Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0334

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 19ης Νοεμβρίου 2009.
    Denka International BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Φυτοπροστατευτικά προϊόντα - Δραστική ουσία dichlorvos - Μη καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/EOK - Διαδικασία αξιολογήσεως - Γνωμοδότηση μιας επιστημονικής ομάδας της ΕΑΑΤ - Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας - Άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1490/2002 - Προσκόμιση νέων μελετών και στοιχείων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως - Άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 451/2000 - Άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 - Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη - Αναλογικότητα - Ίση μεταχείριση - Αρχή της χρηστής διοικήσεως - Δικαιώματα άμυνας - Αρχή της επικουρικότητας - Άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.
    Υπόθεση T-334/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 II-04205

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2009:453

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 19ης Νοεμβρίου 2009 ( *1 )

    «Φυτοπροστατευτικά προϊόντα — Δραστική ουσία dichlorvos — Μη καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/EOK — Διαδικασία αξιολογήσεως — Γνωμοδότηση μιας επιστημονικής ομάδας της ΕΑΑΤ — Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας — Άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1490/2002 — Προσκόμιση νέων μελετών και στοιχείων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως — Άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 451/2000 — Άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Αναλογικότητα — Ίση μεταχείριση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Αρχή της επικουρικότητας — Άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, άρθρο 4, παράγραφος 1, και άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414»

    Στην υπόθεση T-334/07,

    Denka International BV, με έδρα το Barneveld (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους B. Doherty και L. Parpala,

    καθής,

    με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/387/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 145, σ. 16),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

    γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαρτίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Νομικό πλαίσιο

    Η οδηγία 91/414/EOK

    1

    Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), θεσπίζει το κοινοτικό καθεστώς που έχει εφαρμογή για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων και για την ανάκληση της εν λόγω αδείας.

    2

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον εφόσον […] οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι».

    3

    Οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την καταχώριση των δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι διασαφηνίζονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/414:

    «1.   Με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μία δραστική ουσία καταχωρίζεται στο παράρτημα Ι για μια αρχική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα έτη, εφόσον μπορεί να αναμένεται ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που την περιέχουν θα πληρούν τους ακόλουθους όρους:

    α)

    τα υπολείμματά τους, που προέρχονται από εφαρμογή σύμφωνη με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχουν βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον και μπορούν, εφόσον είναι σημαντικά από τοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη, να μετρηθούν με μεθόδους γενικής χρήσης·

    β)

    η χρήση τους, που είναι αποτέλεσμα εφαρμογής σύμφωνης με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχει βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, [στοιχείο] β’, σημεία iv και v.

    […]»

    4

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 ορίζει:

    «Η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 19.

    Με τη διαδικασία αυτή αποφασίζονται επίσης:

    οι όροι καταχώρισης,

    […]».

    5

    Οι δραστικές ουσίες που δεν έχουν καταχωρισθεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 μπορούν να υπαχθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε ένα εισάγον παρεκκλίσεις μεταβατικό καθεστώς. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, ένα κράτος μέλος μπορούσε, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας 91/414, να εγκρίνει τη διάθεση στην εγχώρια αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες μη περιλαμβανόμενες στο παράρτημα Ι και τα οποία ήδη διετίθεντο στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας 91/414, δηλαδή στις 25 Ιουλίου 1993. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όφειλε να καταρτίσει πρόγραμμα εργασίας για τη σταδιακή εξέταση αυτών των δραστικών ουσιών. Στη συνέχεια, μπορούσε να αποφασιστεί αν η συγκεκριμένη ουσία θα περιληφθεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Τα κράτη μέλη όφειλαν να μεριμνήσουν, ανάλογα με την περίπτωση, για τη χορήγηση, ανάκληση ή τροποποίηση των σχετικών αδειών.

    6

    Η εν λόγω περίοδος δώδεκα ετών παρατάθηκε με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1335/2005 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2076/2002 και των αποφάσεων 2002/928/ΕΚ, 2004/129/ΕΚ, 2004/140/ΕΚ, 2004/247/ΕΚ και 2005/303/ΕΚ όσον αφορά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και τη συνεχιζόμενη χρήση ορισμένων ουσιών που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 211, σ. 6), μέχρι τις όσον αφορά τις δραστικές ουσίες που αποτελούν αντικείμενο αξιολογήσεως στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 451/2000 της Επιτροπής, της , για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 55, σ. 25).

    Ο κανονισμός 451/2000

    7

    Ο κανονισμός 451/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1490/2002 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2002, για τη θέσπιση περαιτέρω λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και για την τροποποίηση του κανονισμού 451/2000 (ΕΕ L 224, σ. 23), διοργανώνει τη διαδικασία αξιολογήσεως διαφόρων ουσιών ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Στις σχετικές ουσίες συμπεριλαμβάνεται το dichlorvos.

    8

    Η διαδικασία που θεσπίζει ο κανονισμός 451/2000 αρχίζει με μια κοινοποίηση ενδιαφέροντος την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτού και η οποία, όσον αφορά το dichlorvos, έπρεπε να απευθυνθεί το αργότερο μέχρι τις 31 Αυγούστου 2000 στο εισηγούμενο κράτος μέλος (στο εξής: ΕΚΜ) που ορίζεται στο παράρτημα I του κανονισμού, δηλαδή στην Ιταλική Δημοκρατία, εκ μέρους του παραγωγού που επιθυμεί να διασφαλίσει την καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

    9

    Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, εναπόκειται σε καθένα εκ των κοινοποιούντων να διαβιβάσει στο ΕΚΜ έναν συνοπτικό και έναν πλήρη φάκελο, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού.

    10

    Η προθεσμία που τάχθηκε για την υποβολή των φακέλων αυτών, καθώς και των σχετικών πληροφοριακών στοιχείων που μπορούν να συμβάλουν στην αξιολόγηση των δραστικών ουσιών, έληγε στις 30 Απριλίου 2002, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχεία γ’ και δ’, του κανονισμού 451/2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 703/2001 της Επιτροπής, της , σχετικά με τον καθορισμό των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που πρόκειται να αξιολογηθούν κατά τη δεύτερη φάση του προγράμματος εργασίας το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και την αναθεώρηση του καταλόγου των κρατών μελών που έχουν ορισθεί ως εισηγούμενα για τις ουσίες αυτές (ΕΕ L 98, σ. 6).

    11

    Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, το ΕΚΜ οφείλει να υποβάλει στην Επιτροπή, το αργότερο έξι μήνες μετά την παραλαβή όλων των φακέλων που αφορούν μια δραστική ουσία, έκθεση σχετικά με την πληρότητα των διαβιβασθέντων φακέλων. Για τις δραστικές ουσίες που ο φάκελός τους θεωρείται πλήρης, το ΕΚΜ διενεργεί την αξιολόγηση του φακέλου.

    12

    Το στάδιο αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών, αυτό καθαυτό, διέπεται από το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του κανονισμού 1490/2002.

    13

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει τα εξής:

    «Το [ΕΚΜ] αξιολογεί και υποβάλλει αναφορά μόνο για τις δραστικές ουσίες εκείνες για τις οποίες ένας τουλάχιστον φάκελος θεωρείται πλήρης […]. Διαβιβάζει στην [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων] σχέδιο έκθεσης με τις εκτιμήσεις του σχετικά με τον φάκελο, το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η πληρότητα του φακέλου […].

    Ταυτοχρόνως, το [ΕΚΜ] προτείνει στην Επιτροπή:

    είτε την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414], αναφέροντας τους όρους για την καταχώριση,

    είτε τη μη καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414], αναφέροντας τους [λόγους] της μη καταχώρισης.

    […]»

    14

    Κατά το στάδιο αυτό της αξιολογήσεως, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 451/2000, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι «δεν είναι [κατ’ αρχήν] αποδεκτή η υποβολή νέων μελετών», αλλά ότι «το [ΕΚΜ] δύναται να ζητήσει από τους κοινοποιούντες να υποβάλουν περαιτέρω δεδομένα που είναι αναγκαία για την αποσαφήνιση του φακέλου» και ότι το εν λόγω κράτος μέλος «ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να παρασχεθούν τα [εν λόγω] στοιχεία».

    15

    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 451/2000, «η [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων] διαβιβάζει στα κράτη μέλη το υποβληθέν από τον εισηγητή σχέδιο έκθεσης σχετικά με την αξιολόγηση και μπορεί να οργανώσει διαβουλεύσεις με πραγματογνώμονες, συμπεριλαμβανομένου του [ΕΚΜ]». Κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας, το άρθρο 8, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 451/2000, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει:

    «Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 της οδηγίας [91/414], δεν θα γίνει δεκτή η υποβολή νέων μελετών. Το [ΕΚΜ] δύναται, με σύμφωνη γνώμη της [Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων], να ζητήσει από τους κοινοποιούντες να υποβάλουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, περαιτέρω δεδομένα που κρίνονται αναγκαία από το [ΕΚΜ] και την [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων] για την αποσαφήνιση του φακέλου.»

    16

    Το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000 ορίζει:

    «Η [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων] προβαίνει σε εκτίμηση του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης και γνωμοδοτεί στην Επιτροπή σχετικά με το ενδεχόμενο να πληροί η δραστική ουσία τις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας [91/414], το αργότερο εντός ενός έτους από την παραλαβή του υποβληθέντος σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης από το [ΕΚΜ]. Εφόσον είναι αναγκαίο, η [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων] γνωμοδοτεί σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές που θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις ασφάλειας […]».

    17

    Το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000 ορίζει:

    «Το αργότερο έξι μήνες από την παραλαβή της γνώμης της [Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων] που αναφέρεται [στην παράγραφο] 7, η Επιτροπή υποβάλλει το σχέδιο έκθεσης επανεξέτασης. […] [Η] Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή:

    α)

    σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414], καθορίζοντας ενδεχομένως τους όρους, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας για την εν λόγω καταχώριση· ή

    β)

    σχέδιο απόφασης που απευθύνεται στα κράτη μέλη για την ανάκληση αδειών φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414], βάσει της οποίας η εν λόγω δραστική ουσία δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414], αναφέροντας τους λόγους της μη καταχώρισης.

    […]»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

    18

    Το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

    «Η επιστημονική επιτροπή και οι μόνιμες επιστημονικές ομάδες είναι υπεύθυνες για την παροχή επιστημονικών γνωμών στην [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων], η κάθε μία στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της, έχουν δε τη δυνατότητα να διοργανώνουν, όταν απαιτείται, δημόσιες ακροάσεις.»

    Ιστορικό της διαφοράς

    19

    Η προσφεύγουσα, Denka International BV, είναι εταιρία που διαθέτει στο εμπόριο το dichlorvos και φυτοπροστατευτικά προϊόντα με βάση το dichlorvos.

    20

    Το dichlorvos είναι δραστική ουσία που χρησιμοποιείται ως οργανοφωσφορικό εντομοκτόνο κατά την επεξεργασία στα θερμοκήπια και, έπειτα από την εσοδεία, εντός των αποθηκών.

    21

    Στις 20 Απριλίου 2000, η προσφεύγουσα δήλωσε στην Επιτροπή ότι θα επιθυμούσε να καταχωρισθεί το dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

    22

    Στις 17 Απριλίου 2002, η προσφεύγουσα κατέθεσε τον φάκελό της στο ΕΚΜ. Αφού ζήτησε διευκρινίσεις όσον αφορά τον φάκελο, το ΕΚΜ εκτίμησε, στις , ότι ο φάκελος ήταν πλήρης και διενήργησε αξιολόγησή του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000.

    23

    Στις 20 Οκτωβρίου 2003, το ΕΚΜ υπέβαλε το σχέδιο της εκθέσεώς του αξιολογήσεως (στο εξής: ΣΕΑ) στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ). Το ΣΕΑ συνιστούσε μη καταχώριση του dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 εξαιτίας, κυρίως, της ελλείψεως πολλών στοιχείων.

    24

    Στις 21 Ιουνίου 2004, η ΕΑΑΤ γνωστοποίησε το ΣΕΑ στα κράτη μέλη και στην προσφεύγουσα. Κατόπιν της γνωστοποιήσεως αυτής, η προσφεύγουσα κατέθεσε, στις , έκθεση πραγματογνωμοσύνης όσον αφορά τη χρόνια τοξικότητα, καθώς και τις παρατηρήσεις της επί του ΣΕΑ. Η γνωστοποίηση του ΣΕΑ έδωσε λαβή για την έναρξη της διαδικασίας η οποία αποκαλείται «εξέταση από σώμα ειδημόνων» και προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000.

    25

    Στο πλαίσιο αυτό, διεξήχθη μια σύσκεψη αξιολογήσεως στις 9 Φεβρουαρίου 2005, στην οποία μετείχαν εκπρόσωποι των κρατών μελών, η ΕΑΑΤ και η προσφεύγουσα.

    26

    Τον Μάιο του 2005, το ΕΚΜ προέβη σε δημοσίευση μιας προσθήκης στο ΣΕΑ προκειμένου να ληφθεί υπόψη, όπως είχε αποφασισθεί κατά τη σύσκεψη της 9ης Φεβρουαρίου 2005, η έκθεση πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη χρόνια τοξικότητα καθώς και οι παρατηρήσεις των κρατών μελών και της προσφεύγουσας. Με την προσθήκη αυτή, το ΕΚΜ τόνισε ότι, παρά τα υποβληθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία, παρέμεναν ανεπίλυτα ορισμένα ζητήματα, ιδίως όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη τοξικότητα και τη μεταλλαξιογόνο δράση του dichlorvos. Με την εν λόγω προσθήκη, το ΕΚΜ διατήρησε τη σύστασή του να μην καταχωρισθεί το dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

    27

    Από τις 27 Ιουνίου 2005 έως την , διοργανώθηκε σύνοδος της μονάδας συντονισμού της συλλογικής εξετάσεως παρασιτοκτόνων της ΕΑΑΤ (στο εξής: EPCO), κατά τη διάρκεια της οποίας εξετάσθηκε η τοξικότητα του dichlorvos. Κατά τη σύνοδο αυτή, η EPCO δεν μπόρεσε να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα, ιδίως όσον αφορά τη μεταλλαξιογόνο και καρκινογόνο δράση του dichlorvos. Κατά συνέπεια, αποφασίσθηκε να τεθούν δύο ερωτήματα σε μια από τις επιστημονικές ομάδες της ΕΑΑΤ, ήτοι στην επιστημονική ομάδα για την υγεία των φυτών, για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και για τα υπολείμματα αυτών (στο εξής: ομάδα SPR). Συγκεκριμένα, η EPCO υπέβαλε στην ομάδα SPR το ερώτημα, αφενός, αν ήταν δυνατό να εντοπισθεί ένας μηχανισμός με τον οποίο το dichlorvos προξενεί τη δημιουργία όγκων και να καθορισθεί το αναγκαίο όριο εκθέσεως στην εν λόγω ουσία προ της εμφανίσεως των όγκων αυτών και, αφετέρου, αν οι όγκοι από τους οποίους προσβλήθηκαν, όπως παρατηρήθηκε, οι αρουραίοι και οι ποντικοί αποτελούσαν κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του dichlorvos επί της υγείας των ανθρώπων.

