EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02016R1036-20200811

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κωδικοποιημένο κείμενο)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2016/1036/2020-08-11

02016R1036 — EL — 11.08.2020 — 003.003


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1036 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(κωδικοποιημένο κείμενο)

(ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2017/2321 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2017

  L 338

1

19.12.2017

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2018/825 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Μαΐου 2018

  L 143

1

7.6.2018

►M3

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/1173 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 4ης Ιουνίου 2020

  L 259

1

10.8.2020


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 080, 25.3.2017, σ.  46 (2016/1036)

►C2

Διορθωτικό, ΕΕ L 214, 17.6.2021, σ.  73 (2016/1036)

►C3

Διορθωτικό, ΕΕ L 214, 17.6.2021, σ.  74 (2018/825)

►C4

Διορθωτικό, ΕΕ L 214, 17.6.2021, σ.  76 (2020/1173)




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1036 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(κωδικοποιημένο κείμενο)



Άρθρο 1

Αρχές

1.  
Δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης προκαλεί ζημία.
2.  
Ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ όταν η τιμή εξαγωγής του στην Ένωση είναι χαμηλότερη από μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθοριστεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.
3.  
Ως χώρα εξαγωγής θεωρείται κατά κανόνα η χώρα καταγωγής. Εντούτοις, χώρα εξαγωγής ενδέχεται να είναι κάποια ενδιάμεση χώρα, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, επί παραδείγματι, τα εκάστοτε προϊόντα απλώς διαμετακομίζονται μέσω της χώρας αυτής ή δεν παράγονται σε αυτήν ή δεν υφίσταται γι' αυτά κάποια συγκρίσιμη τιμή στην εν λόγω χώρα.
4.  
Για τους σκοπούς της εφαρμογής τους παρόντος κανονισμού, ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.

Άρθρο 2

Καθορισμός του ντάμπινγκ

Α.   ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ

1.  
Η κανονική αξία βασίζεται καταρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο εξαγωγέας στη χώρα εξαγωγής δεν παράγει ή δεν πωλεί το ομοειδές προϊόν, η κανονική αξία είναι δυνατό να καθορίζεται με βάση τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι πωλητές ή παραγωγοί.

Οι τιμές που εφαρμόζονται μεταξύ μερών που φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους ή έχουν συνάψει μεταξύ τους συμψηφιστικό διακανονισμό είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε συνήθεις εμπορικές πράξεις και να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ των μερών σχέση.

Για να καθοριστεί αν δύο μέρη είναι συνδεδεμένα, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ο ορισμός των συνδεδεμένων μερών που δίδεται στο άρθρο 127 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής ( 1 ).

2.  
Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος που προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση χρησιμοποιούνται καταρχήν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εν λόγω πωλήσεων αντιπροσωπεύει ποσοστό 5 % τουλάχιστον του όγκου πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος προς την Ένωση. Εντούτοις, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και μικρότερος όγκος πωλήσεων, όταν, επί παραδείγματι, οι εφαρμοζόμενες τιμές θεωρούνται αντιπροσωπευτικές της οικείας αγοράς.
3.  
Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής σύγκρισης εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές.

Οι ειδικές συνθήκες της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου θεωρείται ότι επικρατούν, μεταξύ άλλων, όταν οι τιμές είναι τεχνητά χαμηλές, όταν ασκείται σημαντικό αντισταθμιστικό εμπόριο ή όταν υπάρχουν καθεστώτα τελειοποίησης μη εμπορικού χαρακτήρα.

4.  
Οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής ή οι εξαγωγικές πωλήσεις προς μια τρίτη χώρα, σε τιμές χαμηλότερες από το (πάγιο και μεταβλητό) κόστος παραγωγής ανά μονάδα, προσαυξημένο κατά τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι δεν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων εξαιτίας της τιμής τους και ενδέχεται να μη ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι οι πωλήσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα και σε σημαντικές ποσότητες και ότι οι τιμές τους δεν επιτρέπουν την ολοσχερή κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Στην περίπτωση τιμών που υπολείπονται του κόστους κατά τον χρόνο της πώλησης, αλλά είναι υψηλότερες από το μέσο σταθμισμένο κόστος κατά την περίοδο έρευνας, γίνεται δεκτό ότι οι τιμές αυτές επιτρέπουν την κάλυψη του κόστους μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Ως παρατεταμένο θεωρείται κατά κανόνα χρονικό διάστημα ενός έτους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αρκεί χρονικό διάστημα βραχύτερο του εξαμήνου· επίσης, για να γίνει δεκτό ότι πωλήσεις σε τιμές κάτω του κόστους ανά μονάδα έχουν πραγματοποιηθεί σε σημαντικές ποσότητες εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η μέση σταθμισμένη τιμή πώλησης είναι κατώτερη του μέσου σταθμισμένου κόστους ανά μονάδα ή ότι ο όγκος των πωλήσεων σε τιμές κάτω του κόστους ανά μονάδα αντιπροσωπεύει ποσοστό 20 % τουλάχιστον των πωλήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

5.  
Το κόστος υπολογίζεται καταρχήν με βάση τα στοιχεία που τηρεί το μέρος σε σχέση με το οποίο διεξάγεται έρευνα, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά ανταποκρίνονται στις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής που ισχύουν στην οικεία χώρα και ότι αποδεικνύεται πως τα στοιχεία αντανακλούν σε ικανοποιητικό βαθμό τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και πώληση του υπό εξέταση προϊόντος.

Αν οι δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλώνται ευλόγως στα στοιχεία του εν λόγω μέρους, αυτές προσαρμόζονται ή καθορίζονται με βάση το κόστος άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στην ίδια χώρα, ή, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα τέτοια στοιχεία ή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, περιλαμβανομένων των στοιχείων από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

Τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που έχουν προσκομισθεί σε σχέση με το θέμα της ορθής κατανομής του κόστους λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται πως η εκάστοτε κατανομή του κόστους ανταποκρίνεται σε πάγια πρακτική. Εφόσον δεν υπάρχει καταλληλότερη μέθοδος, προκρίνεται η κατανομή του κόστους με βάση τον κύκλο εργασιών. Το κόστος αναπροσαρμόζεται καταλλήλως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη μη επαναλαμβανόμενα στοιχεία του κόστους που ευνοούν τη μελλοντική και/ή την τρέχουσα παραγωγή, εκτός αν αυτά αντικατοπτρίζονται ήδη στην κατανομή του κόστους βάσει του παρόντος εδαφίου.

Σε περίπτωση που το κόστος που αντιστοιχεί σε τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους επηρεάζεται από τη χρήση νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων, οι οποίες προϋποθέτουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και από χαμηλά ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, ως αποτέλεσμα της έναρξης λειτουργίας της επιχείρησης που λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα ή κατά τη διάρκεια ενός τμήματος αυτής, ως μέσο κόστος του σταδίου έναρξης λειτουργίας θεωρείται εκείνο που ισχύει, βάσει των προαναφερθέντων κανόνων κατανομής, κατά τη λήξη του εν λόγω σταδίου· το μέσο αυτό κόστος, στην τιμή που έχει προκύψει γι' αυτό συνυπολογίζεται, για την οικεία χρονική περίοδο, στο μέσο σταθμισμένο κόστος για το οποίο γίνεται λόγος στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4. Η διάρκεια του σταδίου έναρξης λειτουργίας καθορίζεται με βάση τα δεδομένα που ισχύουν για τον εκάστοτε παραγωγό ή εξαγωγέα, αλλά δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ένα ενδεδειγμένο αρχικό τμήμα της περιόδου κάλυψης του κόστους. Για τους σκοπούς της αναπροσαρμογής του κόστους που ισχύει κατά την περίοδο έρευνας, λαμβάνονται υπόψη τυχόν πληροφορίες που αφορούν το στάδιο έναρξης λειτουργίας πέραν της ως άνω καθοριζόμενης περιόδου, κατά το μέτρο που τα στοιχεία αυτά έχουν υποβληθεί πριν από την πραγματοποίηση επιτόπιων επαληθεύσεων και εντός τριών μηνών από την έναρξη της έρευνας.

6.  

Τα ποσά που αντιστοιχούν στα έξοδα πώλησης, στα γενικά και διοικητικά έξοδα και στα κέρδη υπολογίζονται με βάση πραγματικά στοιχεία για την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, που έχει πραγματοποιήσει ο εξαγωγέας ή ο παραγωγός τον οποίο αφορά η έρευνα. Όταν τα παραπάνω ποσά δεν είναι δυνατό να υπολογισθούν με αυτή τη βάση, επιτρέπεται ο υπολογισμός τους με βάση:

α) 

τον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που έχουν καθορισθεί για άλλους εξαγωγείς ή παραγωγούς ως προς τους οποίους γίνεται η έρευνα όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

β) 

τα πραγματικά ποσά που εφαρμόζονται από τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό στην παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής·

γ) 

οποιαδήποτε άλλη εύλογη μέθοδο, υπό την προϋπόθεση ότι το προκύπτον βάσει αυτής ποσό κέρδους δεν υπερβαίνει το κέρδος που πραγματοποιούν υπό κανονικές συνθήκες άλλοι εξαγωγείς ή παραγωγοί σε σχέση με τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά της χώρας καταγωγής.

▼M1

6α.  
α) 

Σε περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά την εφαρμογή της παρούσας ή όποιας άλλης σχετικής διάταξης του παρόντος κανονισμού, ότι δεν είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται οι εγχώριες τιμές και το κόστος στη χώρα εξαγωγής λόγω της ύπαρξης στη χώρα αυτή σημαντικών στρεβλώσεων κατά την έννοια του στοιχείου β), η κανονική αξία κατασκευάζεται αποκλειστικά με βάση το κόστος παραγωγής και πώλησης που αντικατοπτρίζει τις τιμές χωρίς στρεβλώσεις ή βάσει δεικτών αναφοράς, σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες.

Στις πηγές που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή συγκαταλέγονται:

— 
το αντίστοιχο κόστος παραγωγής και πώλησης στην κατάλληλη αντιπροσωπευτική χώρα με παρόμοιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης με τη χώρα εξαγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά στοιχεία είναι άμεσα διαθέσιμα όταν οι χώρες που πληρούν τα κριτήρια αυτά είναι περισσότερες, προτεραιότητα θα δίνεται ενδεχομένως στις χώρες με ισοδύναμο επίπεδο κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας,
— 
διεθνείς τιμές, κόστος ή δείκτες αναφοράς χωρίς στρεβλώσεις, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, ή
— 
το εγχώριο κόστος, αλλά μόνο στο βαθμό που διαπιστώνεται σαφώς, με βάση ακριβή και κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως στο πλαίσιο των διατάξεων για τα ενδιαφερόμενα μέρη στο στοιχείο γ), ότι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα στρεβλώσεων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, η αξιολόγηση αυτή διενεργείται ξεχωριστά για κάθε εξαγωγέα και παραγωγό.

Η κατασκευασμένη κανονική αξία περιλαμβάνει ένα μη στρεβλωμένο και εύλογο ποσό για τα διοικητικά έξοδα, τα έξοδα πώλησης και τα γενικά έξοδα και κέρδη.

