Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0185

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998.
    Baustahlgewebe GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αναίρεση - Παραδεκτό - Διάρκεια της διαδικασίας - Μέτρα αποδείξεως - Πρόσβαση στον φάκελο - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Πρόστιμα.
    Υπόθεση C-185/95 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-08417

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:608

    61995J0185

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998. - Baustahlgewebe GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αναίρεση - Παραδεκτό - Διάρκεια της διαδικασίας - Μέτρα αποδείξεως - Πρόσβαση στον φάκελο - Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Πρόστιμα. - Υπόθεση C-185/95 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-08417


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Αναίρεση - Λόγοι - Πλημμελής διαδικασία - Παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας της διαδικασίας

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51, εδ. 1)

    2 Αναίρεση - Λόγοι - Έλεγχος εκ μέρους του Δικαστηρίου της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων - Αποκλείεται, εκτός της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών

    3 Διαδικασία - Διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου - Εύλογη διάρκεια - Κριτήρια εκτιμήσεως

    4 Διαδικασία - Διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου - Εύλογη διάρκεια - Ένδικη διαφορά αφορώσα την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού - Μη τήρηση του εύλογου χρόνου - Συνέπειες

    5 Διαδικασία - Καθορισμένη προθεσμία μεταξύ του πέρατος της προφορικής διαδικασίας και της διασκέψεως - Όχι

    (Κανονισμός του Πρωτοδικείου, άρθρο 55 § 1)

    6 Διαδικασία - Προθεσμία προσκομίσεως των αποδείξεων - Άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου - Πεδίο εφαρμογής

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 48 § 1 και 66 § 2)

    7 Διαδικασία - Ένδικη διαφορά αφορώσα την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού - Δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής - Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας - Αίτηση προσκομίσεως εγγράφων - Υποχρεώσεις του αιτούντος

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 64 §§ 3, στοιχ. δδ, και 4)

    8 Αναίρεση - Λόγοι - Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου λόγων και επιχειρημάτων - Απαράδεκτο

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 168 Α· Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχ. γγ)

    9 Αναίρεση - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Επανεξέταση, για λόγους επιεικείας, της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως του ύψους των επιβληθέντων στις επιχειρήσεις προστίμων - Αποκλείεται

    10 Ανταγωνισμός - Πρόστιμα - Ύψος - Προσδιορισμός - Κριτήρια - Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη - Συνολικός κύκλος εργασιών της οικείας επιχειρήσεως - Κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε με εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως

    (Κανονισμός του Συμβουλίου αριθ. 17, άρθρο 15 § 2)

    Περίληψη


    1 Από τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει αν διαπράχθηκαν πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος διαδίκου και οφείλει να εξακριβώσει ότι οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου έχουν τηρηθεί.

    Μεταξύ των αρχών αυτών περιλαμβάνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη, που καθιερώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ευρωπαϋκής συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου και, ιδίως, το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικασθεί εντός εύλογης προθεσμίας.

    2 Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. H εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

    3 H δομή του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος δικαιολογεί, υπό ορισμένες επόψεις, το ότι το Πρωτοδικείο, το οποίο έχει την ευθύνη να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά και να προβαίνει στην ουσιαστική εξέταση της διαφοράς, μπορεί να διαθέτει περισσότερο χρόνο για την εκδίκαση των προσφυγών που απαιτούν εμπεριστατωμένη εξέταση περίπλοκων περιστατικών. Ωστόσο, η αποστολή αυτή δεν απαλλάσσει το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο που δημιουργήθηκε ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό από την υποχρέωση να εκδικάζει τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου.

    Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών.

    4 Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, της οποίας η διάρκεια υπερβαίνει τα πέντε έτη και έξι μήνες περίπου, έστω και αν ληφθούν υπόψη η σχετική περιπλοκότητα της υποθέσεως, οι απαιτήσεις που συνδέονται με την τήρηση του εύλογου χρόνου εφόσον αποδείχθηκε ότι:

    - η δίκη εμφάνισε σημαντικό ενδιαφέρον όχι μόνον για τον προσφεύγοντα, ακόμη και όταν η οικονομική του επιβίωση δεν διακυβευόταν ευθέως συνεπεία της δίκης -- και για τους ανταγωνιστές του, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού των ενδιαφερομένων προσώπων και των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονταν·

    - ο προσφεύγων δεν είχε συμβάλει, κατά τρόπο σημαντικό, στο να παραταθεί η διάρκεια της διαδικασίας·

    - μια τέτοια διαδικασία δεν δικαιολογείται ούτε από τους περιορισμούς που είναι συναφείς με τη διαδικασία ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων, που σχετίζονται ειδικότερα με το γλωσσικό καθεστώς της διαδικασίας, ούτε από εξαιρετικές περιστάσεις, ειδικότερα ελλείψει οποιασδήποτε αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου δυνάμει των άρθρων 77 και 78 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    Μια τέτοια διαδικαστική πλημμέλεια δικαιολογεί, ως άμεση και αποτελεσματική θεραπεία, αφενός, την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου στο μέτρο που αυτή καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου για τη διαπιστωθείσα παράβαση και, αφετέρου, τον καθορισμό του προστίμου από το Δικαστήριο σε επίπεδο που λαμβάνει υπόψη την απαίτηση να δοθεί στην αναιρεσείουσα δίκαιη ικανοποίηση.

    Αντιθέτως, ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως ότι η διάρκεια της διαδικασίας είχε επίπτωση στην επίλυση της διαφοράς, μια τέτοια διαδικαστική πλημμέλεια δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της.

    5 Ως προς τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της αμεσότητας της διαδικασίας, ούτε το άρθρο 55, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ούτε καμιά άλλη διάταξη του ίδιου αυτού κανονισμού ή του Οργανισμού του Δικαστηρίου ορίζουν ότι οι αποφάσεις του τελευταίου πρέπει να εκδίδονται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας μετά την προφορική διαδικασία.

    6 Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι μπορούν ακόμη, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα. Οι διάδικοι δικαιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων.

    O κανόνας περί προθεσμιών, που προβλέπει η προπαρατεθείσα διάταξη, δεν αφορά την ανταπόδειξη και και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως του αντιδίκου με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 66, παράγραφος 2, που ορίζει ρητά ότι η ανταπόδειξη και η περαιτέρω απόδειξη είναι δυνατή.

    7 Οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου που διέπουν το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής στις υποθέσεις ανταγωνισμού δεν έχουν εφαρμογή, ως τέτοιες, στην ένδικη διαδικασία, δεδομένου ότι αυτή διέπεται από τον Οργανισμού του Δικαστηρίου και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    Ειδικότερα, κατά το άρθρο 64, παράγραφοι 3, στοιχείο δδ, και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας μπορούν να προταθούν από τους διαδίκους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και μπορούν να συνίστανται σε αίτηση προσκομίσεως εγγράφων ή οποιουδήποτε στοιχείου που έχει σχέση με την υπόθεση.

    Ωστόσο, για να δοθεί η δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να προσδιορίσει αν είναι χρήσιμο για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, ο διάδικος που υποβάλλει σχετική αίτηση οφείλει να εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα και να παρέχει τουλάχιστον στο Πρωτοδικείο τα ελάχιστα στοιχεία που να πιστοποιούν τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για τις ανάγκες της δίκης.

    8 Από τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης, 51 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    9 Δεν απόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να υποκαθιστά, για λόγους επιεικίας, την κρίση του στην κρίση του Πρωτοδικείου αποφαινομένου, κατά πλήρη δικαιοδοσία, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις, οι οποίες παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο.

    10 Μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης μπορούν να περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, συνεπώς, η επιρροή που μπορεί η τελευταία να ασκήσει επί της αγοράς.

