Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CJ0099

Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2001.
Δημοκρατία της Αυστρίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Προσφυγή ακυρώσεως - Σχέδιο κρατικής ενισχύσεως στον τομέα των ημιαγωγών ισχύος - Ανακοίνωση στην Επιτροπή - Περιεχόμενο της ανακοινώσεως και των πρόσθετων ερωτήσεων που τέθηκαν από την Επιτροπή - Φύση και διάρκεια της προθεσμίας έρευνας - Δικαίωμα εναντιώσεως της Επιτροπής - Αρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ).
Υπόθεση C-99/98.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-01101

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:94

61998J0099

Απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2001. - Δημοκρατία της Αυστρίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Προσφυγή ακυρώσεως - Σχέδιο κρατικής ενισχύσεως στον τομέα των ημιαγωγών ισχύος - Ανακοίνωση στην Επιτροπή - Περιεχόμενο της ανακοινώσεως και των πρόσθετων ερωτήσεων που τέθηκαν από την Επιτροπή - Φύση και διάρκεια της προθεσμίας έρευνας - Δικαίωμα εναντιώσεως της Επιτροπής - Αρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ). - Υπόθεση C-99/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-01101


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Σχέδια ενισχύσεων - Εξέταση από την Επιτροπή - ροκαταρκτικό στάδιο - Έκταση των πληροφοριών που πρέπει να παρασχεθούν με την κοινοποίηση του σχεδίου ενισχύσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 3 (νυν άρθρο 88 § 3 ΕΚ)]

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Σχέδια ενισχύσεων - Εξέταση από την Επιτροπή - ροκαταρκτικό στάδιο - Διάρκεια - Τεχνητή παράταση από την Επιτροπή μέσω ερωτήσεων μη αναγκαίων για την εξέταση της ενισχύσεως

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 3 (νυν άρθρο 88 § 3 ΕΚ)]

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Σχέδια ενισχύσεων - Εξέταση από την Επιτροπή - ροκαταρκτικό στάδιο - Διάρκεια - Επιτακτικός χαρακτήρας της μεγίστης προθεσμίας δύο μηνών

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 93 § 3 και 175 (νυν άρθρα 88 § 3 ΕΚ και 232 ΕΚ) και άρθρο 173 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230 ΕΚ)]

4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Υφιστάμενες ενισχύσεις και νέες ενισχύσεις - Μετατροπή ανακοινωθείσας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση - ροϋποθέσεις - Δικαίωμα εναντιώσεως της Επιτροπής - Δεν υφίσταται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 93 § 3 (νυν άρθρο 88 § 3 ΕΚ)]

Περίληψη


1. Στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων το οποίο έχει καθιερωθεί από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ), είναι αρκετό, για να είναι μια ανακοίνωση πλήρης και να επιφέρει την έναρξη της δίμηνης προθεσμίας για την κίνηση της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, να περιέχει, εξ υπαρχής ή κατόπιν των απαντήσεων του κράτους μέλους στις ερωτήσεις της Επιτροπής, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη σχετικά με το συμβιβαστό της ενισχύσεως με τη Συνθήκη.

( βλ. σκέψεις 53, 56 )

2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως σχεδίου ενισχύσεως, διαδικασίας που κινείται βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ), η Επιτροπή δεν δύναται, με την αποστολή εγγράφων με τα οποία θέτει ερωτήσεις στις οποίες οι απαντήσεις δεν είναι αναγκαίες για να μπορέσει να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη ως προς το συμβιβαστό του συνόλου του σχεδίου ενισχύσεως με τη Συνθήκη, να παρατείνει τεχνητώς το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως προκειμένου να λάβει πρόσθετο χρόνο διασκέψεως για την αξιολόγηση άλλων πτυχών του εν λόγω σχεδίου.

( βλ. σκέψεις 62, 65 )

3. Λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 173 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποίησεως, άρθρο 230 ΕΚ) και 175 της Συνθήκης (νυν άρθρο 232 ΕΚ) για να ορίσει τη διάρκεια της προθεσμίας διασκέψεως της Επιτροπής στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων, το οποίο έχει καθιερωθεί από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ), και καθορίζοντας έτσι τη μεγίστη διάρκεια της προθεσμίας αυτής σε δύο μήνες, το Δικαστήριο θέλησε να αποφύγει τη δημιουργία ανασφάλειας δικαίου φανερά αντίθετης προς τον σκοπό του σταδίου αυτού. Συγκεκριμένα, ο σκοπός αυτός, ο οποίος συνίσταται στο να παρέχεται στο κράτος μέλος η αναγκαία ασφάλεια δικαίου με το να μάθει γρήγορα αν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη μια ενίσχυση που μπορεί να έχει επείγοντα χαρακτήρα, θα ετίθετο σε κίνδυνο αν η προθεσμία θεωρούνταν ενδεικτική. Επιπλέον, η εντεύθεν ανασφάλεια δικαίου θα μπορούσε να επιδεινωθεί σε περίπτωση τεχνητής παρατάσεως του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως.

Το γεγονός ότι η Επιτροπή δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να περιορίσει οικειοθελώς το περιθώριο ελιγμών της για να ενεργήσει εντός προθεσμίας μικρότερης των δύο μηνών δεν συνεπάγεται ότι το κοινοτικό αυτό όργανο μπορεί να επιβάλει, χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, προθεσμίες ανώτερες των δύο μηνών και έτσι να στερήσει το κράτος αυτό από το ευεργέτημα των προθεσμιών που καθορίζει το κοινοτικό δίκαιο.

Εξάλλου, εφόσον η προθεσμία προκαταρκτικής εξετάσεως θεωρήθηκε δίμηνη για να ληφθεί υπόψη το συμφέρον του κράτους μέλους να μάθει γρήγορα τί ισχύει σε τομείς όπου η ανάγκη επεμβάσεως μπορεί να έχει επείγοντα χαρακτήρα, η προκαταρκτική εξέταση μιας σχεδιαζόμενης ενισχύσεως πρέπει κατ' αρχήν να θεωρείται επείγουσα, εκτός αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος συγκατατίθεται ρητώς για παράταση της προθεσμίας.

Τέλος, το γεγονός ότι το σχετικό κράτος μέλος παρέλειψε να απαντήσει γρήγορα στις ερωτήσεις της Επιτροπής δεν στερεί το κράτος αυτό του δικαιώματος να επικαλεστεί τη δίμηνη προθεσμία. Συγκεκριμένα, το άρθρο 93 της Συνθήκης δεν επιβάλλει στο κράτος μέλος άλλες υποχρεώσεις εκτός, αφενός, από την υποχρέωση έγκαιρης κοινοποιήσεως του σχεδίου ενισχύσεως και, αφετέρου, από την υποχρέωση αποχής από την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως πριν η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, καταλήξει σε τελική απόφαση. Επιπλέον, η Συνθήκη δεν επιβάλλει στο κράτος μέλος να απαντά γρήγορα στις αιτήσεις πρόσθετων πληροφοριών της Επιτροπής. Απλώς είναι προς το συμφέρον του να το πράξει.

( βλ. σκέψεις 73, 75-78 )

4. Λαμβανομένων υπόψη των διαδικαστικών κανόνων που θέτει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ύπαρξη εύλογης προθεσμίας διασκέψεως και έρευνας της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ), η μεταμόρφωση μιας ανακοινωθείσας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση εξαρτάται μόνον από δύο αναγκαίες και αποχρώσες προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι το κράτος μέλος προειδοποίησε την Επιτροπή για την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως. Η δεύτερη είναι ότι η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης εντός δύο μηνών από την πλήρη ανακοίνωση της ενισχύσεως. Με την έκφραση «ενώ η Επιτροπή τήρησε σιγή», η σκέψη 5 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz, αφορά ακριβώς αυτή τη δεύτερη προϋπόθεση, και όχι ένα δικαίωμα εναντιώσεως.

Συγκεκριμένα, το να γίνει δεκτό υπέρ της Επιτροπής ένα δικαίωμα εναντιώσεως θα κατέληγε στο να προστεθεί στο διαδικαστικό καθεστώς ενισχύσεων μια τρίτη προϋπόθεση αντίθετη προς το καθεστώς αυτό, η οποία, αφενός, θα κατέληγε στην επανεισαγωγή, στον μηχανισμό που έχει ως σκοπό την ασφάλεια δικαίου, ανασφάλειας δικαίου σχετικά με τη μορφή, την προθεσμία και τα έννομα αποτελέσματα ενός τέτοιου δικαιώματος εναντιώσεως και, αφετέρου, θα καθιστούσε αβέβαιη την ημερομηνία από την οποία η ενίσχυση εμπίπτει στο καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν διαθέτει δικαίωμα εναντιώσεως.

