This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62000CJ0057
Judgment of the Court of 30 September 2003. # Freistaat Sachsen (C-57/00 P) and Volkswagen AG and Volkswagen Sachsen GmbH (C-61/00 P) v Commission of the European Communities. # State aid - Compensation for the economic disadvantages caused by the division of Germany - Serious disturbance in the economy of a Member State - Regional economic development - Community framework for State aid in the motor vehicle industry. # Joined cases C-57/00 P and C-61/00 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003.
Freistaat Sachsen (C-57/00 P) και Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH (C-61/00 P) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκάλεσε η διαίρεση της Γερμανίας - Σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους - Περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη - Κοινοτικό πλαίσιο των κοινοτικών ενισχύσεων στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-57/00 P και C-61/00 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003.
Freistaat Sachsen (C-57/00 P) και Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH (C-61/00 P) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Αντιστάθμιση των οικονομικών μειονεκτημάτων που προκάλεσε η διαίρεση της Γερμανίας - Σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους - Περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη - Κοινοτικό πλαίσιο των κοινοτικών ενισχύσεων στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-57/00 P και C-61/00 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-09975
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:510
της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 ( *1 )
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-57/00 Ρ και C-61/00 Ρ,
Freistaat Sachsen, εκπροσωπούμενο από τον J. Sedemund, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C-57/00 Ρ),
Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH, εκπροσωπούμενες από τον Μ. Schütte, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο (C-61/00 Ρ),
αναιρεσείοντες,
που έχει ως αντικείμενο δύο αναιρέσεις που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1999 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο πενταμελές τμήμα) στις υποθέσεις Τ-132/96 και Τ-143/96, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3663), με τις οποίες ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,
όπου ο έτερος διάδικος είναι
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K.-D. Borchardt, επικουρούμενο από τον Μ. Núñez-Müller, Rechtsanwalt, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Τ. Oppermann,
και
το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας,
παρεμβαίνοντες,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet, M. Wathelet, R. Schintgen και C. W. A. Timmermans, προέδρους τμήματος, D. Α. Ο. Edward, Ρ. Jann, Β. Σκουρή, F. Macken (εισηγήτρια), S. von Bahr και J. Ν. Cunha Rodrigues, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Mischo
γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, κατά την οποία η Freistaat Sachsen εκπροσωπήθηκε από τον Τ. Lübbig, Rechtsanwalt, οι Volkswagen AG και Volkswagen Sachsen GmbH από τον M. Schiitte, η Επιτροπή από τον K.-D. Borchardt, επικουρούμενο από τον Μ. Núñez-Müller, και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τους Τ. Oppermann και W.-D. Plessing,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαΐου 2002,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2000, το Freistaat Sachsen, αφενός, και οι Volkswagen AG (στο εξής: Volkswagen) και Volkswagen Sachsen Gmbh (στο εξής: VW Sachsen), αφετέρου, άσκησαν, βάσει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, δύο αναιρέσεις κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Τ-132/96 και Τ-143/96, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-3663, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή τους περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 96/666/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1996, σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία προς τον όμιλο Volkswagen για τα εργοστάσια στις περιοχές Mosel και Chemnitz (EE L 308, σ. 46, στο εξής: επίδικη απόφαση). |
2 |
Με την από 18 Μαΐου 2000 διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου αποφασίστηκε η ένωση των υποθέσεων C-57/00 Ρ και C-61/00 Ρ, προς διευκόλυνση της γραπτής και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
3 |
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν των δικογράφων που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, αφενός, το Freistaat Sachsen και, αφετέρου, η Volkswagen και η VW Sachsen, με τα οποία ζήτησαν τη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. |
4 |
Με διατάξεις της 1ης και 3ης Ιουλίου 1998, το Πρωτοδικείο επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν υπέρ των προσφευγόντων και της Επιτροπής, αντιστοίχως. |
5 |
Παραλλήλως προς τις ασκηθείσες ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγές, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1996, προσφυγή περί μερικής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, η οποία καταχωρίστηκε με αριθμό C-301/96. Η διαδικασία αυτή ανεστάλη από το Δικαστήριο, με διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 1997, μέχρι την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. |
6 |
Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το νομικό πλαίσιο της διαφοράς παρατέθηκε ως εξής:
|
7 |
Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ιστορικό της διαφοράς παρατέθηκε ως εξής:
|
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
8 |
Από τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν υπό τρεις κύριες ενότητες, οι οποίες αφορούν, καταρχάς, τις φερόμενες παραβάσεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο γ', ΕΚ), ακολούθως, τις φερόμενες παραβάσεις του άρθρου 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ και, τέλος, τη φερόμενη προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι αιτιάσεις περί παραποιήσεως των πραγματικών περιστατικών, καθώς και ο λόγος περί ελλείψεως αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως, μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να εξετασθούν εξαντλητικώς, συναρτώ-μενες όμως τυπικώς με τη μία ή την άλλη από τις τρεις αυτές ενότητες. |
9 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή των προσφευγόντων και τους καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα. |
10 |
Προς στήριξη των αναιρέσεων που άσκησαν κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους: ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ), ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της Συνθήκης, ο τέταρτος από παράβαση των άρθρων 92, παράγραφος 3, και 93 της Συνθήκη και ο πέμπτος από τη μερική παραίτηση που δέχθηκε το Πρωτοδικείο. |
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης
11 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:
|
Επί τον πρώτου σκέλους
12 |
Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνονται ότι η ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο δεν συνάδει με τη διατύπωση, το ιστορικό, την πρακτική αποτελεσματικότητα και την οικονομία της διατάξεως αυτής. |
