτρων για την προστασία των προσώπων που εργάζονται δυνάμει σύμβασης απασχόλησης ή παροχής υπηρεσιών και μέτρων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι εξουσίες αυτές ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(83)

Τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν ομοιόμορφες συνθήκες σε ολόκληρη την Ένωση σε θέματα που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Κρίνεται σκόπιμο και αποδοτικό να αναλάβει η ΕΑΚΑΑ, ως φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, την ανάπτυξη των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα κατατεθούν στην Επιτροπή.

(84)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που εκπονεί η ΕΑΚΑΑ για τον προσδιορισμό του περιεχομένου των γνωστοποιήσεων που θα πρέπει να πραγματοποιούνται από τους διαχειριστές ρυθμιζόμενων αγορών, ΠΜΔ και ΟΜΔ όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση, διαπραγματεύονται ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης των διαχειριστών αυτών, τον τρόπο και τις συνθήκες κατάρτισης, δημοσίευσης και διατήρησης του καταλόγου των μέσων αυτών από την ΕΑΚΑΑ, καθώς και για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα προγράμματα επαναγοράς και οι πράξεις σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων διαπραγμάτευσης, των περιορισμών όσον αφορά τον χρόνο και τον όγκο, των απαιτήσεων δημοσιοποίησης και αναφοράς και των προϋποθέσεων τιμών για τη σταθεροποίηση, όσον αφορά τα συστήματα διαδικασιών και ρυθμίσεων για τους τόπους διαπραγμάτευσης με στόχο την πρόληψη και τον εντοπισμό της κατάχρησης της αγοράς, τα συστήματα και τα πρότυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και την κοινοποίηση ύποπτων εντολών και συναλλαγών, για τον προσδιορισμό κατάλληλων ρυθμίσεων, διαδικασιών και απαιτήσεων τήρησης αρχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας βολιδοσκόπησης της αγοράς, και όσον αφορά τις τεχνικές ρυθμίσεις για κατηγορίες προσώπων για την αντικειμενική παρουσίαση πληροφοριών που συστήνουν μια επενδυτική στρατηγική και για τη δημοσιοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων ή ενδείξεων συγκρούσεων συμφερόντων μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16). Έχει ιδιαίτερη σημασία, κατά το προπαρασκευαστικό της έργο, η Επιτροπή να διενεργήσει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.

(85)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ και κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αναλάβει την κατάρτιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προς υποβολή στην Επιτροπή σχετικά με τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών, τους μορφότυπους των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών των αρμόδιων αρχών μεταξύ τους και με την ΕΑΚΑΑ.

(86)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς από πρόσωπα που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, η παράνομη ανακοίνωση τέτοιων πληροφοριών, και η χειραγώγηση της αγοράς δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων των μέτρων, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(87)

Επειδή οι διατάξεις της οδηγίας 2003/6/ΕΚ δεν είναι πλέον συναφείς ή επαρκείς, η οδηγία αυτή θα πρέπει να καταργηθεί με ισχύ από τις 3 Ιουλίου 2016. Οι απαιτήσεις και οι απαγορεύσεις του παρόντος κανονισμού σχετίζονται αυστηρά με αυτές της οδηγίας 2014/65/EE και συνεπώς θα πρέπει να αρχίσουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω οδηγίας.

(88)

Για την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα κράτη μέλη πρέπει απαραιτήτως να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα διασφαλίζοντας ότι το εθνικό τους δίκαιο συμμορφώνεται πριν από τις 3 Ιουλίου 2016 προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν τις αρμόδιες αρχές και τις εξουσίες τους, τη θέσπιση διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, την αναφορά παραβάσεων και τη δημοσίευση αποφάσεων.

(89)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων γνωμοδότησε στις 10 Φεβρουαρίου 2012 (17),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με την κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, την παράνομη ανακοίνωση προνομιακών πληροφοριών και τη χειραγώγηση της αγοράς («κατάχρηση αγοράς»), καθώς και μέτρα για την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση και για την ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών και της εμπιστοσύνης στις εν λόγω αγορές.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ακόλουθα:

α)

χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

β)

χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε ΠΜΔ, που έχουν εισαχθεί σε διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ·

γ)

χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε ΟΜΔ·

δ)

χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α), β) ή γ), των οποίων η τιμή ή η αξία εξαρτάται ή έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στα εν λόγω στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης και των συμβάσεων επί διαφορών.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης σε συμπεριφορές ή συναλλαγές, περιλαμβανομένων των προσφορών, που σχετίζονται με δημοπρασίες, σε χώρο πλειστηριασμών που έχει αδειοδοτηθεί ως ρυθμιζόμενη αγορά, δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά, περιλαμβανομένων των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που δεν είναι χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010. Με την επιφύλαξη των τυχόν ειδικών διατάξεων που αναφέρονται σε προσφορές υποβαλλόμενες στο πλαίσιο πλειοδοτικής διαδικασίας, οιεσδήποτε απαιτήσεις και απαγορεύσεις του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται σε εντολές διαπραγμάτευσης εφαρμόζονται στις εν λόγω προσφορές.

2.   Τα άρθρα 12 και 15 εφαρμόζονται επίσης σε:

α)

συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, που δεν είναι ενεργειακά προϊόντα χονδρικής πώλησης, εάν η συναλλαγή, εντολή ή άλλη συμπεριφορά έχει ή θα μπορούσε να έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία κάποιου χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

είδη χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων συμβάσεων παραγώγων ή παράγωγων μέσων για τη μετακύληση του πιστωτικού κινδύνου, εάν η συναλλαγή, εντολή, προσφορά ή άλλη συμπεριφορά έχει ή θα μπορούσε να έχει επίπτωση στην τιμή ή την αξία συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων του οποίου η τιμή ή η αξία εξαρτάται από την τιμή ή την αξία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων· και

γ)

συμπεριφορές που σχετίζονται με δείκτες αναφοράς.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε κάθε συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά που αφορά οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, ανεξάρτητα από το αν η εν λόγω συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά λαμβάνει, ή όχι, χώρα σε τόπο διαπραγμάτευσης.

4.   Οι απαγορεύσεις και οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται σε ενέργειες και παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα εντός της Ένωσης και σε τρίτες χώρες, και αφορούν τα μέσα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

2)

ως «επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» νοείται κάθε επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

3)

ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18)·

4)

ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται κάθε χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

5)

ως «διαχειριστής αγοράς» νοείται κάθε διαχειριστής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

6)

ως «ρυθμιζόμενη αγορά» νοείται μια ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

7)

ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» νοείται ένα πολυμερές σύστημα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

8)

ως «οργανωμένος μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΟΜΔ» νοείται ένα σύστημα ή ένας μηχανισμός στην Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

9)

ως «αποδεκτή πρακτική αγοράς» νοείται μια συγκεκριμένη πρακτική αγοράς η οποία γίνεται αποδεκτή από την αρμόδια αρχή κατά το άρθρο 13·

10)

ως «τόπος διαπραγμάτευσης» νοείται ένας τόπος διαπραγμάτευσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

11)

ως «αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» νοείται αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

12)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται η διορισμένη ως αρχή κατά το άρθρο 22, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό·

13)

ως «πρόσωπο» νοείται ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

14)

ως «εμπόρευμα» νοείται ένα εμπόρευμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (19)·

15)

ως «συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων» νοείται μια σύμβαση για την προμήθεια εμπορεύματος το οποίο διαπραγματεύεται σε αγορά άμεσης παράδοσης και το οποίο παραδίδεται αμέσως μετά τον διακανονισμό της συναλλαγής, καθώς και οποιαδήποτε σύμβαση για την προμήθεια εμπορεύματος η οποία δεν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο, περιλαμβανομένων των προθεσμιακών συμβάσεων που εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση·

16)

ως «αγορά άμεσης παράδοσης» νοείται μια αγορά χρηματιστηριακών εμπορευμάτων στην οποία τα εμπορεύματα πωλούνται τοις μετρητοίς και παραδίδονται αμέσως μετά τον διακανονισμό της συναλλαγής, καθώς και άλλες μη χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως οι προθεσμιακές αγορές εμπορευμάτων·

17)

ως «πρόγραμμα επαναγοράς» νοούνται οι συναλλαγές σε ίδιες μετοχές σύμφωνα με τα άρθρα 21 έως 27 της οδηγίας 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

18)

ως «αλγοριθμικές συναλλαγές» νοούνται οι αλγοριθμικές συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 39 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

19)

ως «δικαίωμα εκπομπής» νοείται το δικαίωμα εκπομπής κατά την έννοια του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

20)

ως «συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο πραγματοποιεί συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης και της τοποθέτησης εντολών για διενέργεια συναλλαγών, σε δικαιώματα εκπομπής, σε, εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή σε παράγωγα αυτών, και το οποίο δεν τυγχάνει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο·

21)

ως «εκδότης» νοείται νομική οντότητα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, η οποία εκδίδει ή προτίθεται να εκδώσει χρηματοπιστωτικά μέσα· σε περίπτωση αποθετηρίου εγγράφου παραστατικού χρηματοπιστωτικών μέσων, εκδότης είναι ο εκδότης του αντιπροσωπευόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου·

22)

ως «ενεργειακό προϊόν χονδρικής» νοείται ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011·

23)

ως «εθνική ρυθμιστική αρχή» νοείται μια εθνική ρυθμιστική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011·

24)

ως «παράγωγα επί εμπορευμάτων» νοούνται παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

25)

ως «πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα» νοείται το πρόσωπο εντός εκδότη, ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλη οντότητα του άρθρου 19 παράγραφος 10 που είναι:

α)

μέλος του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της οντότητας αυτής, ή

β)

ανώτερο στέλεχος χωρίς την ιδιότητα του μέλους των οργάνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), το οποίο έχει τακτική πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την οντότητα αυτή, καθώς και την εξουσία να λαμβάνει διευθυντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη μελλοντική πορεία και τις επιχειρηματικές προοπτικές της εν λόγω οντότητας·

26)

ως «πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς νοείται ένα από τα ακόλουθα:

α)

ο (η) σύζυγος ή ο (η) σύντροφος που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εξομοιώνεται με σύζυγο·

β)

τα εξαρτώμενα τέκνα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

γ)

συγγενής ο οποίος, κατά την ημερομηνία της σχετικής συναλλαγής, συνοικούσε στο ίδιο σπίτι επί τουλάχιστον ένα έτος·

δ)

νομικό πρόσωπο, καταπίστευμα ή προσωπική εταιρεία, τα διευθυντικά καθήκοντα του οποίου ασκούνται από πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή από πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο α), β) ή γ), ή το οποίο ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από ένα τέτοιο πρόσωπο, το οποίο συστάθηκε προς όφελος ενός τέτοιου προσώπου, ή του οποίου τα οικονομικά συμφέροντα είναι ουσιωδώς ταυτόσημα με τα οικονομικά συμφέροντα ενός τέτοιου προσώπου·

27)

ως «αρχεία δεδομένων κίνησης» νοούνται αρχεία «δεδομένων κίνησης» κατά την έννοια του άρθρου 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο β) της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22)·

28)

ως «πρόσωπο που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβεί στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελεί συναλλαγές» νοείται το πρόσωπο που ασχολείται κατ’ επάγγελμα με τη λήψη και διαβίβαση εντολών ή την εκτέλεση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα·

29)

ως «δείκτης αναφοράς» νοείται κάθε αναλογία, δείκτης ή αριθμητικό στοιχείο, προσβάσιμο από το κοινό ή δημοσιευόμενο, το οποίο, κατά περιόδους ή τακτικά, υπολογίζεται με την εφαρμογή ενός τύπου στην αξία, ή με βάση την αξία, ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τιμών, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, των τρεχόντων ή εκτιμώμενων επιτοκίων ή άλλων μεγεθών, ή των ερευνών, και βάσει του οποίου προσδιορίζεται το πληρωτέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

30)

ως «ειδικός διαπραγματευτής» νοείται κάθε ειδικός διαπραγματευτής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

31)

ως «απόκτηση εταιρικής συμμετοχής» νοείται η απόκτηση τίτλων σε μια εταιρεία η οποία δεν συνεπάγεται νομική ή κανονιστική υποχρέωση για ανακοίνωση δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών σε σχέση με την εν λόγω εταιρεία·

32)

ως «συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες» νοείται το πρόσωπο το οποίο εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) ή στο άρθρο 11 παράγραφος 2, και το οποίο αποκαλύπτει πληροφορίες κατά τη διάρκεια μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς·

33)

ως «διαπραγμάτευση υψηλής συχνότητας» νοείται η διαπραγμάτευση υψηλής συχνότητας κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 40 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

34)

ως «σύσταση» ή «πρόταση μιας επενδυτικής στρατηγικής» νοούνται πληροφορίες:

i)

που παράγονται από ανεξάρτητο αναλυτή, επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικό ίδρυμα, κάθε άλλο πρόσωπο του οποίου κύρια δραστηριότητα είναι η παραγωγή επενδυτικών συστάσεων ή από φυσικό πρόσωπο που εργάζεται για λογαριασμό των παραπάνω δυνάμει σύμβασης απασχόλησης ή άλλως, το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εκφράζει συγκεκριμένες επενδυτικές προτάσεις όσον αφορά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή έναν εκδότη· ή

ii)

που παράγονται από πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο σημείο i) και οι οποίες προτείνουν άμεσα μια συγκεκριμένη επενδυτική απόφαση όσον αφορά ένα χρηματοπιστωτικό μέσο·

35)

ως «επενδυτικές συστάσεις» νοείται κάθε πληροφορία που συνιστά ή προτείνει μια επενδυτική στρατηγική, ρητά ή έμμεσα, όσον αφορά ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τους εκδότες, συμπεριλαμβανομένης κάθε γνώμης όσον αφορά την παρούσα ή μελλοντική αξία ή τιμή των μέσων αυτών, οι οποίες προορίζονται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 5, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «κινητές αξίες» νοούνται:

i)

μετοχές και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές·

ii)

ομολογίες και άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους· ή

iii)

τιτλοποιημένο χρέος μετατρέψιμο ή ανταλλάξιμο σε μετοχές ή σε άλλους τίτλους που ισοδυναμούν με μετοχές·

β)

ως «συνδεόμενα μέσα» νοούνται τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τα οποία δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δεν διαπραγματεύονται σε τόπο διαπραγμάτευσης, ή για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής σε τόπο διαπραγμάτευσης:

i)

συμβάσεις ή δικαιώματα προεγγραφής, απόκτησης ή πώλησης κινητών αξιών·

ii)

χρηματοπιστωτικά παράγωγα επί κινητών αξιών·

iii)

εάν οι κινητές αξίες είναι μετατρέψιμοι ή ανταλλάξιμοι χρεωστικοί τίτλοι, οι κινητές αξίες στις οποίες μπορούν να μετατραπούν ή με τις οποίες μπορούν να ανταλλαγούν αυτοί οι μετατρέψιμοι ή ανταλλάξιμοι χρεωστικοί τίτλοι·

iv)

μέσα τα οποία εκδίδονται ή έχουν εγγύηση από τον εκδότη ή τον εγγυητή των κινητών αξιών και των οποίων η αγοραία τιμή είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των κινητών αξιών, ή αντιστρόφως·

v)

εάν οι κινητές αξίες είναι τίτλοι που ισοδυναμούν με μετοχές, οι μετοχές που αντιπροσωπεύονται από αυτούς τους τίτλους και οποιοιδήποτε άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με αυτές τις μετοχές·

γ)

ως «σημαντική διάθεση» νοείται μια αρχική ή δευτερογενής προσφορά κινητών αξιών, η οποία διαφέρει από τη συνήθη διαπραγμάτευση τόσο από την άποψη της αξίας των προσφερόμενων κινητών αξιών όσο και από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο πώλησης·

δ)

ως «πράξη σταθεροποίησης» νοείται η αγορά ή προσφορά για την αγορά κινητών αξιών, ή η συναλλαγή σε συνδεόμενα μέσα που είναι ισοδύναμη, την οποία διενεργούν πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο σημαντικής διάθεσης των σχετικών κινητών αξιών με αποκλειστικό σκοπό τη στήριξη της αγοραίας τιμής των σχετικών κινητών αξιών για προκαθορισμένη χρονική περίοδο, λόγω πίεσης που ασκείται στις τιμές αυτών των κινητών αξιών από εντολές πώλησης.