( βλ. σκέψεις 84-85 )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-99/98,

Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από τον W. Okresek, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Kreuschitz και P. F. Nemitz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως SG(98)D/1124 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 1998, για την κίνηση επίσημης διαδικασίας εξετάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. C 84/97 (πρώην Ν 509/96) υπέρ της Siemens Bauelemente OHG που εδρεύει στο Villach (Αυστρία),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο του έκτου τμήματος, προεδρεύοντα, A. La Pergola, Μ. Wathelet και Β. Σκουρή (εισηγητή), προέδρους τμήματος, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, P. Jann, L. Sevón και R. Schintgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 2000, κατά την οποία η Δημοκρατία της Αυστρίας εκπροσωπήθηκε από τον H. Dossi, επικουρούμενο από τον Μ. Krassnigg, Rechtsanwalt, και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκε από τον V. Kreuschitz,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2000,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 1998, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε, βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), την ακύρωση της αποφάσεως SG(98)D/1124 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 1998 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), για την κίνηση επίσημης διαδικασίας εξετάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. C 84/97 (πρώην Ν 509/96) υπέρ της Siemens Bauelemente OHG (στο εξής: Siemens) που εδρεύει στο Villach (Αυστρία).

2 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι στις 26 Απριλίου 1996 η Επιτροπή πληροφορήθηκε από δημοσίευμα στον Τύπο που μετέφερε δήλωση ενός διευθυντή του ομίλου στον οποίο ανήκει η Siemens ότι η τελευταία σχεδίαζε να πραγματοποιήσει επένδυση ύψους 4 563,7 εκατομμυρίων αυστριακών σελινίων (ATS) στο Villach, κατόπιν του γεγονότος ότι η Αυστριακή Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, το ομόσπονδο κράτος της Καρινθίας και ο δήμος του Villach είχαν δώσει στη Siemens γραπτή υπόσχεση ενισχύσεως για ποσό 371 εκατομμυρίων ATS. Επιπλέον, προκύπτει ότι μια ημερήσια εφημερίδα είχε ήδη δημοσιεύσει, στις 5 Απριλίου 1995, την πληροφορία ότι ο Αυστριακός Καγκελλάριος «είχε δώσει κατ' αρχήν την υπόσχεσή του» όσον αφορά τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής στη Siemens.

3 Η γραπτή υπόσχεση ενισχύσεως προς τη Siemens έλαβε τη μορφή εγγράφου της 18ης Απριλίου 1996, το οποίο έχει υπογραφεί από τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Οικονομικών, για την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, και από εκπροσώπους της κυβερνήσεως του ομόσπονδου κράτους της Καρινθίας και του δήμου του Villach. Το έγγραφο αυτό αναφέρει τα εξής:

«[Η] Δημοκρατία της Αυστρίας θα κοινοποιήσει εντός των προσεχών εβδομάδων το σχέδιο αυτό ενισχύσεως στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Δεσμευτική υπόσχεση ενισχύσεως, μέχρι το αποδεκτό ποσό, εξαρτάται από την ολική ή μερική έγκριση της ενισχύσεως από την αρχή αυτή.»

4 Με έγγραφο της 13ης Μα_ου 1996, η Επιτροπή κάλεσε την Αυστριακή Κυβέρνηση να την πληροφορήσει σχετικά με το εν λόγω σχέδιο ενισχύσεως.

5 Η Αυστριακή Κυβέρνηση αντέδρασε με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 1996. Στο έγγραφο αυτό ανέφερε σκέψεις της Siemens σχετικά με ένα «σημαντικό σχέδιο έρευνας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία ημιαγωγών στον τομέα των ημιαγωγών ηλεκτρισμού». Επιπλέον, στο ίδιο έγγραφο ανέφερε τα εξής:

«Οι λεπτομέρειες του σχεδίου και των ενισχύσεων βρίσκονται στο στάδιο της επεξεργασίας. Φυσικά, όταν ολοκληρωθούν οι προπαρασκευαστικές αυτές εργασίες, το μελετώμενο μέτρο ενθαρρύνσεως θα ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που διέπουν τις ενισχύσεις.»

6 Στις 21 Ιουνίου 1996 η Αυστριακή Κυβέρνηση απέστειλε στην Επιτροπή έγγραφο ανακοινώσεως της εν λόγω ενισχύσεως, το οποίο περιελάμβανε τεχνική περιγραφή 14 σελίδων. Κατά την ανακοίνωση, η ενίσχυση προοριζόταν για ένα σχέδιο που είχε επεξεργαστεί η Siemens στον τομέα των ημιαγωγών ηλεκτρισμού. Επιβεβαιώνοντας τα δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με το θέμα αυτό, η ανακοίνωση ανέφερε ότι το συνολικό κόστος του σχεδίου, ποσού 4 563,7 εκατομμυρίων ATS, θα καλυφθεί μέχρι το ποσό των 371 εκατομμυρίων ATS με κρατική ενίσχυση, που θα χορηγηθεί εν μέρει από τις ομοσπονδιακές αρχές και εν μέρει από το ομόσπονδο κράτος της Καρινθίας και από τον δήμο του Villach. Το μεγαλύτερο μέρος της ενισχύσεως που ανακοινώθηκε, δηλαδή 348,2 εκατομμύρια ATS, θα διετίθετο αποκλειστικά για έρευνα και ανάπτυξη, ενώ το υπόλοιπο θα αφιερωνόταν, για 17 εκατομμύρια ATS, σε μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και, για 5,8 εκατομμύρια ATS, στην επαγγελματική εκπαίδευση.

7 Με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 1996 (στο εξής: πρώτο έγγραφο της Επιτροπής), η Επιτροπή έθεσε σειρά ερωτήσεων στην Αυστριακή Κυβέρνηση για να λάβει πιο λεπτομερείς πληροφορίες. Η Επιτροπή δικαιολόγησε την εν λόγω αίτηση πρόσθετων πληροφοριών ισχυριζόμενη ότι η ανακοίνωση στην οποία η Αυστριακή Κυβέρνηση προέβη στις 21 Ιουνίου 1996 δεν περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να μπορέσει η Επιτροπή να διαμορφώσει άποψη ως προς το συμβιβαστό της σχετικής ενισχύσεως με τη Συνθήκη.

8 Στις 2 Ιανουαρίου 1997 η Αυστριακή Κυβέρνηση απάντησε στο πρώτο έγγραφο της Επιτροπής δίνοντας τεχνικές εξηγήσεις.

9 Με έγγραφο της 17ης Φεβρουαρίου 1997 (στο εξής: δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής), η Επιτροπή έθεσε στην Αυστριακή Κυβέρνηση πρόσθετες ερωτήσεις για να διευκρινιστούν και εξηγηθούν ορισμένα στοιχεία που περιέχονται στο από 2 Ιανουαρίου 1997 έγγραφο της κυβερνήσεως αυτής.

10 Απαντήσεις στις ερωτήσεις που τέθηκαν με το δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής δόθηκαν από την Αυστριακή Κυβέρνηση στις 19 Μαρτίου 1997.

11 Στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι στις 28 Απριλίου 1997 η τότε αρμόδια γενική της διεύθυνση για θέματα ανταγωνισμού (στο εξής: ΓΔ IV) ενημέρωσε, με υπηρεσιακό σημείωμα, το αρμόδιο μέλος της Επιτροπής για το εν λόγω σχέδιο ενισχύσεως. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στο σημείωμα αυτό η ΓΔ IV αμφέβαλλε, έχοντας λάβει τη γνώμη ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, ως προς το αν η ενίσχυση εντάσσεται στο κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων για έρευνα και ανάπτυξη. Η ΓΔ IV αμφέβαλλε και ως προς το αν η ενίσχυση αυτή είναι αναγκαία, καθόσον η Siemens είχε αναγγείλει ήδη από το καλοκαίρι του 1995 την πρόθεσή της να πραγματοποιήσει επενδύσεις στο Villach. Κατά συνέπεια, πρότεινε, με σχέδιο αποφάσεως, να γίνει διαβούλευση με τις άλλες γενικές διευθύνσεις της Επιτροπής σχετικά με την κίνηση διαδικασίας βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Το ενημερωτικό αυτό σημείωμα που τέθηκε υπόψη του αρμόδιου επιτρόπου ανέφερε επίσης ότι είναι δυνατόν ένα μικρό μέρος της προβλεπόμενης ενισχύσεως να στηρίζεται στη μη ανακοινωθείσα στην Επιτροπή αυστριακή οδηγία Richtlinie zur Förderung von generellen betrieblichen Schulungsmaßnahmen (οδηγία για την προώθηση γενικών μέτρων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στην επιχείρηση), η οποία αποτελεί ένα από τα μέτρα εφαρμογής του Arbeitsmarktförderungsgesetz (νόμου περί προωθήσεως της αγοράς εργασίας).