    Επομένως, είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, ο οποίος αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους της και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα τα οποία συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορεί να παράσχει ένδειξη για την έκταση της παραβάσεως. Όμως, μολονότι τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση δεν μπορούν να είναι καθοριστικά προκειμένου να συναχθεί αν μια επιχείρηση ανήκει σε μια ισχυρή οικονομική οντότητα, είναι αντιθέτως κρίσιμα στον προσδιορισμό της επιρροής που η επιχείρηση μπορεί να ασκήσει στην αγορά.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-185/95 P,

    Baustahlgewebe GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, εγκατεστημένη στο Gelsenkirchen (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους Jochim Sedemund και Frank Montag, δικηγόρους Κολωνίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31, Grand-Rue,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 6 Απριλίου 1995 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στην υπόθεση T-145/89, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-987), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής, όπου ο έτερος διάδικος είναι η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον Bernd Langeheine, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και εν συνεχεία από τον Paul Nemitz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Alexander Bφhlke, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, J.-P. Puissochet και G. Hirsch, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, D. A. O. Edward, H. Ragnemalm (εισηγητή), L. Sevσn, M. Wathelet, R. Schintgen και K. M. Ιωάννου, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Lιger

    γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 4ης Νοεμβρίου 1997,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Ιουνίου 1995, η εταιρία Baustahlgewebe GmbH άσκησε αναίρεση, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-145/89, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-987, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε εν μέρει το άρθρο 1 της αποφάσεως 89/515/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 1989, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.553 - Δομικά πλέγματα) (ΕΕ L 260, σ. 1, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής), καθόρισε το ύψος του προστίμου που είχε επιβάλει στην αναιρεσείουσα η Επιτροπή στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ECU, απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά και καταδίκασε την αναιρεσείουσα στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στο ένα τρίτο των εξόδων της Επιτροπής.

    Το ιστορικό της προσφυγής και η απόφαση του Πρωτοδικείου

    2 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, από το 1980 ορισμένες συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές αναπτύχθηκαν στη γερμανική και τη γαλλική αγορά, καθώς και στην αγορά της Benelux στον τομέα των δομικών πλεγμάτων. Πρόκειται για προκατασκευασμένο προϋόν οπλισμού σκυροδέματος που χρησιμοποιείται σε όλους σχεδόν τους τομείς κατασκευών με οπλισμένο σκυρόδεμα, αποτελείται δε από χαλυβδοσύρματα ψυχρής ελάσεως, λεία ή με ραβδώσεις, τα οποία έχουν συγκολληθεί σημειακά στα σημεία επαφής τους σχηματίζοντας εσχάρα.

    3 Υπάρχουν διάφοροι τύποι δομικών πλεγμάτων και, ειδικότερα, τα τυποποιημένα δομικά πλέγματα, τα δομικά πλέγματα κατά παραγγελία τύπου Lettermatten ή ημιτυποποιημένα, τα δομικά πλέγματα τύπου Listenmatten και τα δομικά πλέγματα βάσει σχεδίου.

    4 Για τη γερμανική αγορά, η Bundeskartellamt (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συμπράξεων) επέτρεψε, στις 31 Μαου 1983, τη σύσταση καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως από τους Γερμανούς παραγωγούς δομικών πλεγμάτων, καρτέλ το οποίο, αφού παρατάθηκε μία φορά, έληξε το 1988. Το καρτέλ είχε ως σκοπό τη μείωση της δυναμικότητας και προέβλεπε επίσης ποσοστώσεις παραδόσεως και ρύθμιση των τιμών που, ωστόσο, δεν εγκρίθηκαν παρά μόνον για τα δύο πρώτα έτη της εφαρμογής του. Η Bundeskartellamt ενημέρωσε το 1983 τις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με τη σύσταση αυτού του καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως.

    5 Στις 6 και 7 Νοεμβρίου 1985, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), υπάλληλοι της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους - συγχρόνως και χωρίς προειδοποίηση - στα γραφεία επτά επιχειρήσεων και δύο ενώσεων επιχειρήσεων, ήτοι των: Trιfilunion SA, Sotralentz SA, Trιfilarbed Luxembourg-Saarbrόcken SARL, Ferriere Nord SpA (Pittini), Baustahlgewebe GmbH, Thibo Draad- en Bouwstaalprodukten BV (Thibodraad), NV Bekaert, Syndicat national du trιfilage d'acier (STA) και Fachverband Betonstahlmatten eV. Στις 4 και 5 Δεκεμβρίου 1985 οι υπάλληλοι διενήργησαν άλλους ελέγχους στα γραφεία των επιχειρήσεων ILRO SpA, G. B. Martinelli, NV Usines Gustave Boλl (afdeling Trιbos), Trιfileries de Fontaine-l'Ιvκque (TFE), Frθre-Bourgeois Commerciale SA (FBC), Van Merksteijn Staalbouw BV και ZND Bouwstaal BV.

    6 Τα ανευρεθέντα στοιχεία στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών, καθώς και οι ληφθείσες πληροφορίες κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 17, οδήγησαν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ 1980 και 1985, οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί είχαν παραβεί το άρθρο 85 της Συνθήκης με σειρά συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών ως προς τις ποσοστώσεις παραδόσεως και ως προς τις τιμές των δομικών πλεγμάτων. Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και στις 12 Μαρτίου 1987 κοινοποιήθηκαν οι αιτιάσεις στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις οι οποίες απάντησαν στις αιτιάσεις αυτές. Στις 23 και 24 Νοεμβρίου 1987 πραγματοποιήθηκε ακρόαση των εκπροσώπων των επιχειρήσεων.

    7 Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή έλαβε την απόφασή της με την οποία επέβαλε σε δεκατέσσερις παραγωγούς δομικών πλεγμάτων πρόστιμο λόγω παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Από την παράγραφο 22 της αποφάσεως της Επιτροπής προκύπτει ότι οι περιορισμοί του ανταγωνισμού συνίσταντο σε σειρά συμφωνιών και/ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και/ή των ποσοστώσεων των πωλήσεων, καθώς και την κατανομή των αγορών δομικών πλεγμάτων. Οι συμπράξεις αυτές, κατά την απόφαση της Επιτροπής, αφορούσαν διάφορες επιμέρους αγορές (γαλλική αγορά, γερμανική αγορά, αγορά της Benelux), επηρέαζαν όμως το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών καθόσον στις συμπράξεις αυτές συμμετείχαν επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη.

    8 Ως προς το ιστορικό της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι με την απόφαση της Επιτροπής προσάπτεται ειδικότερα στην αναιρεσείουσα ότι:

    Στη γερμανική αγορά,

    - μετέσχε με τη γαλλική επιχείρηση Trιfilunion σε συμπράξεις που αφορούσαν το εμπόριο αλληλοδιεισδύσεως μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας. Οι συμπράξεις αυτές συγκροτήθηκαν στις 7 Ιουνίου 1985 κατόπιν συζητήσεως μεταξύ, αφενός, του Michael Mόller, διαχειριστή της αναιρεσείουσας, νομίμου εκπροσώπου του καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως και προέδρου του Fachverband Betonstahlmatten, και, αφετέρου, του κ. Marie, διευθυντή της Trιfilunion και προέδρου της Association franηaise technique pour le dιveloppment de l'emploi des treillis soudιs (γαλλική ένωση για την προώθηση χρήσεως των δομικών πλεγμάτων, στο εξής: ADETS). Στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η απόφαση της Επιτροπής (παράγραφος 140) καταλόγιζε στην αναιρεσείουσα ότι προέβη μαζί με την Trιfilunion σε γενική συνεννόηση αποβλέπουσα στον περιορισμό της αμοιβαίας διεισδύσεως των προϋόντων τους στη Γερμανία και στη Γαλλία (βλ. παραγράφους 135 έως 143 και 176 της αποφάσεως της Επιτροπής και σκέψεις 59 έως 68 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως)·

    - μετέσχε σε συμπράξεις στη γερμανική αγορά οι οποίες είχαν ως αντικείμενο, αφενός, τη ρύθμιση των εξαγωγών των παραγωγών της Benelux προς τη Γερμανία και, αφετέρου, την τήρηση των τιμών που ίσχυαν στη γερμανική αγορά (βλ. παραγράφους 147, 178 και 182 της αποφάσεως της Επιτροπής και σκέψεις 83 έως 94 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως)·