Άρθρο 4

Γνωστοποιήσεις και κατάλογος χρηματοπιστωτικών μέσων

1.   Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενων αγορών καθώς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ γνωστοποιούν αμελλητί στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο την πρώτη φορά που υποβάλλεται αίτηση εισαγωγής του προς διαπραγμάτευση, που εισάγεται προς διαπραγμάτευση ή που διαπραγματεύεται στον τόπο διαπραγμάτευσής τους.

Υποβάλλουν επίσης γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να διαπραγματεύεται ή να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση, εκτός εάν η ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να διαπραγματεύεται ή να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση είναι γνωστή και περιλαμβάνεται στη γνωστοποίηση που έγινε σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τις ονομασίες και τους κωδικούς αναγνώρισης των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και την ημερομηνία και ώρα της υποβολής αίτησης εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, και την ημερομηνία και ώρα της πρώτης συναλλαγής.

Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών διαβιβάζουν επίσης στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης τις πληροφορίες που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή είχαν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση πριν από τις 2 Ιουλίου 2014 και τα οποία εξακολουθούν να είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή να διαπραγματεύονται κατά την ημερομηνία αυτή.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ αμελλητί τις γνωστοποιήσεις που λαμβάνουν δυνάμει της παραγράφου 1. Η ΕΑΚΑΑ τις δημοσιεύει αμέσως μόλις τις λάβει στον δικτυακό της τόπο, υπό μορφή καταλόγου. Η ΕΑΚΑΑ επικαιροποιεί τον εν λόγω κατάλογο αμέσως μόλις λάβει γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο κατάλογος περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις ονομασίες και τους κωδικούς αναγνώρισης των χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, που για πρώτη φορά εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή που διαπραγματεύονται για πρώτη φορά σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ·

β)

τις ημερομηνίες και ώρες της υποβολής αιτήσεων εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, των εισαγωγών προς διαπραγμάτευση ή των πρώτων συναλλαγών·

γ)

λεπτομέρειες σχετικά με τους τόπους διαπραγμάτευσης στους οποίους τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο αίτησης εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται για πρώτη φορά· και

δ)

την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα παύουν να διαπραγματεύονται ή να είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό:

α)

του περιεχομένου των γνωστοποιήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και

β)

του τρόπου και των συνθηκών κατάρτισης, δημοσίευσης και διατήρησης του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρο 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

5.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση των όρων εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του χρονοδιαγράμματος, μορφότυπου και προτύπου για την υποβολή των γνωστοποιήσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 5

Απαλλαγή για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης

1.   Οι απαγορεύσεις των άρθρων 14 και 15 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε συναλλαγές σε ίδιες μετοχές που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων επαναγοράς εφόσον:

α)

τα πλήρη στοιχεία του προγράμματος δημοσιοποιούνται πριν από την έναρξη της διαπραγμάτευσης·

β)

οι συναλλαγές αναφέρονται ως μέρος του προγράμματος επαναγοράς στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 και στη συνέχεια δημοσιοποιούνται στο κοινό·

γ)

τηρούνται επαρκή όρια όσον αφορά την τιμή και τον όγκο, και

δ)

εκτελούνται σύμφωνα με τους στόχους που ορίζονται στην παράγραφο 2 και τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

2.   Προκειμένου να τύχει ένα πρόγραμμα επαναγοράς της απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να έχει ως μοναδικό σκοπό:

α)

να μειώνει το κεφάλαιο ενός εκδότη·

β)

να εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από χρεωστικά χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι μετατρέψιμα σε μετοχικούς τίτλους, ή

γ)

να εκπληρώνει υποχρεώσεις που απορρέουν από προγράμματα χορήγησης δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή άλλες διαθέσεις μετοχών, σε εργαζομένους ή σε μέλη της διοίκησης ή των εποπτικών οργάνων του εκδότη ή συνδεόμενης εταιρείας.

3.   Προκειμένου να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ο εκδότης πρέπει να αναφέρει προς την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται, κάθε συναλλαγή που σχετίζεται με προγράμματα επαναγοράς, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 26 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Οι απαγορεύσεις των άρθρων 14 και 15 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές επί κινητών αξιών ή συνδεομένων μέσων για τη σταθεροποίηση κινητών αξιών εφόσον:

α)

οι πράξεις σταθεροποίησης διεξάγονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα·

β)

οι πληροφορίες σχετικά με τις πράξεις σταθεροποίησης δημοσιοποιούνται και γνωστοποιούνται στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 5·

γ)

τηρούνται επαρκή όρια όσον αφορά την τιμή, και

δ)

οι εν λόγω συναλλαγές συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις για τις πράξεις σταθεροποίησης που ορίζονται στο ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

5.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 1, τα στοιχεία όλων των συναλλαγών πράξεων σταθεροποίησης πρέπει να κοινοποιούνται από τους εκδότες, τους προσφέροντες ή τις οντότητες που αναλαμβάνουν τις πράξεις σταθεροποίησης, ανεξάρτητα από το αν ενεργούν ή όχι για λογαριασμό των προσώπων αυτών, στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης το αργότερο μέχρι τη λήξη της έβδομης ημερήσιας συνεδρίασης μετά την ημερομηνία εκτέλεσης των συναλλαγών αυτών.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα προγράμματα επαναγοράς και τα μέτρα σταθεροποίησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 4, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων διαπραγμάτευσης, των περιορισμών όσον αφορά τον χρόνο και τον όγκο, των απαιτήσεων δημοσιοποίησης και αναφοράς και των προϋποθέσεων τιμών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Απαλλαγή για τις δραστηριότητες νομισματικής διαχείρισης και διαχείρισης δημοσίου χρέους και για τις δραστηριότητες κλιματικής πολιτικής

1.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές, κατά την άσκηση της νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή της πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους από:

α)

ένα κράτος μέλος·

β)

τα μέλη του ΕΣΚΤ·

γ)

υπουργείο, οργανισμό ή όχημα ειδικού σκοπού ενός ή περισσότερων κρατών μελών ή από πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματός τους, και

δ)

στην περίπτωση κράτους μέλους που είναι ομοσπονδιακό κράτος, από ένα μέλος της ομοσπονδίας.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές που πραγματοποιούνται από την Επιτροπή ή οποιοδήποτε άλλο όργανο επισήμως εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό της κατά την άσκηση πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους.

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται επίσης σε τέτοιες συναλλαγές, εντολές ή συμπεριφορές οι οποίες διενεργούνται από:

α)

την Ένωση·

β)

τυχόν όχημα ειδικού σκοπού για ένα ή περισσότερα κράτη μέλη·

γ)

την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

δ)

το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας·

ε)

τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας·

στ)

διεθνές χρηματοοικονομικό ίδρυμα που έχει συσταθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη με στόχο την κινητοποίηση της χρηματοδότησης και την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής προς όφελος των μελών του τα οποία βιώνουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες ενός κράτους μέλους, της Επιτροπής ή τυχόν άλλου επισήμως καθορισμένου φορέα, ή οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός τους, όσον αφορά δικαιώματα εκπομπής και που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της άσκησης της κλιματικής πολιτικής της Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες ενός κράτους μέλους, της Επιτροπής ή τυχόν άλλου επισήμως καθορισμένου φορέα, ή οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματός τους, κατά την άσκηση της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ένωσης ή της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ένωσης σύμφωνα με πράξεις που έχουν εγκριθεί ή με διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί δυνάμει της ΣΛΕΕ.

5.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά το άρθρο 35, για τη διεύρυνση της απαλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 1 ώστε αυτή να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών.

Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ετοιμάζει και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως τις 3 Ιανουαρίου 2016 με την οποία αξιολογείται η διεθνής μεταχείριση των δημόσιων φορέων που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του, καθώς και των κεντρικών τραπεζών σε τρίτες χώρες.

Η έκθεση περιλαμβάνει συγκριτική ανάλυση της αντιμετώπισης των εν λόγω οργάνων και των κεντρικών τραπεζών εντός του νομικού πλαισίου των τρίτων χωρών, καθώς και των προτύπων διαχείρισης κινδύνου που ισχύουν για τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται από τα εν λόγω όργανα και τις κεντρικές τράπεζες στις δικαιοδοσίες αυτές. Αν η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα, ιδίως όσον αφορά τη συγκριτική ανάλυση, ότι είναι απαραίτητη η απαλλαγή των νομισματικών αρμοδιοτήτων των εν λόγω κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών από τις υποχρεώσεις και τις απαγορεύσεις του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή διευρύνει την απαλλαγή της παραγράφου 1 καλύπτοντας και τις κεντρικές τράπεζες των εν λόγω τρίτων χωρών.

6.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται επίσης να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά το άρθρο 35, για τη διεύρυνση της απαλλαγής που ορίζεται στην παράγραφο 3 ώστε αυτή να συμπεριλάβει ορισμένους δημόσιους φορείς και κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών που διαθέτουν συμφωνία σύνδεσης με την Ένωση δυνάμει του άρθρου 25 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

7.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας, παροχής υπηρεσιών ή με διαφορετικό τρόπο στις οντότητες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, όταν τα πρόσωπα αυτά προβαίνουν σε συναλλαγές ή εντολές ή συμπεριφορές, άμεσα ή έμμεσα, για ίδιο λογαριασμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ, ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Άρθρο 7

Προνομιακές πληροφορίες

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως προνομιακές πληροφορίες νοούνται τα ακόλουθα είδη πληροφοριών:

α)

πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά ή στην τιμή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

όσον αφορά τα παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων, πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων ή αφορά άμεσα το σχετικό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω παράγωγων μέσων ή των συνδεομένων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, και εφόσον πρόκειται για πληροφορία που αναμένεται ευλόγως να δημοσιοποιηθεί ή απαιτείται να δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με νομοθετικές ή ρυθμιστικές διατάξεις σε επίπεδο Ένωσης ή σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, με τις συμβάσεις, τις πρακτικές ή τα συναλλακτικά ήθη, που αφορούν τις σχετικές αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων ή αγορές άμεσης παράδοσης·

γ)

όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ή τα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, πληροφορία η οποία είναι συγκεκριμένη, η οποία δεν έχει δημοσιοποιηθεί και αφορά, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα από τα ανωτέρω μέσα, και η οποία εάν δημοσιοποιούταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω μέσων ή στην τιμή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

για πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην εκτέλεση εντολών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, σημαίνει επίσης πληροφορία η οποία διαβιβάζεται από πελάτη και σχετίζεται με εκκρεμείς εντολές του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα, έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και η οποία, εάν δημοσιοποιούνταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, στην τιμή των συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή στην τιμή των συνδεομένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια πληροφορία θα θεωρείται συγκεκριμένη εάν αφορά σε κατάσταση που υφίσταται ή που ευλόγως αναμένεται να υπάρξει ή ένα γεγονός που έχει συμβεί ή ευλόγως αναμένεται να υπάρξει και είναι επαρκώς συγκεκριμένη ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με την πιθανή επίδραση αυτής της κατάστασης ή αυτού του γεγονότος στις τιμές των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεομένων με αυτά παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, στα σχετικά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, ή στα εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε δικαιώματα εκπομπής. Εν προκειμένω, στην περίπτωση μιας παρατεταμένης διαδικασίας που αποσκοπεί σε ή έχει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένη κατάσταση ή συγκεκριμένο γεγονός, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συγκεκριμένη πληροφορία η εν λόγω μελλοντική κατάσταση ή το εν λόγω μελλοντικό γεγονός, καθώς επίσης και τα επιμέρους στάδια της διαδικασίας αυτής, τα οποία συνδέονται με την πρόκληση ή την πραγματοποίηση της εν λόγω μελλοντικής κατάστασης ή μελλοντικού γεγονότος.

3.   Ένα επιμέρους στάδιο μιας παρατεταμένης διαδικασίας θα θεωρείται ότι συνιστά προνομιακή πληροφορία αν πληροί αφ’ εαυτού τα κριτήρια προνομιακής πληροφορίας που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως πληροφορία η οποία, εάν δημοσιοποιούταν, θα μπορούσε να επιδράσει σημαντικά στην τιμή χρηματοπιστωτικών μέσων, παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, συνδεόμενων με αυτά συμβολαίων άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων ή εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε δικαιώματα εκπομπής νοείται η πληροφορία που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, κατά τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεών του.

Στην περίπτωση των οντοτήτων που συμμετέχουν στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής με συνολικές εκπομπές ή αναλογική θερμική ισχύ στο καθορισμένο όριο ή κάτω από αυτό, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17 παράγραφος 2, οι πληροφορίες για τις υλικές τους δραστηριότητες θεωρείται ότι δεν έχουν σημαντική επίδραση στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής, των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται στα δικαιώματα αυτά ή των συναφών παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.

5.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την κατάρτιση ενός μη εξαντλητικού, ενδεικτικού καταλόγου πληροφοριών που αναμένεται ευλόγως ή απαιτείται να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών, σύμφωνα με κανόνες της αγοράς, με συμβάσεις, πρακτικές ή συναλλακτικά ήθη, που αφορούν τις σχετικές αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων ή αγορές άμεσης παράδοσης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των αγορών αυτών.

