Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CJ0577

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Δεκεμβρίου 2016.
    SV Capital OÜ κατά Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ).
    Αίτηση αναιρέσεως – Αίτημα για διεξαγωγή έρευνας σε βάρος της εσθονικής και της φινλανδικής εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού τομέα – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) – Απόφαση του συμβουλίου προσφυγών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών – Κανονισμός (ΕΕ) 1093/2010 – Άρθρα 17 και 60 – Συμβούλιο προσφυγών – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Συγγνωστή πλάνη.
    Υπόθεση C-577/15 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:947

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 14ης Δεκεμβρίου 2016 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως — Αίτημα για διεξαγωγή έρευνας σε βάρος της εσθονικής και της φινλανδικής εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού τομέα — Απόφαση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) — Απόφαση του συμβουλίου προσφυγών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών — Κανονισμός (ΕΕ) 1093/2010 — Άρθρα 17 και 60 — Συμβούλιο προσφυγών — Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής — Συγγνωστή πλάνη»

    Στην υπόθεση C‑577/15 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2015,

    SV Capital OÜ, με έδρα το Ταλίν (Εσθονία), εκπροσωπούμενη από τον M. Greinoman, vandeadvokaat,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), εκπροσωπούμενη από τον J. Overett Somnier και τη Ζ. Giotaki, επικουρούμενους από τον F. Tuytschaever, advocaat,

    καθής πρωτοδίκως,

    υποστηριζόμενη από:

    την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Mölls και K.‑P. Wojcik,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η SV Capital OÜ ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, SV Capital κατά ΕΑΤ (T‑660/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2015:608), κατά το μέρος που με αυτή:

    το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση, λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αποφάσεως C 2013 002 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), της 21ης Φεβρουαρίου 2014, περί απορρίψεως του αιτήματός της να διεξαχθεί έρευνα σε βάρος της εσθονικής και της φινλανδικής εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού τομέα, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12) (στο εξής: απόφαση της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014), και

    μολονότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εν μέρει απαράδεκτη την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2014‑C1‑02 του συμβουλίου προσφυγών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, της 14ης Ιουλίου 2014, περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014 (στο εξής: απόφαση του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014), ακύρωσε την τελευταία αυτή απόφαση.

    Το νομικό πλαίσιο

    Η οδηγία 2006/48/ΕΚ

    2

    Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2006, L 177, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 (ΕΕ 2010, L 329, σ. 3) (στο εξής: οδηγία 2006/48), προβλέπει στο άρθρο 11 τα εξής:

    «1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα καθορίζουν αποτελεσματικά τον προσανατολισμό της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.

    Δεν παρέχουν την άδεια λειτουργίας, όταν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους ή επαρκή πείρα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών.

    [...]

    2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν:

    α)

    από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, καταστατική έδρα, να βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, και

    β)

    από τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα, να βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο ασκούν πράγματι δραστηριότητα.»

    3

    Το άρθρο 22 της οδηγίας 2006/48 ορίζει:

    «1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απαιτούν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ένα άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες είναι συνεπείς και προωθούν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.

    2.   Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που θεσπίζονται στο Παράρτημα V.»

    4

    Το άρθρο 40 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

    «1.   Την προληπτική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 23 και 24 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

    2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

    5

    Το άρθρο 42 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «Για την εποπτεία της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο αυτών των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.»

    Ο κανονισμός 1093/2010

    6

    Η αιτιολογική σκέψη 58 του κανονισμού 1093/2010, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/17/ΕΕ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34) (στο εξής: κανονισμός 1093/2010), έχει ως εξής:

    «Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που θίγονται από αποφάσεις που εξέδωσε η [ΕΑΤ] μπορούν να έχουν πρόσβαση στα κατάλληλα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η [ΕΑΤ] έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής σε συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών θα πρέπει να είναι κοινό όργανο των [Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών], ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών θα πρέπει να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

    7

    Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

    «Η [ΕΑΤ] ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 94/19/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5)], της οδηγίας 2002/87/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ 93/6/ΕΟΚ και 93/22/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ και 2000/12/ΕΚ (EE 2003, L 35, σ. 1)], του κανονισμού (ΕΚ) 1781/2006 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (ΕΕ 2006, L 345, σ. 1)], του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων [και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1)], της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων[, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338)], και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ’ αυτών, των σχετικών τμημάτων της οδηγίας 2002/65/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16)], της οδηγίας 2005/60/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15)], της οδηγίας 2007/64/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ 2007, L 319, σ. 1),] και της οδηγίας 2009/110/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 267, σ. 7),], περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην [ΕΑΤ]. Η [ΕΑΤ] ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου [, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63)].