Επί της διατυπώσεως του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης
— Επιχειρήματα των διαδίκων
13 |
Όσον αφορά τη διατύπωση του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνονται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η έκφραση «διαίρεση της Γερμανίας» που χρησιμοποιεί η διάταξη αυτή αφορά τις συνέπειες που επιφέρει η συνύπαρξη των δύο διαφορετικών οικονομικών και πολιτικών καθεστώτων και δεν παραπέμπει σε φυσικά κριτήρια ή σε κριτήρια σχετικά με τις μεταφορές. |
14 |
Προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται, πρώτον, ότι τα κοινοτικά όργανα έχουν χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου για το εσωτερικό εμπόριο στη Γερμανία, τον όρο «διαίρεση της Γερμανίας» ως συνώνυμο της διακρίσεως μεταξύ αντικρουόμενων οικονομικών καθεστώτων, δεύτερον, ότι το Δικαστήριο χρησιμοποίησε, στην απόφαση της 5ης Ιουλίου 1994, C-432/92, Anastasiou κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-3087), σχετικά με την Κύπρο, ως συνώνυμο του όρου «διαίρεση» τον όρο «διχοτόμηση» και, τρίτον, ότι τα κοινοτικά όργανα, στο πλαίσιο της απαντήσεως του στη γραπτή ερώτηση 2654/85 του ευρωβουλευτή Pordea (EE 1998, C 236, σ. 4), χρησιμοποίησαν την έννοια «διαίρεση της Ευρώπης» προκειμένου για τον χωρισμό της Ευρώπης σε δύο μέρη. Αυτό αποδεικνύει ότι ο όρος «διαίρεση της Γερμανίας» δεν αφορά απλώς τη δημιουργία φυσικού συνόρου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά τον πολιτικοοικονομικό χωρισμό της ευρωπαϊκής ηπείρου. |
15 |
Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η έννοια «διαίρεση της Γερμανίας», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, δεν μπορεί να παραπέμπει χρονικώς μόνο στο 1948, όπως υποστήριξε το Πρωτοδικείο χωρίς να προβάλει αιτιολογία και παραθέτοντας ιστορικώς ανακριβή στοιχεία. Συγκεκριμένα, η μοναδική δυνατή ερμηνεία της έννοιας αυτής είναι ότι παραπέμπει σε μια διαδικασία που εξελίχθηκε και εντατικοποιήθηκε από το 1945 έως το 1990. Το Πρωτοδικείο, συνάγοντας από τη διαπίστωση αυτή συμπεράσματα που το επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό στην κατανόηση της ρήτρας διαιρέσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, η οποία πρέπει να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. |
16 |
Η εν λόγω κυβέρνηση βάλλει κατά της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύεται στενά, διότι, κατά την άποψη της, μια τέτοια ερμηνεία επεφέρει αποτελέσματα αντίθετα προς το γράμμα και το πνεύμα της εν λόγω διατάξεως. |
17 |
Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, το γερμανικό, το γαλλικό και το αγγλικό κείμενο της εν λόγω διατάξεως δεν συνάδουν προς την ερμηνεία ότι ο όρος «διαίρεση» δεν υποδηλώνει μόνο τη διαίρεση του κράτους, αλλά επιπλέον — και κυρίως — τη διαίρεση σε δύο διαφορετικά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. |
18 |
Το επιχείρημα άλλωστε σχετικά με το πρωτόκολλο περί του εσωτερικού εμπορίου στη Γερμανία είναι είτε απαράδεκτο, στο μέτρο που δεν προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, είτε αβάσιμο, στο μέτρο που δεν σήμαινε ότι η έκφραση «διαίρεση της Γερμανίας» υποδηλώνει τη διαίρεση μιας πρώην ενιαίας οικονομικής επικράτειας σε δύο διαφορετικά πολιτικοοικονομικά συστήματα. |
19 |
Επίσης, η αναφορά στη de facto διχοτόμηση της Κύπρου δεν ασκεί επιρροή, καθόσον δεν έχει αναγνωρισθεί σε διεθνές επίπεδο. Η δε απάντηση στη γραπτή ερώτηση του Pordea έχει πολιτικό χαρακτήρα και, επομένως, στερείται δεσμευτικής ισχύος. |
— Απάντηση του Δικαστηρίου
20 |
Εκ προοιμίου, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 42, παράγραφος 2, και 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κατά των στηριζόμενων στο πρωτόκολλο για το εσωτερικό εμπόριο στη Γερμανία ισχυρισμών των αναιρεσειόντων και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποτελούν νέο λόγο αναιρέσεως, αλλά ισχυρισμό προς στήριξη ενός λόγου αναιρέσεως που έχει ήδη προβληθεί πρωτοδίκως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί. |
21 |
Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η έκφραση «διαίρεση της Γερμανίας» που χρησιμοποιεί η εν λόγω διάταξη αφορά τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκλήθηκαν από την απομόνωση που προκάλεσε η δημιουργία ή η διατήρηση του εσωτερικού συνόρου της Γερμανίας. |
22 |
Η ερμηνεία αυτή που δίδει το Πρωτοδικείο αντιστοιχεί στην ερμηνεία στην οποία προέβη το Δικαστήριο στο πλαίσιο των αποφάσεων της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. Ι-6857), και της 28ης Ιανουαρίου 2003, C-334/99, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. Ι-1139). |
23 |
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 49 της προπαρατε-θείσας αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης πρέπει να ερμηνεύεται στενά, διότι εισάγει παρέκκλιση από τη γενική αρχή κατά την οποία οι κρατικές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, έκρινε, με τη σκέψη 52, ότι ως οικονομικά μειονεκτήματα προκληθέντα από τη διαίρεση της Γερμανίας νοούνται μόνον τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκλήθηκαν σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας από την απομόνωση που συνεπήχθη η δημιουργία φυσικού συνόρου, όπως είναι η αποκοπή των οδών επικοινωνίας ή η απώλεια των φυσικών αγορών διαθέσεως λόγω διακοπής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο τμημάτων του γερμανικού εδάφους. |
24 |
Η διάταξη αυτή δεν μπορεί, αντιθέτως, να ερμηνευθεί, όπως ισχυρίζονται οι αναι-ρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση, υπό την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα να αντισταθμιστεί εξ ολοκλήρου η κατά τα άλλα αναμφισβήτητη οικονομική καθυστέρηση των νέων ομόσπονδων κρατών, η οποία οφείλεται στις συγκεκριμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής στις οποίες προέβη η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. |
25 |
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 54 της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, ότι τα οικονομικά μειονεκτήματα που πάσχουν συνολικά τα νέα ομόσπονδα κράτη δεν προκλήθηκαν ευθέως από τη γεωγραφική διαίρεση της Γερμανίας, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, και, με τη σκέψη 55 της ίδιας αποφάσεως, ότι επιβάλλεται, κατά συνέπεια, η διαπίστωση ότι οι διαφορές στην ανάπτυξη μεταξύ παλαιών και νέων ομόσπονδων κρατών εξηγούνται από άλλους λόγους και όχι από τη γεωγραφική τομή που προκλήθηκε από τη διαίρεση της Γερμανίας, και ιδίως από τα διαφορετικά πολιτικοοικονομικά καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν σε καθένα από τα δύο τμήματα της Γερμανίας. |
26 |
Το πρωτόκολλο του 1957 για το εσωτερικό εμπόριο στη Γερμανία, το οποίο επικαλούνται οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση, δεν δύναται να θίξει το συμπέρασμα αυτό, δεδομένου ότι σκοπός του δεν ήταν να άρει την ύπαρξη δύο διαφορετικών πολιτικών και οικονομικών συστημάτων, αλλά να αποτρέψει το ενδεχόμενο παρακωλύσεως σε δυσανάλογο βαθμό του εμπορίου μεταξύ των δύο οικονομικών ζωνών, ως συνέπεια της δημιουργίας του εξωτερικού τελωνειακού συνόρου στο κοινοτικό έδαφος. |