12 Στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή αναφέρει και ότι έγιναν «εκτενείς [και] πολύ περίπλοκες [...] συζητήσεις» μεταξύ διαφόρων υπηρεσιών της Επιτροπής και εντός του σώματος των επιτρόπων σχετικά με προτάσεις αποφάσεως όσον αφορά διάφορα εθνικά σχέδια ενισχύσεως υπέρ κατασκευαστών ημιαγωγών, μεταξύ δε αυτών όσον αφορά το επίμαχο σχέδιο ενισχύσεως. Κατά την Επιτροπή, οι συζητήσεις αυτές διήρκεσαν από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1997.

13 Κατόπιν της απαντήσεως των αυστριακών αρχών στο δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής, απαντήσεως που παρελήφθη στις 24 Μαρτίου 1997, η Επιτροπή απέστειλε στην Αυστριακή Κυβέρνηση έγγραφο της 2ας Μα_ου 1997 (στο εξής: τρίτο έγγραφο της Επιτροπής), με το οποίο ρώτησε αν το σχετικό με την επαγγελματική εκπαίδευση μέρος της ανακοινωθείσας ενισχύσεως πρέπει να χορηγηθεί βάσει του Arbeitsmarktförderungsgesetz και των μέτρων εφαρμογής του.

14 Με έγγραφο της 13ης Ιουνίου 1997, η Αυστριακή Κυβέρνηση πληροφόρησε την Επιτροπή ότι το σχετικό με την επαγγελματική εκπαίδευση μέρος της ανακοινωθείσας ενισχύσεως δεν στηρίζεται ούτε στον Arbeitsmarktförderungsgesetz ούτε στα μέτρα εφαρμογής του.

15 Με έγγραφο της 6ης Αυγούστου 1997 (στο εξής: τέταρτο έγγραφο της Επιτροπής), η Επιτροπή έθεσε στην Αυστριακή Κυβέρνηση τρεις πρόσθετες ερωτήσεις για να καθοριστεί αν η ενίσχυση ήταν ακόμα αναγκαία. Η πρώτη ερώτηση αφορούσε το πόσο είχε προχωρήσει το σχέδιο καθώς και το μέχρι τότε κόστος. Οι δύο άλλες ερωτήσεις αφορούσαν τις προπαρασκευαστικές εργασίες που είχαν γίνει μεταξύ Οκτωβρίου 1995 και Ιανουαρίου 1996 καθώς και την κατασκευή, που είχε αρχίσει τον Ιούνιο του 1996, ενός καθαρού θαλάμου που επρόκειτο να αποτελέσει τον πυρήνα του κέντρου για τους ημιαγωγούς ηλεκτρισμού.

16 Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 1997, το οποίο η Επιτροπή παρέλαβε στις 10 Σεπτεμβρίου 1997, η Αυστριακή Κυβέρνηση απάντησε στις ερωτήσεις αυτές.

17 Η Επιτροπή, έχοντας ακόμα αμφιβολίες ως προς το αν η ανακοίνωση του σχεδίου ενισχύσεως αφορά όντως την ενίσχυση εκ μέρους του δήμου του Villach, ζήτησε με έγγραφο της 10ης Νοεμβρίου 1997 (στο εξής: πέμπτο έγγραφο της Επιτροπής) από την Αυστριακή Κυβέρνηση να διευκρινίσει το ζήτημα αυτό.

18 Στις 20 Νοεμβρίου 1997 η Αυστριακή Κυβέρνηση απηύθυνε έγγραφο στην Επιτροπή. Με το έγγραφο αυτό, τόνισε ότι η απάντηση στο πέμπτο έγγραφο της Επιτροπής περιλαμβάνεται ήδη στο από 2 Ιανουαρίου 1997 έγγραφό της που απέστειλε σε απάντηση του πρώτου εγγράφου της Επιτροπής, οπότε σε καμία περίπτωση η Επιτροπή δεν μπορεί να αμφιβάλλει ως προς το αν το συνολικό ποσό που ανακοινώθηκε καλύπτει όλες τις προβλεπόμενες ενισχύσεις, δηλαδή τόσο εκείνες που χρηματοδοτούνται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και από το ομόσπονδο κράτος της Καρινθίας όσο και εκείνες που προέρχονται από τον δήμο του Villach. Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, εφόσον η ανακοίνωση της σχετικής ενισχύσεως ήταν πλήρης, η ενίσχυση αυτή έπρεπε να υπαχθεί στο καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων και η Δημοκρατία της Αυστρίας μπορούσε να υλοποιήσει την εν λόγω ενίσχυση.

19 Με τηλεομοιοτυπία που δεν φέρει ημερομηνία και απευθύνθηκε στην Αυστριακή Κυβέρνηση κατά τα τέλη Νοεμβρίου του 1997, η Επιτροπή, αφού επιβεβαίωσε ότι θεωρεί αναγκαία την ερώτηση που έθεσε με το πέμπτο έγγραφό της, εναντιώθηκε στην πρόθεση της Δημοκρατίας της Αυστρίας να υλοποιήσει την ενίσχυση χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής. Η Επιτροπή προσέθεσε ότι μελετά τη λήψη αποφάσεως όσον αφορά το σχέδιο ενισχύσεως που κοινοποιήθηκε.

20 Με έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου 1997, η Αυστριακή Κυβέρνηση επιβεβαίωσε την άποψη που είχε ήδη εκφράσει στο από 20 Νοεμβρίου 1997 έγγραφό της και δήλωσε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ισχύ η εναντίωση της Επιτροπής.

21 Με τηλεομοιοτυπία της 16ης Δεκεμβρίου 1997, η Επιτροπή πληροφόρησε την Αυστριακή Κυβέρνηση ότι, όσον αφορά το εν λόγω σχέδιο ενισχύσεως, κίνησε, με απόφαση της ίδιας ημέρας, την επίσημη διαδικασία εξετάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

22 Η κίνηση της διαδικασίας αυτής επιβεβαιώθηκε στη Δημοκρατία της Αυστρίας με έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 1998.

23 Το πιο πάνω έγγραφο ανέφερε ότι αφορά «την ανακοινωθείσα κρατική ενίσχυση αριθ. C 84/97 (πρώην Ν 509/96 - Αυστρία) υπέρ της εταιρίας Siemens Bauelemente OHG».

24 Αφού περιέγραψε το πλαίσιο της υποθέσεως, τη σχετική επιχείρηση και το σχέδιο ενισχύσεως και αφού εξέθεσε την εκτίμησή της σχετικά με τη νομιμότητα της ενισχύσεως, η Επιτροπή έκλεισε ως εξής την προσβαλλόμενη απόφαση:

«Βάσει της πιο πάνω εκτιμήσεως, η Επιτροπή έχει στο στάδιο αυτό σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν, με γνώμονα το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το σχέδιο κρατικής ενισχύσεως συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Ειδικότερα, οι αυστριακές αρχές δεν απέδειξαν ότι το σχέδιο ενισχύσεως θα παραγάγει αποτελέσματα που θα αποτελέσουν κίνητρο για την έρευνα και ανάπτυξη ούτε ότι το σχέδιο αυτό είναι αναγκαίο, όπως και δεν απέδειξαν ότι το σχέδιο αφορά τη δημόσια χρηματοδότηση "δραστηριότητας αναπτύξεως σε προανταγωνιστικό στάδιο". Όσο για τα σχέδια ενισχύσεως για την προστασία του περιβάλλοντος και για την επαγγελματική εκπαίδευση, πρέπει να συνεχιστεί η αξιολόγησή τους με βάση τα πιο πάνω κριτήρια.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Επομένως, καλεί την Αυστριακή Κυβέρνηση να της ανακοινώσει, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της παρούσης, όλες τις πρόσθετες πληροφορίες ή παρατηρήσεις που θεωρεί χρήσιμες.

Η Επιτροπή οφείλει επίσης να υπενθυμίσει στις αυστριακές αρχές ότι, βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τη μελετώμενη ενίσχυση επί όσο χρόνο η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεν έχει καταλήξει σε οριστική απόφαση. [...]»