    8

    Το άρθρο 17 του κανονισμού 1093/2010 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η [ΕΑΤ] ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

    2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η [ΕΑΤ] μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην [ΕΑΤ] όλες τις πληροφορίες που η [ΕΑΤ] θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων πληροφοριών ως προς τον τρόπο εφαρμογής, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

    3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η [ΕΑΤ] μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

    Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην [ΕΑΤ] τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

    4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της [ΕΑΤ], η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την [ΕΑΤ] ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της [ΕΑΤ].

    Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

    Η [ΕΑΤ] και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

    5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την [ΕΑΤ] τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

    6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η [ΕΑΤ] μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής.

    Η απόφαση της [ΕΑΤ] είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

    7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

    Όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

    8.   Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η [ΕΑΤ] επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.»

    9

    Το άρθρο 18 του κανονισμού αυτού αφορά τη δράση την οποία αναλαμβάνει η ΕΑΤ σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

    10

    Το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις.

    11

    Το άρθρο 39 του κανονισμού 1093/2010 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η [ΕΑΤ] ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 17, παράγραφος 3.

    2.   Οι αποφάσεις της [ΕΑΤ] αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

    3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της [ΕΑΤ] ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

    4.   Αν η [ΕΑΤ] έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 3, ή 4, επανεξετάζει αυτήν την απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

    5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η [ΕΑΤ] δυνάμει των άρθρων 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή δεν συνάδει με το έννομο συμφέρον των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.»

    12

    Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινό όργανο [της ΕΑΤ].

    13

    Το άρθρο 60 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:

    «1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της [ΕΑΤ] που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την [ΕΑΤ] σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

    2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην [ΕΑΤ] εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

    Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την άσκησή της.

    3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

    4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

    5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της [ΕΑΤ], είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της [ΕΑΤ]. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.

    6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

    7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την [ΕΑΤ].»

    14

    Το άρθρο 61 του κανονισμού 1093/2010 έχει ως εξής:

    «1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της [ΕΑΤ].

    2.   Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της [ΕΑΤ], σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

    3.   Σε περίπτωση που η [ΕΑΤ] έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.

    4.   Η [ΕΑΤ] υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

    Ιστορικό της διαφοράς

    15

    Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε τα πραγματικά περιστατικά της εξετασθείσας από αυτό ένδικης διαφοράς ως εξής:

    «1

    Με έγγραφο της 24ης Οκτωβρίου 2012, η προσφεύγουσα, [SV Capital], υπέβαλε στην [ΕΑΤ] αίτημα για τη διεξαγωγή έρευνας, δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1093/2010 [...] σε βάρος της εσθονικής και της φινλανδικής εποπτικής αρχής του χρηματοπιστωτικού τομέα (στο εξής: καταγγελία).

    2

    Προς στήριξη της καταγγελίας, η προσφεύγουσα προέβαλε παράβαση των άρθρων 40 και 42 της οδηγίας 2006/48 [...] κατά το μέρος που οι εν λόγω εποπτικές αρχές δεν απομάκρυναν δύο διευθυντές υποκαταστήματος φινλανδικής τράπεζας, με έδρα στην Εσθονία, οι οποίοι δεν διέθεταν τα απαιτούμενα “εχέγγυα ήθους ή επαρκή πείρα”, ώστε να καθορίζουν τον προσανατολισμό της δραστηριότητας του επίμαχου τραπεζικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Προς τον σκοπό αυτό, η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι οι εμπλεκόμενοι διευθυντές προέβησαν σε ψευδείς δηλώσεις στο πλαίσιο αστικής δίκης που διεξαγόταν στην Εσθονία κατά του ως άνω υποκαταστήματος.