27 |
Όσον αφορά, αφενός, την προπαρατεθείσα απόφαση Αναστασίου κ.λπ., η οποία αφορά τη διχοτόμηση του κυπριακού εδάφους και, αφετέρου, την απάντηση στη γραπτή ερώτηση του Pordea, αμφότερες δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω, καθόσον δεν αποτελούν ερμηνεία της έννοιας «διαίρεση της Γερμανίας» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης. |
Επί του ιστορικού και της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης
— Επιχειρήματα των διαδίκων
28 |
Όσον αφορά το ιστορικό και την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση υπενθυμίζουν ότι οι εν λόγω διατάξεις, οι οποίες περιέχονται στη Συνθήκη ΕΟΚ, εξακολουθούν να υφίστανται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ακόμη και μετά την επανένωση της Γερμανίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα κράτη μέλη θεώρησαν ότι η παρέκκλιση αυτή έχει ως σκοπό να εξαλείψει την ειδική κατάσταση που απορρέει από την πολιτική και οικονομική διαίρεση της Γερμανίας. |
29 |
Συναφώς, η ερμηνεία στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν συνάδει, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, με το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις εξακολουθούν να υφίστανται μετά την επανένωση της Γερμανίας. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή μόνον ως προς τα μειονεκτήματα που προκάλεσαν η περίκλειση ορισμένων περιοχών, η αποκοπή των οδών επικοινωνίας ή η απώλεια των φυσικών αγορών διαθέσεως πέραν του εσωτερικού συνόρου της Γερμανίας. |
30 |
Επίσης, κατά τους αναιρεσείοντες και τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης στην απόφαση της για το Saarland. |
31 |
Επί του σημείου αυτού, θεωρούν ότι η δικονομική ένσταση που έλαβε υπόψη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί, μεταξύ άλλων, παράβαση του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. |
32 |
Συγκεκριμένα, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, η Επιτροπή αμφισβήτησε την απόφαση της μόλις κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση για το Saarland εκδόθηκε βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο β', της Συνθήκης, μολονότι με το υπόμνημα αντικρούσεως είχε αναγνωρίσει ότι η εν λόγω απόφαση στηριζόταν στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της εν λόγω Συνθήκης. Κατά συνέπεια, στο Πρωτοδικείο απέκειτο να ασκήσει τις εξουσίες που του αναγνωρίζει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και να διατάξει την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. |
33 |
Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης δεν εφαρμόστηκαν στο παρελθόν μόνο στις ζώνες που συνορεύουν άμεσα με τη Γερμανία, καθόσον η εν λόγω διάταξη είχε εφαρμογή στο ένα τρίτο σχεδόν της γερμανικής επικράτειας. Επίσης, κατά τους αναιρεσείοντες, για να χορηγηθούν οι ενισχύσεις στις μεθοριακές περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί η ύπαρξη συγκεκριμένων μειονεκτημάτων οφειλομένων στο φυσικό σύνορο μεταξύ των γερμανικών κρατών, αλλά η χορήγηση τους ήταν δυνατή προκειμένου να διατηρηθούν υγιείς οι βιομηχανικές δομές. |
34 |
Συναφώς, η Επιτροπή, μολονότι αναγνωρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών στην υπό κρίση υπόθεση, αμφισβητεί ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων πληρούνταν εν προκειμένω. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι εφάρμοσε τις εν λόγω διατάξεις στην απόφαση 92/465/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 1992, σχετικά με ενίσχυση που χορηγήθηκε από το κρατίδιο του Βερολίνου (Γερμανία) στην Daimler-Benz AG (EE L 263, σ. 15, στο εξής: απόφαση Daimler-Benz) και στην απόφαση της 13ης Απριλίου 1994, περί ενισχύσεως σε παραγωγούς πορσελάνης και δοχείων από γυαλί εγκατεστημένους στο Tettau (EE C 178, σ. 24, στο εξής: απόφαση Tettau), αλλά αρνήθηκε σε κάθε περίπτωση να τις εφαρμόσει στα νέα ομόσπονδα κράτη προκειμένου για κρατικές ενισχύσεις που ουδεμία σχέση έχουν με το εσωτερικό σύνορο της Γερμανίας. |
35 |
Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στην απόφαση για το Saarland, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων είναι, προεχόντως, απαράδεκτο, στο μέτρο που οι αναιρεσείοντες δεν ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να διατάξει την έκδοση της αποφάσεως αυτής ούτε προέβαλαν εμπροθέσμως σχετική ένσταση. |
36 |
Επικουρικώς, αν θεωρηθεί ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, αφενός, η παράβαση αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της αναιρεσιβαλ-λόμενης αποφάσεως, στο μέτρο που η φερόμενη αυτή παρατυπία ουδεμία ζημία προκάλεσε στους αναιρεσείοντες. Αφετέρου, ακόμη και αν οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο που καθορίζει η απόφαση για το Saarland δεν χορηγήθηκαν βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, αυτό δεν επιφέρει συνέπειες, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι η θεώρηση αυτή, αληθής υποτιθέμενη, ήταν ικανή να θίξει το κύρος των νομικών εκτιμήσεων τις οποίες διατύπωσε το 1996. Στο πλαίσιο των αναιρέσεων που άσκησαν, οι αναιρε-σείοντες δεν προσκόμισαν καμία σχετική απόδειξη. |
37 |
Όσον αφορά την ενίσχυση στις μεθοριακές περιφέρειες της Ανατολικής Γερμανίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα παλαιά ομόσπονδα κράτη δεν έπρεπε να αποδείξουν απλώς ότι υφίσταται συγκεκριμένο μειονέκτημα προκληθέν από το ενδογερμανικό σύνορο, αλλά επίσης ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορούσε να χορηγηθεί σε πολύ απομακρυσμένες ζώνες. Τα εργοστάσια της Volkswagen στη Σαξονία βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 χλμ. από το εν λόγω σύνορο. |
38 |
Όσον αφορά το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης εξακολουθούν να υφίστανται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αυτό εξηγείται αποκλειστικώς από την ύπαρξη του κανόνα περί ομοφωνίας που έχει εν προκειμένω εφαρμογή και της απαιτήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να διατηρηθούν σε ισχύ οι εν λόγω διατάξεις. Ως προς τη συμφωνία ΕΟΧ, ο λόγος για τον οποίο περιέχει παρόμοιες διατάξεις έγκειται στην απαίτηση περί τηρήσεως του κοινοτικού κεκτημένου. |
— Απάντηση του Δικαστηρίου
39 |
Είναι γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης δεν καταργήθηκαν ούτε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένης της αντικειμενικής έννοιας των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, των οποίων πρέπει να διαφυλαχθεί το κύρος και η πρακτική αποτελεσματικότητα, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι οι εν λόγω διατάξεις κατέστησαν άνευ αντικειμένου κατόπιν της επανενώσεως της Γερμανίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 47 και 48). |
40 |
Δεν ευσταθεί πάντως ο ισχυρισμός ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης έχει σκοπό την εξάλειψη της ειδικής καταστάσεως που απορρέει από την πολιτική και οικονομική διαίρεση της Γερμανίας. |
41 |
Συγκεκριμένα, η ερμηνεία αυτή θα είχε ως συνέπεια ότι θα μπορούσε να χορηγηθεί οποιαδήποτε μορφή ενισχύσεως στη συνολική επικράτεια των νέων ομόσπονδων κρατών. |
42 |