Άρθρο 8

Κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας συντρέχει όταν ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία και τη χρησιμοποιεί για να αποκτήσει ή να διαθέσει, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία. Η χρήση προνομιακής πληροφορίας διά της ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής σχετικά με χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο αφορά η πληροφορία, η οποία εντολή δόθηκε πριν αποκτήσει το πρόσωπο την προνομιακή πληροφορία, θεωρείται επίσης ότι συνιστά κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας. Όσον αφορά σε πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων πλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά και οι οποίες λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, η χρήση προνομιακής πληροφορίας περιλαμβάνει επίσης την υποβολή, την τροποποίηση ή την απόσυρση μιας προσφοράς από ένα πρόσωπο για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η σύσταση προς άλλο πρόσωπο να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή η παρότρυνση άλλου προσώπου να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, συντρέχει, στις περιπτώσεις στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία και:

α)

συνιστά, βάσει της εν λόγω πληροφορίας, σε άλλο πρόσωπο να αποκτήσει ή να διαθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία, ή παροτρύνει το εν λόγω πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω απόκτηση ή διάθεση, ή

β)

συνιστά, βάσει της εν λόγω πληροφορίας, σε άλλο πρόσωπο να ακυρώσει ή να τροποποιήσει μια εντολή σχετική με χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εν λόγω πληροφορίας, ή παροτρύνει το εν λόγω πρόσωπο να προβεί στην εν λόγω ακύρωση ή τροποποίηση.

3.   Η χρήση των συστάσεων ή παροτρύνσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 συνιστά κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας υπό την έννοια του παρόντος άρθρου, εάν το πρόσωπο που χρησιμοποιεί τη σύσταση ή την παρότρυνση γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι βασίζεται σε προνομιακή πληροφορία.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο το οποίο κατέχει προνομιακή πληροφορία λόγω του ότι:

α)

είναι μέλος των διοικητικών, διευθυντικών ή εποπτικών οργάνων του εκδότη ή του συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

β)

μετέχει στο κεφάλαιο του εκδότη ή του συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

γ)

έχει πρόσβαση στην πληροφορία κατά την άσκηση της εργασίας ή του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του· ή

δ)

εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατέχει προνομιακή πληροφορία υπό διαφορετικές περιστάσεις από αυτές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον το πρόσωπο αυτό γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για προνομιακή πληροφορία.

5.   Όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, και στα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν, στην απόφαση πραγματοποίησης της απόκτησης, διάθεσης, ακύρωσης ή τροποποίησης μιας εντολής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

Άρθρο 9

Σύννομη συμπεριφορά

1.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα νομικό πρόσωπο κατέχει ή κατείχε προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας βάσει μιας πράξης απόκτησης ή διάθεσης, εφόσον το εν λόγω νομικό πρόσωπο:

α)

είχε θεσπίσει, εφαρμόσει και διατηρήσει κατάλληλες και αποτελεσματικές εσωτερικές ρυθμίσεις και διαδικασίες που να διασφαλίζουν αποτελεσματικά ότι ούτε το φυσικό πρόσωπο που έλαβε την απόφαση εξ ονόματός του για την απόκτηση ή τη διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία, ούτε κανένα άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να ασκήσει οιαδήποτε επιρροή στην εν λόγω απόφαση κατείχε την εν λόγω προνομιακή πληροφορία, και

β)

δεν ενθάρρυνε, συνέστησε, παρότρυνε ή επηρέασε κατ’ άλλον τρόπο το φυσικό πρόσωπο το οποίο, εξ ονόματος του νομικού προσώπου, προέβη στην απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η πληροφορία.

2.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το πρόσωπο αυτό έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας βάσει μιας πράξης απόκτησης ή διάθεσης, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο:

α)

για το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εν λόγω πληροφορία, είναι ειδικός διαπραγματευτής ή πρόσωπο αδειοδοτημένο να ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος, και η απόκτηση ή διάθεση των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία πραγματοποιείται νομίμως στα συνήθη πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του ως ειδικού διαπραγματευτή ή ως αντισυμβαλλόμενου για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο· ή

β)

είναι αδειοδοτημένο να εκτελεί εντολές εξ ονόματος τρίτων και η απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αφορά η συγκεκριμένη εντολή πραγματοποιείται για τη νόμιμη εκτέλεση της εντολής αυτής στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του προσώπου αυτού.

3.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας βάσει μιας πράξης απόκτησης ή διάθεσης, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο πραγματοποιεί συναλλαγή για απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων και η εν λόγω συναλλαγή πραγματοποιείται προς εκπλήρωση μιας απαιτητής υποχρέωσης καλόπιστα και όχι προκειμένου να παρακαμφθεί η απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, και:

α)

η εν λόγω υποχρέωση απορρέει από εντολή που δόθηκε ή συμφωνία που συνήφθη πριν την απόκτηση της προνομιακής πληροφορίας από το εν λόγω πρόσωπο· ή

β)

η εν λόγω συναλλαγή πραγματοποιείται προς εκπλήρωση μιας νομικής ή κανονιστικής υποχρέωσης που προέκυψε προτού το εν λόγω πρόσωπο αποκτήσει την προνομιακή πληροφορία.

4.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνον ότι ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία δεν συνεπάγεται ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει χρησιμοποιήσει την εν λόγω πληροφορία και ότι συνεπώς έχει προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο έχει αποκτήσει την προνομιακή πληροφορία αυτή στο πλαίσιο μιας δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών ή μιας συγχώνευσης με άλλη εταιρεία και χρησιμοποιεί την εν λόγω πληροφορία αποκλειστικά για την πραγματοποίηση της εν λόγω συγχώνευσης ή δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών, υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο έγκρισης της συγχώνευσης ή της αποδοχής της δημόσιας πρότασης από τους μετόχους της εν λόγω εταιρείας, η τυχόν προνομιακή πληροφορία έχει δημοσιοποιηθεί ή έχει άλλως πάψει να αποτελεί προνομιακή πληροφορία.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στην απόκτηση εταιρικής συμμετοχής (stakebuilding).

5.   Για τους σκοπούς των άρθρων 8 και 14, το γεγονός και μόνο ότι ένα πρόσωπο χρησιμοποιεί την ιδία αυτού γνώση ότι έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να διαθέσει χρηματοπιστωτικά μέσα κατά την απόκτηση ή διάθεση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων δεν συνιστά από μόνο του χρήση προνομιακής πληροφορίας.

6.   Χωρίς να θίγονται οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, μπορεί παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι διεπράχθη η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι υπήρχε παράνομος λόγος για τις εν λόγω εντολές για διενέργεια συναλλαγής, συναλλαγές ή συμπεριφορές.

Άρθρο 10

Παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας συντρέχει όταν ένα πρόσωπο κατέχει προνομιακή πληροφορία και τη γνωστοποιεί σε οιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν η ανακοίνωση γίνεται κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του.

Η παράγραφος αυτή ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στις καταστάσεις ή περιστάσεις του άρθρου 8 παράγραφος 4.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η επακόλουθη ανακοίνωση των συστάσεων ή παροτρύνσεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ισοδυναμεί με παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, εφόσον το πρόσωπο που ανακοινώνει τη σύσταση ή την παρότρυνση γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει ότι βασίζεται ότι βασίζεται σε προνομιακή πληροφορία.

Άρθρο 11

Βολιδοσκοπήσεις της αγοράς

1.   Μια βολιδοσκόπηση της αγοράς περιλαμβάνει τη διαβίβαση πληροφοριών, πριν από την ανακοίνωση μιας συναλλαγής, με σκοπό την εκτίμηση του ενδιαφέροντος δυνητικών επενδυτών για πιθανή συναλλαγή και των συνθηκών που σχετίζονται με αυτήν, όπως το ενδεχόμενο μέγεθος ή η τιμολόγησή της, σε έναν ή περισσότερους δυνητικούς επενδυτές από:

α)

εκδότη·

β)

δευτερογενώς προσφέροντα χρηματοπιστωτικό μέσο, σε ποσότητα ή αξία με την οποία η συναλλαγή καθίσταται διακριτή από τη συνήθη συναλλακτική δραστηριότητα και περιλαμβάνει μέθοδο πώλησης η οποία βασίζεται στην εκ των προτέρων εκτίμηση του ενδεχόμενου ενδιαφέροντος δυνητικών επενδυτών·

γ)

συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής· ή

δ)

οιονδήποτε τρίτο ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό προσώπου που αναφέρεται στα στοιχεία α), β) ή γ).

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23 παράγραφος 3, η δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας, από πρόσωπο που σκοπεύει να υποβάλει δημόσια πρόταση αγοράς κινητών αξιών μιας εταιρείας ή να προχωρήσει σε συγχώνευση με μια εταιρεία, σε μέρη που διαθέτουν δικαιώματα στις εν λόγω κινητές αξίες, συνιστά επίσης βολιδοσκόπηση της αγοράς, εφόσον:

α)

η πληροφορία είναι απαραίτητη προκειμένου να είναι σε θέση τα μέρη που διαθέτουν δικαιώματα στις κινητές αξίες να σχηματίσουν γνώμη σχετικά με την πρόθεσή τους να προσφέρουν τις κινητές αξίες τους, και

β)

η πρόθεση των μερών που διαθέτουν δικαιώματα στις κινητές αξίες να προσφέρουν τις εν λόγω κινητές αξίες ευλόγως απαιτείται για την απόφαση υποβολής δημόσιας πρότασης αγοράς κινητών αξιών ή για τη συγχώνευση.

3.   Ένας συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες, πριν πραγματοποιήσει μια βολιδοσκόπηση της αγοράς, θα πρέπει να εξετάζει συγκεκριμένα κατά πόσον αυτή η βολιδοσκόπηση της αγοράς συνεπάγεται την αποκάλυψη προνομιακής πληροφορίας. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες καταχωρεί εγγράφως το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και την αιτιολόγηση αυτού. Παρέχει τα εν λόγω έγγραφα αρχεία στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για κάθε αποκάλυψη πληροφοριών κατά τη διάρκεια της βολιδοσκόπησης της αγοράς. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες επικαιροποιεί αναλόγως τα έγγραφα αρχεία που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 10 παράγραφος 1, τυχόν αποκάλυψη προνομιακής πληροφορίας που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς θεωρείται ότι έχει πραγματοποιηθεί κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων ενός προσώπου, εφόσον ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 5 του παρόντος άρθρου.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες, πριν προβεί στην αποκάλυψη:

α)

λαμβάνει τη συγκατάθεση του προσώπου το οποίο είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς όσον αφορά τη λήψη προνομιακής πληροφορίας·

β)

ενημερώνει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς ότι θα απαγορεύεται σε αυτόν η χρήση της εν λόγω πληροφορίας ή η απόπειρα χρήσης αυτής, για την απόκτηση ή διάθεση, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αφορά η εν λόγω πληροφορία·

γ)

ενημερώνει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς ότι θα απαγορεύεται σε αυτόν η χρήση της εν λόγω πληροφορίας ή η απόπειρα χρήσης αυτής, για την ακύρωση ή τροποποίηση μιας εντολής η οποία έχει ήδη καταχωρισθεί και σχετίζεται με χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εν λόγω πληροφορία· και

δ)

ενημερώνει το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς ότι η συμφωνία του όσον αφορά τη λήψη της πληροφορίας συνεπάγεται επίσης συμφωνία και υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα της πληροφορίας.

Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες δημιουργεί και τηρεί αρχείο όλων των πληροφοριών που παρέχονται στο πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου, καθώς και της ταυτότητας των δυνητικών επενδυτών στους οποίους έχουν αποκαλυφθεί οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των νομικών και φυσικών προσώπων που ενεργούν εξ ονόματος του δυνητικού επενδυτή, καθώς και της ημερομηνίας και ώρας κάθε αποκάλυψης. Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες παρέχει το αρχείο αυτό στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος.

6.   Σε περίπτωση που η πληροφορία που έχει αποκαλυφθεί σε ένα πρόσωπο σε πλαίσιο βολιδοσκόπησης της αγοράς παύσει να συνιστά προνομιακή πληροφορία σύμφωνα με την εκτίμηση του συμμετέχοντος στην αγορά, ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες, ο τελευταίος ενημερώνει το ταχύτερο δυνατό τον αποδέκτη.

Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες τηρεί αρχείο των πληροφοριών που δίδονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και το παρέχει στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος.

7.   Μη θιγομένου του παρόντος άρθρου, το πρόσωπο που είναι αποδέκτης της βολιδοσκόπησης της αγοράς κρίνει μόνο του κατά πόσο κατέχει προνομιακή πληροφορία ή πότε παύει να κατέχει προνομιακής πληροφορία.

8.   Ο συμμετέχων στην αγορά ο οποίος αποκαλύπτει πληροφορίες τηρεί τα αρχεία που αναφέρονται στο παρόν άρθρο για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών.

9.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις κατάλληλες ρυθμίσεις, διαδικασίες και απαιτήσεις τήρησης αρχείων προκειμένου τα πρόσωπα να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 4, 5, 6 και 8.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τα συστήματα και πρότυπα κοινοποίησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται από τα πρόσωπα για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στις παραγράφους 4, 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά την ακριβή μορφή των αρχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 8 και τα τεχνικά μέσα για την κατάλληλη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στο πρόσωπο που λαμβάνει τη βολιδοσκόπηση της αγοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο κατά το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τα πρόσωπα που λαμβάνουν τη βολιδοσκόπηση της αγοράς, όσον αφορά:

α)

τους παράγοντες τους οποίους τα εν λόγω πρόσωπα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν τους αποκαλύπτεται πληροφορία στο πλαίσιο μιας βολιδοσκόπησης της αγοράς, ώστε να κρίνουν κατά πόσο η εν λόγω πληροφορία συνιστά προνομιακή πληροφορία·

β)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα εν λόγω πρόσωπα, εάν τους έχουν αποκαλυφθεί προνομιακή πληροφορία, για να συμμορφώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 του παρόντος κανονισμού· και

γ)

τα αρχεία που πρέπει να τηρούν τα εν λόγω πρόσωπα, για να καταδείξουν ότι έχουν συμμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 10 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Χειραγώγηση της αγοράς

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η χειραγώγηση αγοράς συνίσταται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

διενέργεια συναλλαγής, τοποθέτησης εντολής για τη διενέργεια συναλλαγής ή οιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία:

i)

δίδει, ή είναι πιθανόν να δώσει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ενός σχετικού συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής·

ii)

διαμορφώνει, ή είναι πιθανόν να διαμορφώσει, την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεόμενου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο·

εκτός εάν το πρόσωπο που πραγματοποίησε τις συναλλαγές ή έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών ή προέβη σε οιαδήποτε άλλη ενέργεια αποδεικνύει ότι πραγματοποίησε αυτές τις συναλλαγές ή έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών ή προέβη στην εν λόγω ενέργεια για θεμιτούς λόγους και ότι ακολούθησε τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς ως ορίζονται κατά το άρθρο 13·

β)

διενέργεια συναλλαγής, τοποθέτηση εντολής για τη διενέργεια συναλλαγής ή οιαδήποτε άλλη δραστηριότητα ή συμπεριφορά που επηρεάζει, ή είναι πιθανόν να επηρεάσει την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεόμενου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής και η οποία χρησιμοποιεί παραπλανητική μεθόδευση ή κάθε άλλης μορφής παραπλάνηση ή τέχνασμα·

γ)

διάδοση πληροφοριών διά των μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, η οποία δίδει, ή είναι πιθανόν να δώσει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή ενός συνδεδεμένου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος βασιζομένου επί δικαιωμάτων εκπομπής ή διαμορφώνει, ή είναι πιθανόν να διαμορφώσει, την τιμή ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή ενός συνδεομένου με αυτά συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης φημών, εφόσον το πρόσωπο που τις διέδωσε γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, ότι οι πληροφορίες ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές·

δ)

διαβίβαση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή χορήγηση ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων για ένα δείκτη αναφοράς, εφόσον το πρόσωπο που πραγματοποίησε τη διαβίβαση ή τη χορήγηση των στοιχείων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές, ή κάθε άλλη συμπεριφορά που συνεπάγεται τη χειραγώγηση του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς.

