EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61998CC0383

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 16ης Δεκεμβρίου 1999.
The Polo/Lauren Company LP κατά PT. Dwidua Langgeng Pratama International Freight Forwarders.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία.
Κοινή εμπορική πολιτική - Κανονισμός (ΕΚ) 3295/94 - Απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας, της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών) - Δυνατότητα εφαρμογής επί εμπορευμάτων που τελούν υπό εξωτερική διαμετακόμιση - Κύρος.
Υπόθεση C-383/98.

Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-02519

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:624

61998C0383

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer της 16ης Δεκεμβρίου 1999. - The Polo/Lauren Company LP κατά PT. Dwidua Langgeng Pratama International Freight Forwarders. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberster Gerichtshof - Αυστρία. - Κοινή εμπορική πολιτική - Κανονισμός (ΕΚ) 3295/94 - Απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας, της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών) - Δυνατότητα εφαρμογής επί εμπορευμάτων που τελούν υπό εξωτερική διαμετακόμιση - Κύρος. - Υπόθεση C-383/98.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-02519


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Εισαγωγή

1 Με το προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλει στο Δικαστήριο, το Oberster Gerichtshof (Αυστρία), τακτικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της κοινοτικής ρυθμίσεως που αφορά την καταπολέμηση της παραποιήσεως/απομιμήσεως στην περίπτωση κατά την οποία ούτε ο αποστολέας ούτε ο παραλήπτης του εμπορεύματος ούτε ο κύριος του σήματος, που προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων του, έχουν την έδρα τους εντός κράτους μέλους.

2 Το παρεμπίπτον αυτό δικονομικό ζήτημα ανέκυψε στο πλαίσιο αναιρέσεως, ο τελικός σκοπός της οποίας είναι ο καθορισμός του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου για να κρίνει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Το κοινοτικό δίκαιο, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, δεν περιέχει καμία διάταξη που μπορεί να έχει επίπτωση στην τοπική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου που καλείται να εκδικάσει διαφορές αυτού του είδους και, επομένως, δεν θα επανέλθω επ' αυτού του ζητήματος.

Τα περιστατικά

3 Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, μία εμπορική εταιρία με έδρα τη Νέα Υόρκη, είναι κυρία διαφόρων λεκτικών και εικονιστικών σημάτων, που χαίρουν φήμης σε παγκόσμιο επίπεδο (1) και είναι καταχωρισμένα, μεταξύ άλλων, στην Αυστρία. Προβάλλοντας τα δικαιώματα αυτά, προκάλεσε την έκδοση από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές μιας αποφάσεως για την προσωρινή δέσμευση μιας παρτίδας από 633 T-shirts Polo Ralph Lauren, προερχόμενα από τρίτη χώρα και προοριζόμενα για επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην Πολωνία και για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση να τεθούν σε καθεστώς αναστολής.

Η εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση

4 H δέσμευση της παρτίδας των T-shirts πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 3295/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, περί μέτρων απαγόρευσης της ελεύθερης κυκλοφορίας της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών) (2) (στο εξής: κανονισμός).

5 Ο κανονισμός έχει ως σκοπό στην παρεμπόδιση με κάθε μέσο της διαθέσεως στην αγορά εμπορευμάτων παραποιήσεως/απομιμήσεως και πειρατικών με τη θέσπιση μέτρων αποτελεσματικής αντιμετωπίσεως του παράνομου εμπορίου των εμπορευμάτων αυτών (δεύτερη αιτιολογική σκέψη).

Προς τον σκοπό αυτό, καθορίζει, αφενός, τους όρους παρεμβάσεως των τελωνειακών αρχών, όταν εμπορεύματα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως ή πειρατικά αποτελούν αντικείμενο διασάφησης για να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, να εξαχθούν ή να επανεξαχθούν, ή ανακαλύπτονται, κατά την άσκηση ελέγχου επί εμπορευμάτων υπαχθέντων σε καθεστώς αναστολής (άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αα), και, αφετέρου, τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εν λόγω εμπορεύματα, όταν αποδεικνύεται ότι είναι πράγματι εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως ή εμπορεύματα πειρατικά (άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ββ).

