This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62002TO0181
Order of the President of the Court of First Instance of 3 December 2002. # Neue Erba Lautex GmbH Weberei und Veredlung v Commission of the European Communities. # Proceedings for interim measures - State aid - Aid granted in the new Länder - Rescue and restructuring aid - Obligation to recover aid - Urgency - Balancing of interests. # Case T-181/02 R.
Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2002.
Neue Erba Lautex GmbH Weberei und Veredlung κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις χορηγούμενες εντός των νέων Lander - Ενισχύσεις διασώσεως και αναδιαρθρώσεως - Υποχρέωση ανακτήσεως - Επείγον χαρακτήρας - Στάθμιση των συμφερόντων.
Υπόθεση T-181/02 R.
Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2002.
Neue Erba Lautex GmbH Weberei und Veredlung κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Κρατικές ενισχύσεις - Ενισχύσεις χορηγούμενες εντός των νέων Lander - Ενισχύσεις διασώσεως και αναδιαρθρώσεως - Υποχρέωση ανακτήσεως - Επείγον χαρακτήρας - Στάθμιση των συμφερόντων.
Υπόθεση T-181/02 R.
Συλλογή της Νομολογίας 2002 II-05081
ECLI identifier: ECLI:EU:T:2002:294
Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Δεκεμβρίου 2002. - Neue Erba Lautex GmbH Weberei und Veredlung κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Υπόθεση T-181/02 R.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα II-05081
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Διατακτικό
1. Ασφαλιστικά μέτρα - Προϋποθέσεις του παραδεκτού - Κύρια προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η επιστροφή κρατικών ενισχύσεων - Ύπαρξη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μέσων παροχής ενδίκου προστασίας κατά των εθνικών μέτρων εκτελέσεως - Δεν έχει σημασία ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων
(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 1)
2. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Βάρος αποδείξεως - Οικονομική ζημία - Κίνδυνος πτωχεύσεως
(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)
3. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Κίνδυνος για την επιχείρηση να ζητήσει την κίνηση της διαδικασίας πτωχεύσεως - Εκτίμηση κατά περίπτωση - Λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του ομίλου στον οποίο ανήκει
(Άρθρο 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)
4. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Απόφαση της Επιτροπής διατάσσουσα την επιστροφή κρατικής ενισχύσεως - Εθνικά μέτρα εκτελέσεως - Εσωτερικά μέσα παροχής ενδίκου προστασίας - Επίπτωση
(Άρθρα 230 ΕΚ, 234 ΕΚ και 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2)
5. Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Στάθμιση όλων των σχετικών συμφερόντων - Απόφαση της Επιτροπής διατάσσουσα την επιστροφή κρατικής ενισχύσεως
(Άρθρο 88 § 2, ΕΚ και 242 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 § 2· Κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 11 § 2)
6. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Απαγόρευση - Παρεκκλίσεις - Ενιχύσεις οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά - Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής - Λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο όπως αξιολογήθηκε κατά την εξέταση προηγουμένων ενισχύσεων και η απόφαση που εκδόθηκε σχετικά με τις ενισχύσεις αυτές
(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)
1. Το γεγονός ότι επιχείρηση η οποία έχει λάβει κρατική ενίσχυση της οποίας την επιστροφή έχει διατάξει η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατά των μέτρων εκτελέσεως αυτής της αποφάσεως δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τροποποποίηση του κανόνα που τίθεται με το άρθρο 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά τον οποίο το παραδεκτό αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως πράξεως ενός οργάνου εξαρτάται μόνον από το αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και από την άρνηση χορηγήσεως σε επιχείρηση η οποία πράγματι άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, δυνατότητας προσωρινής δικαστικής προστασίας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.
( βλ. σκέψεις 38-39 )
2. Το επείγον μιας αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση στον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας. Στον διάδικο που ζητεί το εν λόγω μέτρο εμπίπτει το βάρος της αποδείξεως ότι δεν μπορεί να αναμείνει το πέρας της διαδικασίας της κύριας προσφυγής χωρίς να έχει προηγουμένως υποστεί τέτοιας φύσεως ζημία.
Το γεγονός ότι επίκειται ζημία δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η πρόκληση της ζημίας εξαρτάται από την επέλευση ενός συνόλου παραγόντων, η εν λόγω ζημία να είναι σε σημαντικό βαθμό προβλέψιμη. Ωστόσο, ο αιτών την αναστολή εκτελέσεως υποχρεούται πάντα να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που φαίνονται να στηρίζουν την προοπτική σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας.
Καίτοι ζημία οικονομικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να καταβληθεί μεταγενέστερα αντίστοιχο χρηματικό αντιστάθμισμα, ένα προσωρινό μέτρο δικαιολογείται εφόσον προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη χορηγήσεώς του, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του πριν από την έκδοση της περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης αποφάσεως.
( βλ. σκέψεις 82-84 )
3. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως μιας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, κατάσταση κατά την οποία μια επιχείρηση υποχρεούται να ζητήσει την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να συνιστά σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, δεδομένων των κινδύνων που η διαδικασία αυτή συνεπάγεται για την ίδια την ύπαρξη της οικείας επιχειρήσεως και των σημαντικών συνεπειών που προκαλεί μια τέτοια διαδικασία, οι οποίες παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως. Πάντως, τέτοιου είδους εκτίμηση πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών περιστατικών κάθε υποθέσεως. Προς τούτο, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του ομίλου στον οποίο υπάγεται η συγκεκριμένη επιχείρηση.
( βλ. σκέψεις 88-89, 92 )
4. Όταν η νομιμότητα αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η επιστροφή κρατικής ενισχύσεως αμφισβητείται, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, το εθνικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της αποφάσεως και, κατά συνέπεια, έχει τη δυνατότητα να διατάξει αναστολή της εκτελέσεως μιας αιτήσεως επιστροφής αυτής της ενισχύσεως, μέχρι να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της ουσίας ή να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ. Εξάλλου, το γεγονός ότι δεν ευδοκίμησε αίτηση αναστολής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν αποκλείει τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν αναστολή εκτελέσεως.
Εναπόκειται, επομένως, στον δικαιούχο της ενισχύσεως, στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, να αποδείξει ότι τα εγχώρια μέσα ένδικης προστασίας που προσφέρει το εθνικό δίκαιο προς παρεμπόδιση της άμεσης επιστροφής της ενισχύσεως δεν της παρέχουν τη δυνατότητα να αποφύγει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία και ότι, κατά συνέπεια, συντρέχει η σχετική με το επείγον προϋπόθεση.
( βλ. σκέψεις 107-110 )
5. Σε περίπτωση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως σχετικής με κρατικές ενισχύσεις, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπέχει την υποχρέωση να σταθμίσει, αφενός, το συμφέρον του αιτούντος για τη λήψη των αιτουμένων προσωρινών μέτρων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον για την εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.
Προς τούτο, το γενικό συμφέρον, υπέρ του οποίου η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999, ώστε να διασφαλίζει, κυρίως, ότι η λειτουργία της κοινής αγοράς δεν θα στρεβλώνεται από κρατικές ενισχύσεις επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό, έχει ιδιαίτερη σημασία. Κατά συνέπεια, το κοινοτικό συμφέρον πρέπει κανονικά, αν όχι σχεδόν πάντοτε, να υπερισχύει του συμφέροντος του αποδέκτη της ενισχύσεως να αποφύγει την εκτέλεση της υποχρεώσεως αποδόσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια υπόθεση.
Το σχετικά μικρό ύψος της ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση δεν αποκλείουν εκ των προτέρων το ενδεχόμενο να έχει επηρεαστεί το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Τα σχετικά μικρά μερίδια αγοράς που κατέχει η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς θεμελίωση της συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που δικαιολογούν την αναστολή εκτελέσεως μιας τέτοιας αποφάσεως.
Το γεγονός ότι η Επιτροπή φρονεί ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήψεως αποφάσεως προσωρινής πληρωμής της ενισχύσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, ουδόλως την εμποδίζουν να διαπιστώσει, κατά το πέρας της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως, ότι το κοινοτικό συμφέρον επιβάλλει την άμεση κατάργηση της συγκεκριμένης ενισχύσεως και την άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της προ της καταβολής της ενισχύσεως καταστάσεως. Ομοίως, το γεγονός ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, μετά από μακρά διαδικασία, ουδόλως επηρεάζει το κοινοτικό συμφέρον για την άμεση επιστροφή αυτής της ενισχύσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της προ της καταβολής της ενισχύσεως καταστάσεως και η άρση των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό επιπτώσεων της ενισχύσεως αυτής επί της κοινής αγοράς.
( βλ. σκέψεις 111-113, 115-117 )
6. Στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως και υποχρεούται, στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό επιπτώσεων μιας ενισχύσεως, να λαμβάνει υπόψη της όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένου, εφόσον απαιτείται, του ήδη εξετασθέντος σε προηγούμενη απόφαση πλαισίου, καθώς και των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν σε κράτος μέλος με την προηγούμενη αυτή απόφαση.
( βλ. σκέψη 118 )
Στην υπόθεση T-181/02 R,
Neue Erba Lautex GmbH Weberei und Veredlung, με έδρα το Neugersdorf (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο U. Ehricke, καθηγητή, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
αιτούσα,
υποστηριζόμενη από το
Freistaat Sachsen, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο Μ. Schütte, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
παρεμβαίνον,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Kreuschitz, V. Di Bucci και T. Scharf, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως 2002/783/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 62/2001 (πρώην ΝΝ 8/2000) που χορηγήθηκε από τη Γερμανία στη Νeue Erba Lautex GmbH και Εrba Lautex GmbH υπό πτώχευση (ΕΕ L 282 σ. 48), επικουρικώς δε, αίτημα σταδιακής επιστροφής της εν λόγω ενισχύσεως,
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
1 Οι κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) προβλέπουν, στο σημείο 7, τα ακόλουθα:
«Στο πλαίσιο των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, μία επιχείρηση που δημιουργήθηκε πρόσφατα δεν είναι επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν η αρχική της χρηματοοικονομική θέση είναι επισφαλής. Αυτό ισχύει ιδίως όταν μια νέα επιχείρηση προκύπτει κυρίως από εκκαθάριση προϋπάρχουσας επιχείρησης ή από ανάληψη μόνο του ενεργητικού της.»