2.   Οι ακόλουθες συμπεριφορές, ενδεικτικά, συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς:

α)

η συμπεριφορά, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν συντονισμένα, η οποία οδηγεί στην εξασφάλιση δεσπόζουσας θέσης επί της προσφοράς ή της ζήτησης σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή στα συνδεόμενα με αυτά συμβόλαια άμεσης παράδοσης επί εμπορευμάτων, ή σε ένα εκπληστειριαζόμενο προϊόν βασιζόμενο σε δικαιώματα εκπομπής η οποία έχει ή είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό, άμεσα ή έμμεσα, της τιμής αγοράς ή της τιμής πώλησης ή δημιουργεί ή είναι πιθανόν να δημιουργήσει άλλες αθέμιτες συνθήκες στις συναλλαγές·

β)

η αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, κατά την περίοδο διαμόρφωσης της τιμής ανοίγματος ή της τιμής κλεισίματος της αγοράς, η οποία έχει ή είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει των προβαλλόμενων τιμών, συμπεριλαμβανομένων των τιμών ανοίγματος ή κλεισίματος·

γ)

η τοποθέτηση εντολών σε τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης ή τροποποίησής τους, με τη χρησιμοποίηση οιουδήποτε διαθέσιμου μέσου συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων, όπως στρατηγικές αλγοριθμικών συναλλαγών και συναλλαγών υψηλής συχνότητας, και η οποία έχει ένα από τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β), μέσω:

i)

της διακοπής ή της καθυστέρησης, ή της ενδεχόμενης διακοπής ή καθυστέρησης, της λειτουργίας του συστήματος συναλλαγών του χώρου διαπραγμάτευσης·

ii)

της αύξησης ή της ενδεχόμενης αύξησης της δυσκολίας εντοπισμού από άλλα πρόσωπα των γνησίων εντολών στο σύστημα συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, μεταξύ άλλων μέσω της καταχώρισης εντολών που οδηγούν σε υπερφόρτωση ή αποσταθεροποίηση του βιβλίου εντολών· ή

iii)

της δημιουργίας ή της ενδεχομένης δημιουργίας ψευδών ή παραπλανητικών ενδείξεων σχετικά με την προσφορά ή τη ζήτηση ή σχετικά με την τιμή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, ιδίως μέσω της καταχώρισης εντολών για την έναρξη ή ενίσχυση μιας τάσης·

δ)

η εκμετάλλευση της περιστασιακής ή τακτικής πρόσβασης στα καθιερωμένα ή ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης εκφράζοντας μια γνώμη σχετικά με ορισμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή το συνδεόμενο με αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή ένα εκπληστειριαζόμενο προϊόν βασιζόμενο σε δικαιώματα εκπομπής (ή έμμεσα σχετικά με τον εκδότη του) ενώ έχει προηγηθεί η δημιουργία θέσης στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο ή στο συνδεόμενο με αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή σε εκπληστειριαζόμενο προϊόν βασιζόμενο σε δικαιώματα εκπομπής και η επακόλουθη άντληση οφέλους από τον αντίκτυπο των γνωμών που εκφράστηκαν σχετικά με την τιμή του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου ή του συνδεόμενου με αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος ή του εκπληστειριαζόμενου προϊόντος που βασίζεται σε δικαιώματα εκπομπής, χωρίς παράλληλα να έχει δημοσιοποιηθεί η ανωτέρω σύγκρουση συμφερόντων με τον αρμόζοντα και αποτελεσματικό τρόπο·

ε)

η αγορά ή πώληση στη δευτερογενή αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή συνδεόμενων παραγώγων πριν τον πλειστηριασμό που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 με αποτέλεσμα τον προσδιορισμό της τιμής εκκαθάρισης των εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων σε μη κανονικό ή σε τεχνητό επίπεδο ή την παραπλάνηση των προσώπων που υποβάλλουν προσφορές στις δημοπρασίες.

3.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), και με την επιφύλαξη των συμπεριφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, το παράρτημα I ορίζει κάποιες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, όσον αφορά τη χρήση παραπλανητικών μεθοδεύσεων ή κάθε άλλης παραπλάνησης ή τεχνάσματος, και ορισμένες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική, που αφορούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις και τον τεχνητό προσδιορισμό των τιμών.

4.   Εάν το πρόσωπο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο είναι νομικό πρόσωπο, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και σε φυσικά πρόσωπα που, συμμετέχουν στην απόφαση πραγματοποίησης δραστηριοτήτων για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, κατά το άρθρο 35, με τις οποίες διευκρινίζονται οι ενδείξεις που αναφέρονται στο παράρτημα I, για να αποσαφηνίσει τα στοιχεία τους και να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Άρθρο 13

Αποδεκτές πρακτικές αγοράς

1.   Η απαγόρευση του άρθρου 15 δεν εφαρμόζεται για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο που διενεργεί συναλλαγή, τοποθετεί εντολή για διενέργεια συναλλαγής ή πραγματοποιεί οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, αποδεικνύει ότι η εν λόγω συναλλαγή, εντολή ή συμπεριφορά έχει διενεργηθεί για νόμιμους λόγους και είναι σύμφωνη με μία αποδεκτή πρακτική αγοράς, όπως καθιερώνεται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

2.   Η αρμόδια αρχή δύναται να καθιερώνει μια αποδεκτή πρακτική αγοράς λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

εάν η πρακτική αγοράς παρέχει σημαντικό επίπεδο διαφάνειας στην αγορά·

β)

εάν η πρακτική αγοράς εξασφαλίζει υψηλό βαθμό διασφαλίσεων όσον αφορά τη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς και την κατάλληλη αλληλεπίδραση μεταξύ των δυνάμεων προσφοράς και ζήτησης·

γ)

εάν η πρακτική αγοράς έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς·

δ)

εάν η πρακτική αγοράς λαμβάνει υπόψη τον μηχανισμό διαπραγμάτευσης της οικείας αγοράς και επιτρέπει στους συμμετέχοντες στην αγορά να ανταποκρίνονται κατάλληλα και έγκαιρα στις νέες συνθήκες της αγοράς που δημιουργεί η εν λόγω πρακτική·

ε)

εάν η πρακτική αγοράς δεν δημιουργεί κινδύνους για την ακεραιότητα των άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενων αγορών, ρυθμιζόμενων ή μη, για το αντίστοιχο χρηματοπιστωτικό μέσο σε ολόκληρη την Ένωση·

στ)

το αποτέλεσμα τυχόν έρευνας επί την εν λόγω πρακτικής αγοράς από κάποια αρμόδια ή άλλη αρχή, ιδίως όσον αφορά την παραβίαση από την εν λόγω πρακτική αγοράς κανόνων ή κανονισμών για την πρόληψη της κατάχρησης της αγοράς ή κωδίκων δεοντολογίας, ανεξάρτητα από το εάν αφορά την οικεία αγορά ή άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενες αγορές στο εσωτερικό της Ένωσης· και

ζ)

τα δομικά χαρακτηριστικά της αντίστοιχης αγοράς, μεταξύ άλλων εάν πρόκειται για ρυθμιζόμενη ή όχι αγορά, οι τύποι των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο τύπος των συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού συμμετοχής ιδιωτών επενδυτών στην αγορά αυτή.

Πρακτική αγοράς που έχει καθιερωθεί από αρμόδια αρχή ως αποδεκτή πρακτική αγοράς σε συγκεκριμένη αγορά δεν θεωρείται εφαρμοστέα σε άλλες αγορές, εκτός εάν η εν λόγω πρακτική έχει γίνει αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές των άλλων αγορών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

3.   Πριν από την καθιέρωση μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με την πρόθεση καθιέρωσης μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς και παρέχει λεπτομερή στοιχεία της αξιολόγησης που έχει διενεργήσει σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο 2. Η γνωστοποίηση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την προγραμματισμένη έναρξη ισχύος της αποδεκτής πρακτικής αγοράς.

4.   Εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει γνωμοδότηση στην οικεία αρμόδια αρχή, με την οποία αξιολογεί τη συμβατότητα της αποδεκτής πρακτικής αγοράς με την παράγραφο 2 και με τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται δυνάμει της παραγράφου 7. Η ΕΑΚΑΑ εξετάζει επίσης κατά πόσον η καθιέρωση της αποδεκτής πρακτικής αγοράς ενδέχεται να αποτελέσει κίνδυνο για την εμπιστοσύνη της αγοράς στη χρηματοπιστωτική αγορά της Ένωσης. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

5.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή καθιερώνει αποδεκτή πρακτική αγοράς η οποία αντιβαίνει στη γνωμοδότηση που έχει εκδώσει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της, εντός 24 ωρών από την καθιέρωση της αποδεκτής πρακτικής αγοράς, ανακοίνωση στην οποία εκθέτει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους το έπραξε και τους λόγους για τους οποίους η αποδεκτή πρακτική αγοράς δεν αποτελεί κίνδυνο για την εμπιστοσύνη της αγοράς.

6.   Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή θεωρεί ότι κάποια άλλη αρμόδια αρχή έχει καθιερώσει μια αποδεκτή πρακτική αγοράς η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, η ΕΑΚΑΑ συνδράμει για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των εν λόγω αρχών, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Αν οι εν λόγω αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λάβει απόφαση κατά το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Χάριν συνεπούς εναρμονίσεως του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τα κριτήρια, τη διαδικασία και τις απαιτήσεις για την καθιέρωση μιας αποδεκτής πρακτικής αγοράς δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4, καθώς και τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της, τον τερματισμό της, ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων για την αποδοχή της.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

8.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά διετία τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς που έχουν καθιερώσει, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη σημαντικές μεταβολές που έχουν επέλθει εν τω μεταξύ στο περιβάλλον της οικείας αγοράς, όπως τροποποιήσεις σε κανόνες διαπραγμάτευσης ή σε υποδομές της αγοράς, με σκοπό τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διατήρηση τους, τον τερματισμό τους, ή την τροποποίηση των προϋποθέσεων για την αποδοχή των εν λόγω πρακτικών.

9.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αποδεκτών πρακτικών αγοράς και των κρατών μελών στα οποία είναι εφαρμοστέες.

10.   Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των αποδεκτών πρακτικών αγοράς και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής τους στις αντίστοιχες αγορές.

11.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς που έχουν καθιερώσει έως τις 2 Ιουλίου 2014 εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της παραγράφου 7.

Οι αποδεκτές πρακτικές αγοράς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου συνεχίζουν να ισχύουν στα οικεία κράτη μέλη μέχρι να λάβει απόφαση η αρμόδια αρχή σχετικά με τη συνέχιση των πρακτικών αυτών έπειτα από γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Άρθρο 14

Απαγόρευση της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και της παράνομης ανακοίνωσης προνομιακών πληροφοριών

Απαγορεύεται:

α)

η κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή η απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας·

β)

η σύσταση προς άλλο πρόσωπο να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας ή παρότρυνση άλλου προσώπου να προβεί σε κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας· ή

γ)

η παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας.

Άρθρο 15

Απαγόρευση της χειραγώγησης αγοράς

Απαγορεύεται η χειραγώγηση αγοράς ή η απόπειρα χειραγώγησης αγοράς.

Άρθρο 16

Πρόληψη και εντοπισμός κατάχρησης αγοράς

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες με σκοπό την πρόληψη και τον εντοπισμό των πράξεων κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, χειραγώγησης της αγοράς και σχετικών αποπειρών αντιστοίχως σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 54 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κάθε πρόσωπο αναφερόμενο στο πρώτο εδάφιο γνωστοποιεί αμελλητί στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης εντολές και συναλλαγές, ή ακύρωση ή τροποποίηση αυτών, οι οποίες θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, χειραγώγηση της αγοράς ή απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς.

2.   Οποιοδήποτε πρόσωπο διαμεσολαβεί κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελεί συναλλαγές θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές ρυθμίσεις, συστήματα και διαδικασίες εντοπισμού και αναφοράς ύποπτων εντολών και συναλλαγών. Όποτε το εν λόγω πρόσωπο έχει εύλογες υπόνοιες ότι μια εντολή ή συναλλαγή σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε έχει εισαχθεί ή εκτελεστεί εντός είτε εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, θα μπορούσε να συνιστά κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας, χειραγώγηση της αγοράς ή απόπειρα κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς, το πρόσωπο αυτό ενημερώνει την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 χωρίς καθυστέρηση.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβούν στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελούν συναλλαγές υπόκεινται στους κανόνες γνωστοποίησης του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την καταστατική έδρα ή διαθέτουν κεντρικά γραφεία, ή στην περίπτωση των υποκαταστημάτων, του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα. Η γνωστοποίηση απευθύνεται στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους.

4.   Οι αρμόδιες αρχές της παραγράφου 3 που λαμβάνουν τη γνωστοποίηση σχετικά με τις ύποπτες εντολές ή συναλλαγές διαβιβάζουν αμέσως τις εν λόγω πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές των οικείων τόπων διαπραγμάτευσης.

5.   Για την εξασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα εξής:

α)

τις κατάλληλες ρυθμίσεις, συστήματα, και διαδικασίες για τη συμμόρφωση των προσώπων με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2· και

β)

τα πρότυπα κοινοποίησης που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 17

Δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών

1.   Κάθε εκδότης ενημερώνει το κοινό όσο το δυνατόν συντομότερα σχετικά με προνομιακές πληροφορίες οι οποίες αφορούν άμεσα τον εν λόγω εκδότη.

Ο εκδότης εξασφαλίζει ότι η δημοσιοποίηση των προνομιακών πληροφοριών πραγματοποιείται με τρόπο που επιτρέπει την ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες και την πλήρη, ορθή και έγκαιρη αξιολόγηση των πληροφοριών από το κοινό, καθώς και, όπου εφαρμόζεται, στο πλαίσιο του επίσημα καθορισμένου μηχανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24). Ο εκδότης δεν πρέπει να συνδυάζει τη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών με την εμπορική προώθηση των δραστηριοτήτων του. Ο εκδότης αναρτά και διατηρεί στον επίσημο δικτυακό τόπο του για περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών, όλες τις προνομιακές πληροφορίες που υποχρεούται να δημοσιοποιήσει.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε εκδότες που έχουν ζητήσει την εισαγωγή ή των οποίων έχει εγκριθεί η εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους ή, στην περίπτωση των μέσων που διαπραγματεύονται μόνο σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, εκδότες των οποίων έχει εγκριθεί η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών μέσων τους σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή που έχουν αιτηθεί την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ κράτους μέλους.

