Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0601

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 24ης Σεπτεμβρίου 2020.
    Prysmian SpA και Prysmian Cavi e Sistemi Srl κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων – Διαρκής και ενιαία παράβαση – Διαδοχή νομικών οντοτήτων – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 20 – Ελεγκτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων – Εξουσία αντιγραφής δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εξέτασής τους εν συνεχεία στα γραφεία της Επιτροπής – Πρόστιμα.
    Υπόθεση C-601/18 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:751

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 24ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων – Διαρκής και ενιαία παράβαση – Διαδοχή νομικών οντοτήτων – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 20 – Ελεγκτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων – Εξουσία αντιγραφής δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εξέτασής τους εν συνεχεία στα γραφεία της Επιτροπής – Πρόστιμα»

    Στην υπόθεση C‑601/18 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2018,

    Prysmian SpA, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

    Prysmian Cavi e Sistemi Srl, με έδρα το Μιλάνο,

    εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους C. Tesauro και L. Armati, avvocati, και στη συνέχεια από τον C. Firth και την C. Griesenbach, solicitors,

    αναιρεσείουσες,

    όπου οι έτεροι διάδικοι είναι οι:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Castilla Contreras, C. Sjödin και T. Vecchi καθώς και από τον P. Rossi,

    καθής πρωτοδίκως,

    The Goldman Sachs Group Inc., με έδρα τη Νέα Υόρκη (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον J. Koponen, advokat, καθώς και από την A. Mangiaracina, avvocatessa,

    Pirelli & C. SpA, με έδρα το Μιλάνο, εκπροσωπούμενη από τους G. Rizza και M. Siragusa, avvocati,

    παρεμβαίνουσες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb (εισηγητή), και T. von Danwitz, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

    λαμβάνοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Οκτωβρίου 2019,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Prysmian SpA και η Prysmian Cavi e Sistemi Srl ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Ιουλίου 2018, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi κατά Επιτροπής (T‑475/14, EU:T:2018:448, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως C(2014) 2139 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά καλώδια, στο εξής: επίδικη απόφαση), κατά το μέτρο που τις αφορά, και, αφετέρου, τη μείωση του ποσού των προστίμων που τους επιβλήθηκαν με την επίδικη απόφαση.

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Το τιτλοφορούμενο «Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής» άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει τα εξής:

    «1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

    2.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου έχουν την εξουσία:

    α)

    να εισέρχονται σε κάθε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων·

    β)

    να ελέγχουν τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του·

    γ)

    να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων·

    δ)

    να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και βιβλία ή έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·

    ε)

    να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις.

    […]

    4.   Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων οφείλουν να υποβάλλονται στους ελέγχους που η Επιτροπή έχει διατάξει με απόφασή της. Στην απόφαση προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξής του και μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24, καθώς και το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο. Η Επιτροπή εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος.

    […]»

    3

    Το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Έλεγχος άλλων χώρων», ορίζει τα εξής:

    «1.   Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να διατάξει τη διενέργεια ελέγχου σε οποιοδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου, τα οποία ενδέχεται να είναι σχετικά για την απόδειξη σοβαρής παράβασης του άρθρου [101] ή [102 ΣΛΕΕ], συμπεριλαμβανομένων των κατοικιών των επιχειρηματιών, διευθυνόντων συμβούλων και λοιπών μελών του προσωπικού των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων.

    […]

    4.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου που διατάσσεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διαθέτουν τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ). […]»

    4

    Το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «2.   Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α) διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [101] ή [102 ΣΛΕΕ] […]

    […]

    3.   Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

    Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

    5

    Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 20, 39 έως 44 και 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

    6

    Οι αναιρεσείουσες, Prysmian SpA και Prysmian Cavi e Sistemi Srl (στο εξής: PrysmianCS), είναι οι δύο ιταλικές εταιρίες που απαρτίζουν τον όμιλο Prysmian. Η δεύτερη εξ αυτών, η οποία ανήκει κατά 100 % στην πρώτη, δραστηριοποιείται παγκοσμίως στον κλάδο των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων.

    7

    Από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 28 Ιουλίου 2005, η ιταλική εταιρία Pirelli & C. SpA (στο εξής: Pirelli), πρώην Pirelli SpA, ήταν η μητρική εταιρία της Pirelli Cavi e Sistemi SpA (στο εξής: PirelliCS), στη συνέχεια δε, της Pirelli Cavi e Sistemi Energia SpA (στο εξής: PirelliCSE), οι οποίες δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων. Στις 28 Ιουλίου 2005, η Pirelli μεταβίβασε την τελευταία αυτή εταιρία σε θυγατρική της αμερικανικής εταιρίας The Goldman Sachs Group Inc. (στο εξής: Goldman Sachs). Κατόπιν της μεταβιβάσεως αυτής, η PirelliCSE μετονομάστηκε σε Prysmian Cavi e Sistemi Energia Srl (στο εξής: PrysmianCSE) και εν συνεχεία σε PrysmianCS.

    8

    Με έγγραφο της 17ης Οκτωβρίου 2008, η εδρεύουσα στη Σουηδία εταιρία ABB AB υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο αιτήσεως απαλλαγής από το πρόστιμο, κατά την έννοια της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17), σειρά δηλώσεων και εγγράφων σχετικών με περιοριστικές εμπορικές πρακτικές στον τομέα αυτόν.

    9

    Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή διεξήγαγε έρευνα.

    10

    Την Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009, οι ελεγκτές της Επιτροπής (στο εξής: ελεγκτές), συνοδευόμενοι από εκπρόσωπο της ιταλικής αρχής ανταγωνισμού, μετέβησαν στους χώρους των αναιρεσειουσών στο Μιλάνο (Ιταλία), προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 (στο εξής: επίμαχος έλεγχος), βάσει αποφάσεως της 9ης Ιανουαρίου 2009 που διέτασσε την Prysmian καθώς και τις επιχειρήσεις που αυτή ήλεγχε άμεσα ή έμμεσα να υποβληθούν στον έλεγχο αυτόν (στο εξής: απόφαση περί διενέργειας ελέγχου). Κατά το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής, «[ο επίμαχος] έλεγχος [μπορούσε] να διενεργηθεί σε όλους τους χώρους της επιχειρήσεως ή των θυγατρικών της, και ιδίως στους χώρους που βρίσκονται στην ακόλουθη διεύθυνση: Viale Scarca 222, 20126 Μιλάνο, Ιταλία». Αφού κοινοποίησαν την απόφαση αυτή στις νυν αναιρεσείουσες και τους υπέβαλαν επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με τους ελέγχους, οι ελεγκτές ήλεγξαν τους υπολογιστές πέντε υπαλλήλων παρουσία των εκπροσώπων και των δικηγόρων των νυν αναιρεσειουσών.

    11

    Τη δεύτερη ημέρα του επίμαχου ελέγχου, δηλαδή την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009, οι ελεγκτές ενημέρωσαν τις νυν αναιρεσείουσες ότι ο έλεγχος θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο από τις τρεις ημέρες που προβλέπονταν αρχικά. Οι αναιρεσείουσες δήλωσαν ότι δεν είχαν αντίρρηση είτε να επιτρέψουν την πρόσβαση στους χώρους τους κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου είτε να σφραγισθούν οι τελευταίοι προκειμένου να συνεχισθεί ο επίμαχος έλεγχος την επόμενη εβδομάδα. Ωστόσο, την τρίτη ημέρα του επίμαχου ελέγχου, ήτοι την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009, οι ελεγκτές αποφάσισαν να λάβουν αντίγραφα‑εικόνες των σκληρών δίσκων των υπολογιστών τριών από τους πέντε αρχικώς ελεγχθέντες υπαλλήλους (στο εξής: επίμαχοι υπολογιστές), προκειμένου να εξετάσουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε αυτούς στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

    12

    Οι νυν αναιρεσείουσες επισήμαναν ότι η επιλεγείσα από τους ελεγκτές μέθοδος ελέγχου ήταν παράνομη. Αφού ενημερώθηκαν από τους ελεγκτές ότι κάθε εναντίωση στην προταθείσα διαδικασία ελέγχου θα εκλαμβανόταν ως «μη συνεργασία», οι νυν αναιρεσείουσες υποβλήθηκαν στη διαδικασία αυτή, επιφυλασσόμενες πάντως του δικαιώματός τους να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητά της.

    13

    Εν συνεχεία, οι ελεγκτές δημιούργησαν τρία αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών. Τα αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων δύο υπολογιστών αποθηκεύθηκαν σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων. Το αντίγραφο-εικόνα του σκληρού δίσκου του τρίτου υπολογιστή αποθηκεύθηκε σε υπολογιστή της Επιτροπής. Ο εν λόγω υπολογιστής και το επίμαχο ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων τοποθετήθηκαν σε σφραγισμένους φακέλους, τους οποίους οι ελεγκτές μετέφεραν στις Βρυξέλλες.

    14

    Στις 26 Φεβρουαρίου 2009, οι σφραγισμένοι φάκελοι περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη ανοίχθηκαν παρουσία των δικηγόρων των νυν αναιρεσειουσών στα γραφεία της Επιτροπής. Οι ελεγκτές εξέτασαν τα αντίγραφα-εικόνες που περιέχονταν στους φακέλους αυτούς και εκτύπωσαν τα έγγραφα που θεώρησαν κρίσιμα για την έρευνα. Στους δικηγόρους των νυν αναιρεσειουσών δόθηκε δεύτερο εκτυπωμένο αντίγραφο, καθώς και κατάλογος των εν λόγω εγγράφων. Οι εργασίες αυτές συνεχίστηκαν στις 27 Φεβρουαρίου 2009 και ολοκληρώθηκαν στις 2 Μαρτίου 2009. Το γραφείο εντός του οποίου διεξάγονταν οι εργασίες αυτές σφραγιζόταν στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας, παρουσία των δικηγόρων των νυν αναιρεσειουσών, και άνοιγε εκ νέου την επομένη, πάντοτε παρουσία των εν λόγω δικηγόρων. Μετά το πέρας των εργασιών αυτών, η Επιτροπή διέγραψε, παρουσία των εκπροσώπων των νυν αναιρεσειουσών, τα αντίγραφα‑εικόνες των σκληρών δίσκων που είχε δημιουργήσει.

    15

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 2009 και πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑140/09, οι νυν αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή ζητώντας, μεταξύ άλλων, από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου και να κηρύξει παράνομη την απόφαση της Επιτροπής να λάβει αντίγραφα‑εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών προκειμένου να τους ελέγξει ακολούθως στα γραφεία της στις Βρυξέλλες.

    16

    Με την απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2012, Prysmian και Prysmian Cavi e Sistemi Energia κατά Επιτροπής (T‑140/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:597), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, κατά το μέρος που αφορούσε άλλα ηλεκτρικά καλώδια, πέραν των υποβρύχιων και υπόγειων ηλεκτρικών καλωδίων υψηλής τάσης και των συναφών με αυτά υλικών, και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    17

    Στο πλαίσιο αυτό, με το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες και 24 άλλες εταιρίες, μεταξύ των οποίων οι δύο γαλλικές εταιρίες Nexans France SAS και Silec Cable SAS, είχαν μετάσχει σε σύμπραξη (στο εξής: σύμπραξη), η οποία συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), στον κλάδο των υπόγειων και/ή υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων (υπερ)υψηλής τάσης (στο εξής: επίμαχη παράβαση).