    28

    Την 1η Απριλίου 2006, η ομάδα SPR εξέδωσε γνωμοδότηση που εξετάσθηκε στις κατά τη σύσκεψη με θέμα την οριστική αξιολόγηση του dichlorvos, η οποία διεξήχθη μεταξύ των εκπροσώπων των κρατών μελών και της ΕΑΑΤ.

    29

    Στις 12 Μαΐου 2006, η ΕΑΑΤ οριστικοποίησε την έκθεσή της με τίτλο «Συμπεράσματα σχετικά με τη συλλογική εξέταση της αξιολογήσεως των κινδύνων που συνδέονται με τη δραστική ουσία dichlorvos, η οποία χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο» (στο εξής: έκθεση της ΕΑΑΤ) και απέστειλε, στη συνέχεια, την εν λόγω έκθεση στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000.

    30

    Στις 22 Ιουνίου 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της εκθέσεως της ΕΑΑΤ.

    31

    Η έκθεση της ΕΑΑΤ και η γνωμοδότηση της ομάδας SPR εξετάσθηκαν από τα κράτη μέλη και από την Επιτροπή στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων. Μια πρώτη σύσκεψη της επιτροπής αυτής διεξήχθη στις 14 Ιουλίου 2006. Στο πλαίσιο μιας δεύτερης συσκέψεως, η οποία διοργανώθηκε στις 28 και , η Επιτροπή κατήρτισε την έκθεσή της σχετικά με την εξέταση του dichlorvos, με την οποία πρότεινε να μην καταχωρισθεί η ουσία αυτή στο παράρτημα I της οδηγίας.

    32

    Στις 6 Ιουνίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/387/ΕΚ, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 145, σ. 16, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    33

    Η προσβαλλόμενη απόφαση ορίζει, στο άρθρο 1 αυτής, ότι η ουσία dichlorvos δεν καταχωρίζεται στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Κατά συνέπεια, επιβάλλει, με το άρθρο 2 αυτής, να ανακληθούν πριν από τις 6 Δεκεμβρίου 2007 οι εγκρίσεις που έχουν χορηγηθεί όσον αφορά τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν dichlorvos και να μη χορηγούνται ούτε να ανανεώνονται, από τις , εγκρίσεις για τέτοια προϊόντα. Δυνάμει του άρθρου 4 αυτής, η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    34

    Οι λόγοι της μη καταχωρίσεως του dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

    «Κατά την αξιολόγηση αυτής της δραστικής ουσίας εντοπίστηκαν και άλλες αιτίες ανησυχίας. Ειδικότερα, βάσει των διαθέσιμων τοξικολογικών στοιχείων και λαμβανομένων υπόψη των αβεβαιοτήτων για τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες της ουσίας, αλλά και λόγω των γενικότερων ελλείψεων του φακέλου, δεν αποδείχθηκε ότι η εκτιμώμενη έκθεση των χειριστών, των εργαζομένων και των παρευρισκομένων είναι αποδεκτή.»

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    35

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Αυγούστου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    36

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και να την υποχρεώσει να καταβάλει αντισταθμιστικούς τόκους και τόκους υπερημερίας, με επιτόκιο 8%.

    37

    Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    38

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και εννέα λόγους ακυρώσεως. Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αφορά τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 20 του κανονισμού 1490/2002. Οι λόγοι ακυρώσεως αφορούν αντιστοίχως, πρώτον, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002 και παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000, δεύτερον, έλλειψη αντικειμενικής επιστημονικής βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τρίτον, παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 91/414, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και των δικαιωμάτων άμυνας, πέμπτον, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έκτον, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του καθήκοντος διασφαλίσεως του υψηλού ποιοτικού επιπέδου και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, έβδομον, παραβίαση της «αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων», όγδοον, παράβαση του άρθρου 95 ΕΚ, του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 και, ένατον, παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας και παράβαση του άρθρου 5 ΕΚ.

    Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1490/2002

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    39

    Η προσφεύγουσα προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1490/2002, που προσέβαλε καίρια, κατ’ αυτήν, τα δικαιώματά της και τις δικαιολογημένες προσδοκίες της, προβλέποντας τη συμμετοχή της ΕΑΑΤ στις διαδικασίες αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών τις οποίες αφορά η δεύτερη φάση του προγράμματος εργασίας, όπως είναι η ουσία dichlorvos, γεγονός το οποίο συνιστά ένα υποχρεωτικό συμπληρωματικό στάδιο κατά την αξιολόγηση των δραστικών ουσιών, ενώ, υπό το κράτος της προγενέστερης κανονιστικής ρυθμίσεως, το στάδιο αυτό ήταν προαιρετικό. Το άρθρο 20 του κανονισμού 1490/2002 πρέπει να κριθεί παράνομο και ανεφάρμοστο επί της προσφεύγουσας εφόσον η διάταξη αυτή εφαρμόσθηκε αναδρομικά στη διαδικασία αξιολογήσεως του dichlorvos.

    40

    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η ισχύουσα στο κοινοτικό δίκαιο αρχή της μη αναδρομικότητας απαιτεί να τύχει εφαρμογής επί της διαδικασίας αξιολογήσεως του dichlorvos, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 91/414, η κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε κατά το χρονικό σημείο της ενάρξεως της εν λόγω διαδικασίας. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην τροποποιηθεί, στη συνέχεια, σημαντικά η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση. Μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτή η αναδρομική εφαρμογή νομικών πράξεων, υπό την επιφύλαξη προσήκουσας αιτιολογήσεως και εφόσον δεν υφίστανται επιπτώσεις επί των δικαιολογημένων προσδοκιών των επιχειρηματιών.

    41

    Πάντως, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι ούτε από την οδηγία 91/414, ούτε από τον κανονισμό 451/2000, ούτε από το άρθρο 20 του κανονισμού 1490/2002 προκύπτει για ποιο λόγο η ΕΑΑΤ θα έπρεπε να παρέμβει, αναδρομικώς, στο πλαίσιο εκκρεμών διαδικασιών αξιολογήσεως. Επιπλέον, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας προσεβλήθη εφόσον αυτή δεν μπορούσε να προβλέψει τη συμμετοχή ενός χωριστού οργάνου, όπως η ΕΑΑΤ, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως, ούτε την εκπρόθεσμη εξέταση του ΣΕΑ από σώμα ειδημόνων.

    42

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    43

    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 20 του κανονισμού 1490/2002. Ενώ πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1490/2002 οι δραστικές ουσίες αξιολογούντο από το ΕΚΜ και την Επιτροπή, η οποία, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 451/2000, «[μπορούσε] να διοργανώσει διαβούλευση με τους πραγματογνώμονες από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη», ο κανονισμός 1490/2002 ανέθεσε ρόλο στην ΕΑΑΤ για την αξιολόγηση των δραστικών ουσιών. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, όπως έχει τροποποιηθεί, το ΕΚΜ απευθύνει, για τις δραστικές ουσίες των οποίων ο φάκελος κρίνεται πλήρης, το ΣΕΑ στην ΕΑΑΤ η οποία, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του ίδιου κανονισμού, το αξιολογεί και γνωμοδοτεί στην Επιτροπή ως προς το αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414.

    44

    Εν συνεχεία, όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που αφορά την αναδρομική εφαρμογή του άρθρου 20 του κανονισμού 1490/2002, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 1490/2002 δεν προβλέπει αναδρομική εφαρμογή των διατάξεών του και δη του άρθρου 20. Πράγματι, κατά το άρθρο 21 του κανονισμού αυτού, ο κανονισμός άρχισε να ισχύει την έβδομη ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα, δηλαδή στις 28 Αυγούστου 2002, και οι διατάξεις του ήσαν άμεσα εφαρμοστέες μετά την ημερομηνία αυτή.

    45

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, αντιθέτως προς τους κοινοτικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να ερμηνεύονται ως μη έχοντες εφαρμογή, κατ’ αρχήν, επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν άμεση εφαρμογή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2007, T-27/03, T-46/03, T-58/03, T-79/03, T-80/03, T-97/03 και T-98/03, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4331, σκέψη 116 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    46

    Πάντως, οι διατάξεις του κανονισμού 1490/2002 που προβλέπουν τη συμμετοχή της ΕΑΑΤ στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών αποτελούν διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία που προπαρατέθηκε στη σκέψη 45, έχουν άμεση εφαρμογή.

    47

    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η άμεση εφαρμογή των νέων διατάξεων του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000 σε εκκρεμείς διαδικασίες αξιολογήσεως δραστικών ουσιών υπήρξε παράνομη. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της άμεσης εφαρμογής των διαδικαστικών κανόνων, δεν απαιτείτο καμία ειδική αιτιολογία επ’ αυτού εντός του κανονισμού 1490/2002.

    48

    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της αρχής αυτής δεν μπορεί να διευρυνθεί τόσο ώστε να παρακωλύεται γενικά η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπό την προγενέστερη ρύθμιση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 19· της , C-60/98, Butterfly Music, Συλλογή 1999, σ. I-3939, σκέψη 25, και της , C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer, Συλλογή 2002, σ. I-1049, σκέψη 55).

    49

    Ως εκ περισσού, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, στην πράξη, ο κανονισμός 1490/2002 δεν εισήγαγε ένα συμπληρωματικό στάδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 ανωτέρω, το άρθρο 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 451/2000 προέβλεπε, πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 1490/2002, ότι η Επιτροπή «[μπορούσε] να διοργανώσει διαβούλευση με τους πραγματογνώμονες από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη». Κατά συνέπεια, επί της βάσεως αυτής, η προσφεύγουσα μπορούσε να αναμένει, κατά το χρονικό σημείο που κοινοποίησε τον φάκελό της στο ΕΚΜ, ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εξέταση από σώμα ειδημόνων.

    50

    Δεύτερον, δεδομένου ότι ο κανονισμός 178/2002 δημοσιεύθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2002, η προσφεύγουσα μπορούσε να αναμένει, ιδίως βάσει των αιτιολογικών σκέψεων 34 και 36 καθώς και του άρθρου 22 του κανονισμού αυτού, ότι επρόκειτο να ανατεθεί στην ΕΑΑΤ να διατυπώσει επιστημονική γνωμοδότηση, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών που περιέχονται στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αντλεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη από το ότι η ΕΑΑΤ δεν επρόκειτο να μετάσχει στην αξιολόγηση.

    51

    Συνεπώς, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002 και του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    52

    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, η ΕΑΑΤ όφειλε να διαβιβάσει την έκθεσή της στην Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2004. Όμως, η ΕΑΑΤ διαβίβασε την έκθεση αυτή μόλις τον Μάιο του 2006. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η ΕΑΑΤ διενήργησε αξιολόγηση σε μια περίοδο κατά την οποία δεν ήταν νομίμως εξουσιοδοτημένη να το πράξει και για την οποία δεν διέθετε ειδική εντολή εκ μέρους της Επιτροπής ή άλλου κοινοτικού οργάνου. Επομένως, η ΕΑΑΤ υπερέβη τις αρμοδιότητές της.

    53

    Εφόσον η έκθεση της ΕΑΑΤ χρησίμευσε, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, ως βάση για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το διαδικαστικό ελάττωμα που εμφανίζει η έκθεση αυτή δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αν η ΕΑΑΤ είχε τηρήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000 προθεσμία, η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν διαφορετική, διότι η Επιτροπή θα όφειλε να υποβάλει εκ νέου το ΣΕΑ στην ΕΑΑΤ ή σε άλλο ανεξάρτητο επιστημονικό οργανισμό ενόψει μεταγενέστερης εξετάσεως από σώμα ειδημόνων. Το ΕΚΜ θα είχε τότε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τις αιτίες ανησυχίας του στην προσφεύγουσα, η οποία θα διέθετε περισσότερο χρόνο για να αξιολογήσει το ΣΕΑ και να υποβάλει συμπληρωματικές μελέτες ή για να προσκομίσει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία.

    54

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    55

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, η ΕΑΑΤ αξιολογεί το ΣΕΑ και γνωμοδοτεί στην Επιτροπή ως προς το αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414 εντός ενός έτους από την παραλαβή του ΣΕΑ. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η ΕΑΑΤ δεν τήρησε την προθεσμία αυτή. Πράγματι, ενώ η ΕΑΑΤ παρέλαβε το ΣΕΑ στις 20 Οκτωβρίου 2003, διαβίβασε τη γνωμοδότησή της στην Επιτροπή μόλις στις .

    56

    Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προθεσμία του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000 είναι δεσμευτική, η υπέρβασή της δεν θα επηρέαζε τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως παρά μόνον αν αποδεικνυόταν ότι, χωρίς την παρατυπία αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 150/84, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1375, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-897, σκέψη 416).

    57

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τούτο ισχύει εν προκειμένω, κατά το μέτρο που, αν η ΕΑΑΤ είχε τηρήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000 προθεσμία, η Επιτροπή θα όφειλε να υποβάλει εκ νέου το ΣΕΑ στην ΕΑΑΤ ή σε άλλο ανεξάρτητο επιστημονικό οργανισμό ενόψει νέας εξετάσεως από σώμα ειδημόνων. Το ΕΚΜ θα είχε τότε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τις αιτίες ανησυχίας του στην προσφεύγουσα, η οποία θα διέθετε περισσότερο χρόνο για να αξιολογήσει το ΣΕΑ και να υποβάλει συμπληρωματικές μελέτες ή για να προσκομίσει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία.