Το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης δεν μπορεί να καθιστά δυνατή την πλήρη αντιστάθμιση της αδιαμφισβήτητης οικονομικής καθυστερήσεως των νέων ομόσπονδων κρατών χωρίς να παραγνωρίζει τόσο τον εξαιρετικό χαρακτήρα αυτής της διατάξεως όσο και την αλληλουχία στην οποία εντάσσεται και τους σκοπούς τους οποίους υπηρετεί (βλ. σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως και απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 53). |
43 |
Συναφώς, όπως ορθώς επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τις σκέψεις 46 και 47 των προτάσεων του, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι οι περιοχές Mosel και Chemnitz υπέστησαν οικονομικά μειονεκτήματα προκληθέντα από τη διαίρεση της Γερμανίας μόνον αν η ύπαρξη πολιτικοοικονομικών συνόρων μεταξύ των δύο τμημάτων της Γερμανίας είχε παρακωλύσει την οικονομική τους ανάπτυξη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απομονωθούν σε σχέση με άλλες περιοχές της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. |
44 |
Οι περιοχές Mosel και Chemnitz βρίσκονται όμως σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 χλμ. από το παλαιό ενδογερμανικό σύνορο και, όπως εξάλλου αναγνώρισε η Γερμανική Κυβέρνηση, μετά την περίοδο μεταξύ 1945 και 1949 γνώρισαν αξιόλογη ανάκαμψη στο πλαίσιο των συνθηκών του κομμουνιστικού οικονομικού συστήματος. |
45 |
Η απόφαση για το Saarland την οποία επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση δεν μπορεί να μεταβάλει τη διαπίστωση αυτή. |
46 |
Συναφώς, επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, παραλείποντας να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει αντίγραφο της εν λόγω αποφάσεως, δεν παρέβη το άρθρο 64, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. |
47 |
Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει επί της ενδεχομένης ανάγκης συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, α Ι-5281, σκέψη 19). Επίσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση δεν ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να διατάξει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και συγκεκριμένα την έκδοση της αποφάσεως για το Saarland, ο ισχυρισμός τους ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να είχε διατάξει την έκδοση της αποφάσεως αυτής πρέπει να απορριφθεί. |
48 |
Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλ-λόμενης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση δεν απέδειξαν ότι η εν λόγω απόφαση αντανακλά διαφορετική θεώρηση της Επιτροπής κατά το παρελθόν. |
49 |
Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση για το Saarland δεν επιτρέπει τη συναγωγή διαφορετικού συμπεράσματος. |
50 |
Συγκεκριμένα, από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέσχε άδεια να χορηγηθούν, είτε βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο β', της Συνθήκης, είτε βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, ορισμένες ενισχύσεις προς, πρώτον, τους απελαθέντες, τους πρόσφυγες και τα θύματα πολέμου ή καταστροφών οικισμών, δεύτερον, τις περιοχές που συνορεύουν με τη Σοβιετική Ένωση, τρίτον, το Βερολίνο, λόγω της ειδικής καταστάσεως στην οποία βρισκόταν και, τέλος, προς το Saarland, προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξή του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. |
51 |
Αντιθέτως πάντως προς τους ισχυρισμούς της Γερμανικής Κυβερνήσεως, οι εν λόγω ενισχύσεις δεν χορηγήθηκαν μόνο στο Saarland και, ειδικότερα, η νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να επιτρέψει τη χορήγηση των ενισχύσεων στο εν λόγω ομόσπονδο κράτος δεν έχει σαφώς καθορισθεί. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τη σκέψη 71 των προτάσεων του, το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο β', της Συνθήκης και το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης αναφέρονται εναλλακτικός και, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόφαση για το Saarland κάνει επίσης λόγο για ενισχύσεις προς ορισμένες περιοχές που συνορεύουν με τη σοβιετική ζώνη και το Βερολίνο, δεν μπορεί να συναχθεί από την παραπομπή στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης ότι η παραπομπή αυτή αφορούσε μόνον το Saarland, καθόσον θα μπορούσε να αφορά μόνον τις περιοχές που συνορεύουν με τη σοβιετική ζώνη και το Βερολίνο. |
52 |
Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι, όποια και αν είναι η ερμηνεία που έδωσε στο παρελθόν η Επιτροπή στο άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να θίξει το βάσιμο της ερμηνείας που δίδει η Επιτροπή στην ίδια διάταξη στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως και, κατά, συνέπεια, το κύρος της αποφάσεως αυτής. |
53 |
Συγκεκριμένα, το κύρος της επίδικης αποφάσεως πρέπει να εξετασθεί μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης και όχι υπό το πρίσμα υποτιθέμενης προγενέστερης πρακτικής. |
Επί της οικονομίας του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης
— Επιχειρήματα των διαδίκων
54 |
Όσον αφορά την οικονομία του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η αντιστάθμιση, στον τομέα των μεταφορών, των μειονεκτημάτων που απορρέουν από τη διαίρεση της Γερμανίας αποτελεί αντικείμενο ειδικής διατάξεως της εν λόγω Συνθήκης, περιλαμβανομένης στον Τίτλο ΙV του τρίτου μέρους που πραγματεύεται την πολιτική των μεταφορών, και συγκεκριμένα του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 78 ΕΚ). Τα σχετικά με τις μεταφορές μέτρα που θέσπισε η Γερμανία για να άρει τις συνέπειες της παλαιάς διαιρέσεως της αφορούν το πρώτο μέρος της διατάξεως αυτής. |
55 |
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η παραπομπή στο άρθρο 82 της Συνθήκης δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο δεν περιόρισε τα μειονεκτήματα που προκάλεσε η διαίρεση της Γερμανίας μόνο στις συνέπειες για τις συγκοινωνίες. Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη δεν άπτεται των κρατικών ενισχύσεων. |
— Απάντηση του Δικαστηρίου
56 |
Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των αναιρε-σειόντων και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, το Πρωτοδικείο δεν είχε πρόθεση να περιορίσει, με τη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης στις συνέπειες για τις οδούς συγκοινωνίας, οι οποίες εξάλλου αναφέρθηκαν μόνον ενδεικτικώς, δεδομένου ότι η εν λόγω σκέψη αναφέρει και άλλες συνέπειες, όπως την περίκλειση ορισμένων περιοχών και την απώλεια φυσικών αγορών διαθέσεως προϊόντων. |
57 |
Κατά τα λοιπά, μολονότι το άρθρο 82 παρέχει στις γερμανικές αρχές τη δυνατότητα να διατηρήσουν σε ισχύ ή να εισαγάγουν εθνικά μέτρα σχετικά με την πολιτική των μεταφορών, τα οποία αποκλίνουν από την κοινή πολιτική των μεταφορών, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν, ωστόσο, να αποκλίνουν από τους κανόνες που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις προς την υποδομή των μεταφορών. |
58 |
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
Επί του δευτέρου σκέλους
Επιχειρήματα των διαδίκων
59 |