    18

    Με την προμνησθείσα απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι η σύμπραξη περιελάμβανε δύο κύριους μηχανισμούς, οι οποίοι αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο, και συγκεκριμένα

    έναν μηχανισμό στον οποίο μετείχαν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, που ονομάζονταν εν γένει «μέλη R», οι ιαπωνικές επιχειρήσεις, που ονομάζονταν «μέλη Α», και οι νοτιοκορεατικές επιχειρήσεις, που ονομάζονταν «μέλη Κ», και ο οποίος καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του σκοπού της κατανομής των περιοχών και των πελατών των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών (στο εξής: μηχανισμός A/R). Η κατανομή αυτή γινόταν βάσει συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», σύμφωνα με την οποία οι Ιάπωνες και οι Νοτιοκορεάτες παραγωγοί δεν θα ανταγωνίζονταν, όσον αφορά τα υλοποιούμενα στην «εθνική περιοχή» έργα, τους Ευρωπαίους παραγωγούς, οι δε τελευταίοι δεσμεύονταν να παραμείνουν εκτός των αγορών της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας. Επιπλέον, ρυθμιζόταν η ανάθεση έργων στις «περιοχές εξαγωγής», δηλαδή στον υπόλοιπο κόσμο, με εξαίρεση, μεταξύ άλλων, τις Ηνωμένες Πολιτείες·

    έναν μηχανισμό ο οποίος συνίστατο στην κατανομή περιοχών από τους Ευρωπαίους παραγωγούς για έργα τα οποία επρόκειτο να υλοποιηθούν εντός της ευρωπαϊκής «εθνικής» περιοχής ή τα οποία ανετίθεντο σε Ευρωπαίους παραγωγούς (στο εξής: ευρωπαϊκός μηχανισμός).

    19

    Κατά την επίδικη απόφαση, η PrysmianCS μετείχε στη σύμπραξη από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009. Στην Pirelli καταλογίσθηκε ευθύνη, κατ’ ουσίαν, επειδή ασκούσε, ως μητρική εταιρία, αποφασιστική επιρροή επί της PirelliCSE έως τις 28 Ιουλίου 2005. Στην Prysmian καταλογίσθηκε, ως μητρική εταιρία της PrysmianCS, ευθύνη για την επίμαχη παράβαση για το διάστημα από τις 29 Ιουλίου 2005 έως τις 28 Ιανουαρίου 2009. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε την Goldman Sachs υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση κατά το ίδιο διάστημα, λόγω των δεσμών της με την Prysmian και, εμμέσως, με την PrysmianCSE.

    20

    Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 και τη μεθοδολογία που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).

    21

    Πρώτον, όσον αφορά το βασικό ποσό των εν λόγω προστίμων, η Επιτροπή προσδιόρισε την αξία των πωλήσεων που έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Εν συνεχεία, καθόρισε το ποσοστό της εν λόγω αξίας των πωλήσεων που αντανακλούσε τη σοβαρότητα της επίμαχης παραβάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η παράβαση αυτή συγκαταλέγεται, εκ της φύσεώς της, στους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται να οριστεί συντελεστής σοβαρότητας ύψους 15 %. Επίσης, το εν λόγω θεσμικό όργανο προσαύξησε κατά 2 % τον ανωτέρω συντελεστή σοβαρότητας για όλους τους αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως λόγω του συνολικού μεριδίου αγοράς που κατείχαν, καθώς και λόγω της παγκόσμιας σχεδόν έκτασης της συμπράξεως, η οποία κάλυπτε, μεταξύ άλλων, το σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

    22

    Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμπεριφορά των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων ήταν περισσότερο επιζήμια για τον ανταγωνισμό απ’ ό,τι η συμπεριφορά των λοιπών επιχειρήσεων, διότι, πέραν της συμμετοχής τους στον μηχανισμό A/R, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν κατανείμει μεταξύ τους τα έργα που αφορούσαν καλώδια στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μηχανισμού. Για τον λόγο αυτόν, όρισε το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως σε 19 % για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και σε 17 % για τις λοιπές επιχειρήσεις. Το βασικό ποσό που καθορίσθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο ανερχόταν, όσον αφορά την PrysmianCS, σε 104613000 ευρώ.

    23

    Δεύτερον, όσον αφορά τις προσαρμογές του βασικού ποσού των προστίμων, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε τη συνδρομή ούτε επιβαρυντικών ούτε ελαφρυντικών περιστάσεων όσον αφορά τις νυν αναιρεσείουσες.

    24

    Με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε, αφενός, πρόστιμο ύψους 67310000 ευρώ στην PrysmianCS, από κοινού και εις ολόκληρον με την Pirelli, για το χρονικό διάστημα από 18 Φεβρουαρίου 1999 έως 28 Ιουλίου 2005, και, αφετέρου, πρόστιμο ύψους 37303000 ευρώ στην PrysmianCS, από κοινού και εις ολόκληρον με την Prysmian και την Goldman Sachs, για το χρονικό διάστημα από 29 Ιουλίου 2005 έως 28 Ιανουαρίου 2009.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    25

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Ιουνίου 2014, οι νυν αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, καθόσον τις αφορούσε, και τη μείωση των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί.

    26

    Με δύο διατάξεις της 25ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε στην Pirelli και στην Goldman Sachs να παρέμβουν στην υπόθεση αυτή, η μεν πρώτη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής, η δε δεύτερη προς στήριξη των αιτημάτων των νυν αναιρεσειουσών.

    27

    Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν εννέα λόγους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εκ των οποίων ο πρώτος αφορούσε τον παράνομο χαρακτήρα του επίμαχου ελέγχου, ο τέταρτος τον εσφαλμένο καταλογισμό ευθύνης στην PrysmianCS για το προ της 27ης Νοεμβρίου 2001 διάστημα, ο έκτος ανεπάρκεια των αποδείξεων περί ύπαρξης παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ο έβδομος εσφαλμένο προσδιορισμό της διάρκειας της επίμαχης παραβάσεως, και ο όγδοος, ως προς το δεύτερο σκέλος του, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τον υπολογισμό των επιβληθέντων προστίμων. Προς στήριξη του αιτήματος για μείωση του ποσού των προστίμων που τους είχαν επιβληθεί, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν, πέραν των σφαλμάτων της Επιτροπής στα οποία στηριζόταν το αίτημα ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, την υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    28

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

    29

    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε πρώτον ότι, αντιθέτως προς ό,τι αυτές είχαν υποστηρίξει, από το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν προέκυπτε ότι η εξουσία της Επιτροπής να λαμβάνει ή να αποκτά αντίγραφο ή απόσπασμα των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων της υποβαλλόμενης σε έλεγχο επιχειρήσεως περιοριζόταν στα βιβλία και στα επαγγελματικά έγγραφα τα οποία είχε ήδη ελέγξει. Η ως άνω ερμηνεία θα μπορούσε άλλωστε να εξουδετερώσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, κατά το μέτρο που, υπό ορισμένες περιστάσεις, ο έλεγχος των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων της υποβαλλόμενης σε έλεγχο επιχειρήσεως ενδέχεται να απαιτεί ή, όπως εν προκειμένω, να διευκολύνεται με την προηγούμενη δημιουργία αντιγράφων των εν λόγω βιβλίων ή επαγγελματικών εγγράφων. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον η δημιουργία αντιγράφων‑εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών εντασσόταν στο πλαίσιο της χρήσεως λογισμικού ψηφιακής έρευνας, το οποίο χρησιμοποιούσε η Επιτροπή για να καταστεί δυνατή η αναζήτηση με λέξεις κλειδιά στα δεδομένα που περιέχονται στους υπολογιστές αυτούς, με σκοπό την αναζήτηση πληροφοριών συναφών με την έρευνα, η δημιουργία των αντιγράφων αυτών ενέπιπτε στις εξουσίες τις οποίες προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003.

    30

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αντιθέτως προς ό,τι είχαν υποστηρίξει οι νυν αναιρεσείουσες, οι ελεγκτές δεν είχαν συμπεριλάβει αμέσως στον φάκελο της έρευνας τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στα αντίγραφα‑εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, χωρίς προηγουμένως να επαληθεύσουν τη συνάφειά τους με το αντικείμενο του ελέγχου.

    31

    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν ορίζει ότι ο έλεγχος των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων των ελεγχόμενων επιχειρήσεων πραγματοποιείται αποκλειστικά στους χώρους τους σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο εν λόγω έλεγχος δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί εντός του αρχικώς προβλεφθέντος χρόνου. Η διάταξη αυτή υποχρεώνει απλώς την Επιτροπή να παρέχει, κατά τον έλεγχο των εγγράφων στα γραφεία της, τις ίδιες εγγυήσεις για τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις με εκείνες που επιβάλλονται στο εν λόγω θεσμικό όργανο κατά τον επιτόπιο έλεγχο, υποχρέωση η οποία εν προκειμένω τηρήθηκε.

    32

    Τέταρτον, η Επιτροπή δεν παρέβη εξάλλου το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν απέκλειε τη δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίσει τον έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, οι δε νυν αναιρεσείουσες δεν είχαν υποστηρίξει ότι η διάρκεια του επίμαχου ελέγχου είχε υπερβεί το εύλογο χρονικό διάστημα.

    33

    Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι ορθώς η Επιτροπή είχε κρίνει ότι η ευθύνη από την παραβατική συμπεριφορά της PirelliCS έως τις 27 Νοεμβρίου 2001 είχε μεταβιβαστεί στην PirelliCSE βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας και ότι την ευθύνη αυτή έφερε επομένως η PrysmianCS. Όσον αφορά το επιχείρημα των νυν αναιρεσειουσών περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω αρχή πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχή της νομιμότητας, κατά την οποία δεν νοείται ισότης εν τη παρανομία. Ως εκ τούτου, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή προέβη ενδεχομένως σε παράνομη συμπεριφορά μη δεχόμενη την ευθύνη της Nexans France και της Silec Cable, βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας, μια τέτοια ενδεχόμενη παράνομη συμπεριφορά, η οποία δεν προβλήθηκε ενώπιόν του στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησαν οι νυν αναιρεσείουσες, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να έχει ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του διαπίστωση περί δυσμενούς διακρίσεως και, επομένως, περί παράνομης συμπεριφοράς έναντι των τελευταίων.

    34

    Όσον αφορά τον έκτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι τελευταίες δεν τεκμηρίωσαν ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει βασίμως την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

    35

    Όσον αφορά τον έβδομο λόγο ακυρώσεως που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η έναρξη της επίμαχης παραβάσεως καθορίστηκε σε συνάντηση που έλαβε χώρα στις 18 Φεβρουαρίου 1999.

