EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62005CC0281

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 4ης Ιουλίου 2006.
Montex Holdings Ltd κατά Diesel SpA.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Σήματα - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - Δικαίωμα του δικαιούχου σήματος να απαγορεύει τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων που φέρουν πανομοιότυπο σημείο από το έδαφος κράτους μέλους στο οποίο το σήμα αυτό προστατεύεται - Παράνομη κατασκευή - Συνδεδεμένο κράτος.
Υπόθεση C-281/05.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-10881

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:444

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα

1. Η υπό κρίση αίτηση του Bundesgerichtshof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά κατ’ ουσία την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 3, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ (2) . Ειδικότερα, τίθεται το ερώτημα αν ο δικαιούχος σήματος το οποίο έχει καταχωριστεί σε κράτος μέλος έχει δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμετακόμιση, από το έδαφος του κράτους μέλους αυτού, εμπορευμάτων που φέρουν το σήμα αυτό, ενώ το εν λόγω σήμα δεν προστατεύεται στο κράτος μέλος προορισμού και τα εμπορεύματα μπορούν να διατίθενται εκεί ελεύθερα στο εμπόριο.

I – Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, το νομικό πλαίσιο και τα υποβληθέντα προς το Δικαστήριο ερωτήματα

2. Η Diesel SpA (στο εξής: Diesel) είναι δικαιούχος του σήματος DIESEL για εμπορεύματα της κλάσεως 25: «ενδύματα, υποδήματα και είδη πιλοποιίας» (3), το οποίο προστατεύεται μεταξύ άλλων στη Γερμανία. Η Montex Holdings Ltd (στο εξής: Montex) πωλεί τζην με το σήμα DIESEL στην Ιρλανδία όπου το σήμα τής Diesel δεν προστατεύεται.

3. Η Montex κατασκευάζει τζην εξάγοντας στην Πολωνία μεμονωμένα τμήματα υφάσματος, περιλαμβανομένου του φέροντος το σχετικό σήμα, στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος που προβλέπει την αποστολή σε σφραγισμένα κιβώτια· εκεί πραγματοποιείται η συρραφή των ως άνω τμημάτων και, τελικά, τα έτοιμα παντελόνια επανεισάγονται στην Ιρλανδία.

4. Στις 31 Δεκεμβρίου 2000, το Hauptzollamt Löbau – Zollamt Zittau (κεντρικό τελωνείο του Löbau – περιφερειακό τελωνείο Zittau) (Γερμανία) κατέσχεσε μια ποσότητα 5 076 γυναικείων παντελονιών που προορίζονταν για τη Montex και έφεραν το σήμα DIESEL, τα οποία επρόκειτο να μεταφέρει με φορτηγά αυτοκίνητα μια ουγγρική εταιρία μεταφορών από την πολωνική επιχείρηση συρραφής τους μέσω γερμανικού εδάφους. Τα παντελόνια επρόκειτο να μεταφερθούν υπό καθεστώς διαμετακόμισης χωρίς διακοπή, από το πολωνικό τελωνείο μέχρι το τελωνείο του Δουβλίνου, και προστατεύονταν από ενδεχόμενη κλοπή κατά τη διάρκεια της μεταφοράς με σφράγιση (μολυβδοσφραγίδες του τελωνείου) του μεταφορικού μέσου από το πολωνικό τελωνείο.

5. Η Montex υπέβαλε ένσταση κατά της διαταγής κατασχέσεως των εν λόγω εμπορευμάτων. Υποστηρίζει ότι η απλή διαμετακόμιση των εμπορευμάτων μέσω του γερμανικού εδάφους δεν προσβάλλει το δικαίωμα επί του σήματος. Η Diesel θεωρεί, ωστόσο, ότι η διαμετακόμιση συνιστά πράξη προσβολής του δικαιώματός της επί του σήματος διότι υφίσταται κίνδυνος να διατεθούν παρανόμως στην αγορά τα εμπορεύματα εντός της χώρας διαμετακομίσεως. Η Diesel ζήτησε να απαγορευθεί στη Montex να διαμετακομίζει ή να αναθέτει σε τρίτον τη σχετική διαμετακόμιση των εμπορευμάτων μέσω του γερμανικού εδάφους. Ζήτησε επιπλέον να υποχρεωθεί η Montex να αποδεχθεί την καταστροφή των κατασχεθέντων εμπορευμάτων ή, κατ’ επιλογή της, την απομάκρυνση και καταστροφή κάθε ετικέτας και διακριτικού σημείου φέροντος το σήμα DIESEL και να αναγνωριστεί ότι τα έξοδα της καταστροφής βαρύνουν τη Montex.