β) 

Σημαντικές στρεβλώσεις είναι οι στρεβλώσεις που προκαλούνται όταν οι κοινοποιηθείσες τιμές ή το κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, δεν οφείλονται στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς επειδή επηρεάζονται από σημαντική κρατική παρέμβαση. Κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων, λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ενδεχόμενη επίπτωση ενός ή περισσοτέρων εκ των ακόλουθων στοιχείων:

— 
η υπό εξέταση αγορά εξυπηρετείται σε σημαντικό βαθμό από επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό την ιδιοκτησία, τον έλεγχο ή την πολιτική εποπτεία ή καθοδήγηση των αρχών της χώρας εξαγωγής,
— 
η κρατική παρουσία σε επιχειρήσεις δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να παρεμβαίνει στις τιμές ή το κόστος,
— 
οι δημόσιες πολιτικές ή τα μέτρα εισάγουν διακρίσεις υπέρ των εγχώριων προμηθευτών ή επηρεάζουν με άλλον τρόπο τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς,
— 
η έλλειψη, η μεροληπτική εφαρμογή ή η ανεπαρκής επιβολή των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τη χρεοκοπία, το εταιρικό ή το εμπράγματο δίκαιο,
— 
οι μισθολογικές δαπάνες υφίστανται στρεβλώσεις,
— 
η πρόσβαση σε χρηματοδότηση παρέχεται από ιδρύματα που υλοποιούν στόχους δημόσιας πολιτικής ή που δεν ενεργούν ανεξάρτητα από το κράτος.
γ) 

Όταν η Επιτροπή διαθέτει τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία για ενδεχόμενη ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων όπως αναφέρεται στο στοιχείο β) σε μία συγκεκριμένη χώρα ή σε ένα συγκεκριμένο τομέα στη χώρα αυτή και εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πραγματοποιεί, δημοσιοποιεί και επικαιροποιεί τακτικά μια έκθεση στην οποία περιγράφονται οι αναφερόμενες στο στοιχείο β) συνθήκες που επικρατούν στην εν λόγω χώρα ή τον τομέα. Οι εν λόγω εκθέσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων αυτές βασίζονται επισυνάπτονται στον φάκελο κάθε έρευνας σχετικά με την εν λόγω χώρα ή τον τομέα. Τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν κάθε ευρεία δυνατότητα να αντικρούσουν, συμπληρώσουν, να σχολιάσουν ή να επικαλεστούν την έκθεση και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων αυτή βασίζεται, σε κάθε έρευνα στην οποία χρησιμοποιούνται η εν λόγω έκθεση ή τα αποδεικτικά στοιχεία. Κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης σημαντικών στρεβλώσεων η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στον φάκελο της έρευνας.

δ) 

Κατά την υποβολή καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 5 ή αιτήματος επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 11, η ενωσιακή βιομηχανία μπορεί να επικαλείται τα αποδεικτικά στοιχεία στην έκθεση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου, εφόσον αυτά μπορούν να θεωρηθούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 9, προκειμένου να αιτιολογήσει τον υπολογισμό της κανονικής τιμής.

ε) 

Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 9, για σημαντικές στρεβλώσεις κατά την έννοια του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου και αποφασίζει να ξεκινήσει μια έρευνα στη βάση αυτή, η ανακοίνωση της έναρξης της έρευνας αναφέρεται συγκεκριμένα στα περιστατικά αυτά. Η Επιτροπή συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία που επιτρέπουν την κατασκευή της κανονικής αξίας σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη της έρευνας ενημερώνονται αμέσως μετά την έναρξη της διαδικασίας σχετικά με τις συναφείς πηγές που η Επιτροπή σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του καθορισμού της κανονικής τιμής σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και διαθέτουν προθεσμία 10 ημερών για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Για τον σκοπό αυτό, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν πρόσβαση στον φάκελο, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο τα οποία επικαλείται η ερευνητική αρχή, με την επιφύλαξη του άρθρου 19. Τα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ύπαρξη σημαντικών στρεβλώσεων λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον επαληθεύονται εγκαίρως κατά τη διάρκεια της έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 8.

▼M1

7.  
Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που, κατά την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, δεν είναι μέλη του ΠΟΕ και απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2015/755 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ), η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε ενδεδειγμένη αντιπροσωπευτική χώρα, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης, ή, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη εύλογη βάση, συμπεριλαμβανομένης της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής στην Ένωση για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης, αν χρειάζεται, ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

Η ενδεδειγμένη αντιπροσωπευτική χώρα επιλέγεται, κατά τρόπο εύλογο, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη όλες οι αξιόπιστες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες κατά τον χρόνο της επιλογής και ειδικότερα η συνεργασία με ένα τουλάχιστον εξαγωγέα και παραγωγό στη χώρα αυτή. Όταν υπάρχουν περισσότερες από μία τέτοιες χώρες, προτεραιότητα δίνεται, όπου είναι σκόπιμο, στις χώρες με ισοδύναμο επίπεδο κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας. Επίσης, λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες. Όπου είναι σκόπιμο, χρησιμοποιείται μια ενδεδειγμένη αντιπροσωπευτική χώρα η οποία υπόκειται στην ίδια έρευνα.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη της έρευνας ενημερώνονται, αμέσως μετά την έναρξή της, σχετικά με τη χώρα που προβλέπεται να χρησιμοποιηθεί και διαθέτουν προθεσμία 10 ημερών για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

▼B

Β.   ΤΙΜΗ ΕΞΑΓΩΓΗΣ

8.  
Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Ένωση.
9.  
Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

Στις περιπτώσεις αυτές, για τον καθορισμό μιας αξιόπιστης τιμής εξαγωγής στο επίπεδο των συνόρων της Ένωσης πραγματοποιούνται προσαρμογές, για όλα τα έξοδα που έχουν ανακύψει μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των δασμών και των φόρων, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

Οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή συμπεριλαμβάνουν εκείνες που επιβαρύνουν κανονικά τον εισαγωγέα, αλλά έχουν καταβληθεί από οποιονδήποτε τρίτο, είτε στο εσωτερικό της Ένωσης είτε εκτός αυτής, ο οποίος εμφανίζεται να συνδέεται ή να έχει συνάψει συμψηφιστικό διακανονισμό με τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, περιλαμβάνουν δε τη συνήθη μεταφορά, την ασφάλιση, τις εργασίες διεκπεραίωσης και φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα· τους δασμούς, τους τυχόν δασμούς αντιντάμπινγκ και τους λοιπούς φόρους που είναι πληρωτέοι στη χώρα εισαγωγής εξαιτίας της εισαγωγής ή της πώλησης των εμπορευμάτων και ένα εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.

Γ.   ΣΥΓΚΡΙΣΗ

10.  

Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες:

α) 

Φυσικά χαρακτηριστικά

Πραγματοποιείται προσαρμογή για τις διαφορές των φυσικών χαρακτηριστικών του οικείου προϊόντος. Το ύψος της προσαρμογής αντιστοιχεί σε εύλογη εκτίμηση της αγοραίας αξίας της διαφοράς.

β) 

Επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή και έμμεσοι φόροι

Η κανονική αξία προσαρμόζεται κατά ποσό που αντιστοιχεί στις τυχόν επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή ή στους έμμεσους φόρους στους οποίους υπόκειται το ομοειδές προϊόν, καθώς και τα φυσικώς ενσωματωμένα σε αυτό υλικά, όταν το προϊόν προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής και όταν οι εν λόγω επιβαρύνσεις και φόροι δεν εισπράττονται ή επιστρέφονται για το εξαγόμενο στην Ένωση προϊόν.

γ) 

Εκπτώσεις επί της τιμής, επιστροφές και ποσότητες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές όσον αφορά τις εκπτώσεις επί της τιμής και τις επιστροφές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρέχονται με βάση διαφορές στις ποσότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι εκπεφρασμένες με τον δέοντα τρόπο σε αριθμούς και συνδέονται άμεσα με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Επίσης είναι δυνατό να πραγματοποιείται προσαρμογή για να ληφθούν υπόψη εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές επί προθεσμία, εφόσον η σχετική αίτηση στηρίζεται σε πάγια πρακτική κατά τις περιόδους που προηγήθηκαν, πληρούνται δε και προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να γεννηθεί δικαίωμα για έκπτωση ή επιστροφή.

δ) 

Στάδιο εμπορίας

i) 

Παρέχεται η δυνατότητα πραγματοποίησης προσαρμογής για διαφορές στα επίπεδα εμπορίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών εκείνων που είναι δυνατόν να προκύψουν από πωλήσεις των κατασκευαστών αναλόγου εξοπλισμού, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αποδεικνύεται, προκειμένου περί του κυκλώματος διανομής και στις δύο αγορές, ότι η τιμή εξαγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της κατασκευασμένης τιμής εξαγωγής, αντιστοιχεί σε διαφορετικό στάδιο εμπορίας σε σύγκριση με την κανονική αξία και εφόσον η διαφορά επέδρασε επί της συγκρισιμότητας των τιμών, η οποία αποδεικνύεται από τις επίμονες και σαφείς διαφορές στις λειτουργίες και στις τιμές του πωλητού για τα διάφορα επίπεδα εμπορίου στην εγχώρια αγορά της εξάγουσας χώρας. Το ποσό της προσαρμογής βασίζεται στην αγοραία αξία της διαφοράς.

ii) 

Ωστόσο, σε περιστάσεις που δεν περιλαμβάνονται στο σημείο i), όταν η διαφορά στο επίπεδο εμπορίου δεν μπορεί να υπολογισθεί ελλείψει αντιστοίχων επιπέδων στην εσωτερική αγορά, ή όταν ορισμένες λειτουργίες αφορούν σαφώς επίπεδα εμπορίου άλλα από αυτό που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για σύγκριση, μπορεί να επιτραπεί ειδική προσαρμογή.

ε) 

Έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και παρεπόμενα έξοδα

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές όσον αφορά τις άμεσες δαπάνες για τη μεταφορά του εκάστοτε προϊόντος από τις εγκαταστάσεις του εξαγωγέα σε έναν ανεξάρτητο αγοραστή, εφόσον τα εν λόγω έξοδα συμπεριλαμβάνονται στις εφαρμοζόμενες τιμές. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα.

στ) 

Συσκευασία

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τη συσκευασία του εκάστοτε προϊόντος.

ζ) 

Πίστωση

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στο κόστος των πιστώσεων που έχουν ενδεχομένως χορηγηθεί για τις υπό εξέταση πωλήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των εφαρμοζόμενων τιμών.

η) 

Έξοδα μετά την πώληση

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις άμεσες δαπάνες για την παροχή εγγυήσεων, ασφαλειών, τεχνικής βοήθειας και υπηρεσιών, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος και/ή η σύμβαση πώλησης.

θ) 

Προμήθειες

Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις.

Ο όρος «προμήθειες» εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

ι) 

Μετατροπές νομισμάτων

Όταν για τη σύγκριση της τιμής απαιτείται μετατροπή νομισμάτων, η μετατροπή αυτή διενεργείται με τη χρήση της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημερομηνία πώλησης, εκτός αν μια πώληση συναλλάγματος σε προθεσμιακές αγορές συνδέεται άμεσα με την υπό εξέταση εξαγωγική πώληση, οπότε λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία της προθεσμιακής πώλησης. Κατά κανόνα, ως ημερομηνία πώλησης λαμβάνεται η ημερομηνία του τιμολογίου, αλλά είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της συμβάσεως, της εντολής αγοράς ή της επιβεβαίωσης εντολής, αν οι τελευταίες αυτές ημερομηνίες κρίνονται καταλληλότερες για τον καθορισμό των ουσιωδών όρων της πώλησης. Δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ενώ στους εξαγωγείς παραχωρούνται 60 ημέρες προκειμένου να προσαρμοσθούν σε σταθερές αυξομειώσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά τη διάρκεια της υπό έρευνα περιόδου.

ια) 

Άλλοι παράγοντες

Επίσης παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής για διαφορές που προκύπτουν λόγω άλλων παραγόντων μη προβλεπομένων στα στοιχεία α) έως ι), υπό τον όρο της κατάδειξης της επίδρασής τους επί της συγκρισιμότητας των τιμών, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, ιδίως εάν οι πελάτες συστηματικά πληρώνουν διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά επειδή υπάρχουν διαφορές στους παράγοντες αυτούς.

Δ.   ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

11.  
Με την επιφύλαξη των συναφών διατάξεων που διέπουν το θέμα της δίκαιης σύγκρισης, η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίζεται κατά κανόνα με βάση τη σύγκριση μιας μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών όλων των συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση ή με βάση τη σύγκριση επιμέρους κανονικών αξιών και επιμέρους τιμών εξαγωγής στην Ένωση για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά. Παρ' όλα αυτά, όταν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας έχει ληφθεί ως βάση ο σταθμισμένος μέσος όρος, η κανονική αυτή αξία είναι δυνατό να συγκρίνεται με τις τιμές όλων των επιμέρους συναλλαγών με αντικείμενο εξαγωγές στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται συστηματικά τιμές εξαγωγής οι οποίες διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον αγοραστή, την περιοχή ή τη χρονική περίοδο, ενώ η εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θα οδηγούσε στη διαπίστωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ σε όλη τους την έκταση. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση δειγματοληψιών σύμφωνα με το άρθρο 17.
12.  
Ως περιθώριο ντάμπινγκ λογίζεται το ποσό κατά το οποίο η κανονική αξία υπερβαίνει την τιμή εξαγωγής. Όταν τα περιθώρια ντάμπινγκ ποικίλλουν, είναι δυνατό να καθορίζεται ένα μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ.