    36

    Ως προς το δεύτερο σκέλος του ογδόου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι, όπως αυτές υποστήριζαν, η συμμετοχή των ιαπωνικών επιχειρήσεων στην επίμαχη παράβαση ήταν παρεμφερής με εκείνη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων όσον αφορά τη συμμετοχή στον ευρωπαϊκό μηχανισμό της συμπράξεως, ακόμη και αν θεωρούνταν αποδεδειγμένο, δεν ήταν ικανό να κλονίσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η κατανομή των έργων εντός του ΕΟΧ αποτελούσε πρόσθετο στοιχείο για το οποίο έπρεπε να επιβληθεί κύρωση με προσαυξημένο συντελεστή σοβαρότητας. Επιπλέον, το επιχείρημα των νυν αναιρεσειουσών ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει συναφώς σε πλάνη εκτιμήσεως δεν ασκούσε επιρροή όσον αφορά την ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως έναντι των νυν αναιρεσειουσών. Συγκεκριμένα, μολονότι το επιχείρημα αυτό, εφόσον υποτεθεί ότι είναι βάσιμο, μπορεί να δικαιολογήσει την αύξηση του επιβληθέντος στις ιαπωνικές επιχειρήσεις προστίμου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει κανένα δικαίωμα για άνευ διακρίσεων εφαρμογή παράνομης μεταχειρίσεως.

    37

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των νυν αναιρεσειουσών για μείωση του ποσού των προστίμων που τους επιβλήθηκαν.

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    38

    Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να κάνει δεκτά τα αιτήματα που προέβαλαν πρωτοδίκως και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    39

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    40

    Η Pirelli ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως των αναιρεσειουσών,

    να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν απορρίπτεται ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο οι αναιρεσείουσες προέβαλαν πρωτοδίκως και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα στα οποία αυτή υποβλήθηκε.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    41

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πέντε λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραβίαση των αρχών της προσωποπαγούς ευθύνης, της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πρόδηλη πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση ενιαία και διαρκή. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της οριοθετήσεως της διάρκειας της παραβάσεως. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αναφορικά με τον καθορισμό του συντελεστή σοβαρότητας.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    42

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 50 έως 53, 58, 60 και 62 έως 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η απόφαση αυτή πάσχει πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, αφενός, να δημιουργήσει αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, χωρίς να έχει εξετάσει προηγουμένως τη φύση των εγγράφων που υπήρχαν στους εν λόγω σκληρούς δίσκους και τη συνάφειά τους με τον επίμαχο έλεγχο και, αφετέρου, να συνεχίσει τον έλεγχο αυτό στα γραφεία της στις Βρυξέλλες.

    43

    Όσον αφορά τη δημιουργία αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων, από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή, οσάκις έχει πρόσβαση στους χώρους επιχειρήσεως, οφείλει κατ’ αρχάς να ελέγχει τα επαγγελματικά έγγραφα προκειμένου να εκτιμήσει τη συνάφειά τους με την έρευνα και μόνον αφότου προβεί σε τέτοιον έλεγχο δύναται να λάβει αντίγραφο των «εν λόγω βιβλίων και εγγράφων», δηλαδή των εγγράφων που ήλεγξε.

    44

    Επιπλέον, ο κανονισμός 1/2003 διευκρινίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να ελέγχει και να αντιγράφει μόνον επαγγελματικά βιβλία και έγγραφα. Μολονότι οι υπολογιστές των διευθυντικών στελεχών μιας επιχειρήσεως μπορούν να χαρακτηριστούν ως «επαγγελματικοί», δεν μπορούν κατ’ ανάγκην να χαρακτηριστούν ως «επαγγελματικά» όλα τα αρχεία, τα δεδομένα και τα λογισμικά που περιέχονται σε αυτούς. Επομένως, λαμβάνοντας αντίγραφα‑εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, η Επιτροπή αναπόφευκτα αντέγραψε επίσης αρχεία και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, επομένως, παρέβη κατάφωρα το άρθρο, 20 παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003.

    45

    Το επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με τους ελέγχους, περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, δεν συνιστά επαρκή νομική βάση προς δικαιολόγηση τέτοιας πρακτικής. Σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας, κάθε διαδικασία που συνεπάγεται αντιγραφή δεδομένων συλλήβδην πρέπει να διέπεται από πράξη προερχόμενη από τον νομοθέτη της Ένωσης ή, τουλάχιστον, εκδοθείσα από την Επιτροπή βάσει εξουσιών που της έχει ρητώς αναθέσει ο νομοθέτης αυτός.

    46

    Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον τόπο όπου η Επιτροπή έχει την εξουσία να προβαίνει στον έλεγχό της. Η γεωγραφική έκταση των ελεγκτικών εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται σαφώς στους χώρους των οικείων επιχειρήσεων, όπως αποδεικνύεται από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Επιπλέον, από το άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί η Επιτροπή να ασκεί τις ελεγκτικές εξουσίες της σε άλλους χώρους, όταν το επιτρέπει ρητώς πράξη του δικαίου της Ένωσης. Εν προκειμένω, το άρθρο 20, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, η οποία επαναλαμβάνει το περιεχόμενό του, απαγόρευαν λοιπόν στην Επιτροπή να συνεχίσει τον επίμαχο έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες. Κατά συνέπεια, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 είναι αντίθετη προς το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθώς και προς τις αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου.

    47

    Το γεγονός ότι η εξέταση των εγγράφων στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες έτυχε των ίδιων εγγυήσεων με εκείνες που ισχύουν για το εν λόγω θεσμικό όργανο κατά τον επιτόπιο έλεγχο δεν αναιρεί την ύπαρξη παραβάσεως του κανονισμού 1/2003 εκ μέρους του εν λόγω θεσμικού οργάνου, λόγω του ότι συνέχισε τον επίμαχο έλεγχο στα γραφεία του στις Βρυξέλλες.

    48

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον αποτελεί απλή επανάληψη επιχειρημάτων που είχαν ήδη προβληθεί πρωτοδίκως και σκοπεί στο να οδηγήσει το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα επιχειρήματα που οι αναιρεσείουσες είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επικουρικώς, η Επιτροπή διατείνεται ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής ή, τουλάχιστον, αβάσιμος, διότι στηρίζεται σε αποσπασματική ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τα κύρια συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 50 και 56 της αποφάσεως αυτής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    49

    Όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, με τον λόγο αυτόν, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ερμηνεία από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003. Πλην όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάσθηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, εάν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της (απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service, C‑265/17 P, EU:C:2019:23, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός.

    50

    Επί της ουσίας, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, βεβαίως, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 50 και 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τις διαπιστώσεις αυτές, αφενός, η δημιουργία αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, στο πλαίσιο της χρήσεως του λογισμικού ψηφιακής έρευνας της Επιτροπής, συνιστά, κατ’ ουσίαν, ενδιάμεσο στάδιο που προορίζεται να παράσχει στους ελεγκτές τη δυνατότητα να αναζητήσουν έγγραφα συναφή με τον έλεγχο. Αφετέρου, από τις διαπιστώσεις αυτές προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν περιέλαβε αμέσως στον φάκελο της έρευνας τα έγγραφα που περιέχονταν στα εν λόγω αντίγραφα-εικόνες χωρίς να έχει προηγουμένως επιβεβαιώσει τη συνάφειά τους με το αντικείμενο του ελέγχου αυτού. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβήτησαν τις ίδιες αυτές διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν συνεπάγεται, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής όσον αφορά τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών που στρέφονται κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λάβει αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών. Πράγματι, οι εν λόγω διαπιστώσεις δεν αρκούν, αυτές καθεαυτές, για να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή είχε την εξουσία να δημιουργήσει τα αντίγραφα αυτά.

    51

    Επομένως, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ ή γʹ, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να λαμβάνει τέτοια αντίγραφα-εικόνες και να συνεχίζει τον έλεγχό της στα γραφεία της στις Βρυξέλλες.

    52

    Πρώτον, όσον αφορά την προετοιμασία των αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, επισημαίνεται ότι, τόσο από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003, όσο και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, προκύπτει ότι, επιτρέποντας στην Επιτροπή, με τη διάταξη αυτή, να «λαμβάν[ει] ή να αποκτ[ά]» υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των βιβλίων καθώς και των άλλων επαγγελματικών εγγράφων που μνημονεύονται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται στα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή δικαιούται να συλλέξει προκειμένου να τα συμπεριλάβει στον φάκελο και, εφόσον απαιτείται, να τα χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Επομένως, πρέπει να πρόκειται για έγγραφα που καλύπτονται από το αντικείμενο του ελέγχου, πράγμα που προϋποθέτει ότι η Επιτροπή έχει προηγουμένως επαληθεύσει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 58).

    53

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003 για να αποφανθεί ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να δημιουργήσει αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών.

    54

    Εντούτοις, το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο επίσης παραπέμπει και το οποίο επιτρέπει στην Επιτροπή να ελέγχει τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο επαγγελματικό έγγραφο, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του, της επιχειρήσεως ή της ενώσεως επιχειρήσεων την οποία αφορά ο έλεγχος, παρέχει νομική βάση για τη δημιουργία τέτοιων αντιγράφων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 60).

    55

    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, αρκούμενος συναφώς να επιτρέψει στην Επιτροπή να διενεργεί τέτοιον έλεγχο, χωρίς να εξειδικεύει περαιτέρω τη σχετική εξουσία που παρέχεται στην Επιτροπή, παρέσχε ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στο εν λόγω θεσμικό όργανο όσον αφορά τους τρόπους διεξαγωγής του ελέγχου στον οποίο μπορεί να προβεί.

    56

    Η Επιτροπή δύναται επομένως, αναλόγως των περιστάσεων, να αποφασίσει να ελέγξει τα δεδομένα που περιέχονται στο μέσο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων της ελεγχόμενης επιχειρήσεως βάσει όχι του πρωτοτύπου, αλλά αντιγράφου των δεδομένων αυτών. Πράγματι, τόσο στην περίπτωση που εξετάζει πρωτότυπα δεδομένα όσο και στην περίπτωση που εξετάζει αντίγραφο των δεδομένων αυτών, πρόκειται για τα ίδια δεδομένα που αποτελούν το αντικείμενο του ελέγχου που διενεργεί η Επιτροπή.

    57

    Επομένως, το δικαίωμα της Επιτροπής να δημιουργεί αντίγραφο-εικόνα του σκληρού δίσκου υπολογιστή, ως ενδιάμεσο στάδιο στο πλαίσιο της εξετάσεως των δεδομένων που περιλαμβάνονται στο εν λόγω μέσο αποθήκευσης, δεν αποτελεί πρόσθετη εξουσία που παρέχεται στην Επιτροπή, αλλά, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μέρος της εξουσίας ελέγχου την οποία το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003 απονέμει στο εν λόγω θεσμικό όργανο.

    58

    Δεύτερον, μολονότι μεν, κατά πάγια νομολογία, οι ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής σε θέματα ανταγωνισμού είναι σαφώς καθορισμένες (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), τούτο δεν σημαίνει πάντως ότι οι διατάξεις που απονέμουν τις ελεγκτικές εξουσίες στο εν λόγω θεσμικό όργανο πρέπει να ερμηνεύονται στενά, έστω και εάν, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω εξουσίες δεν προσβάλλουν τα δικαιώματα των οικείων επιχειρήσεων. Τα δε δικαιώματα αυτά διασφαλίζονται όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή αντιγράφει μεν δεδομένα χωρίς προηγούμενη εξέταση, πλην όμως εν συνεχεία εξακριβώνει, τηρουμένων αυστηρώς των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως, αν τα δεδομένα αυτά είναι συναφή με το αντικείμενο του ελέγχου, πριν συμπεριλάβει στον φάκελο τα έγγραφα που θεωρεί συναφή και διαγράψει τα λοιπά αντιγραφέντα δεδομένα.