    [...]

    4

    Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2013, η ΕΑΤ απέρριψε την καταγγελία ως απαράδεκτη, λόγω αναρμοδιότητας, προωθώντας την στην εσθονική και στην φινλανδική εποπτική αρχή του χρηματοπιστωτικού τομέα [...].

    5

    Με διαδικαστικό έγγραφο της 14ης Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (στο εξής: συμβούλιο προσφυγών), δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 1, του κανονισμού 1093/2010, κατά του [εν λόγω] εγγράφου της 25ης Ιανουαρίου 2013.

    6

    Με την απόφαση 2013-008, της 24ης Ιουνίου 2013, το συμβούλιο προσφυγών, αφενός, έκρινε παραδεκτή την καταγγελία υπό το πρίσμα του άρθρου 22 της οδηγίας 2006/48, σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές της 22ας Νοεμβρίου 2012 της ΕΑΤ σχετικά με την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου και των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις, και, αφετέρου, παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της ΕΑΤ προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 5, του κανονισμού 1093/2010.

    7

    Με την απόφαση DC 2013 03 της 15ης Οκτωβρίου 2013, η ΕΑΤ έλαβε υπόψη το παραδεκτό της καταγγελίας, δυνάμει των σημείων 2.5 και 2.6 των εσωτερικών κανόνων της για την εξέταση των αιτημάτων διερευνήσεως παραβάσεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1093/2010.

    8

    Με την απόφαση C 2013 002, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, η ΕΑΤ απέρριψε την καταγγελία ως στερούμενη επαρκούς ερείσματος για την κίνηση έρευνας δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού 1093/2010

    9

    Με διαδικαστικό έγγραφο της 31ης Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ [της 21ης Φεβρουαρίου 2014] ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών.

    10

    Με την απόφαση […] της 14ης Ιουλίου 2014, το συμβούλιο προσφυγών απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ [της 21ης Φεβρουαρίου 2014]. Κατ’ ουσίαν το συμβούλιο, με την εν λόγω απόφαση, καταρχάς έκρινε παραδεκτή την προσφυγή κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ. Στη συνέχεια, την απέρριψε εξ ολοκλήρου ως αβάσιμη.

    11

    Συναφώς, όσον αφορά, καταρχάς, την εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής, το συμβούλιο προσφυγών εκτίμησε ότι η απόφαση της ΕΑΤ [της 21ης Φεβρουαρίου 2014] συνιστούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της εξεταζόμενης περιπτώσεως, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί βάσει του άρθρου 60 του κανονισμού 1093/2010, το οποίο παρέχει σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο τη δυνατότητα να ασκεί προσφυγή κατά αποφάσεως της ΕΑΤ της οποίας είναι αποδέκτης.

    12

    Όσον αφορά, στη συνέχεια, την επί της ουσίας εξέταση της προσφυγής, κατά πρώτο λόγο, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι η εκτίμηση της ΕΑΤ, κατά την οποία οι δύο διευθυντές τους οποίους αφορούσε η καταγγελία της προσφεύγουσας δεν κατείχαν καίριες θέσεις εντός του οικείου πιστωτικού ιδρύματος, δεν βαρυνόταν με σφάλματα και ότι οι αιτιάσεις σχετικά με τον τρίτο διευθυντή δεν αποδείχθηκαν. Κατά δεύτερο λόγο, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα δεν καταλεγόταν στους φορείς που μπορούν να υποβάλλουν στην ΕΑΤ αίτημα για διεξαγωγή έρευνας σχετικά με παράβαση του δικαίου της Ένωσης, η εξεταζόμενη περίπτωση αφορούσε την άρνηση της αρχής αυτής να κινήσει έρευνα με δική της πρωτοβουλία. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη προβαλλόμενης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης και βάσει των εσωτερικών κανόνων [για την εξέταση των αιτημάτων διερευνήσεως παραβάσεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης], δεν αποδείχθηκε ότι η ΕΑΤ υπέπεσε σε πλάνη, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας. Κατά τρίτο λόγο, το συμβούλιο προσφυγών επισήμανε ότι η παράλειψη της ΕΑΤ να καλέσει προς ακρόαση την προσφεύγουσα πριν την έκδοση της αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 39, παράγραφος 1, του κανονισμού 1093/2010, δεν αποτελούσε τυπική πλημμέλεια δυνάμενη να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της εν λόγω αποφάσεως. Κατά τέταρτο λόγο, δεν αποδείχθηκε ότι δεν εφαρμόστηκε η προβλεπόμενη πριν την έκδοση της αποφάσεως της ΕΑΤ [της 21ης Φεβρουαρίου 2014] διαδικασία. Τέλος, κατά πέμπτο λόγο, το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε ότι δεν αποδείχθηκε καμία παράβαση από την ΕΑΤ του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    16