    58

    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι τόσο το ΣΕΑ και η προσθήκη που επήλθε σ’ αυτό όσο και η έκθεση της ΕΑΑΤ αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι ο φάκελος, όπως κοινοποιήθηκε από την προσφεύγουσα, δεν περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία για να καταστεί δυνατή μια ικανοποιητική αξιολόγηση των επιβλαβών επιδράσεων του dichlorvos. Πάντως, αν, κατόπιν των ανταλλαγών απόψεων και πληροφοριών που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο της ΕΑΑΤ επί πολλούς μήνες, η αρχή αυτή δεν κατόρθωσε εν τέλει, στις 12 Μαΐου 2006, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το dichlorvos είναι αβλαβές, η εν λόγω αρχή δεν θα μπορούσε, κατά μείζονα λόγο, λαμβανομένων υπόψη των ελλείψεων του κοινοποιηθέντος φακέλου, να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν είχε εκδώσει την έκθεσή της εντός προθεσμίας ενός έτους από τη γνωστοποίηση του ΣΕΑ. Αντιθέτως, το ΕΚΜ θα βρισκόταν σε αδυναμία να καταθέσει προσθήκη στο ΣΕΑ, όπως έπραξε τον Μάιο του 2005.

    59

    Ως εκ περισσού, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα ως προς τη δυνατότητα της Επιτροπής να υποβάλει εκ νέου το ΣΕΑ στην ΕΑΑΤ ή σε άλλο ανεξάρτητο επιστημονικό οργανισμό ενόψει νέας εξετάσεως από σώμα ειδημόνων, ο κανονισμός 451/2000 δεν προβλέπει τέτοια δυνατότητα. Συγκεκριμένα, αφενός, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι η Επιτροπή ουδόλως έχει αρμοδιότητα να υποβάλει το ΣΕΑ. Μόνον το ΕΚΜ υπέχει το καθήκον αυτό και οφείλει να απευθύνει το ΣΕΑ στην ΕΑΑΤ το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η πληρότητα του φακέλου. Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 451/2000, η υποβολή νέου ΣΕΑ είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον το έγγραφο αυτό δεν τηρεί καταφανώς τις σχετικές με την παρουσίαση απαιτήσεις τις οποίες έθεσε η Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή προβαίνει σε συμφωνία με την ΕΑΑΤ και το ΕΚΜ στον ορισμό προθεσμίας για την κατάθεση νέου ΣΕΑ η οποία, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 451/2000, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες. Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε η προσφεύγουσα ότι, αν η έκθεση της ΕΑΑΤ είχε εκδοθεί εμπροθέσμως, η Επιτροπή θα όφειλε να υποβάλει εκ νέου το ΣΕΑ στην ΕΑΑΤ ή σε άλλο επιστημονικό οργανισμό, γεγονός το οποίο, ιδίως, θα της παρείχε περισσότερο χρόνο για να προσκομίσει συμπληρωματικές μελέτες, είναι εσφαλμένος.

    60

    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    61

    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, η EPCO υπέβαλε, κατά τη διάρκεια της εξετάσεως του dichlorvos βάσει της οδηγίας 91/414, ερωτήματα σχετικά με την καρκινογόνο δράση και τη γονιδιοτοξικότητα του dichlorvos προς την ομάδα SPR. Κατά την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, η γνωμοδότηση που διατύπωσε η ομάδα SPR αντιπροσωπεύει την επιστημονική γνώμη της ΕΑΑΤ στο σύνολό της. Επομένως, η γνωμοδότηση αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη, χωρίς τροποποιήσεις, εντός της εκθέσεως της ΕΑΑΤ. Δεδομένου ότι η εν λόγω έκθεση αντιφάσκει προς τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, συντρέχει παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002. Επιπλέον, εφόσον η έκθεση της ΕΑΑΤ αποτελεί την επιστημονική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η τελευταία στερείται κάθε επιστημονικού και διαδικαστικού ερείσματος και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να ακυρωθεί.

    62

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    63

    Κατ’ ουσίαν, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας εγείρουν δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά τη νομική ισχύ της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR. Ακριβέστερα, πρέπει να προσδιορισθεί αν η γνωμοδότηση αυτή δεσμεύει την ΕΑΑΤ. Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο τίθεται μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο, αφορά την προβαλλομένη αντίφαση μεταξύ της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR και της εκθέσεως της ΕΑΑΤ. Τα δύο ζητήματα αυτά πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά.

    64

    Πρώτον, όσον αφορά τη νομική ισχύ της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR, πρέπει κατ’ αρχάς να αποσαφηνισθεί ο ρόλος που αποδίδεται στην ομάδα SPR, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των φακέλων που αποτελούν αντικείμενο κοινοποιήσεως εκ μέρους των παραγωγών οι οποίοι επιθυμούν να διασφαλίσουν την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000.

    65

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, εντός του άρθρου αυτού, δεν περιλαμβάνεται ρητή μνεία της ομάδας SPR. Έτσι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, το ΕΚΜ συντάσσει ένα ΣΕΑ το οποίο διαβιβάζει στην ΕΑΑΤ. Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ιδίου κανονισμού, η ΕΑΑΤ διαβιβάζει το ΣΕΑ στα κράτη μέλη και δύναται να διοργανώσει διαβούλευση με πραγματογνώμονες. Τέλος, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού, η ΕΑΑΤ αξιολογεί το ΣΕΑ και διαβιβάζει στην Επιτροπή γνωμοδότηση ως προς το αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414.

    66

    Πάντως, μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000, είναι δυνατό να ανατεθούν καθήκοντα στην ομάδα SPR. Κατά το άρθρο αυτό, η ΕΑΑΤ οφείλει να διοργανώνει μια εξέταση εκ μέρους σώματος ειδημόνων, δηλαδή από τα κράτη μέλη, και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εκ μέρους εθνικών πραγματογνωμόνων, προκειμένου να αξιολογηθεί το ΣΕΑ. Προς τον σκοπό του εξορθολογισμού της εξετάσεως αυτής, η ΕΑΑΤ έχει εκπονήσει ιδιαίτερες διαδικασίες. Οι διαδικασίες αυτές περιγράφονται στο έγγραφο που τιτλοφορείται «Procedure of the peer review of active substances used in plant protection products evaluated in the second stage of the review programme» (Διαδικασία εξετάσεως από σώμα ειδημόνων των δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο αξιολογήσεως στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου του προγράμματος εργασίας). Με το εν λόγω έγγραφο, η ΕΑΑΤ αναφέρεται σε τέσσερα είδη διαδικασίας, εκ των οποίων μπορεί να επιλέξει κάποιο ανάλογα με τις δυσχέρειες που εμφανίζει ο φάκελος. Οι διαδικασίες αυτές αποτελούν αντικείμενο διαχειρίσεως, στο πλαίσιο της ΕΑΑΤ, εκ μέρους μιας μονάδας συντονισμού της εξετάσεως των παρασιτοκτόνων από σώμα ειδημόνων, που αποκαλείται επίσης PRAPeR (ΕΑΑΤ’s Pesticide Risk Assessment Peer Review), μονάδα η οποία ανέλαβε τα καθήκοντα τα οποία ασκούσε προγενεστέρως η EPCO. Στο πλαίσιο της διαδικασίας, την οποία εκπόνησε ειδικώς η ΕΑΑΤ για τη διενέργεια αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών των οποίων ο αβλαβής χαρακτήρας παρουσιάζει προβλήματα —η οποία αποτελεί το ένα από τα τέσσερα είδη των προαναφερθεισών διαδικασιών— η ΕΑΑΤ ανέθεσε συγκεκριμένα καθήκοντα στην ομάδα SPR, η οποία δημιουργήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28, παράγραφος 4, του κανονισμού 178/2002. Συγκεκριμένα, για τις ουσίες αυτές, η ΕΑΑΤ προέβλεψε τη σύγκληση συσκέψεων εθνικών πραγματογνωμόνων, καθώς και τη δυνατότητα διαβουλεύσεως με την ομάδα SPR ως προς αμφισβητούμενα ζητήματα.

    67

    Εν συνεχεία, πρέπει να προσδιορισθεί αν η γνωμοδότηση της ομάδας SPR δεσμεύει την ΕΑΑΤ κατά τη σύνταξη της εκθέσεώς της. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τούτο ισχύει εν προκειμένω, επικαλούμενη το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002.

    68

    Κατά το άρθρο αυτό, «οι μόνιμες επιστημονικές ομάδες είναι υπεύθυνες για την παροχή επιστημονικών γνωμών στην [ΕΑΑΤ], η κάθε μία στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της». Επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η προσφεύγουσα, ότι από τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι, εάν η ΕΑΑΤ αποφασίσει να ζητήσει επιστημονική γνώμη από μια τέτοια ομάδα, οφείλει να συμμορφωθεί προς την εν λόγω επιστημονική γνώμη. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τους κανόνες που έχει θεσπίσει για τη λειτουργία της η ΕΑΑΤ: σε περίπτωση διαβουλεύσεως με την ομάδα SPR, έχει προβλεφθεί ότι η έκθεση των συσκέψεων των εθνικών πραγματογνωμόνων, οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 66 ανωτέρω, θα πρέπει να λάβει υπόψη τη γνώμη της εν λόγω ομάδας. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που η ΕΑΑΤ διαθέτει επιστημονικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν τον αποκλεισμό της συνεκτιμήσεως της γνώμης αυτής.

    69

    Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των φακέλων που αποτελούν αντικείμενο κοινοποιήσεως εκ μέρους των παραγωγών οι οποίοι επιθυμούν να διασφαλίσουν την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η γνωμοδότηση της ομάδας SPR δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ ως προς το αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414, η οποία διατυπώνεται δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000. Συγκεκριμένα, επισημάνθηκε ήδη ότι, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διαδικασίας, η PRAPeR μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της ομάδας SPR ως προς ορισμένες ειδικές δυσχέρειες των φακέλων των οποίων συντονίζει την αξιολόγηση. Αντιθέτως, η ομάδα SPR ουδόλως δύναται να υποκαταστήσει την ΕΑΑΤ κατά την εκπόνηση της γνωμοδοτήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000.

    70

    Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000 διαδικασίας, η γνωμοδότηση της ομάδας SPR δεσμεύει την ΕΑΑΤ καθόσον αφορά τα ερωτήματα για τα οποία ζητήθηκε η γνώμη της εν λόγω επιστημονικής ομάδας, αλλά υπό την επιφύλαξη της γενικής αξιολογήσεως του κινδύνου που εμφανίζει η εν λόγω δραστική ουσία.

    71

    Δεύτερον, πρέπει να προσδιορισθεί αν η έκθεση της ΕΑΑΤ παραμορφώνει το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR ή αντιφάσκει προς την εν λόγω γνωμοδότηση. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η επιστημονική γνωμοδότηση της ομάδας SPR παρασχέθηκε κατόπιν αιτήματος της EPCO. Στην ομάδα SPR τέθηκαν δύο ερωτήματα. Αφενός, η εν λόγω ομάδα ερωτήθηκε αν μπορούσε να εντοπίσει τους μηχανισμούς διά των οποίων το dichlorvos προκαλεί τη δημιουργία όγκων και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν μπορούσε να προσδιορίσει αν ήταν δυνατό να καθορισθεί ένα όριο εκθέσεως στην εν λόγω δραστική ουσία. Αφετέρου, η εν λόγω ομάδα ερωτήθηκε αν οι όγκοι που παρουσιάστηκαν στα ζώα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή επί της αξιολογήσεως των επιδράσεων του dichlorvos στην υγεία των ανθρώπων.

    72

    Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η ομάδα SPR, με την απάντησή της, προέβη σε διάκριση μεταξύ της γονιδιακής τοξικότητας και της καρκινογόνου δράσεως. Όσον αφορά τους ενδεχόμενους μηχανισμούς διά των οποίων το dichlorvos μπορεί να προσλάβει γονιδιακή τοξικότητα, η γνωμοδότηση της ομάδας SPR κατέληξε στο συμπέρασμα, αφενός, ότι υφίσταται μεταλλαξιογόνος δράση in vitro του dichlorvos και, αφετέρου, ότι υφίστανται ορισμένες αποδείξεις περί του ότι το dichlorvos έχει μεταλλαξιογόνο δράση στο σημείο επαφής in vivo, αλλά ότι ο μηχανισμός που προξενεί το αποτέλεσμα αυτό είναι ελάχιστα γνωστός. Ως προς τον καρκινογόνο χαρακτήρα του dichlorvos, η ομάδα SPR υπογράμμισε ότι το μόνο διαπιστωθέν αποτέλεσμα καρκινογόνου δράσεως αφορούσε όγκους που ανιχνεύθηκαν στο άνω μέρος του στομάχου ποντικών. Κατά την ομάδα SPR, τέτοιοι όγκοι δίδουν την εντύπωση ότι αποτελούν συνέπεια υψηλών τοπικών συγκεντρώσεων σε dichlorvos κατά τη διάρκεια μιας παρατεταμένης περιόδου (οι οποίες προκλήθηκαν από την πάχυνση ζώων). Συναφώς, η ομάδα SPR τόνισε ότι ήταν πιθανό, αλλά πόρρω απείχε από το να είναι βέβαιο, ότι οι όγκοι αυτοί προκλήθηκαν από μεταβολή του δεσοξυρβοζονυκλεϊνού οξέος (DNA) των κυττάρων στο σημείο επαφής, γεγονός το οποίο συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, ότι μπορούν να δημιουργηθούν όγκοι και σε άλλα σημεία. Ωστόσο, κατά την ομάδα SPR, οι αναγκαίες δόσεις για τη δημιουργία όγκων ήσαν τόσο υψηλές ώστε η εμφάνιση τέτοιων όγκων σε άλλα σημεία ήταν ελάχιστα πιθανή. Επομένως, τούτο σημαίνει, κατά την ομάδα SPR, ότι υφίσταται μια οριακή τιμή κάτω από την οποία δεν είναι δυνατό να επέλθει καμία καρκινογόνος αντίδραση.

    73

    Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η ομάδα SPR κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι το άνω μέρος του στομάχου των ποντικών δεν έχει κάποιο ισοδύναμο όργανο στους ανθρώπους, υπήρχε σημαντική επιστημονική αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο δράσεως και τον λυσιτελή χαρακτήρα, όσον αφορά τους ανθρώπους, των όγκων του άνω μέρους του στομάχου που προκλήθηκαν από το dichlorvos σε ποντικούς. Η ομάδα SPR επανέλαβε ότι, καίτοι δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί η αλληλεπίδραση με το DNA ως κρίσιμο στάδιο της δημιουργίας των όγκων αυτών, η εμφάνιση των εν λόγω όγκων έδιδε την εντύπωση ότι αποτελούσε συνέπεια των υψηλών και παρατεταμένων τοπικών συγκεντρώσεων σε dichlorvos. Κατά την ομάδα SPR, ήταν φανερό, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι οι όγκοι αυτοί δεν θα εμφανίζονταν στα επίπεδα εκθέσεως στην εν λόγω ουσία που σχετίζονται με την προτεινόμενη χρήση της δραστικής αυτής ουσίας, κατά το μέτρο που εμφανίζεται μια σοβαρή συστημική τοξικότητα προτού αναπτυχθούν οι όγκοι.