    59

    Επομένως, το δικαίωμα της Επιτροπής να δημιουργεί τέτοια αντίγραφα δεν θίγει ούτε τις διαδικαστικές εγγυήσεις τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 1/2003 ούτε τα λοιπά δικαιώματα της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή, αφού ολοκληρώσει την εξέτασή της, συμπεριλαμβάνει στον φάκελο μόνον έγγραφα συναφή με το αντικείμενο του ελέγχου. Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εν προκειμένω συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

    60

    Τρίτον, όπως προκύπτει από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χρησιμοποιεί λογισμικό ψηφιακής έρευνας για το οποίο απαιτείται ένα προκαταρκτικό στάδιο καλούμενο «ευρετηρίαση», που είναι συνήθως αρκετά χρονοβόρο. Το ίδιο ισχύει και για το επόμενο στάδιο αυτής της διαδικασίας επεξεργασίας πληροφοριών, κατά το οποίο η Επιτροπή εξετάζει τα δεδομένα αυτά, όπως αποδεικνύεται άλλωστε από τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως. Επομένως, είναι προς το συμφέρον όχι μόνον της Επιτροπής, αλλά και της οικείας επιχειρήσεως να στηρίζεται το θεσμικό αυτό όργανο, προκειμένου να πραγματοποιήσει τον έλεγχό του, σε αντίγραφο των δεδομένων αυτών, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην εν λόγω επιχείρηση τη δυνατότητα να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα πρωτότυπα δεδομένα καθώς και τα μέσα αποθήκευσης στα οποία αυτά περιέχονται αφ’ ης στιγμής δημιουργηθεί το εν λόγω αντίγραφο, ούτως ώστε να μειωθεί η επέμβαση στη λειτουργία της επιχειρήσεως την οποία προκαλεί ο διενεργούμενος από την Επιτροπή έλεγχος.

    61

    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών σχετικά με την προετοιμασία των αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, τα οποία στηρίζονται στο γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1/2003 και στην όλη οικονομία του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, πρέπει να απορριφθούν.

    62

    Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής να συνεχίσει την εξέταση των αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, επισημαίνεται ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 προκύπτει, βεβαίως, ότι ο έλεγχος πρέπει να αρχίζει και θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να συνεχίζεται, όπως ορίζει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, «σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων», για τον λόγο δε αυτόν, αφενός, το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει στην Επιτροπή «να εισέρχ[εται] σε κάθε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο» των εν λόγω επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων και, αφετέρου, το άρθρο 20, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού υποχρεώνει την Επιτροπή να ενημερώσει την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους «στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος» εν ευθέτω χρόνω πριν από τη διενέργεια του ελέγχου. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο, εν προκειμένω, η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου υποχρέωνε την Prysmian να υποβληθεί σε έλεγχο «σε όλους τους χώρους [τους]» και σε εκείνους των θυγατρικών τους.

    63

    Εντούτοις, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν επιτάσσει, όπως διατείνονται οι αναιρεσείουσες, να διενεργείται ο έλεγχος των βιβλίων και των επαγγελματικών εγγράφων των επιχειρήσεων που αποτελούν αντικείμενο έρευνας σε κάθε περίπτωση στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων αυτών και μόνο (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 78).

    64

    Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, η οποία περιοριζόταν στην πρόβλεψη ότι ο επίμαχος έλεγχος μπορούσε να διενεργηθεί σε όλους τους χώρους των αναιρεσειουσών.

    65

    Πράγματι, η συνέχιση ενός τέτοιου ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν και σε σύγκριση με τη διενέργεια ελέγχου στα γραφεία των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά ο έλεγχος, επιπλέον προσβολή των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων αυτών, οπότε θα απαιτούνταν η δυνατότητα αυτή της Επιτροπής να προβλέπεται ρητώς χωρίς να είναι δυνατόν να συναχθεί σιωπηρώς από τις εξουσίες τις οποίες απονέμει στο εν λόγω θεσμικό όργανο το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1/2003. Το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η δυνατότητα συνεχίσεως του ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής δεν είναι απαραίτητη για να μπορέσει η Επιτροπή να διενεργήσει τον έλεγχο αυτόν δεν σημαίνει ότι μια τέτοια δυνατότητα αποκλείεται σε κάθε περίπτωση (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 80).

    66

    Πράγματι, θεμιτοί λόγοι μπορούν να οδηγήσουν την Επιτροπή να αποφασίσει, επίσης προς το συμφέρον των οικείων επιχειρήσεων, να συνεχίσει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες τον έλεγχο των δεδομένων τα οποία συνέλεξε εντός της οικείας επιχειρήσεως. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων μπορεί να είναι σημαντικό. Το να υποχρεωθεί όμως η Επιτροπή να προβεί στην επεξεργασία τέτοιων δεδομένων αποκλειστικώς στους χώρους της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος, όταν πρόκειται για ιδιαιτέρως μεγάλο όγκο δεδομένων, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη σημαντική παράταση της διάρκειας παραμονής των ελεγκτών στους χώρους της επιχειρήσεως αυτής, πράγμα ικανό να βλάψει την αποτελεσματικότητα του ελέγχου και να αυξήσει άσκοπα την προκύπτουσα από τον έλεγχο επέμβαση στη λειτουργία της εν λόγω επιχειρήσεως (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 81).

    67

    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν προσάπτουν στην Επιτροπή ότι, κατά τον έλεγχο των αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών, ο οποίος διενεργήθηκε στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, ενήργησε διαφορετικά από ό,τι θα είχε πράξει εάν ο έλεγχος αυτός είχε πραγματοποιηθεί στις εγκαταστάσεις των αναιρεσειουσών. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι ο έλεγχος στον οποίο προέβη η Επιτροπή στα γραφεία της στις Βρυξέλλες διεξήχθη τηρουμένων αυστηρώς των δικαιωμάτων τους άμυνας, δεδομένου ότι η Επιτροπή εγγυήθηκε, καθ’ όλη τη διάρκεια του επίμαχου ελέγχου, την προστασία των οικείων δεδομένων και περιέλαβε στον φάκελο μόνον τα έγγραφα εκείνα για τα οποία είχε προηγουμένως βεβαιωθεί ότι ήταν συναφή με τον έλεγχο.

    68

    Η ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία η Επιτροπή μπορεί, εφόσον απαιτείται, να συνεχίσει, στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, τον έλεγχο που έχει νομίμως αρχίσει στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως ή της ενώσεως επιχειρήσεων τις οποίες αφορά ο έλεγχος δεν αναιρείται από το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπει το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού στην Επιτροπή να ασκεί τις ελεγκτικές της εξουσίες «σε οποιοδήποτε άλλο χώρο». Πράγματι, το άρθρο 21 του κανονισμού 1/2003 αφορά περίπτωση εντελώς διαφορετική από εκείνη του άρθρου 20 του εν λόγω κανονισμού, και συγκεκριμένα τη δυνατότητα της Επιτροπής να διενεργεί ελέγχους σε χώρους διαφορετικούς από τους επαγγελματικούς χώρους της οικείας επιχειρήσεως, όπως η κατοικία ή τα μεταφορικά μέσα των μελών του προσωπικού της επιχειρήσεως αυτής, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα συνδεόμενα με το αντικείμενο του ελέγχου, τα οποία ενδέχεται να είναι σχετικά για την απόδειξη σοβαρής παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 85).

    69

    Η εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν αναιρείται ούτε από το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι μια τέτοια ερμηνεία θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβαίνει σε ελέγχους εξ αποστάσεως ή να υποχρεώνει τις οικείες επιχειρήσεις να της διαβιβάζουν αντίγραφα ολόκληρων σκληρών δίσκων, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχονται οι δέουσες εγγυήσεις. Ειδικότερα, η δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίσει, στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, τον έλεγχο που είχε αρχίσει στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος ουδεμία επιρροή ασκεί στο ζήτημα εάν το θεσμικό αυτό όργανο δικαιούται, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003, να προβεί σε μέτρα έρευνας όπως αυτά που αναφέρουν οι αναιρεσείουσες. Επισημαίνεται συναφώς ότι η εκ μέρους της Επιτροπής συνέχιση του ελέγχου στα δικά της γραφεία δεν συνιστά νέο έλεγχο που διεξάγεται σε τρίτον, αλλά συνέχιση του ίδιου ελέγχου, ο οποίος είχε αρχίσει στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 84).

    70

    Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, να συνεχίσει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες τον έλεγχο των βιβλίων και των άλλων επαγγελματικών εγγράφων της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος, παρά μόνον οσάκις μπορεί θεμιτώς να θεωρήσει ότι τούτο δικαιολογείται χάριν της αποτελεσματικότητας του ελέγχου ή προς αποφυγήν υπερβολικής επέμβασης στη λειτουργία της εν λόγω επιχειρήσεως (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 87).

    71

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, τα οποία υπομνήσθηκαν συνοπτικώς στις σκέψεις 10 έως 14 της παρούσας αποφάσεως, οι ελεγκτές παρέμειναν τρεις συνολικά ημέρες στους χώρους των αναιρεσειουσών, ήτοι από τις 28 έως τις 30 Ιανουαρίου 2009. Δημιούργησαν αντίγραφα-εικόνες των σκληρών δίσκων των επίμαχων υπολογιστών και τα αποθήκευσαν σε ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων καθώς και σε υπολογιστή της Επιτροπής. Το εν λόγω μέσο αποθήκευσης και ο εν λόγω υπολογιστής τοποθετήθηκαν σε σφραγισμένους φακέλους και μεταφέρθηκαν στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες. Εν συνεχεία, τα δεδομένα που μεταφέρθηκαν στις Βρυξέλλες εξετάσθηκαν, παρουσία των εκπροσώπων των αναιρεσειουσών, επί τρεις εργάσιμες ημέρες, ήτοι από τις 26 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου 2009, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά τον χρόνο που η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει τον επίμαχο έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, υπήρχε ακόμη ιδιαίτερα σημαντικός όγκος ψηφιακών δεδομένων προς επεξεργασία.

    72

    Υπό τις ως άνω συνθήκες, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε παρανόμως καθόσον αποφάσισε να συνεχίσει τον επίμαχο έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες. Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή μπορούσε θεμιτώς να θεωρήσει δικαιολογημένο το να συνεχίσει τον έλεγχο αυτόν στα γραφεία της στις Βρυξέλλες, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να παρατείνει τη διάρκεια παραμονής των ελεγκτών στους χώρους των αναιρεσειουσών, χάριν της αποτελεσματικότητας του ελέγχου και προς αποφυγήν υπερβολικής επεμβάσεως στη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 89).