6. Η Montex, αφού ηττήθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof το οποίο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Παρέχει το καταχωρισμένο σήμα στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων που φέρουν το σήμα αυτό;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, συνάγεται κάτι διαφορετικό από το γεγονός ότι το σήμα δεν προστατεύεται στη χώρα προορισμού των προϊόντων;

3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και ανεξάρτητα από την απάντηση που δίδεται στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να γίνει κάποια διάκριση σχετικά με το αν τα προοριζόμενα για κράτος μέλος εμπορεύματα προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, από συνδεδεμένο κράτος ή από τρίτη χώρα; Συναφώς, έχει σημασία αν τα εμπορεύματα κατασκευάστηκαν νόμιμα στη χώρα προελεύσεως ή κατόπιν προσβολής ενός υφιστάμενου στη χώρα αυτή δικαιώματος επί του σήματος;»

7. Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει, ιδίως, το άρθρο 5 της οδηγίας περί σημάτων, το οποία διέπει τα «δικαιώματα που παρέχει το σήμα», ορίζοντας τα εξής:

«1. Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α) σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί·

β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα·

[…]»

8. Η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι:

«Εάν πληρούνται οι όροι των παραγράφων 1 και 2, μπορεί, ιδίως, να απαγορεύεται:

α) η επίθεση του σημείου επί των προϊόντων ή της συσκευασίας τους·

β) η προσφορά των προϊόντων ή η εμπορία ή η κατοχή τους προς εμπορία ή η προσφορά ή παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο·

γ) η εισαγωγή ή η εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο·

δ) η χρησιμοποίηση του σημείου σε επαγγελματικό έντυπο υλικό και στη διαφήμιση.»

9. Συναφής επίσης για την ανάλυση της υποθέσεως είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 3295/94 (4), ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Η δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού έχουν ως εξής:

«εκτιμώντας ότι το εμπόριο εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και πειρατικών και εξομοιουμένων επιφέρει σημαντική ζημία στους νομοταγείς κατασκευαστές και εμπόρους και στους κατόχους των δικαιωμάτων δημιουργού και συγγενών δικαιωμάτων και εξαπατά τους καταναλωτές· ότι πρέπει να παρεμποδίζεται με κάθε μέσον η διάθεση στην αγορά τέτοιων εμπορευμάτων και να ληφθούν μέτρα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της εν λόγω παρανομίας χωρίς ωστόσο να παρακωλύεται η ελευθερία του νόμιμου εμπορίου· ότι, εξάλλου, ο στόχος αυτός συμπίπτει με ανάλογες διεθνείς προσπάθειες·

εκτιμώντας ότι, όταν τα εμπορεύματα παραποίησης/απομίμησης, τα πειρατικά και άλλα εξομοιούμενα προς αυτά εισάγονται από τρίτες χώρες, απαιτείται να απαγορευθεί η ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός της Κοινότητας ή η θέση τους υπό καθεστώς αναστολής και να θεσπισθεί κατάλληλη διαδικασία παρέμβασης των τελωνειακών αρχών, προκειμένου να διασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή τήρηση της απαγόρευσης αυτής».

10. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει:

«1. O παρών κανονισμός καθορίζει:

α) τις προϋποθέσεις παρέμβασης των τελωνειακών αρχών όταν εμπορεύματα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι ανήκουν στην κατηγορία των εμπορευμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄:

– δηλώνονται για την ελεύθερη κυκλοφορία, την εξαγωγή ή την επανεξαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 [του Συμβουλίου], της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα [ (5) ] ,

– ανακαλύπτονται, κατά την άσκηση ελέγχου επί εμπορευμάτων υπό τελωνειακή επιτήρηση σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, υπαχθέντων σε καθεστώς αναστολής κατά την έννοια του άρθρου 84, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού, επανεξαχθέντων κατόπιν κοινοποιήσεως ή τοποθετημένων σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη κατά την έννοια του άρθρου 166 του ίδιου κανονισμού,

και

β) τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές έναντι των ιδίων αυτών εμπορευμάτων εφόσον αποδεικνύεται ότι είναι πράγματι εμπορεύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο α΄.»

11. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει: «Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοούνται: α) ως “εμπορεύματα που προσβάλλουν ένα δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας”:

– τα “εμπορεύματα παραποίησης/απομίμησης”, ήτοι:

– τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της συσκευασίας τους, που φέρουν χωρίς άδεια βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα το οποίο είναι ίδιο με βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα που έχει δεόντως καταχωρηθεί για τους ίδιους τύπους εμπορευμάτων, ή που δεν μπορεί να διαχωρισθεί ως προς τα βασικά του στοιχεία από το εν λόγω βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα και το οποίο, ως εκ τούτου, παραβιάζει τα δικαιώματα του κατόχου του εν λόγω σήματος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία ή τη νομοθεσία του κράτους μέλους στις τελωνειακές αρχές του οποίου απευθύνεται το αίτημα παρέμβασης,

[…]»

II – Ανάλυση

12. Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο μπορούν να συνοψιστούν, κατ’ ουσία, σε ένα μόνον ερώτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί ενιαία απάντηση: παρέχει το σήμα στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη διαμετακόμιση εμπορευμάτων, επί των οποίων έχει επιτεθεί πανομοιότυπο προς το σήμα σημείο, που έχουν κατασκευαστεί σε τρίτη χώρα, από το έδαφος κράτους μέλους στο οποίο το σήμα αυτό προστατεύεται, όταν τα εμπορεύματα έχουν ως τελικό προορισμό κράτος μέλος στο οποίο μπορούν νόμιμα να διατεθούν στο εμπόριο διότι το εν λόγω σήμα δεν προστατεύεται εκεί; Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, κατ’ αρχάς, να καταστεί σαφές σε ποιο τελωνειακό καθεστώς υπάγονταν τα εμπορεύματα κατά τη στιγμή της κατασχέσεως στη Γερμανία.

13. Σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του τελωνειακού κώδικα, «το καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης επιτρέπει την κυκλοφορία μεταξύ δύο σημείων του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας [...] μη κοινοτικών εμπορευμάτων, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις ούτε σε μέτρα εμπορικής πολιτικής». Πρόκειται επομένως για καθεστώς που αφορά, γενικώς, εμπορεύματα που προέρχονται από τρίτες χώρες και δεν κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Κοινότητας.

14. Πάντως, δεν αμφισβητείται στην υπό κρίση υπόθεση, όπως το τόνισαν ιδιαιτέρως με τις παρατηρήσεις τους η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι τα επίδικα εμπορεύματα, κατά τον χρόνο της κατασχέσεώς τους στο τελωνείο του Löbau, στις 31 Δεκεμβρίου 2000, υπάγονταν σε καθεστώς αναστολής εξωτερικής διαμετακομίσεως (6) . Πρόκειται, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, για γυναικεία παντελόνια προερχόμενα από την Πολωνία πριν από την προσχώρηση του κράτους αυτού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία δεν μπορούσαν να διατεθούν ελεύθερα εντός της Κοινότητας.

15. Το άρθρο 92 του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι «το καθεστώς εξωτερικής διαμετακόμισης εκκαθαρίζεται όταν τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς αυτό και το σχετικό έγγραφο προσάγονται στο τελωνείο του τόπου προορισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω καθεστώτος». Πάντως, η διαδικασία του εκτελωνισμού και της περατώσεως της τελωνειακής σφραγίσεως στην οποία υποβάλλονται τα εμπορεύματα πρέπει να λάβουν χώρα στο ιρλανδικό τελωνείο προορισμού των εμπορευμάτων. Εντός της Κοινότητας, επομένως, τα εμπορεύματα μπορούν να διατεθούν ελεύθερα στο εμπόριο στην Ιρλανδία.

16. Όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά από το Δικαστήριο με τη σκέψη 34 της απόφασης Polo/Lauren (7), η εξωτερική διαμετακόμιση μη κοινοτικών εμπορευμάτων στηρίζεται σε πλάσμα δικαίου. Κατά την εξωτερική διαμετακόμιση τα εμπορεύματα δεν υπόκεινται ούτε στους αντίστοιχους εισαγωγικούς δασμούς ούτε στα άλλα μέτρα εμπορικής πολιτικής. Πριν από την ελεύθερη διάθεσή τους στο εμπόριο που θα λάβει χώρα στην Ιρλανδία, τα εμπορεύματα αυτά θεωρούνται ως μη εισελθόντα σε κοινοτικό έδαφος.

17. Η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αποτελούσε ακόμη κράτος μέλος της Ενώσεως τη στιγμή που τα εν λόγω εμπορεύματα, προερχόμενα από το κράτος αυτό, κατασχέθηκαν στη Γερμανία κατά τη διαμετακόμισή τους προς την Ιρλανδία. Συνεπώς, η υποθετική περίπτωση κατά την οποία τα εμπορεύματα προέρχονται από την Πολωνία μετά την είσοδο της χώρας αυτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει επομένως να ληφθεί υπόψη για την απάντηση που πρόκειται να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο. Το μόνο κρίσιμο ζήτημα, συναφώς, είναι αν το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν, κατά την ημερομηνία της κατασχέσεως των εμπορευμάτων στη Γερμανία, όχι απλώς τρίτη χώρα, αλλά κράτος υπό σύνδεση (8), είναι ικανό να μεταβάλει την ανάλυση της υποθέσεως. Φρονώ ότι στο ζήτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

18. Η συμφωνία συνδέσεως αποσκοπεί απλώς στη δημιουργία καταλλήλου πλαισίου για την προοδευτική ενσωμάτωση της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Κοινότητα, ενόψει της ενδεχόμενης προσχωρήσεώς της στην Κοινότητα, ενώ στόχος της Συνθήκης ΕΚ είναι η δημιουργία εσωτερικής αγοράς (9) . Μολονότι, στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία συνδέσεως προέβλεπε τη σταδιακή δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Κοινότητας και της Πολωνίας (10), αυτό δεν συνεπαγόταν ότι τα επίδικα εμπορεύματα έπαυσαν να βρίσκονται υπό τελωνειακό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως τη στιγμή που κατασχέθηκαν στη Γερμανία στις 31 Δεκεμβρίου 2000. Τα επίδικα εμπορεύματα στην υπό κρίση υπόθεση προέρχονται από την Πολωνία και η Πολωνία ενσωματώθηκε στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας μόλις από 1ης Μαΐου 2004.