6 Κατά το άρθρο 3, ο δικαιούχος του σήματος κατασκευής ή του εμπορικού σήματος, ο κάτοχος του δικαιώματος δημιουργού ή των συγγενών δικαιωμάτων ή του δικαιώματος επί του σχεδίου ή προτύπου (στο εξής: κάτοχος του δικαιώματος) μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια υπηρεσία της τελωνειακής αρχής γραπτή αίτηση παρεμβάσεως των τελωνειακών αρχών έναντι εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως ή πειρατικά. Η αίτηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των εμπορευμάτων και δικαιολογητικό που αποδεικνύει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου. Η αίτηση εξετάζεται στη συνέχεια από την αρμόδια τελωνειακή υπηρεσία η οποία ενημερώνει αμελλητί και εγγράφως τον αιτούντα σχετικά με την απόφασή της.

7 To άρθρο 5 του κανονισμού προβλέπει ότι η απόφαση που δέχεται την αίτηση του κατόχου του δικαιώματος ανακοινώνεται αμέσως στα τελωνεία του κράτους μέλους, τα οποία ενδέχεται να αφορά το ζήτημα των εμπορευμάτων παραποιήσεως/απομιμήσεως ή πειρατικών, για τα οποία στην εν λόγω αίτηση εκφράζονται υποψίες.

8 Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, όταν ένα τελωνείο, στο οποίο έχει διαβιβαστεί η απόφαση που δέχεται την αίτηση του κατόχου του δικαιώματος, διαπιστώσει, αφού ενδεχομένως συνεννοηθεί με τον αιτούντα, ότι συγκεκριμένα εμπορεύματα ανταποκρίνονται στην περιγραφή των εμπορευμάτων παραποιήσεως/απομιμήσεως ή πειρατικών που περιέχει η εν λόγω απόφαση, αναστέλλει τη χορήγηση αδείας παραλαβής ή δεσμεύει τα εμπορεύματα αυτά.

9 Κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (3) (στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), όταν χρησιμοποιείται ο όρος «καθεστώς αναστολής» νοείται ότι έχει ιδίως εφαρμογή, στην περίπτωση μη κοινοτικών εμπορευμάτων, στο καθεστώς της εξωτερικής διαμετακομίσεως.

10 Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, «το καθεστώς της εξωτερικής διαμετακόμισης επιτρέπει την κυκλοφορία μεταξύ δύο σημείων του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας:

α) μη κοινοτικών εμπορευμάτων χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς ή άλλες επιβαρύνσεις ούτε σε μέτρα εμπορικής πολιτικής·

β) μη κοινοτικών εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο κοινοτικού μέτρου που καθιστά αναγκαία την εξαγωγή τους σε τρίτη χώρα και για τα οποία διενεργούνται οι σχετικές τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής».

Το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα

11 Στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 234 ΕΚ), αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί του ακολούθου ερωτήματος:

«Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 3295/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, περί μέτρων απαγόρευσης της ελεύθερης κυκλοφορίας, της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών) (ΕΕ L 341, της 30ής Δεκεμβρίου 1994), την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εμπορεύματα όπως τα περιγραφόμενα λεπτομερέστερα στον εν λόγω κανονισμό, τα οποία, κατά τη διαμετακόμιση από ένα κράτος το οποίο δεν ανήκει στην Ευρωπαϋκή Κοινότητα σε άλλο κράτος το οποίο δεν ανήκει στην Ευρωπαϋκή Κοινότητα, δεσμεύονται προσωρινώς από τις τελωνειακές αρχές εντός κράτους μέλους, βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού, κατόπιν αιτήσεως κατόχου δικαιωμάτων, ο οποίος επικαλείται προσβολή των δικαιωμάτων αυτών και του οποίου η επιχείρηση έχει την έδρα της εντός τρίτου κράτους;»

Οι κατατεθείσες παρατηρήσεις

12 Από τους μετέχοντες της διαδικασίας μόνον η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού στην εξωτερική διαμετακόμιση εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος δικαιούχος του οποίου είναι μια μη κοινοτική εταιρία.

Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, ο κανονισμός - σκοπός του οποίου είναι η προστασία της εσωτερικής αγοράς - δεν εξουσιοδοτεί τις εθνικές τελωνειακές αρχές να παρεμβαίνουν όταν τα εμπορεύματα αποτελούν το αντικείμενο απλής διαδικασίας διαμετακομίσεως. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την έκδοση, στις 25 Ιανουαρίου 1999, ενός νέου κανονισμού κατά των πειρατικών προϋόντων (4), ο οποίος επεκτείνει, ιδίως, την υποχρέωση παρεμβάσεως στα εμπορεύματα που έχουν τοποθετηθεί σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη.

13 Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, η Αυστριακή, η Γαλλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, υποστηρίζουν από κοινού ότι η δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω του κανονισμού είναι επιβεβλημένη όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ανάγνωση αυτού και των σχετικών διατάξεων του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Επιπλέον, οι εν λόγω μετέχουσες της διαδικασίας προβάλλουν, ουσιαστικώς, ότι η εφαρμογή μέτρων παρεμβάσεως σε εμπορεύματα που έχουν τεθεί υπό καθεστώς αναστολής συνιστά αμυντική πράξη υπέρ του εμπορίου, δικαιολογούμενη από την ανάγκη αποτελεσματικής αποσύρσεως από το οικονομικό κύκλωμα κάθε εμπορεύματος για το οποίο υφίστανται υπόνοιες ότι είναι εμπόρευμα παραποιήσεως/απομιμήσεως, χωρίς να μπορεί να ασκεί εν προκειμένω καμία επιρροή η ιθαγένεια του κατόχου των δικαιωμάτων.

14 H Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υπογραμμίζουν επίσης ότι ο κανονισμός συμβάλλει στην εφαρμογή, επί κοινοτικού επιπέδου, των διατάξεων για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν το εμπόριο και έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου («συμφωνία TRIPS»). Η Φινλανδική Κυβέρνηση τονίζει τον βέβαιο κίνδυνο ότι, αν γινόταν δεκτή η στενή ερμηνεία που προτείνει το αιτούν δικαστήριο, τα εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως που διασχίζουν το κοινοτικό έδαφος υπό καθεστώς διαμετακομίσεως θα καταλήγουν στην εσωτερική αγορά.

Eξέταση του προδικαστικού ερωτήματος

15 Κατά γραμματική ερμηνεία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο κανονισμός καλύπτει καταστάσεις όπως η εν προκειμένω. Ο τίτλος, η τρίτη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του κανονισμού εκφράζουν τη θέληση ρυθμίσεως της παρεμβάσεως των τελωνειακών αρχών, όταν εμπορεύματα για τα οποία υφίστανται υπόνοιες παραποιήσεως/απομιμήσεως ή ότι είναι εμπορεύματα πειρατικά αποτελούν αντικείμενο διασάφησης για να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, να εξαχθούν ή να επανεξαχθούν, ή ανακαλύπτονται, κατά την άσκηση ελέγχου επί εμπορευμάτων υπαχθέντων σε καθεστώς αναστολής. Κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ο όρος «καθεστώς αναστολής» είναι τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει ως όρος γένους τα τελωνειακά καθεστώτα της «τελωνειακής αποταμιεύσεως», της «τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή με τη μορφή του συστήματος της αναστολής», της «μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο», της «προσωρινής εισαγωγής» και της «εξωτερικής διαμετακομίσεως». Ο ίδιος ο κώδικας ορίζει το καθεστώς της «εξωτερικής διαμετακομίσεως» βάσει του περιεχομένου. Συγκεκριμένα, η εξωτερική διαμετακόμιση είναι αυτή που επιτρέπει την κυκλοφορία από ένα μέρος του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας σε ένα άλλο μη κοινοτικών εμπορευμάτων, χωρίς τα εμπορεύματα αυτά να υπόκεινται σε εισαγωγικούς δασμούς και σε άλλες επιβαρύνσεις ούτε σε μέτρα εμπορικής πολιτικής (άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο αα, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα). Επομένως, υφίσταται ρητώς η δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού στα εμπορεύματα που βρίσκονται υπό διαμετακόμιση στο κοινοτικό έδαφος και προέρχονται από τρίτο κράτος με προορισμό άλλο τρίτο κράτος.