    73

    Τέλος, όπως προκύπτει από τη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, η δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίζει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες τον έλεγχο βιβλίων και άλλων επαγγελματικών εγγράφων επιχειρήσεως, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι η συνέχιση αυτή δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και δεν συνιστά επιπλέον προσβολή των δικαιωμάτων των οικείων επιχειρήσεων σε σύγκριση με εκείνη που εγγενώς ενέχει η διενέργεια ελέγχου στις εγκαταστάσεις τους. Πάντως, τέτοια προσβολή πρέπει να διαπιστώνεται όταν η συνέχιση του ελέγχου αυτού στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα για την επιχείρηση την οποία αφορά ο έλεγχος, τα οποία προκύπτουν αποκλειστικώς λόγω της συνέχισης αυτής. Επομένως, οσάκις η ανωτέρω συνέχιση ενδέχεται να προκαλέσει τέτοια πρόσθετα έξοδα, η Επιτροπή δεν μπορεί να συνεχίσει τον σχετικό έλεγχο παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δέχεται να αποδώσει τα έξοδα αυτά, όταν η οικεία επιχείρηση της υποβάλει δεόντως αιτιολογημένο σχετικό αίτημα (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής, C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψη 90).

    74

    Βάσει των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    75

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 130 έως 140 και 144 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ο οποίος περιλαμβάνει τρία σκέλη, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επιβεβαίωσε το βάσιμο της επίδικης αποφάσεως με την οποία η PrysmianCS κρίθηκε υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση καθ’ όλη τη διάρκειά της, ήτοι από τις 18 Φεβρουαρίου 1999 έως τις 27 Ιανουαρίου 2009, παρά το γεγονός ότι η ίδια συστάθηκε μόλις στις 27 Νοεμβρίου 2001.

    Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    76

    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της προσωποπαγούς ευθύνης και της ασφάλειας δικαίου.

    77

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ευθύνη για παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης φέρει, κατ’ αρχήν, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την επιχείρηση που μετείχε στη σχετική παραβίαση κατά τον χρόνο διαπράξεώς της, έστω και εάν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί διαπιστώσεως της παραβιάσεως, την ευθύνη για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως αυτής είχε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Μόνον εξαιρετικές περιστάσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν παρεκκλίσεις από τη γενική αυτή αρχή, ώστε να εξυπηρετούνται η πρακτική αποτελεσματικότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, η ευθύνη μπορεί να καταλογιστεί στο άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, σύμφωνα με την αρχή της οικονομικής συνέχειας. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι οι περιστάσεις αυτές συντρέχουν όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διέπραξε την παραβίαση έπαυσε να υφίσταται, από νομικής ή οικονομικής απόψεως, και υφίσταται διαρθρωτικός δεσμός μεταξύ του αρχικού και του νέου φορέα εκμεταλλεύσεως, ο οποίος εφαρμόζει, κατά συνέπεια, τις ίδιες εμπορικές οδηγίες.

    78

    Επομένως, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε κατ’ αρχάς να προσδιορίσει, υπό το πρίσμα του σχετικού εθνικού εταιρικού δικαίου, τον αρχικό φορέα εκμεταλλεύσεως της PrysmianCS, ήτοι την Pirelli, η οποία απορρόφησε την PirelliCS. Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε τέτοια εξέταση και εφάρμοσε την αρχή της οικονομικής συνέχειας ως απλή εναλλακτική της αρχής της προσωποπαγούς ευθύνης των νομικών οντοτήτων, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι απέρριψε, ως στερούμενο συνεπειών, το ενδεχόμενο να υπέπεσε η Επιτροπή σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εξέλαβε την PirelliCSE ως νομικό διάδοχο της PirelliCS. Πρόκειται για πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να αναγνωριστεί στην Επιτροπή, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει η αρχή της ασφάλειας δικαίου, απόλυτη διακριτική ευχέρεια, με αποτέλεσμα να δύναται αυτή να καθορίσει τη νομική οντότητα στην οποία μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο στο πλαίσιο της εντός ομίλου μεταβιβάσεως στοιχείων ενεργητικού.

    79

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες περιορίζονται στο να επαναλάβουν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρήματα που είχαν ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που ήδη εξετάσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο.

    80

    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    81

    Η Pirelli υποστηρίζει ότι η αρχή της οικονομικής συνέχειας εφαρμόζεται όχι μόνον όταν ο αρχικός φορέας εκμεταλλεύσεως, ο οποίος διέπραξε την παράβαση, έχει παύσει να υφίσταται, αλλά επίσης όταν αυτός δεν ασκεί πλέον οικονομική δραστηριότητα στη σχετική αγορά. Εν προκειμένω, και κατόπιν της διασπάσεως του 2001, η μεν PirelliCS κατέστη εταιρία άνευ αντικειμένου, η δε PirelliCSE κατέστη ο μόνος οικονομικός και νομικός διάδοχός της. Το γεγονός ότι η αρχική μητρική εταιρία, η Pirelli, εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως ουδόλως μεταβάλλει την ανωτέρω ανάλυση. Η Pirelli προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείσθηκε η ευθύνη της για την επίμαχη παράβαση, αλλά κρίθηκε υπεύθυνη για την τελευταία, από κοινού και εις ολόκληρον με την PrysmianCS, για το διάστημα από 18 Φεβρουαρίου 1999 έως 28 Ιουλίου 2005.

    82

    Επομένως, κατά την Pirelli, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    83

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως βάλλει κατά νομικού ζητήματος που εξετάσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, ο προβαλλόμενος με το σκέλος αυτό λόγος αναιρέσεως πρέπει, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, να κριθεί παραδεκτός, καθότι ένα τέτοιο νομικό ζήτημα μπορεί να αποτελέσει εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία.

    84

    Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου.

    85

    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, βεβαίως, όσον αφορά το ζήτημα υπό ποίες περιστάσεις μπορεί παρά ταύτα να επιβληθεί κύρωση σε οντότητα η οποία δεν είναι ο αυτουργός παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, ότι τούτο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση κατά την οποία η οντότητα που διέπραξε την παράβαση έπαυσε να υφίσταται νομικώς ή οικονομικώς, δεδομένου ότι κύρωση που επιβάλλεται σε επιχείρηση που δεν ασκεί πλέον οικονομικές δραστηριότητες ενδέχεται να μην έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Εάν, αντιθέτως η οντότητα που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί τόσο να υφίσταται νομικώς όσο και να ασκεί οικονομικές δραστηριότητες, η Επιτροπή οφείλει, κατ’ αρχήν, να επιβάλει το κρίσιμο πρόστιμο στην οντότητα αυτή (πρβλ. απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψεις 144 και 145).

    86

    Πλην όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, οσάκις οντότητα, η οποία διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, αποτελεί αντικείμενο νομικής ή οργανωτικής μεταβολής, η μεταβολή αυτή δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας οντότητας, απαλλαγμένης της ευθύνης των καταλογιστέων στην οντότητα που προηγήθηκε αυτής κατά νόμον παραβατικών συμπεριφορών, υπό την προϋπόθεση, τουλάχιστον, ότι, από οικονομικής απόψεως, οι δύο οντότητες ταυτίζονται. Πράματι, εάν οι επιχειρήσεις μπορούσαν να αποφεύγουν κυρώσεις για τον απλό λόγο ότι η ταυτότητά τους άλλαξε λόγω αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών, τότε θα υπονομευόταν ο σκοπός περί καταστολής των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης συμπεριφορών και περί αποτροπής της επαναλήψεώς τους με την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C‑434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    87

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει δε ότι, όταν δύο οντότητες αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα, το γεγονός ότι η οντότητα που διέπραξε την παράβαση εξακολουθεί να υφίσταται δεν εμποδίζει, αυτό καθεαυτό, να επιβληθεί κύρωση στην οντότητα στην οποία αυτή μεταβίβασε τις οικονομικές της δραστηριότητες, ιδίως όταν οι εν λόγω οντότητες τελούσαν υπό τον έλεγχο του ιδίου προσώπου και εφάρμοσαν, λόγω των στενών δεσμών που τις ενώνουν από οικονομικής και οργανωτικής απόψεως, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες εμπορικές οδηγίες (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Parker Hannifin Manufacturing και Parker-Hannifin, C‑434/13 P, EU:C:2014:2456, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    88

    Βάσει της ως άνω νομολογίας και των πραγματικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στην κυριαρχική εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στις σκέψεις 130 έως 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η PirelliCSE έπρεπε να θεωρηθεί ως η οντότητα που διαδέχθηκε οικονομικώς την PirelliCS από τις 27 Νοεμβρίου 2001 και ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει, βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας, ότι η ευθύνη για τη συμμετοχή της PirelliCS στην επίμαχη παράβαση είχε μεταβιβαστεί στην PirelliCSE.

    89

    Οι δε αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι οι προϋποθέσεις περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως πληρούνταν εν προκειμένω.

    90

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεωρήσει την PirelliCSE οικονομικό διάδοχο της PirelliCS.

    91

    Επιπλέον, ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ακόμη και εάν γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον θεώρησε την PirelliCSE νομικό διάδοχο της PirelliCS, η διαπίστωση αυτή δεν θα είχε συνέπειες όσον αφορά τον καταλογισμό στην πρώτη από τις εταιρίες αυτές ευθύνης για άμεση συμμετοχή στην επίμαχη παράβαση για το διάστημα έως τις 27 Νοεμβρίου 2001, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ορθώς είχε διαπιστώσει ότι η PirelliCSE ήταν η οικονομική διάδοχος της PirelliCS.

    92

    Επιπροσθέτως, όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών σχετικά με την πρακτική αποτελεσματικότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη για την επίμαχη παράβαση και στην Pirelli επίσης, ως μητρική εταιρία της Pirelli CS και της PirelliCSE, για το διάστημα από 18 Φεβρουαρίου 1999 έως 28 Ιουλίου 2005.

    93

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    94

    Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εφαρμογής εν προκειμένω της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Οι Nexans France και Silec Cable συνιστούσαν περίπτωση συγκρίσιμη με εκείνη της PrysmianCS, δεδομένου ότι συστάθηκαν κατόπιν εσωτερικών αναδιαρθρώσεων –με σκοπό τη συνέχιση υφιστάμενης δραστηριότητας στην οποία εμπλέκονταν οι υπάλληλοι και τα στοιχεία ενεργητικού που σχετίζονταν με τις συμπαιγνιακές πρακτικές– προκειμένου να μεταβιβαστούν σε τρίτους. Πλην όμως, η αρχή της οικονομικής συνέχειας εφαρμόσθηκε μόνον ως προς την PrysmianCS.

    95

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν η Επιτροπή, υιοθετεί, για μια σύμπραξη, ειδική μέθοδο για τον προσδιορισμό της ευθύνης των μητρικών εταιριών για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι θυγατρικές τους, οφείλει, πλην ειδικών περιστάσεων, να εφαρμόζει τα ίδια μεθοδολογικά κριτήρια έναντι όλων των μητρικών εταιριών. Η νομολογία αυτή εφαρμόζεται επίσης οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να καταλογίσει ευθύνη σε έναν από τους αποδέκτες της αποφάσεώς της βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας, χωρίς ωστόσο να επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση σε άλλους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, καίτοι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής αυτής για να καταλογίσει την ευθύνη στις μητρικές εταιρίες, εντούτοις δεν υποχρεούται να την εφαρμόζει.