2 Από την υπ' αριθ. 10 υποσημείωση των κατευθυντηρίων γραμμών, η οποία αναφέρεται στο ανωτέρω σημείο 7, προκύπτει ότι «οι μόνες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είναι οι περιπτώσεις που διαχειρίζεται το Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben στο πλαίσιο της αποστολής του για τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλες ανάλογες περιπτώσεις στα νέα ομόσπονδα κράτη, και ιδίως για επιχειρήσεις από εκκαθαρίσεις ή εξαγορές μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1999».
3 Κατά το σημείο 23, στοιχείο β_, των κατευθυντηρίων γραμμών, για να εγκριθούν από την Επιτροπή οι ενισχύσεις διασώσεως, πρέπει να συνδέονται με δάνεια η περίοδος αποπληρωμής των οποίων δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την καταβολή της τελευταίας δόσης τους στην επιχείρηση.
4 Στο σημείο 40 των κατευθυντηρίων οδηγιών, το οποίο αναφέρεται στις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως, ορίζεται ότι «οι αποδέκτες της ενίσχυσης πρέπει να συμβάλλουν σημαντικά στο σχέδιο αναδιάρθρωσης με δικούς τους πόρους, περιλαμβανομένης της πώλησης του ενεργητικού, εφόσον δεν είναι απαραίτητο για την επιβίωση της επιχείρησης, ή με εξωτερική χρηματοδότηση που θα λάβουν υπό τους όρους της αγοράς [...]».
5 Το άρθρο 17 του Insolvenzordnung (γερμανικού κανονισμού περί αφερεγγυότητας, στο εξής: InsO) της 5ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. Ι, σ. 2866) θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να κινηθεί, κατά το γερμανικό δίκαιο, η πτωχευτική διαδικασία:
«1. Η αφερεγγυότητα συνιστά τον γενικό λόγο κινήσεως της διαδικασίας.
2. Ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος όταν δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις πληρωμών. Η κατάσταση αφερεγγυότητας τεκμαίρεται κατά γενικό κανόνα όταν ο οφειλέτης έπαυσε τις πληρωμές του.»
Πραγματικά περιστατικά της διαφοράς
6 Η αιτούσα, η Νeue Erba Lautex GmbH (στο εξής: NEL ή αιτούσα), με έδρα το Neugersdorf της Σαξωνίας και δραστηριοποιούμενη στον τομέα της υφαντουργίας, συστήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1999 από τον δικαστικώς διορισμένο διαχειριστή της εταιρίας Erba Lautex GmbH υπό πτώχευση (στο εξής: πρώην Erba Lautex). Η πρώην Erba Lautex ιδρύθηκε το 1992 μετά τη διάσπαση της εταιρίας Lautex AG, η οποία είχε ιδρυθεί το 1990 και η οποία περιελάμβανε σειρά επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων στον υφαντουργικό τομέα.
7 Στην πρώην Erba Lautex είχαν εφαρμοστεί πολυάριθμα μέτρα αναδιαρθρώσεως χρηματοδοτηθέντα, μέχρι και το έτος 1999, από κρατικές ενισχύσεις το ύψος των οποίων ανήλθε σε τουλάχιστον 60,9 εκατομμύρια ευρώ. Με την απόφαση 2000/129/ΕΚ, της 20ής Ιουλίου 1999, σχετικά με ενισχύσεις της Γερμανίας υπέρ της Lautex GmbH Weberei und Veredlung (ΕΕ 2000, L 42, σ. 19, στο εξής: αρνητική απόφαση του 1999), η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις αυτές ήταν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και κάλεσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να ζητήσει την επιστροφή τους.
8 Το 1997, η πρώην Erba Lautex (η οποία ακόμα είχε την επωνυμία Lautex AG και ανήκε σε ένα δημόσιο διαχειριστικό φορέα, την Treuhandanstalt, ο οποίος στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στη Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben, στο εξής: BvS) ιδιωτικοποιήθηκε διά της πωλήσεώς της σε δύο ιδιώτες επενδυτές, τον όμιλο Daun και τον όμιλο Maron. Σύμφωνα με τη σύμβαση ιδιωτικοποιήσεως, οι δύο αυτοί επενδυτές προέβησαν, μεταξύ Απριλίου 1998 και Αυγούστου 1999, σε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της πρώην Erba Lautex ύψους 3,067 εκατομμυρίων ευρώ. Η ιδιωτικοποίηση εξαρτήθηκε από την έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην πρώην Erba Lautex. Ενόψει της αρνητικής αποφάσεως του 1999, η σύμβαση ιδιωτικοποιήσεως καταγγέλθηκε και οι δύο ιδιώτες επενδυτές ζήτησαν την επιστροφή του επενδυθέντος κεφαλαίου σύμφωνα με τη σύμβαση ιδιωτικοποιήσεως.
9 Στις 2 Νοεμβρίου 1999, η πρώην Erba Lautex ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία πτωχεύσεως (Gesamtvollstreckung). Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, σημείο 4, του Gesetz betreffend Gesellschaften mit beschränkter Haftung (νόμου περί εταιριών περιορισμένης ευθύνης· ΒGBl. 1892, σ. 477, όπως τροποποιήθηκε με τον BGBl. 1994 Ι, σ. 2911), η έναρξη της διαδικασίας πτωχεύσεως είχε ως συνέπεια τη λύση, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, της πρώην Erba Lautex. Η αίτηση επιστροφής των ενισχύσεων, ως προς τις οποίες είχε εκδοθεί η αρνητική απόφαση του 1999, περιελήφθη στην πτωχευτική περιουσία της πρώην Erba Lautex.
10 Ιδρυθείσα στις 23 Δεκεμβρίου 1999 από τον δικαστικώς διορισθέντα διαχειριστή της πρώην Erba Lautex, η NEL ανέλαβε τις δραστηριότητες της πρώην Erba Lautex, της οποίας αποτελεί θυγατρική κατά 100 %. Προς τούτο, η NEL μίσθωσε όλα τα στοιχεία ενεργητικού της πρώην Erba Lautex που ήταν αναγκαία για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της δεύτερης. Οι συνεργάτες της πρώην Erba Lautex υπέγραψαν όλοι νέες συμβάσεις με τη NEL, χωρίς να λάβουν αποζημιώσεις. Η NEL απασχολεί σήμερα 270 περίπου άτομα.
11 Με την από 29 Δεκεμβρίου 1999 επιστολή, η οποία περιήλθε στην Επιτροπή στις 3 Ιανουαρίου 2000, οι γερμανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για την ίδρυση της NEL ως διαδόχου εταιρίας (Auffanggesellschaft). Η επιστολη περιελάμβανε την έκθεση ενός σχεδίου αναδιαρθρώσεως που είχε καταρτίσει η εταιρία λογιστών Price Waterhouse Coopers Deutsche Revision όπου σημειωνόταν ότι η αναδιάρθρωση της NEL επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το 2000, ευθύς μετά την εξεύρεση επενδυτή. Στην επιστολή αναφερόταν, επίσης, ότι κατά το ενδιάμεσο στάδιο, η NEL θα ελάμβανε ποσό 4,448 εκατομμυρίων ευρώ, χαρακτηριζόμενο ως ενίσχυση διασώσεως, καταβαλλόμενο από την BvS και το Freistaat Sachsen (ομόσπονδο κράτος της Σαξωνίας), μέσω ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, της Sächsische Aufbaubank (στο εξής: SAB), υπό τη μορφή δανείων. Το κόστος αναδιαρθρώσεως, υπολογιζόμενο σε 29,5 εκατομμύρια ευρώ κατ' ανώτατο όριο - το οποίο δήλωσαν διατεθειμένες να καταβάλουν η BvS και το ομόσπονδο κράτος της Σαξωνίας - κάλυπτε, μεταξύ άλλων, την αγορά των στοιχείων ενεργητικού της πρώην Erba Lautex, καθώς και την εξόφληση των δύο δανείων που είχαν χορηγήσει η BvS και η SAB ως ενίσχυση διασώσεως.
12 Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, τα στοιχεία ενεργητικού της πρώην Erba Lautex επρόκειτο να μεταβιβαστούν στη NEL με την προοπτική της πωλήσεώς της κατά τη διάρκεια του έτους 2000. Προς τούτο, κινήθηκε κατά το έτος 2000 διαδικασία υποβολής προσφορών. Η διαδικασία αυτή δεν είχε ακόμη καταλήξει κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.
13 Με επιστολή η οποία περιήλθε στην Επιτροπή στις 27 Φεβρουαρίου 2001, οι γερμανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι ποσό 3,289 εκατομμυρίων ευρώ είχε καταβληθεί στους ομίλους Maron και Daun, το ποσό δε αυτό αντιστοιχούσε στην επιστροφή του τιμήματος αγοράς της πρώην Erba Lautex και στην εισφορά κεφαλαίου 3,067 εκατομμυρίων ευρώ, κατόπιν της λύσεως της συμβάσεως ιδιωτικοποιήσεως, σύμφωνα με τους όρους που αυτή προέβλεπε.
14 Με την από 30 Ιουλίου 2001 επιστολή, η Επιτροπή ενημέρωσε τις γερμανικές αρχές περί της αποφάσεώς της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με την ενίσχυση C 62/2001 (πρώην NN 8/2000) - Neue Erba Lautex GmbH (ΕΕ C 310, σ. 3). Στην Επιτροπή κατατέθηκαν οι παρατηρήσεις δύο Γερμανών ανταγωνιστών και μιας βελγικής ενώσεως παραγωγών υφαντουργικών προϊόντων, επί των οποίων η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατύπωσε τις δικές της παρατηρήσεις με την από 7 Φεβρουαρίου 2002 επιστολή.
15 Στις 12 Μαρτίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2002/783/ΕΚ σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 62/2001 (πρώην NN 8/2000) χορηγηθείσα από τη Γερμανία υπέρ της Neue Erba Lautex GmbH και της Erba Lautex GmbH in Gesamtvollstreckung (ΕΕ L 282, σ. 48, στο εξής: επίδικη απόφαση).
16 Κατά το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, «οι ενισχύσεις ποσού ύψους 7,834 εκατομμυρίων ευρώ (15,324 εκατομμυρίων DEM) που χορηγήθηκαν από τη Γερμανία υπέρ του ομίλου που συνίσταται από την Erba Lautex GmbH i.G. και τη θυγατρική της σε ποσοστό 100 % Neue Erba Lautex GmbH είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά». Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεούται, ανυπερθέτως, να αναζητήσει αυτές τις ενισχύσεις, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, πλέον των σχετικών τόκων. Το άρθρο 3 της αυτής αποφάσεως προέβλεπε, εξάλλου, την υποχρέωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να ενημερώσει εντός διμήνου προθεσμίας από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή.