    Με την προσφυγή της, η SV Capital ζήτησε την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014 και, αφετέρου, της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014. Η SV Capital ζήτησε επίσης να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της ΕΑΤ προκειμένου αυτό να εξετάσει την καταγγελία της επί της ουσίας.

    17

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως. Η ΕΑΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, πρότεινε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής στο σύνολό της, υποστηρίζοντας ότι η άρνησή της να κινήσει έρευνα με δική της πρωτοβουλία, βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 1093/2010, στερούνταν εννόμων αποτελεσμάτων έναντι της αναιρεσείουσας.

    18

    Όσον αφορά, καταρχάς, το παραδεκτό της ως άνω προσφυγής κατά το μέρος που με αυτή ζητούνταν η ακύρωση της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής αυτής, είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας η αναιρεσείουσα μπορούσε να αμφισβητήσει την απόφαση της ΕΑΤ, με συνέπεια το σχετικό τμήμα της προσφυγής της να κριθεί απαράδεκτο.

    19

    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το παραδεκτό της ως άνω προσφυγής κατά το μέρος που με αυτή ζητούνταν η ακύρωση της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η απόφαση αυτή αποτελούσε πράξη δεκτική προσφυγής, με συνέπεια το σχετικό τμήμα της προσφυγής της να κριθεί παραδεκτό.

    20

    Τέλος, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής της SV Capital κατά το μέρος που με αυτή ζητούνταν η αναπομπή της υποθέσεως στο αρμόδιο όργανο της ΕΑΤ προς εξέταση της καταγγελίας επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, επί προσφυγής ακυρώσεως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους, την εξουσία να απευθύνουν διαταγές στην ΕΑΤ. Ως εκ τούτου, απέρριψε το ως άνω αίτημα ως απαράδεκτο

    21

    Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αυτεπαγγέλτως κατά πόσον, υπό το πρίσμα του άρθρου 60, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1093/2010, το συμβούλιο προσφυγών είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της προσφυγής που είχε ασκηθεί ενώπιόν του κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014 και έκρινε ότι το συμβούλιο δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα.

    22

    Υπό τις συνθήκες αυτές και χωρίς να εξετάσει το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που έχει προβάλει η νυν αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή κατά το μέρος που με αυτή ζητούνταν η ακύρωση της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014, λόγω αναρμοδιότητας του συμβουλίου αυτού. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2014‑C1‑02 του συμβουλίου προσφυγών, της 14ης Ιουλίου 2014, και απέρριψε την ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή κατά τα λοιπά.

    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    23

    Η SV Capital ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, κατά το μέρος που με αυτή κρίθηκε ότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014 είναι απαράδεκτη, δεύτερον, κατά το μέρος που με αυτή κρίθηκε ότι η προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014 είναι εν μέρει απαράδεκτη και, τρίτον, κατά το μέρος που αφορά τα δικαστικά έξοδα·

    να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

    να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα και να υποχρεώσει την πρωτοδίκως παρεμβαίνουσα να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

    24

    Η ΕΑΤ ζητεί από το Δικαστήριο:

    κατά κύριο λόγο:

    να αναιρέσει το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014, και

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που αφορά το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

    επικουρικώς, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της· και

    να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα έξοδα των ένδικων διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

    25

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

    να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή της SV Capital κατά της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014·

    να απορρίψει ως αβάσιμη την αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που αφορά το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και

    να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των εξόδων των ενδίκων διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    26

    Δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφορά, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014 και, αφετέρου, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014, οι διάφοροι λόγοι που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εξεταστούν αναλόγως του αν αφορούν την πρώτη ή τη δεύτερη απόφαση ή και τις δύο.