    - μεριμνώντας να επιτύχει μείωση ή ρύθμιση των αλλοδαπών εξαγωγών προς τη Γερμανία, συνήψε δύο συμβάσεις παραδόσεως, στις 24 Νοεμβρίου 1976 και στις 22 Μαρτίου 1982, με τη Bouwstaal Roermond BV (αργότερα Trιfilarbed Bouwstaal Roermond) και την Arbed SA afdeling Nederland. Με τις συμβάσεις αυτές, η BStG ανέλαβε την αποκλειστική πώληση εντός της Γερμανίας, σε τιμή που έπρεπε να καθοριστεί με συγκεκριμένα κριτήρια, μιας συγκεκριμένης ετήσιας ποσότητας δομικών πλεγμάτων τα οποία προέρχονταν από το εργοστάσιο του Roermond. Η Bouwstaal Roermond BV και η Arbed SA afdeling Nederland ανέλαβαν την υποχρέωση, καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος των συμβάσεων αυτών, να μην πραγματοποιήσουν άμεσες ή έμμεσες παραδόσεις στη Γερμανία. Με την απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνεται ότι αυτές οι συμφωνίες αποκλειστικής διανομής δεν πληρούσαν τους όρους του κανονισμού 67/67/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 1967, περί εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορία συμφωνιών αποκλειστικότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 65), τουλάχιστον αφότου υπάρχουν οι συμπράξεις για την αλληλοδιείσδυση μεταξύ Γερμανίας και Benelux. Από της ημερομηνίας αυτής, οι εν λόγω συμφωνίες πρέπει να θεωρηθούν ως αναπόσπαστο μέρος μιας συνολικής συμπράξεως για την κατανομή των αγορών (βλ. παραγράφους 148 και 189 της αποφάσεως της Επιτροπής και σκέψεις 95 έως 109 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως)·

    - μετέσχε σε σύμπραξη με την Trιfilarbed που είχε ως αντικείμενο την παύση των επανεξαγωγών δομικών πλεγμάτων του εργοστασίου St Ingbert προς τη Γερμανία μέσω Λουξεμβούργου (βλ. παραγράφους 152 και 180 της αποφάσεως της Επιτροπής και σκέψεις 110 έως 122 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

    Στην αγορά της Benelux

    - μετέσχε σε συμπράξεις μεταξύ των Γερμανών παραγωγών οι οποίοι εξάγουν προς την Benelux και των άλλων παραγωγών, οι οποίοι πωλούν εντός της Benelux, σχετικά με την τήρηση των τιμών που καθορίζονται για την αγορά της Benelux. Κατά την απόφαση της Επιτροπής, οι συμπράξεις αυτές αποφασίστηκαν κατά τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στην Breda και στο Bunnik μεταξύ Αυγούστου 1982 και Νοεμβρίου 1985. Με την απόφαση της Επιτροπής προσάπτεται στην αναιρεσείουσα ότι μετέσχε σε συμπράξεις μεταξύ, αφενός, των Γερμανών παραγωγών και, αφετέρου, των παραγωγών της Benelux (όμιλος της Breda), συνιστάμενες στην εφαρμογή ποσοτικών περιορισμών επί των γερμανικών εξαγωγών προς το Βέλγιο και τις Κάτω Ξώρες, καθώς και στη γνωστοποίηση των στοιχείων των εξαγωγών ορισμένων Γερμανών παραγωγών στον βελγολλανδικό όμιλο (παράγραφοι 78, στοιχείο ββ, 163, 168 και 171 της αποφάσεως της Επιτροπής και σκέψεις 123 έως 138 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

    9 Η απόφαση της Επιτροπής έχει το ακόλουθο διατακτικό:

    «Άρθρο 1

    Οι επιχειρήσεις Trιfilunion SA, Sociιtι mιtallurgique de Normandie (SMN), CCG (TECNOR), Sociιtι de treillis et panneaux soudιs (STPS), Sotralentz SA, Trιfilarbed SA ή Trιfilarbed Luxembourg-Saarbrόcken SARL, Trιfileries de Fontaine-l'Ιvκque, Frθre-Bourgeois Commerciale SA (σήμερα Steelinter SA), NV Usines Gustave Boλl, afdeling Trιbos, Thibo Draad- en Bouwstaalprodukten BV (σήμερα Thibo Bouwstaal BV), Van Merksteijn Staalbouw BV, ZND Bouwstaal BV, Baustahlgewebe GmbH, ILRO SpA, Ferriere Nord SpA (Pittini) και G. B. Martinelli fu G. B. Metallurgica SpA παρέβησαν το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, συμμετέχοντας, σε μία ή περισσότερες περιπτώσεις, κατά το χρονικό διάστημα από 27 Μαου 1980 έως 5 Νοεμβρίου 1985, σε μία ή περισσότερες συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές (συμπράξεις), οι οποίες συνίσταντο στον καθορισμό τιμών πωλήσεων, στον περιορισμό των πωλήσεων, στην κατανομή των αγορών όπως επίσης σε μέτρα για την εφαρμογή και τον έλεγχο αυτών των συμπράξεων.

    Άρθρο 2

    Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, εφόσον συνεχίζουν να δρουν στον τομέα δομικών πλεγμάτων στην ΕΟΚ, υποχρεούνται να παύσουν αμελλητί τις διαπιστωθείσες παραβάσεις (στην περίπτωση που δεν το έχουν πράξει ήδη) και να απέχουν στο μέλλον, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στον τομέα των δομικών πλεγμάτων, από όλες τις συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν τον ίδιο ή παρόμοιο στόχο ή αποτέλεσμα.

    Άρθρο 3

    Κατά των ακολούθων επιχειρήσεων επιβάλλονται, λόγω των διαπιστωθεισών στο άρθρο 1 παραβάσεων, τα κάτωθι πρόστιμα:

    1) Trιfilunion SA (TU): πρόστιμο 1 375 000 ECU·

    2) Sociιtι mιtallurgique de Normandie (SMN): πρόστιμο 50 000 ECU·

    3) Sociιtι des treillis et panneaux soudιs (STPS): πρόστιμο 150 000 ECU·

    4) Sotralentz SA: πρόστιμο 228 000 ECU·

    5) Trιfilarbed Luxembourg-Saarbrόcken SARL: πρόστιμο 1 143 000 ECU·

    6) Steelinter SA: πρόστιμο 315 000 ECU·

    7) NV Usines Gustave Boλl, afdeling Trιbos: πρόστιμο 550 000 ECU·

    8) Thibo Bouwstaal BV: πρόστιμο 420 000 ECU·

    9) Van Merksteijn Staalbouw BV: πρόστιμο 375 000 ECU·

    10) ZND Bouwstaal BV: πρόστιμο 42 000 ECU·

    11) Baustahlgewebe GmbH (BStG): πρόστιμο 4 500 000 ECU·

    12) ILRO SpA: πρόστιμο 13 000 ECU·

    13) Ferriere Nord SpA (Pittini): πρόστιμο 320 000 ECU·

    14) G. B. Martinelli fu G. B. Metallurgica SpA: πρόστιμο 20 000 ECU.

    (...)»

    10 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε, στις 20 Οκτωβρίου 1989, προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου διώκουσα, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής και, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου, καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα. Με διατάξεις της 15ης Νοεμβρίου 1989, το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), παρέπεμψε την υπόθεση αυτή, καθώς και άλλες δέκα προσφυγές ασκηθείσες κατά της ίδιας αποφάσεως, στο Πρωτοδικείο.

    11 Στο πρωτόκολλο του Πρωτοδικείου οι προσφυγές αυτές φέρουν τους αριθμούς Τ-141/89 έως Τ-145/89 και Τ-147/89 έως Τ-152/89. Με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 1992, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να συνεκδικάσει λόγω συναφείας τις προαναφερθείσες υποθέσεις προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας. Στην υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αναιρέσεως, η έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου περατώθηκε στις 5 Ιουλίου 1990. Το πρώτο τμήμα του Πρωτοδικείου, κατά τη σύσκεψη της 16ης Φεβρουαρίου 1993, αποφάσισε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς, πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση, σε ορισμένες ερωτήσεις. Στις 18 Μαου 1993, η έκθεση ακροατηρίου κοινοποιήθηκε στους διαδίκους, οι οποίοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη από τις 14 έως τις 18 Ιουνίου 1993. Το Πρωτοδικείο δημοσίευσε την απόφαση στις 6 Απριλίου 1995.