    74

    Διαπιστώνεται ότι η έκθεση της ΕΑΑΤ περιέχει μια πιστή συνοπτική παρουσίαση των απαντήσεων αυτών. Κατά το πέρας της εν λόγω συνοπτικής παρουσιάσεως, η ΕΑΑΤ δέχεται ότι, δυνάμει της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR, είναι δυνατό να καθορισθεί θεωρητικά μια οριακή τιμή, κάτω από την οποία η χρήση της δραστικής ουσίας dichlorvos θα ήταν ακίνδυνη. Ωστόσο, κατά την έκθεση της ΕΑΑΤ, εφόσον ο φάκελος δεν περιέχει έγκυρη μακροπρόθεσμη μελέτη για την καρκινογόνο δράση, δεν είναι δυνατό να καθορισθεί ούτε η «δόση στην οποία δεν παρατηρούνται ανεπιθύμητες επιδράσεις» (ΔΑΠΑΕ), ούτε να διατυπωθεί συνολική άποψη σχετικά με τις τοξικολογικές ιδιότητες της δραστικής ουσίας. Επομένως, η έκθεση της ΕΑΑΤ διατείνεται ότι δεν είναι δυνατό να καθορισθεί εν προκειμένω μια τέτοια οριακή τιμή.

    75

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η έκθεση της ΕΑΑΤ δεν παραμορφώνει το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR ούτε αψηφά την εν λόγω γνωμοδότηση. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι η ΕΑΑΤ, με την έκθεσή της, εκτίμησε ότι η αξιολόγηση των κινδύνων που παρουσιάζει το dichlorvos για την υγεία των ανθρώπων δεν ήταν πειστική εξαιτίας της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες της ουσίας αυτής, ενώ η ομάδα SPR υπογράμμισε ότι από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία προέκυπτε ότι ο κίνδυνος γονιδιακής τοξικότητας και καρκινογόνου δράσεως ήταν ελάχιστος, σχετίζεται άμεσα με την περιλαμβανόμενη στη σκέψη 69 ανωτέρω διαπίστωση ότι είναι δυνατό να ζητηθεί η γνώμη της ομάδας SPR σχετικά με ορισμένες ειδικές δυσχέρειες των προς αξιολόγηση φακέλων, αλλά η εν λόγω ομάδα ουδόλως δύναται να υποκαταστήσει την ΕΑΑΤ κατά την εκπόνηση της γνωμοδοτήσεως που προβλέπεται από το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000. Συγκεκριμένα, ενώ η αξιολόγηση των κινδύνων την οποία διενεργεί η ομάδα SPR είναι θεωρητικής φύσεως, εναπόκειται στην ΕΑΑΤ, όταν διενεργεί την ίδια αξιολόγηση, να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις, από πρακτικής απόψεως, που σχετίζονται με τη διαχείριση των κινδύνων αυτών. Εν προκειμένω, καίτοι η ομάδα SPR εκτίμησε ότι, θεωρητικώς, οι κίνδυνοι της μεταλλαξιογόνου και της καρκινογόνου δράσεως ήσαν ελάχιστοι, η έκθεση της ΕΑΑΤ τόνισε ότι, εξαιτίας των ελλείψεων που εμφανίζουν τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα, οι οποίες καθιστούν αδύνατο τον καθορισμό οριακής τιμής, η αξιολόγηση των κινδύνων δεν ήταν πειστική.

    76

    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    77

    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται να προσκομίζει στα κράτη μέλη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την απόφαση περί καταχωρίσεως ή μη καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας, πριν από την ψηφοφορία εντός της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων. Η αθέτηση της υποχρεώσεως αυτής συνιστά παράβαση των σχετικών με τη διαδικασία απαιτήσεων του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000.

    78

    Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, από την αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά όλες τις παρατηρήσεις της. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγονται οι παρατηρήσεις της σχετικά με την έκθεση της ΕΑΑΤ, που φέρουν ως ημερομηνία την 22α Ιουνίου 2006. Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν διαβιβάσθηκαν στα κράτη μέλη, η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    79

    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, με το υπόμνημά της απαντήσεως, ότι, μολονότι οι παρατηρήσεις αυτές όντως διαβιβάσθηκαν στα κράτη μέλη στις 11 Σεπτεμβρίου 2006, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, εντούτοις η Επιτροπή πρότεινε, για πρώτη φορά, τη μη καταχώριση του dichlorvos κατά τη σύσκεψη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων της . Επομένως, οι εκπρόσωποι των κρατών μελών δεν είχαν πρόσβαση στα έγγραφα αυτά κατά την πρώτη εξέταση της προτάσεως της Επιτροπής. Επιπλέον, στους εν λόγω εκπροσώπους παρασχέθηκε πρόσβαση στα έγγραφα αυτά μόλις 17 ημέρες πριν από τη σύσκεψη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων της , κατά τη διάρκεια της οποίας εγκρίθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

    80

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    81

    Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλλει, το αργότερο εντός έξι μηνών από την παραλαβή της εκθέσεως της ΕΑΑΤ, σχέδιο εκθέσεως επανεξετάσεως καθώς και σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I ή σχέδιο αποφάσεως που απευθύνεται στα κράτη μέλη και αποσκοπεί στην ανάκληση εγκρίσεων φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία και, επομένως, στη μη καταχώριση της ουσίας αυτής στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

    82

    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν υφίσταται υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της εκθέσεως της ΕΑΑΤ, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας που φέρουν ως ημερομηνία την 22α Ιουνίου 2006 διαβιβάσθηκαν στα κράτη μέλη, ενόψει της συσκέψεως της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων της και , στις . Έστω και αν, όπως υπενθυμίζει η προσφεύγουσα, μια πρώτη σύσκεψη της εν λόγω επιτροπής έλαβε χώρα στις , σύσκεψη κατά το πέρας της οποίας ουδεμία απόφαση ελήφθη όσον αφορά την καταχώριση του dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η ψηφοφορία για τη μη καταχώριση του dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 έλαβε χώρα, εντός της ίδιας επιτροπής, κατά τη σύσκεψη της και . Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας γνωστοποιήθηκαν στα κράτη μέλη αρκετά ενωρίς ώστε τα τελευταία να μπορέσουν να τις λάβουν υπόψη κατά την ψηφοφορία.

    83

    Επομένως, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη επιστημονικής δικαιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    84

    Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκή επιστημονικά στοιχεία παρέχοντα σ’ αυτήν τη δυνατότητα να συναγάγει, επί αντικειμενικής βάσεως, ότι υπήρχε ανάγκη απαγορεύσεως του dichlorvos.

    85

    Έτσι, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο ουσιώδες επιστημονικό συμπέρασμα ότι η γονιδιακή τοξικότητα και η καρκινογόνος δράση του dichlorvos δεν μπορούν να αποκλεισθούν. Το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, κατά την οποία το dichlorvos δεν προκαλεί κίνδυνο καρκινογόνου ή γονιδιοτοξικής δράσεως. Έτσι, η διατύπωση της γνωμοδοτήσεως αυτής, κατά την οποία, «[α]φού εξέτασε όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν στη διάθεσή της, η ομάδα SPR συνήγαγε ότι, εξαιρουμένων των όγκων στο άνω μέρος του στομάχου των ποντικών, δεν υπήρχε κανένα πειστικό στοιχείο περί αναπτύξεως της επιπτώσεως της δημιουργίας όγκων σχετιζομένης με αυτήν τη χημική ένωση», έρχεται σε αντίφαση με τα συμπεράσματα που διατυπώθηκαν στην έκθεση της ΕΑΑΤ και στην προσβαλλόμενη απόφαση.

    86

    Πάντως, αφενός, ή γνωμοδότηση της ομάδας SPR θα πρέπει να εξομοιωθεί, από νομικής απόψεως, προς εκείνη της ΕΑΑΤ στο σύνολό της.

    87

    Αφετέρου, η Επιτροπή, όπως και η ΕΑΑΤ, μπορούσαν να επιλέξουν μόνο μεταξύ του να ευθυγραμμιστούν προς τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR ή να αποστούν από αυτή, υπό τον όρο, στην τελευταία περίπτωση, να επικαλεσθούν νέα γνωμοδότηση της ομάδας SPR ή ενός επιστημονικού οργανισμού της ίδιας κατηγορίας ή του ίδιου επιπέδου. Συναφώς, η έκθεση της ΕΑΑΤ είναι ιδιαιτέρως αναξιόπιστη, κατά το μέτρο που οριστικοποιήθηκε μόλις πέντε ημέρες μετά τη γνωστοποίηση της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR για την κατάρτιση της οποίας είχε απαιτηθεί ένα έτος μεθοδικής αξιολογήσεως. Ως εκ περισσού, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στις σοβαρές επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με την έλλειψη γονιδιακής τοξικότητας και καρκινογόνου δράσεως του dichlorvos, όπως αυτές εκτίθενται στη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, και δεν υπήρχε καμία σοβαρή έρευνα που να καταδεικνύει το αντίθετο. Τέλος, ή γνωμοδότηση της ομάδας SPR δεν μνημονεύθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση και η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία δικαιολογία για τη μη συνεκτίμηση της εν λόγω γνωμοδοτήσεως εντός της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    88

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, έστω και αν η έκθεση της ΕΑΑΤ μπορούσε να θεωρηθεί ως έγκυρο έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια η έκθεση αυτή βαρύνεται με πλημμέλειες κατά το μέτρο που δεν συντάχθηκε από την ΕΑΑΤ, υπό την ιδιότητά της ως ανεξάρτητου οργανισμού που διατυπώνει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, αλλά υπό την ιδιότητά της ως συντονιστή των συσκέψεων των πραγματογνωμόνων. Τούτο απορρέει από την αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από την ίδια την έκθεση της ΕΑΑΤ.

    89

    Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι συνέπειες του dichlorvos επί του πληθυσμού εν γένει και επί του περιβάλλοντος είναι αλυσιτελείς, λαμβανομένης υπόψη της προτεινομένης χρήσεως του dichlorvos, ήτοι μιας εσωτερικής χρήσεως για τους βολβούς ανθέων. Είναι προφανές ότι, τόσο από λογικής όσο και από επιστημονικής απόψεως, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τον πληθυσμό ή για το περιβάλλον, αν το dichlorvos χρησιμοποιείται στο εσωτερικό και μόνο για τους βολβούς ανθέων. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία επιστημονική δικαιολόγηση για τον περιορισμό που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος στηρίζεται σε υποθετικές ανησυχίες.

    90

    Τέταρτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι ήταν αδύνατο να διεξαχθεί ορθώς η αξιολόγηση του κινδύνου εξαιτίας των ελλείψεων του φακέλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι το ίδιο το ΕΚΜ δήλωσε ότι ο φάκελος ήταν πλήρης. Η δήλωση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το ΕΚΜ έκρινε ότι ο φάκελος περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτεί η οδηγία 91/414 για να διενεργηθεί η αξιολόγηση της δραστικής ουσίας. Το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές έκριναν τον φάκελο πλήρη και συνέχισαν την αξιολόγηση του φακέλου δημιούργησε στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι όλα τα απαιτούμενα στοιχεία είχαν παρασχεθεί.

    91

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    92

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 91/414 έχει ως σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ταυτόχρονα τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-138/05, Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, Συλλογή 2006, σ. I-8339, σκέψη 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-75/06, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-2081, σκέψη 81).

    93

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, για να μπορέσει να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί, και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C-326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-6557, στο εξής: απόφαση IQV, σκέψη 75, και απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 82).

    94

    Ωστόσο, η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν εξαιρείται του δικαστικού ελέγχου. Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η Επιτροπή και αν δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 5, και της , C-16/90, Nölle, Συλλογή 1991, σ. I-5163, σκέψη 12· απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 83).

    95

    Πρέπει, επίσης, να υπομνηστεί ότι από το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του κανονισμού 451/2000 προκύπτει ότι ο κοινοποιών είναι εκείνος που πρέπει να αποδείξει ότι, βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν για ένα ή περισσότερα σκευάσματα τα οποία αντιστοιχούν σε περιορισμένο εύρος αντιπροσωπευτικών χρήσεων, οι επιταγές της οδηγίας 91/414 ικανοποιούνται με γνώμονα τα κριτήρια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το βάρος αποδείξεως του αβλαβούς της δραστικής ουσίας φέρει ο κοινοποιών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 85).

    96

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων πρέπει να εξετασθεί αν τα επιστημονικά συμπεράσματα που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση στερούνται, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, αντικειμενικής και έγκυρης επιστημονικής βάσεως.

    97

    Πρώτον, ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο ουσιώδες επιστημονικό συμπέρασμα ότι η γονιδιακή τοξικότητα και η καρκινογόνος δράση του dichlorvos δεν μπορούν να αποκλεισθούν, συμπέρασμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι από την αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, καίτοι η βασική αιτία ανησυχίας αφορά την αβεβαιότητα για τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες του dichlorvos, γίνεται επίσης μνεία της εν γένει χαμηλής ποιότητας του φακέλου, η οποία αποτέλεσε εμπόδιο για την απόδειξη του ότι η εκτιμώμενη έκθεση των χειριστών, των εργαζομένων και των παρευρισκομένων στην εν λόγω ουσία ήταν αποδεκτή.

    98

    Καίτοι η Επιτροπή δεν παρέχει περισσότερες διευκρινίσεις, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις ελλείψεις του φακέλου, η έκθεση της ΕΑΑΤ, ως προς την οποία δεν αμφισβητείται ότι αποτελεί την επιστημονική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέχει τέτοιες διευκρινίσεις. Έτσι, πέραν της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες του dichlorvos, η έκθεση της ΕΑΑΤ αναφέρεται στα ακόλουθα προβλήματα:

    καμία οριστική τιμή αναφοράς δεν έχει επιβεβαιωθεί·

    ελλείψει συμφωνίας σχετικά με τις οριστικές τιμές αναφοράς, η αξιολόγηση του κινδύνου για τους χειριστές, τους εργαζομένους και τους παρευρισκομένους δεν είναι πειστική·

    δεν είναι δυνατό να καθορισθεί τεχνική προδιαγραφή για το dichlorvos·

    καμία αναλυτική μέθοδος για την ανίχνευση των υπολειμμάτων του dichlorvos στο έδαφος, στα ύδατα, στον αέρα, στο αίμα και στους ζωικούς ιστούς δεν είναι διαθέσιμη.