    Επί του πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη ως αβάσιμων των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως του συμβουλίου προσφυγών της 14ης Ιουλίου 2014

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    27

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η SV Capital υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, έχει διευκρινίσει ότι αυτή αφορούσε την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών, της 14ης Ιουλίου 2014 μόνο κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή το συμβούλιο απέρριψε επί της ουσίας την ενώπιόν του ασκηθείσα προσφυγή. Αντιθέτως, δεν αμφισβήτησε την απόφαση αυτή κατά το μέρος που αφορούσε το παραδεκτό της εν λόγω προσφυγής και τα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο ερεύνησε αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών και, ως εκ τούτου, αποφάνθηκε ultra petita.

    28

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η SV Capital προβάλλει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού 1093/2010, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 58 αυτού. Ειδικότερα, κατά τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 2, και του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού, το συμβούλιο προσφυγών είχε την εξουσία να αποφανθεί επί της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014.

    29

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η SV Capital υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, όπως ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, κρίνοντας ότι η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιόν του, σύμφωνα με την οποία το συμβούλιο προσφυγών είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί της προσφυγής της νυν αναιρεσείουσας, ήταν απαράδεκτη. Ειδικότερα, οι διάδικοι κλήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο να τοποθετηθούν επί του ζητήματος της αρμοδιότητας του συμβουλίου προσφυγών και η αναιρεσείουσα αρκέστηκε να απαντήσει στην υποβληθείσα ερώτηση.

    30

    Η ΕΑΤ και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως αυτών.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    31

    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita, αρκεί η επισήμανση ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να ερευνούν αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της αρμοδιότητας του οργάνου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη ενώπιόν τους πράξη, ακόμη και αν κανένας από τους διαδίκους δεν έχει διατυπώσει σχετικό αίτημα, δεδομένου ότι η αναρμοδιότητα του εκδόντος τη βλαπτική πράξη οργάνου αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος όχι μόνον μπορεί αλλά και πρέπει να ερευνάται αυτεπαγγέλτως.

    32

    Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το ζήτημα της αρμοδιότητας του εκδόντος την πράξη οργάνου πρέπει να ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαιοδοτικό όργανο, ακόμη και όταν κανένας από τους διαδίκους δεν του έχει ζητήσει να το πράξει (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, Amylum κατά Συμβουλίου, 108/81, EU:C:1982:322, σκέψη 28, και της 13ης Ιουλίου 2000, Salzgitter κατά Επιτροπής, C‑210/98 P, EU:C:2000:397, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    33

    Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    34

    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 60 του κανονισμού 1093/2010, προσφυγή κατά αποφάσεως της ΕΑΤ δύνανται να ασκήσουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδίων αρχών, τα οποία είναι αποδέκτες της αποφάσεως αυτής ή, ακόμη και όταν δεν είναι αποδέκτες της, τα οποία η απόφαση αυτή αφορά άμεσα και ατομικά.

    35

    Εντούτοις, η απόφαση της ΕΑΤ, για να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, πρέπει, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είτε να καταλέγεται στις αποφάσεις περί των οποίων κάνουν λόγο τα άρθρα 17 έως 19 του κανονισμού 1093/2010 είτε να έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις πράξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες μνημονεύει το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν κανονισμού αυτού.

    36

    Όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 67 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση.