    12 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη τη μη συμμετοχή της προσφεύγουσας, αφενός, στη συμφωνία με την Trιfilunion, κατά την οποία συμφωνία οι μελλοντικές εξαγωγές τους θα εξαρτώνταν από τον καθορισμό ποσοστώσεων, και, αφετέρου, τη μη συμμετοχή της σε σύμπραξη με τη Sotralenz για την ποσόστωση των εξαγωγών της τελευταίας στη γερμανική αγορά, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικές περιστάσεις ως προς τη σύμπραξη μεταξύ της προσφεύγουσας και της Trιfilarbed, σύμπραξη που είχε ως αντικείμενο την παύση των επανεξαγωγών από τις εγκαταστάσεις του St Ingbert προς τη Γερμανία, έκρινε ότι το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής έπρεπε να ακυρωθεί εν μέρει και το ύψος του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου των 4,5 εκατομμυρίων ECU να μειωθεί και να καθοριστεί σε 3 εκατομμύρια ECU. Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στο ένα τρίτο των εξόδων της Επιτροπής.

    Η αναίρεση

    13 Με την αναίρεσή της, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    - να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον επιβάλλει στην αναιρεσείουσα πρόστιμο 3 εκατομμυρίων ECU, απορρίπτει την προσφυγή της και την καταδικάζει να φέρει τα έξοδα της, καθώς και ένα τρίτο των εξόδων της Επιτροπής και να αποφασίσει την παύση της διαδικασίας·

    - επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προς επανάληψη της διαδικασίας·

    - να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2 και 3 της αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον αυτά αφορούν την αναιρεσείουσα και δεν έχουν ακυρωθεί με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    - επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο σε εύλογο ύψος·

    - να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας.

    14 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

    15 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, συνεπεία της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο, αφενός, προσέβαλε το δικαίωμά της όπως η υπόθεσή της δικαστεί εντός εύλογης προθεσμίας, που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, της 4ης Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: Σύμβαση) και, αφετέρου, εκδίδοντας την απόφασή του 22 μήνες μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, παραβίασε τη γενική αρχή της αμεσότητας. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ένα εσφαλμένο κριτήριο αναλύσεως κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι δεν έλεγξε αν τα διαπιστωθέντα από την Επιτροπή περιστατικά μπορούσαν να έχουν διαφορετική εξήγηση από την ύπαρξη συμπράξεως, αρνήθηκε δε να εξετάσει τα προταθέντα από την αναιρεσείουσα αποδεικτικά μέσα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο παραβίασε τις αρχές που διέπουν τις αποδείξεις. Επιπροσθέτως, το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας διότι απέρριψε την αίτηση που είχε υποβάλει η αναιρεσείουσα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της επιτρέψει να λάβει γνώση, αφενός, του συνόλου των εγγράφων της διοικητικής διαδικασίας και, αφετέρου, ορισμένων εγγράφων σχετικών με το γερμανικό καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως.

    16 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι, όσον αφορά την οριοθέτηση της οικείας αγοράς, καθώς και τις φερόμενες συμπράξεις

    - μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Trιfilunion ως προς το εμπόριο αλληλοδιεισδύσεως μεταξύ της Γερμανίας και της Γαλλίας,

    - με τους παραγωγούς της Benelux ως προς τη γερμανική αγορά και

    - ως προς τις ποσοστώσεις και τις τιμές στην αγορά της Benelux,

    το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και/ή λόγω εσφαλμένου χαρακτηρισμού των περιστατικών. Το Πρωτοδικείο προέβη επίσης σε εσφαλμένη εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του κανονισμού 67/67, ως προς τις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής που συνήφθησαν μεταξύ, αφενός, της αναιρεσείουσας και, αφετέρου, της Bouwstaal Roermond BV και Arbed SA afdeling Nederland.

    17 Τέλος, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, όσον αφορά την επιβολή των προστίμων, παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

    18 Επιβάλλεται κατ' αρχάς η υπόμνηση ότι, όσον αφορά τις ενδεχόμενες διαδικαστικές πλημμέλειες, κατά το άρθρο 168 Α της Συνθήκης ΕΚ και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να στηρίζεται σε λόγους συνιστάμενους στην αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, σε πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, καθώς και σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του Πρωτοδικείου.

    19 Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει αν διαπράχθηκαν πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας και οφείλει να εξακριβώσει ότι οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων έχουν τηρηθεί ((βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1996, C-19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4435, σκέψη 40).

    20 Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημοσίως και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, νομίμως λειτουργούν, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.

    21 Η γενική αρχή κοινοτικού δικαίου κατά την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, αρχή που εμπνέεται από τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα (βλ., ιδίως, γνωμοδότηση 2/94, της 28ης Μαρτίου 1996, Συλλογή 1996, σ. Ι-1759, σκέψη 33, και απόφαση της 29ης Μαου 1997, C-299/95, Kremzow, Συλλογή 1997, σ. Ι-2629, σκέψη 14), και, ειδικότερα, το δικαίωμα για μια δίκη εντός εύλογης προθεσμίας, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

    22 Συνεπώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο στάδιο της αναιρέσεως, να εξετάζει τέτοιους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως ως προς τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    23 Δεύτερον, όσον αφορά τη φερομένη εσφαλμένη εξέταση των περιστατικών, από τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Όταν το Πρωτοδικείο έχει εξακριβώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 168 Α της Συνθήκης, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Πρωτοδικείο (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα διάταξη San Marco κατά Επιτροπής, σκέψη 39).

    24 Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα διάταξη San Marco κατά Επιτροπής, σκέψη 40). Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 2ας Μαρτίου 1994, C-53/92 P, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. Ι-667, σκέψη 42).

    25 Ωστόσο, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί, ως τέτοιο, να προβληθεί στο πλαίσιο μιας αναιρέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 1991, C-283/90 P, Vidrαnyi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4339, σκέψη 29· της 20ής Νοεμβρίου 1997, C-188/96 P, Επιτροπή κατά V, Συλλογή 1997, σ. Ι-6561, σκέψη 24, και της 7ης Μαου 1998, C-401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-2587, σκέψη 53).

    Επί των λόγων που αντλούνται από διαδικαστικές πλημμέλειες

    Ως προς την παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

    26 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προθεσμία εντός της οποίας αποφάνθηκε το Πρωτοδικείο είναι υπερβολική, οπότε συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως. Η διάρκεια της διαδικασίας ουδόλως οφείλεται στις περιστάσεις της υποθέσεως, αλλά έπρεπε, αντιθέτως, να καταλογιστεί στο Πρωτοδικείο. Μια τέτοια καθυστέρηση αποτελεί Prozeίhindernis (διαδικαστικό κώλυμα) που δικαιολογεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, καθώς και την περάτωση της διαδικασίας. Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής και εν συνεχεία της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί, αφ' εαυτής, ελαφρυντική περίσταση και λόγο μειώσεως του ύψους του προστίμου δυνάμει της αρχής περί μειώσεως της ποινής η οποία αναγνωρίζεται τόσο στην έννομη τάξη των κρατών μελών, όσο και από τη νομολογία του Πρωτοδικείου.

    27 Η Επιτροπή αμφισβητεί τον υπερβολικό χαρακτήρα της διάρκειας της διαδικασίας και θεωρεί ότι, ακόμη και αν η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου μπορεί να φαίνεται μεγάλη, δεν μπορεί να αποτελεί διαδικαστικό κώλυμα.

    28 Προκαταρκτικά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάρκεια της διαδικασίας που αποτελεί εν προκειμένω αντικείμενο της εξετάσεως του Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να προσδιορίσει αν διαπράχθηκε διαδικαστική πλημμέλεια θίγουσα τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, είχε ως αφετηρία την 20ή Οκτωβρίου 1989, ημερομηνία καταθέσεως της προσφυγής ακυρώσεως, και περατώθηκε στις 6 Απριλίου 1995, ημερομηνία δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η διάρκεια της διαδικασίας που αποτελεί αντικείμενο της εξετάσεως του Δικαστηρίου ανέρχεται σε περίπου πέντε έτη και έξι μήνες.

    29 Επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι μια τέτοια διάρκεια είναι, εκ πρώτης όψεως, πολύ μεγάλη. Ωστόσο, ο εύλογος χαρακτήρας μιας τέτοιας διάρκειας πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών (βλ., κατ' αναλογία, Ευρωπαϋκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποφάσεις της 23ης Απριλίου 1987, Erkner και Hofauer, sιrie A no 117, § 66· της 27ης Νοεμβρίου 1991, Kemmache, sιrie A no 218, § 60· της 23ης Απριλίου 1996, Φωκάς κατά Γαλλίας, Recueil des arrκts et dιcisions 1996-II, σ. 546, § 71, και της 27ης Σεπτεμβρίου 1997, Γαρυφάλλου ΑΕΒΕ κατά Ελλάδος, Recueil des arrκts et dιcisions 1997-V, σ. 1821, § 39).