17 Όσον αφορά το ποσό των 4,448 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο κοινοποιήθηκε με την από 29 Δεκεμβρίου 1999 επιστολή και το οποίο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής ανερχόταν σε 4,767 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο είναι το μόνο ποσό που τίθεται υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το ποσό αυτό χορηγήθηκε από την BvS και τη SAB υπό τη μορφή δανείων χορηγηθέντων στις 23 Δεκεμβρίου 1999, την 1η Φεβρουαρίου 2000, στις 19 Μα_ου 2000 και στις 8 Ιουνίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 18). Στην επίδικη απόφαση σημειώνεται ότι τα δάνεια αυτά έπρεπε να εξοφληθούν εντός περιόδου έξι μηνών μετά τη χορήγησή τους, αλλά ότι η περίοδος αυτή παρατάθηκε στους δώδεκα μήνες. Η εξόφληση αυτών των δανείων επρόκειτο να γίνει με ρυθμό 5 512 ευρώ ανά μήνα (2 556 ευρώ στη SAB και το ίδιο ποσό στην BvS, αντιστοίχως), από 1ης Ιουλίου 2001.
18 Αφού χαρακτήρισε το ποσό αυτό ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δικαιούχος είναι ο όμιλος που συνιστούν η πρώην Erba Lautex και η NEL (στο εξής: όμιλος Erba Lautex), ο οποίος συνιστά μία και μόνη οικονομική μονάδα (αιτιολογικές σκέψεις 36 έως 38).
19 Στις αιτιολογικές σκέψεις 39 έως 59 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξετάζει αν η κρατική αυτή ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, σημείο γ_, ΕΚ.
20 Προς τούτο, στις αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 47, η Επιτροπή εξετάζει, κατ' αρχάς, αν μπορεί η NEL να χαρακτηριστεί ως διάδοχος εταιρία (Auffanggesellschaft), κατά την έννοια των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην υποσημείωση 10 των κατευθυντηρίων γραμμών. Στην επίδικη απόφαση τονίζεται ότι η υποσημείωση αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικώς στις επιχειρήσεις που προέκυψαν από εκκαθαρίσεις ή αναλήψεις ενεργητικού [ανακτήσεις]. Στην περίπτωση, όμως, του ομίλου Erba Lautex, δεν συντρέχει ούτε εκκαθάριση ούτε ανάληψη ενεργητικού. Η Επιτροπή αμφισβητεί το αν η έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας (Gesamstvollstreckungsverfahren) αντιστοιχεί με εκκαθάριση (αιτιολογική σκέψη 45). Παρατηρεί σχετικώς ότι ενώ η εκκαθάριση συνίσταται κυρίως στη μετατροπή των στοιχείων ενεργητικού της επιχειρήσεως σε μετρητά και, κατά κανόνα, συνίσταται στην πώληση των στοιχείων του ενεργητικού και στην κατανομή αυτών των στοιχείων της επιχειρήσεως μεταξύ των πιστωτών και των εταίρων πριν από τη λύση της επιχειρήσεως, αντιθέτως η πτώχευση μπορεί να καταλήξει στην αναδιοργάνωση της επιχειρήσεως και στη συνέχιση των δραστηριοτήτων της. Όσον αφορά την ανάληψη ενεργητικού, η Επιτροπή αποκρούει την άποψη κατά την οποία η μίσθωση στοιχείων του ενεργητικού μπορεί να εξομοιωθεί με ανάληψη [ανάκτηση] (αιτιολογική σκέψη 46).
21 Αφού συμπεραίνει ότι η υποσημείωση 10 δεν έχει εφαρμογή, η Επιτροπή εξετάζει αν η καταβληθείσα στον όμιλο Erba Lautex ενίσχυση πληροί τα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών προκειμένου να κριθεί ως συμβατή με την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 56).
22 Προς τούτο παρατηρεί τα ακόλουθα:
«[...] η συνήθης προθεσμία των έξι μηνών για την οποία εγκρίνεται μία ενίσχυση διάσωσης ξεπεράστηκε αισθητά στην συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να παρασχεθεί αιτιολόγηση. Σε αυτό προστίθεται ότι, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, αυτή η εικαζόμενη ενίσχυση διάσωσης πρέπει να επιστραφεί από την επιχείρηση εντός 8 ετών, ενώ δεν λήφθηκε υπόψη η καταβολή τόκων [...]» (αιτιολογική σκέψη 50).
23 Εξάλλου, διαπιστώνει ότι «[...] οι ενισχύσεις διάσωσης στοχεύουν να επιτρέψουν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης μέχρις ότου καθοριστεί η πιθανή διάρκεια ζωής της. Έστω και αν δοθεί κάποια δυνατότητα ευκαμψίας, οι ενισχύσεις διάσωσης δεν μπορούν να εγκριθούν για διάρκεια αορίστου χρόνου», και διευκρινίζει ότι «δύο χρόνια μετά την κατακύρωση, η εκχώρηση εξακολουθεί να μην έχει γίνει και παρά το γεγονός αυτό, ορισμένα στάδια της αναδιάρθρωσης έχουν προφανώς ολοκληρωθεί [...]» (αιτιολογική σκέψη 52).
24 Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δεν μπορεί, εξάλλου, να θεωρηθεί ως ενίσχυση αναδιαρθρώσεως. Ειδικότερα, στην επίδικη απόφαση τονίζονται τα ακόλουθα:
«(54). Κατά πρώτο λόγο, η Γερμανία δεν υπέβαλε ποτέ σχέδιο αναδιάρθρωσης για το σύνολο του ομίλου [..] Το μόνο σχέδιο που υποβλήθηκε στην Επιτροπή αφορά τη ΝΕL, ήτοι ένα τμήμα του ομίλου.
(55). Κατά δεύτερο λόγο, επιδεικνύοντας ρεαλισμό, δεν θα πρέπει να αναμένεται ο όμιλος να μπορεί να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά του έστω και εν μέρει. Πράγματι, η Γερμανία δεν δήλωσε ποτέ ότι η βιωσιμότητα της [πρώην Εrba Lautex] θα μπορούσε να αποκατασταθεί. Στα πρακτικά της πρώτης συνέλευσης των πιστωτών, διαπιστώθηκε ότι η εταιρία, εφόσον αποτελούσε αντικείμενο πτωχευτικής διαδικασίας, δεν μπορούσε να αποκατασταθεί. Έστω και αν η Γερμανία θεωρεί ότι η βιωσιμότητα της ΝΕL μπορεί να αποκατασταθεί, αυτό δεν είναι δυνατόν παρά με την εκχώρηση της επιχείρησης. Όμως, όπως αυτό διαπιστώθηκε για μία ακόμη φορά, κανείς επενδυτής δεν ήταν διατεθειμένος να αναλάβει τη νέα επιχείρηση. Για τους λόγους αυτούς δεν υπάρχει σημαντική συμμετοχή των αποδεκτών της ενίσχυσης και δεν συντρέχει λόγος να αναμένεται κάτι τέτοιο.»
25 Τέλος, στο σημείο 57, αναφερόμενη στην απόφαση του 15ης Μα_ου 1997, C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. Ι-2549), η Επιτροπή τονίζει ότι:
«όταν η Επιτροπή εξετάζει το συμβιβάσιμο μιας κρατικής ενίσχυσης προς την κοινή αγορά, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, του πλαισίου που έχει ήδη εκτιμηθεί σε προηγούμενη απόφαση καθώς και των υποχρεώσεων που η προηγούμενη αυτή απόφαση επέβαλε σε ένα κράτος μέλος. Όταν εξετάζει νέες ενισχύσεις, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις σωρευτικές τους επιπτώσεις όσον αφορά στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τις παράνομες ενισχύσεις των οποίων ζητήθηκε η επιστροφή».
26 Στις αιτιολογικές σκέψεις 58 και 59, η Επιτροπή τονίζει ότι με την αρνητική απόφαση του 1999 κρίθηκε ότι οι κρατικές ενισχύσεις υπέρ της πρώην Erba Lautex δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και ότι η εταιρία αυτή συνεχίζει τις δραστηριότητές της στην ίδια αγορά μέσω της NEL. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι νέες ενισχύσεις έχουν σωρευτικό αποτέλεσμα εις βάρος του ανταγωνισμού.
Διαδικασία
27 Στις 13 Ιουνίου 2002, η αιτούσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως.
28 Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 28 Ιουνίου 2002, η αιτούσα ζήτησε:
- την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, μέχρις ότου το Πρωτοδικείο εξετάζει την αίτηση αναστολής και αποφανθεί επ' αυτής,
- την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως μέχρις ότου αποφανθεί επί της ουσίας της προσφυγής ακυρώσεως ή μέχρις άλλης ημερομηνίας την οποία θα καθορίσει το Πρωτοδικείο,
επικουρικώς δε:
- την αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αιτούσα θα καταβάλλει κάθε μήνα στην BvS και στη SAB ποσό 5 000 ευρώ ή άλλο ποσό κατά την εκτίμηση του Πρωτοδικείου,
- τη λήψη οποιουδήποτε άλλου προσωρινού μέτρου, διαφορετικού ή συμπληρωματικού, που θα έκρινε αναγκαίο ή επιβεβλημένο το Πρωτοδικείο - να επιφυλαχθεί δε ως προς τα δικαστικά έξοδα.
29 Υπό τις προϋποθέσεις της παρούσας υποθέσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν έδωσε συνέχεια στο στηριζόμενο στο άρθρο 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου αίτημα της αιτούσας και κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει τις παρατηρήσεις της.
30 Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στις 15 Ιουλίου 2002.
31 Το ομόσπονδο κράτος της Σαξωνίας ζήτησε στις 19 Σεπτεμβρίου 2002 να του επιτραπεί να παρέμβει στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων προς στήριξη των αιτημάτων της αιτούσας. Με απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2002, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.
32 Οι διάδικοι, περιλαμβανομένου του παρεμβαίνοντος, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2002.
33 Κατόπιν αυτής της ακροάσεώς, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έταξε προθεσμία στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να εξετάσει τη δυνατότητα ενδεχόμενης επιστροφής της εν λόγω κρατικής ενισχύσεως. Με την από 11 Οκτωβρίου 2002 επιστολή, η αιτούσα διαβίβασε στο Πρωτοδικείο πρόταση συμφωνίας, η οποία ελάμβανε ως βάση την πρόταση που διατύπωσε ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κατά την ακρόαση. Με επιστολή της αυτής ημέρας, η Επιτροπή απάντησε ότι δεν αποδέχεται την πρόταση αυτή.