    37

    Πρώτον, η απόφαση της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014 δεν έχει ως βάση της το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 1093/2010. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι η παράβαση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2006/48 προβλήθηκε προς στήριξη της καταγγελίας της νυν αναιρεσείουσας, η ΕΑΤ, με την εν λόγω απόφαση, δεν αποφάνθηκε επί της παραβάσεως ή μη της οδηγίας αυτής από τις αρμόδιες αρχές ή από το εμπλεκόμενο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

    38

    Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω απόφαση της ΕΑΤ δεν καταλέγεται στις αποφάσεις περί των οποίων κάνουν λόγο τα άρθρα 18 και 19 του κανονισμού αυτού, με τις οποίες η ΕΑΤ δύναται να επιβάλλει στις εθνικές εποπτικές αρχές την υποχρέωση να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα, αντιστοίχως, για την αντιμετώπιση καταστάσεως έκτακτης ανάγκης ή για να επιλύουν διαφωνίες που μπορούν να ανακύψουν σε περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα.

    39

    Τρίτον, σε αντίθεση με όσα απαιτεί το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προς στήριξη της εν λόγω καταγγελίας της αναιρεσείουσας δεν προβλήθηκε καμία παράβαση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εγκεκριμένων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 του εν λόγω κανονισμού.

    40

    Τέταρτον, η αναιρεσείουσα δεν καταλέγεται στους φορείς που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, οι οποίοι δύνανται να υποβάλλουν στην ΕΑΤ αίτημα για διεξαγωγή έρευνας σχετικά με παράβαση ή μη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα δεν υποστηρίζει ότι ανήκει στην ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, η οποία έχει συσταθεί κατά το άρθρο 37 του κανονισμού 1093/2010.

    41

    Εξάλλου, η διαπίστωση κατά την οποία η αναιρεσείουσα δεν καταλέγεται στους φορείς που διαλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ουδόλως μεταβάλλεται, σε αντίθεση με όσα προφανώς υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, από το γεγονός ότι η ΕΑΤ μπορεί να κινήσει τη διαδικασία έρευνας με δική της πρωτοβουλία.

    42

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν βαρύνονται με πλάνη περί το δίκαιο, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    43

    Όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι η αναιρεσείουσα, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, προέβαλε ενώπιόν του επιχειρηματολογία που υπερέβαινε το αντικείμενο της ερωτήσεως που της είχε υποβληθεί.

    44

    Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υποστήριξε ότι η προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι η διοικητική διαδικασία συνεχίστηκε έως τις 14 Ιουλίου 2014 και ότι η ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής ακυρώσεως συνδεόταν με τυχαίο συμβάν, κατά την έννοια του άρθρου 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    45

    Διαπιστώνεται συναφώς ότι το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι περιορίστηκε να διατυπώσει παρατηρήσεις απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου είναι αβάσιμο. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η απάντηση της αναιρεσείουσας συνίστατο, στην πραγματικότητα, στην προβολή δύο νέων λόγων ακυρώσεως.

    46

    Από τα ανωτέρω έπεται ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιχειρηματολογία αυτή ήταν απαράδεκτη.

    47

    Επομένως ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Επί του τετάρτου, πέμπτου και έκτου λόγου αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη ως απαράδεκτων των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως της ΕΑΤ της 21ης Φεβρουαρίου 2014

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    48

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η SV Capital υποστηρίζει ότι η προσφυγή της, κατά το μέρος που αφορούσε την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, ασκήθηκε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η διοικητική διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών συνεχίστηκε έως τις 14 Ιουλίου 2014 εξ ονόματος της ΕΑΤ και των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών. Η αναρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών μπορεί μεν να οδηγήσει στην ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε από αυτό, δεν μπορεί όμως να επηρεάσει την προθεσμία του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Επομένως, η αναφορά που περιέχεται στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σχετικά με τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, παραλλήλως και συγχρόνως προς την κατάθεση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, στερείται παντελώς ερείσματος. Πράγματι, μια τέτοια προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα ήταν απαράδεκτη δυνάμει του άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ελλείψει οριστικής διοικητικής πράξεως.