    99

    Επομένως, η προσφεύγουσα εσφαλμένως αγνοεί τα προβλήματα που εντοπίσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην των σχετικών με την αβεβαιότητα για τη γονιδιακή τοξικότητα και την καρκινογόνο δράση του dichlorvos.

    100

    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιφάσκει προς τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR. Όπως ήδη εκτέθηκε στις σκέψεις 71 έως 75 ανωτέρω, η έκθεση της ΕΑΑΤ, που αποτελεί την επιστημονική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδίδει πιστά το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως αυτής. Καίτοι η έκθεση της ΕΑΑΤ τονίζει ότι η αξιολόγηση των κινδύνων δεν είναι πειστική, ενώ η ομάδα SPR ισχυρίζεται ότι ο κίνδυνος γονιδιακής τοξικότητας και καρκινογόνου δράσης είναι ελάχιστος, η ΕΑΑΤ εξηγεί στην έκθεση αυτή, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, τους λόγους για τους οποίους κίνδυνοι οι οποίοι θα ήταν ίσως θεωρητικώς αποδεκτοί δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί εν προκειμένω. Επιπλέον, όπως καταδείχθηκε στη σκέψη 98 ανωτέρω, η έκθεση της ΕΑΑΤ αναφέρεται σε άλλα προβλήματα, πλην της αβεβαιότητας για τη γονιδιακή τοξικότητα και την καρκινογόνο δράση του dichlorvos, προβλήματα ως προς τα οποία δεν ζητήθηκε η γνώμη της ομάδας SPR.

    101

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αφορά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο ουσιώδες επιστημονικό συμπέρασμα ότι η γονιδιακή τοξικότητα και η καρκινογόνος δράση του dichlorvos δεν μπορούν να αποκλεισθούν, συμπέρασμα που φέρεται ως αντιφάσκον προς τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, πρέπει να απορριφθεί.

    102

    Δεύτερον, ως προς το επιχείρημα ότι η έκθεση της ΕΑΑΤ δεν συντάχθηκε από την εν λόγω αρχή υπό την ιδιότητά της ως ανεξάρτητου οργανισμού, αλλά υπό την ιδιότητά της ως συντονιστή των συσκέψεων των πραγματογνωμόνων, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ενδεικτικός της εκ μέρους της προσφεύγουσας άγνοιας της διαδικασίας αξιολογήσεως των φακέλων που αποτελούν αντικείμενο κοινοποιήσεως εκ μέρους των παραγωγών οι οποίοι επιθυμούν να διασφαλίσουν την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000.

    103

    Όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, το ΕΚΜ συντάσσει ένα ΣΕΑ το οποίο διαβιβάζει στην ΕΑΑΤ. Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του ιδίου κανονισμού, η ΕΑΑΤ διαβιβάζει το ΣΕΑ στα κράτη μέλη και μπορεί να διοργανώσει διαβούλευση με πραγματογνώμονες. Τέλος, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού, η ΕΑΑΤ αξιολογεί το ΣΕΑ και διαβιβάζει στην Επιτροπή γνωμοδότηση ως προς το αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414.

    104

    Η ως άνω διαδικασία αξιολογήσεως πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του προοιμίου του κανονισμού 1490/2002, κατά το μέτρο που ο κανονισμός αυτός τροποποίησε το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000. Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 1490/2002 προκύπτει ότι τα ΣΕΑ «επανεξετάζονται στο πλαίσιο της [ΕΑΑΤ], πριν υποβληθούν στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων». Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000, η εποπτεία αυτή πραγματοποιείται μέσω της διοργανώσεως εξετάσεως από σώμα ειδημόνων. Βάσει της εν λόγω εξετάσεως από σώμα ειδημόνων, η ΕΑΑΤ διαβιβάζει το ΣΕΑ καθώς και τη δική της έκθεση στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000.

    105

    Επομένως, η Επιτροπή ορθώς διασαφηνίζει, στην αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ΣΕΑ υποβλήθηκε σε «συλλογική εξέταση» εκ μέρους των κρατών μελών και της ΕΑΑΤ και διαβιβάσθηκε σ’ αυτήν υπό τη μορφή της εκθέσεως της ΕΑΑΤ. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η εν λόγω έκθεση βαρύνεται με πλημμέλειες κατά το μέτρο που δεν συντάχθηκε από την ΕΑΑΤ υπό την ιδιότητά της ως ανεξάρτητου οργάνου.

    106

    Τρίτον, ως προς το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά το γεγονός ότι οι συνέπειες του dichlorvos επί του πληθυσμού εν γένει και επί του περιβάλλοντος είναι αλυσιτελείς κατά το μέτρο που το dichlorvos προορίζεται να χρησιμοποιηθεί μόνο στο εσωτερικό και για βολβούς ανθέων, πρέπει να επισημανθεί ότι, έστω και αν δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για τον πληθυσμό εν γένει και για το περιβάλλον, η προσφεύγουσα όφειλε να αποδείξει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του κανονισμού 451/2000, ότι ο κίνδυνος για τους χειριστές που έρχονται σε επαφή με τη δραστική ουσία ήταν συμβατός προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 91/414 και ιδίως στα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας. Πάντως, μνημονεύθηκε ήδη στις σκέψεις 97 έως 99, ανωτέρω, ότι οι ελλείψεις του φακέλου δεν καθιστούσαν δυνατή μια πειστική αξιολόγηση του κινδύνου.

    107

    Τέταρτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, εφόσον το ΕΚΜ έκρινε τον φάκελο πλήρη, η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να της προσάψει ότι παρέλειψε πληροφοριακά στοιχεία, είναι απαράδεκτο δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά το μέτρο που πρβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

    108

    Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000, οι κοινοποιούντες οφείλουν «να υποβάλλουν στην ορισθείσα αρχή του [ΕΚΜ] για κάθε δεδομένη δραστική ουσία τον πλήρη φάκελο που αναφέρεται στην παράγραφο 3». Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 451/2000, ο πλήρης φάκελος περιέχει «αυτούσιες τις μεμονωμένες εκθέσεις των δοκιμών και μελετών».

    109

    Αντιθέτως, το γεγονός ότι το ΕΚΜ χαρακτήρισε έναν φάκελο πλήρη κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000 δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι περιέχει όλες τις πληροφορίες που δίνουν τη δυνατότητα στο ΕΚΜ, στην ΕΑΑΤ και στην Επιτροπή να λάβουν θέση ως προς τη βλαπτική επίδραση, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας. Συναφώς, διευκρινίζεται ότι ο φάκελος που περιέχει τις μελέτες και τις εκθέσεις που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 451/2000 κρίνεται πλήρης από το ΕΚΜ, γεγονός το οποίο δεν προδικάζει την ποιότητα του φακέλου και δεν αποκλείει ότι ενδέχεται να ζητηθούν συπληρωματικά στοιχεία για να μπορέσουν το ΕΚΜ και/ή η ΕΑΑΤ να διενεργήσουν την οικεία επιστημονική αξιολόγηση της δραστικής ουσίας.

    110

    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 91/414

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    111

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, δυνάμει της νομολογίας, η διακύβευση πρέπει να διακρίνεται από τον κίνδυνο. Κατά την προσφεύγουσα, τα κριτήρια αξιολογήσεως που θέτει το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414 στηρίζονται σε αξιολόγηση του κινδύνου. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο αυτό καθόσον δεν στηρίζεται σε αξιολόγηση των κινδύνων, αλλά μόνο στην παράθεση των συμφυώς επικίνδυνων ιδιοτήτων του dichlorvos.

    112

    Έτσι, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αναφέρεται, με την αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην αβεβαιότητα σχετικά με τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες της ουσίας αυτής προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη καταχώριση της εν λόγω ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Πάντως, η γονιδιακή τοξικότητα και ο καρκινογόνος χαρακτήρας του dichlorvos σχετίζονται με τις συμφυώς επικίνδυνες ιδιότητές του. Η διαπίστωση των ιδιοτήτων αυτών, αυτή καθαυτή, δεν παρέχει τη δυνατότητα να συναχθεί ότι το dichlorvos εκθέτει το περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων σε ανεπίτρεπτο κίνδυνο. Συναφώς, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται να διευκρινίσει ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δεν είναι επαρκή, χωρίς να καταλήξει σε σαφές συμπέρασμα ως προς το ζήτημα αν αυτές συνεπάγονται ανεπίτρεπτο κίνδυνο για την υγεία των ανθρώπων και για το περιβάλλον.

    113

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    114

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 91/414 προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν την έγκριση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να εξασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, με το οποίο πρέπει ιδίως να προλαμβάνεται η έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, των οποίων δεν έχουν εξεταστεί καταλλήλως οι κίνδυνοι για την υγεία, τα υπόγεια ύδατα και το περιβάλλον.

    115

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κριτήρια που τίθενται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, προκειμένου μια ουσία να μπορεί να καταχωρισθεί στο παράρτημα I, έχουν διατυπωθεί με ευρύ τρόπο και στηρίζονται σε ανάλυση των κινδύνων να υπάρξουν επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για τα υπόγεια ύδατα ή να υπάρξει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον (απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 184).

    116

    Επιπλέον, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε σχέση με την αρχή της προφυλάξεως. Δυνάμει της αρχής αυτής, οσάκις υφίστανται επιστημονικές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, τα κοινοτικά όργανα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υποστατό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C-180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2265, σκέψη 99, και απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3305, σκέψη 139). Ως εκ περισσού, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως, το οποίο εξ ορισμού συνιστά πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας, δεν μπορεί να απαιτείται ότι από την αξιολόγηση των κινδύνων θα προκύψουν οπωσδήποτε για τα κοινοτικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς το υποστατό και τη σοβαρότητα των δυνατών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου (απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 142).

    117

    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων και της νομολογίας που παρατέθηκε στις σκέψεις 92 έως 95 ανωτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση στηρίζεται όχι μόνο στα διαθέσιμα τοξικολογικά στοιχεία και στην αβεβαιότητα σχετικά με τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες του dichlorvos, αλλά και, γενικότερα, στις γενικότερες ελλείψεις του φακέλου. Συναφώς, καταδείχθηκε ήδη, στη σκέψη 98 ανωτέρω, ότι ο φάκελος που κατέθεσε η προσφεύγουσα ήταν ελλιπής, οπότε κανένα αξόπιστο συμπέρασμα δεν μπορούσε να συναχθεί ως προς τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες του dichlorvos καθώς και, γενικότερα, ως προς το αβλαβές του dichlorvos. Έτσι, η έκθεση της ΕΑΑΤ τονίζει ότι ορισμένα στοιχεία αβεβαιότητας δεν μπορούν να εξαλειφθούν παρά μόνον αν προσκομισθούν τα ελλείποντα στοιχεία και μελέτες.

    118

    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται, υπό το πρίσμα της αρχής της προφυλάξεως, ότι η Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων τοξικολογικών στοιχείων, της αβεβαιότητας σχετικά με τις γονιδιοτοξικές και καρκινογόνους ιδιότητες του dichlorvos και των ελλείψεων του φακέλου που καθιστούν αδύνατη τη διενέργεια πειστικής αξιολογήσεως των κινδύνων, δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση και, επιπλέον, δεν παρέβη το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414.

    119

    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    120

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας και το δικαίωμά της για προσήκουσα ακρόαση καθόσον παρέβη, πρώτον, την υποχρεώσή της να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα και επαρκή χρόνο για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της και να προσκομίσει μελέτες προς απάντηση στις αντιρρήσεις που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αξιολογήσεως του dichlorvos όσον αφορά την έλλειψη μακροπρόθεσμων μελετών παρεχουσών τη δυνατότητα να αποκλεισθεί ο κίνδυνος γονιδιακής τοξικότητας και καρκινογόνου δράσεως και, δεύτερον, την υποχρέωσή της να εξετάσει επιμελώς τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας.

    121

    Πρώτον, όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως να παρασχεθεί σ’ αυτήν η δυνατότητα και επαρκής χρόνος για να διατυπώσει παρατηρήσεις και να προσκομίσει μελέτες, η προσφεύγουσα φρονεί ότι είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν η έλλειψη μακροπρόθεσμων μελετών προβλήθηκε από την Επιτροπή ή την ΕΑΑΤ αρκετά ενωρίς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως και αν αυτή διέθετε επαρκή χρόνο για να προσκομίσει τα ελλείποντα στοιχεία.

    122

    Όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η έλλειψη μακροπρόθεσμων μελετών προβλήθηκε από την Επιτροπή και την ΕΑΑΤ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι ούτε το ΕΚΜ ούτε η ομάδα SPR προέβαλαν το σχετικό με τις μακροπρόθεσμες μελέτες ζήτημα ως ουσιώδη πτυχή της επιστημονικής αξιολογήσεως. Δεύτερον, το ζήτημα αυτό δεν κατέστη επισήμως αίτημα παροχής πληροφοριών, εκ μέρους της ΕΑΑΤ, παρά μόνον σε ένα πολύ μεταγενέστερο στάδιο της επεξεργασίας του φακέλου και ενώ η ΕΑΑΤ είχε οριστικοποιήσει την έκθεσή της. Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αναμένει το αίτημα αυτό, κατά το μέτρο που η ομάδα SPR το θεωρούσε αλυσιτελές. Τέταρτον, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να ειδοποιήσει την προσφεύγουσα σχετικά με τις ελλείψεις του φακέλου και να της παράσχει τον χρόνο να άρει τις ελλείψεις αυτές εφόσον ο κοινοποιών μπορεί πάντοτε να καταθέτει νέο αίτημα, πρέπει να θεωρηθεί ως δυσανάλογη απάντηση και μη προσαρμοσμένη σε μια απρόβλεπτη έλλειψη στοιχείων που σημειώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξετάσεως.