19. Μετά την παρένθεση αυτή, επανέρχομαι στο κεντρικό ερώτημα της υποθέσεως αυτής, αν δηλαδή ο δικαιούχος σήματος στη Γερμανία έχει δικαίωμα να απαγορεύει την εξωτερική διαμετακόμιση εμπορευμάτων στη χώρα αυτή επειδή η διαμετακόμιση αυτή συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων του επί του σήματος στη Γερμανία.

20. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας περί σημάτων προβλέπει ότι ο δικαιούχος σήματος έχει το δικαίωμα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του, κάθε σημείο πανομοιότυπο ή κάθε σημείο για το οποίο υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης με το καταχωρισμένο σήμα. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου περιέχει μη εξαντλητικό κατάλογο των χρήσεων στις συναλλαγές που μπορεί να απαγορεύει ο δικαιούχος. Μεταξύ των χρήσεων αυτών, περιλαμβάνονται η εισαγωγή και η εξαγωγή, αλλά όχι η εξωτερική διαμετακόμιση η οποία αποτελεί ακριβώς την περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως.

21. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ρητώς, με την απόφασή του της 18ης Οκτωβρίου 2005, Class International (11), ότι όταν τα μη κοινοτικά εμπορεύματα εισέρχονται στην Κοινότητα υπό τελωνειακό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως ή τελωνειακής αποταμιεύσεως δεν βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απλή υλική είσοδος των εμπορευμάτων αυτών στο έδαφος της Κοινότητας, στο πλαίσιο εξωτερικής διαμετακομίσεως ή τελωνειακής αποταμιεύσεως, δεν θεωρείται ως «εισαγωγή» κατά την έννοια των άρθρων 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας περί σημάτων και δεν συνεπάγεται «χρησιμοποίηση [του σήματος] στις συναλλαγές» κατά την έννοια της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου (12) .

22. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης με την απόφαση αυτή ότι το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος ενός σήματος δεν μπορεί να αντιταχθεί στην απλή είσοδο εντός της Κοινότητας, υπό το τελωνειακό καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης, γνησίων προϊόντων φερόντων το σήμα αυτό τα οποία, προηγουμένως, δεν έχουν ήδη διατεθεί στο εμπόριο εντός της Κοινότητας από τον εν λόγω δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (13) .

23. Προκύπτει, επομένως, κατ’ ουσίαν ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να καθοριστεί αν η είσοδος των εμπορευμάτων σε ένα κράτος μέλος, π.χ. στο πλαίσιο εξωτερικής διαμετακόμισης, σημαίνει χρησιμοποίηση στις συναλλαγές και, ως εκ τούτου, προσβολή του σήματος στο κράτος μέλος αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη η λειτουργία του σήματος (14) . Ο δικαιούχος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα απαγορεύσεως της χρήσεως του σήματος από τρίτον μόνο στην περίπτωση που προσβάλλονται οι λειτουργίες του σήματος και ιδίως η ουσιώδης λειτουργία του που έγκειται στο να εγγυάται στους καταναλωτές την προέλευση του προϊόντος (15) . 

24. Πρέπει έτσι να καθοριστεί αν διαμετακόμιση, όπως η επίδικη εν προκειμένω, μπορεί να βλάψει τα συμφέροντα της Diesel ως δικαιούχου του σήματος στη Γερμανία, σε σχέση με τις ουσιώδεις λειτουργίες του σήματος αυτού. 

25. Κρίσιμο στοιχείο, συναφώς, αποτελεί η διάθεση στο εμπόριο των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, μόνον η διάθεση στο εμπόριο των εμπορευμάτων στο κράτος διαμετακομίσεως στο οποίο το σήμα τυγχάνει προστασίας είναι ικανή να προσβάλλει τις ουσιώδεις λειτουργίες του σήματος. Βάσει του σκεπτικού αυτού, το Δικαστήριο έκρινε, με την προπαρατεθείσα απόφασή του Class International, ότι η εισαγωγή εμπορευμάτων στο έδαφος κράτους μέλους, την οποία ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να απαγορεύσει, προϋποθέτει είσοδο των εμπορευμάτων στο έδαφος της Κοινότητας όπου το σήμα προστατεύεται «προκειμένου αυτά να διατεθούν στο εμπόριο» εντός αυτής (16) .