25 Κατά της αποφάσεως αυτής η Δημοκρατία της Αυστρίας άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

26 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι η ανακοίνωση της σχετικής ενισχύσεως στην Επιτροπή κατέστη πλήρης μετά την παραλαβή από την Επιτροπή των απαντήσεών της στις ερωτήσεις που τέθηκαν με το δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής ή τουλάχιστον με το τέταρτο έγγραφο της Επιτροπής, δηλαδή αντιστοίχως στις 24 Μαρτίου 1997 ή στις 10 Σεπτεμβρίου 1997, οπότε έχει παρέλθει η δίμηνη προθεσμία που τάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1973, 120/73, Lorenz, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 815· 121/73, Markmann, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 837· 122/73, Nordsee, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 841, και 141/73, Lohrey, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 843, στο εξής: νομολογία Lorenz) για να επιτρέψει η Επιτροπή την ενίσχυση ή για να κινήσει επίσημη διαδικασία εξετάσεως σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Επομένως, η ενίσχυση αυτή κατέστη, κατά τη νομολογία αυτή, υφιστάμενη ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η δε Δημοκρατία της Αυστρίας εγκύρως προειδοποίησε την Επιτροπή στις 20 Νοεμβρίου 1997, αναγγέλλοντας την πρόθεσή της να υλοποιήσει την ενίσχυση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν είχε πλέον δικαίωμα να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, η δε προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η εν λόγω ενίσχυση χαρακτηρίστηκε ανακριβώς ως νέα ενίσχυση της οποίας η καταβολή απαγορεύεται, πρέπει να ακυρωθεί για τους λόγους ότι ελήφθη κατά παραβίαση της Συνθήκης και κατά παράβαση ουσιώδους τύπου καθώς και για τον λόγο ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας.

27 Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν μπορεί να επικαλεστεί το καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων και εν προκειμένω προβάλλει ένα κύριο και τρεις επικουρικούς αμυντικούς ισχυρισμούς. Με τον κύριο ισχυρισμό της διατείνεται ότι η υλοποίηση της εν λόγω ενισχύσεως έγινε πριν ανακοινωθεί η ενίσχυση αυτή. Κατά τον πρώτο επικουρικό ισχυρισμό, η προθεσμία που θέτει η νομολογία Lorenz ως προς την ολοκλήρωση του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων δεν είχε ακόμα παρέλθει στις 20 Νοεμβρίου 1997, ημερομηνία κατά την οποία η Δημοκρατία της Αυστρίας πληροφόρησε την Επιτροπή για την πρόθεσή της να υλοποιήσει την ενίσχυση. Σύμφωνα με τον δεύτερο επικουρικό ισχυρισμό, εν πάση περιπτώσει η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να νοηθεί ως αυστηρή προθεσμία δύο μηνών, αλλ' αποτελεί ενδεικτική μόνον προθεσμία. Με τον τρίτο επικουρικό ισχυρισμό της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είχε δικαίωμα να εναντιωθεί στην υλοποίηση της εν λόγω ενισχύσεως.

Το νομικό πλαίσιο

28 Ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνηστεί το κανονιστικό και νομολογιακό πλαίσιο που ισχύει για τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως.

29 Δεδομένου ότι κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών δεν υφίσταντο διαδικαστικοί κανόνες που να έχουν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 89 ΕΚ) για να καθοριστούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, οι διαδικαστικοί κανόνες που έχουν εφαρμογή επί των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως απορρέουν από το άρθρο 93 της Συνθήκης, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου· ποικίλλουν αναλόγως του αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες.

30 Όσον αφορά τις υφιστάμενες ενισχύσεις, το άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να εξετάζει διαρκώς τις ενισχύσεις αυτές σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή προτείνει στα κράτη μέλη τα κατάλληλα μέτρα που απαιτεί η προοδευτική ανάπτυξη ή η λειτουργία της κοινής αγοράς. Στη συνέχεια, το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ορίζει ότι, αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει στους ενδιαφερομένους προθεσμία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι μια ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 87 ΕΚ) ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το οικείο κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

31 Όσο για τις νέες ενισχύσεις, το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης προβλέπει προληπτικό έλεγχο: η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως, για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της, επί των σχεδίων για τη θέσπιση ή τροποποίηση ενισχύσεων. Αν κρίνει ότι ένα σχέδιο δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 92 της Συνθήκης, κινεί αμελλητί για την εξέταση της ενισχύσεως αυτής την προβλεπόμενη στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, της Συνθήκης απαγορεύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να εκτελέσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν η διαδικασία αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.

32 Με τη νομολογία Lorenz καθώς και με μεταγενέστερες αποφάσεις του (βλ., π.χ., την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1984, 84/82, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1451, σκέψεις 11 και 12), το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως των ενισχύσεων, το οποίο έχει καθιερωθεί από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, έχει ως αντικείμενο μόνο να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη ως προς το αν τα σχέδια ενισχύσεως που της έχουν κοινοποιηθεί συμβιβάζονται εν όλω ή εν μέρει με τη Συνθήκη. Ο στόχος της διατάξεως αυτής, η οποία επιδιώκει να αποτραπεί η θέση σε ισχύ ενισχύσεων αντίθετων προς τη Συνθήκη, συνεπάγεται ότι η απαγόρευση που θέτει συναφώς το άρθρο 93, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, παράγει τα αποτελέσματά της καθ' όλη τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου. Αυτός είναι ο λόγος που, για να ληφθεί υπόψη το συμφέρον των κρατών μελών να μάθουν γρήγορα τί ισχύει σε τομείς όπου η ανάγκη επεμβάσεως μπορεί να έχει επείγοντα χαρακτήρα, η Επιτροπή οφείλει να επιδεικνύει επιμέλεια. Αν η Επιτροπή, αφού ενημερωθεί από κράτος μέλος για σχέδιο που έχει ως σκοπό την καθιέρωση ενισχύσεως, παραλείψει να κινήσει τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως μετά από εύλογη προθεσμία, το κράτος μέλος δύναται να υλοποιήσει τη σχετική ενίσχυση αφού προειδοποιήσει την Επιτροπή, η δε ενίσχυση αυτή εμπίπτει έκτοτε στο καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 173 της Συνθήκης και 175 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 232 ΕΚ), το Δικαστήριο έχει πει ότι η εύλογη προθεσμία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

33 Επιπλέον, κατά την ίδια νομολογία, αν μετά το πέρας της πρώτης αυτής εξετάσεως η Επιτροπή σχηματίσει την πεποίθηση ότι η ενίσχυση που ανακοινώθηκε συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, οφείλει να ενημερώσει σχετικά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η εν λόγω ενίσχυση, η οποία τίθεται σε ισχύ μετά την κοινοποίηση της θετικής αποφάσεως της Επιτροπής, θα καταστεί «υφιστάμενη ενίσχυση» και ως τέτοια θα υπόκειται στη διαρκή εξέταση που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Αν, αντιθέτως, η Επιτροπή κρίνει ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, οφείλει να προχωρήσει αμελλητί στο στάδιο εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, το οποίο συνεπάγεται την υποχρέωση να ταχθεί στους ενδιαφερομένους προθεσμία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

Επί της υλοποιήσεως της σχετικής ενισχύσεως πριν από την ανακοίνωσή της στην Επιτροπή

34 Με τον κύριο αμυντικό ισχυρισμό της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λόγω της ανεπιφύλακτης και νομικώς δεσμευτικής υποσχέσεως προς τη Siemens να της χορηγήσει τη σχετική ενίσχυση, η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν μπορεί να επικαλεστεί τη νομολογία Lorenz. Συγκεκριμένα, κατά τον τρόπο αυτόν, οι αυστριακές αρχές υλοποίησαν την εν λόγω ενίσχυση ακόμα και πριν από την ανακοίνωσή της στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ως «υλοποίηση» πρέπει να νοείται όχι μόνον η χορήγηση της ενισχύσεως στον δικαιούχο, αλλά και η θέση σε εφαρμογή, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις του σχετικού κράτους μέλους, νομοθετικού μηχανισμού που καθιστά δυνατή τη χορήγηση της ενισχύσεως χωρίς άλλη διατύπωση.