    123

    Όσον αφορά το ζήτημα του χρόνου τον οποίο διέθετε για να προετοιμάσει τις εν λόγω μακροπρόθεσμες μελέτες, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν της παρέσχε τη δυνατότητα και τον χρόνο να ασχοληθεί με το θέμα αυτό εφόσον θεωρούσε ότι είχαν λήξει οι προθεσμίες προς τούτο. Η Επιτροπή όφειλε να παρατείνει ή να αναστείλει τις δικές της διοικητικές προθεσμίες προκειμένου να παράσχει, δικαίως, στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υπεραμυνθεί της θέσεώς της. Τούτο είναι κατ’ εξοχήν αληθές, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις, κατά τη σύνοδο της EPCO που διοργανώθηκε από τις 27 Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου 2005 και εκ μέρους της ομάδας SPR, περί του ότι ουδεμία μακροπρόθεσμη μελέτη ήταν αναγκαία. Επομένως, η κατάσταση της προσφεύγουσας είναι συγκρίσιμη με εκείνη της προσφεύγουσας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση IQV, προπαρατεθείσα στη σκέψη 93. Επιπλέον, η αμέλεια που επέδειξε η Επιτροπή έναντι του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας ενισχύεται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατέβαλε κάθε προσπάθεια, καθ’ όλη τη διάρκεια της αξιολογήσεως, προκειμένου να ικανοποιήσει κάθε αίτημα εκ μέρους των αρμοδίων αρχών. Τέλος, στον βαθμό που οι αρμόδιες αρχές δεν τήρησαν τις προβλεπόμενες από την κανονιστική ρύθμιση προθεσμίες, δεν δύνανται θεμιτώς να επιδιώξουν την κατά γράμμα τήρηση των προθεσμιών που έχουν επιβληθεί στην προσφεύγουσα.

    124

    Δεύτερον, όσον αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως επιμελούς εξετάσεως των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας, η τελευταία επισημαίνει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι όλες οι παρατηρήσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα εξετάσθηκαν με επιμέλεια. Όμως, κατά την προσφεύγουσα, τούτο δεν ισχύει.

    125

    Έτσι, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να προσκομίσει τις νέες μακροπρόθεσμες μελέτες, αφού απέρριψε τα επιχειρήματά της καθώς και τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, κατά τα οποία οι μελέτες αυτές ήσαν αλυσιτελείς.

    126

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    127

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και που είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με την εν λόγω διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2006, C-28/05, Dokter κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-5431, σκέψη 74, και απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 130).

    128

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βλάπτει την προσφεύγουσα εφόσον αρνείται να δεχθεί το αίτημά της περί καταχωρίσεως του dichlorvos στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

    129

    Εν συνεχεία, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι προσεβλήθησαν τα δικαιώματά της άμυνας κατά το μέτρο που δεν της χορηγήθηκε ούτε η δυνατότητα ούτε επαρκής χρόνος για να προσκομίσει μελέτες προς απάντηση στις αντιρρήσεις σχετικά με την έλλειψη μακροπρόθεσμων μελετών, οι οποίες προβλήθηκαν με την έκθεση της ΕΑΑΤ, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι οι εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις δεν προβλέπουν καμία υποχρέωση να παρέχεται στον κοινοποιούντα η ευκαιρία να προσκομίζει μελέτες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως.

    130

    Έτσι, το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού 451/2000 ορίζει ότι οι «νέες μελέτες» δεν είναι κατ’ αρχήν αποδεκτές όταν πλέον το ΕΚΜ και η ΕΑΑΤ έχουν αρχίσει, αντιστοίχως, την αξιολόγηση της δραστικής ουσίας. Ακόμη και αν, κατά τις διατάξεις αυτές, το ΕΚΜ, ενδεχομένως με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΑΑΤ όταν το ΣΕΑ έχει ήδη διαβιβασθεί στην αρχή αυτή, μπορεί να καλέσει τον κοινοποιούντα να υποβάλει εντός συγκεκριμένων προθεσμιών τα συμπληρωματικά στοιχεία που το ΕΚΜ ή η ΕΑΑΤ κρίνει αναγκαία για την αποσαφήνιση του φακέλου, οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν τέτοια εξαίρεση για την υποβολή νέων μελετών. Κατά μείζονα λόγο, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να προσκομισθούν συμπληρωματικά στοιχεία ή μελέτες αφότου η ΕΑΑΤ έχει οριστικοποιήσει την έκθεσή της.

    131

    Δεύτερον, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παρατείνει ή να αναστείλει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες προθεσμίες προκειμένου να παράσχει σ’ αυτήν, δικαίως, τη δυνατότητα να υπεραμυνθεί της θέσεώς της. Κατά την προσφεύγουσα, η υποχρέωση αυτή απορρέει, αφενός, από τις σαφείς διαβεβαιώσεις περί του ότι καμία μακροπρόθεσμη μελέτη δεν ήταν αναγκαία, οι οποίες ελήφθησαν κατά τη σύνοδο της EPCO που διοργανώθηκε από τις 27 Ιουνίου έως την 1η Ιουλίου 2005 και εκ μέρους της ομάδας SPR και, αφετέρου, από την απόφαση IQV, προπαρατεθείσα στη σκέψη 93.

    132

    Πάντως, αφενός, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν η προσφεύγουσα όντως έλαβε σαφείς διαβεβαιώσεις περί του ότι καμία μακροπρόθεσμη μελέτη δεν ήταν αναγκαία, τέτοιες διαβεβαιώσεις δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας εφόσον το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει ρητώς ότι οι νέες μελέτες δεν γίνονται αποδεκτές, κατ’ αρχήν, όταν πλέον η ΕΑΑΤ έχει αρχίσει την αξιολόγηση της δραστικής ουσίας. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι μόνον οι διαβεβαιώσεις που συνάδουν προς τους εφαρμοστέους κανόνες μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2005, T-347/03, Branco κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2555, σκέψη 102, και της , T-282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-319, σκέψη 77).

    133

    Αφετέρου, η απόφαση IQV, προπαρατεθείσα στη σκέψη 93, δεν αφορά την παρούσα απόφαση. Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η παράταση της προθεσμίας αξιολογήσεως μιας δραστικής ουσίας είναι επιβεβλημένη αν δεν είναι αδύνατον να υπάρξει παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προθεσμίες που τάσσει η σχετική ρύθμιση και αν εκείνοι που προέβησαν σε κοινοποίηση ως προς τη δραστική ουσία βρέθηκαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας η οποία τους εμπόδισε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες, περίσταση που μπορεί να υπάρξει αν η αδυναμία τηρήσεως των εν λόγω προθεσμιών οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε αντιφατική συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών (απόφαση IQV, σκέψη 93 ανωτέρω, σκέψεις 84 έως 88, και απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 89). Εν προκειμένω, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν θα ήταν δυνατό να υπάρξει παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προθεσμίες που τάσσει η σχετική ρύθμιση, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο με το οποίο να επιχειρείται να αποδειχθεί ότι αυτή βρισκόταν σε κατάσταση ανωτέρας βίας η οποία την εμπόδισε να τηρήσει τις προθεσμίες αυτές. Αντιθέτως, όπως ήδη διαπιστώθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, το ΣΕΑ, το οποίο γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα τον Ιούνιο του 2004, αναφερόταν ήδη στο γεγονός ότι ο φάκελος, όπως αυτός κοινοποιήθηκε από την προσφεύγουσα, δεν περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία για να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ΕΑΑΤ να αξιολογήσει, κατά ικανοποιητικό τρόπο, τις επιβλαβείς επιδράσεις του dichlorvos. Ειδικότερα, το ΣΕΑ αναφέρεται, στο σημείο 4.6 αυτού, στην ανάγκη υποβολής μελέτης σχετικά με τη μακροπρόθεσμη τοξικότητα του dichlorvos.

    134

    Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλομένη παράβαση της υποχρεώσεως να παρασχεθεί στην προσφεύγουσα η δυνατότητα και επαρκής χρόνος για να διατυπώσει παρατηρήσεις καθώς και της υποχρεώσεως να εξετασθούν προσεκτικά οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν, πρέπει να επισημανθεί ότι από την αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εκλήθη να διατυπώσει τέτοιες παρατηρήσεις επί της εκθέσεως της ΕΑΑΤ, πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκε με την κατάθεση, στις 22 Ιουνίου 2006, των παρατηρήσεών της. Η ίδια αιτιολογική σκέψη επιβεβαιώνει ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας «εξετάσθηκαν προσεκτικά», αλλά ότι «οι αιτίες ανησυχίας […] δεν κατέστη δυνατόν να απαλειφθούν». Συνεπώς, όχι μόνον η προσφεύγουσα εκλήθη να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, αλλά οι εν λόγω παρατηρήσεις, επιπλέον, εξετάσθηκαν προσεκτικά.

    135

    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως διαδικασίας έγινε σεβαστό. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    136

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, σπεύδοντας να απορρίψει τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR και τις παρατηρήσεις της που γνωστοποιήθηκαν στις 22 Ιουνίου 2006, χωρίς να προβλέπει άλλους τρόπους άρσης της διάστασης απόψεων μεταξύ πραγματογνωμόνων, παραδείγματος χάρη με το να ζητήσει μια άλλη γνωμοδότηση ή με το να παράσχει στην προσφεύγουσα περισσότερο χρόνο για τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

    137

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    138

    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα προβλήματα που δημιουργεί δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1987, 137/85, Maizena κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4587, σκέψη 15· αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 411, και Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 223).

    139

    Εντούτοις, στον γεωργικό τομέα, ο δικαστικός έλεγχος της αρχής της αναλογικότητας είναι ιδιαίτερος, καθόσον το Δικαστήριο και το Πρωτοδικείο αναγνωρίζουν υπέρ του κοινοτικού νομοθέτη διακριτική εξουσία που αντιστοιχεί στις πολιτικές ευθύνες τις οποίες του αναθέτουν τα άρθρα 34 ΕΚ και 37 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C-157/96, National Farmers’ Union κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I-2211, σκέψη 61). Κατά συνέπεια, μόνον το προδήλως ακατάλληλο ενός μέτρου που θεσπίζεται στον τομέα αυτόν, σε σχέση με τον στόχο που επιδιώκει το αρμόδιο όργανο, μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα ενός τέτοιου μέτρου (απόφαση του Δικαστηρίου της , C-189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-5689, σκέψη 82· αποφάσεις του Πρωτοδικείου Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 412, και της , T-70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-3495, σκέψεις 177 έως 180).

    140

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να απορρίψει τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR και τις παρατηρήσεις της που γνωστοποιήθηκαν στις 22 Ιουνίου 2006, χωρίς να προβλέψει άλλους τρόπους άρσης της διάστασης απόψεων μεταξύ πραγματογνωμόνων, παραδείγματος χάρη ζητώντας μια άλλη γνωμοδότηση ή παρέχοντας στην προσφεύγουσα περισσότερο χρόνο για τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων.

    141

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα ότι η Επιτροπή μπορούσε να ζητήσει μια άλλη γνωμοδότηση ή να παρατείνει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες προθεσμίες ουδόλως ευρίσκει έρεισμα στο εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή μετέχει στη διαδικασία της αξιολογήσεως της δραστικής ουσίας, η ΕΑΑΤ έχει ήδη διατυπώσει, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, γνωμοδότηση ως προς το αν η εν λόγω δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414. Πάντως, κατά το στάδιο αυτό της διαδικασίας, ούτε η οδηγία 91/414 ούτε ο κανονισμός 451/2000 προβλέπουν τη δυνατότητα να ζητηθεί μια συμπληρωματική γνωμοδότηση. Επιπλέον, καταδείχθηκε στις σκέψεις 129 έως 133, ανωτέρω, ότι, πλην της περιπτώσεως υπάρξεως ανωτέρας βίας, καμία παράταση των εκ του νόμου προβλεπομένων προθεσμιών δεν είναι δυνατή και ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο με το οποίο να επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι βρισκόταν σε κατάσταση ανωτέρας βίας.

    142

    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή είχε δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, ώστε να πρέπει να επιλέξει το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

    143

    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή έσπευσε να απορρίψει τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR καθώς και τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της εκθέσεως της ΕΑΑΤ είναι εσφαλμένος από απόψεως πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, καταδείχθηκε, αντιστοίχως, στις σκέψεις 74 και 134 ανωτέρω, ότι το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της ομάδας SPR αποδόθηκε πιστά στην έκθεση της ΕΑΑΤ και ότι οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας επί της εκθέσεως αυτής εξετάσθηκαν προσεκτικά. Επομένως, διαπιστώνεται ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας είναι αβάσιμος.

    144

    Συνεπώς, ούτε το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως μπορεί να γίνει δεκτό, οπότε αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    145

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παραβιάσθηκε σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η προσφεύγουσα είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι τα νέα στοιχεία που υπέβαλε, στο πλαίσιο της εξετάσεως του dichlorvos, επρόκειτο να μελετηθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο εξετάσεως από σώμα ειδημόνων. Οι διαβεβαιώσεις αυτές προήλθαν από δύο όργανα τα οποία ενεργούσαν εξ ονόματος ή υπό την εποπτεία της Επιτροπής, ήτοι από το ΕΚΜ και την ΕΑΑΤ. Η Επιτροπή, μη υποβάλλοντας σε εξέταση από σώμα ειδημόνων τα υποβληθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία, προσέβαλε τις δικαιολογημένες προσδοκίες της προσφεύγουσας.

    146

    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κατέληξε να πιστεύει ότι ήταν ανώφελο να εκπονηθεί μια μακροπρόθεσμη μελέτη σχετικά με τον καρκινογόνο χαρακτήρα της εν λόγω δραστικής ουσίας, διότι το χρονοδιάγραμμα εργασίας δεν παρείχε τέτοια δυνατότητα, και ότι το ζήτημα είχε υποβληθεί στην κρίση της ομάδας SPR ενόψει διατυπώσεως οριστικού συμπεράσματος. Το γεγονός ότι η ομάδα SPR διατύπωσε γνωμοδότηση που διέλυε κάθε ανησυχία σχετικά με τον καρκινογόνο χαρακτήρα και τη γονιδιακή τοξικότητα ενίσχυσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ως προς το ότι η ΕΑΑΤ επρόκειτο να συντάξει έκθεση συνάδουσα προς τη γνωμοδότηση αυτή.

    147

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    148

    Κατά πάγια νομολογία, κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε, παρέχοντάς του σαφείς διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C-37/02 και C-38/02, Di Lenardo και Dilexport, Συλλογή 2004, σ. I-6911, σκέψη 70· απόφαση του Πρωτοδικείου της , T-203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4239, σκέψη 74· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 153). Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της , C-82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I-3855, σκέψη 33). Αντιθέτως, ο ιδιώτης δεν δύναται να προβάλει παραβίαση αυτής της αρχής, αν η διοίκηση δεν του έχει παράσχει σαφείς διαβεβαιώσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της , C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58, και της , C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 147).