Άρθρο 3

Προσδιορισμός της ζημίας

1.  
Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος «ζημία» σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται ►C2  ο στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ , τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας ►C2  στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ►C2  ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής ◄ · η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2.  

Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση:

α) 

του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης· και

β) 

των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για ►C2  τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ .

3.  
Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ►C2  ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ◄ ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.
4.  

Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές δεδομένου προϊόντος από περισσότερες της μίας χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι:

α) 

το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζει το άρθρο 9 παράγραφος 3 και ότι ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα ξεχωριστά δεν είναι αμελητέος· καθώς και ότι

β) 

η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς ενωσιακού προϊόντος.

5.  
Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για ►C2  τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση ►C2  του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ◄ · σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: το γεγονός ότι η ►C2  ένας κλάδος ◄ εξακολουθεί να διέρχεται φάση ανάκτησης των δυνάμεών της μετά τις συνέπειες από παλαιότερες πρακτικές ντάμπινγκ ή επιδοτήσεις, το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, η πραγματική ή δυνητική μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας των επενδύσεων και της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, παράγοντες επηρεάζοντες τις ενωσιακές τιμές και οι πραγματικές ή δυνητικές αρνητικές συνέπειες για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις. Η παραπάνω απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.
6.  
Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 2, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ , κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.
7.  
Άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι προξενούν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία ►C2  στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ , εξετάζονται ομοίως, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η προκαλούμενη από τους εν λόγω άλλους παράγοντες ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται: ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών πωλούμενων σε τιμές που δεν απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ, η τυχόν συρρίκνωση της ζήτησης ή μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, τυχόν περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί τρίτων χωρών και της Ένωσης και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, οι τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ .
8.  
Οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται σε συνάρτηση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από ►C2  τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ , εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις των παραγωγών και τα κέρδη. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν και σε σχέση με την οποία ομάδα ή φάσμα προϊόντων είναι δυνατό να συγκεντρωθούν οι απαραίτητες πληροφορίες.
9.  
Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ, πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

Όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

α) 

τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα ουσιώδους αύξησης των εισαγωγών·

β) 

η ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητάς του, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την Ένωση, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

γ) 

το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές·

δ) 

τα αποθέματα του υπό διεύρυνση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν έχει κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σημαντικής ζημίας αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 4

Ορισμός ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄

▼M2

1.  

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ενωσιακός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών ομοειδών προϊόντων στην Ένωση ή όσων εξ αυτών η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του συνόλου της ενωσιακής παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ωστόσο:

▼B

α) 

όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που εικάζεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, ο όρος « ►C2  ενωσιακός κλάδος παραγωγής ◄ » είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνον τους υπόλοιπους παραγωγούς·

β) 

σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Ένωσης είναι δυνατό, σε ό,τι αφορά την υπό εξέταση παραγωγή, να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν ►C2  ως ξεχωριστός κλάδος παραγωγής ◄ , εφόσον:

i) 

οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που παράγουν στη συγκεκριμένη αγορά, και

ii) 

η ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά δεν καλύπτεται υπολογίσιμα από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος εγκατεστημένους σε διαφορετικό σημείο της Ένωσης.

Όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι προκαλείται ζημία ακόμη και αν μείζον μέρος του συνόλου ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι παρατηρείται συγκέντρωση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε μια τόσο απομονωμένη αγορά και επιπροσθέτως ότι οι επίμαχες εισαγωγές προξενούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά.

2.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, γίνεται δεκτό ότι ένας παραγωγός συνδέεται με κάποιον εξαγωγέα ή εισαγωγέα μόνον εφόσον:

α) 

ο ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον·

β) 

και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο·, ή

γ) 

από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η επίδραση της σχέσης είναι τέτοια ώστε ο εκάστοτε παραγωγός να συμπεριφέρεται διαφορετικά εν συγκρίσει με τους μη συνδεόμενους παραγωγούς.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου γίνεται δεκτό ότι μια οντότητα ελέγχει κάποια άλλη, όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της.

3.  
Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει ορισθεί ότι ►C2  ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ◄ περιλαμβάνει τους παραγωγούς συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται στους οικείους εξαγωγείς η ευκαιρία να προτείνουν την ανάληψη εκ μέρους τους υποχρεώσεων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 8, αναφορικά με την εν λόγω περιφέρεια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατά την εκτίμηση του ενωσιακού συμφέροντος των μέτρων συνεκτιμάται ιδίως το συμφέρον της περιφέρειας. Αν δεν υποβληθεί αμελλητί πρόταση για ανάληψη κατάλληλης υποχρέωσης ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατή η επιβολή προσωρινού ή οριστικού δασμού για το σύνολο της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί ενδέχεται, εφόσον είναι πρακτικώς εφικτό, να αφορούν μόνο συγκεκριμένους παραγωγούς ή εξαγωγείς.
4.  
Στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 8.

Άρθρο 5

Έναρξη της διαδικασίας

1.  
Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 6, η έναρξη έρευνας για να διαπιστωθούν η ύπαρξη, η έκταση και οι επιπτώσεις των τυχόν εικαζόμενων πρακτικών ντάμπινγκ προϋποθέτει γραπτή καταγγελία εκ μέρους κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και κάθε ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα, που ενεργεί επ' ονόματι ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ .

▼M2

Καταγγελίες μπορούν επίσης να υποβάλλονται από κοινού από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ή από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε ένωση χωρίς νομική προσωπικότητα που ενεργεί για λογαριασμό του, και από συνδικαλιστικές οργανώσεις, ή να υποστηρίζονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αυτό δεν θίγει τη δυνατότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να αποσύρει την καταγγελία.

▼B

Η καταγγελία είναι δυνατό να υποβάλλεται προς την Επιτροπή ή προς ένα κράτος μέλος, το οποίο τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο κάθε καταγγελίας την οποία λαμβάνει. Η καταγγελία τεκμαίρεται ότι έχει υποβληθεί την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοσή της στην Επιτροπή υπό μορφή συστημένης επιστολής ή μετά την πράξη με την οποία η Επιτροπή πιστοποιεί ότι έλαβε την καταγγελία.

Όταν, χωρίς να έχει υποβληθεί κάποια καταγγελία, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία που αυτό προκαλεί ►C2  στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ , τα κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

▼M2

1α.  
Η Επιτροπή διευκολύνει την πρόσβαση στο μέσο εμπορικής άμυνας για ανομοιογενείς και κατακερματισμένους τομείς παραγωγής, που αποτελούνται, σε μεγάλο βαθμό, από μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (ΜΜΕ), μέσω ειδικού γραφείου υποστήριξης για τις ΜΜΕ, για παράδειγμα προωθώντας την ευαισθητοποίηση, παρέχοντας γενικές πληροφορίες και διευκρινίσεις σχετικά με τις διαδικασίες και τον τρόπο υποβολής των καταγγελιών, δημοσιεύοντας τυποποιημένα ερωτηματολόγια σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης και απαντώντας σε γενικές απορίες που δεν αφορούν συγκεκριμένες υποθέσεις.

Το γραφείο υποστήριξης για τις ΜΜΕ διαθέτει τυποποιημένα έντυπα για στατιστικά στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται για τον καθορισμό της νομιμοποίησης και για ερωτηματολόγια.

▼B

2.  

Κάθε καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που υποτίθεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της υποτιθέμενης ζημίας. Η καταγγελία περιέχει τα στοιχεία που μπορεί ευλόγως να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

α) 

την ταυτότητα του καταγγέλλοντος και στοιχεία για τον όγκο και την αξία της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία επ' ονόματι ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ , η καταγγελία πρέπει να προσδιορίζει ►C2  τον κλάδο παραγωγής ◄ επ' ονόματι της οποίας υποβάλλεται η καταγγελία, με την απαρίθμηση όλων των γνωστών ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος (ή των ενώσεων που έχουν συστήσει οι ενωσιακοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος)· επίσης πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να περιέχει στοιχεία για τον όγκο και την αξία του τμήματος της ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος το οποίο αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι παραγωγοί·

β) 

πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, το όνομα της εμπλεκόμενης χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το υπό κρίση προϊόν·

γ) 

τις τιμές στις οποίες πωλείται το υπό κρίση προϊόν, για κατανάλωση στις εγχώριες αγορές της χώρας ή των χωρών καταγωγής ή εξαγωγής (ή, κατά περίπτωση, τις τιμές στις οποίες το εκάστοτε προϊόν πωλείται από τη χώρα ή τις χώρες καταγωγής ή εξαγωγής προς κάποια τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες, ή για την κατασκευασμένη αξία του εν λόγω προϊόντος)· επίσης, τις τιμές εξαγωγής ή, κατά περίπτωση, για τις τιμές στις οποίες το προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά προς έναν ανεξάρτητο αγοραστή στην Ένωση·

δ) 

τις μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που εικάζεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, σχετικά με την επίδραση των εν λόγω εισαγωγών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Ένωσης και σχετικά με τα επακόλουθα των εισαγωγών για ►C2  τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ◄ , όπως προκύπτουν με βάση τους συναφείς παράγοντες και δείκτες που έχουν σημασία για την κατάσταση ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ , όπως εκείνοι που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 5.

3.  
Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.
4.  
Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 επιτρέπεται μόνον αφού έχει διαπιστωθεί, μετά από εξέταση του βαθμού στήριξης της καταγγελίας ή αντίθεσης προς αυτήν που έχουν εκφράσει οι ενωσιακοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ . Γίνεται δεκτό ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ , αν υποστηρίζεται από ενωσιακούς παραγωγούς των οποίων η αθροιστική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί εκείνο το τμήμα ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ το οποίο είτε εκφράζει την υποστήριξή του προς την καταγγελία είτε αντιτίθεται σε αυτήν. Εντούτοις, η έναρξη έρευνας δεν είναι δυνατή, όταν οι ενωσιακοί παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που πραγματοποιεί ►C2  ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ◄ .
5.  
Οι αρχές αποφεύγουν, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας, να δίδουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στην καταγγελία για την έναρξη έρευνας. Εντούτοις, μετά την παραλαβή μιας δεόντως τεκμηριωμένης καταγγελίας και προτού γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για την έναρξη έρευνας, πρέπει να ενημερώνεται σχετικά η κυβέρνηση της οικείας χώρας εξαγωγής.
6.  
Αν, υπό ειδικές περιστάσεις, η Επιτροπή αποφασίζει την έναρξη έρευνας χωρίς να έχει ληφθεί γραπτή καταγγελία εκ μέρους ή για λογαριασμό ►C2  του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ με αίτημα την έναρξη τέτοιας έρευνας, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται στην ύπαρξη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, τα οποία να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη αφού διαπιστώσει την ανάγκη έναρξης τέτοιας έρευνας.
7.  
Τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τόσο με το ντάμπινγκ, όσο και με τη ζημία αξιολογούνται ταυτοχρόνως στο πλαίσιο της απόφασης περί ενάρξεως ή μη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ντάμπινγκ ή τη ζημία, τα οποία να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Δεν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά 3 % ή και περισσότερο της ενωσιακής κατανάλωσης.
8.  
Μια καταγγελία είναι δυνατό να ανακαλείται πριν από την έναρξη σχετικής έρευνας, οπότε λογίζεται ως μη υποβληθείσα.
9.  
Αν καταστεί εμφανές ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία αυτή εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει, κανονικά, τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση της καταγγελίας εντός 21 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.
10.  
Στην ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλεται η έναρξη έρευνας, κατονομάζονται το προϊόν και οι χώρες που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, παρουσιάζονται περιληπτικά οι ληφθείσες πληροφορίες και ορίζεται ότι όλα τα συναφή στοιχεία πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

Επίσης καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να αναγγελθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα· ακόμη καθορίζεται η προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5.

11.  
Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους που γνωρίζει ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας· επίσης, χωρίς να προβλέπεται η ανάγκη προστασίας εμπιστευτικών πληροφοριών, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που έχει λάβει βάσει της παραγράφου 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας εξαγωγής, και ακόμη το θέτει, εφόσον της ζητηθεί, στη διάθεση των άλλων εμπλεκόμενων ενδιαφερόμενων μερών για την υπόθεση. Όταν ο αριθμός των εμπλεκόμενων εξαγωγέων είναι ιδιαίτερα μεγάλος, είναι δυνατόν το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα παραπάνω, να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.
12.  
Η διεξαγωγή έρευνας αντιντάμπινγκ δεν εμποδίζει την εξέλιξη των διαδικασιών εκτελωνισμού.