    96

    Αντιθέτως, οσάκις το θεσμικό αυτό όργανο αποφασίζει να εφαρμόσει την εν λόγω αρχή, υποχρεούται να το πράξει έναντι των λοιπών εμπλεκομένων στη σύμπραξη επιχειρήσεων οι οποίες τελούν σε συγκρίσιμες καταστάσεις. Επομένως, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι δεν ήταν παράνομη η απόφαση της Επιτροπής να μην εφαρμόσει την αρχή της οικονομικής συνέχειας σε άλλους αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως πέραν της PrysmianCS.

    97

    Ως εκ τούτου, είναι αλυσιτελής η παραπομπή του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 145 και 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν νοείται ισότης εν τη παρανομία.

    98

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως και, επικουρικώς, αβάσιμος.

    99

    Η Pirelli υποστηρίζει ότι το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού είναι αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    100

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως αφορά νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, ο προβαλλόμενος με το σκέλος αυτό λόγος αναιρέσεως πρέπει, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, να κριθεί παραδεκτός, καθότι ένα τέτοιο νομικό ζήτημα μπορεί να αποτελέσει εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία.

    101

    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η εν λόγω αρχή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Guardian Industries και Guardian Europe κατά Επιτροπής, C‑580/12 P, EU:C:2014:2363, σκέψη 51).

    102

    Εν προκειμένω, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή αυτή καθόσον επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει την PrysmianCS υπεύθυνη για την επίμαχη παράβαση για διάστημα προγενέστερο της συστάσεώς της, στηριζόμενη στην αρχή της οικονομικής συνέχειας, ενώ η Επιτροπή δεν εφάρμοσε την αρχή αυτή ως προς τις Nexans France και Silec Cable, δύο επιχειρήσεις οι οποίες, κατά τις αναιρεσείουσες, τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη της PrysmianCS.

    103

    Προς στήριξη του σκέλους αυτού, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, δύο επιχειρήματα.

    104

    Αφενός, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Dow Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑499/11 P, EU:C:2013:482), στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 50 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή, όταν υιοθετεί, σε σχέση με σύμπραξη, ειδική μέθοδο για να καθορίσει τον βαθμό ευθύνης των μητρικών εταιριών για παραβάσεις των θυγατρικών τους, οφείλει να εφαρμόζει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, τα ίδια κριτήρια για όλες τις μητρικές εταιρίες.

    105

    Ως προς το ως άνω επιχείρημα, υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση αφορούσε περίπτωση στην οποία προέκυπτε από την απόφαση της Επιτροπής ότι η τελευταία είχε επιλέξει, όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης για παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική της μητρικής εταιρίας, ειδική μέθοδο για να καθορίσει την ευθύνη των συγκεκριμένων μητρικών εταιριών, την οποία έπρεπε, συνεπώς, να εφαρμόσει, σε όλες τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η παράβαση αυτή (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Alliance One International και Standard Commercial Tobacco κατά Επιτροπής, C‑628/10 P και C‑14/11 P, EU:C:2012:479, σκέψεις 50, 53 και 59). Πάντως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ως άνω νομολογία μπορεί να εφαρμοσθεί ως προς τον καταλογισμό της ευθύνης για παράβαση βάσει της αρχής της οικονομικής συνέχειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή είχε επιλέξει να εφαρμόσει μια μέθοδο σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής αυτής η οποία απέκλινε από τους γενικούς κανόνες. Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι έπρεπε να ακολουθηθεί ειδική μέθοδος για όλες τις εμπλεκόμενες στην επίμαχη παράβαση επιχειρήσεις.

    106

    Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να στηριχθούν βασίμως στη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 104 της παρούσας αποφάσεως για να αποδείξουν ότι εν προκειμένω παραβιάσθηκε η αρχή της ισότητας.

    107

    Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι, εφόσον η Επιτροπή επέλεξε να στηριχθεί στην αρχή της οικονομικής συνέχειας προς στοιχειοθέτηση της ευθύνης της PrysmianCS για το προ της συστάσεώς της χρονικό διάστημα, έπρεπε να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο στις Nexans France και Silec Cable. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν δηλαδή ουσιαστικά ότι, όπως ορθώς διατείνεται η Pirelli, η επίδικη απόφαση είναι παράνομη όσον αφορά τις δύο αυτές εταιρίες.

    108

    Πλην όμως, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της νομιμότητας, αρχή κατά την οποία δεν νοείται ισότης εν τη παρανομία (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, C‑155/14 P, EU:C:2016:446, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    109

    Επομένως, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να στηριχθούν σε ενδεχόμενη παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής έναντι της Nexans France και της Silec Cable προκειμένου να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό.

    110

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο.

    Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    111

    Με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, καθόσον παρέλειψε να αποφανθεί επί της αιτιάσεώς τους περί του εξαιρετικού χαρακτήρα της αρχής της οικονομικής συνέχειας και καθόσον στήριξε επί αντιφατικής αιτιολογίας την απόρριψη του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, τον οποίο προέβαλαν πρωτοδίκως οι αναιρεσείουσες.

    112

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως και, επικουρικώς, αβάσιμος. Το τρίτο σκέλος του είναι εξάλλου αλυσιτελές, καθότι δεν παρέχει αυτοτελή βάση που να καθιστά δυνατή την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    113

    Δεδομένου ότι με το σκέλος αυτό του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προβάλλεται πλημμελής αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, παράβαση νομικής υποχρεώσεως που υπέχει ο δικαστής της Ένωσης, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί παραδεκτός, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή.

    114

    Επί της ουσίας, επισημαίνεται, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού απέδειξε ότι η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην επίδικη απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής συνέχειας ήταν σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει ειδικώς στο επιχείρημα των αναιρεσειουσών περί του δήθεν εξαιρετικού χαρακτήρα μιας τέτοιας εφαρμογής. Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες δεν διευκρίνισαν τους λόγους για τους οποίους η αιτιολογία που παρέθεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο ήταν εγγενώς αντιφατική ή παράλογη.

    115

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και, κατά συνέπεια, και ο λόγος αυτός στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    116

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 169 έως 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή είχε προσκομίσει επαρκή ακριβή στοιχεία από τα οποία μπορούσε να αποδειχθεί η συνδρομή των τριών συστατικών στοιχείων της σύμπραξης, χωρίς ωστόσο να αποφανθεί επί του κύριου επιχειρήματος που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες πρωτοδίκως, κατά το οποίο η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι υπήρχε, εν προκειμένω, ενιαία και διαρκής παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

    117

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να καταλογιστεί σε επιχείρηση η ευθύνη για τη συμμετοχή της σε ενιαία και διαρκή παράβαση, ήτοι η ύπαρξη γενικού σχεδίου με κοινό σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, η συμβολή της επιχειρήσεως στο σχέδιο αυτό και η εκ μέρους της γνώση της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμβολής των λοιπών μετεχόντων. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, κακώς επικύρωσε την επίδικη απόφαση χωρίς να εκτιμήσει εάν η ύπαρξη συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», εφόσον θεωρηθεί αποδεδειγμένη, αρκούσε για να αποδειχθεί η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων που αφορούσαν εντελώς ανόμοιες καταστάσεις και συμφωνίες, ώστε να αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως. Συναφώς, ο κατάλογος των αποδεικτικών στοιχείων, ο οποίος συνοψίζεται στις σκέψεις 172 και 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ουδόλως αποδεικνύει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ των δύο μηχανισμών της συμπράξεως και της προβαλλόμενης συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής».

    118

    Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε, ειδικότερα, τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής», καθώς και το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η έννοια αυτή ήταν αλυσιτελής και άνευ νοήματος, στο μέτρο που οι Ασιάτες παραγωγοί ηλεκτρικών καλωδίων δεν είχαν κανένα συμφέρον να εισέλθουν στις αγορές των Ευρωπαίων παραγωγών και αντιστρόφως.

    119

    Στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι συμφωνία που αποσκοπεί στην προστασία των Ευρωπαίων παραγωγών, εντός του εδάφους τους στην Ένωση, από πραγματικό ή δυνητικό ανταγωνισμό από άλλους αλλοδαπούς παραγωγούς είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό, εκτός εάν υφίστανται ανυπέρβλητα εμπόδια εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά που αποκλείουν κάθε δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους των αλλοδαπών αυτών παραγωγών. Με τις ως άνω όμως εκτιμήσεις, το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημα που είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, κατά το οποίο η Επιτροπή, στηριζόμενη σε συμφωνία περί «εθνικής περιοχής», είχε επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της συνεργασίας για εξαγωγές στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας συμφωνίας ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων κατά τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του μηχανισμού A/R της συμπράξεως, τούτο δε λόγω ιδίως του ότι, από απόψεως στρατηγικής, δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον για τους Ασιάτες παραγωγούς η συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς για την υλοποίηση έργων εντός της Ένωσης.

    120

    Αντιθέτως προς ό,τι ανέφερε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες δεν υποστήριξαν ότι η συμμετοχή των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών στην αγορά του ΕΟΧ ήταν «τεχνικά αδύνατη», αλλά ότι, εν γένει, ουδείς λόγος οικονομικής φύσεως δικαιολογούσε μια τόσο σημαντική επένδυση. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τις εξηγήσεις που παρέσχον συναφώς οι αναιρεσείουσες.

    121

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Συγκεκριμένα, με τον λόγο αυτόν, οι αναιρεσείουσες επαναλαμβάνουν επιχειρήματα που είχαν ήδη προβληθεί πρωτοδίκως και σκοπούν στην εκ μέρους του Δικαστηρίου επανεξέταση των επιχειρημάτων αυτών. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες δεν τήρησαν την υποχρέωση που τους επιβάλλει το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, καθόσον δεν επισήμαναν τα συγκεκριμένα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία.

    122

    Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στο να επικυρώσει τον χαρακτηρισμό της επίμαχης παραβάσεως στον οποίο προέβη η Επιτροπή, αλλά εξέτασε τα πολυάριθμα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν περιληφθεί στη δικογραφία και, κυρίως, την αλληλογραφία σχετικά με την ανάθεση των ευρωπαϊκών έργων, από τα οποία αποδεικνυόταν ότι αυτά αποτελούσαν αντικείμενο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως καλύπτουσας αμφότερους τους μηχανισμούς της συμπράξεως.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    123

    Όσον αφορά το παραδεκτό του τρίτου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται, αφενός, ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, τα συγκεκριμένα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία αφορά ο τρίτος λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειουσών προκύπτουν με επαρκή σαφήνεια από την αίτηση αναιρέσεως.

    124

    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη του λόγου αυτού, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο διαφορετικά επιχειρήματα. Με το πρώτο εξ αυτών, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του εάν η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι η επίμαχη παράβαση συνιστούσε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Ως προς το δεύτερο επιχείρημα, με αυτό προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής».

    125

    Ενώ, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, το πρώτο εκ των ως άνω επιχειρημάτων αφορά νομικό ζήτημα που εξετάσθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να αποτελέσει εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία, τούτο δεν ισχύει ως προς το δεύτερο επιχείρημα.