    149

    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως δραστικής ουσίας ενόψει καταχωρίσεώς της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, που προβλέπει το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000, η ΕΑΑΤ αξιολογεί τις επιβλαβείς επιδράσεις της συγκεκριμένης ουσίας και απευθύνει επιστημονική γνωμοδότηση επί του θέματος προς την Επιτροπή. Η εν λόγω επιστημονική γνωμοδότηση διατυπώνεται βάσει του ΣΕΑ, όπως αυτό αξιολογήθηκε κατά τη διάρκεια εξετάσεως εκ μέρους σώματος ειδημόνων από τα κράτη μέλη και, εάν παρίσταται ανάγκη, εκ μέρους εθνικών πραγματογνωμόνων. Κατ’ αρχήν, λαμβάνει χώρα μια επαφή μεταξύ του κοινοποιούντος ή των κοινοποιούντων την οικεία δραστική ουσία και της ΕΑΑΤ πριν αρχίσει η εξέταση από σώμα ειδημόνων. Στη συνέχεια, απόκειται στην Επιτροπή και, αναλόγως της περιπτώσεως, στο Συμβούλιο να λάβει οριστική απόφαση επί της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας. Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου αυτού που έχει ανατεθεί στην ΕΑΑΤ στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως δραστικών ουσιών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, τόσο οι σαφείς διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής όσο και εκ μέρους της ΕΑΑΤ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως δραστικής ουσίας είναι ικανές να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του κοινοποιούντος.

    150

    Δεύτερον, όσον αφορά τις διαβεβαιώσεις που φέρεται ότι έλαβε η προσφεύγουσα ως προς το ότι τα νέα στοιχεία που υπέβαλε, στο πλαίσιο της εξετάσεως του dichlorvos, επρόκειτο να μελετηθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο εξετάσεως από σώμα ειδημόνων, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα δεν αποσαφηνίζει ποια στοιχεία υποβλήθηκαν αλλά δεν αξιολογήθηκαν. Πάντως, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Ως εκ τούτου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η απλώς και μόνον αφηρημένη αναφορά του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας (απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 120). Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας σχετικά με τα στοιχεία τα οποία, όπως υποστηρίχθηκε, υποβλήθηκαν αλλά δεν αξιολογήθηκαν πάσχει λόγω ελλείψεως ακριβείας, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    151

    Τρίτον, ως προς το επιχείρημα που αφορά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατέληξε να πιστεύει ότι ήταν ανώφελο να εκπονηθεί μακροπρόθεσμη μελέτη σχετικά με τον καρκινογόνο χαρακτήρα του dichlorvos, διότι, πρώτον, το χρονοδιάγραμμα εργασίας δεν παρείχε τέτοια δυνατότητα, δεύτερον, το ζήτημα είχε υποβληθεί στην κρίση της ομάδας SPR ενόψει της διατυπώσεως οριστικού συμπεράσματος και, τρίτον, η ομάδα SPR είχε διατυπώσει γνωμοδότηση που διέλυε κάθε ανησυχία σχετικά με τον καρκινογόνο χαρακτήρα και τη γονιδιακή τοξικότητα του dichlorvos, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι έλαβε σαφείς διαβεβαιώσεις περί του ότι ήταν ανώφελο να εκπονηθεί τέτοια μελέτη. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται να υποστηρίξει ότι συνήγαγε από ορισμένα πραγματικά στοιχεία ότι δεν όφειλε να υποβάλει μακροπρόθεσμη μελέτη. Συνεπώς, ελλείψει σαφών διαβεβαιώσεων παρασχεθεισών από την ΕΑΑΤ ή την Επιτροπή επ’ αυτού, ουδόλως είναι δυνατό να προβληθεί παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    152

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του καθήκοντος διασφαλίσεως του υψηλού ποιοτικού επιπέδου και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    153

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 211 ΕΚ, καθόσον δεν στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, σε ανεξάρτητες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, δεύτερον, σε κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τρίτον, σε επιστημονική εξέταση διενεργηθείσα εγκαίρως, τέταρτον, σε επιμελή και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση όλων των στοιχείων και καθόσον παρέλειψε να ειδοποιήσει την προσφεύγουσα σχετικά με το ότι η ποιότητα του φακέλου της ήταν ανεπαρκής.

    154

    Πρώτον, κατά την προσφεύγουσα, η έκθεση της ΕΑΑΤ και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανταποκρίνονται στη σχετική με την ανεξαρτησία απαίτηση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έκθεση αυτή, η οποία μνημονεύει ότι «συμφωνήθηκε στη σύσκεψη με τους εκπροσώπους του κράτους μέλους τον Απρίλιο του 2006 ότι η αξιολόγηση των κινδύνων παραμένει μη πειστική», και από την αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΕΑΑΤ εξέδωσε την έκθεσή της εξαρτώντας τη δική της πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τον καρκινογόνο χαρακτήρα και τη γονιδιακή τοξικότητα του dichlorvos από αξιολόγηση και εξέταση εκ μέρους των εκπροσώπων των κρατών μελών, στις 5 Απριλίου 2006. Η συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών στη σύνταξη της επιστημονικής γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, είναι εκείνη που έχει ως συνέπεια ότι διακυβεύεται η ανεξαρτησία της γνωμοδοτήσεως αυτής.

    155

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι εθνικοί πραγματογνώμονες αρκέσθηκαν να υποστηρίξουν ότι τα στοιχεία σχετικά με τον καρκινογόνο χαρακτήρα και τη γονιδιακή τοξικότητα δεν ήσαν πειστικά, ότι μια νέα μακροπρόθεσμη μελέτη αντενδείκνυτο κατά το στάδιο αυτό και ότι εναπέκειτο στην ομάδα SPR να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα επί του ζητήματος αυτού. Κατά την προσφεύγουσα, αφενός, οι πραγματογνώμονες όντως εκτίμησαν ότι μια νέα μακροπρόθεσμη μελέτη αντενδείκνυτο, λαμβανομένης υπόψη της λήξεως των γενικών διοικητικών προθεσμιών. Πάντως, από την απόφαση IQV, προπαρατεθείσα στη σκέψη 93, προκύπτει ότι η ανάγκη τηρήσεως αυστηρών προθεσμιών δεν μπορεί να υπερισχύσει της ανάγκης διενέργειας εξαντλητικής και συνάδουσας προς το τελευταίο στάδιο εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων αξιολογήσεως των κινδύνων. Αφετέρου, εάν τα στοιχεία δεν ήσαν πειστικά και εάν μόνον η ομάδα SPR ήταν σε θέση να διατυπώσει συμπέρασμα επί του ζητήματος αυτού, ο λόγος για τον οποίο οι πραγματογνώμονες δεν ευθυγραμμίστηκαν προς τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR είναι δυσεξήγητος. Επομένως, η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη την υποχρέωσή της για άσκηση χρηστής διοικήσεως.

    156

    Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη, εν προκειμένω, την υποχρέωσή της να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται από την οδηγία 91/414 και τα παραρτήματά της για την αξιολόγηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, κατά το μέτρο που η ΕΑΑΤ υπέβαλε την έκθεσή της στην Επιτροπή αφού είχε παρέλθει η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 451/2000 προθεσμία.

    157

    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη, επίσης, την υποχρέωσή της για άσκηση χρηστής διοικήσεως, καθώς και την υποχρέωσή της να εξετάζει κάθε υπόθεση με επιμέλεια και αμεροληψία, καθόσον δεν διαβίβασε στα κράτη μέλη και στην ΕΑΑΤ τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η προσφεύγουσα στις 22 Ιουνίου 2006, ενώ, κατά τη νομολογία, ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει τις σχετικές μελέτες και τα σχετικά στοιχεία για την αξιολόγηση του dichlorvos στην ίδια εξέταση με όλες τις μελέτες που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών αξιολογήσεως.

    158

    Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι, αν η Επιτροπή θεωρούσε ότι ο φάκελος είχε τέτοιες ελλείψεις ώστε να μην είναι δυνατή η αξιολόγηση του κινδύνου, είχε την υποχρέωση, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να ενημερώσει την προσφεύγουσα επ’ αυτού κατά την περίοδο μεταξύ της καταθέσεως του φακέλου της, τον Απρίλιο του 2002, και της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τον Ιούνιο του 2007.

    159

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    160

    Πρώτον, ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε ανεξάρτητες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως είναι πανομοιότυπη με εκείνη που προβλήθηκε στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Πάντως, κρίθηκε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία ήταν αβάσιμη. Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    161

    Δεύτερον, ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η εφαρμογή αυστηρών προθεσμιών δεν μπορεί να υπερισχύσει της ανάγκης διενέργειας εξαντλητικής και συνάδουσας προς το τελευταίο στάδιο εξελίξεως των επιστημονικών γνώσεων αξιολογήσεως των κινδύνων και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση της ομάδας SPR. Διαπιστώνεται ότι, κατ’ ουσίαν, η επιχειρηματολογία αυτή είναι πανομοιότυπη με εκείνη που προβλήθηκε, αντιστοίχως, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Πάντως, κρίθηκε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία ήταν αβάσιμη. Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    162

    Τρίτον, ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε επιστημονική εξέταση διενεργηθείσα εγκαίρως, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι πανομοιότυπη με εκείνη που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Πάντως, κρίθηκε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία ήταν αβάσιμη. Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    163

    Τέταρτον, ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε επιμελή και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση όλων των στοιχείων, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα στηρίζει την αιτίασή της στο γεγονός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να γνωστοποιήσει στα κράτη μέλη και στην ΕΑΑΤ τις παρατηρήσεις που η προσφεύγουσα υπέβαλε στις 22 Ιουνίου 2006. Η επιχειρηματολογία αυτή είναι πανομοιότυπη, κατ’ ουσίαν, με εκείνη που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως. Πάντως, κρίθηκε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία ήταν αβάσιμη. Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

    164

    Πέμπτον, ως προς την αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να ειδοποιήσει την προσφεύγουσα σχετικά με τις ελλείψεις του φακέλου της κατά την περίοδο μεταξύ της καταθέσεως του εν λόγω φακέλου, τον Απρίλιο του 2002, και της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισημάνθηκε ήδη, στη σκέψη 58 ανωτέρω, ότι το ΣΕΑ, η προσθήκη που επήλθε στο σχέδιο αυτό καθώς και η έκθεση της ΕΑΑΤ, έγγραφα τα οποία γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα μεταξύ 2004 και 2006, αναφέρθηκαν στο ότι ο φάκελος, όπως κοινοποιήθηκε από την προσφεύγουσα, δεν περιείχε όλα τα αναγκαία στοιχεία για να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ΕΑΑΤ να αξιολογήσει, κατά ικανοποιητικό τρόπο, τις επιβλαβείς επιδράσεις του dichlorvos. Επιπλέον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί σχετικά με τις ελλείψεις του φακέλου της το 2003, προτού μάλιστα οριστικοποιηθεί το ΣΕΑ. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν ειδοποιήθηκε σχετικά με τις ελλείψεις του φακέλου της.

    165

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    166

    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι δραστικές ουσίες οι οποίες υπόκεινται σε αξιολόγηση των κινδύνων στο πλαίσιο του μεταβατικού προγράμματος εργασίας που εφαρμόζει η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση. Πάντως, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι πολλές ουσίες, όπως το manebe, το mancozebe και το oxamyl, καταχωρίσθηκαν στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 ενώ εμφάνιζαν κινδύνους τοξικότητας βάσει των προσκομισθέντων στοιχείων, υπό τον όρο πάντως ότι οι εν λόγω ουσίες επρόκειτο να υποβληθούν σε συμπληρωματικές δοκιμές, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.

    167

    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση φέρεται παραβιάζουσα την «αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων», κατά το μέτρο που κανένας λόγος δεν δικαιολογεί αντικειμενικά τη διάκριση που γίνεται, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, μεταξύ του oxamyl, του mancozebe και του manebe, αφενός, και του dichlorvos, αφετέρου.

    168

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    169

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποκλείει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογες καταστάσεις και να αντιμετωπίζονται με πανομοιότυπο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T-38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4407, σκέψη 453, και Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 236).

    170

    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το dichlorvos είναι συγκρίσιμο με τις δραστικές ουσίες που καλύπτονται από την οδηγία 2005/72/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2005, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414 με σκοπό την καταχώριση των ουσιών chlorpyrifos, chlorpyrifos-methyl, mancozeb, maneb και metiram ως δραστικών ουσιών (ΕΕ L 279, σ. 63), από την οδηγία 2006/16/ΕΚ της Επιτροπής, της , για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωριστεί η ουσία oxamyl ως δραστική ουσία (ΕΕ L 36, σ. 37), καθώς και από την οδηγία 2007/25/ΕΚ της Επιτροπής, της , για τροποποίηση της οδηγίας 91/414 προκειμένου να καταχωριστούν οι ουσίες dimethoate, dimethomorph, glufosinate, metribuzin, phosmet και propamocarb ως δραστικές ουσίες (ΕΕ L 106, σ. 34). Με τις οδηγίες αυτές, η Επιτροπή δέχθηκε την καταχώριση των εν λόγω δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 υπό την επιφύλαξη ότι επρόκειτο να διενεργηθούν συμπληρωματικές μελέτες.

    171

    Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2005/72, από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2006/16 και από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2007/25 προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι διάφορες διενεργηθείσες εξετάσεις κατέδειξαν ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες, τις οποίες αφορούν οι εν λόγω οδηγίες, μπορούσαν γενικώς να θεωρηθούν ως ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 91/414. Για τον λόγο αυτόν, οι δραστικές αυτές ουσίες καταχωρίσθηκαν στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, υπό τον όρο πάντως της διενέργειας συμπληρωματικών δοκιμών προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αξιολόγηση των κινδύνων ως προς ορισμένα σημεία.

    172

    Αντιθέτως, για το dichlorvos, η Επιτροπή ουδέποτε διαπίστωσε ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή τη δραστική ουσία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 91/414. Αντιθέτως, διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι διενεργηθείσες αξιολογήσεις με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν και αξιολογήθηκαν κατά τις συνεδριάσεις πραγματογνωμόνων της ΕΑΑΤ δεν απέδειξαν ότι είναι δυνατόν, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσεως, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ουσία dichlorvos να πληρούν γενικά τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α’ και β’, της οδηγίας 91/414».