34 Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου, η αιτούσα κατέθεσε συμπληρωματικές παρατηρήσεις στο Πρωτοδικείο, σε απάντηση της εκ μέρους της Επιτροπής απορρίψεως της προτάσεώς της. Με επιστολή που κατέθεσε στο Πρωτοδικείο την ίδια ημέρα, η Επιτροπή διατύπωσε συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί της προτάσεως της αιτούσας.
Σκεπτικό
35 Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ και 4 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), το Πρωτοδικείο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τη λήψη των αναγκαίων προσωρινών μέτρων, όταν εκτιμά ότι οι συνθήκες το απαιτούν.
36 Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι οι αιτήσεις σχετικά με τα προσωρινά μέτρα πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Οι όροι αυτοί είναι σωρευτικοί, οπότε η αίτηση αναστολής εκτελέσεως πρέπει να απορριφθεί όταν δεν πληρούται ένας από αυτούς [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4971, σκέψη 30· διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1998, Τ-73/98 R, Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-2769, σκέψη 25, και της 4ης Απριλίου 2002, T-198/01 R, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2153, σκέψη 50].
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων
37 Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως. Υποστηρίζει, πράγματι, ότι η αιτούσα όφειλε να αναμένει την κίνηση της διαδικασίας αναζητήσεως της ενισχύσεως από τις BvS και SAB και να χρησιμοποιήσει, στη συνέχεια, τις δυνατότητες παροχής ενδίκου προστασίας που παρέχει η εθνική νομοθεσία προκειμένου να αντιταχθεί στην αναζήτηση αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2001, C-276/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-8055· διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 1986, 310/85 R, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 537, σκέψη 22, και της 15ης Ιουνίου 1987, 142/87 R, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2589, σκέψη 26).
38 Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει κατηγορηματικώς να απορριφθεί. Πράγματι, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το παραδεκτό αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως πράξεως ενός οργάνου εξαρτάται μόνο από το αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2002, C-232/02 P(R), Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32].
39 Όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της διατάξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα, που στηρίζονται σε εκτιμήσεις σκοπιμότητας ως προς την αποτελεσματικότητα των διαφορετικών διαδικασιών, δεν μπορούν να οδηγήσουν στην τροποποίηση, στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, του γενικού κανόνα υπόμνηση του οποίου έγινε στην προηγούμενη σκέψη και, στην ειδική περίπτωση μιας επιχειρήσεως που άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί ανακτήσεως ασυμβίβαστης ενισχύσεως, στο να μη χορηγηθεί σε αυτή δυνατότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.
40 Συνεπώς, η παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να κριθεί παραδεκτή.
Επί της ουσίας της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων
Επιχειρήματα των διαδίκων
- Επί του fumus boni juris
41 Προκειμένου να αποδείξει ότι συντρέχει η προϋπόθεση περί fumus boni juris, η αιτούσα προβάλλει τέσσερις ισχυρισμούς τους οποίους εκτενέστερα αναπτύσσει στην κύρια προσφυγή της.
42 Στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού της η αιτούσα υποστηρίζει ότι δεν συναποτελεί με την πρώην Erba Lautex μια οικονομική μονάδα. Η Επιτροπή δεν έπρεπε να συμπεράνει ότι η αιτούσα ελέγχεται από την πρώην Erba Lautex, δεδομένου ότι αυτή έχει λυθεί κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας και δεν είναι πλέον ενεργός.
43 Εξάλλου, η NEL είναι εταιρία «προερχόμενη από εξαγορά [ανάληψη ενεργητικού]», κατά την έννοια του κανόνα παρεκκλίσεως που τίθεται με την υποσημείωση 10 των κατευθυντηρίων γραμμών. Ο εξαιρετικός αυτός κανόνας αφορά εταιρίες ιδρυθείσες μετά την επέλευση της πτωχεύσεως. Όσον αφορά την «εξαγορά [ανάληψη ενεργητικού]», αυτή μπορεί να συνίσταται σε μίσθωση περιουσιακών στοιχείων της υπό πτώχευση εταιρίας, εφόσον αυτά επιτρέπουν τη συνέχιση της εκμεταλλεύσεως. Το γεγονός ότι η αιτούσα, ως 100 % θυγατρική της ευρισκόμενης σε κατάσταση αφερεγγυότητας επιχειρήσεως, συνεχίζει τη δραστηριότητα της δεύτερης δεν αποκλείει την εφαρμογή του εξαιρετικού κανόνα που αφορά τις περιπτώσεις εξαγοράς [αναλήψεως ενεργητικού], ιδίως διότι η αιτούσα αποτελεί τη μόνη μονάδα που εξακολουθεί να είναι παρούσα στην αγορά.
44 Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της όλες τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεώς της. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την επιστολή που της απηύθυνε η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις 27 Φεβρουαρίου 2002, με την οποία την ενημέρωνε επί σημαντικών πτυχών μιας εκθέσεως, η οποία περιήλθε μεταγενέστερα στην Επιτροπή, αναφορικά με την τροποποίηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, τον περιορισμό της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως και τη δυνατότητα εγκρίσεως της ενισχύσεως βάσει του τροποποιημένου σχεδίου. Με την ίδια επιστολή η Γερμανική Κυβέρνηση υποσχόταν την παροχή λεπτομερέστερων πληροφοριών εντός συντόμου προθεσμίας. Εξάλλου, η Επιτροπή όφειλε να αναμείνει και να λάβει υπόψη της τις πληροφορίες που της διαβίβασε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση με την επιστολή της 12ης Μαρτίου 2002, καθόσον, από της κοινοποιήσεως των ενισχύσεων, είχαν παρέλθει πλέον των δύο ετών και δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή, στο σημείο 3.2.4 των κατευθυντηρίων γραμμών της, δέχεται τη δυνατότητα τροποποιήσεως των σχεδίων αναδιαρθρώσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιαρθρώσεως. Αυτή η προφανής πλάνη εκτιμήσεως επηρέασε αποφασιστικά την επίδικη απόφαση, καθόσον η ενίσχυση θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να κριθεί επιλέξιμη βάσει του νέου αυτού εγγράφου.
45 Εξάλλου, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της το σύνολο των πληροφοριών που της διαβιβάστηκαν με την κοινοποίηση, καθόσον αυτή δεν προέβη στην εκτίμηση της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως, ύψους 29,5 εκατομμυρίων ευρώ, που της είχε αρχικώς κοινοποιηθεί, αλλά διαπίστωσε ότι δεν είχε ενημερωθεί σχετικά με τη χρηματοδότηση του κόστους αναδιαρθρώσεως. Αυτή η προφανής πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής είναι ιδιαιτέρας σημασίας, διότι της στέρησε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει.
46 Ο δεύτερος ισχυρισμός, που αναφέρεται στην παραβίαση ουσιωδών τύπων, χωρίζεται σε δύο σκέλη. Στο πρώτο σκέλος, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση βαρύνεται με έλλειψη αιτιολογίας. Πράγματι, στην επίδικη απόφαση δεν εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η ανάλυση στην οποία προβαίνει είναι διαφορετική από την πρακτική που ακολουθεί η ίδια η Επιτροπή στον τομέα αυτού του είδους των αποφάσεων. Με σειρά αποφάσεών της η Επιτροπή έχει δεχθεί ως «νεοσυσταθείσες επιχειρήσεις», οι οποίες απολαύουν του εξαιρετικού συστήματος που προβλέπεται στην υποσημείωση 10 των κατευθυντηρίων γραμμών, επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε ανάλογη θέση με εκείνη της αιτούσας. Εξάλλου, η επίδικη απόφαση δεν περιλαμβάνει επαρκή αιτιολογία όσον αφορά την ανάλυση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου, χαρακτηρίζεται δε από την πλήρη έλλειψη κάθε αναλύσεως του μεριδίου αγοράς της δικαιούχου της ενισχύσεως καθώς και των εμπορικών ρευμάτων των εν λόγω προϊόντων.
47 Στο δεύτερο σκέλος, η αιτούσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τα δικαιώματα άμυνας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εμμέσως δε, τα δικά της, καθόσον ορισμένα νέα στοιχεία σχετικά με το σχέδιο αναδιαρθρώσεως δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή. Αν, όμως, ελάμβανε υπόψη της αυτά τα στοιχεία, η Επιτροπή θα ενέκρινε τις ενισχύσεις διασώσεως και αναδιαρθρώσεως.
48 Ο τρίτος ισχυρισμός αναφέρεται σε κατάχρηση εξουσίας. Πράγματι, η επίδικη απόφαση εκδόθηκε προς εξυπηρέτηση σκοπού διαφορετικού από εκείνον που φέρεται να επιδιώκει. Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση απέβλεπε στη διασφάλιση της θέσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία είχε ανακοινωθεί στον Τύπο και η οποία αφορούσε την προβαλλόμενη μη εκτέλεση της αρνητικής αποφάσεως του 1999.
49 Ο τέταρτος λόγος αναφέρεται σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η οποία επιβάλλει στην Επιτροπή να μην προβαίνει σε βεβιασμένες αναλύσεις και να μην ασκεί προώρως την εξουσία της εκτιμήσεως. Όταν κινήθηκε η τυπική διαδικασία εξετάσεως, η άποψη της Επιτροπής ως προς την έκβαση της διαδικασίας εξετάσεως της ενισχύσεως είχε ήδη λάβει χαρακτήρα αμετάκλητο.
50 Σε απάντηση του πρώτου ισχυρισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πρώην Erba Lautex και η NEL συναποτελούν όμιλο. Και μόνον το στοιχείο αυτό δικαιολογεί τη λήψη υπόψη της ήδη χορηγηθείσας στην πρώην Erba Lautex ενισχύσεως και την επίκληση της προαναφερθείσας αποφάσεως TWD κατά Επιτροπής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 59 της επίδικης αποφάσεως).
51 Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικώς ότι η πρώην Erba Lautex δεν «εκκαθαρίστηκε» και ότι η NEL δεν ανέλαβε τα στοιχεία ενεργητικού της πρώην Erba Lautex, κατά την έννοια της υποσημειώσεως αριθ. 10 των κατευθυντηρίων γραμμών.
52 Το γεγονός ότι η πρώην Erba Lautex βρίσκεται σε κατάσταση παύσεως πληρωμών και δεν έχει πλέον ενεργό παρουσία στην αγορά ως ανταγωνίστρια στερείται σημασίας, δεδομένου ότι η NEL είναι κατά 100 % θυγατρική της πρώην Erba Lautex. Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι, ακόμα και αν η νομική λύση της συστάσεως της NEL ως θυγατρικής της ευρισκόμενης σε κατάσταση παύσεως πληρωμών επιχειρήσεως επελέγη εν αναμονή της πωλήσεως της NEL σε επενδυτή, δεν έχει μέχρι στιγμής εξευρεθεί ένας τέτοιος επενδυτής.