Άρθρο 6

Έρευνα

1.  
Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αρχίζει έρευνα σε επίπεδο Ένωσης. Η έρευνα αυτή αφορά τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, και διεξάγεται και για τα δύο ταυτοχρόνως.

Προκειμένου να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, επιλέγεται μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

Κατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη.

2.  
Στα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται σε έρευνα αντιντάμπινγκ τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς η προθεσμία άρχεται από την ημερομηνία παραλαβής του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω τεκμαίρεται ότι λαμβάνεται μία εβδομάδα μετά την ημερομηνία αποστολής του στον εξαγωγέα ή διαβίβασής του στον ενδεδειγμένο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας εξαγωγής. Είναι δυνατό να επιτραπεί παράταση της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι προθεσμίες που ισχύουν για την έρευνα εφόσον το μέρος αποδεικνύει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την παράταση αυτή, από άποψη των ειδικών περιστάσεών της.
3.  
Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία και τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση των αιτήσεων αυτών.

Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Επιτροπή τα ζητούμενα πληροφοριακά στοιχεία, μαζί με τα πορίσματα όλων των επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών που διενεργήθηκαν.

Όταν τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είναι εμπιστευτικά· στην αντίθετη περίπτωση, διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψή τους.

4.  
Η Επιτροπή δύναται να ζητεί από τα κράτη μέλη να διενεργούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδιαίτερα προκειμένου περί των εισαγωγέων, των εμπόρων και των ενωσιακών παραγωγών, καθώς και να διεξάγουν έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείες επιχειρήσεις παρέχουν τη συγκατάθεσή τους και ότι η κυβέρνηση της οικείας χώρας έχει ενημερωθεί επισήμως σχετικά και δεν προβάλλει αντίρρηση.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη ενέργεια για την ικανοποίηση της Επιτροπής.

Μετά από αίτηση της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους, είναι δυνατό να επιτρέπεται σε υπαλλήλους της Επιτροπής να επικουρούν τους υπαλλήλους των κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

5.  
Τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, είναι δυνατόν να γίνονται δεκτά σε ακρόαση, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβάλει γραπτή αίτηση ακρόασης εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση που έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι αποδεικνύουν ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη που ενδέχεται να θιγούν από την έκβαση της διαδικασίας και ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.
6.  
Στους εισαγωγείς, τους εξαγωγείς, τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες, οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, παρέχονται, εφόσον το ζητήσουν, δυνατότητες να συναντήσουν εκείνα τα μέρη τα οποία έχουν συμφέροντα αντιτιθέμενα στα δικά τους, ούτως ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη των αντικρουόμενων απόψεων και η προβολή επιχειρημάτων προς αντίκρουση των ισχυρισμών της άλλης πλευράς.

Κατά την παραχώρηση των ανωτέρω δυνατοτήτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του απορρήτου και διευκόλυνσης των ενδιαφερομένων.

Κανένα μέρος δεν υποχρεούται να παρίσταται σε συγκεκριμένη συνάντηση, ενώ η μη συμμετοχή σε μια συνάντηση δεν έχει αρνητικές συνέπειες για την υπόθεση του απόντος μέρους.

Τυχόν πληροφορίες που υποβάλλονται προφορικά βάσει της παρούσας παραγράφου λαμβάνονται υπόψη στο μέτρο που επιβεβαιώνεται εγγράφως εκ των υστέρων.

▼M2

7.  
Οι ενωσιακοί παραγωγοί, οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι εισαγωγείς και εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής, δύνανται, έπειτα από γραπτή αίτηση, να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί από οποιοδήποτε μέρος το οποίο αφορά η έρευνα, εκτός από τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης τα οποία έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι κατάλληλα για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στην έρευνα.

▼B

Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.

8.  
Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, ελέγχεται κατά το δυνατόν διεξοδικότερα η ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα.

▼M2

9.  
Για διαδικασίες κινηθείσες βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 9, η έρευνα ολοκληρώνεται, ει δυνατόν, εντός ενός έτους. Οι έρευνες αυτές, σε όλες τις περιπτώσεις, ολοκληρώνονται εντός 14 μηνών από την έναρξη της διαδικασίας, βάσει των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 για τις αναλήψεις υποχρεώσεων ή βάσει των συμπερασμάτων που έχουν διατυπωθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 για την επιβολή οριστικών δασμών. Ει δυνατόν, οι περίοδοι έρευνας, ιδίως στην περίπτωση ανομοιογενών και κατακερματισμένων τομέων που αποτελούνται κατά κύριο λόγο από ΜΜΕ, συμπίπτουν με το οικονομικό έτος.

▼M2

10.  
Οι ενωσιακοί παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος καλούνται να συνεργαστούν με την Επιτροπή σε έρευνες που έχουν κινηθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6.
11.  
H Επιτροπή διορίζει Σύμβουλο Ακροάσεων, οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες του οποίου καθορίζονται στο πλαίσιο εντολής που εγκρίνεται από την Επιτροπή και ο οποίος διασφαλίζει την ουσιαστική άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών.

▼B

Άρθρο 7

Προσωρινά μέτρα

▼M2

1.  

Η επιβολή προσωρινών δασμών επιτρέπεται εφόσον:

α) 

έχει κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 5·

β) 

έχει δημοσιευθεί σχετική ανακοίνωση και έχει παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλη δυνατότητα για να υποβάλουν πληροφορίες και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10·

γ) 

έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα με το οποίο επιβεβαιώνεται η ύπαρξη ντάμπινγκ και η εξ αυτού πρόκληση ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής· και

δ) 

το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της ζημίας.

Οι προσωρινοί δασμοί επιβάλλονται το νωρίτερο 60 ημέρες από την έναρξη της διαδικασίας και κατά κανόνα όχι αργότερα από επτά μήνες και οπωσδήποτε όχι αργότερα από οκτώ μήνες από την έναρξη της διαδικασίας.

Οι προσωρινοί δασμοί δεν επιβάλλονται για διάστημα τριών εβδομάδων από τη διαβίβαση των πληροφοριών στα ενδιαφερόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 19α (περίοδος της εκ των προτέρων γνωστοποίησης). Η παροχή των πληροφοριών αυτών δεν προδικάζει τυχόν μεταγενέστερη σχετική απόφαση που μπορεί να λάβει η Επιτροπή.

Η Επιτροπή επανεξετάζει έως τις 9 Ιουνίου 2020, κατά πόσον σημειώθηκε σημαντική αύξηση των εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου της εκ των προτέρων γνωστοποίησης και κατά πόσον η αύξηση αυτή, εάν σημειώθηκε, προκάλεσε πρόσθετη ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, παρά τα μέτρα που ενδεχομένως έλαβε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 5α και του άρθρου 9 παράγραφος 4. Βασίζεται ιδίως στα στοιχεία που συλλέγονται βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 6 και σε κάθε σχετική πληροφορία που έχει στη διάθεσή της. Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 23α προκειμένου να μειώσει τη διάρκεια της περιόδου της εκ των προτέρων γνωστοποίησης σε δύο εβδομάδες σε περίπτωση σημαντικής αύξησης των εισαγωγών που προκάλεσαν πρόσθετη ζημία ή να την αυξήσει σε τέσσερις εβδομάδες σε αντίθετη περίπτωση.

Η Επιτροπή, ταυτόχρονα με την κοινοποίηση στα ενδιαφερόμενα μέρη των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 19α, δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της την πρόθεσή της να επιβάλει προσωρινούς δασμούς, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους πιθανούς συντελεστές των δασμών αυτών.

▼B

2.  
Το ύψος του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το προσωρινώς καθορισθέν περιθώριο ντάμπινγκ και θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή αυτού του δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ►C2  ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ◄ .

▼M2

2α.  
Όταν εξετάζει κατά πόσον η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ επαρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη αν υπάρχουν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες σχετικά με το υπό εξέταση προϊόν.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες συνίστανται στα ακόλουθα μέτρα: συστήματα διπλής τιμολόγησης, φόροι εξαγωγής, πρόσθετοι φόροι εξαγωγής, εξαγωγικές ποσοστώσεις, απαγορεύσεις εξαγωγής, τέλη επί των εξαγωγών, απαιτήσεις αδειοδότησης, οι ελάχιστες τιμές εξαγωγής, μείωση ή κατάργηση της επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), περιορισμοί στα σημεία εκτελωνισμού για τους εξαγωγείς, κατάλογοι εγκεκριμένων εξαγωγέων, υποχρεώσεις όσον αφορά την εγχώρια αγορά και εξόρυξη για δεσμευμένη χρήση εάν η τιμή πρώτης ύλης είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τις τιμές που ισχύουν στις αντιπροσωπευτικές αγορές σε διεθνές επίπεδο.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23α σχετικά με την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού με την προσθήκη περαιτέρω στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες στον κατάλογο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εάν ο κατάλογος του ΟΟΣΑ «σχετικά με τους εξαγωγικούς περιορισμούς επί των βιομηχανικών πρώτων υλών» ή οποιαδήποτε βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ που αντικαθιστά τον κατάλογο αυτόν εντοπίζει άλλα είδη μέτρων.

Η έρευνα καλύπτει κάθε στρέβλωση όσον αφορά τις πρώτες ύλες που εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, για την ύπαρξη της οποίας η Επιτροπή διαθέτει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 5.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια μεμονωμένη πρώτη ύλη, μεταποιημένη ή μη, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, για την οποία διαπιστώνεται στρέβλωση, πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 17 % του κόστους παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος. Για τον υπολογισμό αυτό, χρησιμοποιείται μη στρεβλωμένη τιμή της πρώτης ύλης, όπως έχει διαμορφωθεί σε αντιπροσωπευτικές διεθνείς αγορές.

2β.  
Όταν η Επιτροπή, βάσει όλων των στοιχείων που έχουν υποβληθεί, συμπεραίνει με σαφήνεια ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να καθορίσει το ποσό των προσωρινών δασμών σύμφωνα με την παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου, η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται. Η Επιτροπή επιδιώκει ενεργά να λάβει πληροφορίες από τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να διαπιστώσει εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 ή 2α του παρόντος άρθρου. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εξετάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες, όπως την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη χώρα εξαγωγής, τον ανταγωνισμό στην αγορά πρώτων υλών και την επίπτωση στις αλυσίδες εφοδιασμού για τις ενωσιακές εταιρείες. Ελλείψει συνεργασίας, η Επιτροπή μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να εφαρμόσει την παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου. Κατά την εξέταση του συμφέροντος της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 21, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα αυτό.
2γ.  
Όταν το περιθώριο ζημίας υπολογίζεται βάσει τιμής στόχου, ο στόχος κερδοφορίας που χρησιμοποιείται καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως το επίπεδο κερδοφορίας πριν από την αύξηση των εισαγωγών από τη χώρα για την οποία διεξάγεται έρευνα, το επίπεδο κερδοφορίας που απαιτείται για να καλυφθούν πλήρως δαπάνες και επενδύσεις, έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) και καινοτομία, καθώς και το επίπεδο κερδοφορίας που αναμένεται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Το εν λόγω περιθώριο κέρδους δεν είναι χαμηλότερο του 6 %.
2δ.  
Κατά τον καθορισμό της τιμής στόχου, συνυπολογίζεται δεόντως το πραγματικό κόστος παραγωγής για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, όπως προκύπτει από τις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες, και τα σχετικά πρωτόκολλα, στις οποίες η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, ή από συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) που αναφέρονται στο παράρτημα Ια του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές δαπάνες που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 2γ του παρόντος άρθρου, οι οποίες απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες και συμβάσεις, και τις οποίες θα υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατά τη διάρκεια εφαρμογής του μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2.