16 Εξάλλου, ο κανονισμός χαρακτηρίζει ως «εμπορεύματα παραποίησης/απομίμησης» κάθε εμπόρευμα με το οποίο, κατά διαφόρους τρόπους - η απαρίθμηση των οποίων δεν έχει σημασία για τους σκοπούς της παρούσας υποθέσεως -, προσβάλλονται «τα δικαιώματα του δικαιούχου του εν λόγω σήματος σύμφωνα με τη κοινοτική νομοθεσία ή τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχει υποβληθεί αίτηση παρεμβάσεως των τελωνειακών αρχών» (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αα). Ο τόπος όπου βρίσκεται η έδρα του κατόχου των δικαιωμάτων ή η ιθαγένειά του δεν έχουν καμία απολύτως σημασία εν προκειμένω.

17 Κατά συνέπεια, από γραμματική ερμηνεία του κανονισμού προκύπτει, χωρίς να είναι δυνατόν να υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες εν προκειμένω, ότι οι διατάξεις του τυγχάνουν εφαρμογής όταν τα εμπορεύματα για τα οποία υφίστανται υπόνοιες παραποιήσεως/απομιμήσεως ενός σήματος, του οποίου δικαιούχος είναι εταιρία με έδρα εκτός του κοινοτικού εδάφους, τελούν υπό εξωτερική κοινοτική διαμετακόμιση από τρίτο κράτος προς άλλο τρίτο κράτος.

18 Η έκδοση του κανονισμού 241/1999 (5) όχι μόνο δεν αναιρεί την προπαρατεθείσα γραμματική ερμηνεία, αλλ' αντιθέτως την επιρρωννύει. Πράγματι, καθόσον μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, ο κανονισμός αυτός εντάσσεται στη λογική του κανονισμού (ΕΟΚ) 3842/86 (6) και του κανονισμού 3295/94, επεκτείνοντας τις δυνατότητες παρεμβάσεως των εθνικών αρχών σε αυξανόμενο αριθμό τελωνειακών καθεστώτων.

19 Διαφορετικό είναι το ζήτημα αν, ενόψει των σκοπών της Συνθήκης, ο κανονισμός πρέπει να έχει εφαρμογή σε καταστάσεις που δεν επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Επομένως, πρόκειται για το ζήτημα αν, αντί της γραμματικής ερμηνείας των διατάξεων του κανονισμού, πρέπει να προτιμηθεί μια άλλη ερμηνεία, υπαγορευόμενη από τελολογικές θεωρήσεις, κατά την οποία η δυνατότητα εφαρμογής της κοινοτικής ρυθμίσεως εξαρτάται από την, έμμεση, προϋπόθεση ότι ένα συγκεκριμένο μέτρο μπορεί - κατά τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το αιτούν δικαστήριο - «να διακυβεύσει την ελευθερία του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο που μπορεί να αποβεί επιζήμιος για την πραγματοποίηση του στόχου της δημιουργίας ενιαίας διακρατικής αγοράς». Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παραθέτει το παράδειγμα του κοινοτικού καθεστώτος του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Τέλος, αν το κείμενο του κανονισμού δεν επιτρέπει ερμηνεία κατά την τελευταία αυτή έννοια, εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα να θεωρηθεί ότι, εφόσον ο κανονισμός φαίνεται να επιδιώκει τη ρύθμιση καταστάσεων που είναι άσχετες προς τον κοινοτικό τομέα, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει αν συμβιβάζεται με τους υπέρτερους κανόνες της κοινοτικής έννομης τάξης και, ενδεχομένως, να τον κηρύξει ανίσχυρο δυνάμει του άρθρου 177, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ββ, της Συνθήκης.