53 Ομοίως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση αναλήψεως στοιχείων του ενεργητικού. Πράγματι, σε περίπτωση μισθώσεως μεταβιβάζονται, στην πράξη, η κατοχή και η πραγματική απόλαυση των αγαθών, όχι όμως και η κυριότητά τους. Επομένως, για παράδειγμα, μόνον ο εκμισθωτής, στην προκειμένη δηλαδή περίπτωση η πρώην Erba Lautex, μπορεί να προβεί στην πώληση των εκμισθωθέντων αγαθών. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, δεδομένου ότι τα αναγκαία για την εκμετάλλευση στοιχεία του ενεργητικού είχαν εκμισθωθεί 27 και πλέον μήνες πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της αιτούσας ότι τα στοιχεία του ενεργητικού είχαν εκμισθωθεί μόνο για μια αρχική περίοδο.
54 Εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη κρατική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με τις κατευθυντήριες γραμμές. Η Επιτροπή υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η διάρκεια των ενισχύσεων διασώσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει, κατά μέγιστο όριο, τους έξι μήνες, περίοδος η οποία μπορεί, εφόσον υφίσταται σχέδιο αναδιαρθρώσεως, να επεκταθεί μέχρις ότου η Επιτροπή αποφανθεί επί του σχεδίου αυτού. Εξάλλου, πρέπει να συνδέονται με πιστώσεις η διάρκεια εξοφλήσεως των οποίων, μετά την τελευταία καταβολή στην επιχείρηση των δανεισθέντων ποσών, δεν πρέπει να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες.
55 Η Επιτροπή τονίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση χορηγήθηκε για διάρκεια υπερβαίνουσα τους 930 μήνες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενίσχυση διασώσεως (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 53 της επίδικης αποφάσεως).
56 Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως, αυτές εξαρτώνται κυρίως από την προϋπόθεση ότι το ύψος και η συχνότητα της ενισχύσεως πρέπει να περιορίζονται στο όριο του απολύτως αναγκαίου για την αναδιάρθρωση της επιχειρήσεως και από το ότι είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό από κοινοτικής απόψεως. Εξάλλου, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως πρέπει «να συμβάλουν σημαντικά» σε «σχέδιο αναδιαρθρώσεως με δικούς τους πόρους». Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 54 και 55 της επίδικης αποφάσεως, οι συγκεκριμένες πιστώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενίσχυση αναδιαρθρώσεως, ακριβώς διότι ελλείπει μια τέτοια συμβολή της δικαιούχου. Πράγματι, το απαιτούμενο για την εφαρμογή του σχεδίου αναδιαρθρώσεως ποσό χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου με πιστώσεις της BvS και της SAB.
57 Εξάλλου, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή πεπλανημένως έκρινε ότι επρόκειτο για όμιλο επιχειρήσεων, τούτο θα συνιστούσε τυπική πλημμέλεια, μη δυνάμενη να θεμελιώσει ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, εφόσον οι λοιπές αιτιολογικές σκέψεις αρκούν προς νομική δικαιολόγηση του διατακτικού της αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 1987, 119/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4121, σκέψη 51).
58 Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, η Επιτροπή φρονεί ότι είναι αβάσιμος και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 63).
59 Η Επιτροπή σημειώνει, επίσης, ότι οι υποθέσεις που επικαλέστηκε η αιτούσα προκειμένου να αποδείξει τη δυσμενή εις βάρος της διάκριση δεν αφορούν καταστάσεις όμοιες προς εκείνη της NEL, ιδίως διότι, στις υποθέσεις αυτές, ένας ή περισσότεροι ιδιώτες επενδυτές είχαν σημαντικώς συμβάλλει στην αναδιάρθρωση.
60 Εξάλλου, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη παραθέσεως στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι η ενίσχυση παρακωλύει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και νοθεύει τους όρους του εμπορίου σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 33 της επίδικης αποφάσεως.
61 Ομοίως αβάσιμη είναι η προβαλλόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, σκέψη 59), ο δικαιούχος της ενισχύσεως απλώς συμμετέχει στη διοικητική διαδικασία και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να προβάλλει τα δικαιώματα εκείνα άμυνας που αναγνωρίζονται σε εκείνους κατά των οποίων έχει κινηθεί μια διαδικασία. Τα διαδικαστικά δικαιώματα των δικαιούχων ενισχύσεως γίνονται σεβαστά εφόσον αυτοί καλούνται να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.
62 Όσον αφορά τις δύο επιστολές που κατά την αιτούσα δεν έλαβε υπόψη της, η Επιτροπή τονίζει ότι η πρώτη επιστολή, της 27ης Φεβρουαρίου 2002, απευθυνόταν προσωπικώς στον γενικό διευθυντή ανταγωνισμού και δεν συνιστά επίσημη αλληλογραφία με την Επιτροπή, αλλά απλώς αίτημα προσωπικής παρεμβάσεως. Η δεύτερη επιστολή περιήλθε στην Επιτροπή στις 12 Μαρτίου 2002, ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, μετά δε την έναρξη της συνεδριάσεως στη διάρκεια της οποίας αποφασίστηκε η έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει, τέλος, ότι ακόμα και αν είχε λάβει υπόψη της τις εν λόγω επιστολές, τα περιεχόμενα σ' αυτές στοιχεία δεν ήταν ικανά να μεταβάλουν τη σχετική με τις ενισχύσεις εκτίμησή της.
63 Ο τρίτος και τέταρτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθούν λόγω του προδήλως εσφαλμένου χαρακτήρα τους.
- Επί του επείγοντος και της σταθμίσεως των συμφερόντων
64 Η αιτούσα παρατηρεί, κατ' αρχάς, ότι σε περίπτωση εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, ο διαχειριστής της θα υποχρεωθεί να ζητήσει την κίνηση διαδικασίας πτωχεύσεως, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εταιρίας πριν ακόμη το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής. Αυτή η ζημία χαρακτηρίζει το επείγον της αιτούμενης αναστολής (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Μα_ου 2001, T-53/01 R, Poste Italiane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-1479, σκέψη 120).
65 Προς απόδειξη του ισχυρισμού της, η αιτούσα επικαλείται λογιστική έκθεση, της 20ής Ιουνίου 2002, καταρτισθείσα από την Price Waterhouse Deutsche Revision (στο εξής: έκθεση PWC), όπου εκτίθενται τρία ενδεχόμενα.
66 Κατά το πρώτο ενδεχόμενο, η επιστροφή της ενισχύσεως θα καθιστούσε τη NEL ευθύς αμέσως αφερέγγυο και, επομένως, θα καθιστούσε αδύνατη τη συνέχιση της εκμεταλλεύσεώς της. Κατά το δεύτερο ενδεχόμενο, στηριζόμενο στο στοιχείο ότι η απόφαση επί της κύριας προσφυγής θα εκδοθεί το 2004, η αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως θα καθιστούσε δυνατή την επιβίωση της ενάγουσας μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής. Τέλος, κατά το τρίτο ενδεχόμενο, τυχόν απόρριψη της κύριας προσφυγής, παρά τη χορήγηση του αιτούμενου προσωρινού μέτρου, θα είχε ως συνέπεια την κίνηση διαδικασίας πτωχεύσεως.
67 Ως προς το πρώτο ενδεχόμενο, η ενάγουσα παρατηρεί ότι, πράγματι, δεν διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για την εξόφληση των δανείων που συνιστούν το ποσό της συγκεκριμένης ενισχύσεως. Έχει περιέλθει σε αδυναμία εξευρέσεως δανείων για την επιστροφή αυτού του ποσού. Δεν διαθέτει η ίδια στοιχεία ενεργητικού που θα μπορούσαν αποτελεσματικώς να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό ή να δοθούν ως ασφάλεια για τη λήψη τέτοιων δανείων. Συνεπώς, συντρέχουν τα στοιχεία τα συστατικά της αφερεγγυότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 17 του InsO. Η αιτούσα υπενθυμίζει σχετικώς ότι οι BvS και SAB με επιστολές της 3ης Απριλίου 2002 και της 15ης Απριλίου 2002, την όχλησαν για την έντοκη επιστροφή της ενισχύσεως. Οι επιστολές αυτές συνιστούν συγκεκριμένα μέτρα σκοπούντα στην επιστροφή των ενισχύσεων. Αν δεν διαταχθεί αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, οι υποχρεώσεις αυτές καθίστανται απαιτητές. Η αιτούσα επικαλείται, σχετικώς, δύο επιστολές της BvS, της 2ας Απριλίου και της 20ής Ιουνίου 2002, από τις οποίες προκύπτει ότι η BvS θα προχωρήσει στην έγερση αγωγής επί πληρωμή στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο δεν διατάξει την αναστολή εκτελέσεως.
68 Τυχόν απόρριψη της παρούσας αιτήσεως θα είχε ως αποτέλεσμα να ζητήσει αμέσως ο διαχειριστής της NEL την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η εξουσία διαθέσεως στοιχείων ενεργητικού της εταιρίας θα μεταβιβαστεί στον σύνδικο της πτωχεύσεως. Η αιτούσα, επικαλούμενη τα σημεία 34 έως 46 και το σημείο 71 της εκθέσεως PWC, παρατηρεί ότι μετά την κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας είναι πλέον αδύνατον, κατά πάσα πιθανότητα, να συνεχιστεί η εκμετάλλευση της εταιρίας και η διασφάλιση της εξυγιάνσεώς της.
69 Η κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας θα είχε αναποφεύκτως ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της NEL, λόγω απώλειας της εμπιστοσύνης των πελατών της, των προμηθευτών της και των προμηθευτών της, και τα προβλήματα ρευστότητας που θα επακολουθούσαν. Η αιτούσα τονίζει ότι θα ήταν πολύ απίθανο να ενδιαφερθεί ένας σοβαρός επενδυτής να επενδύσει σε μια υπό πτώχευση εταιρία.
70 Τέλος, η αιτούσα παρατηρεί ότι τέτοιου είδους προβλήματα αφερεγγυότητας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με την ανάληψη στοιχείων ενεργητικού, λύση που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωσή της, καθόσον το εξαιρετικό σύστημα που προέβλεπαν οι κατευθυντήριες γραμμές εξέπνευσε στις 31 Δεκεμβρίου 1999.