26. Ο βασικός ρόλος που ενέχει η διάθεση στο εμπόριο των εμπορευμάτων για τη στοιχειοθέτηση της προσβολής των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως προκύπτει επίσης σαφώς από την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (17) και, προσφάτως, από την απόφαση Rioglass και Transremar (18) . Μολονότι οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των κοινοτικών εμπορευμάτων, προκύπτει από αυτές ότι, από την άποψη του δικαίου βιομηχανικής ιδιοκτησίας, μόνον οι πράξεις διαθέσεως στο εμπόριο των εμπορευμάτων είναι ικανές να στοιχειοθετήσουν προσβολή των δικαιωμάτων του δικαιούχου στο κράτος διαμετακομίσεως. Κατά συνέπεια, ελλείψει αυτών των πράξεων, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως.

27. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «η διαμετακόμιση […] δεν εμπίπτει συνεπώς στο ειδικό αντικείμενο του δικαιώματος της βιομηχανικής ιδιοκτησίας» (19) . Όταν το εν λόγω προϊόν προορίζεται πράγματι « να διατεθεί στο εμπόριο όχι στη γαλλική επικράτεια, διά της οποίας απλώς διέρχεται, αλλά σε άλλο κράτος μέλος» (20) στο οποίο το προϊόν δεν προστατεύεται και μπορεί συνεπώς να πωλείται νομίμως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής του δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο κράτος διαμετακομίσεως. Με τη δεύτερη προπαρατεθείσα απόφαση, Rioglass και Transremar, το Δικαστήριο εστίασε επίσης στη διάθεση στο εμπόριο των εμπορευμάτων στο κράτος διαμετακομίσεως για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «η διαμετακόμιση […] δεν προϋποθέτει καμιά διάθεση στο εμπόριο των εν λόγω εμπορευμάτων και δεν μπορεί, επομένως, να προσβάλει το ειδικό αντικείμενο του δικαιώματος επί του σήματος» (21) .

28. Πάντως, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαμετακομίσεως, προσβολή των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως μπορεί να διαπιστωθεί μόνο στην περίπτωση που υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι τα εμπορεύματα θα διατεθούν στην αγορά στο κράτος αυτό. Το ερώτημα που τίθεται είναι επομένως ποιες ενδείξεις είναι λυσιτελείς για τη θεμελίωση της υπόνοιας αυτής. Ελλείψει των ενδείξεων αυτών, μόνη η εξωτερική διαμετακόμιση δεν μπορεί να προσβάλει τις ουσιώδεις λειτουργίες του σήματος του οποίου κάτοχος είναι η Diesel στη Γερμανία.

29. Αντιθέτως προς την άποψη που υποστήριξε η Diesel με τις γραπτές παρατηρήσεις της και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μόνον ενδεχόμενος απλώς κίνδυνος να μη φθάσουν τα εμπορεύματα στον προβλεπόμενο προορισμό τους στην Ιρλανδία και η θεωρητική πιθανότητα να αποτελέσουν αντικείμενο παράνομης διαθέσεως στο εμπόριο στη Γερμανία δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί ότι η διαμετακόμιση προσβάλλει τις ουσιώδεις λειτουργίες του σήματος στη Γερμανία. Αν γινόταν δεκτή η άποψη αυτή, τότε κάθε εξωτερική διαμετακόμιση εμπορευμάτων που φέρουν το σημείο θα έπρεπε να θεωρείται ως χρησιμοποίηση του σήματος στις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας περί σημάτων. Πάντως, το συμπέρασμα αυτό θα αντέβαινε στην προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου.

30. A priori, είναι λογικό να υποτεθεί ότι, εν προκειμένω, η Montex θα διαθέσει στο εμπόριο τα εμπορεύματά της στην Ιρλανδία όπου μπορεί να το πράξει νόμιμα. Η Montex θα μπορούσε βεβαίως να έχει άμεσα οφέλη αν διέθετε παράνομα στο εμπόριο τα προϊόντα αυτά στα κράτη μέλη στα οποία η Diesel έχει καταχωρίσει νόμιμα το σήμα της. Η στρατηγική αυτή θα μπορούσε όμως να οδηγήσει τη Montex σε σημαντικές απώλειες, ακόμη και βραχυπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, προβαίνοντας σε αυτή την παράνομη διάθεση στο εμπόριο, η δυνατότητα να προωθήσει τα προϊόντα της στην Ιρλανδία υπό τελωνειακό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως, μέσω των άλλων κρατών μελών στα οποία το σήμα προστατεύεται, θα απέβαινε ολοένα και περισσότερο δυσχερής, με αυξημένο κίνδυνο κατασχέσεως των εμπορευμάτων από τις αρχές των κρατών διαμετακομίσεως.

31. Κατά τη γνώμη μου, η εξωτερική διαμετακόμιση των εμπορευμάτων της Montex που φέρουν το σημείο DIESEL, με μεταφορικό μέσο που έχει σφραγιστεί, δεν αποτελεί, prima facie, προσβολή των δικαιωμάτων του σήματος πο υ κατέχει η Diesel στη Γερμανία. Η διαμετακόμιση αυτή δεν δημιουργεί επαφές με το εμπορικό κύκλωμα στο κράτος αυτό δυνάμενες να οδηγήσουν σε προσβολή των ουσιωδών λειτουργιών του σήματος. Βεβαίως, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να προβεί στην έρευνα αυτή υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Εν πάση περιπτώσει, κατά την έρευνα, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι ο ενδεχόμενος κίνδυνος διαπράξεως καταχρήσεων κατά τη διαμετακόμιση είναι προδήλως ανεπαρκής για να εξομοιωθεί η απλή εξωτερική διαμετακόμιση με χρησιμοποίηση του σήματος στις συναλλαγές κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας περί σημάτων.