20 Πρώτον, θεωρώ ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι άνευ συνεπειών από νομικής απόψεως το αν ο δικαιούχος του σήματος, ή ο έλκων εξ αυτού δικαιώματα, έχει την έδρα του εκτός της Κοινότητας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το δικαίωμα που προβάλλει είναι άξιο προστασίας σε κοινοτικό επίπεδο, είτε βάσει της κοινοτικής ρυθμίσεως είτε της ρυθμίσεως του κράτους μέλους εντός του οποίου υποβάλλεται η αίτηση παρεμβάσεως (άρθρα 1, παράγραφος 2, στοιχείο αα, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού) (7).

21 Δεύτερον, δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να υποστηριχθεί κατηγορηματικά ότι η εξωτερική διαμετακόμιση μη κοινοτικών εμπορευμάτων αποτελεί δραστηριότητα άσχετη προς την εσωτερική αγορά. Η εξωτερική διαμετακόμιση, όπως τα άλλα τελωνειακά καθεστώτα αναστολής, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι στηρίζεται σε ένα κατά κάποιο τρόπο νομικό πλάσμα. Τα εμπορεύματα που τίθενται υπό το καθεστώς αυτό δεν υπόκεινται ούτε στους αντίστοιχους εισαγωγικούς δασμούς ούτε στα άλλα μέτρα εμπορικής πολιτικής, ως να μην είχαν εισέλθει στο κοινοτικό έδαφος. Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθεί το πλάσμα αυτό πέραν του τομέα για τον οποίο επινοήθηκε. Στην πραγματικότητα, τα εμπορεύματα αυτά εισάγονται από τρίτη χώρα και διασχίζουν ένα ή περισσότερα κοινοτικά κράτη πριν εξαχθούν σε άλλη τρίτη χώρα. Επομένως, η θέση των προϋόντων υπό καθεστώς εξωτερικής διαμετακομίσεως συνιστά, όπως η πράξη της εισαγωγής, η δραστηριότητα κοινοτικού χαρακτήρα από ουσιαστικής απόψεως. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τον κίνδυνο - που υπογράμμισαν διάφοροι μετέχοντες της διαδικασίας - τα εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως που έχουν τεθεί υπό καθεστώς διαμετακομίσεως να εισάγονται τελικά, αποφεύγοντας τους ελέγχους, στην ευρωπαϋκή αγορά.

22 Επιπλέον, δεν διαβλέπω κανένα λόγο για να απορριφθεί η γραμματική ερμηνεία του κανονισμού, πολλώ δε μάλλον για να αμφισβητηθεί το κύρος του έναντι περιπτώσεων όπως της υπό κρίση. Όλως αντιθέτως, θεωρώ ότι το νομικό έρεισμα του κανονισμού είναι επαρκώς σταθερό ώστε να τυγχάνει εφαρμογής στις καταστάσεις που δεν επηρεάζουν ευθέως το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, νοουμένου υπό τη στενή έννοια του όρου.

23 Πράγματι, οι αρχές που έχουν εφαρμογή στο κοινοτικό καθεστώς του ελεύθερου ανταγωνισμού δεν μπορούν να επεκταθούν στον εν προκειμένω τομέα, όπως προτείνει το αιτούν δικαστήριο. Ο κανονισμός 3295/94 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 133 ΕΚ) που αναφέρει, ως παράδειγμα, τα μέσα με τα οποία πρέπει να εξοπλιστεί η κοινή εμπορική πολιτική. Κατά την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου, «Η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνει με βάση ενιαίων αρχών, ιδίως όσον αφορά τις μεταβολές δασμολογικών συντελεστών, τη σύναψη δασμολογικών και εμπορικών συμφωνιών, την ενοποίηση των μέτρων ελευθερώσεως, την πολιτική εξαγωγών και τα μέτρα εμπορικής άμυνας, συμπεριλαμβανομένων όσων λαμβάνονται σε περιπτώσεις ντάμπινγκ και επιδοτήσεων».