    30 Όσον αφορά τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας που διακυβεύονταν στη δίκη, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η οικονομική της επιβίωση δεν τέθηκε ευθέως σε κίνδυνο συνεπεία της δίκης. Ωστόσο, σε περίπτωση δίκης ως προς την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η θεμελιώδης απαίτηση ασφαλείας δικαίου που πρέπει να απολαύουν οι επιχειρηματίες, καθώς και ο στόχος εξασφαλίσεως του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά εμφανίζουν σημαντικό ενδιαφέρον όχι μόνο για την ίδια την αναιρεσείουσα και για τους ανταγωνιστές της, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού ενδιαφερομένων προσώπων και των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται.

    31 Πράγματι, η αναιρεσείουσα διέτρεχε τον κίνδυνο, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, να της επιβληθεί πρόστιμο κατ' ανώτατο όριο ίσο προς το 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε κατά την προηγούμενη εταιρική χρήση. Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή επέβαλε, κατά τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεώς της, στην αναιρεσείουσα πρόστιμο ύψους 4,5 εκατομμυρίων ECU, πληρωτέο εντός προθεσμίας τριών μηνών από της κοινοποιήσεως αυτής, πλέον τόκων υπερημερίας προς 12,50 % ετησίως από της λήξεως της προθεσμίας αυτής.

    32 Συναφώς, το άρθρο 192 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει, ειδικότερα, ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, εκτός των κρατών, αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται. Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 185, 186 και 192 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως 88/591, οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα· το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα και, ενδεχομένως, να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση.

    33 Στην προκειμένη περίπτωση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι δεν ελήφθη κανένα μέτρο εισπράξεως του προστίμου κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, αφού η αναιρεσείουσα παρέσχε τραπεζική εγγύηση, όπως αξίωσε η Επιτροπή. Ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί ωστόσο να στερήσει την αναιρεσείουσα του δικαιώματός της για δίκαιη δίκη εντός εύλογης προθεσμίας και ειδικότερα του δικαιώματός της να εκδοθεί απόφαση επί του βασίμου των κατηγοριών παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού που διατύπωσε εναντίον της η Επιτροπή και επί των σχετικών προστίμων που επιβλήθηκαν σε βάρος της.

    34 Ενόψει του συνόλου των περιστάσεων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου ενείχε όντως διακύβευση των συμφερόντων της αναιρεσείουσας.

    35 Όσον αφορά την περιπλοκότητα της υποθέσεως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεκατέσσερις παραγωγοί δομικών πλεγμάτων παρέβησαν το άρθρο 85 της Συνθήκης με σειρά συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών επί των ποσοστώσεων παραδόσεως και επί των τιμών του προϋόντος αυτού. Η προσφυγή της αναιρεσείουσας αποτελούσε μια από τις έντεκα προσφυγές, συνταχθείσες σε τρεις διαφορετικές γλώσσες διαδικασίας, προσφυγές που συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

    36 Συναφώς, από τη δικογραφία και την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η διαδικασία που αφορούσε την αναιρεσείουσα επέβαλλε εμπεριστατωμένη εξέταση εγγράφων που ήσαν σχετικώς ογκώδη, καθώς και πραγματικών και νομικών ζητημάτων που εμφάνιζαν ορισμένη περιπλοκότητα.

    37 Όσον αφορά τη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας ενώπιον του Πρωτοδικείου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προβλεφθείσα προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως παρατάθηκε, αιτήσει της αναιρεσείουσας, κατά έναν περίπου μήνα.

    38 Συναφώς, το επιχείρημα της Επιτροπής, ότι η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου καθυστέρησε εξαιτίας του ότι ο συνήγορος της αναιρεσείουσας, πρώτον, δεν παρενέβη στη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και, δεύτερον, επικέντρωσε το ουσιώδες της επιχειρηματολογίας του, ακρίτως, στο πρόστιμο που η Επιτροπή της είχε επιβάλει λόγω της συμμετοχής της στο καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    39 Πράγματι, μια επιχείρηση - κατά της οποίας στρέφεται απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνονται παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και με την οποία επιβάλλονται στην επιχείρηση πρόστιμα - πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει με όλα τα μέσα που κρίνει χρήσιμα το βάσιμο των κατηγοριών που διατυπώνονται εναντίον της.

    40 Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα είχε συμβάλει, κατά τρόπο σημαντικό, στο να παραταθεί η διάρκεια της διαδικασίας.

    41 Όσον αφορά τη συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η προσάρτηση του Πρωτοδικείου στο Δικαστήριο και η θέσπιση δύο βαθμών δικαιοδοσίας, αφενός, απέβλεπαν στη βελτίωση της δικαστικής προστασίας των πολιτών, ειδικότερα για τις προσφυγές που απαιτούν ενδελεχή έρευνα περίπλοκων πραγματικών περιστατικών, και, αφετέρου, είχαν ως σκοπό τη διατήρηση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου στην κοινοτική έννομη τάξη, παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επικεντρώνει τη δραστηριότητά του στο κύριο έργο του, δηλαδή στο να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

    42 Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η δομή του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος δικαιολογεί, υπό ορισμένες επόψεις, το ότι το Πρωτοδικείο, το οποίο έχει την ευθύνη να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά και να προβαίνει στην ουσιαστική εξέταση της διαφοράς, μπορεί να διαθέτει σχετικώς περισσότερο χρόνο για την εκδίκαση των προσφυγών που απαιτούν εμπεριστατωμένη εξέταση περίπλοκων περιστατικών. Ωστόσο, η αποστολή αυτή δεν απαλλάσσει το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο που δημιουργήθηκε ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό από την υποχρέωση να εκδικάζει τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου.

    43 Επιβάλλεται επίσης να ληφθούν υπόψη οι συμφυείς με τη διαδικασία ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων περιορισμοί, που σχετίζονται ειδικότερα με το γλωσσικό καθεστώς της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 35 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, και με την προβλεπόμενη στο άρθρο 36, παράγραφος 2, αυτού του Κανονισμού Διαδικασίας υποχρέωση, να δημοσιεύονται οι αποφάσεις στις γλώσσες που αναφέρει το άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14).

    44 Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως δεν προκύπτει ότι περιορισμοί τέτοιας φύσεως μπορούν να δικαιολογήσουν τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    45 Πράγματι, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ενόψει της αρχής της εύλογης προθεσμίας, δύο χρονικά διαστήματα είναι σημαντικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου. Έτσι, τριάντα δύο περίπου μήνες παρήλθαν μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και της αποφάσεως περί ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας. Βεβαίως, με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 1992, αποφασίστηκε η συνένωση των έντεκα υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, πρέπει όμως να παρατηρηθεί η έλλειψη, κατά το διάστημα αυτό, οποιουδήποτε άλλου μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων. Σ' αυτό προστίθεται το γεγονός ότι παρήλθαν είκοσι δύο μήνες μεταξύ του πέρατος της προφορικής διαδικασίας και της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

    46 Ακόμη και ενόψει των περιορισμών που είναι συναφείς με τη διαδικασία ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων, ένα τέτοιο χρονικό διάστημα για τη διάγνωση της υποθέσεως και τη διάσκεψη μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από εξαιρετικές περιστάσεις. Ελλείψει οποιασδήποτε αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, ειδικότερα δυνάμει των άρθρων 77 και 78 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τέτοιες περιστάσεις δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

    47 Υπό το φως των προαναφερθέντων στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τη σχετική περιπλοκότητα της υποθέσεως, η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου διήρκησε πέραν του επιβαλλομένου ευλόγου χρόνου.

    48 Για λόγους οικονομίας της διαδικασίας και προκειμένου να εξασφαλιστεί άμεση και αποτελεσματική θεραπεία κατά μιας τέτοιας διαδικαστικής πλημμέλειας, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να κριθεί βάσιμος προς εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο μέτρο που αυτή καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ECU.

    49 Αντιθέτως, ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως ότι η διάρκεια της διαδικασίας είχε επίπτωση στην επίλυση της διαφοράς, ο λόγος αυτός δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της.