    126

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων αυτών δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Philips και Philips France κατά Επιτροπής, C‑98/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:774, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    127

    Βεβαίως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής». Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι οι αναιρεσείουσες δεν προσδιόρισαν τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία παραμορφώθηκαν, ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξαν ότι η παραμόρφωση αυτή μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το μοναδικό ειδικό αποδεικτικό στοιχείο που μνημονεύεται στο πλαίσιο αυτό, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν απλώς ότι το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει τη θέση τους.

    128

    Επομένως, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σε σχέση με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

    129

    Όσον αφορά το επιχείρημα περί παραμορφώσεως ενός εκ των επιχειρημάτων τους, η οποία συνάγεται από τη σκέψη 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε αποσπασματική ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη αυτή της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, η συμμετοχή των Ασιατών παραγωγών σε έργα εντός του ΕΟΧ «δεν ήταν τεχνικώς αδύνατη ούτε οικονομικώς μη βιώσιμη». Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον εκτίμησε ότι οι αναιρεσείουσες είχαν στηριχθεί στην τεχνική αδυναμία εισόδου των Ασιατών παραγωγών στην αγορά αυτή, εντούτοις το δικαστήριο αυτό αναφέρθηκε επίσης στο επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η απουσία των εν λόγω παραγωγών από τον ΕΟΧ οφειλόταν σε λόγους οικονομικής φύσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείουσες δεν απέδειξαν ότι η προβαλλόμενη πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου είναι ικανή να κλονίσει το συμπέρασμα στο οποίο αυτό κατέληξε.

    130

    Επί της ουσίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, προς απόδειξη της συμμετοχής επιχειρήσεως σε ενιαία παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, πρέπει να τεκμηριωθεί ότι η επιχείρηση αυτή είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές τις οποίες είχαν κατά νου ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 172 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    131

    Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, με την οποία ζητήθηκε από τις αναιρεσείουσες να διευκρινίσουν σε ποιο σημείο του δικογράφου της προσφυγής τους πρωτοδίκως υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η επίμαχη παράβαση πληρούσε τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες, κατά την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία, προκειμένου να τη χαρακτηρίσει ως ενιαία και διαρκή παράβαση, οι αναιρεσείουσες παρέθεσαν το σημείο 110 του δικογράφου αυτού. Το σημείο αυτό, όμως, δεν αναφέρεται ούτε στις προαναφερθείσες προϋποθέσεις ούτε στην προμνησθείσα νομολογία. Επομένως, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν, με επαρκή σαφήνεια, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η επίμαχη παράβαση πληρούσε όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να χαρακτηρισθεί ως ενιαία και διαρκής.

    132

    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, οι νυν αναιρεσείουσες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της συμφωνίας περί «εθνικής περιοχής», η οποία, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, αποτελούσε το στοιχείο-κλειδί της συμπράξεως, και ότι, κατά συνέπεια, δεν είχε αποδείξει ότι οι αναιρεσείουσες είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ καλύπτουσα το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ.

    133

    Στη δε σκέψη 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη, βάσει των εκτιμήσεων επί των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 170 έως 173 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της εν λόγω συμφωνίας. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύθηκε στη σκέψη 126 της παρούσας αποφάσεως.

    134

    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    135

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 199 έως 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι ενέχει πλάνη περί το δίκαιο η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι την έναρξη της επίμαχης παραβάσεως σηματοδότησε συνάντηση που έλαβε χώρα στις 18 Φεβρουαρίου 1999.

    Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    136

    Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι απεφάνθη ultra petita και ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους, καθόσον στήριξε τη διαπίστωσή του σε αιτιολογία σχετική με τη Super Tension Cables Export Agreement (συμφωνία για την εξαγωγή καλωδίων υπερυψηλής τάσεως, στο εξής: συμφωνία STEA), η οποία αφορούσε τα υπόγεια ηλεκτρικά καλώδια, με τη Sub-marine Cable Export Association (ένωση για την εξαγωγή υποβρύχιων καλωδίων, στο εξής: SMEA) και με την υποτιθέμενη άγραφη σύμβαση μεταξύ Ευρωπαίων, Ιαπώνων και Νοτιοκορεατών παραγωγών, με την οποία οι τρεις αυτές ομάδες παραγωγών δεσμεύονταν να μη συμμετέχουν στον ανταγωνισμό εντός των αντίστοιχων «εθνικών περιοχών» τους και η οποία συνόδευε τις ανωτέρω συμφωνίες (στο εξής: άγραφη σύμβαση).

    137

    Η προσφυγή που άσκησαν οι νυν αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσε μόνον την υποτιθέμενη παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, η οποία φέρεται να διαπράχθηκε μεταξύ των ετών 1999 και 2009 και η οποία διαπιστώθηκε με την επίδικη απόφαση. Χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία STEA, την SMEA και την άγραφη σύμβαση, οι οποίες έληξαν το 1997, ως συμφωνίες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επομένως επί ζητημάτων που δεν αποτελούσαν αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό οριοθετήθηκε με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Επιπλέον, ούτε η συμφωνία STEA, ούτε η SMEA, ούτε η άγραφη σύμβαση κρίθηκαν αντίθετες προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Επομένως, οι αναιρεσείουσες ουδέποτε είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν επισήμως αυτή την εις βάρος τους διαπίστωση περί παρανομίας. Κατά μείζονα λόγο, οι αναιρεσείουσες δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνάς τους στο πλαίσιο αυτό, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    138

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι με τον λόγο αυτόν οι αναιρεσείουσες επαναλαμβάνουν επιχειρήματα τα οποία έχουν ήδη συζητηθεί πρωτοδίκως και σκοπούν στο να οδηγήσουν το Δικαστήριο να τα επανεξετάσει.

    139

    Επικουρικώς, ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, διότι στηρίζεται σε μια εσφαλμένη, υποτίθεται, ερμηνεία της συμφωνίας STEA και της SMEA, μολονότι αυτές μνημονεύονται στην επίδικη απόφαση μόνο για να περιγραφεί το πλαίσιο εντός του οποίου άρχισε η σύμπραξη. Επομένως, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, τούτο δεν συνιστά επαρκή λόγο ώστε να κριθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον επικύρωσε την ημερομηνία ενάρξεως της επίμαχης παραβάσεως που διαπίστωσε η Επιτροπή. Κατά την Επιτροπή, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    140

    Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι απεφάνθη ultra petita και ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους. Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η Επιτροπή, το σκέλος αυτό αφορά νομικό ζήτημα σχετικό με τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να συζητηθεί κατ’ αναίρεση και πρέπει, ως εκ τούτου, να κριθεί παραδεκτό.

    141

    Επί της ουσίας, διαπιστώνεται πρώτον ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας εάν ορθώς η Επιτροπή είχε καθορίσει την έναρξη της επίμαχης παραβάσεως στις 18 Φεβρουαρίου 1999, έλαβε υπόψη, στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 64 της επίδικης αποφάσεως σε σχέση με τη συμφωνία STEA, την SMEA, καθώς και με την άγραφη σύμβαση, και διαπίστωσε, στη σκέψη 202 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η σύμπραξη λειτουργούσε με τον τρόπο που περιέγραψε η Επιτροπή όσον αφορά τις προηγηθείσες αυτές συμφωνίες. Στο πλαίσιο της ίδιας εξετάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 203 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε προσκομίσει αποδείξεις, τις οποίες οι αναιρεσείουσες δεν αντέκρουαν βασίμως μέσω συγκεκριμένων στοιχείων και από τις οποίες προέκυπτε, αφενός, ότι οι παραγωγοί ηλεκτρικών καλωδίων που είχαν συνάψει τις συμφωνίες αυτές είχαν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα τους και, αφετέρου, ότι σκόπευαν να προβούν σε αναδιοργάνωση των εν λόγω συμφωνιών στο μέλλον.

    142

    Πλην όμως, κατά το πέρας της ανωτέρω εξετάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως απεφάνθη ultra petita. Πράγματι, η απόφαση στην οποία κατέληξε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο, ήτοι να απορρίψει την εκ μέρους των νυν αναιρεσειουσών αμφισβήτηση του καθορισμού της ημερομηνίας ενάρξεως της επίμαχης παραβάσεως στις 18 Φεβρουαρίου 1999, ήταν σύμφωνη με το σχετικό αίτημα που του είχε υποβάλει η Επιτροπή.

    143

    Δεύτερον, διαπιστώνεται εξάλλου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προσέβαλε στο πλαίσιο αυτό τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών. Αφενός, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 64 της επίδικης αποφάσεως περιλαμβάνονταν ήδη στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, την οποία οι αναιρεσείουσες είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής. Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 506 της επίδικης αποφάσεως, στην οποία παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, για την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων μερών πριν από την ημερομηνία αυτή, η οποία αποδείκνυε, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σχεδίαζαν να επαναφέρουν τις προηγούμενες συμφωνίες. Η παρατήρηση δε αυτή μπορούσε να νοηθεί μόνον ως αναφορά στις συμφωνίες που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 64 της επίδικης αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείουσες έπρεπε να αναμένουν ότι το Γενικό Δικαστήριο θα λάβει επίσης υπόψη το πλαίσιο αυτό.

    144

    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    145

    Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του και ότι εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο στο πλαίσιο της αναλύσεώς του, πράγμα που το οδήγησε να χαρακτηρίσει, εσφαλμένως, τη συμφωνία STEA, την SMEA και την άγραφη σύμβαση ως «αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες» που επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στηρίχθηκε συναφώς στις διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 64 της επίδικης αποφάσεως χωρίς να εξακριβώσει εάν οι διαπιστώσεις αυτές τεκμηριώνονταν με αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, είναι προδήλως εσφαλμένη η θέση ότι οι αναιρεσείουσες ουδέποτε αντέκρουσαν ούτε αμφισβήτησαν τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 64 της επίδικης αποφάσεως.

    146

    Με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός της συμφωνίας STEA και της SMEA καθώς και της άγραφης συμφωνίας ως «αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμφωνιών», στον οποίο αναφέρεται το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου, στρέβλωσε πλήρως την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ανάλυση του πλαισίου εντός του οποίου άρχισε η επίμαχη παράβαση και επηρέασε ανεπανόρθωτα την εκ μέρους του τελευταίου επιβεβαίωση του συμπεράσματος της Επιτροπής, στην επίδικη απόφαση, ότι η προβαλλόμενη σύμπραξη είχε αρχίσει στις 18 Φεβρουαρίου 1999.

    147

    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η πλειονότητα των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμα αυτό και τα οποία έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 200 έως 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούσαν τις συμφωνίες σχετικά με τις «περιοχές εξαγωγής», τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να καθορισθεί η ημερομηνία ενάρξεως παραβάσεως η οποία συνίστατο σε συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» παράγουσα αποτελέσματα εντός του ΕΟΧ.