24 Από νωρίς ήδη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποτελεσματική λειτουργία της τελωνειακής ενώσεως - προϋπόθεση κοινοτικής εμπορικής πολιτικής - δικαιολογεί την ευρεία ερμηνεία, μεταξύ άλλων, του άρθρου 113 της Συνθήκης και των εξουσιών που οι διάφορες διατάξεις παρέχουν στα θεσμικά όργανα προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να ρυθμίζουν, με μέτρα λαμβανόμενα τόσον αυτοτελώς όσο και συμβατικώς, τις εξωτερικές οικονομικές συναλλαγές (8). Επιπλέον, πάντοτε κατά τον κοινοτικό δικαστή, η εφαρμογή αυτής της κοινής εμπορικής πολιτικής επιβάλλει επίσης η εν λόγω έννοια να μην ερμηνεύεται στενά προκειμένου να αποφευχθούν διαταραχές στις ενδοκοινοτικές εμπορικές ανταλλαγές λόγω των ανισοτήτων που θα υπήρχαν τότε σε ορισμένους τομείς των οικονομικών σχέσεων με τις τρίτες χώρες (9).

25 To Δικαστήριο απέρριψε επίσης τη δυνατότητα ερμηνείας του άρθρου 113 «η κοινή εμπορική πολιτική να περιορίζεται στη χρησιμοποίηση των μέσων που προορίζονται για τη ρύθμιση των παραδοσιακών μόνο πλευρών του εξωτερικού εμπορίου» και έκρινε, αντιθέτως, ότι «το ζήτημα των εσωτερικών εμπορικών ανταλλαγών πρέπει να ρυθμιστεί υπό ευρεία προοπτική», όπως πιστοποιείται από το «γεγονός ότι η απαρίθμηση των στόχων της εμπορικής πολιτικής στο άρθρο 113 [...] πρέπει να θεωρηθεί ως μη περιοριστική απαρίθμηση» (10).

26 Βάσει της ευρείας αυτής αντιλήψεως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, πλην εξαιρέσεως προβλεπόμενης στη Συνθήκη (11), το άρθρο 113 επιβάλλει την καθιέρωση ενιαίων αρχών που εφαρμόζονται σε κάθε μέτρο, τόσο μονομερούς όσο και συμβατικού χαρακτήρα, που σκοπεί στη ρύθμιση του εμπορίου με τις τρίτες χώρες, ασχέτως του περιεχομένου ή των σκοπών που επιδιώκει (12). Μεταξύ των σκοπών αυτών, η Κοινότητα οφείλει να μεριμνά για τη διατήρηση εύλογης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του Παγκοσμίου Εμπορίου, κατά το άρθρο 110 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 131 ΕΚ), και των σκοπών των άλλων κοινοτικών πολιτικών (13).

27 Ορισμένες διατάξεις περί της πνευματικής ιδιοκτησίας που άπτονται του διασυνοριακού εμπορίου συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της διεθνούς εμπορικής ρυθμίσεως υπό τη δυναμική έννοια που συνήγαγε συναφώς το Δικαστήριο. Με τη γνωμοδότησή του 1/94 (14), το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί επί του αποκλειστικού ή όχι χαρακτήρα της αρμοδιότητας της Κοινότητας για να συνάψει, μεταξύ άλλων, τη συμφωνία σχετικά με τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου των εμπορευμάτων παραποιήσεως/απομιμήσεως (γνωστής υπό το όνομα συμφωνία TRIPS), προσαρτηθείσας στη συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Το τμήμα 4 του μέρους III της συμφωνίας TRIPS, που αφορά τα μέσα για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, αντιστοιχεί στις διατάξεις του πρώτου κανονισμού που εξέδωσε το Συμβούλιο για την καταπολέμηση του εμπορίου με εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως (15).

Όμως το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς ο κανονισμός αυτός, καθόσον αφορά την απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων παραποιήσεως/απομιμήσεως, στηρίχθηκε στο άρθρο 113 της Συνθήκης. «Πράγματι, πρόκειται για μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τις τελωνειακές αρχές στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτού του είδους μπορούν να θεσπιστούν αυτοτελώς από τα κοινοτικά όργανα βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικά στην Κοινότητα να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες έχουσες το αντικείμενο αυτό» (16).