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου αυτού λόγου αναιρέσεως, η Volkswagen και η VW Sachsen υποστηρίζουν ότι, με τη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, προβαίνοντας, όσον αφορά τις αιτίες των οικονομικών μειονεκτημάτων των νέων ομόσπονδων κρατών, σε διαπιστώσεις που προβλήθηκαν για πρώτη φορά και στις οποίες δεν είχε προβεί η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, έθιξε την ισορροπία μεταξύ των θεσμικών οργάνων. Στην Επιτροπή απόκειται, καταρχάς, να εξετάσει αν η ενίσχυση που πρόκειται να χορηγηθεί από κράτος μέλος βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως. Το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την Επιτροπή στις διαπιστώσεις του αυτές. |
60 |
Ετσι, το Πρωτοδικείο, διαπιστώνοντας ότι το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης δεν είχε εφαρμογή, διότι τα οικονομικά μειονεκτήματα δεν προκλήθηκαν από τη διαίρεση της Γερμανίας, διεύρυνε την ερμηνεία της έννοιας της διαιρέσεως προκειμένου να εφαρμοστεί η εν λόγω διάταξη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βάσει των κανόνων που καθορίζουν τόσο η διάταξη αυτή όσο και το άρθρο 93 της Συνθήκης, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, πρώτον, στο κράτος μέλος και, δεύτερον, μέσω ελέγχου σκοπούντος στη διαπίστωση ενδεχόμενων καταχρήσεων, στην Επιτροπή. |
61 |
Η Επιτροπή αναφέρει ότι δεν αντιλαμβάνεται πώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θίγει την ισορροπία μεταξύ των κοινοτικών οργάνων, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτόν τη Συνθήκη. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Volkswagen και της VW Sachsen, το Πρωτοδικείο δεν ολοκλήρωσε την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, αλλά κύρωσε την αιτιολογία της Επιτροπής. Εξάλλου, κατά την άποψη της Επιτροπής, ο ρόλος της, εν προκειμένω, δεν περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν οι κατά διακριτική ευχέρεια ληφθείσες αποφάσεις των κρατών μελών ελήφθησαν καταχρηστικώς. |
Απάντηση του Δικαστηρίου
62 |
Συναφώς, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε στο να επαναλάβει, με τη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η κακή γενική οικονομική κατάσταση των νέων ομόσπονδων κρατών δεν αποτελούσε άμεση συνέπεια της διαιρέσεως της Γερμανίας, αλλά του πολιτικού συστήματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. |
63 |
Το γεγονός ότι το επιχείρημα αυτό δεν αναπτύσσεται εξαντλητικώς στην επίδικη απόφαση δεν μπορεί να στερήσει από το Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να απαντήσει στο επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η διαπίστωση καθυστερήσεως στην οικονομική ανάπτυξη των νέων ομόσπονδων κρατών αρκούσε για να καταστήσει εφαρμοστέο το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης, δηλώνοντας ότι δεν υφίστατο άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της καταστάσεως αυτής και της διαιρέσεως της Γερμανίας. |
64 |
Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
65 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος στο σύνολο του. |
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης
66 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:
|
Επιχειρήματα των διαδίκων
67 |
Σύμφωνα με τους αναιρεσείοντες και τη Γερμανική Κυβέρνηση, η επίμαχη απόφαση δεν παρέχει ούτε στους αναιρεσείοντες ούτε στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή αρνήθηκε να εφαρμόσει το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης. |
68 |
Η Volkswagen και η VW Sachsen υποστηρίζουν ότι η εκ μέρους του Πρωτοδικείου παραπομπή σε άλλες αποφάσεις, οι οποίες επίσης πάσχουν πλημμελή αιτιολογία, δεν είναι ικανή να καταστήσει καταληπτή την επίδικη απόφαση στους ενδιαφερομένους. Επίσης, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια απόφαση θα έπρεπε να είναι, αφ' εαυτής, καταληπτή και η απουσία της δυνατότητας αυτής δεν αίρεται από την παραπομπή σε αποφάσεις που δεν είναι ικανές να παράσχουν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες επί των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να απορρίψει την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης. Κατά τα λοιπά, οι αποφάσεις που παραθέτει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 153 της αναιρεσι-βαλλόμενης αποφάσεως δεν περιέχονται στην επίδικη απόφαση και δεν έχουν διαβιβασθεί. |
69 |
Επίσης, το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 190 της Συνθήκης, διότι δεν έλαβε υπόψη το ότι μια απόφαση της Επιτροπής πρέπει να είναι καταληπτή όχι μόνο για τους ενδιαφερομένους, αλλά και για το Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να ασκήσει τον έλεγχο του προς τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. |
70 |
Κατά τη Volkswagen και τη VW Sachsen, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση δεν περιέχει λόγους οι οποίοι δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης. Η Επιτροπή όφειλε να αιτιολογήσει ειδικώς την επίδικη απόφαση όσον αφορά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, στο μέτρο που, αφενός, οι γερμανικές αρχές και η Επιτροπή δεν προέβησαν στην ίδια ανάλυση της εν λόγω ερμηνείας και, αφετέρου, η Επιτροπή γνώριζε πλήρως τη σπουδαιότητα της απόψεως της επί του ζητήματος αυτού. |
71 |
Η Επιτροπή τονίζει ότι η αναίρεση αποφάσεως μπορεί να στηριχθεί μόνο σε λόγους αντλούμενους από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο εξετάσεως αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο δεν εξετάζει τα ζητήματα ουσίας και δεν προβαίνει σε νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το αν το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανοήσει και να ελέγξει μια αιτιολογία αποτελεί ζήτημα ουσίας επί του οποίου μόνον το Πρωτοδικείο μπορεί να αποφανθεί. |
72 |
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, όταν μια απόφαση εντάσσεται σε ορισμένο πλαίσιο, αρκεί, για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 190 της Συνθήκης, να μνημονεύεται το πλαίσιο αυτό στην απόφαση. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αναιρεσείοντες είχαν μετάσχει στις διαδικασίες που προηγήθηκαν της εκδόσεως της αποφάσεως Mosel Ι και της επίδικης αποφάσεως, οπότε το σχετικό επιχείρημά τους πρέπει να απορριφθεί. |
73 |
Όταν η Volkswagen και η VW Sachsen υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής που διαμορφώνουν το πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, στην πραγματικότητα διατείνονται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον προσδιορισμό και την εκτίμηση ενός πραγματικού περιστατικού. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. |
74 |
Κατά την Επιτροπή, οι αποφάσεις που παρέθεσε στην επίδικη απόφαση, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι αποφάσεις Daimler-Benz και Tettau, αποτελούν, εν προκειμένω, πλαίσιο το οποίο το Πρωτοδικείο έλαβε όντως υπόψη και εκτίμησε ορθώς. |
75 |
Όσον αφορά την απόφαση Mosel Ι, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι είχε αρνηθεί ρητώς να παράσχει άδεια για τη χορήγηση μέρους των οικείων ενισχύσεων και είχε απορρίψει ρητώς, κατά τα λοιπά, την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης. Οι αναιρεσείοντες δεν άσκησαν προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως, μολονότι θα μπορούσε να είναι βλαπτική και θα ήταν αναγκαίο να βάλουν κατά αυτής, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας που έδωσαν στην εν λόγω διάταξη. |
Απάντηση του Δικαστηρίου
76 |
Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεως της αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19, και της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 63). |
77 |
Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Συγκεκριμένα, πρώτον, η απόφαση αυτή, ακόμη και αν περιέχει συνοπτική σχετική αιτιολογία, αναφέρει ότι εκδόθηκε σε απολύτως γνωστό πλαίσιο και εντάσσεται σε μια πάγια πρακτική λήψεως αποφάσεων. |
78 |
Δεύτερον, η εν λόγω απόφαση επισημαίνει ότι οι απόψεις που υποστηρίχθηκαν σε προγενέστερο στάδιο και που συνηγορούσαν υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της Συνθήκης απορρίφθηκαν στο παρελθόν για τους ίδιους λόγους, ιδίως με την απόφαση Mosel Ι, την οποία δεν αμφισβήτησαν οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση. |
79 |
Τέλος, από την επίδικη απόφαση προκύπτει ότι, παρά τις επαφές μεταξύ, αφενός, της Γερμανικής Κυβερνήσεως και των αναιρεσειόντων και, αφετέρου, μεταξύ της Επιτροπής, από τις οποίες προέκυπτε διχογνωμία όσον αφορά το αν έχει εφαρμογή η διάταξη αυτή, δεν προβλήθηκε κανένα ειδικό επιχείρημα κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 104 έως 108). |
80 |
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. |
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης
81 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:
|
Επιχειρήματα των διαδίκων
82 |
Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την ερμηνεία του Πρωτοδικείου σύμφωνα με την οποία το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης μπορεί να εφαρμοστεί μόνον όταν θίγεται ολόκληρη η επικράτεια κράτους μέλους. Ούτε η διατύπωση ούτε η πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής δικαιολογούν το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι η κατάρρευση της πρώην σοσιαλιστικής οικονομίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την επανένωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «σοβαρή διαταραχή της οικονομίας» της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Οι συντάκτες της Συνθήκης έδωσαν εσκεμμένα στην έννοια «σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους» ευρεία έννοια, ώστε να μην περιορίζεται η εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε ορισμένη μορφή σοβαρής οικονομικής κρίσεως. Η διατύπωση του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης δεν προδικάζει το αν η σοβαρή οικονομική κρίση είναι απόρροια της καταρρεύσεως συγκεκριμένου οικονομικού τομέα, της παγκόσμιας συγκυρίας ή της οικονομικής παρακμής μιας περιοχής σημαντικής για ολόκληρο το κράτος μέλος. |
83 |
Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μια διαταραχή είναι σοβαρή όταν επηρεάζει είτε τη συνολική οικονομία είτε, τουλάχιστον, πολλές περιοχές ή τομείς της οικονομίας. |
84 |
Επίσης, η Γερμανική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι οι ακραίοι περιορισμοί διατάξεων όπως αυτών του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης έχουν ως συνέπεια ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το ότι, αντιθέτως προς τη ρήτρα περί διαιρέσεως που περιέχει το άρθρο 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ', της εν λόγω Συνθήκης, δεν πρόκειται περί σύννομης εξαιρέσεως που εφαρμόζεται αυτομάτως όταν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της. Το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης αποτελεί διάταξη η εφαρμογή της οποίας εξαρτάται από την εκτίμηση της Επιτροπής. Πάντως, η μείωση του περιθωρίου χειρισμών που οι συντάκτες της Συνθήκης αυτής επιδίωξαν να αναγνωρίσουν στο εν λόγω όργανο, την οποία συνεπάγεται η ερμηνεία της διατάξεως κατά τον στενότερο δυνατό τρόπο, αντίκειται στο πνεύμα της διατάξεως αυτής. |
85 |
Οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνουν επίσης ότι, δεδομένου ότι η επανένωση της Γερμανίας απαιτούσε την οικονομική ανασυγκρότηση του ενός τρίτου σχεδόν της γερμανικής επικράτειας, είναι αδύνατο να θεωρηθεί ότι η σοβαρή οικονομική διαταραχή που σημειώθηκε στα νέα ομόσπονδα κράτη δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις για τις οποίες κάνει λόγο το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης. Επίσης, τα κοινοτικά όργανα γνώριζαν ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της επανενώσεως δεν μπορούσαν να περιοριστούν μόνο στην επικράτεια των εν λόγω ομόσπονδων κρατών. |
86 |
Εξάλλου, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, χωρίς καμία αιτιολογία, ότι οι αποκλίσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, μείωσε αυθαίρετα το περιθώριο ερμηνείας που οι συντάκτες της Συνθήκης επιδίωξαν να επιφυλάξουν στην εν λόγω διάταξη. Ακόμη και οι αποκλίσεις θα έπρεπε να ερμηνεύονται λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού τους καθώς και της διατυπώσεως τους και του πνεύματος τους. |
87 |
Κατά την Επιτροπή, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτος, εν μέρει δεν ασκεί επιρροή και, κατά τα λοιπά, αβάσιμος. |
88 |
Καταρχάς, κατά την Επιτροπή, ο ισχυρισμός περί παραβάσεως του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης ΕΚ είναι απαράδεκτος, στο μέτρο που το Freistaat Sachsen δεν τον προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου. Επομένως, είναι απορριπτέος, βάσει των άρθρων 42, παράγραφος 2, και 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. |
89 |
Ακολούθως, ο λόγος αυτός δεν ασκεί επιρροή, καθόσον οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση δεν ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης, υπέπεσε σε σφάλμα κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύει ούτε ότι το Πρωτοδικείο έλαβε εσφαλμένη απόφαση επί του ζητήματος αυτού. Ακόμη και αν η διάταξη αυτή εφαρμοζόταν σε περίπτωση διαταραχής η οποία επηρεάζει μέρος μόνον της επικράτειας κράτους μέλους, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση, αυτό δεν είναι δυνατόν να καταστήσει ακυρωτέα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. |
90 |
Συγκεκριμένα, μια αίτηση αναιρέσεως θεωρείται επίσης αβάσιμη όταν αποδεικνύεται ότιη απόφαση στην οποία στηρίζεται δικαιολογείται, από νομικής απόψεως, από λόγους διαφορετικούς από αυτούς που δέχθηκε το Πρωτοδικείο. Δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός περί σφάλματος εκτιμήσεως, ο τρίτος λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως δεν μπορεί να επιφέρει ακύρωση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. |
91 |
Τέλος, κατά τα λοιπά, αυτός ο λόγος αναιρέσεως στερείται βασιμότητας. Το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης δεν αφορά, αντιθέτως προς τα υπό α' και γ' χωρία της παραγράφου αυτής, σοβαρή διαταραχή της οικονομίας «περιοχής», αλλά της οικονομίας «κράτους μέλους» στο σύνολο του. |
92 |
Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι αναιρεσείοντες και η Γερμανική Κυβέρνηση, συμπληρώνοντας την επιχειρηματολογία τους με τον ισχυρισμό ότι τα εν λόγω οικονομικά προβλήματα των νέων ομόσπονδων κρατών απαιτούσαν οικονομικές θυσίες στο σύνολο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, επικρίνουν τη φερόμενη ανακριβή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου, οπότε ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι εν λόγω θυσίες δεν προκάλεσαν σοβαρή διαταραχή της οικονομίας, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ασκεί επιρροή. |