35 Κατά την Επιτροπή, εφόσον η γραπτή υπόσχεση που εν προκειμένω έδωσαν οι αυστριακές αρχές να χορηγήσουν μια ενίσχυση υποχρεώνει νομικώς τις αρχές αυτές να χορηγήσουν την ενίσχυση που υποσχέθηκαν, η υπόσχεση αυτή παράγει, κατά το αυστριακό δίκαιο, τα ίδια αποτελέσματα που παράγει η νομοθετική ρύθμιση που καθιερώνει μια ενίσχυση. Δεδομένου ότι η ενίσχυση υλοποιήθηκε με ανεπιφύλακτη και νομικώς δεσμευτική υπόσχεση πριν από την ανακοίνωσή της, ορθώς η Επιτροπή τη θεώρησε ως νέα ενίσχυση της οποίας η καταβολή πρέπει να ανασταλεί.

36 ρος στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή διατείνεται ότι, πριν λάβει γνώση των δημοσιευμάτων στον Τύπο, των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 2 της παρούσας αποφάσεως, δεν γνώριζε την ύπαρξη του εν λόγω σχεδίου ενισχύσεως, το οποίο ανάγεται στο 1995. Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν φρόντισε να της ανακοινώσει οικειοθελώς την ενίσχυση, ενώ οι αυστριακές αρχές την είχαν ήδη υποσχεθεί κατά δεσμευτικό τρόπο με το έγγραφό τους της 18ης Απριλίου 1996 του οποίου γίνεται μνεία στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως. Αυτός είναι ο λόγος που η Επιτροπή κάλεσε, στις 13 Μα_ου 1996, τη Δημοκρατία της Αυστρίας να την πληροφορήσει για το σχέδιο αυτό. Επομένως, οι αυστριακές αρχές είχαν ήδη υλοποιήσει την εν λόγω ενίσχυση ακόμα και πριν από την ανακοίνωσή της στις 21 Ιουνίου 1996. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης, πέραν των δημοσιευμάτων στον Τύπο της 5ης Απριλίου 1995 και της 26ης Απριλίου 1996, ένα εσωτερικό σημείωμα της Siemens, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, με το οποίο, αναφερόμενοι σε σύσταση της αρμόδιας αυστριακής αρχής προς το ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών να χορηγήσει ενίσχυση 370 εκατομμυρίων ATS, οι διευθύνοντες το τμήμα ημιαγωγών της Siemens ζητούν από το διευθυντήριο της τελευταίας να αποδεσμεύσει τα αναγκαία κεφάλαια για την επένδυση στο Villach.

37 Η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

38 Συγκεκριμένα, τα δημοσιεύματα στον Τύπο που επικαλείται η Επιτροπή, εφόσον δεν προέρχονται ούτε από την Αυστριακή Κυβέρνηση ούτε από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, δεν μπορούν να αποδείξουν τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι οι αυστριακές αρχές έδωσαν ανεπιφύλακτη και νομικώς δεσμευτική υπόσχεση να χορηγήσουν την εν λόγω ενίσχυση. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα πιο πάνω δημοσιεύματα έχουν κάποια αποδεικτική ισχύ, τα δημοσιεύματα αυτά δεν αναφέρουν ότι η υπόσχεση των αυστριακών αρχών προς τη Siemens ήταν ανεπιφύλακτη.

39 Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το έγγραφο της 18ης Απριλίου 1996 του οποίου γίνεται μνεία στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως, οι αυστριακές αρχές είχαν επίγνωση των υποχρεώσεών τους από το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον, στο έγγραφο αυτό, αφενός, ανέφεραν ότι το σχέδιο ενισχύσεως θα κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και, αφετέρου, εξάρτησαν τη χορήγηση της ενισχύσεως από την ολική ή μερική έγκριση της Επιτροπής. Επομένως, οι αυστριακές αρχές δεν δεσμεύτηκαν ανεπιφύλακτα έναντι της Siemens.

40 Επιπλέον, το μη ανεπιφύλακτο της υποσχέσεως των αυστριακών αρχών είχε ήδη τεθεί υπόψη της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το εσωτερικό σημείωμα της Siemens, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, το οποίο επικαλέστηκε η Επιτροπή και κατά το οποίο «η ανακοίνωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση» αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της ενισχύσεως, η Siemens είχε ήδη πληροφορηθεί από τις αυστριακές αρχές τις προϋποθέσεις που το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει όταν πρόκειται για κρατικές ενισχύσεις.

41 ρέπει να προστεθεί ότι η στάση αυτή των αυστριακών αρχών προκύπτει και από το έγγραφο της Αυστριακής Κυβερνήσεως της 5ης Ιουνίου 1996 του οποίου γίνεται μνεία στη σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στο έγγραφο αυτό, η Αυστριακή Κυβέρνηση αναφέρει ρητώς ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση θα ανακοινωθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το δίκαιο που έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

42 Οι διαπιστώσεις αυτές επιρρωννύονται από το γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή, τόσο κατά την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση, έδωσε ενδείξεις που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι εκλάμβανε την εν λόγω ενίσχυση ως ενίσχυση που έχει ανακοινωθεί, καθόσον την πρωτοκόλλησε υπό το σήμα «Ν», το οποίο χρησιμοποιείται για τις ενισχύσεις που έχουν ανακοινωθεί, και όχι υπό το σήμα «ΝΝ», το οποίο χρησιμοποιείται για τις ενισχύσεις που δεν έχουν ανακοινωθεί.

43 Από όλες τις πιο πάνω σκέψεις προκύπτει ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο στοιχεία που να επιτρέπουν τη διαπίστωση ότι για την εν λόγω ενίσχυση δόθηκε ανεπιφύλακτη υπόσχεση πριν από την ανακοίνωσή της, ο κύριος ισχυρισμός της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να οριστεί περαιτέρω η έννοια της υλοποιήσεως.

44 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν εμποδίζεται να επικαλεστεί τη νομολογία Lorenz που ισχύει για τις ενισχύσεις που έχουν ανακοινωθεί.

Επί της ημερομηνίας από την οποία άρχισε να τρέχει η δίμηνη προθεσμία

45 Με τον πρώτο επικουρικό αμυντικό ισχυρισμό της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν η Δημοκρατία της Αυστρίας μπορεί να επικαλεστεί τη νομολογία Lorenz, η δίμηνη προθεσμία που θέτει η νομολογία αυτή δεν είχε ακόμα παρέλθει στις 20 Νοεμβρίου 1997, την ημερομηνία που η Δημοκρατία της Αυστρίας της ανακοίνωσε την πρόθεσή της να υλοποιήσει τη σχεδιαζόμενη ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διατείνεται ότι κατά την ημερομηνία αυτή η ανακοίνωση της εν λόγω ενισχύσεως ήταν ακόμα ελλιπής.

46 ρος στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή προβάλλει, κατ' αρχάς, ότι η δίμηνη προθεσμία αρχίζει από τη στιγμή που λαμβάνει πλήρη ανακοίνωση της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως. Κατά την Επιτροπή, η ανακοίνωση είναι πλήρης όταν περιέχει όλες τις πληροφορίες που η Επιτροπή χρειάζεται για να διαμορφώσει άποψη ως προς το συμβιβαστό της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως με τη Συνθήκη.

47 Στη συνέχεια, η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι, σε περίπτωση ελλιπούς ανακοινώσεως, έργο της είναι, βάσει της ευρείας εξουσίας που έχει στον τομέα αυτόν, να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες και, αφετέρου, ότι η αίτηση αυτή διακόπτει την προθεσμία που τάσσεται για τη μελέτη της ανακοινώσεως, οπότε νέα προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία παραλαβής των πρόσθετων πληροφοριών. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θεωρεί ότι όλα τα έγγραφά της, περιλαμβανομένου του πέμπτου εγγράφου της 10ης Νοεμβρίου 1997, ήσαν αναγκαία για να εκτιμηθεί το συμβιβαστό της εν λόγω ενισχύσεως με τη Συνθήκη, οπότε, μετά την παραλαβή από την Επιτροπή κάθε απαντήσεως της Αυστριακής Κυβερνήσεως, άρχιζε νέα δίμηνη προθεσμία.

48 Τέλος, κατά την Επιτροπή, λόγω της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει για να καθορίζει τόσο το περιεχόμενο όσο και το αναγκαίο των ερωτήσεων που θέτει, ο δικαστικός έλεγχος σχετικά με τη λυσιτέλεια των ερωτήσεων αυτών πρέπει να περιορίζεται στο να εξακριβώνεται ότι τηρήθηκαν οι ουσιώδεις τύποι και ότι δεν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας.