71 Η λύση της εταιρίας, ως συνέπεια της κινήσεως της πτωχευτικής διαδικασίας, αρκεί προς θεμελίωση του επείγοντος (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 1994, T-231/94 R, T-232/94 R και T-234/94 R, Transacciones Marítimas κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-885, σκέψη 42).
72 Όσον αφορά το δεύτερο ενδεχόμενο στο οποίο αναφέρεται η έκθεση PWC, η αιτούσα παρατηρεί ότι υπάρχει αρκετή πιθανότητα να επιβιώσει αν χορηγηθεί η αναστολή, όπως προκύπτει από τη διαρκή βελτίωση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεώς της. Από τα αριθμητικά στοιχεία που επισυνάπτονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης για τα έτη 2000 και 2001 προκύπτει ότι το επίπεδο αποδόσεως της NEL παρουσιάζει σταθερή βελτίωση και ότι η μελλοντική εξέλιξη του επιπέδου βελτιώσεως θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, θετικό για τα έτη 2002 έως 2004.
73 Τέλος, η προοπτική εξαγοράς από επενδυτή θα προεξοφλούσε μια ακόμη θετικότερη εξέλιξη της επιχειρήσεως σε σύγκριση με αυτήν που περιγράφεται στην έκθεση PWC.
74 Γενικότερα, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω εκτιθέμενη ζημία θα ήταν αδύνατον να αποτραπεί αν θα ήταν υποχρεωμένη να αναμείνει να επιληφθούν τα γερμανικά δικαστήρια του αιτήματος των BvS και SAB για την επιστροφή της ενισχύσεως προκειμένου να εξαντλήσει, στη συνέχεια, όλα τα διαθέσιμα σε εθνικό επίπεδο μέσα παροχής ενδίκου προστασίας.
75 Εξάλλου, τυχόν προσφυγή στα γερμανικά δικαστήρια κατά της αιτούσας, ουδόλως θα μετέβαλλε τον απαιτητό χαρακτήρα της οφειλής ούτε την υποχρέωση του διαχειριστή να ζητήσει την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση η αιτούσα δεν θα μπορούσε να ασκήσει καμία επιρροή στην εξέλιξη της δίκης, καθόσον αυτή θα αναστελλόταν κατ' εφαρμογήν του άρθρου 240 του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας και θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνον από τον σύνδικο της πτωχεύσεως και υπό ειδικές προϋποθέσεις.
76 Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εκτέλεση της επίδικης αποφάσεως δεν απειλεί την ύπαρξη της αιτούσας, εντούτοις ο διαχειριστής της θα ήταν υποχρεωμένος στην περίπτωση αυτή να ζητήσει την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας, χωρίς αυτή να έχει τη δυνατότητα να επανακτήσει, εντός ενός κατά το μάλλον ή ήττον προσεχούς μέλλοντος, τη θέση της στην αγορά (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2000, T-74/00 R, Artegodan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-2583, σκέψεις 45 και 51). Μια τέτοια απώλεια της θέσεώς της στην αγορά θα είχε ως συνέπεια την απόλυση πολλών συνεργατών της, στοιχείο το οποίο θεμελιώνει το επείγον (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουνίου 1996, T-41/96 R, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-381, σκέψη 59).
77 Όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων, η αιτούσα εφιστά ιδίως την προσοχή στο γεγονός ότι η ζημία για την Κοινότητα θα ήταν τόσο αμελητέα ώστε να δύναται μόλις να μετρηθεί, καθόσον το μερίδιο αγοράς της αιτούσας εταιρίας εντός της κοινής αγοράς είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Εξάλλου, θα έπρεπε, επίσης, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ουσιαστικής και ανεπανόρθωτης ζημίας για τον ανταγωνισμό, καθόσον η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαία την προσωρινή επιστροφή της ενισχύσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1). Τέλος, δεδομένης της μεγάλης διάρκειας της διαδικασίας, η οποία οφείλεται κυρίως στη συμπεριφορά της Επιτροπής κατά τους 19 μήνες που διήρκεσε η προκαταρκτική εξέταση της συγκεκριμένης ενισχύσεως, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η προσωρινή μετάθεση της λύσεως της επιχειρήσεως της αιτούσας.
78 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η έκθεση PWC δεν αποδεικνύει με επαρκή βεβαιότητα ότι η αναστολή εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως θα καθιστούσε δυνατή την επιβίωση της NEL μέχρις ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κυρίας προσφυγής.
79 Το προβλεπόμενο στην έκθεση PWC θετικό αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως για το έτος 2002, της τάξεως των 0,4 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, δεν συνιστά χαρακτηριστικό στοιχείο διαρκούς χρηματοπιστωτικής εξυγιάνσεως της NEL, ιδίως ενόψει της υποχρεώσεως καλύψεως των χρηματοπιστωτικών ζημιών των προηγουμένων ετών. Εξάλλου, το αναμενόμενο αποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως προϋποθέτει, σύμφωνα με την έκθεση PWC, μια «φιλόδοξη» αύξηση του κύκλου εργασιών της τάξεως των 1,5 εκατομμυρίων ευρώ για το έτος 2002, το οποίο θα μπορούσε να επιτύχει η NEL επωφελούμενη μιας «σταθερής και συνεχούς εξελίξεως της συγκυρίας κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2002». Η αβεβαιότητα ως προς τη θετική εξέλιξη της συγκυρίας, βραχυπροθέσμως ή μεσοπροθέσμως, προκύπτει από μια εβδομαδιαία ανακοίνωση του Deutsches Institut fur Wirtschaftsforschung, της 11ης Ιουλίου 2002, κατά την οποία προβλέπεται μείωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά το έτος 2003.
80 Από την έκθεση PWC προκύπτει, επίσης, ότι η χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών της NEL «παρεμένει επί του παρόντος αδιευκρίνιστη σε μεγάλο βαθμό», καθώς και ότι «καλύτερες δυνατότητες» θα μπορούσαν να υπάρξουν αν η διεθνής προκήρυξη υποβολής προσφορών κατέληγε στην πώληση της NEL σε «στρατηγικό επενδυτή». Επί του παρόντος, πάντως, θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη ως προς τις πιθανότητες μιας τέτοιας λύσεως. Η Επιτροπή δεν γνωρίζει την ύπαρξη υποψηφίων αγοραστών που να έχουν συγκεκριμενοποιήσει το ενδιαφέρον τους με την ανάληψη δεσμεύσεως.
81 Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι το συμφέρον της Κοινότητας για την άρση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μέσω της επιστροφής ενισχύσεων που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά υπερέχει πάντοτε, πλην των εξαιρετικών εκείνων περιπτώσεων στις οποίες επιβάλλεται μια διαφορετική λύση. Εν προκειμένω, δεν συντρέχει καμία εξαιρετική περίπτωση.
Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων
82 Δεν αμφισβητείται ότι το επείγον μιας αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση στον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 1991, C-213/91 R, Abertal κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-5109, σκέψη 18· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 19ης Δεκεμβρίου 2001, T-195/01 R και T-207/01 R, Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-3915, σκέψη 95). Στον διάδικο που ζητεί το εν λόγω μέτρο εμπίπτει το βάρος της αποδείξεως ότι δεν μπορεί να αναμείνει το πέρας της διαδικασίας της κύριας προσφυγής χωρίς να έχει προηγουμένως υποστεί τέτοιας φύσεως ζημία (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2002, Τ-34/02 R, Β κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 85).
83 Το γεγονός ότι επίκειται ζημία δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά αρκεί, ιδίως όταν η πρόκληση της ζημίας εξαρτάται από την επέλευση ενός συνόλου παραγόντων, η εν λόγω ζημία να είναι σε σημαντικό βαθμό προβλέψιμη. Ωστόσο, ο αιτών υποχρεούται πάντα να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που φαίνονται να στηρίζουν την προοπτική σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας [διάταξη του προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-8705, σκέψη 67· προπαρατεθείσα διάταξη Β κατά Επιτροπής, σκέψη 86].
84 Δεν αμφισβητείται μεν ότι ζημία οικονομικού χαρακτήρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον μπορεί να καταβληθεί μεταγενέστερα αντίστοιχο χρηματικό αντιστάθμισμα [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Απριλίου 2001, C-471/00 P(R), Επιτροπή κατά Cambridge Healthcare Supplies, Συλλογή 2001, σ. Ι-2865, σκέψη 113· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2001, T-339/00 R, Bactria κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. ΙΙ-1721, σκέψη 94], δεν αμφισβητείται όμως επίσης ότι ένα προσωρινό μέτρο δικαιολογείται εφόσον προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη χορηγήσεώς του, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή του πριν από την έκδοση της περατώνουσας τη διαδικασία της κύριας δίκης αποφάσεως (προπαρατεθείσα διάταξη Poste Italiane κατά Επιτροπής, σκέψη 120).
85 Απομένει λοιπόν να εξεταστεί αν η αιτούσα απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως ότι η εκτέλεση του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως θα έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την πτώχευσή της και την εξαφάνισή της από την αγορά πριν εκδοθεί απόφαση επί της κυρίας προσφυγής.
86 Επικαλούμενη την έκθεση PWC (βλ. ανωτέρω σκέψεις 67 έως 69), η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η απόρριψη της αιτήσεως αναστολής θα έχει ως συνέπεια την άμεση επιστροφή της ενισχύσεως που της χορηγήθηκε. Εξάλλου, κατά τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν εκ μέρους της αιτούσας κατά την ακρόαση, τις οποίες δεν αντέκρουσε σχετικώς η Επιτροπή, μια άνευ αιρέσεων όχληση εκ μέρους των BvS και SAB να επιστρέψει την επίδικη ενίσχυση αρκεί να καταστήσει τις πιστώσεις που χορήγησαν «απαιτητές» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, του InsO. Αυτό, όμως, θα είχε αναποφεύκτως κατά την άποψή της ως αποτέλεσμα την κίνηση της διαδικασίας πτωχεύσεως.
87 Η αιτούσα υποστήριξε, επίσης, χωρίς να την αντικρούσει σχετικώς η Επιτροπή, ότι μετά την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας η εξουσία διαθέσεως των στοιχείων του ενεργητικού της θα μεταβιβαστεί σε ένα σύνδικο πτωχεύσεως (άρθρο 80, παράγραφος 1, του InsO) και ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η συνέχιση της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως θα είναι δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση ότι όλοι οι πιστωτές θα ικανοποιηθούν. Η αιτούσα επιχείρησε να αποδείξει σχετικώς ότι η έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας θα καταλήξει αναπόφευκτα στην εξαφάνισή της τονίζοντας, ιδίως, ότι η έναρξη μιας τέτοιας διαδικασίας θα βλάψει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις της με τους «πελάτες-κλειδιά», τους προμηθευτές της και τους πιστωτές της καθιστώντας μάλλον απίθανη την πώλησή της σε ιδιώτη επενδυτή.