▼B

3.  
Οι προσωρινοί δασμοί εξασφαλίζονται με εγγύηση, ενώ η θέση των σχετικών προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση προϋποθέτει την παροχή παρόμοιας εγγύησης.
4.  
Η Επιτροπή θεσπίζει προσωρινά μέτρα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 4.
5.  
Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ζητεί την άμεση επέμβαση της Επιτροπής και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως, κατά πόσον είναι σκόπιμη η επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ.
6.  
Οι προσωρινοί δασμοί είναι δυνατόν να επιβληθούν για ένα εξάμηνο που μπορεί να παραταθεί για ένα τρίμηνο, ή είναι δυνατόν να επιβληθούν για ένα εννεάμηνο. Εντούτοις, μπορούν να παραταθούν ή να επιβληθούν για εννεάμηνη περίοδο μόνον εφόσον το ζητούν εξαγωγείς που αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του σχετικού όγκου συναλλαγών ή εφόσον έχουν ενημερωθεί σχετικά από την Επιτροπή και δεν προβάλουν αντίρρηση.

Άρθρο 8

Αναλήψεις υποχρεώσεων

▼M2

1.  
Όταν έχει εξαχθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, να αποδεχθεί ικανοποιητική οικειοθελή ανάληψη υποχρέωσης που προσφέρει εξαγωγέας για να αναθεωρήσει τις τιμές του ή να παύσει τις εξαγωγές του σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εάν με τον τρόπο αυτό εξουδετερώνονται οι ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ.

Στην περίπτωση αυτή και στον βαθμό που ισχύουν τέτοιες αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή οι οριστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, όπως έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αναλήψεων υποχρεώσεων τέτοιου είδους δεν είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την εξουδετέρωση του περιθωρίου ντάμπινγκ και είναι μικρότερες από το περιθώριο ντάμπινγκ, εάν η αύξηση αυτή αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

Όταν εξετάζεται εάν οι αυξήσεις τιμών δυνάμει αναλήψεων υποχρεώσεων χαμηλότερων από το περιθώριο ντάμπινγκ επαρκούν για την εξάλειψη της ζημίας, εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 7 παράγραφοι 2α, 2β, 2γ και 2δ.

▼B

2.  
Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγείται την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά κανείς εξαγωγέας δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί να αναλάβει τέτοιες υποχρεώσεις. Το γεγονός ότι ένας εξαγωγέας δεν προτείνει την ανάληψη εκ μέρους του υποχρέωσης ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόκληση που του έχει απευθυνθεί, δεν προδικάζει με κανένα τρόπο την αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης.

Παρ' όλα αυτά, είναι δυνατό να διαπιστώνεται ότι είναι πιθανότερο να επέλθει ζημία αν συνεχισθούν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας.

▼M2

Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, οι προσφορές για ανάληψη υποχρεώσεων δεν μπορούν να υποβληθούν αργότερα από πέντε ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να προβούν σε παραστάσεις βάσει του άρθρου 20 παράγραφος 5, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα των άλλων μερών να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους.

3.  
Οι προσφερόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων μπορούν να μη γίνονται αποδεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά υψηλός ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων γενικότερης πολιτικής, όπως, για παράδειγμα, οι αρχές και οι υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες, μαζί με τα πρωτόκολλά τους, στις οποίες η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθώς και στις συμβάσεις της ΔΟΕ που αναφέρονται στο παράρτημα Ια του παρόντος κανονισμού. Ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας δύναται να πληροφορείται τους λόγους για τους οποίους προτείνεται η απόρριψη προσφοράς ανάληψης υποχρέωσης και του παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει σχετικές παρατηρήσεις. Οι λόγοι της απόρριψης εκτίθενται στην οριστική απόφαση.
4.  
Τα μέρη που προσφέρουν ανάληψη υποχρέωσης οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική περιγραφή της ανάληψης υποχρέωσης, η οποία να είναι κατανοητή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, ώστε να μπορέσει να κοινοποιηθεί στα μέρη τα οποία αφορά η έρευνα, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Επιπλέον, πριν από την αποδοχή οποιασδήποτε τέτοιας προσφοράς, δίνεται η δυνατότητα στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τα κύρια χαρακτηριστικά της ανάληψης υποχρέωσης.

▼B

5.  
Αν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνει αποδεκτή, η έρευνα περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3.
6.  
Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για το ντάμπινγκ και για τη ζημία κανονικά ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για το ντάμπινγκ ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να απαιτηθεί η διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα.

Όταν το συμπέρασμα για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ σύμφωνα με το περιεχόμενό της και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

7.  
Η Επιτροπή υποχρεούται να ζητεί από κάθε εξαγωγέα, από τον οποίον έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης, να υποβάλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία σχετικά με την τήρηση της εν λόγω αναληφθείσας υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Τυχόν μη συμμόρφωση προς τις παραπάνω υποχρεώσεις εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.
8.  
Όταν στο πλαίσιο διεξαγόμενης έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, για τους σκοπούς του άρθρου 11, τεκμαίρεται ότι αυτές τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία περάτωσης της έρευνας ως προς την οικεία χώρα εξαγωγής.
9.  
Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος έχει αναλάβει υποχρεώσεις ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, κατά περίπτωση, και ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 εφαρμόζονται αυτομάτως, υπό τον όρο ότι ο οικείος εξαγωγέας είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εκτός αν ο ίδιος ανακάλεσε την ανάληψη υποχρέωσης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη όταν αποφασίσει να ανακαλέσει ανάληψη υποχρέωσης.

Οιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.

10.  
Επιτρέπεται η επιβολή προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 7 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.

Άρθρο 9

Περάτωση χωρίς τη λήψη μέτρων· επιβολή οριστικών δασμών

1.  
Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης.
2.  
Αν δεν χρειάζεται να ληφθούν προστατευτικά μέτρα, η έρευνα ή η διαδικασία περατώνεται. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3.

▼M2

3.  
Για όλες τις διαδικασίες που κινούνται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 9, η ζημία θεωρείται κατά κανόνα αμελητέα, εφόσον οι επίμαχες εισαγωγές αντιπροσωπεύουν ποσοστό κατώτερο αυτού που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7. Κάθε διαδικασία αυτής της μορφής περατούται αμέσως εάν διαπιστωθεί ότι το περιθώριο ντάμπινγκ, εκπεφρασμένο ως ποσοστό της τιμής εξαγωγής, είναι κατώτερο του 2 %.
4.  
Αν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, η Επιτροπή επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Αν ισχύουν προσωρινοί δασμοί, η Επιτροπή κινεί αυτήν τη διαδικασία το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη τους.

Το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, εφόσον ένας τέτοιος χαμηλότερος δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Το άρθρο 7 παράγραφοι 2α, 2β, 2γ και 2δ εφαρμόζεται αναλόγως.

Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν έχει καταγράψει εισαγωγές, αλλά διαπιστώνει, με βάση ανάλυση όλων των σχετικών πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της κατά τη θέσπιση των οριστικών μέτρων, ότι σημειώθηκε περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας κατά την περίοδο της εκ των προτέρων γνωστοποίησης, συνυπολογίζει την πρόσθετη ζημία που απορρέει από την εν λόγω αύξηση κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2.

▼B

5.  
Ο δασμός αντιντάμπινγκ επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση, χωρίς διάκριση, στις εισαγωγές ενός προϊόντος από κάθε πηγή, εισαγωγές για τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

Ο κανονισμός που επιβάλλει τα μέτρα αντιντάμπινγκ προσδιορίζει τον δασμό για κάθε προμηθευτή ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, για την οικεία προμηθεύτρια χώρα. Οι προμηθευτές που από νομική άποψη είναι ανεξάρτητοι από άλλους προμηθευτές ή ανεξάρτητοι από το κράτος μπορούν, παρ' όλα αυτά, να θεωρηθούν ως ενιαία οντότητα για τον προσδιορισμό του δασμού. Για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, μπορούν να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η ύπαρξη διαρθρωτικών ή εταιρικών δεσμών μεταξύ των προμηθευτών και του κράτους ή μεταξύ των προμηθευτών, ο έλεγχος ή η ουσιώδης επιρροή του κράτους όσον αφορά τις τιμές και την παραγωγή και η οικονομική δομή της προμηθεύτριας χώρας.

6.  
Αν η Επιτροπή έχει περιορίσει το αντικείμενο της εξέτασής της κατ' εφαρμογή του άρθρου 17, οποιοσδήποτε δασμός αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην εξέταση, δεν υπερβαίνει το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που έχει καθοριστεί για τα μέρη που επελέγησαν στο δείγμα, ανεξάρτητα από το αν η κανονική αξία για τα μέρη αυτά καθορίστηκε με βάση το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 ή το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α).

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε περιθώρια είτε είναι μηδενικά είτε ασήμαντα, είτε έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 18.

Μεμονωμένοι δασμοί επιβάλλονται για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίο επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17.

Άρθρο 10

Αναδρομική ισχύς

1.  
Προσωρινά μέτρα και οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ εφαρμόζονται μόνον ως προς προϊόντα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του μέτρου που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 4, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.
2.  
Αν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ζημία, η Επιτροπή αποφασίζει, ανεξάρτητα από το αν πρέπει να επιβληθεί οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ, ποιο ποσοστό του προσωρινού δασμού πρέπει να εισπραχθεί οριστικά.

Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ►C2  ενωσιακού κλάδου παραγωγής ◄ , ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, εκτός αν διαπιστώνεται ότι χωρίς τα προσωρινά μέτρα θα προκαλούνταν πράγματι σοβαρή ζημία. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη του παραπάνω κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.

3.  
Αν ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν το τελικό συμπέρασμα είναι αποφατικό, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.
4.  

Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) 

οι εισαγωγές καταγράφηκαν συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5·

β) 

η Επιτροπή έδωσε στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς την ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους·

▼C1

γ) 

κατά το παρελθόν έχουν ασκηθεί πρακτικές ντάμπινγκ ως προς το συγκεκριμένο προϊόν επί παρατεταμένο χρονικό διάστημα ή ο εισαγωγέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη του ντάμπινγκ, και συγκεκριμένα την έκταση του ντάμπινγκ και την εικαζόμενη ή αποδεδειγμένη ζημία· και

▼B

δ) 

πέραν από τον όγκο των εισαγωγών που προκάλεσαν ζημία κατά την περίοδο έρευνας, έχει σημειωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκαν, του όγκου τους και των λοιπών περιστάσεων, είναι πιθανό να εξουδετερώσει σε μεγάλο βαθμό την επανορθωτική επίδραση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που πρόκειται να επιβληθεί.

5.  
Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατόν να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές καταγράφηκαν συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 και ότι κάθε τέτοια εκτίμηση με αναδρομικό αποτέλεσμα δεν επιτρέπεται να αφορά τις εισαγωγές προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.

Άρθρο 11

Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές

1.  
Κάθε μέτρο αντιντάμπινγκ παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.
2.  
Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των ενωσιακών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η εν λόγω επανεξέταση.

▼M2

Διενεργείται επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, εφόσον η σχετική αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να στηρίζεται σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ και η ζημία συνεχίζονται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω άσκηση ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ, ή σε στοιχεία που αποδεικνύουν συνέχιση των στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες.

▼B

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών βάσει της παρούσας παραγράφου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους ενωσιακούς παραγωγούς η δυνατότητα να προβάλλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το αν τυχόν λήξη ισχύος μέτρων είναι ή όχι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής των μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι ενωσιακοί παραγωγοί αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

3.  
Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των ενωσιακών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξέτασης.

Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ και/ή ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών δυνάμει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

▼M1

Όταν τα υφιστάμενα μέτρα αντιντάμπινγκ βασίζονται σε κανονική αξία που υπολογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 όπως ίσχυε κατά τις 19 Δεκεμβρίου 2017, η μεθοδολογία που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6α αντικαθιστά την αρχική μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κανονικής τιμής μόνο από την ημερομηνία κατά την οποία κινήθηκε η πρώτη επανεξέταση ενόψει λήξης των μέτρων αυτών, μετά τις 19 Δεκεμβρίου 2017. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, τα μέτρα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν εν αναμονή του αποτελέσματος της επανεξέτασης.

▼B

4.  
Επανεξέταση διενεργείται επίσης προκειμένου να καθοριστούν χωριστά περιθώρια ντάμπινγκ για νέους εξαγωγείς στην οικεία χώρα εξαγωγής οι οποίοι δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές του προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας που ελήφθη ως βάση για την επιβολή των μέτρων.