    Ως προς την παραβίαση της αρχής της αμεσότητας

    50 Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τη γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου περί της αμεσότητας της ένδικης διαδικασίας δημοσιεύοντας την απόφασή του 22 μήνες μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, οπότε η χρησιμότητα της τελευταίας εξαφανίστηκε μαζί με την εξάλειψή της από τη μνήμη των δικαστών. Προβάλλει, ουσιαστικά, ότι η αρχή της προφορικότητας της ένδικης διαδικασίας συνεπάγεται τον άμεσο χαρακτήρα της διαδικασίας ο οποίος, όπως και στους κώδικες πολιτικής και ποινικής δικονομίας της πλειονότητας των κρατών μελών, συνεπάγεται την υποχρέωση για το Πρωτοδικείο να θέτει τις υποθέσεις προς διάσκεψη αμέσως μετά την προφορική διαδικασία και να εκδίδει τις αποφάσεις του σε χρόνο που δεν απέχει από τη διαδικασία αυτή.

    51 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας, όπως την ερμηνεύει η αναιρεσείουσα, δεν υπάρχει στο κοινοτικό δίκαιο, οπότε ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

    52 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, αντίθετα προς ό,τι υποστήριξε η αναιρεσείουσα κατά την προφορική διαδικασία, ούτε το άρθρο 55, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ούτε καμιά άλλη διάταξη του ίδιου αυτού κανονισμού ή του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου ορίζουν ότι οι αποφάσεις του τελευταίου πρέπει να εκδίδονται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας μετά την προφορική διαδικασία.

    53 Αφετέρου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η διάρκεια της διασκέψεως είχε οποιαδήποτε επίπτωση στην επίλυση της διαφοράς της οποίας επελήφθη το Πρωτοδικείο, ειδικότερα, σε σχέση με την απώλεια των αποδείξεων.

    54 Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Ως προς την παραβίαση των αρχών που διέπουν τις αποδείξεις

    55 Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο, πρώτον, εφάρμοσε ένα εσφαλμένο κριτήριο αξιολογήσεως κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, περιοριζόμενο να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε αποδείξει τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στις συμπράξεις, χωρίς να λάβει υπόψη την εκ μέρους της τελευταίας έκθεση των περιστατικών, και, δεύτερον, παρέβη τους κανόνες περί προθεσμιών απορρίπτοντας τις προτάσεις εξετάσεως μαρτύρων ως εκπρόθεσμες. Περιοριζόμενο στο να εξετάσει την εκ μέρους της Επιτροπής έκθεση των περιστατικών και αρνούμενο να εξετάσει τις εκ μέρους της αναιρεσείουσας προσκομισθείσες αποδείξεις, το Πρωτοδικείο παρέβη την υποχρέωση διεξαγωγής αποδείξεων, προσέβαλε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και παραβίασε τις αρχές περί της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων και περί του ωφελήματος της αμφιβολίας.

    56 Ως προς το πρώτο σημείο, η αναιρεσείουσα προσάπτει ουσιαστικά στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλεγξε αν τα περιστατικά που παρέθεσε η Επιτροπή μπορούσαν να έχουν διαφορετική εξήγηση από την ύπαρξη συμπράξεως, μολονότι η αναιρεσείουσα παρουσίασε μιαν άλλη εύλογη και έχουσα λογική πληρότητα αιτιολόγηση.

    57 Η Επιτροπή προβάλλει ότι, στην πραγματικότητα, η αιτίαση αυτή συνιστά αίτημα επανεξετάσεως των πραγματικών περιστατικών.

    58 Συναφώς, καθόσον η αιτίαση αυτή δεν αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σε περίπτωση διαφοράς ως προς την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση.

    59 Ωστόσο, τίποτα δεν επιτρέπει τη διαπίστωση ότι, κατά τον έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει τα στοιχεία που προσκόμισε η αναιρεσείουσα. Πρώτον, από τις σκέψεις 64 έως 67 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, όσον αφορά τη σύμπραξη μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Trιfilunion, ενόψει της αναλύσεως των σημειωμάτων που προσκόμισε η Επιτροπή, κατέληξε στο ότι η τελευταία είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο δύο μόνον από τα τρία σημεία της προσαπτόμενης συνεννοήσεως. Δεύτερον, οι σκέψεις 90 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σχετικά με τις συμπράξεις επί των ποσοστώσεων και επί των τιμών με τους παραγωγούς της Benelux, οι σκέψεις 115 έως 118, που αφορούν τη σύμπραξη μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Trιfilarbed, καθώς και οι σκέψεις 131 έως 136, σχετικά με τις συμπράξεις επί των τιμών και των ποσοστώσεων στην αγορά της Benelux, δείχνουν ότι το Πρωτοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, προέβη στην εξέταση των περιστατικών που προσκόμισε η Επιτροπή για να καταλήξει ότι η τελευταία είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η αναιρεσείουσα είχε συμμετάσχει στις εν λόγω συμπράξεις.

    60 Ως προς το δεύτερο σημείο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του Κανονισμού Διαδικασίας όταν απέρριψε ως εκπρόθεσμα τα αποδεικτικά μέσα που αυτή πρότεινε. Η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί ότι τα αποδεικτικά μέσα προτάθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Αντιθέτως, προβάλλει ότι τα αποδεικτικά μέσα που πρότεινε στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως δεν ήσαν ούτε νέα ούτε εκπρόθεσμα κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, εφόσον είχε προτείνει την εξέταση μαρτύρων και την αυτοπρόσωπη εμφάνισή της με το υπόμνημα απαντήσεως προκειμένου να αντικρούσει τις προσκομισθείσες από την Επιτροπή αποδείξεις με το υπόμνημά της αντικρούσεως.

    61 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι η υποχρέωση διεξαγωγής αποδείξεων και οι αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της δίκαιης δίκης υποχρεώνουν το Πρωτοδικείο να δεχθεί τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα, εκτός ορισμένων περιορισμένων περιπτώσεων, των οποίων η ύπαρξη δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω. Φρονεί ότι η απόρριψη των προτάσεών της περί εξετάσεως μαρτύρων και αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς της ισοδυναμεί με εκ των προτέρων εκτίμηση των αποδείξεων και προσθέτει ότι, ακόμη και αν δεν είχαν προταθεί αποδεικτικά μέσα, οι αρχές του ανακριτικού συστήματος επιβάλλουν στο Πρωτοδικείο, ειδικά στις διαδικασίες που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων, να επεκτείνει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων με όλα τα αποδεικτικά μέσα που είναι στη διάθεσή του και να προσπαθήσει να επιτύχει την καλύτερη δυνατή απόδειξη.

    62 Η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο συμμορφώθηκε με την πάγια νομολογία του όταν έκρινε ότι τα αποδεικτικά μέσα που προτάθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως ήσαν εκπρόθεσμα και έπρεπε, επομένως, να αιτιολογηθούν.

    63 Προκαταρκτικά, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, προκειμένου να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, η αναιρεσείουσα ζήτησε, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ενώπιον του Πρωτοδικείου, να εξεταστεί ως μάρτυρας ο νομικός της σύμβουλος, δικηγόρος Pillmann, και, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, να εμφανιστεί αυτοπροσώπως διά του νομίμου εκπροσώπου της κ. Mόller, και να εξεταστεί ως μάρτυρας ο κ. Broekman, πρώην πρόεδρος των παραγωγών της Benelux.

    64 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη σύσκεψή του στις 18 και 24 Μαρτίου 1993, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να απευθύνει ερωτήσεις στους διαδίκους. Λαμβάνοντας υπόψη την αίτηση της αναιρεσείουσας περί εξετάσεως μαρτύρων και ενόψει των τεσσάρων τηλετυπημάτων της 15ης Δεκεμβρίου 1983, της 11ης Ιανουαρίου, της 4ης Μαρτίου και της 4ης Απριλίου 1984, η προσφεύγουσα κλήθηκε να «αναφέρει ποιοι είναι οι ακριβείς και πραγματικοί λόγοι που [την οδήγησαν] να αντικρούσει το προφανές περιεχόμενο των αναφερομένων εγγράφων πέρα από τη γενική άρνηση που προέβαλε με τα υπομνήματά της».