32. Η διαπίστωση της προσβολής των δικαιωμάτων επί του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως μπορεί να γίνει μόνον εφόσον υφίστανται ενδείξεις που επιτρέπουν λογικά να υποτεθεί ότι τα εμπορεύματα που φέρουν το σημείο DIESEL δεν θα διατεθούν στο εμπόριο αποκλειστικά στην Ιρλανδία, αλλά και σε άλλα κράτη στα οποία το σήμα προστατεύεται, μεταξύ των οποίων το κράτος διαμετακομίσεως. Αλλά ποιες ενδείξεις πρέπει να ληφθούν υπόψη για να θεμελιωθεί η υπόνοια ότι η Montex θα διαθέσει τα εμπορεύματά της στην αγορά της Γερμανίας;

33. Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη σημασία που πρέπει να δοθεί, για την ανάλυση της συγκεκριμένης περιπτώσεως, στο αν τα εμπορεύματα κατασκευάστηκαν στη χώρα προελεύσεως νόμιμα ή παράνομα. Θα εξετάσω πρώτα το ζήτημα αυτό προκειμένου να αποδειχθεί η ενδεχόμενη λυσιτέλεια της περιπτώσεως αυτής όσον αφορά τη διαπίστωση της προσβολής των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως. Θα τελειώσω με την εξέταση του κανονισμού 3295/94 και της νομολογίας του Δικαστηρίου όσον αφορά την ερμηνεία του κανονισμού αυτού προκειμένου να αποδειχθεί η λυσιτέλειά του για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση.

Α – Νόμιμη ή παράνομη κατασκευή στη χώρα προελεύσεως των προϊόντων

34. Αντίθετα προς την άποψη που υιοθέτησαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, δεν φρονώ ότι το νόμιμο ή παράνομο της κατασκευής των εμπορευμάτων στην Πολωνία σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο σημάτων είναι καθοριστικό για την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημα αν υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων της Diesel στη Γερμανία, ως δικαιούχου του σήματος στο κράτος μέλος αυτό.

35. Αφενός, δεν μπορεί να εξαρτηθεί η εξακρίβωση της προσβολής στις ουσιώδεις λειτουργίες του σήματος στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα υπό τελωνειακό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως από τη διαπίστωση του νόμιμου ή του παράνομου της κατασκευής των εμπορευμάτων στην τρίτη χώρα προελεύσεως. Συγκεκριμένα, αυτό θα υποχρέωνε τις αρχές του κράτους διαμετακομίσεως να γνωρίζουν το δίκαιο περί σημάτων της οποιασδήποτε τρίτης χώρας στην οποία κατασκευάστηκαν τα εμπορεύματα.

36. Αφετέρου, εκτιμώ ότι οι μόνες ενδείξεις που είναι λυσιτελείς για τη διαπίστωση της υπάρξεως προσβολής των δικαιωμάτων επί του σήματος της Diesel στη Γερμανία είναι αυτές που επιτρέπουν τη θεμελίωση της υπόνοιας ότι τα διαμετακομιζόμενα εμπορεύματα θα διατεθούν στο εμπόριο από τη Montex όχι στην Ιρλανδία αλλά μάλλον στο κράτος διαμετακομίσεως. Αν διαπιστωθεί ότι η Montex προβαίνει ή προέβη στο παρελθόν σε διάθεση στο εμπόριο των προϊόντων της που φέρουν το σημείο DIESEL, είτε στο κράτος διαμετακομίσεως είτε σε άλλη χώρα, έστω και τρίτη, στην οποία το σήμα της Diesel προστατευόταν, αυτό αποτελεί καθοριστική ένδειξη για τη θεμελίωση της υπόνοιας αυτής.

37. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, εν πάση περιπτώσει, να εξακριβώσει αν έχουν περιέλθει σε γνώση του στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Montex διέθεσε στο εμπόριο, στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα όπου προστατεύεται το σήμα του οποίου κάτοχος είναι η Diesel, τα προϊόντα της που φέρουν το σημείο DIESEL.

Β – Ο Κανονισμός 3295/94

38. Η ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας περί σημάτων, που αφορά την υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον κανονισμό 3295/94 και από τη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα εμπορευμάτων που είναι προϊόντα παραποίησης, απομίμησης ή πειρατικά.

39. Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφασή του Rolex (22) που αφορά την ερμηνεία του κανονισμού 3295/94, ότι ο κανονισμός αυτός απαγορεύει και την απλή διαμετακόμιση των εμπορευμάτων που είναι προϊόντα παραποίησης/απομίμησης ή πειρατικά στο έδαφος κράτους μέλους με προορισμό τρίτη χώρα και ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις στη διαμετακόμιση αυτή. Το Δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα με την απόφαση αυτή ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 3295/94 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία εμπορεύματα εισαγόμενα από τρίτη χώρα κατάσχονται, κατά τη διαμετακόμισή τους προς άλλη τρίτη χώρα, κατόπιν αιτήσεως του κατόχου των δικαιωμάτων των οποίων προβάλλεται η προσβολή (23) . Επομένως, όπως επίσης έκρινε το Δικαστήριο, όταν οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύουν και, επομένως, δεν τιμωρούν την απλή διαμετακόμιση επί του εδάφους του οικείου κράτους μέλους εμπορευμάτων που είναι προϊόντα παραποιήσεως/απομιμήσεως, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 2 και 11 του κανονισμού 3295/94, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ως άνω εθνικές διατάξεις αντίκεινται στα άρθρα αυτά (24) .

40. Πάντως, δεν νομίζω ότι από τον κανονισμό αυτό και τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρέθεσα μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η απλή διαμετακόμιση μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως. Συμμερίζομαι, συναφώς, την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή ότι ο κανονισμός 3295/94 ρυθμίζει, αφενός, τις προϋποθέσεις παρεμβάσεως των τελωνειακών αρχών όσον αφορά εμπορεύματα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι εμπορεύματα παραποίησης/απομίμησης (25) και, αφετέρου, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εν λόγω εμπορεύματα (26) . Δεν αφορά, ωστόσο, την εκτίμηση, σε σχέση με το δίκαιο περί σημάτων, για το ζήτημα αν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων επί του σήματος και για το ζήτημα του πότε αμφισβητείται η χρησιμοποίηση ενός σημείου το οποίο ενδέχεται να έχει απαγορευθεί ως προσβάλλον δικαίωμα επί του σήματος.

41. Πάντως, όπως μόλις υπογράμμισα, ελλείψει βάσιμης υπόνοιας ότι τα προϊόντα που φέρουν το πανομοιότυπο με το σήμα σημείο θα διατεθούν στο εμπόριο στο κράτος μέλος διαμετακομίσεως προσβάλλοντας τα δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος στο κράτος αυτό, η απλή διαμετακόμιση δεν είναι ικανή, από μόνη της, να προσβάλει τις ουσιώδεις λειτουργίες του σήματος. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, δεν υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως.

42. Αντιθέτως, όταν διαπιστώνεται ότι είναι βάσιμη τέτοια υπόνοια παράνομης διαθέσεως στο εμπόριο, υπάρχει προσβολή των δικαιωμάτων επί του σήματος. Εν πάση περιπτώσει, η προσβολή αυτή δεν απορρέει από την απλή διαμετακόμιση, αλλά από περιστάσεις που φανερώνουν την ύπαρξη υπαρκτού και δυνάμενου να επέλθει κινδύνου ότι τα εμπορεύματα θα αποτελέσουν αντικείμενο παράνομης διαθέσεως στο εμπόριο του κράτους μέλους διαμετακομίσεως ή σε άλλο κράτος στο οποίο το σήμα προστατεύεται.

43. Το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται από τον κανονισμό 3295/94, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι, στις προαναφερθείσες υποθέσεις Polo/Lauren και Rolex, τα επίδικα εμπορεύματα ήταν πολύ πιθανό να διατεθούν στο εμπόριο παράνομα, μολονότι τα εμπορεύματα βρίσκονταν υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως. Ο ουσιώδης ρόλος που διαδραματίζει η προϋπόθεση της παράνομης διαθέσεως των επίδικων εμπορευμάτων στο εμπόριο συνάγεται από τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3295/94 (27) . Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ρητώς, με την προαναφερθείσα απόφαση Polo/Lauren, ότι τα επίδικα εμπορεύματα που τελούν υπό το καθεστώς της εξωτερικής διαμετακομίσεως ενδέχεται να εισαχθούν με απάτη στην κοινοτική αγορά (28) . Σε αντίθεση με την περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως, τα επίδικα εμπορεύματα της υποθέσεως Polo/Lauren δεν τελούσαν υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως με προορισμό κράτος μέλος στο οποίο μπορούσαν να διατεθούν ελεύθερα στο εμπόριο.

44. Η τελευταία αυτή περίσταση, η οποία έχει εξακριβωθεί στην υπό κρίση υπόθεση, και ελλείψει, βεβαίως, ενδείξεων που να επιτρέπουν την ύπαρξη βάσιμης υπόνοιας ότι τα εμπορεύματα θα διατεθούν στο εμπόριο στο κράτος διαμετακομίσεως, αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 3295/94 δεν συνιστά ενδεδειγμένο κριτήριο για να διαπιστωθεί η ύπαρξη χρησιμοποιήσεως του σημείου κατά τρόπο που ενδέχεται να απαγορεύεται διότι προσβάλλει τα δικαιώματα του δικαιούχου του σήματος στο κράτος διαμετακομίσεως.

45. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, έχω τη γνώμη ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα ότι το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας περί σημάτων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το καταχωρισμένο σήμα δεν παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει την απλή διαμετακόμιση εμπορευμάτων που φέρουν σημείο πανομοιότυπο με το εν λόγω σήμα όταν δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κύριος των εμπορευμάτων θα προβεί σε πράξεις που έχουν σκοπό τη διάθεση στο εμπόριο των εμπορευμάτων του σε κράτη στα οποία το σήμα προστατεύεται. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν οι ενδείξεις αυτές επαληθεύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

III – Πρόταση

46. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof ως εξής:

«Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το καταχωρισμένο σήμα δεν παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει την απλή διαμετακόμιση εμπορευμάτων που φέρουν σημείο πανομοιότυπο με το εν λόγω σήμα όταν δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο κύριος των εμπορευμάτων θα προβεί σε πράξεις που έχουν σκοπό τη διάθεση στο εμπόριο των εμπορευμάτων του σε κράτη στα οποία το σήμα προστατεύεται. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν οι ενδείξεις αυτές επαληθεύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση.»

(1) .

(2)  – Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: «οδηγία περί σημάτων»).

(3)  – Σύμφωνα με τον Διακανονισμό της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

(4)  – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, περί μέτρων απαγόρευσης της ελεύθερης κυκλοφορίας της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών) (ΕΕ L 341, σ. 8), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 241/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1999 (ΕΕ L 27, σ. 1). Ο κανονισμός 3295/94, αντικαταστάθηκε, με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2004, από τον κανονισμό (ΕΚ) 1383/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την παρέμβαση των τελωνειακών αρχών έναντι εμπορευμάτων που είναι ύποπτα ότι παραβιάζουν ορισμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έναντι των εμπορευμάτων που διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν παρόμοια δικαιώματα (ΕΕ L 196, σ. 7).

(5) – ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας.

(6)  – Βλ. άρθρο 84, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του τελωνειακού κώδικα.

(7)  – Απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, C‑383/98, Polo/Lauren (Συλλογή 2000, σ. I‑2519, σκέψη 34).

(8)  – Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή συμφωνία για τη σύναψη συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Πολωνίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 93/743/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ L 348, σ. 1, στο εξής: συμφωνία συνδέσεως).

(9)  – Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, C‑63/99, Gloszczuk (Συλλογή 2001, σ. I‑6369, σκέψη 50).

(10)  – Βλ. άρθρο 7 της συμφωνίας συνδέσεως και το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου 1 της συμφωνίας συνδέσεως σχετικά με τα υφαντουργικά προϊόντα και τα προϊόντα ενδύσεως.

(11)  – C‑405/03, Συλλογή 2005, σ. I‑8735, σκέψεις 36 και 37.

(12)  – Όπως παραπάνω, σκέψη 44.

(13)  – Όπως παραπάνω, σκέψη 50.

(14)  – Όπως το επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στο σημείο 28 των προτάσεών του στην προπαρατεθείσα υπόθεση Class International.

(15)  – Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2002, C‑206/01, Arsenal Football Club (Συλλογή 2002, σ. I‑10273, σκέψη 51). Όπως έχει κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, η βασική λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας, αφού του δίνει τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την υπηρεσία από αυτά που έχουν άλλη προέλευση. Βλ. αποφάσεις της 23ης Μαΐου 1978, 102/77, Hoffmann‑La Roche (Συλλογή τόμος 1978, σ. 1139, σκέψη 7), της 18ης Ιουνίου 2002, C‑299/99, Philips (Συλλογή 2002, σ. I‑5475, σκέψη 30), και Arsenal Football Club, προπαρατεθείσα (σκέψη 48).

(16)  – Class International, προπαρατεθείσα, σκέψη 34. Βλ. επίσης σκέψεις 58 και 59 της ίδιας απόφασης.

(17)  – Απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000 (C‑23/99, Συλλογή 2000, σ. I‑7653).

(18)  – Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003 (C‑115/02, Συλλογή 2003, σ. I‑12705).

(19)  – Σκέψη 43.

(20)  – Επιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα, σκέψη 44 (η υπογράμμιση δική μου).

(21)  – Rioglass και Transremar, προπαρατεθείσα, σκέψη 27.

(22)  – Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-60/02, X, αποκαλούμενη «Rolex» (Συλλογή 2004, σ. I‑651).

(23)  – Όπως παραπάνω, σκέψη 54. Βλ. και απόφαση Polo/Lauren, προπαρατεθείσα, σκέψη 29.

(24)  – Rolex, προπαρατεθείσα, σκέψη 58.

(25)  – Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3295/94.

(26)  – Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3295/94.

(27)  – Βλ. σημείο 9 των προτάσεών μου.

(28)  – Σκέψη 34.

Top