Απάντηση τον Δικαστηρίου
93 |
Εκ προοιμίου, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 118 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το άρθρο 42, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, που απαγορεύει καταρχήν την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εφαρμόζεται στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία που έχει ως αντικείμενο αναίρεση κατ' αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε από το Πρωτοδικείο ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 Ρ, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1981, σκέψη 59, και της 16ης Μαΐου 2002, C-321/99 Ρ, ARAP κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-4287, σκέψη 112). |
94 |
Είναι γεγονός ότι το Freistaat Sachsen δεν προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). |
95 |
Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά το Freistaat Sachsen. |
96 |
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Volkswagen και της VW Sachsen ότι το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η διάταξη αυτή μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση που επηρεάζεται ολόκληρη η επικράτεια του κράτους μέλους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι, επί του ζητήματος αυτού, το Πρωτοδικείο δεν αναφερόταν σε ολόκληρη την επικράτεια κράτους μέλους, αλλά σε ολόκληρη την οικονομία του οικείου κράτους μέλους. |
97 |
Επίσης, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης, αντιθέτως προς τα στοιχεία α' και β' της ίδιας παραγράφου, απαιτεί την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους και όχι της οικονομίας περιοχών, καθόσον η διαταραχή της οικονομίας περιοχών δεν επηρεάζει κατ' ανάγκη την οικονομία του οικείου κράτους μέλους. |
98 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υπενθυμίζοντας ότι το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης, ως εισάγουσα απόκλιση διάταξη, έπρεπε να ερμηνευθεί στενά, ότι η διαταραχή πρέπει να επηρεάζει ολόκληρη την οικονομία του οικείου κράτους μέλους και όχι μόνο μιας περιοχής του ή τμήματος της επικράτειάς του. |
99 |
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Volkswagen, της VW Sachsen και της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι ούτε η διατύπωση ούτε η πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής δικαιολογούν το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ότι η κατάρρευση της πρώην σοσιαλιστικής οικονομίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά την επανένωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «σοβαρή διαταραχή της οικονομίας» της Γερμανίας, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 169 και 170 της αναιρε-σιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το ζήτημα της εκτάσεως της σοβαρότητας της διαταραχής της οικονομίας κατόπιν της επανενώσεως απαιτούσε σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, εμπίπτουσες στην άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή και ότι δεν προσκομίστηκε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι το όργανο αυτό υπέπεσε, επί του σημείου αυτού, σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. |
100 |
Η διαπίστωση αυτή του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να επικριθεί, οπότε κακώς η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η απλή αναφορά στον κανόνα, στο πλαίσιο γνωστών πραγματικών περιστατικών, αρκούσε για να αποδειχθεί ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο β', της Συνθήκης. |
101 |
Στο πλαίσιο αυτού του λόγου αναιρέσεως, η Volkswagen, η VW Sachsen και η Γερμανική Κυβέρνηση περιορίζονται, κατά τα λοιπά, στο να διαψεύσουν εκ νέου την επί των πραγματικών περιστατικών εκτίμηση του Πρωτοδικείου, χωρίς να προβάλουν κανένα στοιχείο συνηγορούν υπέρ της αλλοιώσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους αυτού. |
102 |
Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη παραποιήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 Ρ, C-244/99 Ρ, C-245/99 Ρ, C-247/99 Ρ, C-250/99 Ρ έως C-252/99 Ρ και C-254/99 Ρ, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-8735, σκέψη 330). |
103 |
Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και ως εν μέρει αβάσιμος. |
Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση των άρθρων 92, παράγραφος 3, και 93 της Συνθήκης
104 |
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής:
|
Επιχειρήματα των διαδίκων
105 |
Κατά τους αναιρεσείοντες, το Πρωτοδικείο παρέβη τα άρθρα 92, παράγραφος 3, και 93 της Συνθήκης, όταν έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε να είχαν κοινοποιηθεί χωριστά, ενώ αποτελούσαν μέρος του δεκάτου ενάτου προγράμματος-πλαισίου, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή με το από 2 Οκτωβρίου 1990 έγγραφο προς τη Γερμανική Κυβέρνηση. |
106 |
Συναφώς, οι αναιρεσείοντες υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή ενέκρινε, με διάφορα έγγραφα, την εφαρμογή του νόμου περί έργων κοινής ωφέλειας όπως και την επέκταση των ισχυόντων καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων στα νέα ομόσπονδα κράτη. Παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή υπενθύμισε, με τα έγγραφά της, ότι οι γερμανικές αρχές έπρεπε να λάβουν υπόψη, κατά την εφαρμογή των σχετικών με ενισχύσεις προγραμμάτων, τις κοινοτικές διατάξεις που ισχύουν σε διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων τις διατάξεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το κοινοτικό πλαίσιο δεν αποτελούσε, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1991, ισχύουσα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. |
107 |
Συγκεκριμένα, το κοινοτικό πλαίσιο εφαρμόστηκε μόνο για δύο έτη, μέχρι τις 31 Δεκεεμβρίου 1990, η δε παράταση της ισχύος του εγκρίθηκε μόλις τον Απρίλιο του 1991. Συνεπώς, το εν λόγω πλαίσιο, δεδομένου ότι πρόκειται περί επωφελούς μέτρου κατά την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μπορεί να θεωρηθεί ως ισχύον μόνον από τον Απρίλιο του 1991 και εφεξής, ίσχυε δηλαδή μετά την ημερομηνία χορηγήσεως των ενισχύσεων, ήτοι μετά τις 22 Μαρτίου 1991. |
108 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε να είχαν θεωρηθεί ως μέρος καθεστώτος ενισχύσεων για τον οποίο η Επιτροπή χορήγησε γενική άδεια και, επομένως, να χαρακτηριστούν, ως εκ τούτου, υφιστάμενες ενισχύσεις. |
109 |
Συνεπεία αυτού, οι ενισχύσεις δεν έπρεπε κατ' ανάγκη να κοινοποιηθούν. Δεδομένου ότι πρόκειται για υφιστάμενες ενισχύσεις, η Επιτροπή έπρεπε απλώς να εξακριβώσει αν η συγκεκριμένη ενίσχυση ενέπιπτε σε γενικό καθεστώς και αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της ενισχύσεως που προβλέπει η απόφαση περί εγκρίσεως. |
110 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων εν μέρει δεν ασκούν επιρροή και εν μέρει είναι εσφαλμένα. Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ' ουσίαν, ότι, πρώτον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, στις 26 Ιουνίου 1996, δεν υπεχρεούτο να στηριχθεί στην πραγματική και νομική κατάσταση του Μαρτίου του 1991. Δεύτερον, ακόμη και αν έπρεπε να στηριχθεί στην κατάσταση αυτή, οι επίδικες ενισχύσεις θα έπρεπε ωστόσο να της είχαν κοινοποιηθεί και η ίδια θα έπρεπε να τις ελέγξει χωρίς περιορισμούς. Τέλος, αν υποτεθεί ότι έπρεπε να βασιστεί σε χρόνο κατά τον οποίο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε ακόμη εγκρίνει την εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου, τούτο δεν θα εμπόδιζε την Επιτροπή να εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