28 Οι ίδιες γενικές θεωρήσεις πρέπει να ισχύουν όσον αφορά τον κανονισμό 3295/94 ο οποίος, καθόσον μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, επεκτείνει τη δέσμευση των εμπορευμάτων για τα οποία υφίστανται υπόνοιες παραποιήσεως/απομιμήσεως σε άλλα τελωνειακά καθεστώτα όπως της διαμετακομίσεως (17). Όπως ήδη εξέθεσα προηγουμένως, και στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος υφίσταται εισαγωγή και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μεταγενέστερη επανεξαγωγή του οικείου εμπορεύματος.

29 Συναφώς, πρέπει να παρατεθεί η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (18), με την οποία ακυρώθηκε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2096/87 (19), ο οποίος επίσης αφορούσε ένα τελωνειακό καθεστώς αναστολής - την προσωρινή εισαγωγή -, για τον λόγο ότι δεν είχε ως αποκλειστική νομική βάση το άρθρο 113 της Συνθήκης (20).

30 Τελικά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Κοινότητα έχει την εξουσία, σύμφωνα με το άρθρο 113 της Συνθήκης, να θεσπίζει κοινή ρύθμιση για τον έλεγχο της παραποιήσεως/απομιμήσεως στο πλαίσιο ενός τελωνειακού καθεστώτος αναστολής όπως αυτό της εξωτερικής διαμετακομίσεως. Με άλλα λόγια, η Κοινότητα είναι αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 113, να καθορίσει ενιαίες αρχές που έχουν εφαρμογή στην κυκλοφορία από ένα σημείο τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας σ' άλλο μη κοινοτικών εμπορευμάτων ή προοριζόμενων για εξαγωγή εμπορευμάτων για τα οποία έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις εξαγωγής και να προβαίνει, επ' ευκαιρία αυτής της κυκλοφορίας, στη δέσμευση μέσω των τελωνειακών αρχών εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι εμπορεύματα παραποιήσεως/απομιμήσεως ή πειρατικά εμπορεύματα.

31 Κατά συνέπεια, το άρθρο 1 του κανονισμού 3295/94 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν αιτήσεως του κατόχου δικαιώματος επί σήματος ή δικαιώματος του ίδιου είδους που έχει την έδρα του σε τρίτο κράτος, εμπορεύματα όπως τα περιγραφόμενα στον κανονισμό, τα οποία τελούν υπό διαμετακόμιση μεταξύ δύο κρατών που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϋκή Κοινότητα, δεσμεύονται προσωρινώς εντός κράτους μέλους από τις τελωνειακές αρχές.

Πρόταση

32 Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το Oberster Gerichtshof ως ακολούθως:

«Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 3295/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, περί μέτρων απαγόρευσης της ελεύθερης κυκλοφορίας, της εξαγωγής, της επανεξαγωγής και της υπαγωγής υπό καθεστώς αναστολής των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης και των αναπαραχθέντων χωρίς άδεια (πειρατικών), έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία εμπορεύματα, όπως τα περιγραφόμενα στον κανονισμό 3295/94, τα οποία εισάγονται από τρίτη χώρα, δεσμεύονται, κατά τη διαμετακόμισή τους προς άλλη τρίτη χώρα, προσωρινώς εντός κράτους μέλους από τις τελωνειακές αρχές του εν λόγω κράτους δυνάμει του εν λόγω κανονισμού και κατόπιν αιτήσεως της εταιρίας που είναι κάτοχος των δικαιωμάτων, η οποία επικαλείται την προσβολή των δικαιωμάτων της και της οποίας η έδρα βρίσκεται εντός τρίτης χώρας.»