2.   Κάθε συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δημοσιοποιεί αποτελεσματικά και εγκαίρως προνομιακές πληροφορίες που αφορούν δικαιώματα εκπομπής, τις οποίες κατέχει σχετικά με την επιχείρησή του, συμπεριλαμβανομένων των αεροπορικών δραστηριοτήτων όπως ορίζεται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ή εγκαταστάσεων υπό την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο ε) της οδηγίας αυτής τις οποίες κατέχει ή ελέγχει ο εν λόγω συμμετέχων, κάποια μητρική ή συνδεδεμένη επιχείρησή του, ή για τις οποίες είναι υπεύθυνος όσον αφορά τα λειτουργικά θέματα ο εν λόγω συμμετέχων ή κάποια μητρική ή συνδεδεμένη επιχείρησή του, εν όλω ή εν μέρει. Σε ό,τι αφορά τις εγκαταστάσεις, η εν λόγω δημοσιοποίηση περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν τη χωρητικότητα και τη χρήση των εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της προγραμματισμένης ή μη έλλειψης διαθεσιμότητας των εν λόγω εγκαταστάσεων.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε οντότητα που συμμετέχει στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής εάν οι εγκαταστάσεις ή οι αεροπορικές δραστηριότητες που κατέχει, ελέγχει ή για τις οποίες είναι υπεύθυνος το προηγούμενο έτος είχαν εκπομπές οι οποίες δεν υπερέβησαν ένα ελάχιστο όριο αερίων ισοδύναμων προς το διοξείδιο του άνθρακα και, εάν διεξάγουν δραστηριότητες καύσης, είχαν ονομαστική θερμική ισχύ που δεν υπερέβη ένα ελάχιστο όριο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 35 που ορίζουν το ελάχιστο όριο αερίων ισοδύναμων προς το διοξείδιο του άνθρακα και το ελάχιστο όριο ονομαστικής θερμικής ισχύος για τους σκοπούς της εφαρμογής της απαλλαγής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 35 για τον καθορισμό της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τις γνωστοποιήσεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

4.   Κάθε εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δύναται, υπ’ ευθύνη του, να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η άμεση δημοσιοποίηση ενδέχεται βλάψει τα νόμιμα συμφέροντά του·

β)

η αναβολή της δημοσιοποίησης δεν ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό·

γ)

ο εκδότης ή ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής μπορεί να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα της εν λόγω πληροφορίας.

Στην περίπτωση μιας παρατεταμένης διαδικασίας η οποία εξελίσσεται ι σε στάδια και αποσκοπεί ή οδηγεί σε συγκεκριμένη κατάσταση ή σε συγκεκριμένο γεγονός, ένας εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής δύναται, υπ’ ευθύνη του, να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας που σχετίζεται με την εν λόγω διαδικασία, σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου.

Εάν ένας εκδότης ή ένας συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής έχει αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας δυνάμει της παρούσας παραγράφου, ενημερώνει την κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή σχετικά με το γεγονός της αναβολής και παρέχει εγγράφως εξηγήσεις σχετικά με το πώς πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας. Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι οι έγγραφες εξηγήσεις και το σχετικό αρχείο θα παρέχονται μόνο κατόπιν αιτήματος της κατά την παράγραφο 3 αρμόδιας αρχής.

5.   Για να διασφαλισθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κάθε εκδότης ο οποίος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, δύναται, υπ’ ευθύνη του να αναβάλει τη δημοσιοποίηση προνομιακής πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένης πληροφορίας που σχετίζεται με προσωρινό πρόβλημα ρευστότητας και ιδίως με την ανάγκη για προσωρινή παροχή ρευστότητας από κεντρική τράπεζα ή δανειστή ύστατης ανάγκης, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας συνεπάγεται κίνδυνο υπονόμευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του εκδότη και του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

β)

η αναβολή της δημοσιοποίησης εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον·

γ)

μπορεί να διασφαλιστεί η εμπιστευτικότητα της πληροφορίας· και

δ)

η αρμόδια αρχή της παραγράφου 3 έχει δώσει τη συγκατάθεσή της για την αναβολή βασιζόμενη στο γεγονός ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ).

6.   Για τους σκοπούς των στοιχείων α) έως δ) της παραγράφου 5, ο εκδότης κοινοποιεί στην κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή την πρόθεσή του να αναβάλει τη δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας και να παράσχει αποδείξεις ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 5. Η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή διαβουλεύεται κατά περίπτωση με την εθνική κεντρική τράπεζα ή την τυχόν υφισταμένη αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας ή άλλως με τις παρακάτω αρχές:

α)

αν ο εκδότης είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με την αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25)·

β)

στις υπόλοιπες περιπτώσεις πλην αυτές του στοιχείου α), με κάθε άλλη εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του εκδότη.

Η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι η δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας αναβάλλεται μόνο για τόσο διάστημα όσο είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή αξιολογεί κατ’ ελάχιστο σε εβδομαδιαία βάση εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 5.

Αν η κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή δεν δώσει τη συγκατάθεσή της για την αναβολή δημοσιοποίησης της προνομιακής πληροφορίας, ο εκδότης δημοσιοποιεί αμέσως την προνομιακή πληροφορία.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες η αναβολή δημοσιοποίησης της προνομιακής πληροφορίας δεν αποφασίζεται από τον εκδότη σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Η αναφορά στην κατά την παράγραφο 3 αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου δεν περιορίζει τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιονδήποτε των τρόπων του άρθρου 23 παράγραφος 1.

7.   Όπου η δημοσιοποίηση της προνομιακής πληροφορίας έχει αναβληθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 4 ή 5 και η εμπιστευτικότητα της πληροφορίας αυτής δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη, ο εκδότης ή ο συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής υποχρεούται να δημοσιοποιήσει την πληροφορία αυτή το συντομότερο δυνατό.

Η παρούσα παράγραφος περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες μια φήμη αναφέρεται ρητά σε προνομιακή πληροφορία της οποίας η δημοσιοποίηση έχει αναβληθεί δυνάμει των παραγράφων 4 ή 5, όταν η φήμη είναι επαρκώς ακριβής ώστε να καταδεικνύεται ότι η εμπιστευτικότητα της εν λόγω πληροφορίας δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη.

8.   Εάν ένας εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, ή ένα πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του, δημοσιοποιήσει τυχόν προνομιακή πληροφορία σε οποιονδήποτε τρίτο στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, οφείλει να δημοσιοποιήσει πλήρως και αποτελεσματικά την εν λόγω πληροφορία στο κοινό, ταυτόχρονα σε περίπτωση εκ προθέσεως δημοσιοποίησης ή άμεσα εάν η δημοσιοποίηση ήταν ακούσια. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται εάν το πρόσωπο που λαμβάνει την πληροφορία έχει δεσμευτεί με υποχρέωση εμπιστευτικότητας, ανεξαρτήτως εάν η εν λόγω υποχρέωση βασίζεται σε νόμο, κανονισμούς, καταστατικό ή σε σύμβαση.

9.   Η προνομιακή πληροφορία που αφορά εκδότες, των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, δύνανται να αναρτηθούν από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον δικτυακό του τόπο και όχι στον δικτυακό τόπο του εκδότη, εφόσον ο τόπος διαπραγμάτευσης επιλέξει να παράσχει αυτή την υπηρεσία στους εκδότες της εν λόγω αγοράς.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό:

α)

των τεχνικών μέσων για την κατάλληλη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2, 8 και 9· και

β)

των τεχνικών μέσων για την αναβολή της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών όπως αναφέρεται στις παραγράφους 4 και 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την κατάρτιση ενός μη εξαντλητικού, ενδεικτικού καταλόγου των νόμιμων συμφερόντων εκδότη, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α), και καταστάσεων στις οποίες τυχόν αναβολή δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών είναι πιθανό να παραπλανήσει το κοινό ως αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 4.

Άρθρο 18

Κατάλογοι προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες

1.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό τους:

α)

καταρτίζουν έναν κατάλογο όλων των προσώπων που έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία και τα οποία εργάζονται για αυτούς δυνάμει σύμβασης εργασίας, παροχής υπηρεσιών, ή άλλως πως ασκούν καθήκοντα μέσω των οποίων έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία, όπως σύμβουλοι, λογιστές ή οργανισμοί αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (κατάλογοι προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες)·

β)

επικαιροποιεί άμεσα τον κατάλογο σύμφωνα με την παράγραφο 4· και

γ)

παρέχουν τον κατάλογο στην αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατό κατόπιν αιτήματος.

2.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι κάθε πρόσωπο που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία αναγνωρίζει εγγράφως τις νομοθετικές και κανονιστικές υποχρεώσεις που υπέχει και έχει γνώση των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση πράξεων κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας, και παράνομης ανακοίνωσης προνομιακής πληροφορίας.

Όταν κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εκδότη αναλαμβάνει την κατάρτιση και επικαιροποίηση του καταλόγου προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία, ο εκδότης παραμένει πλήρως υπεύθυνος για τη συμμόρφωση με το παρόν άρθρο. Ο εκδότης διατηρεί πάντα δικαίωμα πρόσβασης στον κατάλογο.

3.   Ο κατάλογος προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

την ταυτότητα κάθε προσώπου που έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία·

β)

την αιτία για την οποία περιλαμβάνεται το εν λόγω πρόσωπο στον κατάλογο·

γ)

την ημερομηνία και την ώρα κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο απόκτησε πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία· και

δ)

την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε ο κατάλογος προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία.

4.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους επικαιροποιούν άμεσα τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας επικαιροποίησης, στις παρακάτω περιστάσεις:

α)

όταν υπάρχει κάποια αλλαγή όσον αφορά την αιτία για την οποία περιλαμβάνεται ήδη ένα πρόσωπο στον κατάλογο των προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία·

β)

όταν υπάρχει κάποιο νέο πρόσωπο το οποίο έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία και το οποίο πρέπει, κατά συνέπεια, να προστεθεί στον κατάλογο· προσώπων που έχουν πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία· και

γ)

όταν ένα πρόσωπο παύει να έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία.

Σε κάθε επικαιροποίηση προσδιορίζεται η ημερομηνία και η ώρα κατά την οποία συνέβη η αλλαγή που προκάλεσε την επικαιροποίηση.

5.   Οι εκδότες ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εξ ονόματός τους ή για λογαριασμό τους διατηρούν τον κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία για περίοδο τουλάχιστον 5 ετών μετά την κατάρτιση ή επικαιροποίησή του.

6.   Οι εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ απαλλάσσονται από την κατάρτιση του εν λόγω καταλόγου προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία, αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο εκδότης λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι κάθε πρόσωπο που έχει πρόσβαση σε προνομιακή πληροφορία αναγνωρίζει τις διά νόμου και διά των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων υποχρεώσεις του και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας και παράνομης ανακοίνωσης προνομιακής πληροφορίας, και

β)

ο εκδότης είναι σε θέση να παράσχει στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος, κατάλογο προσώπων που κατέχουν προνομιακή πληροφορία.

7.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε εκδότες που έχουν αιτηθεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση ή των οποίων έχει εγκριθεί η εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους ή, σε περίπτωση μέσου που διαπραγματεύεται μόνο σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, έχει εγκριθεί η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών τους μέσων σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή έχουν αιτηθεί την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ κράτους μέλους.

8.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης:

α)

στους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής όσον αφορά προνομιακές πληροφορίες σε σχέση με δικαιώματα εκπομπής οι οποίες προκύπτουν στο πλαίσιο των υλικών δραστηριοτήτων των εν λόγω συμμετεχόντων στην αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

β)

σε κάθε χώρο πλειστηριασμών, σε κάθε εκπλειστηριαστή και στον επιτηρητή πλειστηριασμών όσον αφορά πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων εκπλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010.

9.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ακριβούς μορφότυπου των καταλόγων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και του μορφότυπου ανανέωσης των εν λόγω καταλόγων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Συναλλαγές προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα

1.   Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά, γνωστοποιούν στον εκδότη ή στον συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής και την αρμόδια αρχή της παραγράφου 2 δεύτερο εδάφιο:

α)

όσον αφορά τους εκδότες, κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται για ίδιο λογαριασμό και η οποία σχετίζεται με τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εν λόγω εκδότη ή με παράγωγα μέσα ή άλλα συνδεδεμένα χρηματοπιστωτικά μέσα·

β)

όσον αφορά τους συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται για ίδιο λογαριασμό σε δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά ή συνδεόμενα παράγωγα.

Οι γνωστοποιήσεις αυτές πραγματοποιούνται άμεσα και το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία συναλλαγής.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται μόλις ο συνολικός αριθμός συναλλαγών φτάσει το όριο που ορίζεται στην παράγραφο 8 ή 9, αναλόγως, εντός ενός ημερολογιακού έτους.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν άλλες υποχρεώσεις γνωστοποίησης εκτός αυτών που ορίζονται από το παρόν άρθρο, όλες οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, γνωστοποιούνται από τα πρόσωπα αυτά στις αρμόδιες αρχές.

Οι κανόνες γνωστοποίησης με τους οποίους πρέπει να συμμορφώνονται τα πρόσωπα της παραγράφου 1 είναι εκείνοι του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του ο εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής. Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία συναλλαγής και απευθύνεται στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους. Αν ο εκδότης δεν εδρεύει σε κράτος μέλος, η εν λόγω γνωστοποίηση απευθύνεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο θ) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ ή ελλείψει αυτής στην αρμοδία αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης.

3.   Ο εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δημοσιοποιούνται άμεσα και το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά τη συναλλαγή, με τρόπο ο οποίος επιτρέπει την ταχεία πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες με τρόπο ισότιμο και σύμφωνα με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) του άρθρου 17 παράγραφος 10.

Ο εκδότης ή συμμετέχων σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής χρησιμοποιεί μέσα που ευλόγως μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα για την αποτελεσματική διάδοση πληροφοριών στο κοινό σε ολόκληρη την Ένωση και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί τον επίσημα καθορισμένο μηχανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

Εναλλακτικά, το εθνικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει ότι μια αρμόδια αρχή μπορεί να δημοσιοποιεί η ίδια τις πληροφορίες.

4.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε εκδότες:

α)

οι οποίοι έχουν αιτηθεί την εισαγωγή ή των οποίων έχει εγκριθεί η αίτηση εισαγωγής των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή

β)

σε περίπτωση μέσου που διαπραγματεύεται μόνο σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, των οποίων έχει εγκριθεί η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών τους μέσων σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή οι οποίοι έχουν αιτηθεί την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ.

5.   Οι εκδότες και συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ενημερώνουν εγγράφως τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος άρθρου. Οι εκδότες και οι συμμετέχοντες σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής καταρτίζουν κατάλογο όλων των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και των προσώπων που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά.

Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα ενημερώνουν εγγράφως τα πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με τα ίδια σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος άρθρου και διατηρούν ένα αντίγραφο της εν λόγω γνωστοποίησης.

6.   Η γνωστοποίηση των συναλλαγών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις παρακάτω πληροφορίες:

α)

το όνομα του προσώπου·

β)

την αιτία για τη γνωστοποίηση·

γ)

το όνομα του σχετικού εκδότη ή του συμμετέχοντα σε αγορά δικαιωμάτων εκπομπής·

δ)

περιγραφή και κωδικό αναγνώρισης του χρηματοπιστωτικού μέσου·

ε)

τη φύση των συναλλαγών (π.χ. απόκτηση ή διάθεση), με παράλληλη αναφορά σχετικά με το αν συνδέεται με την εκτέλεση προγραμμάτων χορήγησης δικαιωμάτων αγοράς μετοχών ή με τα συγκεκριμένα παραδείγματα που ορίζονται στην παράγραφο 7·

στ)

την ημερομηνία και τον τόπο των συναλλαγών· και

ζ)

την τιμή και τον όγκο των συναλλαγών. Σε περίπτωση ενεχυρίασης της οποίας οι όροι προβλέπουν μεταβολή της αξίας της, αυτό θα πρέπει να δημοσιοποιείται μαζί με την αξία της κατά την ημερομηνία της ενεχυρίασης.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στις συναλλαγές που πρέπει να κοινοποιούνται συγκαταλέγονται επίσης:

α)

η ενεχυρίαση ή ο δανεισμός χρηματοπιστωτικών μέσων από ή εξ ονόματος προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή έχει στενούς δεσμούς με ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

συναλλαγές που αναλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο κατ’ επάγγελμα διαμεσολαβεί στην κατάρτιση συναλλαγών ή εκτελεί συναλλαγές ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξ ονόματος προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή προσώπου που έχει στενούς δεσμούς με ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου ασκείται διακριτική ευχέρεια·

γ)

συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, όπως ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), όπου:

i)

ο ασφαλισμένος είναι πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με ένα τέτοιο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1,

ii)

ο ασφαλισμένος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο, και

iii)

ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα ή τη διακριτική ευχέρεια να λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις αναφορικά με συγκεκριμένα μέσα στο πλαίσιο του εν λόγω ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής ή να εκτελεί συναλλαγές που αφορούν συγκεκριμένα μέσα για το εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), ένα ενέχυρο ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια εμπράγματη ασφάλεια η οποία αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με την κατάθεση χρηματοπιστωτικά μέσα σε λογαριασμό θεματοφυλακής δεν υπόκειται σε υποχρέωση γνωστοποίησης, παρά μόνο σε περίπτωση που το εν λόγω ενέχυρο ή άλλη εμπράγματη ασφάλεια α προορίζεται για την ασφάλιση συγκεκριμένης πιστωτικής διευκόλυνσης.

Στον βαθμό που ο ασφαλισμένος στο πλαίσιο ενός ασφαλιστήριου συμβολαίου υποχρεούται να γνωστοποιεί συναλλαγές σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η ασφαλιστική εταιρεία δεν υπόκειται σε υποχρέωση γνωστοποίησης.

8.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μετέπειτα συναλλαγή μετά τη συμπλήρωση συνολικού ποσού 5 000 EUR εντός ενός ημερολογιακού έτους. Το όριο των 5 000 EUR υπολογίζεται με την πρόσθεση, χωρίς συμψηφισμό, όλων των συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

9.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει το όριο που ορίζεται στην παράγραφο 8 σε 20 000 EUR, ενημερώνει δε την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την απόφαση για θέσπιση υψηλότερου ορίου και αιτιολογεί την απόφαση αυτή με συγκεκριμένη αναφορά στις συνθήκες της αγοράς πριν από την εφαρμογή της. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της τον κατάλογο των ορίων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τις αιτιολογήσεις που παρέχονται από τις αρμόδιες αρχές για τα όρια αυτά.

10.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επίσης σε συναλλαγές προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε κάθε χώρο πλειστηριασμών, εκπλειστηριαστή και επιτηρητή πλειστηριασμών σε σχέση με πλειστηριασμούς διενεργουμένους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010, καθώς και σε πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με τα πρόσωπα αυτά, στον βαθμό που οι συναλλαγές τους αφορούν δικαιώματα εκπομπής, παράγωγα αυτών ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά. Τα πρόσωπα αυτά γνωστοποιούν τις συναλλαγές τους στους χώρους πλειστηριασμού, στους εκπλειστηριαστές και στους επιτηρητές πλειστηριασμών, ως ισχύει, και στην αρμοδία αρχή όπου ο ανωτέρω χώρος, εκπλειστηριαστής ή επιτηρητής, ως ισχύει, είναι καταχωρημένος. Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο δημοσιοποιούνται από τους χώρους εκπλειστηριασμών, τους εκπλειστηριαστές, τον επιτηρητή πλειστηριασμών ή την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3.

11.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15, ένα πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα σε ένα εκδότη δεν πραγματοποιεί συναλλαγές για λογαριασμού του ιδίου ή για λογαριασμού τρίτου, άμεσα ή έμμεσα, οι οποίες σχετίζονται με τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εκδότη ή με παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με αυτά, κατά τη διάρκεια μιας κλειστής περιόδου 30 ημερολογιακών ημερών πριν από την ανακοίνωση μιας ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης ή μιας ετήσιας έκθεσης την οποία ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιήσει σύμφωνα με:

α)

τους κανόνες του χώρου διαπραγμάτευσης στον οποίο οι μετοχές του εκδότη έχουν γίνει δεκτές προς διαπραγμάτευση, ή

β)

σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

12.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15, ένας εκδότης μπορεί να επιτρέψει σε πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα για τον εν λόγω εκδότη να εκτελεί συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου ή για λογαριασμό τρίτου κατά τη διάρκεια της κλειστής περιόδου της παραγράφου 11, είτε

α)

κατά περίπτωση λόγω της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες απαιτούν την άμεση πώληση μετοχών, όπως σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, είτε

β)

λόγω των χαρακτηριστικών των σχετικών συναλλαγών, όσον αφορά συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ή σχετίζονται με σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο, με αποταμιευτικά προγράμματα, με δικαιώματα επί μετοχών ή δικαιώματα επί μετοχών ή συναλλαγές στις οποίες δεν μεταβάλλεται το έννομο συμφέρον στον σχετικό τίτλο.

13.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 που διευκρινίζουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί ο εκδότης να επιτρέπει την εκτέλεση συναλλαγών κατά τη διάρκεια μιας κλειστής περιόδου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 12, συμπεριλαμβανομένων των περιστάσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξαιρετικές και των τύπων συναλλαγών που θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση άδειας για διενέργεια συναλλαγών.

14.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 που διευκρινίζουν τους τύπους των συναλλαγών οι οποίες ενεργοποιούν την απαίτηση της παραγράφου 1.

15.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον μορφότυπο και το πρότυπο με τον οποίο πρέπει να γνωστοποιούνται και να δημοσιοποιούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 20

Επενδυτικές συστάσεις και στατιστικά στοιχεία

1.   Τα πρόσωπα που παράγουν ή διαδίδουν επενδυτικές συστάσεις ή άλλες πληροφορίες που συνιστούν ή προτείνουν μια επενδυτική στρατηγική, επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια για να διασφαλίσουν ότι οι σχετικές πληροφορίες παρουσιάζονται με αντικειμενικό τρόπο και για να δημοσιοποιήσουν τα συμφέροντά τους ή να αναφέρουν συγκρούσεις συμφερόντων που αφορούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες.

2.   Οι δημόσιοι οργανισμοί που διαδίδουν στατιστικά στοιχεία ή προβλέψεις που ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές τα διαδίδουν με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις τεχνικές ρυθμίσεις για τις κατηγορίες προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, που αφορούν την αντικειμενική παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων ή άλλων πληροφοριών που συνιστούν ή προτείνουν μια επενδυτική στρατηγική και για τη δημοσιοποίηση συγκεκριμένων συμφερόντων ή ενδείξεων συγκρούσεων συμφερόντων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι τεχνικές ρυθμίσεις που ορίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεν εφαρμόζονται σε δημοσιογράφους που υπόκεινται σε ισοδύναμες κατάλληλες κανονιστικές ρυθμίσεις στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων ισοδύναμων κατάλληλων διατάξεων αυτορρύθμισης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κανονιστικές ρυθμίσεις επιτυγχάνουν παρόμοια αποτελέσματα με τις εν λόγω τεχνικές ρυθμίσεις. Το κράτος μέλος γνωστοποιεί το κείμενο της εν λόγω ισοδύναμης κατάλληλης κανονιστικής ρύθμισης στην Επιτροπή.

Άρθρο 21

Δημοσιοποίηση ή διάδοση πληροφοριών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης

Για τους σκοπούς του άρθρου 10, του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 20, όταν δημοσιοποιούνται ή διαδίδονται πληροφορίες και όταν διατυπώνονται ή διαδίδονται συστάσεις για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή οποιαδήποτε άλλης μορφής έκφραση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η εν λόγω δημοσιοποίηση ή διάδοση πληροφοριών αξιολογείται με βάση τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία έκφρασης στα λοιπά μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και τους κανόνες ή τους κώδικες που διέπουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα, εκτός εάν:

α)

τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ή πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, όφελος ή κέρδη από τη δημοσιοποίηση ή διάδοση των εν λόγω πληροφοριών· ή

β)

η δημοσιοποίηση ή διάδοση πραγματοποιείται με στόχο την παραπλάνηση της αγοράς σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικών μέσων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΑΚΑΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 22

Αρμόδιες αρχές

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των δικαστικών αρχών, κάθε κράτος μέλος διορίζει μια ενιαία διοικητική αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και άλλες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού στην επικράτειά της, όσον αφορά όλες τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα στην επικράτειά της, αλλά και τις πράξεις που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό και σχετίζονται με μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα οποία εκπλειστηριάζονται σε χώρο πλειστηριασμών ή τα οποία διαπραγματεύονται σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ που δραστηριοποιείται στην επικράτειά της.

Άρθρο 23

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους με οιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με τους φορείς της αγοράς·

γ)

με ανάθεση κατ’ εξουσιοδότηση, υπό την ευθύνη τους, προς τις αρχές αυτές ή προς τους φορείς της αγοράς·

δ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.   Για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

α)

να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και άλλα δεδομένα οποιασδήποτε μορφής και να λαμβάνουν ή να παίρνουν αντίτυπο αυτών·

β)

να ζητούν ή να απαιτούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων όσων συμμετέχουν διαδοχικά στη μεταβίβαση εντολών ή στη διεξαγωγή των σχετικών εργασιών, καθώς και τους εντολείς αυτών και, όταν απαιτείται, να καλούν και να ανακρίνουν οποιοδήποτε πρόσωπο με στόχο την απόκτηση πληροφοριών·

γ)

όσον αφορά τα παράγωγα επί εμπορευμάτων, να ζητούν πληροφορίες από συμμετέχοντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω των τυποποιημένων μορφότυπων, να λαμβάνουν αναφορές σχετικά με συναλλαγές και να έχουν άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

δ)

να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες σε χώρους που δεν αποτελούν ιδιωτικές κατοικίες φυσικών προσώπων·

ε)

δύνανται, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, να εισέρχονται σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων για την κατάσχεση εγγράφων και δεδομένων οποιασδήποτε μορφής εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα ή δεδομένα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή έρευνας ενδέχεται να είναι κρίσιμα για τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγησης της αγοράς κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού·

στ)

να παραπέμπουν ζητήματα για ποινική διερεύνηση·

ζ)

να ζητούν τα υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα·

η)

να ζητούν, αν αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σημαντικά για την έρευνα παραβάσεων του άρθρου 14 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 15·

θ)

να ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, ή και τα δύο·

ι)

να αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων·

ια)

να ζητούν την προσωρινή διακοπή κάθε πρακτικής την οποία η αρμόδια αρχή θεωρεί αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

ιβ)

να επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας· και

ιγ)

να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή ενημέρωση του κοινού, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών που δημοσιοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων απαιτώντας από οποιονδήποτε εκδότη ή άλλο πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες τη δημοσίευση διορθωτικής δήλωσης.

Εάν κατά την εθνική νομοθεσία χρειάζεται προηγούμενη άδεια δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους για την είσοδο σε εγκαταστάσεις φυσικών και νομικών προσώπων κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο ε) του πρώτου εδαφίου, η εν λόγω εξουσία ασκείται μόνο αφού δοθεί άδεια.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη νόμων, κανονισμών και διοικητικών διατάξεων που έχουν εγκριθεί σε σχέση με δημόσιες προτάσεις αγοράς κινητών αξιών, συναλλαγές συγχώνευσης και άλλες συναλλαγές που αφορούν την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο εταιρειών που ρυθμίζονται από τις εποπτικές αρχές που έχουν ορισθεί από τα κράτη μέλη κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ και οι οποίοι επιβάλλουν απαιτήσεις επιπλέον των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού.

4.   Η γνωστοποίηση πληροφοριών στην αρμόδια αρχή από κάποιο πρόσωπο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν θεωρείται ότι παραβιάζει κάποιον περιορισμό στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται διά συμβολαίου ή διά νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης, και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στη γνωστοποίηση καμία απολύτως νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω γνωστοποίηση.

Άρθρο 24

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές προσκομίζουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή των καθηκόντων τους, κατά το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα έντυπα ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 25

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και με την ΕΑΚΑΑ εφόσον κρίνεται απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εκτός αν ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν υποστήριξη στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ. Συγκεκριμένα, ανταλλάσσουν πληροφορίες, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας, εποπτείας και επιβολής του νόμου.

Η υποχρέωση συνεργασίας και υποστήριξης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά την Επιτροπή σε σχέση με την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εμπορεύματα που είναι γεωργικά προϊόντα και αναφέρονται στο παράρτημα I της ΣΛΕΕ.

Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ιδίως το άρθρο 35.

Αν τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά το άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή ποινικές διώξεις που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, και να τις θέτουν στη διάθεση των άλλων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση της μεταξύ τους συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αίτησης πληροφόρησης ή αίτησης συνεργασίας στο πλαίσιο έρευνας μόνο στις ακόλουθες εξαιρετικές περιστάσεις:

α)

η διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ιδίως στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών εγκλημάτων·

β)

η συμμόρφωση με την αίτηση ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις δικές της δραστηριότητες έρευνας ή επιβολής του νόμου ή, όπου εφαρμόζεται της εν λόγω αρμόδιας αρχής ή μια ποινική έρευνα·

γ)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση· ή

δ)

έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των ιδίων προσώπων και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται με τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΟΣΡΑΕ), που ιδρύθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27) και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των κρατών μελών ώστε να εξασφαλίζουν ότι υιοθετείται μια συντονισμένη προσέγγιση για την επιβολή των σχετικών κανόνων εφόσον οι συναλλαγές, οι εντολές για διενέργεια συναλλαγής ή άλλες πράξεις ή συμπεριφορές σχετίζονται με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, καθώς και με ένα ή περισσότερα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής στα οποία εφαρμόζονται τα άρθρα 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των ορισμών του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 και των διατάξεων των άρθρων 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 κατά την εφαρμογή των άρθρων 7, 8 και 12 του παρόντος κανονισμού σε χρηματοπιστωτικά μέσα που σχετίζονται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής.