    49

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η SV Capital υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η άσκηση προσφυγής εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την παραλαβή της αποφάσεως της 21ης Φεβρουαρίου 2014 δεν κατέστη δυνατή λόγω συγγνωστής πλάνης. Το γεγονός ότι το συμβούλιο προσφυγών έκρινε την προσφυγή παραδεκτή και την εξέτασε επί της ουσίας είχε ως συνέπεια την πρόκληση «εύλογης συγχύσεως». Ακόμη και αν το συμβούλιο προσφυγών ήταν αναρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της αποφάσεως της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, η ΕΑΤ ουδέποτε προέβαλε το επιχείρημα ότι αρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ήταν το Γενικό Δικαστήριο και όχι το συμβούλιο προσφυγών. Το συμβούλιο προσφυγών, αποφαινόμενο επί της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιόν του, άφησε να εννοηθεί ότι ήταν το αρμόδιο για την εξέταση της προσφυγής όργανο. Επομένως, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας από την παραλαβή της αποφάσεως της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, πρέπει να θεωρηθεί ως οφειλόμενη σε συγγνωστή πλάνη.

    50

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η SV Capital υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, ήταν απαράδεκτη, ελλείψει πράξεως δεκτικής προσφυγής, προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 263 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 60, παράγραφος 1, και του άρθρου 61, παράγραφος 1, του κανονισμού 1093/2010. Ειδικότερα, η προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ήταν παραδεκτή, διότι η νυν αναιρεσείουσα ήταν αποδέκτης της αποφάσεως αυτής η οποία την αφορούσε άμεσα και ατομικά.

    51

    Η ΕΑΤ και η Επιτροπή ζητούν την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως αυτών.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    52

    Δεδομένου ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 36 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να εξακριβώσει αυτεπαγγέλτως αν η προθεσμία αυτή τηρήθηκε (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2013, ClientEarth κατά Συμβουλίου, C‑573/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:564, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    53

    Όπως προκύπτει από το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφυγές ακυρώσεως ασκούνται εντός δύο μηνών με αφετηρία, αναλόγως της περιπτώσεως, τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Εν προκειμένω, η απόφαση της ΕΑΤ κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα στις 21 Φεβρουαρίου 2014. Ως εκ τούτου, με βάση την εφαρμογή των κανόνων υπολογισμού των προθεσμιών, που προβλέπονται στα άρθρα 58 και 60 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και αντιστοιχούν στα άρθρα 49 και 51 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, επί της ημερομηνίας ασκήσεως της προσφυγής της SV Capital ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι της 12ης Σεπτεμβρίου 2014, είχε παρέλθει η προθεσμία εντός της οποίας η τελευταία μπορούσε να αμφισβητήσει την εν λόγω απόφαση της ΕΑΤ, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    54

    Το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 43 της αποφάσεως αυτής, έκρινε επίσης ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί περίπτωση ανωτέρας βίας, βάσει του άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε ύπαρξη συγγνωστής πλάνης.

    55

    Οι εκτιμήσεις αυτές ουδόλως βαρύνονται με πλάνη περί το δίκαιο.

    56

    Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι παρέκκλιση από την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης περί δικονομικών προθεσμιών χωρεί μόνον υπό περιστάσεις εντελώς εξαιρετικές, τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, C‑73/10 P, EU:C:2010:684, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    57

    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, δεν υπήρξε «συνέχιση» της διαδικασίας μετά την έκδοση από την ΕΑΤ της αποφάσεως της 21ης Φεβρουαρίου 2014, η δε άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών δεν είχε καμία επίπτωση στον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η οποία ίσχυε για απόφαση που είχε λάβει σε προγενέστερο χρόνο η ΕΑΤ, δεδομένου ότι αυτή ήταν αναρμόδια.