88 Επιβάλλεται, κατ' αρχάς, να υπογραμμιστεί ότι η κατάσταση κατά την οποία μια επιχείρηση υποχρεούται να ζητήσει την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να συνιστά σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, δεδομένων των κινδύνων που η διαδικασία αυτή συνεπάγεται για την ίδια την ύπαρξη της οικείας επιχειρήσεως και των σημαντικών συνεπειών που προκαλεί μια τέτοια διαδικασία, οι οποίες παρεμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως (προπαρατεθείσα διάταξη HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 56).
89 Πάντως τέτοιου είδους εκτίμηση πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών περιστατικών κάθε υποθέσεως (προπαρατεθείσα διάταξη HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 57).
90 Στη προκειμένη περίπτωση, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι η αιτούσα δεν απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως ότι η εκτέλεση του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως θα είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την εκκαθάρισή της και την εξαφάνισή της από την αγορά.
91 Επιβάλλεται να τονιστεί, πρώτον, ότι η αιτούσα δεν προέβαλε πειστικά επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι αδυνατούσε να επωφεληθεί από τη χρηματοπιστωτική αρωγή της πρώην Erba Lautex ώστε να επιστρέψει την επίδικη ενίσχυση.
92 Αποτελεί, όμως, πάγια νομολογία ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της από οικονομική άποψη βιωσιμότητας μιας επιχειρήσεως, η εκτίμηση της ουσιαστικής της καταστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα χαρακτηριστικά του ομίλου στον οποίο αυτή υπάγεται [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 1998, C-43/98 P(R), Camar κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. Ι-1815, σκέψη 36, και προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, σκέψη 56].
93 Εξάλλου, στο πλαίσιο της εξετάσεως της χρηματοπιστωτικής ικανότητας μιας επιχειρήσεως, στερείται σημασίας το αν τον έλεγχο τον ασκεί επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο (προαναφερθείσα διάταξη HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 64).
94 Το επιχείρημα που προέβαλε η αιτούσα, ότι η πρώην Erba Lautex έχει λυθεί ως εταιρία και ότι, κατά συνέπεια, δεν υφίσταται σχέση «ομίλου» μεταξύ αυτής και της πρώην Erba Lautex, εμφανίζεται, εκ πρώτης όψεως, ως άσχετο για την εκτίμηση της υπάρξεως μιας σχέσεως «ομίλου».
95 Εντούτοις, εν προκειμένω, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν η πρώην Erba Lautex και NEL ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, όπως αυτός ορίζεται από το κοινοτικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψη 134· της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11· της 11ης Απριλίου 1989, 66/86, Ahmed Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro, Συλλογή 1989, σ. 803, σκέψη 35, και της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-73/95 P, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-5457, σκέψη 16), αρκεί να υπογραμμιστεί το στοιχείο ότι η αιτούσα δεν απέδειξε επαρκώς την έλλειψη οικονομικών δεσμών μεταξύ αυτής και της πρώην Erba Lautex.
96 Κατ' αρχάς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την επίδικη απόφαση, η NEL είναι επιχείρηση ελεγχόμενη κατά 100 % από την πρώην Erba Lautex.
97 Επίσης, όπως η ίδια η αιτούσα ανέφερε, η NEL ιδρύθηκε από τον δικαστικώς διορισμένο διαχειριστή της πρώην Erba Lautex, στο πλαίσιο μιας αναλήψεως στοιχείων ενεργητικού, με τη συμφωνία των πιστωτών της Erba Lautex και με μοναδικό σκοπό την καλύτερη αποζημίωση των εν λόγω πιστωτών, ιδίως μέσω της μελλοντικής πωλήσεως της NEL σε ιδιώτη επενδυτή. Έχει, επίσης, αποδειχθεί ότι πριν από την πώληση σε επενδυτή, τα στοιχεία ενεργητικού (μηχανήματα και χώροι) της πρώτην Erba Lautex εκμισθώθηκαν στη NEL, έναντι καταβολής μηνιαίου μισθώματος, ώστε να έχει η πρώην Erba Lautex τακτικά έσοδα τα οποία, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχε η αιτούσα, ήταν σημαντικότερα από εκείνα που θα προέκυπταν από την άμεση λύση της πρώην Erba Lautex. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι το προσωπικό της NEL, περιλαμβανομένων των στελεχών, είναι το ίδιο με εκείνο της πρώην Erba Lautex.
98 Τέλος, κατά την ακρόαση, η αιτούσα εξήγησε ότι η πρώην Erba Lautex προδήλως ενδιαφέρεται να μη θιγεί η φήμη της NEL με την κίνηση μιας πτωχευτικής διαδικασίας.
99 Έχει, επομένως, σαφώς αποδειχθεί ότι υφίσταται κοινότης συμφερόντων μεταξύ της πρώην Erba Lautex και της NEL και ότι η βιωσιμότητα και η εύρυθμη λειτουργία της NEL αποτελούν την κύρια μέριμνα του δικαστικώς διορισθέντος διαχειριστή της πρώην Erba Lautex.
100 Κατά την ακρόαση, η αιτούσα επισήμανε το γεγονός ότι τα χρηματοπιστωτικά διαθέσιμα της πρώην Erba Lautex πρέπει αποκλειστικώς να διατεθούν για την αποζημίωση των πιστωτών της, καθώς και ότι ο δικαστικώς διορισθείς διαχειριστής της πρώην Erba Lautex θα υπόκειτο σε ποινικές κυρώσεις αν δεν τηρούσε αυτή την υποχρέωση.
101 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι η αιτούσα περιορίστηκε σε μια γενική αναφορά στη σχετική γερμανική νομοθεσία, χωρίς να προσκομίσει καμία απόδειξη για το αν, σε μια περίπτωση όπως η παρούσα, τα περιουσιακά στοιχεία μιας υπό πτώχευση επιχειρήσεως μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε κάποιο βαθμό, προς ενίσχυση μιας κατά 100 % θυγατρικής αυτής της επιχειρήσεως, η επιβίωση της οποίας θα επηρέαζε αισθητά τη δυνατότητα καλύτερης αποζημιώσεως των πιστωτών της υπό πτώχευση εταιρίας.
102 Αντιθέτως, από τις δηλώσεις της αιτούσας προκύπτει μάλλον ότι ο δικαστικώς διορισθείς διαχειριστής της πρώην Erba Lautex διαθέτει ένα ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως και έχει, τουλάχιστον κατά ένα βαθμό, τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα της πρώην Erba Lautex προκειμένου να υποβοηθήσει τη NEL να επιστρέψει τη χορηγηθείσα από τις BvS και SAB ενίσχυση. Πράγματι, κατά την ακρόαση, η αιτούσα υποστήριξε ότι ο δικαστικώς διορισθείς διαχειριστής της πρώην Erba Lautex έχει τη δυνατότητα να μειώσει το μηνιαίο μίσθωμα που καταβάλλει η NEL, ώστε να δυνηθεί αυτή να επιστρέψει σταδιακώς την επίδικη ενίσχυση. Αυτό προκύπτει και από τη γραπτή πρόταση που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο στις 11 Οκτωβρίου 2002, με την οποία ο δικαστικώς διορισθείς διαχειριστής της πρώην Erba Lautex προτείνει το μηνιαίο μίσθωμα που καταβάλλει η NEL να περιοριστεί κατά 50 %, εφόσον η μείωση αυτή χρησιμοποιηθεί από τη NEL για την επιστροφή, με μηνιαίες δόσεις, της ενισχύσεως στις BvS και SAB, μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση επί της κυρίας προσφυγής.
103 Επιβάλλεται, επίσης, η διαπίστωση ότι η αιτούσα δεν προσκόμισε αποδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι η πρώην Erba Lautex δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παράσχει μια χρηματοπιστωτική συνδρομή στη NEL. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η πρώην Erba Lautex έχει στην κυριότητά της μηχανήματα και χώρους τους οποίους έχει εκμισθώσει στη NEL. Δεν έχει, όμως, αποδειχθεί ότι τα στοιχεία αυτά ενεργητικού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, με τη σύμφωνη γνώμη της πρώην Erba Lautex, π.χ. ως ασφάλεια έναντι των γερμανικών τραπεζών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η δανειοδότηση της NEL. Εξάλλου, από την επίμαχη απόφαση προκύπτει ότι, από της συστάσεώς της, η αιτούσα μίσθωσε τα μηχανήματα και τα κτίρια της πρώην Erba Lautex έναντι μηνιαίου μισθώματος 215 626 ευρώ. Κατά την ακρόαση, η αιτούσα επιβεβαίωσε ότι το ποσό αυτό καταβάλλεται πράγματι από τον Ιανουάριο 2000. Καίτοι κατά την ακρόαση η αιτούσα υποστήριξε ότι τα ποσά αυτά εν μέρει χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίηση σειράς πληρωμών, ιδίως για τη χρηματοδότηση της εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως διά του δικαστικώς διορισθέντος διαχειριστή και μολονότι, με την πρότασή της της 11ης Οκτωβρίου 2002, η αιτούσα σημειώνει ότι το εκ μέρους της καταβαλλόμενο σήμερα μηνιαίο μίσθωμα ανέρχεται σε 57 643 ευρώ, εντούτοις, δεν αμφισβήτησε ότι τα χρηματοπιστωτικά διαθέσιμα της πρώην Erba Lautex αυξήθηκαν, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, σε σημαντικό βαθμό και ότι η πρώην Erba Lautex έχει ακόμα στη διάθεσή της ένα σημαντικό μέρος αυτών των ποσών.