49 Η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν αμφισβητεί ούτε το γεγονός ότι μόνον από την πλήρη ανακοίνωση αρχίζει να τρέχει η δίμηνη προθεσμία, ούτε το δικαίωμα της Επιτροπής να ζητεί πρόσθετες πληροφορίες και το περιθώριό της εκτιμήσεως στον τομέα αυτόν, ούτε την επιρροή που η αίτηση αυτή έχει για το σημείο αφετηρίας της πιο πάνω προθεσμίας.

50 αρά ταύτα, υποστηρίζει ότι, λόγω της φύσεως της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως, το πλήρες της ανακοινώσεως και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα της Επιτροπής να ζητεί πρόσθετες πληροφορίες δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε το κράτος μέλος να είναι υποχρεωμένο ήδη από αυτό το στάδιο να παρέχει εξαντλητικές πληροφορίες. Κατά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτο η Επιτροπή, ακόμα και αν έχει πληροφορίες που της παρέχουν τη δυνατότητα να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση της ενισχύσεως, να παρατείνει τεχνητώς τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως θέτοντας κατ' επανάληψη νέες αλυσιτελείς ερωτήσεις, και τούτο κάθε φορά λίγο πριν από την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας.

51 Έτσι έχει, κατά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, η κατάσταση στην παρούσα υπόθεση, καθόσον, με την από 19 Μαρτίου 1997 απάντησή της στο δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής ή, τουλάχιστον, με την από 4 Σεπτεμβρίου 1997 απάντησή της στο τέταρτο έγγραφο της Επιτροπής, η Δημοκρατία της Αυστρίας συμπλήρωσε την ανακοίνωση της ενισχύσεως, οπότε ουδέν μεταγενέστερο έγγραφο της Επιτροπής ήταν αναγκαίο για την περάτωση της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως. Συγκεκριμένα, κατά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, η Επιτροπή μπορούσε και έπρεπε να θέσει σε προηγούμενη φάση της διαδικασίας τις ερωτήσεις που περιέχονται στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο έγγραφό της.

52 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει, πριν εξακριβωθεί από ποια ημερομηνία, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, άρχισε να τρέχει η δίμηνη προθεσμία, να καθοριστεί η έκταση των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για να μπορέσει να θεωρηθεί πλήρης, στο πλαίσιο της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξετάσεως, η ανακοίνωση σχεδιαζόμενης ενισχύσεως.

53 Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήστηκε στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως των ενισχύσεων, το οποίο έχει καθιερωθεί από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αποβλέπει μόνο να εξασφαλίσει στην Επιτροπή επαρκή προθεσμία διασκέψεως και έρευνας για να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη ως προς το αν τα σχέδια που της κοινοποιήθηκαν είναι εν όλω ή εν μέρει σύμφωνα με τη Συνθήκη.

54 Επομένως, είναι αρκετό η Επιτροπή να διαθέτει, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, όλες τις πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να συναγάγει, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση σε βάθος, ότι τα κρατικά μέτρα συμβιβάζονται με τη Συνθήκη και να τα διακρίνει από εκείνα που δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το συμβιβαστό αυτό.

55 Κατά συνέπεια, οι πληροφορίες που περιέχονται στην αρχική ανακοίνωση ή που παρέχονται από το κράτος μέλος κατόπιν ερωτήσεων της Επιτροπής έχουν ως σκοπό να δώσουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να περατώσει το προκαταρκτικό στάδιο είτε διαπιστώνοντας το συμβιβαστό του σχεδίου ενισχύσεως με τη Συνθήκη, οπότε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνεται σχετικά και η ενίσχυση καθίσταται υφιστάμενη ενίσχυση, είτε εκφράζοντας αμφιβολίες ως προς το συμβιβαστό της ενισχύσεως, οπότε, κατά τη νομολογία που υπομνήστηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή οφείλει να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στο στάδιο της διαδικασίας της εκατέρωθεν ακροάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, τάσσοντας στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

56 Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου, είναι αρκετό, για να είναι μια ανακοίνωση πλήρης και για να επιφέρει την έναρξη της δίμηνης προθεσμίας, να περιέχει, εξ υπαρχής ή κατόπιν των απαντήσεων του κράτους μέλους στις ερωτήσεις της Επιτροπής, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη σχετικά με το συμβιβαστό της ενισχύσεως με τη Συνθήκη.

57 Ο καθορισμός της ημερομηνίας από την οποία, υπό τις συνθήκες της παρούσας υποθέσεως, άρχισε να τρέχει η δίμηνη προθεσμία προϋποθέτει την εξέταση του περιεχομένου της αλληλογραφίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που εκτίθενται στις σκέψεις 53 έως 56 της παρούσας αποφάσεως.

58 Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνηστεί ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν αμφισβητεί ότι η απάντηση στις ερωτήσεις που τέθηκαν με τα δύο πρώτα έγγραφα της Επιτροπής ήταν αναγκαία για να συμπληρωθεί η ανακοίνωση της εν λόγω ενισχύσεως. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι η ανακοίνωσή της κατέστη πλήρης με την από 19 Μαρτίου 1997 απάντησή της στο δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής ή, τουλάχιστον, με την από 4 Σεπτεμβρίου 1997 απάντησή της στο τέταρτο έγγραφο της Επιτροπής, απαντήσεις που παρελήφθησαν αντιστοίχως στις 24 Μαρτίου 1997 και 10 Σεπτεμβρίου 1997. Κατά συνέπεια, στις 24 Μαρτίου 1997 ή, εν πάση περιπτώσει, στις 10 Σεπτεμβρίου 1997 άρχισε η δίμηνη προθεσμία, οπότε στις 20 Νοεμβρίου 1997 είχε ήδη παρέλθει.

59 Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο έγγραφό της περιέχονται αναγκαίες ερωτήσεις για την αξιολόγηση της εν λόγω ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, ισχυρίζεται ότι στις 20 Νοεμβρίου 1997 η ανακοίνωση δεν ήταν ακόμα πλήρης, οπότε η δίμηνη προθεσμία συνέχιζε να τρέχει.

60 Η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

61 Συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο των τριών πρώτων εγγράφων της Επιτροπής προκύπτει ότι, ενώ οι ερωτήσεις της Επιτροπής που περιέχονται στα δύο πρώτα έγγραφά της αφορούν τις δηλώσεις της Δημοκρατίας της Αυστρίας στην αρχική ανακοίνωση καθώς και την απάντηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας στο πρώτο έγγραφο της Επιτροπής και έχουν ως σκοπό να διευκρινιστεί το κύριο στοιχείο του σχεδίου ενισχύσεως, δηλαδή η ενίσχυση για έρευνα και ανάπτυξη, το μοναδικό ερώτημα που περιλαμβάνεται στο τρίτο έγγραφο της Επιτροπής αφορά μόνο μια δευτερεύουσα πτυχή του σχεδίου, δηλαδή την ενίσχυση για επαγγελματική εκπαίδευση η οποία αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2 % της συνολικής επενδύσεως. Η ερώτηση αυτή είχε ως αντικείμενο μόνο να καθοριστεί αν η εκπαίδευση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί ως ειδική ή γενική επαγγελματική εκπαίδευση και αν η ενίσχυση χορηγείται βάσει του Arbeitsmarktförderungsgesetz και των μέτρων εφαρμογής του.

62 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω της πολύ περιορισμένης εκτάσεώς της, η απάντηση στην ερώτηση που διατυπώθηκε με το τρίτο έγγραφο της Επιτροπής δεν ήταν αναγκαία για να μπορέσει η Επιτροπή να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη ως προς το συμβιβαστό του συνόλου του σχεδίου ενισχύσεως με τη Συνθήκη.

63 Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από το χρονικό σημείο που η Επιτροπή επέλεξε για να αποστείλει το έγγραφο αυτό στη Δημοκρατία της Αυστρίας και από τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η αποστολή αυτή.