    173

    Εφόσον η αξιολόγηση του dichlorvos, αφενός, και των δραστικών ουσιών τις οποίες αφορούν οι οδηγίες 2005/72, 2006/16 και 2007/25, αφετέρου, κατέληξε σε διαφορετικά αποτελέσματα, η Επιτροπή καλώς επεφύλαξε διαφορετική μεταχείριση στο dichlorvos, αποφασίζοντας δηλαδή, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, να μην καταχωρίσει τη δραστική αυτή ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

    174

    Επομένως, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 95 ΕΚ καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    175

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που ήσαν διαθέσιμες στις 6 Ιουνίου 2007, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 95 ΕΚ καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.

    176

    Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ ορίζει ότι, όταν τα κοινοτικά όργανα θεσπίζουν μέτρα στον τομέα της προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όλα τα επιστημονικά στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους. Επιπλέον, το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414 δεν παρέχει στην Επιτροπή την ευχέρεια να παρεκκλίνει από την υποχρέωση να εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου. Τέλος, το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 υπονοεί την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν τις επιβαλλόμενες αποφάσεις σχετικά με τις δραστικές ουσίες, στηριζόμενα στις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.

    177

    Πάντως, η προσφεύγουσα επισημαίνει, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε όλα τα στοιχεία που ήσαν στη διάθεσή της. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υπέβαλε πολλές μελέτες στην Επιτροπή, τον Αύγουστο του 2005, με τις οποίες αξιολογούσε, πρώτον, τα επίπεδα έκθεσης του χειριστή στο dichlorvos, δεύτερον, τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθενται οι παρευρισκόμενοι, τρίτον, τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του dichlorvos και, τέταρτον, την αναλυτική μέθοδο ανίχνευσης υπολειμμάτων στα ύδατα. Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε, επίσης, τη μελέτη που της ζητήθηκε σχετικά με την αναλυτική μέθοδο ανίχνευσης υπολειμμάτων στον αέρα. Οι μελέτες αυτές ουδέποτε αποτέλεσαν αντικείμενο αξιολογήσεως, παρά τη ρητή διαβεβαίωση ότι επρόκειτο να αξιολογηθούν. Η προσφεύγουσα επισημαίνει, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν της επέτρεψε να υποβάλει πειστικότερα στοιχεία, καθόσον έκρινε ότι η ταχθείσα προς τούτο προθεσμία είχε λήξει.

    178

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    — Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

    179

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι, για να καταχωρισθεί μια δραστική ουσία στο παράρτημα Ι της ίδιας οδηγίας, θα πρέπει να είναι δυνατό να αναμένεται, με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ότι η χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία, χρήση η οποία είναι αποτέλεσμα εφαρμογής σύμφωνης με την ορθή φυτοϋγειονομική πρακτική, δεν έχει επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων και ότι η εν λόγω χρήση δεν έχει ανεπίτρεπτη επίδραση στο περιβάλλον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β’, iv και v, της ίδιας οδηγίας.

    180

    Η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την αρχή της προφυλάξεως, συνεπάγεται ότι, όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων, η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων βάσει των οποίων, λαμβανομένης υπόψη και της επιστημονικής αβεβαιότητας, μπορεί ευλόγως να αμφισβητηθεί το αβλαβές μιας ουσίας αποκλείει, κατ’ αρχήν, την καταχώριση της ουσίας αυτής στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Συγκεκριμένα, η αρχή της προφυλάξεως αποσκοπεί στην πρόληψη δυνητικών κινδύνων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T-229/04, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-2437, σκέψη 161).

    181

    Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι από την έκφραση «με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις» που περιέχεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 δεν μπορεί να συναχθεί ότι επιχειρήσεις που έχουν προβεί σε κοινοποίηση σχετικά με μια δραστική ουσία και που βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο να εκδοθεί απόφαση περί μη καταχωρίσεως της ουσίας αυτής στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν νέα στοιχεία όσο υφίστανται αμφιβολίες σχετικά με το αβλαβές αυτής της δραστικής ουσίας. Μια τέτοια ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως θα ήταν αντίθετη με τον σκοπό να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, ο οποίος αποτελεί βάθρο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, καθόσον θα ισοδυναμούσε με το να παρασχεθεί σε εκείνον που προέβη σε κοινοποίηση σχετικά με τη δραστική ουσία, ο οποίος, αφενός, φέρει το βάρος αποδείξεως του αβλαβούς της και, αφετέρου, γνωρίζει καλύτερα τη σχετική ουσία, δικαίωμα αρνησικυρίας σχετικά με μια ενδεχόμενη απόφαση περί μη καταχωρίσεως της εν λόγω ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 93).

    182

    Ως εκ περισσού, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως είναι ακόμη πιο αδιανόητη αν ληφθεί υπόψη η ύπαρξη, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δυνατότητας (νέας) κοινοποιήσεως σχετικά με τη δραστική ουσία ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της τελευταίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 94).

    183

    Επιπλέον, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 130, πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχουν ακριβείς κανονιστικές διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες, τις οποίες πρέπει να τηρούν οι κοινοποιούντες, για την κατάθεση μελετών και στοιχείων, στο πλαίσιο της γενικής διαδικασίας αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών της οδηγίας 91/414, ιδίως δε η διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000. Εφόσον η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι υπέβαλε συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία ζητήθηκαν από την ΕΑΑΤ, σε συμφωνία με το ΕΚΜ, κατά τη σύσκεψη αξιολογήσεως της 9ης Φεβρουαρίου 2005, διαπιστώνεται ότι οι μελέτες, τις οποίες δεν έλαβε υπόψη η Επιτροπή, δεν υποβλήθηκαν σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

    184

    Καίτοι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000 δεν απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία να παρεκκλίνει από την υποχρέωση ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 91/414 πρέπει να εκδίδονται με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό του άρθρου 5 της οδηγίας 91/414, της οποίας καθορίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες εφαρμογής.

    185

    Πάντως, επισημάνθηκε ήδη, στη σκέψη 133 ανωτέρω, ότι η παράταση της προθεσμίας αξιολογήσεως μιας δραστικής ουσίας —και, ενδεχομένως, της προθεσμίας υποβολής νέων στοιχείων— είναι επιβεβλημένη μόνον υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, δεν είναι αδύνατον να υπάρξει παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προθεσμίες που τάσσει η σχετική ρύθμιση και, αφετέρου, ότι εκείνοι που προέβησαν σε κοινοποίηση σχετικά με τη δραστική ουσία βρέθηκαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας η οποία τους εμπόδισε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες. Εκτός από την περίπτωση, που ήδη μνημονεύθηκε στη σκέψη 133 ανωτέρω, κατά την οποία η αδυναμία τηρήσεως των εν λόγω προθεσμιών οφείλεται σε αντιφατική συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών, μια τέτοια περίσταση μπορεί να νοηθεί όταν οι τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις έχουν εξελιχθεί, κατά απρόβλεπτο τρόπο, από της κοινοποιήσεως του φακέλου στο ΕΚΜ.

    186

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο με το οποίο να επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι αυτή βρισκόταν σε κατάσταση ανωτέρας βίας η οποία την εμπόδισε να τηρήσει τις προθεσμίες. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη νέας εξελίξεως των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων σχετικά με το dichlorvos, από της κοινοποιήσεως του φακέλου στο ΕΚΜ, ικανής να θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των πληροφοριακών στοιχείων που περιείχε ο εν λόγω φάκελος.

    187

    Επομένως, η αιτίαση που αφορά προβαλλομένη παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 πρέπει να απορριφθεί.

    — Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ

    188

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ ορίζει ότι η Επιτροπή, στις προτάσεις της προς το Συμβούλιο για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, στον τομέα της υγείας, της ασφάλειας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας των καταναλωτών, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στηριζόμενη ιδίως σε όσες νέες εξελίξεις αποτελούν απόρροια επιστημονικών δεδομένων. Το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας του ανθρώπου.

    189

    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, με τα δικόγραφά της, ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414 συνάδει προς αυτές τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και αποτελεί έκφραση των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα σχετικά με το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ συνδέεται άρρηκτα με εκείνη που προβλήθηκε προς στήριξη του άρθρου 5 της οδηγίας 91/414. Πάντως, κρίθηκε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία ήταν αβάσιμη. Επομένως, η αιτίαση που αφορά προβαλλομένη παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ πρέπει επίσης να απορριφθεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ, η οποία αμφισβητείται από την Επιτροπή.

    — Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

    190

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον εφόσον στοιχειοθετηθεί το αβλαβές του εν λόγω προϊόντος, με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Στον βαθμό που το άρθρο αυτό, το οποίο αφορά τη χορήγηση εγκρίσεων για φυτοπροστατευτικά προϊόντα (στο εξής: ΕΦΠ) εκ μέρους των κρατών μελών, έχει συνταχθεί με ανάλογη, κατ’ ουσίαν, διατύπωση προς εκείνη του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, τα άρθρα αυτά πρέπει να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο.

    191

    Επομένως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το άρθρο αυτό απευθύνεται στα κράτη μέλη και όχι στην Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι, όπως και για την αιτίαση την αφορώσα παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ, η σχετική με την παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 επιχειρηματολογία συνδέεται άρρηκτα με τη σχετική με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιχειρηματολογία. Πάντως, κρίθηκε ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία ήταν αβάσιμη. Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά προβαλλομένη παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 πρέπει να απορριφθεί.

    192

    Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά την υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τις «τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις» δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Επομένως, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

    Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας και παράβαση του άρθρου 5 ΕΚ

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    193

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αν η Επιτροπή αποφασίσει να απαγορεύσει μια δραστική ουσία χωρίς να εξετάσει κατά πόσον η έκδοση της εν λόγω αποφάσεως θα μπορούσε να γίνει καλύτερα σε επίπεδο κρατών μελών, παραβιάζει την αρχή της επικουρικότητας επί της οποίας στηρίζεται, κατά δική της ομολογία, η οδηγία 91/414.

    194

    Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η πρακτική της Επιτροπής συνίσταται στο ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο εξετάζει αν μια δραστική ουσία μπορεί να καταχωρισθεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, υπό την επιφύλαξη της υποβολής συμπληρωματικών ή επιβεβαιωτικών στοιχείων στις αρχές του κράτους μέλους όταν οι δικαιούχοι των ΕΦΠ επιθυμούν να δικαιολογήσουν τη διατήρηση των εν λόγω ΕΦΠ. Βάσει της πρακτικής αυτής, ανατίθεται, εν τέλει, στο κράτος μέλος, εντός του οποίου ζητείται μια ΕΦΠ, η διενέργεια της επιστημονικής αξιολογήσεως, σε τελευταίο βαθμό, της δραστικής ουσίας την οποία περιέχει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν. Επομένως, τα κράτη μέλη αποφασίζουν αν τα στοιχεία που υποβάλλονται σε εθνικό επίπεδο είναι επαρκή για να αποκλεισθεί κάθε αιτία ανησυχίας. Πρόκειται για μια λογική πτυχή του συστήματος, δεδομένου ότι η αξιολόγηση μιας δραστικής ουσίας που στηρίζεται στα κριτήρια αντικειμενικής αξιολογήσεως των κινδύνων δεν μπορεί, παραδείγματος χάρη, να λάβει πλήρως υπόψη τις διαφορές ως προς τις γεωγραφικές συνθήκες και τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν στον γεωργικό τομέα και οι οποίες προσιδιάζουν σε κάθε κράτος μέλος.

    195

    Πάντως, καίτοι η Επιτροπή υπείχε υποχρέωση εκ του νόμου να εξετάσει το ζήτημα κατά πόσον βρισκόταν σε καλύτερη θέση απ’ ό,τι τα κράτη μέλη για να ασχοληθεί με τις αιτίες ανησυχίας οι οποίες, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, εξακολουθούσαν να υφίστανται, αυτή απέφυγε κάθε σχετικό προβληματισμό.

    196

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    197

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι η αρχή της επικουρικότητας καθιερώνεται με το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, κατά το οποίο, στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Κοινότητα δρα μόνον εάν και στον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσεως είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσεως, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο.

    198

    Εξάλλου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε συμφώνως προς τις διαδικασίες τις οποίες προβλέπουν η οδηγία 91/414 και ο κανονισμός 451/2000, για καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Πάντως, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της εν λόγω οδηγίας και του εν λόγω κανονισμού με γνώμονα την αρχή της επικουρικότητας.

    199

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία 91/414 κατανέμει τις αρμοδιότητες μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών, με βάση τους στόχους της προβλεπόμενης δράσεως. Έτσι, κατά τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 91/414, η έγκριση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εντούτοις, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν κατ’ αρχήν να εγκρίνουν ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν παρά μόνον αν οι οικείες δραστικές ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα I. Επιπλέον, από το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000 προκύπτει ότι μόνον η Επιτροπή ή, ενδεχομένως, μόνον το Συμβούλιο έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει σχετικά με το αν θα συμπεριληφθεί ή όχι στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 μια δραστική ουσία που εμπίπτει στο δεύτερο στάδιο του προγράμματος εργασίας. Η διάταξη αυτή ουδόλως παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να λάβουν οριστική απόφαση ως προς το ζήτημα αν η συγκεκριμένη δραστική ουσία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.

    200

    Εφόσον το νομικό πλαίσιο που διέπει την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προέβλεπε, συναφώς, συμμετοχή και των κρατών μελών, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της επικουρικότητας.

    201

    Επομένως, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    202

    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    203

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε και ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Η Denka International BV φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

     

    Pelikánová

    Jürimäe

    Soldevila Fragoso

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Νοεμβρίου 2009.

    (υπογραφές)

    Πίνακας περιεχομένων

     

    Νομικό πλαίσιο

     

    Η οδηγία 91/414/EOK

     

    Ο κανονισμός 451/2000

     

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

     

    Ιστορικό της διαφοράς

     

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    Σκεπτικό

     

    Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1490/2002

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002 και του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000

     

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

     

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

     

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

     

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη επιστημονικής δικαιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 91/414

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

     

    Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

     

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

     

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και παράβαση του καθήκοντος διασφαλίσεως του υψηλού ποιοτικού επιπέδου και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών γνωμοδοτήσεων

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 95 ΕΚ καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    — Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

     

    — Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ

     

    — Επί της αιτιάσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

     

    Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας και παράβαση του άρθρου 5 ΕΚ

     

    Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί των δικαστικών εξόδων


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top