Η επανεξέταση αρχίζει εφόσον ο νέος εξαγωγέας ή παραγωγός είναι σε θέση να αποδείξει ότι δεν συνδέεται με κανέναν από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς της χώρας εξαγωγής οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα αντιντάμπινγκ επί του προϊόντος και ότι πράγματι πραγματοποίησε εξαγωγές στην Ένωση μετά την περίοδο έρευνας ή εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει αναλάβει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Ένωση.

Επανεξέταση για κάποιον νέο εξαγωγέα κινείται και διεξάγεται με ταχεία διαδικασία, αφού παρασχεθεί στους ενωσιακούς παραγωγούς η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις. Ο κανονισμός της Επιτροπής για την έναρξη επανεξέτασης καταργεί τον ισχύοντα δασμό έναντι του οικείου νέου εξαγωγέα, μέσω της τροποποίησης του κανονισμού με τον οποίο επεβλήθη ο δασμός και της καταγραφής των εισαγωγών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δυνατότητα επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ αναδρομικά από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης και τούτο σε περίπτωση που από την επανεξέταση προκύψει ότι ο συγκεκριμένος εξαγωγέας ασκεί πρακτικές ντάμπινγκ.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν ο δασμός έχει επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 6.

▼M1

Όταν τα υφιστάμενα μέτρα αντιντάμπινγκ βασίζονται σε μία κανονική αξία που υπολογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 όπως ίσχυε κατά τις 19 Δεκεμβρίου 2017, η μεθοδολογία που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6α αντικαθιστά την αρχική μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κανονικής τιμής μόνο μετά την ημερομηνία κατά την οποία κινήθηκε η πρώτη επανεξέταση ενόψει λήξης των μέτρων αυτών, μετά τις 20 Δεκεμβρίου 2017. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, τα μέτρα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν εν αναμονή του αποτελέσματος της επανεξέτασης.

▼B

5.  
Οι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4.

Οι επανεξετάσεις που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης. Εν πάση περιπτώσει, οι επανεξετάσεις δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός 15 μηνών από την έναρξή τους.

Οι επανεξετάσεις δυνάμει της παραγράφου 4 ολοκληρώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία έναρξής τους.

Αν κινείται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2, ενώ παράλληλα διεξάγεται επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3 στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, η επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 3 περατώνεται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη για την επανεξέταση δυνάμει της παραγράφου 2.

Αν η έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προθεσμιών που προσδιορίζονται στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, τα μέτρα:

— 
παύουν να ισχύουν για έρευνες που διεξάγονται δυνάμει της παραγράφου 2,
— 
παύουν να ισχύουν για έρευνες βάσει των παραγράφων 2 και 3 εκ παραλλήλου, είτε η έρευνα κατά την παράγραφο 2 άρχισε ενώ η επανεξέταση κατά την παράγραφο 3 συνεχιζόταν στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας είτε οι έρευνες αυτές άρχισαν ταυτοχρόνως, ή
— 
παραμένουν αμετάβλητα για έρευνες που διεξάγονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4.

Ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος ή τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼M2

Εάν, ύστερα από έρευνα σύμφωνα με την παράγραφο 2, το μέτρο παύσει να ισχύει, οι δασμοί που έχουν εισπραχθεί από την ημερομηνία έναρξης της εν λόγω έρευνας σε αγαθά που εκτελωνίστηκαν επιστρέφονται, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα στις εθνικές τελωνειακές αρχές και οι εν λόγω αρχές εγκρίνουν το αίτημα, σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την επιστροφή και διαγραφή δασμών. Αυτή η επιστροφή δασμών δεν γεννά υποχρέωση καταβολής τόκων από τις αρμόδιες εθνικές τελωνειακές αρχές.

▼B

6.  
Κάθε επανεξέταση βάσει του παρόντος άρθρου κινείται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή αποφασίζει αν θα αρχίσει επανεξετάσεις δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2. Η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τα κράτη μέλη εφόσον ένας φορέας ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη επανεξέτασης δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον η ίδια η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να επανεξεταστεί κατά πόσον η επιβολή μέτρων πρέπει να συνεχισθεί.

Όταν κρίνεται δικαιολογημένο μετά από σχετική επανεξέταση, τα μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 15 παράγραφος 3, καταργούνται ή διατηρούνται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ή καταργούνται, διατηρούνται ή τροποποιούνται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου για μεμονωμένους εξαγωγείς αλλά όχι για τη χώρα στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο της διαδικασίας, και είναι δυνατόν να διεξαχθεί αυτοδικαίως ως προς αυτούς νέα έρευνα στο πλαίσιο επανεξέτασης που θα διενεργηθεί ενδεχομένως μεταγενέστερα για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου.

7.  
Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2, βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει της παραγράφου 3, η επανεξέταση αυτή καλύπτει επίσης τις περιστάσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2.
8.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

Προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ, ο εισαγωγέας υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των προς επιβολή οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.

Μια αίτηση επιστροφής θεωρείται δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων μόνον όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της ζητούμενης επιστροφής δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και το σύνολο των τελωνειακών εγγράφων που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Επίσης, πρέπει να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα, σχετικά με τις κανονικές αξίες και τις τιμές εξαγωγής προς την Ένωση που ισχύουν για τον υποκείμενο στον δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Στις περιπτώσεις που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι δυνατό να διατεθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο εκάστοτε εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα καταστήσει γνωστά στον εισαγωγέα, η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το περιθώριο ντάμπινγκ έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη της αίτησης πρόκειται να υποβληθούν στην Επιτροπή. Αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν υποβληθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η αίτηση απορρίπτεται.

Η Επιτροπή αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση ή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, οπότε τα στοιχεία και τα πορίσματα που προκύπτουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τις επανεξετάσεις αυτού του είδους, χρησιμοποιούνται για να κριθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ολοκληρώσει την ανάλυση της αίτησης.

Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός δωδεκαμήνου και πάντως όχι μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο αφορά ο επιβληθείς δασμός αντιντάμπινγκ υπέβαλε την αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς τη με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήξη της απόφασης της Επιτροπής.

9.  
Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.

▼M1

Όσον αφορά τις συνθήκες σχετικά με τον καθορισμό της κανονικής αξίας δυνάμει του άρθρου 2, λαμβάνονται δεόντως υπόψη όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων των σχετικών εκθέσεων που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούν στην εγχώρια αγορά των εξαγωγέων και παραγωγών και των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία βασίζονται, που περιλαμβάνονται στον φάκελο και για τα οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

▼B

10.  
Στο πλαίσιο κάθε έρευνας που διεξάγεται βάσει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξετάζει την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2. Εντούτοις, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Ένωση.

Άρθρο 12

Απορρόφηση

1.  
Αν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή άλλο ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλει, κανονικά εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος των μέτρων, επαρκείς πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι, μετά την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την επιβολή των μέτρων, μειώθηκαν οι τιμές εξαγωγής ή ότι δεν υπήρξε μεταβολή των τιμών ή επαρκής μεταβολή των τιμών μεταπώλησης ή των τιμών πώλησης του εισαγόμενου προϊόντος στην Ένωση, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει εκ νέου την έρευνα, για να εξεταστεί αν τα μέτρα επηρέασαν τις προαναφερθείσες τιμές. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ένα ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλει επαρκή στοιχεία που αιτιολογούν την επανέναρξη έρευνας και η Επιτροπή ολοκληρώσει τη σχετική της ανάλυση.

Η έρευνα μπορεί επίσης να κινηθεί εκ νέου, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους.

2.  
Όταν διεξάγεται εκ νέου έρευνα βάσει του παρόντος άρθρου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και τους ενωσιακούς παραγωγούς η δυνατότητα να διευκρινίσουν τα δεδομένα που αναφέρονται στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης. Σε περίπτωση που συμπεραίνεται ότι το μέτρο έπρεπε να είχε προκαλέσει μεταβολή των εν λόγω τιμών, ούτως ώστε να εξαλειφθεί η ζημία που είχε ήδη προσδιορισθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, τότε οι τιμές εξαγωγής επανεκτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 2, ενώ τα περιθώρια ντάμπινγκ υπολογίζονται εκ νέου προκειμένου να λαμβάνουν υπόψη τις τιμές εξαγωγής που προκύπτουν από την επανεκτίμηση. Σε περίπτωση που συμπεραίνεται ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 12 παράγραφος 1 λόγω μείωσης των τιμών εξαγωγής που σημειώθηκε μετά την αρχική περίοδο έρευνας και πριν από ή μετά την επιβολή των μέτρων, τα περιθώρια του ντάμπινγκ μπορούν να υπολογιστούν εκ νέου για να ληφθούν υπόψη αυτές οι χαμηλότερες τιμές εξαγωγής.
3.  
Αν από τη διεξαχθείσα, βάσει του παρόντος άρθρου, νέα έρευνα προκύψει αύξηση του ντάμπινγκ, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τα ισχύοντα μέτρα σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3, ώστε αυτά να εκφράζουν τα νέα πορίσματα για τις τιμές εξαγωγής. Το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του δασμού που είχε επιβληθεί αρχικά.
4.  
Για κάθε έρευνα που διενεργείται εκ νέου βάσει του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις των άρθρων 5 και 6, με την εξαίρεση ότι οι επανεξετάσεις αυτού του είδους διενεργούνται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνονται εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έναρξης της εκ νέου έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, αυτές οι εκ νέου έρευνες περατώνονται οπωσδήποτε εντός εννέα μηνών από την έναρξη της έρευνας.

Αν η εκ νέου έρευνα δεν ολοκληρωθεί εντός των προθεσμιών που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο, τα μέτρα διατηρούνται ως έχουν. Ανακοίνωση για τη διατήρηση των μέτρων δυνάμει αυτής της παραγράφου δημοσιεύεται επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.  
Τυχόν ισχυρισμοί περί μεταβολών της κανονικής αξίας λαμβάνονται τότε μόνον υπόψη, βάσει του παρόντος άρθρου, όταν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην ανακοίνωση για την έναρξη έρευνας προσκομίζονται στην Επιτροπή πλήρη στοιχεία τα οποία αναφέρονται στις αναθεωρημένες κανονικές αξίες και συνοδεύονται από τη δέουσα τεκμηρίωση. Όταν η έρευνα περιλαμβάνει επανεξέταση των κανονικών αξιών, οι εισαγωγές είναι δυνατό να καταγράφονται συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 μέχρις ότου ολοκληρωθεί εκ νέου η έρευνα.

Άρθρο 13

Καταστρατήγηση

1.  
Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ή έναντι μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

Δασμοί αντιντάμπινγκ όχι υψηλότεροι από τους υπολειπόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

Με τον όρο καταστρατήγηση νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης ή μεταξύ ατομικών εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Ένωσης, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

α) 

την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα υπό τον όρο ότι η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά του·

β) 

την αποστολή του προϊόντος που υπόκειται στα μέτρα μέσω τρίτων χωρών·

γ) 

την αναδιοργάνωση από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς των τρόπων και κυκλωμάτων των πωλήσεών τους στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ούτως ώστε να μπορούν ενδεχομένως να εξάγουν τα προϊόντα τους στην Ένωση μέσω παραγωγών που επωφελούνται από ατομικό συντελεστή δασμού χαμηλότερο από τον συντελεστή που εφαρμόζεται στα προϊόντα των κατασκευαστών ·

δ) 

υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται παράγραφο 2, τη συναρμολόγηση μερών από δράση συναρμολόγησης στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα.

2.  

Μια συναρμολόγηση στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα γίνεται δεκτό ότι καταστρατηγεί τα ισχύοντα μέτρα όταν:

α) 

η συναρμολόγηση άρχισε ή αυξήθηκε σημαντικά από την έναρξη της έρευνας αντιντάμπινγκ ή αμέσως πριν από αυτήν, και τα χρησιμοποιούμενα μέρη προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· και

β) 

τα μέρη αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπάρχει καταστρατήγηση, αν η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης υπερβαίνει το 25 % του κόστους κατασκευής· και

γ) 

οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του συναρμολογημένου ομοειδούς προϊόντος εξουδετερώνονται και υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν.

▼M2

3.  
Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η έρευνα κινείται με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον επιπλέον καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ένα ενδιαφερόμενο μέρος ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη έρευνας και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον η ίδια η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να κινηθεί έρευνα.

▼B

Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τελωνειακές αρχές, η δε έρευνα ολοκληρώνεται εντός εννέα μηνών.

Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή από την ημερομηνία που απαιτήθηκε η παροχή εγγύησης. Οι σχετικές διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

▼M2

4.  
Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.

Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες με αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής σύμφωνα με τον οποίο αρχίζει η έρευνα.

Στην περίπτωση που η πρακτική, διαδικασία ή εργασία καταστρατήγησης λαμβάνει χώρα εκτός της Ένωσης, επιτρέπεται να χορηγούνται απαλλαγές σε παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης, όπως ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Στην περίπτωση που η πρακτική, διαδικασία ή εργασία καταστρατήγησης λαμβάνει χώρα εντός της Ένωσης, επιτρέπεται να χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης, όπως ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

▼B

Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής και ισχύουν για την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει η εν λόγω απόφαση. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ολοκληρώσει την ανάλυσή της.

Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας που οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

Υπό τον όρο ότι έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την επέκταση των μέτρων, και στην περίπτωση που είναι σημαντικός ο αριθμός των μερών που ζητούν ή ενδέχεται να ζητήσουν απαλλαγή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει επανεξέταση της επέκτασης των μέτρων. Μια τέτοια επανεξέταση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 5, όπως εφαρμόζεται στις επανεξετάσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3.

5.  
Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 14

Γενικές διατάξεις

1.  
Οι δασμοί αντιντάμπινγκ, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται οι δασμοί. Επίσης οι δασμοί αντιντάμπινγκ εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

Κανένα προϊόν δεν υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης, η οποία είναι αποτέλεσμα πρακτικής ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.

2.  
Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, καθώς και οι κανονισμοί και οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών ή διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι εν λόγω κανονισμοί και αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των εμπλεκόμενων εξαγωγέων, αν αυτό είναι πρακτικώς δυνατό, ή χωρών, περιγραφή του οικείου προϊόντος, καθώς και περίληψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για το ντάμπινγκ και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για τις επανεξετάσεις.

▼M2

3.  
Δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις, ιδίως σε σχέση με τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ), και σε σχέση με την εφαρμογή και την είσπραξη δασμού αντιντάμπινγκ στην υφαλοκρηπίδα κράτους μέλους ή την αποκλειστική οικονομική ζώνη που έχει δηλώσει κράτος μέλος σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).

▼B

4.  
Για την προστασία των συμφερόντων της Ένωσης, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατόν να ανασταλούν με απόφαση της Επιτροπής σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η Επιτροπή, ενεργώντας κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, μπορεί να παρατείνει την αναστολή για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Τα μέτρα μπορούν να ανασταλούν μόνο αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που καθίσταται απίθανη η επανάληψη της ζημίας συνεπεία της αναστολής και υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρασχεθεί στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής η δυνατότητα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις, οι οποίες και συνεκτιμώνται. Τα μέτρα δύνανται ανά πάσα στιγμή να τεθούν εκ νέου σε ισχύ κατά τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 εάν ο λόγος αναστολής δεν ισχύει πλέον.

▼M2

5.  
Από την έναρξη της έρευνας και αφού ενημερώσει τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων έναντι των εισαγωγών αυτών με ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής τους. Οι εισαγωγές υποβάλλονται σε καταγραφή μετά από αίτηση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η οποία περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την καταγραφή. Οι εισαγωγές μπορούν επίσης να υποβάλλονται σε καταγραφή κατόπιν πρωτοβουλίας της ίδιας της Επιτροπής. Η καταγραφή θεσπίζεται με κανονισμό της Επιτροπής. Ο κανονισμός αυτός διευκρινίζει τον σκοπό του μέτρου και, ενδεχομένως, το κατ’ εκτίμηση ύψος της πιθανής μελλοντικής οφειλής. Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των εννέα μηνών.

▼M2

5α.  
Η Επιτροπή, εκτός εάν έχει στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 5 ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις είτε του άρθρου 10 παράγραφος 4 στοιχείο γ) είτε του άρθρου 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ), καταγράφει τις εισαγωγές σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου κατά τη διάρκεια της περιόδου της εκ των προτέρων γνωστοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 19α. Όταν αποφασίζει σχετικά με την καταγραφή, η Επιτροπή αναλύει ιδίως τις πληροφορίες που συλλέγονται με βάση τη δημιουργία κωδικών του Ενοποιημένου Δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (TARIC) για το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

▼M2

6.  
Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή σε μηνιαία βάση στοιχεία για τις εισαγωγές προϊόντων για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Κατά την έναρξη έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 5, η Επιτροπή δημιουργεί κωδικούς TARIC που αντιστοιχούν στο προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τους εν λόγω κωδικούς TARIC προκειμένου να υποβάλουν έκθεση σχετικά με τις εισαγωγές του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας μετά την έναρξη της έρευνας. Η Επιτροπή δύναται, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου και ρητού αιτήματος ενδιαφερόμενου μέρους, να αποφασίσει να του κοινοποιήσει μη εμπιστευτική σύνοψη των πληροφοριών σχετικά με τον συνολικό όγκο και τη συνολική αξία των εισαγωγών των συγκεκριμένων προϊόντων.

▼B

7.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η Επιτροπή μπορεί, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων. Ως προς αυτό, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 3 και 4. Όλα τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος άρθρου καλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 6.

▼M2

8.  
Οσάκις η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει έγγραφο που παρέχει στα πιθανά ενδιαφερόμενα μέρη γενικές οδηγίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, διενεργείται δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 της ΣΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν επίσης να εκφράσουν τις απόψεις τους.

Άρθρο 14α

Υφαλοκρηπίδα ή αποκλειστική οικονομική ζώνη

1.  
►C3  Δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί επίσης να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που υπόκειται σε ντάμπινγκ το οποίο εισάγεται σε σημαντικές ποσότητες σε τεχνητό νησί, σταθερή ή πλωτή εγκατάσταση ή σε οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση στην υφαλοκρηπίδα κράτους μέλους ή στην αποκλειστική οικονομική ζώνη που έχει δηλώσει κράτος μέλος σύμφωνα με την UNCLOS, εάν αυτό ενδέχεται να προκαλέσει ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. ◄ Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις οι οποίες καθορίζουν τους όρους που διέπουν τη γένεση δασμολογικής οφειλής, καθώς και τις διαδικασίες για την κοινοποίηση και τη δήλωση τέτοιων προϊόντων και για την καταβολή των δασμών, συμπεριλαμβανομένης της ανάκτησης, επιστροφής και διαγραφής τους (δασμολογικό εργαλείο). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3.
2.  
Η Επιτροπή επιβάλει τους δασμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 από την ημερομηνία κατά την οποία το τελωνειακό εργαλείο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τίθεται σε λειτουργία. Η Επιτροπή ενημερώνει όλους τους οικονομικούς φορείς ότι το τελωνειακό εργαλείο έχει τεθεί σε λειτουργία με χωριστή δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼B

Άρθρο 15

Διαδικασία επιτροπής

1.  
Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2.  
Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
3.  
Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
4.  
Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού.
5.  
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία για την έγκριση οριστικών μέτρων δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ή για να ληφθεί απόφαση σχετικά με την έναρξη ή μη επανεξετάσεων ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, εντός προθεσμίας που ορίζει ο πρόεδρος, το αποφασίσει ο πρόεδρος ή το ζητήσει η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός προθεσμίας που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία. Όταν εφαρμόζεται η γραπτή διαδικασία σε άλλες περιπτώσεις όπου το σχέδιο μέτρου δεν έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της επιτροπής, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός προθεσμίας που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής, το αποφασίσει ο πρόεδρος της ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.
6.  
Η επιτροπή μπορεί να εξετάζει κάθε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής ή αιτήσεως κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν πληροφορίες και να ανταλλάσσουν απόψεις εντός της επιτροπής ή άμεσα με την Επιτροπή.

Άρθρο 16

Επιτόπιες επαληθεύσεις

1.  
Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επιτόπιες επαληθεύσεις προκειμένου να εξετάσει τα στοιχεία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανισμοί, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί για το ντάμπινγκ και τη ζημία. Η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει επιτόπια επαλήθευση, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί προσήκουσα και εμπρόθεσμη απάντηση.
2.  
Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και επιπλέον ότι έχει ενημερώσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της οικείας χώρας, χωρίς αυτή η τελευταία να διατυπώσει αντίρρηση για τη διενέργεια της έρευνας. Το συντομότερο δυνατό μετά την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιεί στις αρχές της χώρας εξαγωγής τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις εγκαταστάσεις των οποίων πρόκειται να πραγματοποιηθεί επιτόπια επαλήθευση, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.
3.  
Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με τον χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης αυτής, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα με βάση τις πληροφορίες που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.
4.  
Κατά τις επιτόπιες έρευνες που διενεργούνται βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή επικουρείται από αξιωματούχους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.

Άρθρο 17

Δειγματοληψίες

▼M2

1.  
Στις περιπτώσεις που ο αριθμός των ενωσιακών παραγωγών, των εξαγωγέων ή εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών είναι μεγάλος, η έρευνα μπορεί να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγμάτων στατιστικά αντιπροσωπευτικών, με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της επιλογής ή στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίο μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.
2.  
Η τελική επιλογή των μερών, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών η οποία πραγματοποιείται δυνάμει των εν λόγω διατάξεων για τα δείγματα γίνεται από την Επιτροπή. Ωστόσο, προκειμένου να επιτραπεί η επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος, είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τη συγκατάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίσει εντός μίας εβδομάδας από την έναρξη της έρευνας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

▼B

3.  
Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της έρευνας κατ' εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.
4.  
Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και υπάρχει κάποιος βαθμός άρνησης συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων ενδιαφερόμενων μερών, ο οποίος είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος.

Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται σημαντικός βαθμός άρνησης συνεργασίας ή δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 18.

Άρθρο 18

Άρνηση συνεργασίας

1.  
Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε απαραίτητες πληροφορίες ή γενικότερα δεν τις παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2.  
Η μη παροχή απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα καθίστατο επαχθέστερη ή θα συνεπαγόταν υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.
3.  
Αν οι πληροφορίες που προσκομίζει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτιες από κάθε άποψη, λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.
4.  
Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής· επίσης πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί οι λόγοι της απόρριψης των συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται στα δημοσιευόμενα πορίσματα.
5.  
Σε περίπτωση που τα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για το θέμα της κανονικής αξίας, στηρίζονται στην εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία, πρέπει, όποτε είναι εφικτό και τηρουμένων των προθεσμιών που ισχύουν για την έρευνα, να ελέγχονται με βάση στοιχεία προερχόμενα από άλλες, ανεξάρτητες πηγές, τα οποία ενδεχομένως είναι διαθέσιμα, όπως τιμοκαταλόγους, επίσημα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές και τελωνειακές στατιστικές ή στοιχεία που έχουν προσκομίσει άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την έρευνα.

Αυτές οι πληροφορίες μπορούν να περιέχουν, ενδεχομένως, στοιχεία σχετικά με την παγκόσμια αγορά ή άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

6.  
Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν, αλλά μόνον εν μέρει και με τον τρόπο αυτό εμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες, το τελικό αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος από ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί.

Άρθρο 19

Εμπιστευτική μεταχείριση

1.  
Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο έλαβε την πληροφορία αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.
2.  
Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών. Οι εν λόγω περιλήψεις είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιούμενων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.
3.  
Σε περίπτωση που κρίνεται ότι μια αίτηση τήρησης του απορρήτου είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία είτε δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία είτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται από έγκυρες πηγές ότι είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την τήρηση του απορρήτου δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα.
4.  
Το παρόν άρθρο δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται στις αρχές της Ένωσης να αποκαλύπτουν πληροφορίες γενικού χαρακτήρα, και ιδίως τους λόγους στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ή να αποκαλύπτουν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχτηκαν οι αρχές της Ένωσης, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την επεξήγηση των λόγων αυτών κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Κάθε αποκάλυψη αυτής της μορφής πρέπει να λαμβάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των ενδιαφερόμενων μερών ώστε να μη διαρρέουν τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.
5.  
Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν αποκαλύπτουν καμία από τις πληροφορίες που λαμβάνουν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου που έχει παράσχει την πληροφορία, αν το εν λόγω πρόσωπο έχει ζητήσει την εμπιστευτική της μεταχείριση. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, καθώς και όλα τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, δεν αποκαλύπτονται, εκτός αν η αποκάλυψή τους προβλέπεται ρητά στον παρόντα κανονισμό.
6.  
Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν.