64 Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στο υπηρεσιακό σημείωμα της 28ης Απριλίου 1997 που η ίδια επικαλέστηκε (βλ. τη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως), εκφράζει μεν αμφιβολίες σχετικά με τις πτυχές της ενισχύσεως για επαγγελματική εκπαίδευση που αποτελούν το αντικείμενο του τρίτου εγγράφου της, πλην όμως κατά τρόπο όλως δευτερεύοντα. Το σημείωμα αυτό έχει ως κύριο αντικείμενο, αφενός, το αν η ενίσχυση που ανακοινώθηκε εντάσσεται στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων για έρευνα και ανάπτυξη και, αφετέρου, το αν η ενίσχυση αυτή είναι αναγκαία. Τα δύο αυτά προβλήματα δεν έχουν καμία σχέση με την ερώτηση που τέθηκε με το τρίτο έγγραφο της Επιτροπής. Επιπλέον, από τη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η ίδια η Επιτροπή έκανε λόγο για «εκτενείς [και] πολύ περίπλοκες [...] συζητήσεις» μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών της και εντός του σώματος των επιτρόπων, οι οποίες διήρκεσαν από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1997 και αφορούσαν όχι μόνον το αυστριακό σχέδιο ενισχύσεως, αλλά και άλλα εθνικά σχέδια ενισχύσεως υπέρ κατασκευαστών ημιαγωγών.

65 Οι διαπιστώσεις αυτές επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι στις 2 Μα_ου 1997, όταν η Επιτροπή απέστειλε το τρίτο έγγραφό της, τα σχετικά με την επαγγελματική εκπαίδευση στοιχεία της εν λόγω ενισχύσεως δεν συγκαταλέγονταν μεταξύ των κύριων φροντίδων της Επιτροπής. Στην πραγματικότητα, το τρίτο αυτό έγγραφο της Επιτροπής δεν είχε ως σκοπό να ληφθούν διευκρινίσεις σχετικά με τα ζητήματα που τέθηκαν με το δεύτερο έγγραφο της Επιτροπής, αλλά να δοθεί στην Επιτροπή πρόσθετος χρόνος διασκέψεως για να αξιολογήσει άλλες πτυχές του σχεδίου ενισχύσεως. Επομένως, ο πρόσθετος χρόνος που η Επιτροπή θέλησε κατ' αυτόν τον τρόπο να λάβει είχε ως αποτέλεσμα να παραταθεί τεχνητώς το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως.

66 Κατά συνέπεια, η δίμηνη προθεσμία άρχισε το αργότερο στις 24 Μαρτίου 1997.

67 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί το περιεχόμενο του τέταρτου και του πέμπτου εγγράφου της Επιτροπής.

Επί της φύσεως της προθεσμίας που θέτει η νομολογία Lorenz

68 Με τον δεύτερο επικουρικό αμυντικό ισχυρισμό της, η Επιτροπή διατείνεται ότι, ακόμα και αν η προθεσμία που θέτει η νομολογία Lorenz άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία που αναφέρει η Δημοκρατία της Αυστρίας, η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυστηρή προθεσμία δύο μηνών, αλλά είναι απλώς ενδεικτική. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι είχε καθήκον να ενεργήσει με τη δέουσα επιμέλεια και εντός εύλογης προθεσμίας. Εφόσον η προθεσμία αυτή είναι ελαστική, μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη των δύο μηνών αναλόγως των περιστάσεων, του περιπλόκου και των δυσκολιών της υποθέσεως. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη του περιπλόκου της υποθέσεως και της ανάγκης συζητήσεώς της εντός του σώματος των επιτρόπων, η Επιτροπή φρονεί ότι ενήργησε με τη δέουσα επιμέλεια και δεν υπερέβη μια εύλογη προθεσμία για να προβεί στην προκαταρκτική εξέταση του σχεδίου ενισχύσεως. ρος στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή προβάλλει διάφορα επιχειρήματα.

69 ρώτον, η Επιτροπή επικαλείται αυτή ταύτη την προαναφερθείσα απόφαση Lorenz, της οποίας το διατακτικό δεν καθορίζει καμία προθεσμία. Στη σκέψη 4 της αποφάσεως αυτής γίνεται μόνο λόγος για υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει «με τη δέουσα επιμέλεια» και «να λάβει θέση εντός εύλογης προθεσμίας». Η ίδια σκέψη επιβεβαιώνει τον ενδεικτικό χαρακτήρα της προθεσμίας, καθόσον εκθέτει ότι «ενδείκνυται, ως προς το θέμα αυτό, να ληφθούν υπόψη τα άρθρα 173 και 175 της Συνθήκης, τα οποία εφαρμόζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προβλέπουν προθεσμία δύο μηνών». Κατά την Επιτροπή, εξ αυτών προκύπτει ότι το Δικαστήριο θέλησε μόνο να λάβει υπόψη την προθεσμία αυτή, οπότε δεν σκέφθηκε να την εφαρμόζει αυστηρά στη διαδικασία της προκαταρκτικής εξετάσεως.

70 Δεύτερον, κατά την Επιτροπή, αν η προθεσμία που θέτει η νομολογία Lorenz θεωρηθεί αυστηρή, θα δημιουργηθεί υπερβολική τυπολατρεία στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτικών οργάνων και των κρατών μελών, ενώ η προθεσμία αυτή πρέπει να μπορεί να συντμηθεί, αλλά και, αν το περίπλοκο της υποθέσεως το απαιτεί, να επιμηκυνθεί, όπως εν προκειμένω, όπου οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως απαιτούσαν προκαταρκτική εξέταση διάρκειας μεγαλύτερης των δύο μηνών.

71 Τρίτον, η Επιτροπή προβάλλει ένα κύριο και ένα επικουρικό επιχείρημα. Με το κύριο επιχείρημά της υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Δημοκρατία της Αυστρίας ουδέποτε κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως του σχεδίου ενισχύσεως επισήμανε ότι πρόκειται για επείγουσα υπόθεση. Κατά την Επιτροπή, το επείγον αποκλείεται εν προκειμένω, καθόσον η σχεδιαζόμενη επένδυση πραγματοποιήθηκε χωρίς η Δημοκρατία της Αυστρίας να αναμείνει να καταστεί το σχέδιο ενισχύσεως αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής. Η Επιτροπή προσθέτει επικουρικώς ότι η χρονολογική σειρά των γεγονότων αποδεικνύει ότι οι αυστριακές αρχές δεν έδιναν πάντοτε γρήγορα απάντηση στις ερωτήσεις της Επιτροπής, οπότε οι αυστριακές αρχές δεν μπορούν να επικαλεστούν τη δίμηνη προθεσμία, καθόσον οι ίδιες συνετέλεσαν κατά ένα μέρος στην καθυστέρηση της προκαταρκτικής εξετάσεως της ενισχύσεως.

72 Ενόψει της επιχειρηματολογίας αυτής, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, ναι μεν στο διατακτικό της προαναφερθείσας αποφάσεως Lorenz χρησιμοποιείται η έκφραση «αναγκαίας για την πρώτη εξέταση του σχεδίου προθεσμίας» και στη σκέψη 4 της αποφάσεως αυτής γίνεται λόγος για «εύλογη προθεσμία», πλην όμως στην ίδια σκέψη το Δικαστήριο όρισε ότι ενδείκνυται η προθεσμία αυτή να θεωρηθεί δίμηνη.

73 Λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 173 και 175 της Συνθήκης και καθορίζοντας έτσι τη μεγίστη διάρκεια της προθεσμίας σε δύο μήνες, το Δικαστήριο θέλησε να αποφύγει τη δημιουργία ανασφάλειας δικαίου φανερά αντίθετης προς τον σκοπό του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων το οποίο έχει καθιερωθεί από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, ο σκοπός αυτός, ο οποίος συνίσταται στο να παρέχεται στο κράτος μέλος η αναγκαία ασφάλεια δικαίου με το να μάθει γρήγορα αν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη μια ενίσχυση που μπορεί να έχει επείγοντα χαρακτήρα, θα ετίθετο σε κίνδυνο αν η προθεσμία θεωρούνταν ενδεικτική. Επιπλέον, η εντεύθεν ανασφάλεια δικαίου θα μπορούσε να επιδεινωθεί σε περίπτωση τεχνητής παρατάσεως του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως.

74 Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο η πιο πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου αναφέρεται στη μεγίστη διάρκεια της προθεσμίας, η οποία θεωρείται ότι είναι δύο μηνών (βλ., π.χ., την προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 11, και τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1992, C-312/90, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-4117, σκέψη 18, και της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-3547, σκέψη 38). Επομένως, το πρώτο επιχείρημα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

75 Όσο για το δεύτερο επιχείρημα της Επιτροπής, με το οποίο προβάλλεται δυνατότητα συντμήσεως της προθεσμίας σε ορισμένες περιπτώσεις, αρκεί η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να περιορίσει οικειοθελώς το περιθώριο ελιγμών της για να ενεργήσει εντός προθεσμίας μικρότερης των δύο μηνών δεν συνεπάγεται ότι το κοινοτικό αυτό όργανο μπορεί να επιβάλει, χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, προθεσμίες ανώτερες των δύο μηνών και έτσι να στερήσει το κράτος αυτό από το ευεργέτημα των προθεσμιών που καθορίζει το κοινοτικό δίκαιο.