    148

    Επιπλέον, η ως άνω εσφαλμένη ερμηνεία του πραγματικού πλαισίου οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να προβεί σε στρεβλωμένη ανάλυση των σημειώσεων της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999, δηλαδή του πρώτου εγγράφου που περιέχει ελάχιστες και αμφισβητήσιμες αναφορές στον κανόνα της «εθνικής περιοχής». Οι σημειώσεις αυτές υποδηλώνουν σαφώς ότι οι μετέχοντες στη συνάντηση αυτή δεν είχαν συμφωνήσει τα κύρια χαρακτηριστικά των μελλοντικών συμφωνιών.

    149

    Από τη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τις σημειώσεις αυτές ως απλή επιβεβαίωση προηγούμενων συζητήσεων. Πλην όμως, η σκέψη αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περιέχει, ως εκ τούτου, δύο εσφαλμένες διαπιστώσεις. Αφενός, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν συνδέει την προβαλλόμενη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» με τη συμφωνία STEA και με την SMEA. Αφετέρου, η περιγραφόμενη στη σκέψη 204 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συζήτηση, η οποία, κατά το Γενικό Δικαστήριο, επιβεβαιώνει την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας, αφορούσε στην πραγματικότητα την κατανομή των σχεδίων στις «περιοχές εξαγωγής».

    150

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε θεμελιώδες μεθοδολογικό σφάλμα, μη λαμβάνοντας υπόψη, στη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ανάγκη εκτιμήσεως μίας προς μία των συζητήσεων που έλαβαν χώρα κατά τις μεταγενέστερες της 18ης Φεβρουαρίου 1999 συναντήσεις, αντιθέτως προς ό,τι το ίδιο επισήμανε στην ίδια σκέψη της αποφάσεως αυτής.

    151

    Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών καθόσον έκρινε, στη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αντιθέτως προς ό,τι αυτές υποστήριζαν, η αποδεικτική αξία των σημειώσεων της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999 δεν αποδυναμωνόταν από το γεγονός ότι είχαν ερμηνευθεί πολλά έτη αργότερα «από τον συντάκτη τους βάσει “μακρινών αναμνήσεων”, όπως διατείνονται». Στην πραγματικότητα, οι αναιρεσείουσες ισχυρίσθηκαν ότι οι σημειώσεις αυτές δεν είχαν εξηγηθεί στην Επιτροπή από τον συντάκτη τους, αλλά από άλλους υπαλλήλους της επίμαχης επιχειρήσεως, χωρίς καμία βοήθεια του συντάκτη αυτού.

    152

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε συστηματικά τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στην κρίση του, αναφερόμενο αδιακρίτως σε πραγματικά στοιχεία και σε γεγονότα που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους και των οποίων οι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών δεν αποδείχθηκαν.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    153

    Με τα δύο αυτά σκέλη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, οι αναιρεσείουσες επικρίνουν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλέσθηκε η Επιτροπή προς στήριξη της διαπιστώσεώς της ότι η συνάντηση που έλαβε χώρα στις 18 Φεβρουαρίου 1999 σηματοδοτούσε την έναρξη της επίμαχης παραβάσεως.

    154

    Επισημαίνεται συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία στις σκέψεις 199 έως 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 199 έως 206 της αποφάσεως αυτής, το πλαίσιο της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999. Στη συνέχεια, στις σκέψεις 207 έως 214, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν ειδικότερα τη συνάντηση αυτή.

    155

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 126 της παρούσας αποφάσεως, η εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

    156

    Μολονότι οι αναιρεσείουσες κάνουν συναφώς λόγο για συστηματική παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμπουν, όσον αφορά τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 207 έως 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε μία μόνον από τις σκέψεις αυτές, ήτοι στη σκέψη 210 της αποφάσεως αυτής, όπου το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι σημειώσεις της συσκέψεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999«επιβεβα[ίωναν]» ότι, κατά τον χρόνο καταρτίσεως των σημειώσεων, οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη συνάντηση αυτή είχαν αποδεχθεί, ως βασική μάλιστα αρχή, την κατανομή των οικείων αγορών.

    157

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, αφενός, ότι από τη διατύπωση της σκέψεως αυτής προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τις σημειώσεις της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999 ως απλή επιβεβαίωση προηγούμενων συζητήσεων. Πλην όμως, το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο σκεπτικό που εκτίθεται στη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, ικανό να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία.

    158

    Όσον αφορά, αφετέρου, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι οι εν λόγω σημειώσεις υποδήλωναν σαφώς ότι οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη συνάντηση της 18ης Φεβρουαρίου 1999 δεν είχαν συμφωνήσει τα κύρια χαρακτηριστικά των μελλοντικών συμφωνιών, αρκεί να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναγνώρισε ότι ορισμένες πτυχές που συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή δεν κατέληξαν σε συμφωνία, έκρινε ότι από τις σημειώσεις της συναντήσεως αυτής προέκυπτε ότι οι μετέχουσες στη συνάντηση επιχειρήσεις είχαν αποδεχθεί, ως βασική μάλιστα αρχή, την κατανομή των οικείων αγορών. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβήτησαν την εκτίμηση αυτή, το εν λόγω επιχείρημα είναι, επομένως, αλυσιτελές.

    159

    Όσον αφορά τη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι οι σημειώσεις της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999 δεν εξηγήθηκαν στην Επιτροπή «από τον συντάκτη τους», το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο δεν στηρίζεται, εν πάση περιπτώσει, στο γεγονός αυτό, οπότε το επιχείρημα, ακόμη και αν είναι βάσιμο, πρέπει να κριθεί αλυσιτελές.

    160

    Τέλος, όσον αφορά τη μεθοδολογική πλάνη στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και η οποία συνίσταται στο ότι δεν έλαβε υπόψη τις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά τις συναντήσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 18 Φεβρουαρίου 1999, αντιθέτως προς ό,τι το ίδιο ανέφερε στη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η επισήμανση ότι, στην ίδια σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη παράβαση είχε αρχίσει κατά την ημερομηνία της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999, έλαβε επίσης υπόψη τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων μετά τη συνάντηση αυτή.

    161

    Δεδομένου ότι οι λόγοι που παρατίθενται στις σκέψεις 207 έως 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνιστούν, αφ’ εαυτών, βάσιμο και επαρκές έρεισμα για την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή νομίμως έκρινε ότι η επίμαχη παράβαση είχε αρχίσει κατά την ημερομηνία της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999, ενδεχόμενα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του πλαισίου της συμπράξεως, στις σκέψεις 199 έως 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ακόμη και εάν στοιχειοθετούνται, δεν είναι δυνατόν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την απόφαση αυτή, οπότε τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς οι αναιρεσείουσες πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

    162

    Κατόπιν των ανωτέρω, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

    Επί του τετάρτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    163

    Με το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα σφάλματα στα οποία αναφέρονται τα λοιπά σκέλη του λόγου αυτού, και ειδικότερα η αναφορά του Γενικού Δικαστηρίου σε πραγματικά και αποδεικτικά στοιχεία χωρίς συνέπειες επί της αποφάσεώς του να καθορίσει ως ημερομηνία ενάρξεως της επίμαχης παραβάσεως εκείνη της συναντήσεως της 18ης Φεβρουαρίου 1999, καταλήγουν σε μη συνεκτική αιτιολογία, κατά παράβαση της βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ υποχρεώσεως του Γενικού Δικαστηρίου να αιτιολογεί τις αποφάσεις του.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    164

    Όσον αφορά το σκέλος αυτό, αρκεί η επισήμανση ότι οι αναιρεσείουσες ουδόλως διευκρίνισαν τις υποτιθέμενες ανακολουθίες στις οποίες αναφέρονται στο πλαίσιο αυτό, οπότε ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή του.

    165

    Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    166

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά τις σκέψεις 251 έως 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του καθορισμού του συντελεστή σοβαρότητας.

    167

    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είχαν υποστηρίξει ότι οι Ασιάτες παραγωγοί εμπλέκονταν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό της συμπράξεως στον ίδιο βαθμό με τους Ευρωπαίους παραγωγούς. Η απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 251 και 253 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η άποψη των αναιρεσειουσών, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι ευσταθεί, δεν είναι ικανή να αναιρέσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η κατανομή των έργων εντός του ΕΟΧ αποτελούσε ένα πρόσθετο στοιχείο για το οποίο έπρεπε να επιβληθούν βαρύτερες κυρώσεις διά της εφαρμογής επιπλέον ποσοστού λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως και ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός της συμπράξεως είχε ενισχύσει το πλήγμα στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ που προκάλεσε ο μηχανισμός A/R της συμπράξεως αυτής, είναι προδήλως αντιφατική.

    168

    Επιπλέον, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, ο μηχανισμός A/R της συμπράξεως εξαρτάτο από το συνολικό σχέδιο της συμπράξεως και η προσχώρηση στη συμφωνία περί «εθνικής περιοχής» ισοδυναμούσε, για τους Ασιάτες παραγωγούς, με μη υποβολή προσφοράς για τα ευρωπαϊκά έργα. Ως εκ τούτου, ακόμη και εάν οι Ασιάτες παραγωγοί δεν είχαν μετάσχει ενεργά στην κατανομή έργων εντός του ΕΟΧ, συνέβαλαν στην κατανομή αυτή σε βαθμό συγκρίσιμο με εκείνον των Ευρωπαίων παραγωγών.

    169

    Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν παράλογη και θα συνιστούσε δυσμενή διάκριση η αύξηση του συντελεστή σοβαρότητας κατά 2 %, όσον αφορά τις αναιρεσείουσες, καθώς και τους λοιπούς Ευρωπαίους παραγωγούς, λόγω της αποκλειστικής υποτίθεται συμμετοχής τους στον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, Toshiba κατά Επιτροπής (C‑180/16 P, EU:C:2017:520), η οποία αφορούσε σύμπραξη με δομή παρόμοια προς την επίμαχη εν προκειμένω δομή.

    170

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι σκοπεί σε επανεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επικουρικώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    171

    Δεδομένου ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορά νομικό ζήτημα, πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

    172

    Επί της ουσίας, επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείουσες περιορίζονται, συναφώς, στο να επικρίνουν τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 251 έως 253 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πλην όμως, στις σκέψεις 256 έως 257 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τη συμμετοχή των Ασιατών παραγωγών στον ευρωπαϊκό μηχανισμό της συμπράξεως, η πλάνη αυτή μπορεί να δικαιολογήσει υψηλότερο συντελεστή σοβαρότητας για τους Ασιάτες παραγωγούς, αλλά δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει δικαίωμα «για μη εισάγουσα διακρίσεις εφαρμογή μιας παράνομης μεταχειρίσεως».

    173

    Η εκτίμηση αυτή ουδόλως πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στη σκέψη 108 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της νομιμότητας, αρχή κατά την οποία δεν νοείται ισότης εν τη παρανομία.

    174

    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    175

    Δεδομένου ότι δεν μπορεί να τελεσφορήσει κανείς από τους λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η τελευταία πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    176

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    177

    Δεδομένου ότι οι Prysmian και PrysmianCS ηττήθηκαν και η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, οι πρώτες πρέπει να φέρουν, πέραν των εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

    178

    Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικασθεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον εφόσον έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    179

    Δεδομένου ότι η Pirelli μετείχε στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η Prysmian SpA και η Prysmian Cavi e Sistemi Srl φέρουν, πέραν των εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

     

    3)

    Η Pirelli & C. SpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top