4.   Κατόπιν αιτήματος, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν άμεσα οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτούνται για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

5.   Εάν ορισμένη αρμόδια αρχή είναι πεπεισμένη ότι διενεργούνται ή έχουν διενεργηθεί πράξεις οι οποίες αντίκεινται προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ή ότι πράξεις επηρεάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ενημερώνει σχετικά, με όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο τρόπο την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και την ΕΑΚΑΑ και, όσον αφορά ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, τον ΟΣΡΑΕ. Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών που εμπλέκονται συμβουλεύονται η μία την άλλη και την ΕΑΚΑΑ και, όσον αφορά ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τον ΟΣΡΑΕ, σχετικά με τις κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν και ενημερώνουν η μία την άλλη σχετικά με σημαντικές ενδιάμεσες εξελίξεις. Συντονίζουν τη δράση τους, για να αποφύγουν τον πιθανό διπλασιασμό και την αλληλοεπικάλυψη κατά την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων, προστίμων και άλλων διοικητικών μέτρων στις εν λόγω διασυνοριακές υποθέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31, και αλληλοϋποστηρίζονται στην εφαρμογή των αποφάσεών τους.

6.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις ή έρευνες.

Η αιτούσα αρμόδια αρχή μπορεί να ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ σχετικά με οποιαδήποτε αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακό αποτέλεσμα, η ΕΑΚΑΑ συντονίζει την έρευνα ή την επιθεώρηση εάν της ζητηθεί από μία από τις αρμόδιες αρχές.

Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει το αίτημα της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας ή επιθεώρησης, μπορεί να προβεί σε μία από τις κατωτέρω πράξεις:

α)

να διεξαγάγει η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

β)

να επιτρέψει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει σε μια επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

γ)

να επιτρέψει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να διεξαγάγει η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

δ)

να διορίσει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για να διεξαγάγουν την επιτόπια επιθεώρηση ή έρευνα·

ε)

να μοιραστεί ειδικά καθήκοντα που σχετίζονται με εποπτικές δραστηριότητες με τις άλλες αρμόδιες αρχές.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των χρηματικών κυρώσεων.

7.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, εάν μια αρμόδια αρχή δεν λάβει ανταπόκριση στο αίτημα ενημέρωσης ή υποστήριξης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 3, 4 και 5 εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή εάν το αίτημά της για ενημέρωση ή υποστήριξη απορριφθεί, μπορεί να αναφέρει τη σχετική απόρριψη ή την παράλειψη δράσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην ΕΑΚΑΑ.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργήσει κατά το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη της δυνατότητάς της να ενεργήσει κατά το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού.

8.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες με σχετικές εθνικές ρυθμιστικές αρχές και αρχές τρίτων χωρών που είναι υπεύθυνες για τις σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης εάν έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι διεξάγονται ή έχουν διεξαχθεί πράξεις που συνιστούν κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας„ παράνομη ανακοίνωση προνομιακής πληροφορίας ή χειραγώγηση της αγοράς κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω συνεργασία διασφαλίζει την ενοποιημένη επισκόπηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης και τον εντοπισμό πράξεων καταχρηστικών της αγοράς που υπερβαίνουν τα όρια μιας αγοράς και μιας χώρας καθώς και την επιβολή σχετικών κυρώσεων.

Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής, η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται δυνάμει του πρώτου εδαφίου διασφαλίζεται επίσης μέσω:

α)

του επιτηρητή πλειστηριασμών, όσον αφορά πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής ή άλλων πλειστηριαζόμενων προϊόντων που βασίζονται σε αυτά οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1031/2010· και

β)

των αρμόδιων αρχών, των διαχειριστών μητρώων, συμπεριλαμβανομένου του Κεντρικού Διαχειριστή και άλλων δημόσιων φορέων που έχουν επιφορτιστεί με την εποπτεία της συμμόρφωσης με την οδηγία 2003/87/ΕΚ.

Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκτελεί έργο διευκόλυνσης και συντονισμού για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και εποπτικών αρχών σε άλλα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες. Όποτε είναι δυνατόν, οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με εποπτικές αρχές τρίτων χωρών που είναι υπεύθυνες για τις σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης κατά το άρθρο 26.

9.   Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα έντυπα ανταλλαγής πληροφοριών και υποστήριξης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 26

Συνεργασία με τρίτες χώρες

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών συνάπτουν, όπου είναι αναγκαίο, συμφωνίες συνεργασίας με άλλες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές σε τρίτες χώρες και την εφαρμογή των υποχρεώσεων που προκύπτουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε τρίτες χώρες. Με τις εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας διασφαλίζεται τουλάχιστον η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών, η οποία επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εκτελούν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Κάθε αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ότι πρόκειται να υπογράψει τέτοια συμφωνία.

2.   Η ΕΑΚΑΑ, όπου είναι εφικτό, διευκολύνει και συντονίζει την ανάπτυξη συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σχετικών εποπτικών αρχών τρίτων χωρών.

Για να διασφαλίσει συνεπή εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που περιλαμβάνουν ένα πρότυπο έγγραφο για συμφωνίες συνεργασίας, στα οποία πρέπει να προσφεύγουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όπου είναι δυνατόν.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Επίσης, η ΕΑΚΑΑ, όπου είναι εφικτό, διευκολύνει και συντονίζει την ανταλλαγή μεταξύ των αρμόδιων αρχών των πληροφοριών που ελήφθησαν από τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών οι οποίες ενδέχεται να είναι σχετικές με τη λήψη μέτρων δυνάμει των άρθρων 30 και 31.

3.   Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μόνο εάν οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπόκεινται σε εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του άρθρου 27. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να στοχεύει στην εκτέλεση των καθηκόντων των ανωτέρω αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 27

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό υπόκεινται στις προϋποθέσεις του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού που αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η πληροφορία αυτή δύναται να γνωστοποιηθεί ή ότι η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

3.   Η υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για οιαδήποτε αρχή ή φορέα της αγοράς στην οποία ή στον οποίο έχει αναθέσει τις εξουσίες της η αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που έχει προσλάβει. Απαγορεύεται η κοινοποίηση των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αρχή εκτός εάν προβλέπεται από τις διατάξεις του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

Άρθρο 28

Προστασία δεδομένων

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις οι οποίες ενσωματώνουν την οδηγία 95/46/ΕΚ. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνεται με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τηρούνται για μέγιστο διάστημα πέντε ετών.

Άρθρο 29

Δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες

1.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και μόνο κατά περίπτωση. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και ότι η τρίτη χώρα δεν διαβιβάζει τα δεδομένα σε άλλη τρίτη χώρα, εκτός εάν λάβει ρητή έγγραφη άδεια και συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

2.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους δημοσιοποιεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έλαβε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε εποπτική αρχή τρίτης χώρας μόνο εάν έχει λάβει τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που μεταβίβασε τα δεδομένα και, εάν συντρέχει περίπτωση, τα δεδομένα δημοσιοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η αρμόδια αρχή.

3.   Εάν μια συμφωνία συνεργασίας προβλέπει ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να συμμορφώνεται με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις με τις οποίες ενσωματώνεται η οδηγίας 95/46/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 30

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν ποινικών κυρώσεων και με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών κατά το άρθρο 23, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα κατ’ ελάχιστον για τις ακόλουθες παραβάσεις:

α)

τις παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, του άρθρου 16 παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 17 παράγραφοι 1, 2, 4, 5, και 8, του άρθρου 18 παράγραφοι 1 έως 6, του άρθρου 19 παράγραφοι 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 11 και του άρθρου 20 παράγραφος 1· και

β)

μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα ή επιθεώρηση ή αίτημα όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη μπορούν έως τις 3 Ιουλίου 2016 να αποφασίσουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β) του εν λόγω εδαφίου υπόκεινται ήδη σε ποινικές κυρώσεις δυνάμει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αναλυτικά στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες του ποινικού δικαίου.

Έως τις 3 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν αναλυτικά τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ. Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να λαμβάνουν και/ή να επιβάλλουν τα κατωτέρω διοικητικά μέτρα και κυρώσεις κατ’ ελάχιστον, στην περίπτωση των παραβάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α):

α)

εντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)

αποστέρηση των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στον βαθμό που αυτά δύνανται να προσδιοριστούν·

γ)

δημόσια προειδοποίηση που αναφέρει το πρόσωπο που ευθύνεται και τη φύση της παράβασης·

δ)

ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας μιας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

ε)

η προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

στ)

σε περίπτωση επανειλημμένης παράβασης των άρθρων 14 ή 15, η μόνιμη απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να ασκεί διευθυντικές λειτουργίες εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

ζ)

η προσωρινή απαγόρευση σε πρόσωπο το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα εντός επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή σε κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση, να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό·

η)

μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές που ανέρχονται έως και στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

θ)

όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές κατ’ ελάχιστον:

i)

για παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, 5 000 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014·

ii)

για παραβάσεις των άρθρων 16 και 17, 1 000 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014· και

iii)

για παραβάσεις των άρθρων 18, 19 και 20, 500 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014· και

ι)

όσον αφορά νομικά πρόσωπα, μέγιστες διοικητικές χρηματικές κυρώσεις κατ’ ελάχιστον:

i)

για παραβάσεις των άρθρων 14 και 15, 15 000 000 EUR ή 15 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014·

ii)

για παραβάσεις των άρθρων 16 και 17, 2 500 000 EUR ή 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014, και

iii)

για παραβάσεις των άρθρων 18, 19 και 20, 1 000 000 EUR, ή στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, στην αντίστοιχη τιμή στο εθνικό νόμισμα κατά τη 2α Ιουλίου 2014.

Οι αναφορές στην αρμόδια αρχή στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου δεν περιορίζουν τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να ασκεί τις αρμοδιότητές της με οποιονδήποτε από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο ι) πρώτο εδάφιο σημεία i) και ii), εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Συμβουλίου (28), ο εφαρμοστέος συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδημάτων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές οδηγίες —οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (29) για τις τράπεζες και οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου (30) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις— σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της τελικής μητρικής επιχείρησης.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές, βάσει του εθνικού δικαίου, άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και μπορούν να προβλέψουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο.

Άρθρο 31

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και επιβολή κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων στοιχείων, όπου κρίνεται σκόπιμο:

α)

τη σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης·

β)

τον βαθμό ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

γ)

τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, όπως υποδηλώνεται για παράδειγμα από το συνολικό κύκλο εργασιών ενός νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα ενός φυσικού προσώπου·

δ)

τη σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, στον βαθμό που μπορεί να προσδιοριστεί·

ε)

το επίπεδο συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης αποστέρησης των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο·

στ)

τις προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου· και

ζ)

τα μέτρα που έχουν ληφθεί από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο για να αποτραπεί τυχόν επανάληψη της παράβασης.

2.   Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 30, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν ότι οι ασκούμενες εποπτικές και ερευνητικές εξουσίες τους, οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν και τα άλλα διοικητικά μέτρα που λαμβάνουν, είναι αποτελεσματικά και κατάλληλα δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Συντονίζουν επίσης τη δράση τους, κατά το άρθρο 25, για να αποφύγουν τον πιθανό διπλασιασμό και την αλληλοεπικάλυψη κατά την άσκηση των εποπτικών και ερευνητικών εξουσιών τους και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και προστίμων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

Άρθρο 32

Αναφορά παραβάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές καθιερώνουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς με τους οποίους καθίσταται δυνατή η αναφορά πραγματικών ή πιθανών παραβάσεων του παρόντος κανονισμού στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για τη λήψη αναφορών παραβάσεων και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές·

β)

στο πλαίσιο της εργασίας και της παροχής υπηρεσιών, κατάλληλη προστασία για πρόσωπα που εργάζονται δυνάμει σύμβασης εργασίας ή παροχής υπηρεσιών και τα οποία αναφέρουν παραβάσεις ή κατηγορούνται για παραβάσεις, έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άδικης μεταχείρισης, κατ’ ελάχιστον· και

γ)

προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που αναφέρει την παράβαση όσο και του φυσικού προσώπου το οποίο φέρεται ως υπεύθυνο για αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας σε σχέση με τη διατήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων δημοσιοποίησης των πληροφοριών δυνάμει του εθνικού δικαίου στο πλαίσιο ερευνών ή μετέπειτα δικαστικών διαδικασιών.

3.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους εργοδότες που συμμετέχουν σε δραστηριότητες οι οποίες υπάγονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών να διαθέτουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι υπάλληλοί τους να αναφέρουν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την παροχή οικονομικών κινήτρων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, στα πρόσωπα που προσφέρουν ακριβείς πληροφορίες για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα δεν έχουν άλλη προϋφιστάμενη νομική ή συμβατική υποχρέωση να αναφέρουν τις εν λόγω πληροφορίες, και εφόσον οι πληροφορίες είναι νέες και έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή διοικητικής ή ποινικής κύρωσης ή τη λήψη άλλου διοικητικού μέτρου για την παράβαση του παρόντος κανονισμού.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την εξειδίκευση των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των τρόπων αναφοράς και παρακολούθησης των αναφορών καθώς και μέτρων προστασίας των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας και μέτρων προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις, τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε ετήσια έκθεση. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν επίσης ετησίως στην ΕΑΚΑΑ ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με όλες τις διοικητικές έρευνες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα.

2.   Αν τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά το άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ ανωνυμοποιημένα και συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν κινηθεί και τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις δικαστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31 και 32. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

3.   Εάν η αρμόδια αρχή έχει δημοσιοποιήσει στο κοινό διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα, ενημερώνει παράλληλα και την ΕΑΚΑΑ.

4.   Εάν μία δημοσιευμένη διοικητική ή ποινική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο αφορά μια επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, η ΕΑΚΑΑ θα προσθέσει μια αναφορά της δημοσιευμένης κύρωσης ή μέτρου στο μητρώο των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχουν συσταθεί δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3 της ανωτέρω οδηγίας.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, για να διασφαλίσει ενιαίους όρους εφαρμογής του παρόντος άρθρου, εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα έντυπα ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο μέχρι τις 3 Ιουλίου 2016.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 34

Δημοσίευση των αποφάσεων

1.   Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον δικτυακό τους τόπο κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται μια διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο για παράβαση του παρόντος κανονισμού, αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων τα οποία αφορά η απόφαση ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων θα ήταν δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή αν η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή πράττει ένα από τα ακόλουθα:

α)

αναβάλει τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για την εν λόγω αναβολή·

β)

δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτή η δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

δεν δημοσιεύει καθόλου την απόφαση, αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τα στοιχεία α) ή β) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης τω εν λόγω αποφάσεων σχετικά με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Αν αρμοδία αρχή αποφασίσει να δημοσιεύσει μία απόφαση με ανώνυμο τρόπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο β) του τρίτου εδαφίου, μπορεί να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων επί εύλογο χρονικό διάστημα όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης θα παύσουν κατά την περίοδο αυτή.