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει τη χρήση πληροφοριών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο μιας έρευνας με σκοπό να κινηθεί άλλη έρευνα εντός της ίδιας διαδικασίας όσον αφορά το οικείο προϊόν.

▼M3

Άρθρο 19α

Πληροφορίες στο προσωρινό στάδιο

1.  
Οι ενωσιακοί παραγωγοί, οι εισαγωγείς και εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής, μπορούν να ζητούν πληροφορίες σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επιβολή προσωρινών δασμών. Οι αιτήσεις για την παροχή αυτών των πληροφοριών υποβάλλονται εγγράφως εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στους ενδιαφερομένους τέσσερις εβδομάδες πριν από την επιβολή των προσωρινών δασμών. ►C4  Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν συνοπτική παρουσίαση των προτεινόμενων δασμών, για ενημερωτικούς μόνο σκοπούς, και αναλυτικά στοιχεία για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ και του περιθωρίου που είναι επαρκές για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη τήρησης των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που περιέχονται στο άρθρο 19. ◄ Τα μέρη διαθέτουν προθεσμία τριών εργάσιμων ημερών από την παροχή των εν λόγω πληροφοριών για την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με την ακρίβεια των υπολογισμών.
2.  
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόκειται να μην επιβληθούν προσωρινοί δασμοί, αλλά να συνεχιστεί η έρευνα, τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται για τη μη επιβολή δασμών τέσσερις εβδομάδες πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 για την επιβολή των προσωρινών δασμών.

▼B

Άρθρο 20

Αποκάλυψη

1.  
Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.
2.  
Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.
3.  
Οι αιτήσεις για την τελική αποκάλυψη στοιχείων, η οποία ορίζεται στην παράγραφο 2, αποστέλλονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται, σε περιπτώσεις που έχει ήδη επιβληθεί προσωρινός δασμός, το αργότερο έναν μήνα μετά τη δημοσίευση της πράξης επιβολής του εν λόγω δασμού. Αν δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, παρέχεται στα μέρη η δυνατότητα να ζητήσουν την τελική αποκάλυψη στοιχείων εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή.
4.  
Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο έναν μήνα πριν από την έναρξη των διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο 9. Αν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να γνωστοποιήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, οφείλει να το πραγματοποιήσει το συντομότερο δυνατόν στη συνέχεια.

Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει καμία μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5.  
Τυχόν παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 10 ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος. Μπορεί να οριστεί μικρότερη προθεσμία αν πρέπει να γίνει πρόσθετη τελική αποκάλυψη στοιχείων.

Άρθρο 21

Συμφέρον της Ένωσης

1.  
Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της Ένωσης επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων ►C2  του εγχώριου κλάδου παραγωγής ◄ , των χρηστών και των καταναλωτών. Η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης.

▼M2

2.  
Προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε η Επιτροπή να μπορεί να λάβει υπόψη της όλες τις απόψεις και όλα τα στοιχεία προτού αποφανθεί κατά πόσον η επιβολή μέτρων είναι προς το συμφέρον της Ένωσης, παρέχεται το δικαίωμα στους ενωσιακούς παραγωγούς, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, τους εισαγωγείς και τις αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, καθώς και σε αντιπροσωπευτικούς χρήστες και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών, να αναγγελθούν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ και να προσκομίσουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Οι πληροφορίες αυτές ή κατάλληλες περιλήψεις τους κοινοποιούνται στα άλλα μέρη που ορίζονται στο παρόν άρθρο, τα οποία έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν απόψεις και παρατηρήσεις επ’ αυτών.

▼B

3.  
Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει συμφώνως προς την παράγραφο 2 δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Οι αιτήσεις ακρόασης γίνονται δεκτές, εφόσον έχουν υποβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και επιπλέον αναφέρουν τους ειδικούς λόγους για τους οποίους είναι επιβεβλημένη, από την άποψη του συμφέροντος της Ένωσης, η ακρόαση των μερών.

▼M2

4.  
Τα μέρη τα οποία έχουν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή ενδεχόμενων προσωρινών δασμών. Οι εν λόγω παρατηρήσεις, για να ληφθούν υπόψη, παραλαμβάνονται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία εφαρμογής των εν λόγω μέτρων και κοινοποιούνται, ενδεχομένως με κατάλληλη περιληπτική μορφή, στα άλλα μέρη, τα οποία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν επ’ αυτών.

▼B

5.  
Η Επιτροπή εξετάζει όλες τις πληροφορίες που της έχουν προσηκόντως υποβληθεί, καθώς και τον βαθμό αντιπροσωπευτικότητάς τους, ενώ τα αποτελέσματα της ανάλυσης αυτής, μαζί με γνωμοδότηση για το βάσιμο των πληροφοριών αυτών, διαβιβάζονται στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 15 ως τμήμα του σχεδίου μέτρου που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 9. Οι απόψεις που εκφράζονται στην επιτροπή λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
6.  
Τα, μέρη τα οποία ενήργησαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 μπορούν να ζητήσουν να τους δοθούν τα στοιχεία και την αιτιολογία επί των οποίων ενδέχεται να βασισθούν οι τελικές αποφάσεις. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη τυχόν μεταγενέστερης απόφασης της Επιτροπής.
7.  
Μια πληροφορία λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον θεμελιώνεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία της.

Άρθρο 22

Τελικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

α) 

οιουδήποτε ειδικού κανόνα που προβλέπεται στις συμφωνίες οι οποίες συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών·

β) 

των ενωσιακών κανονισμών στον γεωργικό τομέα ούτε των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 ( 4 ), (ΕΚ) αριθ. 614/2009 ( 5 ) και (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 ( 6 ). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των προαναφερθέντων κανονισμών και κατά παρέκκλιση των διατάξεών τους που ενδεχομένως αποκλείουν την εφαρμογή δασμών αντιντάμπινγκ·

γ) 

ειδικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994.

▼M1

Άρθρο 23

Έκθεση και πληροφορίες

▼M2

1.  
Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 19, η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού.

Η εν λόγω έκθεση περιέχει πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή προσωρινών και οριστικών μέτρων, την περάτωση ερευνών χωρίς λήψη μέτρων, τις αναλήψεις υποχρεώσεων, τις νέες έρευνες, τις επανεξετάσεις, τις σημαντικές στρεβλώσεις και τους επιτόπιους ελέγχους, καθώς και σχετικά με τις δραστηριότητες των διάφορων οργάνων τα οποία είναι υπεύθυνα για την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και την τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτόν. Η έκθεση καλύπτει επίσης τη χρήση μέσων εμπορικής άμυνας από τρίτες χώρες με στόχο την Ένωση και τις προσφυγές κατά των μέτρων που έχουν επιβληθεί. Περιέχει επίσης πληροφορίες για τις δραστηριότητες του Συμβούλου Ακροάσεων της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής και τις δραστηριότητες του Γραφείου Υποστήριξης για τις ΜΜΕ στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Η έκθεση αναφέρεται επίσης στον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα εξετάζονται και λαμβάνονται υπόψη στις έρευνες. Τα εν λόγω πρότυπα καθορίζονται στις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες στις οποίες συμμετέχει η Ένωση και στις συμβάσεις της ΔΟΕ που απαριθμούνται στο παράρτημα Ια του παρόντος κανονισμού, καθώς και στην ισοδύναμη εθνική νομοθεσία της χώρας εξαγωγής.

▼M1

2.  
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να προσκαλέσει την Επιτροπή σε μια ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του προκειμένου να παρουσιάσει και να διευκρινίσει όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Μπορεί επίσης, μεταξύ άλλων με βάση την έκθεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και την παρουσίαση και τις επεξηγήσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, να κοινοποιήσει στην Επιτροπή όλες τις σχετικές εκτιμήσεις και τα πραγματικά περιστατικά.
3.  
Το αργότερο έξι μήνες μετά την υποβολή της έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, η Επιτροπή δημοσιοποιεί την έκθεση αυτή.

▼M2

4.  
Έως τις 9 Ιουνίου 2023 και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή υποβάλλει, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έκθεση επανεξέτασης της εφαρμογής του άρθρου 7 παράγραφος 2α, του άρθρου 8 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 παράγραφος 4, μαζί με αξιολόγηση της εν λόγω εφαρμογής. Η επανεξέταση αυτή δύναται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 23α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.
2.  
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο δύο ετών από την 8η Ιουνίου 2018 και μπορεί να ασκηθεί μία μόνο φορά.

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 2α εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 8η Ιουνίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.  
Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2α μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.
4.  
Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου ( 7 ).
5.  
Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
6.  
Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2α τίθενται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼B

Άρθρο 24

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ



Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 765/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 237 της 3.9.2012, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1168/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 344 της 14.12.2012, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1)

Μόνο σημείο 22 του παραρτήματος

▼M2




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ια

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΟΕ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

1. 

Σύμβαση περί της αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας, αριθ. 29 (1930)

2. 

Σύμβαση περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας συνδικαλιστικού δικαιώματος, αριθ. 87 (1948)

3. 

Σύμβαση περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως, αριθ. 98 (1949)

4. 

Σύμβαση περί ίσης αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι’ εργασίαν ίσης αξίας, αριθ. 100 (1951)

5. 

Σύμβαση για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας, αριθ. 105 (1957)

6. 

Σύμβαση για τη διάκριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα, αριθ. 111 (1958)

7. 

Σύμβαση περί του κατωτάτου ορίου ηλικίας εισόδου εις την απασχόλησιν, αριθ. 138 (1973)

8. 

Σύμβαση για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τους, αριθ. 182 (1999)

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ



Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως 4

Άρθρα 1 έως 4

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 9

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 9

Άρθρο 5 παράγραφος 10 πρώτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 10 δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 5 παράγραφος 10 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφοι 11 και 12

Άρθρο 5 παράγραφοι 11 και 12

Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 7 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 7 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 7 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρο 6 παράγραφοι 8 και 9

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 7 παράγραφοι 2 έως 5

Άρθρο 7 παράγραφος 7

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πέμπτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 8 παράγραφος 6 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 8 παράγραφοι 7 και 8

Άρθρο 8 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 10

Άρθρο 8 παράγραφος 10

Άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 9 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 6 τρίτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 10 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 2 δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 10 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Article 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4 εισαγωγική φράση

Άρθρο 10 παράγραφος 4 εισαγωγική φράση και άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο τέταρτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο πέμπτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 5 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 5 έκτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 6 πέμπτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 8 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο πρώτη και δεύτερη περίοδος

Article 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 8 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8 τέταρτο εδάφιο τέταρτη περίοδος

Άρθρο 11 παράγραφος 8 έκτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 11 παράγραφοι 9 και 10

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 και 3

Άρθρο 13 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο τρίτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο τέταρτη περίοδος

Άρθρο 13 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 πέμπτο εδάφιο

Article 13 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 έκτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 4 έβδομο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 14 παράγραφος 1 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 4 πρώτη και δεύτερη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 4 τρίτη και τέταρτη περίοδος

Άρθρο 14 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφοι 5, 6 και 7

Άρθρο 14 παράγραφοι 5, 6 και 7

Άρθρα 15 και 16

Άρθρα 15 και 16

Άρθρο 17 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 17 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 17 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος

Άρθρο 18 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 1 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 18 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφος 1 τρίτη περίοδος

Άρθρο 18 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 18 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 18 παράγραφοι 2 έως 6

Άρθρο 19 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 19 παράγραφοι 1 έως 5

Άρθρο 19 παράγραφος 6 πρώτη περίοδος

Άρθρο 19 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 19 παράγραφος 6 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 19 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 20 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 20 παράγραφος 4 πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίοδος

Άρθρο 20 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 4 τέταρτη περίοδος

Άρθρο 20 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρα 21 και 22

Άρθρα 21 και 22

Άρθρο 22α

Άρθρο 23

Άρθρο 23

Άρθρο 24

Άρθρο 24

Άρθρο 25

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα I

Παράρτημα II



( 1 ) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 558).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/755 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 33).

( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

( 4 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1667/2006, της 7ης Νοεμβρίου 2006, περί της γλυκόζης και της λακτόζης (ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 614/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2009, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (ΕΕ L 181 της 14.7.2009, σ. 8).

( 6 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 10).

( 7 ) ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

Top