111 |
Τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων στηρίζονται στο αξίωμα ότι, εφόσον το κοινοτικό πλαίσιο δεν είχε εφαρμογή μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 1991, ήταν απαραίτητη η έγκριση των επίδικων ενισχύσεων, οι οποίες ενέπιπταν στο καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων που προβλέπει το δέκατο ένατο πρόγραμμα-πλαίσιο. |
112 |
Το Πρωτοδικείο, ενόψει των στοιχείων που του υποβλήθηκαν και που μνημονεύονται στις σκέψεις 204 και 205 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, συνήγαγε το συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το κοινοτικό πλαίσιο δεν είχε εφαρμογή, οι ενισχύσεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας δεν καλύπτονταν από την έγκριση του καθεστώτος περιφερειακών ενισχύσεων που προβλέπει το δέκατο ένατο πρόγραμμα-πλαίσιο. |
113 |
Όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 102 της παρούσας αποφάσεως, η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, πλην των περιπτώσεων παραποιήσεώς τους, νομικό ζήτημα το οποίο υπόκειται, αυτό καθαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου. |
114 |
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, χωρίς να παραποιήσει τα πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε υποχρεωτικά να κοινοποιηθούν προηγουμένως στην Επιτροπή, οπότε δεν μπορούσαν να εκτελεστούν πριν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση οριστικής αποφάσεως. |
115 |
Συνεπώς, η εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση του καθεστώτος περιφερειακών ενισχύσεων που προβλέπει το δέκατο ενάτο πρόγραμμα-πλαίσιο απέκλειε, εν πάση περιπτώσει, από το πεδίο εφαρμογής του τις ενισχύσεις που χορηγούνται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. |
116 |
Αυτό, εξάλλου, είχε καταλάβει και η Γερμανική Κυβέρνηση, όπως προκύπτει από την παράθεση του δεκάτου ενάτου προγράμματος-πλαισίου που περιλαμβάνεται στη σκέψη 6 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και επαναλαμβάνεται στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως. |
117 |
Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η έγκριση δεν καλύπτει τις ενισχύσεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι επίδικες ενισχύσεις έπρεπε να κοινοποιηθούν, είτε βάσει των διατάξεων του κοινοτικού πλαισίου, είτε, αν υποτεθεί ότι αυτό δεν είχε εφαρμογή, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. |
118 |
Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 207 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι επίδικες ενισχύσεις υπέκειντο, ούτως ή άλλως, σε υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή και ότι δεν μπορούσαν να εκτελεστούν πριν η διαδικασία καταλήξει σε οριστική απόφαση. |
119 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη ότι το ζήτημα της εφαμογής του κοινοτικού πλαισίου μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου του 1991 δεν ασκεί επιρροή και ότι τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες έχουν σκοπό να αποδείξουν ότι το κοινοτικό πλαίσιο δεν είχε εφαρμογή, επιβάλλεται η απόρριψη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως. |
Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από τις συνέπειες της μερικής παραιτήσεως την οποία δέχθηκε το Πρωτοδικείο
120 |
Με τη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής: «Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 1999, οι προσφεύγουσες της υποθέσεως Τ-143/96 ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου καθ' όσον επιδιώκει την ακύρωση του άρθρου 2, πρώτη περίπτωση, της [επίδικης αποφάσεως], το οποίο κηρύσσει ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά την επενδυτική ενίσχυση που χορηγείται υπό μορφή έκτακτης αποσβέσεως των επενδύσεων, και να εφαρμόσει σχετικώς το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Το Πρωτοδικείο σημείωσε επίσης ότι, κατά την Επιτροπή, το αίτημα αυτό πρέπει να ερμηνευθεί ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της προσφυγής και να συνεπαχθεί την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας.» |
121 |
Με τη σκέψη 309 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε τα εξής: «Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παραιτούμενος διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου [...]». |
122 |
Το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έχει ως εξής: «Σημειώνει ότι οι [η Vοlkswagen και η VW Sachsen] παραιτούνται από το δικόγραφο της προσφυγής, καθ' όσον επιδιώκει την ακύρωση του άρθρου 2, πρώτη περίπτωση, της [επίδικης] αποφάσεως [...]». |
Επιχειρήματα των διαδίκων
123 |
Η Volkswagen και η VW Sachsen αμφισβητούν τις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσι-βαλλόμενης αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι είχαν ζητήσει από το Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ότι, σε περίπτωση που το αίτημα τους γίνει δεκτό, δεν θα μπορούσαν να προβούν εκ των υστέρων σε έκτακτες αποσβέσεις λόγω τροποποιήσεως της γερμανικής φορολογικής νομοθεσίας. Στην πραγματικότητα, επομένως, είχαν ζητήσει από το Πρωτοδικείο να καταργήσει τη δίκη, ζητώντας του συγχρόνως να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. |
Εκτίμηση τον Δικαστηρίου
124 |
Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον όλοι οι άλλοι λόγοι μιας αιτήσεως αναιρέσεως απορρίφθηκαν, το αίτημα σχετικά με το μη σύννομο της αποφάσεως του Πρωτοδικείου περί της δικαστικής δαπάνης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, κατά το οποίο «δεν χωρεί αναίρεση αποκλειστικά για τον καταλογισμό ή το ύφος της δικαστικής δαπάνης» (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, C-396/93 Ρ, Henrichs κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-2611, σκέψεις 65 και 66, και της 12ης Ιουλίου 2001, C-302/99 Ρ και C-308/99 Ρ, Επιτροπή και Γαλλία κατά ΤF1, Συλλογή 2001, σ. Ι-5603, σκέψη 31). |
125 |
Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
126 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, επιβάλλεται η απόρριψη των αιτήσεων αναιρέσεως. |
Επί των δικαστικών εξόδων
127 |
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Freistaat Sachsen, της Volkswagen και τη VW Sachsen στα δικαστικά έξοδα και αυτοί ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα. |
128 |
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει επίσης εφαρμογή στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να φέρει τα έξοδα της. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: |
|
|
|
|
Rodríguez Iglesias Puissochet Wathelet Schintgen Timmermans Edward Jann Σκουρής Macken von Bahr Cunha Rodrigues Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Σεπτεμβρίου 2003. Ο Γραμματέας R. Grass Ο Πρόεδρος G. C Rodríguez Iglesias |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.