    65 Κατά τη σύσκεψή του στις 13 και 17 Μαου 1993, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να ζητήσει τις παρατηρήσεις των διαδίκων ως προς την ενδεχόμενη εξέταση των κ.κ. Mόller και Broekman, καθώς και την αυτοπρόσωπη εμφάνιση, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, των προσφευγουσών Boλl, Steelinter και Trιfilunion, διά των εκπροσώπων οι οποίοι είχαν γνώση των επαφών που πραγματοποιήθηκαν τότε.

    66 Με το από 19 Μαου 1993 έγγραφο, η Επιτροπή δήλωσε ότι αντιτίθεται στην εξέταση των προταθέντων μαρτύρων επειδή αυτοί ήσαν, εν πάση περιπτώσει, οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων στις οποίες αναφέρεται η απόφαση της Επιτροπής. Το Πρωτοδικείο αποφάσισε, στις 26 Μαου 1993, να επιφυλάξει την απόφασή του ως προς την ενδεχόμενη εξέταση μαρτύρων.

    67 Με τη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστούν μάρτυρες ούτε να διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση της αναιρεσείουσας. Με τις σκέψεις 94, 120 και 138 της ίδιας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, απέρριψε τις αιτήσεις περί εξετάσεως μαρτύρων και αυτοπρόσωπης εμφανίσεως της αναιρεσείουσας, λόγω καθυστερημένης προβολής των αποδεικτικών αυτών μέσων, αφού υποβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως και η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε κανένα λόγο που να την είχε εμποδίσει να τα υποβάλει με το δικόγραφο της προσφυγής.

    68 Ενόψει των εν προκειμένω περιστάσεων, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου, ως προς τη χρησιμότητα της εξετάσεως των κ.κ. Pillmann και Mόller σχετικά με τη σύμπραξη μεταξύ Baustahlgewebe και Trιfilunion, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

    69 Ως προς την εκ μέρους του Πρωτοδικείου άρνηση εξετάσεως των κ.κ. Mόller και Broekman λόγω καθυστερημένης προτάσεως των αποδεικτικών αυτών μέσων, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 68, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι το τελευταίο διατάσσει είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων την απόδειξη ορισμένων πραγματικών περιστατικών με μάρτυρες, αφού ακούσει τους διαδίκους. Στην αίτηση του διαδίκου για την εξέταση μάρτυρα πρέπει να αναφέρονται με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία πρέπει να εξεταστεί ο μάρτυρας και οι λόγοι που δικαιολογούν την εξέτασή του. Το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο εε, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει, ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

    70 Όταν η αίτηση εξετάσεως μαρτύρων, που υποβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής, αναφέρει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιβάλλεται η εξέταση μάρτυρα ή μαρτύρων και οι λόγοι που δικαιολογούν την εξέτασή του(ς), εναπόκειται τότε στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα της αιτήσεως σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα να προχωρήσει στην εξέταση των προταθέντων μαρτύρων.

    71 Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι μπορούν ακόμη, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προτείνουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα. Οι διάδικοι δικαιολογούν την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων.

    72 Επομένως, ο κανόνας περί προθεσμιών, που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως του αντιδίκου με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 66, παράγραφος 2, που ορίζει ρητά ότι η ανταπόδειξη και η περαιτέρω απόδειξη είναι δυνατή.

    73 Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, όσον αφορά την προταθείσα εξέταση ως μάρτυρα του κ. Broekman και την αυτοπρόσωπη εμφάνιση της ίδιας της αναιρεσείουσας, αρκεί η διαπίστωση ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως είχαν ήδη μνημονευθεί στην απόφαση καθώς και στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ή επισυναφθεί σ' αυτήν, η ίδια δε η αναιρεσείουσα τα είχε επισυνάψει ως παράρτημα 3 στο δικόγραφο της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ομοίως, όσον αφορά τις δηλώσεις του κ. Mόller κατά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής στις 24 Νοεμβρίου 1987, στην οποία αναφέρεται το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 92 και 135 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι αυτές περιλαμβάνονταν στο πρακτικό της εν λόγω συναντήσεως, το οποίο επίσης η ίδια η αναιρεσείουσα επισύναψε ως παράρτημα 9 στο δικόγραφο της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    74 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση της αναιρεσείουσας περί εξετάσεως, ως μάρτυρα, του κ. Broekman και της αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς της διά του νομίμου εκπροσώπου της, κ. Mόller, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανταπόδειξη, η δε αναιρεσείουσα ήταν σε θέση να προτείνει τα αποδεικτικά αυτά μέσα με το δικόγραφο της προσφυγής της ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    75 Υπό τις συνθήκες αυτές, καλώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα προταθέντα με το υπόμνημα απαντήσεως αποδεικτικά μέσα προτάθηκαν εκπροθέσμως και τα απέρριψε επειδή η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη πρότασή τους.

    76 Εξάλλου, επιβάλλεται να απορριφθεί το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο παρέβη την υποχρέωση που υπείχε περί διεξαγωγής αποδείξεων, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι αυτό έλαβε μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που απέβλεπαν στη διευκόλυνση της διεξαγωγής των αποδείξεων και στη διευκρίνιση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του.

    77 Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να κλητεύσει αυτεπαγγέλτως μάρτυρες, εφόσον το άρθρο 66, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου διευκρινίζει ότι αυτό εκδίδει διάταξη που καθορίζει τα αποδεικτικά μέσα και τα θέματα αποδείξεως.

    78 Κατά συνέπεια, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών περί αποδείξεως πρέπει να απορριφθεί.

    Ως προς την προσβολή του δικαιώματος της αναιρεσείουσας να λάβει γνώση ορισμένων εγγράφων

    79 Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας διότι απέρριψε το αίτημά της περί προσκομίσεως του συνόλου των εγγράφων της διοικητικής διαδικασίας, μολονότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο απορρέει από θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας η τήρηση επιβάλλεται σε όλες τις περιστάσεις. Επομένως, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να καθιστά δυνατή την πρόσβαση των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε διαδικασία βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης στο σύνολο των ενοχοποιητικών και αθωωτικών εγγράφων τα οποία συνέλεξε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας. Οι αρχές αυτές έχουν επίσης εφαρμογή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, όταν τα έγγραφα τα οποία ενδεχομένως ασκούν επιρροή στην άμυνα του προσφεύγοντος δεν του κοινοποιήθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να απορρίψει την αίτησή της περί προσκομίσεως των εγγράφων επειδή η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει ενδείξεις ικανές προς απόδειξη του ότι τα έγγραφα αυτά ασκούσαν επιρροή για την άμυνά της. Πράγματι, ένας διάδικος και οι συνήγοροί του δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη σημασία που έχει ένα έγγραφο για την άμυνά του, παρά μόνον αν γνωρίζουν την ύπαρξη και το περιεχόμενο του εγγράφου.

    80 Εξάλλου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας αρνούμενο να διατάξει την προσκόμιση εγγράφων σχετικών με το γερμανικό καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως.

    81 Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά την αίτηση περί προσβάσεως στο σύνολο των εγγράφων διαδικασίας, καλώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προσκομίσει ενδείξεις ικανές προς πιθανολόγηση του ότι τα έγγραφα αυτά ασκούσαν επιρροή στην άμυνά της. Όσον αφορά τα έγγραφα σχετικά με το καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, διαδικαστική πλημμέλεια του είδους αυτού δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αναιρέσεως καθόσον δεν είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας και συνιστά διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς που υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο, η οποία είναι επομένως απαράδεκτη στο πλαίσιο της αναιρέσεως.

    82 Κατ' αρχάς, όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, αρκεί η διαπίστωση ότι, πρώτον, το ζήτημα αν η ύπαρξη του γερμανικού καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής συζητήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου και, δεύτερον, η αναιρεσείουσα εμμένει ενώπιον του Δικαστηρίου στο ότι το εν λόγω καρτέλ κρίσεως είχε τουλάχιστον επίδραση στο ύψος των επιβληθέντων προστίμων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πρόκειται, επί του σημείου αυτού, για διεύρυνση του αντικειμένου της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφοράς. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να λάβει γνώση των εγγράφων σχετικά με το καρτέλ κρίσεως είναι παραδεκτός.