2.   Εάν η απόφαση υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των σχετικών εθνικών δικαστικών, διοικητικών ή άλλων αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης, αμέσως, στον δικτυακό τόπο τους τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει απόφαση η οποία υπόκειται σε προσφυγή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε απόφαση που δημοσιεύεται κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει προσβάσιμη στον δικτυακό τόπο τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην εν λόγω δημοσίευση διατηρούνται στον δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το χρονικό διάστημα που απαιτείται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 35

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 3 και στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14, ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 3 και στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της ανάθεσης των αρμοδιοτήτων που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαικής Ενωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία, η οποία καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο και παράγραφος 3 ή στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14, τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 36

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή υποστηρίζεται στο έργο της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (31). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 37

Κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ και των εκτελεστικών της μέτρων

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ και οι οδηγίες της Επιτροπής 2004/72/ΕΚ (32), 2003/125/ΕΚ (33) και 2003/124/ΕΚ (34) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής (35) καταργούνται στις 3 Ιουλίου 2016. Οι αναφορές στην οδηγία 2003/6/ΕΚ ερμηνεύονται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που ορίζει το παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 38

Έκθεση

Έως τις 3 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση επί της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μαζί με νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση του, εφόσον είναι απαραίτητο. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί, μεταξύ άλλων:

α)

την καταλληλότητα της θέσπισης κοινών κανόνων σχετικά με την ανάγκη να προβλέπουν όλα τα κράτη μέλη διοικητικές κυρώσεις για τις πράξεις κατάχρησης προνομιακής πληροφορίας και χειραγώγησης της αγοράς·

β)

την επάρκεια του ορισμού της προνομιακής πληροφορίας όσον αφορά την κάλυψη όλων των πληροφοριών που είναι σημαντικές για τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της αποτελεσματικής καταπολέμησης της κατάχρησης της αγοράς·

γ)

την καταλληλότητα των συνθηκών υπό τις οποίες επιβάλλεται απαγόρευση των συναλλαγών κατά το άρθρο 19 παράγραφος 11, με σκοπό να προσδιοριστεί κατά πόσο υπάρχουν άλλες περιστάσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζεται η απαγόρευση·

δ)

την αξιολόγηση της δυνατότητας καθιέρωσης ενός πλαισίου της Ένωσης για την επιτήρηση των βιβλίων εντολών πέραν των ορίων μιας αγοράς όσον αφορά τυχόν κατάχρηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων συστάσεων για ένα τέτοιο πλαίσιο· και

ε)

το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τους δείκτες αναφοράς.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ χαρτογραφεί την εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων και, αν τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά το άρθρο 30 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, την εφαρμογή των εν λόγω ποινικών κυρώσεων στα κράτη μέλη. Η εν λόγω χαρτογράφηση περιλαμβάνει επίσης τυχόν δεδομένα τα οποία διατίθενται δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφοι 1 και 2.

Άρθρο 39

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 3 Ιουλίου 2016, με εξαίρεση το άρθρο 4 παράγραφοι 4 και 5, άρθρο 5 παράγραφος 6, άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφοι 9, 10 και 11, το άρθρο 12 παράγραφος 5, το άρθρο 13 παράγραφοι 7 και 11, το άρθρο 16 παράγραφος 5, το τρίτο εδάφιο του άρθρου 17 παράγραφος 2, το άρθρο 17 παράγραφοι 3, 10 και 11, το άρθρο 18 παράγραφος 9, το άρθρο 19 παράγραφοι 13, 14 και 15, το άρθρο 20 παράγραφος 3, το άρθρο 24 παράγραφος 3 το άρθρο 25 παράγραφος 9, το άρθρο 26 παράγραφος 2 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, το άρθρο 32 παράγραφος 5 και το άρθρο 33 παράγραφος 5, τα οποία εφαρμόζονται στις 2 Ιουλίου 2014.

3.   Έως τις 3 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 22, 23 και 30, το άρθρο 31 παράγραφος 1 και τα άρθρα 32 και 34.

4.   Οι απαντώμενες στον παρόντα κανονισμό παραπομπές στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 λογίζονται, πριν από τις 3 Ιανουαρίου 2017, ως παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV της οδηγίας 2014/65/ΕΕ στον βαθμό που ο εν λόγω πίνακας περιλαμβάνει διατάξεις που παραπέμπουν στην οδηγία 2004/39/ΕΚ.

Όταν στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού γίνεται αναφορά σε ΟΜΔ, αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά, οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε ΟΜΔ, αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, δικαιώματα εκπομπής ή εκπλειστηριαζόμενα προϊόντα που βασίζονται σε αυτά έως τις 3 Ιανουαρίου 2017.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 161 της 7.6.2012, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 64.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

(4)  Οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(7)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

(10)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (βλέπε σελίδα 349 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(11)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (βλέπε σελίδα 179 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(17)  ΕΕ C 177 της 20.6.2012, σ. 1.

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (ΕΕ L 315 της 14.11.2012, σ. 74).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(22)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(24)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(25)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(26)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1).

(28)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(29)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(30)  Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7).

(31)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).

(32)  Οδηγία 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις αποδεκτές πρακτικές της αγοράς, τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών για παράγωγα μέσα εμπορευμάτων, την κατάρτιση καταλόγων κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών, τη γνωστοποίηση των συναλλαγών προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα και τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών (ΕΕ L 162 της 30.4.2004, σ. 70).

(33)  Οδηγία 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη θεμιτή παρουσίαση των επενδυτικών συστάσεων και τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων (ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 73).

(34)  Οδηγία 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό και τη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και τον ορισμό των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς (ΕΕ L 339 της 24.12.2003, σ. 70).

(35)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Α.   Ενδείξεις συμπεριφορών χειραγώγησης που συνίστανται στη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών ενδείξεων και στον τεχνητό προσδιορισμό των τιμών

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, και με την επιφύλαξη των μορφών συμπεριφοράς που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, οι αρμόδιες αρχές και οι συμμετέχοντες στην αγορά λαμβάνουν υπόψη, όταν εξετάζουν συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών, τις ακόλουθες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και οι οποίες δεν πρέπει απαραιτήτως να θεωρούνται ότι αυτές καθαυτές συνιστούν πράξεις χειραγώγησης αγοράς:

α)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές διαπραγμάτευσης ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του ημερήσιου όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το συνδεόμενο προς αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή στο εκπλειστηριαζόμενο προϊόν επί δικαιωμάτων εκπομπής, ιδιαίτερα όταν οι εν λόγω δραστηριότητες οδηγούν σε σημαντική μεταβολή των τιμών τους·

β)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές από πρόσωπα με σημαντική θέση αγοράς ή πώλησης στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, το συνδεόμενο προς αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή στο εκπλειστηριαζόμενο προϊόν επί δικαιωμάτων εκπομπής, οδηγούν σε σημαντική μεταβολή της τιμής του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου, του συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή του εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής·

γ)

κατά πόσο οι διενεργηθείσες συναλλαγές συνεπάγονται ή όχι αλλαγή του πραγματικού δικαιούχου του χρηματοπιστωτικού μέσου, του συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή του εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής·

δ)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές ή οι ακυρωμένες εντολές οδηγούν σε βραχυπρόθεσμες αντιστροφές θέσεων και αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο, στο συνδεόμενο προς αυτό συμβόλαιο άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή στο εκπλειστηριαζόμενο προϊόν επί δικαιωμάτων εκπομπής, και ενδέχεται να συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην τιμή ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής·

ε)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή οι διενεργηθείσες συναλλαγές επικεντρώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα της συνεδρίασης και οδηγούν σε μεταβολή τιμής η οποία στη συνέχεια αντιστρέφεται·

στ)

τον βαθμό στον οποίο οι δοθείσες εντολές για διενέργεια συναλλαγών μεταβάλλουν τις καλύτερες τιμές προσφοράς και ζήτησης ορισμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, συνδεόμενου προς αυτό συμβολαίου άμεσης παράδοσης επί εμπορεύματος, ή ενός εκπλειστηριαζόμενου προϊόντος επί δικαιωμάτων εκπομπής, ή γενικότερα τις τιμές που καταγράφονται στο βιβλίο εντολών των συμμετεχόντων στην αγορά, και οι οποίες αποσύρονται πριν εκτελεσθούν· και

ζ)

τον βαθμό στον οποίο δίδονται εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή διενεργούνται συναλλαγές σε, ή γύρω από, συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπολογίζονται οι τιμές αναφοράς, οι τιμές εκκαθάρισης και οι αποτιμήσεις, και οι οποίες οδηγούν σε μεταβολές τιμών που επηρεάζουν αυτές τις τιμές και τις αποτιμήσεις.

Β.   Ενδείξεις συμπεριφορών που συνίστανται στη χρήση παραπλανητικών μεθοδεύσεων ή κάθε άλλης παραπλάνησης ή τεχνάσματος

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, και με την επιφύλαξη των συμπεριφορών που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, οι συμμετέχοντες στην αγορά και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη, όταν εξετάζουν συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών, τις ακόλουθες ενδείξεις, των οποίων η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και οι οποίες δεν πρέπει απαραιτήτως να θεωρούνται ότι αυτές καθαυτές συνιστούν πράξεις χειραγώγησης αγοράς:

α)

εάν, πριν ή μετά τις δοθείσες εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών ή τις διενεργηθείσες συναλλαγές από πρόσωπα, διαδίδονται ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες από τα ίδια αυτά πρόσωπα ή από άλλα πρόσωπα που έχουν στενούς δεσμούς με αυτά· και

β)

εάν δίδονται εντολές για διενέργεια συναλλαγών ή διενεργούνται συναλλαγές από πρόσωπα, προτού ή αφότου τα ίδια αυτά πρόσωπα ή άλλα πρόσωπα τα οποία συνδέονται με αυτά εκπονήσουν ή διαδώσουν επενδυτικές συστάσεις, οι οποίες είναι εσφαλμένες ή μεροληπτικές ή προδήλως επηρεασμένες από σημαντικά συμφέροντα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Παρών κανονισμός (MAR)

Οδηγία 2003/6/ΕΚ

Άρθρο 1

 

Άρθρο 2

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 10 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 2

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 4

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 6

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 8

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 10

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 11

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 12

Άρθρο 1 παράγραφος 7

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 13

Άρθρο 1 παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 1 σημεία 14 έως 35

 

Άρθρο 4

 

Άρθρο 5

Άρθρο 8

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 7

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 6 παράγραφος 3

 

Άρθρο 6 παράγραφος 4

 

Άρθρο 6 παράγραφος 5

 

Άρθρο 6 παράγραφος 6

 

Άρθρο 6 παράγραφος 7

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 2

 

Άρθρο 7 παράγραφος 3

 

Άρθρο 7 παράγραφος 4

 

Άρθρο 7 παράγραφος 5

 

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2

 

Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 3 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο β)

 

Άρθρο 8 παράγραφος 3

 

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 8 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4

Άρθρο 8 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 1

 

Άρθρο 9 παράγραφος 2

 

Άρθρο 9 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4

 

Άρθρο 9 παράγραφος 5

 

Άρθρο 9 παράγραφος 6

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 3 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 2

 

Άρθρο 11

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 12 παράγραφος 3

 

Άρθρο 12 παράγραφος 4

 

Άρθρο 12 παράγραφος 5

Άρθρο 1 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1

 

Άρθρο 13 παράγραφος 2

 

Άρθρο 13 παράγραφος 3

 

Άρθρο 13 παράγραφος 4

 

Άρθρο 13 παράγραφος 5

 

Άρθρο 13 παράγραφος 6

 

Άρθρο 13 παράγραφος 7

 

Άρθρο 13 παράγραφος 8

 

Άρθρο 13 παράγραφος 9

 

Άρθρο 13 παράγραφος 10

 

Άρθρο 13 παράγραφος 11

 

Άρθρο 14 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 στοιχείο β)

Άρθρο 3 στοιχείο β)

Άρθρο 14 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 στοιχείο α)

Άρθρο 15

Άρθρο 5

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 9

Άρθρο 16 παράγραφος 3

 

Άρθρο 16 παράγραφος 4

 

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 10 έβδομη περίπτωση

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 2

 

Άρθρο 17 παράγραφος 3

 

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 5

 

Άρθρο 17 παράγραφος 6

 

Άρθρο 17 παράγραφος 7

 

Άρθρο 17 παράγραφος 8

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 9

 

Άρθρο 17 παράγραφος 10

Άρθρο 6 παράγραφος 10 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 11

 

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφος 3

 

Άρθρο 18 παράγραφος 4

 

Άρθρο 18 παράγραφος 5

 

Άρθρο 18 παράγραφος 6

 

Άρθρο 18 παράγραφος 7

Άρθρο 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 8

 

Άρθρο 18 παράγραφος 9

Άρθρο 6 παράγραφος 10 τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β)

 

Άρθρο 19 παράγραφος 2

 

Άρθρο 19 παράγραφος 3

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο α)

 

Άρθρο 19 παράγραφος 4 στοιχείο β)

 

Άρθρο 19 παράγραφοι 5 έως 13

 

Άρθρο 19 παράγραφος 14

Άρθρο 6 παράγραφος 10 πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 19 παράγραφος 15

Άρθρο 6 παράγραφος 10 πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 8

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 10 έκτη περίπτωση και άρθρο 6 παράγραφος 11

Άρθρο 21

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) δεύτερη πρόταση

Άρθρο 22

Άρθρο 11 πρώτο εδάφιο και άρθρο 10

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

 

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο η)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο θ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ι)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο στ)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ια)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ιβ)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο η)

Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ)

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 23 παράγραφος 3

 

Άρθρο 23 παράγραφος 4

 

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 15α παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 15α παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

 

Άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο β)

 

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 3

 

Άρθρο 25 παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση

Άρθρο 25 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφος 7

Άρθρο 16 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο και άρθρο 16 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 8

 

Άρθρο 25 παράγραφος 9

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 26

 

Άρθρο 27 παράγραφος 1

 

Άρθρο 27 παράγραφος 2

 

Άρθρο 27 παράγραφος 3

Άρθρο 13

Άρθρο 28

 

Άρθρο 29

 

Άρθρο 30 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο α)

 

Άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 30 παράγραφος 2

 

Άρθρο 30 παράγραφος 3

 

Άρθρο 31

 

Άρθρο 32

 

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 2

 

Άρθρο 33 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 4

Άρθρο 14 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 5

 

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 34 παράγραφος 2

 

Άρθρο 34 παράγραφος 3

 

Άρθρο 35

 

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 36 παράγραφος 2

 

Άρθρο 37

Άρθρο 20

Άρθρο 38

 

Άρθρο 39

Άρθρο 21

Παράρτημα

 


Top