76 Όσον αφορά το κύριο τρίτο επιχείρημα της Επιτροπής, με το οποίο προβάλλεται ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υφίστατο επείγον, πρέπει να επισημανθεί ότι η προθεσμία που θέτει η νομολογία Lorenz θεωρήθηκε δίμηνη λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος του κράτους μέλους να μάθει γρήγορα τί ισχύει σε τομείς όπου η ανάγκη επεμβάσεως μπορεί να έχει επείγοντα χαρακτήρα (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 11). Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συμφέροντος αυτού, η προκαταρκτική εξέταση μιας σχεδιαζόμενης ενισχύσεως πρέπει κατ' αρχήν να θεωρείται επείγουσα, εκτός αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος συγκατατίθεται ρητώς για παράταση της προθεσμίας. Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια συγκατάθεση δεν προκύπτει από τη συμπεριφορά της Δημοκρατίας της Αυστρίας.

77 Όσο για το επικουρικό επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας συνετέλεσε στην καθυστέρηση της προκαταρκτικής εξετάσεως της εν λόγω ενισχύσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 93 της Συνθήκης δεν επιβάλλει στο κράτος μέλος άλλες υποχρεώσεις εκτός, αφενός, από την υποχρέωση έγκαιρης κοινοποιήσεως του σχεδίου ενισχύσεως και, αφετέρου, από την υποχρέωση αποχής από την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως πριν η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, καταλήξει σε τελική απόφαση. Επιπλέον, η Συνθήκη δεν επιβάλλει στο κράτος μέλος να απαντά γρήγορα στις αιτήσεις πρόσθετων πληροφοριών της Επιτροπής. Απλώς είναι προς το συμφέρον του κράτους μέλους να απαντά γρήγορα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να το πράξει. Επομένως, το κράτος μέλος δεν εμποδίζεται να επικαλεστεί τη νομολογία Lorenz αν παρέλειψε να απαντήσει γρήγορα στις αιτήσεις αυτές.

78 Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας μπορεί να επικαλεστεί τη δίμηνη προθεσμία ακόμα και αν παρέλειψε να απαντήσει γρήγορα στις ερωτήσεις της Επιτροπής.

Επί του δικαιώματος εναντιώσεως της Επιτροπής

79 Με τον τρίτο επικουρικό αμυντικό ισχυρισμό της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αφότου το κράτος την έχει προειδοποιήσει για την πρόθεσή του να εκτελέσει τα μέτρα ενισχύσεως, έχει τη δυνατότητα να εναντιωθεί σε κάτι τέτοιο εντός βραχείας προθεσμίας, το δε αποτέλεσμα της εναντιώσεως αυτής είναι ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγηθεί και δεν καθίσταται υφιστάμενη ενίσχυση. Κατά την Επιτροπή, το να μην της αναγνωριστεί δικαίωμα εναντιώσεως θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη λειτουργία του συστήματος ενισχύσεων που έχει καθιερώσει η Συνθήκη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι εν προκειμένω άσκησε το δικαίωμά της εναντιώσεως εντός βραχείας προθεσμίας, οπότε η Δημοκρατία της Αυστρίας εμποδίζεται να υλοποιήσει την ενίσχυση και η ενίσχυση αυτή δεν μπορεί να καταστεί υφιστάμενη ενίσχυση.

80 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα εναντιώσεως και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτό προκύπτουν κατ' αρχάς από τη σκέψη 5 της προαναφερθείσας αποφάσεως Lorenz, όπου εκτίθεται ότι η ενίσχυση που υλοποιήθηκε μετά την πάροδο της προθεσμίας που ήταν αναγκαία για την πρώτη εξέτασή της και «ενώ η Επιτροπή τήρησε σιγή» υπόκειται πλέον στο καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων.

81 Στη συνέχεια, κατά την Επιτροπή, η υποχρέωση του κράτους μέλους να προειδοποιήσει την Επιτροπή για την πρόθεσή του να υλοποιήσει την ενίσχυση έχει νόημα μόνον αν η Επιτροπή διαθέτει δικαίωμα εναντιώσεως, δικαίωμα που καθιστά δυνατό να αποτραπούν οι αρνητικές συνέπειες της εφαρμογής της νομολογίας Lorenz στα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων.

82 Τέλος, η Επιτροπή προσθέτει ότι, αν δεν διέθετε δικαίωμα εναντιώσεως, θα στερούνταν της εξουσίας της να χειρίζεται τη διαδικασία του άρθρου 93 της Συνθήκης, καθόσον θα ήταν αρκετό να την προειδοποιήσει το κράτος μέλος σχετικά με την υλοποίηση της ενισχύσεως για να μεταφερθεί στο κράτος αυτό η εξουσία να καθορίζει τη διεξαγωγή, το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της διαδικασίας, πράγμα που θα ήταν αντίθετο προς το άρθρο 93 της Συνθήκης. Το αποτέλεσμα αυτό θα παραγόταν ακόμα και αν η προθεσμία είχε υπολογιστεί εσφαλμένα ή αν η προειδοποίηση, π.χ. λόγω εσφαλμένης διαβιβάσεως, δεν περιερχόταν στην Επιτροπή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ενίσχυση θα καθίστατο υφιστάμενη ενίσχυση, καθόσον η Επιτροπή δεν θα είχε πλέον την εξουσία να εναντιωθεί σ' αυτήν.

83 Η Δημοκρατία της Αυστρίας αμφισβητεί ότι η Επιτροπή διαθέτει δικαίωμα εναντιώσεως. Υποστηρίζει επικουρικώς ότι, ακόμα και αν αναγνωριστεί στην Επιτροπή τέτοιο δικαίωμα, εν προκειμένω η Επιτροπή άσκησε το δικαίωμα αυτό εκπρόθεσμα.

84 Συναφώς, λαμβανομένων υπόψη των διαδικαστικών κανόνων που θέτει η νομολογία Lorenz, πρέπει να επισημανθεί ότι η μεταμόρφωση μιας ανακοινωθείσας ενισχύσεως σε υφιστάμενη ενίσχυση εξαρτάται μόνον από δύο αναγκαίες και αποχρώσες προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι το κράτος μέλος προειδοποίησε την Επιτροπή για την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης ενισχύσεως. Η δεύτερη είναι ότι η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει τη διαδικασία της εκατέρωθεν ακροάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης εντός δύο μηνών από την πλήρη ανακοίνωση της ενισχύσεως. Με την έκφραση «ενώ η Επιτροπή τήρησε σιγή», η σκέψη 5 της αποφάσεως Lorenz αφορά ακριβώς αυτή τη δεύτερη προϋπόθεση, και όχι ένα δικαίωμα εναντιώσεως όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή.

85 Συγκεκριμένα, το να γίνει δεκτό υπέρ της Επιτροπής ένα δικαίωμα εναντιώσεως θα κατέληγε στο να προστεθεί στο διαδικαστικό καθεστώς ενισχύσεων, που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, μια τρίτη προϋπόθεση αντίθετη προς το καθεστώς αυτό, η οποία, αφενός, θα κατέληγε στην επανεισαγωγή, στον μηχανισμό που έχει ως σκοπό την ασφάλεια δικαίου, ανασφάλειας δικαίου σχετικά με τη μορφή, την προθεσμία και τα έννομα αποτελέσματα ενός τέτοιου δικαιώματος εναντιώσεως και, αφετέρου, θα καθιστούσε αβέβαιη την ημερομηνία από την οποία η ενίσχυση εμπίπτει στο καθεστώς των υφισταμένων ενισχύσεων. Επομένως, η Επιτροπή δεν διαθέτει δικαίωμα εναντιώσεως.

86 Λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υφίσταται δικαίωμα εναντιώσεως της Επιτροπής, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν ένα τέτοιο δικαίωμα ασκήθηκε εκπρόθεσμα.

87 Από τις πιο πάνω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη μετά την παρέλευση της δίμηνης προθεσμίας, οπότε πρέπει να ακυρωθεί.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

88 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα και η Επιτροπή ηττήθηκε, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την απόφαση SG(98)D/1124 της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 1998, για την κίνηση επίσημης διαδικασίας εξετάσεως βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ) σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. C 84/97 (πρώην Ν 509/96) υπέρ της Siemens Bauelemente OHG.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Top