104 Καίτοι είναι πιθανόν η έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας, έστω και αν υποτεθεί ότι αυτή αποτελεί αυτόματη συνέπεια της εκ μέρους των BvS και SAB αιτήσεως επιστροφής της ενισχύσεως, χωρίς δυνατότητα της πρώην Erba Lautex να παρέμβει, μπορεί να παραβλάψει τις σχέσεις μεταξύ της NEL και των πελατών της, των προμηθευτών και των πιστωτών της, εντούτοις, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων φρονεί ότι η αιτούσα δεν απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως ότι η χρηματοπιστωτική παρέμβαση της πρώην Erba Lautex σε ένα από τα πρώτα στάδια της πτωχευτικής διαδικασίας δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την εκκαθάριση της NEL και να διασφαλίσει την επιβίωσή της μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της κύριας προσφυγής. Όπως η ίδια η αιτούσα υποστήριξε, η εκμετάλλευσή της μετά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να συνεχιστεί αν η διαδικασία αυτή της επιτρέψει να ικανοποιήσει το σύνολο των πιστωτών της. Υπενθυμίζεται, σχετικώς, ότι στο πρώτο από τα ενδεχόμενα που εξετάζονται στην έκθεση PWC αναλύεται η οικονομική κατάσταση της NEL χωρίς να λαμβάνεται υπόψη μια χρηματοπιστωτική αρωγή της πρώην Erba Lautex και διατυπώνεται απλώς η διαπίστωση ότι, «κατά πάσα πιθανότητα», η εκμετάλλευση της NEL θα πρέπει να τερματιστεί σε περίπτωση ενάρξεως της πτωχευτικής διαδικασίας.
105 Εντούτοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αιτούσα απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως ότι η πρώην Erba Lautex κωλύεται να παράσχει την αναγκαία χρηματοπιστωτική αρωγή για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών της NEL, κανένα σοβαρό επιχείρημα δεν προβλήθηκε προκειμένου να αποδειχθεί ότι η αιτούσα δεν θα έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα μέτρα που ελήφθησαν για την επιστροφή της ενισχύσεως και να προβάλει, ενώπιον αυτών των δικαστηρίων, τον παράνομο χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως.
106 Πράγματι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και από τις εξηγήσεις που παρέσχε η αιτούσα κατά την ακρόαση, σε περίπτωση αρνήσεως της αιτούσας να προβεί στην καταβολή, η προβλεπόμενη εθνική διαδικασία αναζητήσεως της ενισχύσεως συνίσταται στην εκ μέρους των BvS και SAB κατάθεση αιτήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για την έκδοση διαταγής πληρωμής.
107 Αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η αιτούσα, το κοινοτικό δίκαιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα να διατάξουν τα εθνικά δικαστήρια αναστολή εκτελέσεως της εκ μέρους των BvS και SAB αιτήσεως επιστροφής της ενισχύσεως μέχρις ότου εκδοθεί από το Πρωτοδικείο απόφαση επί της κύριας προσφυγής ή να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ. Πράγματι, στο μέτρο που η αιτούσα αμφισβήτησε, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 1994, C-188/92, TWD Textilwerke Deggendorf, Συλλογή 1994, σ. Ι-833, σκέψεις 13 ως 26· της 30ής Ιανουαρίου 1997, C-178/95, Wiljo, Συλλογή 1997, σ. Ι-585, σκέψεις 20 και 21, και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, C-239/99, Nachi Europe, Συλλογή 2001, σ. Ι-1197, σκέψη 30, καθώς και προαναφερθείσα διάταξη Β κατά Επιτροπής, σκέψη 92).
108 Εξάλλου, το γεγονός ότι δεν ευδοκίμησε αίτηση αναστολής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν αποκλείει τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν αναστολή εκτελέσεως. Από την προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, ιδίως, προκύπτει ότι το γερμανικό δικαστήριο (το Landgericht Amberg), στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, έκρινε επιβεβλημένη την αναστολή της εθνικής διαδικασίας πληρωμής μετά την εκ μέρους του Προέδρου του Δικαστηρίου απόρριψη, με διάταξη της 3ης Μα_ου 1996, C-399/95, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. Ι-2441), της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής που είχε υποβάλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ενώπιον του Δικαστηρίου.
109 Έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη υπόθεση, η αιτούσα δεν απέδειξε κατά πόσον τα εγχώρια μέσα ένδικης προστασίας που προσφέρει το γερμανικό δίκαιο προς παρεμπόδιση της άμεσης επιστροφής της ενισχύσεως δεν της παρέχει τη δυνατότητα να αποφύγει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία (προαναφερθείσες διατάξεις Deufil κατά Επιτροπής, σκέψη 22, και Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 26· διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 1996, T-155/96 R, Ville de Mayence κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1655, σκέψη 25).
110 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε ότι ελλείψει της χορηγήσεως της αιτούμενης αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία και ότι, κατά συνέπεια, συντρέχει εν προκειμένω η σχετική με το επείγον προϋπόθεση.
111 Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αιτούσα απέδειξε πλήρως την ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπέχει ακόμα την υποχρέωση να σταθμίσει, αφενός, το συμφέρον της αιτούσας για τη λήψη των αιτουμένων προσωρινών μέτρων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον για την εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.
112 Πρέπει σχετικώς να υπομνηστεί ότι το άρθρο 88, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι, αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός της προθεσμίας που η ίδια καθορίζει. Κατά συνέπεια, το γενικό συμφέρον, υπέρ του οποίου η Επιτροπή ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999, ώστε να διασφαλίζει, κυρίως, ότι η λειτουργία της κοινής αγοράς δεν θα στρεβλώνεται από κρατικές ενισχύσεις επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό, έχει ιδιαίτερη σημασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, τη διάταξη του προέδρου του τέταρτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 2ας Απριλίου 1998, T-86/96 R, Arbeitsgemeinschaft Deutscher Luftfahrt-Unternehmen και Hapag-Lloyd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-641, σκέψη 74, και την προμνημονευθείσα διάταξη Government of Gibraltar κατά Επιτροπής, σκέψη 108). Συγκεκριμένα, η υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να καταργήσει ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά σκοπεί στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 1995, C-348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. Ι-673, σκέψη 26, και της 20ης Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland, Συλλογή 1997, σ. Ι-1591, σκέψη 23).
113 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που σκοπεί στην αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσας από την Επιτροπή υποχρεώσεως να επιστραφεί ενίσχυση που χαρακτηρίστηκε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, το κοινοτικό συμφέρον πρέπει κανονικά, αν όχι σχεδόν πάντοτε, να υπερισχύει του συμφέροντος του αποδέκτη της ενισχύσεως να αποφύγει την εκτέλεση της υποχρεώσεως αποδόσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως στην κύρια υπόθεση (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου, της 4ης Απριλίου 2002, Technische Glaswerke, προαναφερθείσα, σκέψη 114).
114 Εν προκειμένω, προκειμένου να αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούσες τη χορήγηση αναστολής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι για την Κοινότητα η ζημία μόλις θα μπορούσε να μετρηθεί, δεδομένου ότι το μερίδιο αγοράς που κατέχει στην κοινή αγορά είναι εξαιρετικά περιορισμένο, καθώς και ότι η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαία την προσωρινή επιστροφή της ενισχύσεως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, καθώς και ότι η προκαταρκτική εξέταση της συγκεκριμένης ενισχύσεως εκ μέρους της Επιτροπής διήρκεσε 19 μήνες.
115 Το σχετικό με τα μικρά μερίδια αγοράς που κατέχει η αιτούσα επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το σχετικά μικρό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που έλαβε την ενίσχυση δεν αποκλείουν εκ των προτέρων το ενδεχόμενο να έχει επηρεαστεί το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1987, 259/85, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4393, σκέψη 24· της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 43, και του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, Τ-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-717, σκέψη 48). Εξάλλου, αποτελεί πάγια νομολογία ότι ακόμα και μια σχετικώς μικρή ενίσχυση μπορεί να επηρεάσει τους όρους του εμπορίου κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, καθόσον η ενίσχυση παρέχει τη δυνατότητα στις δικαιούχες επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος των επενδύσεών τους, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη θέση των εν λόγω επιχειρήσεων σε σχέση με τις ανταγωνίστριές τους εντός της Κοινότητας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 13, σκέψη 11, και Γαλλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 24). Συνεπώς, το γεγονός ότι η επωφελούμενη από την ενίσχυση επιχείρηση δεν κατέχει σημαντικά μερίδια αγοράς δεν αποκλείει την ύπαρξη κοινοτικού συμφέροντος για την άμεση κατάργηση της επιβλαβούς για τον ανταγωνισμό κρατικής ενισχύσεως.
116 Όσον αφορά την έλλειψη αποφάσεως προσωρινής επιστροφής της ενισχύσεως, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, αρκεί να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι κατά την Επιτροπή το γεγονός ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως μιας αποφάσεως προσωρινής πληρωμής ουδόλως την εμποδίζουν να διαπιστώσει, κατά το πέρας της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως, ότι το κοινοτικό συμφέρον επιβάλλει την άμεση κατάργηση της συγκεκριμένης ενισχύσεως και την άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της προ της καταβολής της ενισχύσεως καταστάσεως.
117 Τέλος, το γεγονός ότι η Επιτροπή μετά από 19 μήνες εξέταση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά ουδόλως επηρεάζει το κοινοτικό συμφέρον για την άμεση επιστροφή αυτής της ενισχύσεως, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της προ της καταβολής της ενισχύσεως καταστάσεως και η άρση των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό επιπτώσεων της ενισχύσεως αυτής επί της κοινής αγοράς.
118 Εξάλλου, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η Επιτροπή, στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως και υποχρεούται, στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό επιπτώσεων μιας ενισχύσεως, να λαμβάνει υπόψη της όλα τα σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένου, εφόσον απαιτείται, του ήδη εξετασθέντος σε προηγούμενη απόφαση πλαισίου, καθώς και των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν σε κράτος μέλος με την προηγούμενη αυτή απόφαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1991, C-261/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4437, σκέψη 20, και TWD κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 26).
119 Εν προκειμένω, αν τα επιχειρήματα της αιτούσας γίνουν δεκτά θα εθίγετο η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής και η υποχρέωσή της να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι έχουν ήδη χορηγηθεί ενισχύσεις στην πρώην Erba Lautex, ότι αυτές απετέλεσαν αντικείμενο αρνητικής αποφάσεως και ότι, παρά ταύτα, δεν επεστράφησαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
120 Δεδομένου ότι ο σχετικός με το επείγον όρος δεν πληρούται και η στάθμιση των συμφερόντων αποβαίνει υπέρ της μη αναστολής της εκτελέσεως της επιδίκου αποφάσεως, η παρούσα αίτηση επιβάλλεται να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιποί ισχυρισμοί που προβάλλει η αιτούσα προκειμένου να δικαιολογήσει τη χορήγηση των αιτουμένων μέτρων.
Για τους λόγους αυτούς,
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
διατάσσει:
1) Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
2) Επιφυλλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.