    58

    Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    59

    Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την ύπαρξη συγγνωστής πλάνης εκ μέρους της SV Capital, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της νομοθεσίας της Ενώσεως περί προθεσμιών ασκήσεως προσφυγών, η έννοια της συγγνωστής πλάνης, βάσει της οποίας χωρεί παρέκκλιση από τις ως άνω προθεσμίες, αφορά αποκλειστικώς εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες, ιδίως, το οικείο θεσμικό όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία, αφ’ εαυτής ή καθοριστικώς, μπορούσε να προκαλέσει εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επέδειξε καθόλα την επιμέλεια που απαιτείται από επαρκώς ενημερωμένο συναλλασσόμενο (βλ. διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, C‑73/10 P, EU:C:2010:684, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    60

    Εν προκειμένω, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην αναιρεσείουσα δεν παρασχέθηκε καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση ως προς την αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών να επιληφθεί προσφυγής κατά της αποφάσεως της ΕΑΤ η οποία επρόκειτο να εκδοθεί σε μεταγενέστερο χρόνο.

    61

    Ειδικότερα, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει εύλογη σύγχυση σε διάδικο ούτε η παράλειψη της ΕΑΤ να προβάλει αντιρρήσεις ως προς την αρμοδιότητα του συμβουλίου προσφυγών να αποφανθεί επί αποφάσεως της ΕΑΤ ούτε το εσφαλμένο συμπέρασμα της τελευταίας ότι η ίδια είχε τέτοια αρμοδιότητα.

    62

    Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε συγγνωστή πλάνη δυνάμενη να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την υποχρέωση τηρήσεως της προβλεπόμενης για την άσκηση προσφυγής προθεσμίας.

    63

    Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    64

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 60, παράγραφος 1, και το άρθρο 61, παράγραφος 1, του κανονισμού 1093/2010. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απλώς εκ περισσού αποφάνθηκε επί του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω ελλείψεως πράξεως δεκτικής προσφυγής.

    65

    Όμως, κατά πάγια νομολογία, οι αιτιάσεις που βάλλουν κατά επαλλήλως παρατιθεμένου μέρους του σκεπτικού αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν επισύρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς (βλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 75, καθώς και της 29ης Μαρτίου 2011, Anheuser-Busch κατά Budějovický Budvar, C‑96/09 P, EU:C:2011:189, σκέψη 211 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    66

    Κατά συνέπεια, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    Επί του έβδομου, όγδοου, ένατου, δέκατου και ενδέκατου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    67

    Η SV Capital προβάλλει εκ νέου τους ακόλουθους λόγους, τους οποίους τεκμηριώνει με τα επιχειρήματα που εξέθεσε στο πλαίσιο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το τελευταίο δεν την εξέτασε επί της ουσίας:

    η απόφαση της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014, βαρύνεται με πλάνη περί τα πράγματα·

    η ΕΑΤ δεν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια συμφώνως προς το εφαρμοστέο δίκαιο και εντός των ορίων της εξουσίας αυτής·

    η ΕΑΤ παρέβη το άρθρο 39, παράγραφος 1, του κανονισμού 1093/2010 και το άρθρο 16 του κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς·

    η ΕΑΤ παρέβη τα σημεία 3.3 έως 3.5 των εσωτερικών κανόνων, και

    όταν η ΕΑΤ εξέτασε την καταγγελία της νυν αναιρεσείουσας και εξέδωσε την απόφασή της, ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο μη εύλογο.

    68

    Η ΕΑΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι λόγοι αναιρέσεως αυτοί είναι απαράδεκτοι.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    69

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο τα προβαλλόμενα αιτήματα, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του οικείου λόγου αναιρέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 29, καθώς και διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Meister κατά Επιτροπής, C‑327/14 P, μη δημοσιευθείσα,EU:C:2015:99, σκέψη 12). Όμως, ο έβδομος έως ενδέκατος λόγος αναιρέσεως ουδόλως σχετίζονται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά αφορούν την απόφαση της ΕΑΤ, της 21ης Φεβρουαρίου 2014. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, για τον λόγο αυτόν και μόνο.

    70

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    71

    Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Το άρθρο 138 του ίδιου Κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    72

    Δεδομένου ότι η SV Capital ηττήθηκε και η ΕΑΤ διατύπωσε σχετικό αίτημα, η SV Capital πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    73

    Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    74

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, η οποία παρενέβη στη δίκη, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η SV Capital OÜ φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).

     

    3)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top