(1) - Σε ένα δημοφιλές μυθιστόρημα φαντασίας της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, ο ήρως του μυθιστορήματος Bateman, επιστρέφοντας στο σπίτι του, βρίσκει ανάμεσα στην αλληλογραφία του έναν κατάλογο Polo Ralph Lauren (σ. 92) και αγοράζει μια πιτζάμα με αυτό το σήμα (σ. 344)· σε ένα άλλο σημείο, όταν βρίσκεται στου Harry της Νέας Υόρκης, παρατηρεί ότι ο Todd Hamlin φοράει μια ζώνη Ralph Lauren (σ. 110)· ο Craig McDermott γευματίζει στο Yale Club φορώντας ένα μπλέηζερ από 100 % βαμβάκι και κασμίρ και ένα παντελόνι από φανέλα, τα οποία φέρουν όλα το σήμα Ralph Lauren (σ. 189)· οι κραυγές της δυστυχούς Bethany πνίγονται με τη βοήθεια ενός παλτού από τρίχες καμήλας Ralph Lauren (σ. 291)· τέλος, για να στεγνώσουν μετά από γρήγορα νυκτερινά μπάνια στα Hamptons, ο Bateman και η Evelyn προτιμούν να χρησιμοποιήσουν μεγάλες σερβιέτες Polo Ralph Lauren (σ. 332) [Ellis, B. E., American Psycho, Βαρκελώνη, 1991 (μετάφραση στα ισπανικά από τον M. A. Rato)].

(2) - ΕΕ L 341, σ. 8.

(3) - ΕΕ L 302, σ. 1.

(4) - Κανονισμός (ΕΚ) 241/1999 του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του κανονισμού 3295/94 (EE L 27, σ. 1).

(5) - Προπαρατεθείς στην υποσημείωση 4.

(6) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1986, για τη θέσπιση μέτρων που σκοπό θα έχουν να απαγορεύσουν τη διάθεση ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων παραποίησης/απομίμησης (EE L 357, σ. 1).

(7) - Αυτό ισχύει ήδη από της συμβάσεως των Παρισίων του 1883 περί συστάσεως Ενώσεως, κατά την οποία «παν προϋόν φέρον παρανόμως βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα [...] θα κατάσχεται κατά την εισαγωγή σ' εκείνες τις Ξώρες της Ενώσεως, όπου το σήμα τούτο [...] δικαιούται νομίμου προστασίας» (άρθρο 9).

(8) - Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, 8/73, Massey-Ferguson (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 645, σκέψη 4, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά).

(9) - Γνωμοδότηση 1/78, της 4ης Οκτωβρίου 1979 (Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 401, σκέψη 45).

(10) - Όπ.π.

(11) - Προκειμένου, π.χ., περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, της γεωργίας, των μεταφορών ή των υπηρεσιών.

(12) - Βλ. με αυτό το πνεύμα: Ehlermann, C. D., «The scope of Article 113 of the EEC Treaty», Ιtudes de droit des Communautιs europιennes, Mιlanges offerts ΰ Pierre-Henri Teitgen, Παρίσι, 1984, σ. 145, ειδικότερα σ. 152.

(13) - Όσον αφορά την κοινή γεωργική πολιτική, βλ. την απόφαση της 5ης Μαου 1981, 112/80, Dόrbek (Συλλογή 1981, σ. 1095, σκέψη 43).

(14) - Γνωμοδότηση της 15ης Νοεμβρίου 1994 (Συλλογή 1994, σ. I-5267).

(15) - Προπαρατεθείς στην υποσημείωση 6 κανονισμός 3842/86.

(16) - Γνωμοδότηση 1/94, σκέψη 55.

(17) - Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση προς τον προηγούμενο αυτού κανονισμό - τον κανονισμό 3842/86 -, ο οποίος στηριζόταν από κοινού στα άρθρα 113 και 235 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 308 ΕΚ), ο κανονισμός 3295/94 στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 113.

(18) - Υπόθεση 275/87 (Συλλογή 1989, σ. 259, δημοσίευση σε περίληψη).

(19) - Κανονισμός του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1987, σχετικά με το καθεστώς προσωρινής εισαγωγής των εμπορευματοκιβωτίων (EE L 196, σ. 4).

(20) - Στην πραγματικότητα, η απόφαση μνημονεύει χωρίς διάκριση τα άρθρα 28 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 26 ΕΚ) και 113 της Συνθήκης ΕΚ, προσθέτοντας ότι η οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των διατάξεων αυτών δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της πράξεως, εφόσον οι αντίστοιχοι τρόποι διαμορφώσεως της βουλήσεως του Συμβουλίου είναι πανομοιότυποι (σκέψη 4).

Top