    83 Εν συνεχεία, όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι από τη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά τη διοικητική διαδικασία, κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα τα έγγραφα που την αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα, πλην εκείνων που ήσαν εμπιστευτικά, υπενθυμίζοντας συγχρόνως ότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα, για την προετοιμασία των παρατηρήσεών της, να λάβει γνώση, κατόπιν αδείας, άλλων εγγράφων που είχε στην κατοχή της η Επιτροπή.

    84 Από τη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο νεοδιορισθείς συνήγορος της αναιρεσείουσας υποστήριξε ενώπιον της Επιτροπής ότι είχε ακόμη το δικαίωμα να συμβουλευθεί τον φάκελο μετά τη λήψη της αποφάσεως. Η ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των μερών αποκαλύπτει ότι η Επιτροπή υπενθύμισε στην αναιρεσείουσα ότι της είχε διαβιβάσει, συνημμένα στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, τα έγγραφα στα οποία στηριζόταν η κοινοποίηση. Με τηλεομοιοτυπία της 11ης Οκτωβρίου 1989, η Επιτροπή υπέβαλε κατάλογο του συνόλου των εγγράφων του φακέλου, καθόσον αυτά αφορούσαν την αναιρεσείουσα, και της πρότεινε να της διαβιβάσει αντίγραφο αυτών. Κατόπιν της προσφοράς αυτής, η αναιρεσείουσα ζήτησε, με τηλεομοιοτυπία της 16ης Οκτωβρίου 1989, αφενός, την αποστολή της εκθέσεως και του φακέλου σχετικά με τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις 6 και 7 Νοεμβρίου 1985 στα γραφεία της, καθώς και των σχετικών με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε τις ίδιες ημέρες στα γραφεία του Fachverband Betonstahlmatten και, αφετέρου, την άδεια να συμβουλευθεί τα πρακτικά και άλλα έγγραφα με τα οποία η Bundeskartellamt είχε πληροφορήσει την Επιτροπή για την ύπαρξη, στη Γερμανία, ενός καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν είχε αντιδράσει στο αίτημα αυτό έως την ημέρα ασκήσεως της προσφυγής.

    85 Κατά συνέπεια, με το δικόγραφο της προσφυγής της η προσεύγουσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να της επιτρέψει να συμβουλευθεί: α) το σύνολο των εγγράφων της διαδικασίας που την αφορούσαν, β) όλα τα έγγραφα, αλληλογραφία, πρακτικά και σημειώματα με τα οποία η Bundeskartellamt πληροφόρησε την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη του καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, καθώς και γ) όλα τα έγγραφα στοιχεία, έγγραφα, πρακτικά και σημειώματα που αφορούσαν τις τριμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής, της Bundeskartellamt και των εκπροσώπων της γερμανικής κοινότητας του καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως.

    86 Το Πρωτοδικείο έκρινε, όπως μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το αίτημα της προσφεύγουσας έπρεπε να θεωρηθεί ως αίτηση προς λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 64, παράγραφος 3, στοιχείο δδ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    87 Με τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής, για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν έχει αμφισβητήσει ότι είχε λάβει, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, όλα τα έγγραφα του φακέλου που την αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα και στα οποία είχε βασιστεί η κοινοποίηση των αιτιάσεων και ότι δεν είχε προβάλει ενδείξεις από τις οποίες να προέκυπτε ότι άλλα έγγραφα θα ασκούσαν επιρροή στην άμυνά της. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να προβάλει την άποψή της, όπως ήθελε, επί του συνόλου των αιτιάσεων που είχε διατυπώσει εις βάρος της η Επιτροπή με την κοινοποίηση των αιτιάσεων, καθώς και επί των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προβληθεί προς απόδειξη των αιτιάσεων αυτών, τα οποία μνημονεύει η Επιτροπή στην εν λόγω κοινοποίηση των αιτιάσεων ή στα παραρτήματα αυτής, οπότε ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας έχει διασφαλιστεί. Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι, τόσο κατά την προετοιμασία της έρευνας, όσο και κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, οι συνήγοροι της προσφεύγουσας ήσαν σε θέση να εξετάσουν με πλήρη γνώση τη νομιμότητα της αποφάσεως της Επιτροπής και να διασφαλίσουν πλήρως την άμυνα της προσφεύγουσας.

    88 Με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης την αίτηση περί προσκομίσεως των εγγράφων που αφορούσαν το γερμανικό καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προβάλει ότι, εφόσον δεν είχε στη διάθεσή της τα έγγραφα αυτά, δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί κατά των αιτιάσεων που της είχαν καταλογιστεί και δεν είχε προσκομίσει καμιά ένδειξη από την οποία να προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά μπορούσαν να εμφανίζουν ενδιαφέρον στην επίλυση της διαφοράς. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο για αποδεικτικά στοιχεία άσχετα προς το αντικείμενο της δίκης.

    89 Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πρόσβαση στη δικογραφία, στις υποθέσεις ανταγωνισμού, έχει ιδίως ως αντικείμενο να επιτρέψει στους αποδέκτες της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της Επιτροπής, προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση να διατυπώσουν κατά πρόσφορο τρόπο την άποψή τους, βάσει των στοιχείων αυτών, ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 7· της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψεις 9 και 11, και της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. Ι-865, σκέψη 21).

    90 Πάντως, αντίθετα προς ότι διατείνεται η αναιρεσείουσα, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου που διέπουν το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής δεν έχουν εφαρμογή, ως τέτοιες, στην ένδικη διαδικασία, δεδομένου ότι αυτή διέπεται από τον Οργανισμό ΕΚ του Δικαστηρίου και τον Κανονισμό Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    91 Πράγματι, κατά το άρθρο 21 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δύναται να ζητεί από τους διαδίκους να προσκομίζουν κάθε έγγραφο και να παρέχουν κάθε πληροφορία που επιθυμεί. Το άρθρο 64, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου ορίζει ότι «τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας αποβλέπουν στην υπό τους καλύτερους όρους προετοιμασία των υποθέσεων, εξέλιξη των διαδικασιών και επίλυση των διαφορών».

    92 Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 2, στοιχεία αα και ββ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, σκοπός των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας είναι ιδίως να εξασφαλίζουν την ομαλή εξέλιξη της έγγραφης ή προφορικής διαδικασίας και να διευκολύνουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, καθώς και να καθορίζουν τα σημεία στα οποία οι διάδικοι οφείλουν να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους ή τα οποία απαιτούν τη διεξαγωγή αποδείξεων. Κατά το άρθρο 64, παράγραφοι 3, στοιχείο δδ, και 4, τα μέτρα αυτά μπορούν να προταθούν από τους διαδίκους σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και μπορούν να συνίστανται σε αίτηση προσκομίσεως εγγράφων ή οποιουδήποτε στοιχείου που έχει σχέση με την υπόθεση.

    93 Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να ζητήσει από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την αντίδικο να προσκομίσει τα έγγραφα τα οποία είχε στην κατοχή της. Ωστόσο, για να δοθεί η δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να προσδιορίσει αν είναι χρήσιμο για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, ο διάδικος που υποβάλλει σχετική αίτηση οφείλει να εξατομικεύει τα αιτούμενα έγγραφα και να παρέχει τουλάχιστον στο Πρωτοδικείο τα ελάχιστα στοιχεία που να πιστοποιούν τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για τις ανάγκες της δίκης.

    94 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τη δικογραφία του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι, μολονότι η Επιτροπή είχε υποβάλει κατάλογο του συνόλου των εγγράφων του φακέλου που αφορούσαν την αναιρεσείουσα, η τελευταία δεν εξατομίκευσε επαρκώς, με την αίτησή της ενώπιον του Πρωτοδικείου, τα έγγραφα του φακέλου των οποίων ζητούσε την προσκόμιση. Όσον αφορά τα έγγραφα που αναφέρονται στο γερμανικό καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, μολονότι η αναιρεσείουσα προσήψε στην Επιτροπή ότι δέχθηκε τη συμμετοχή της στο καρτέλ ως επιβαρυντική περίσταση, δεν διευκρίνισε ωστόσο σε τι τα αιτηθέντα έγγραφα μπορούσαν να της είναι χρήσιμα.

    95 Επομένως, καλώς το Πρωτοδικείο απέρριψε, με τις σκέψεις 34 και 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, την αίτηση προσκομίσεως των εγγράφων. Συνεπώς, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης

    Ως προς την οριοθέτηση της αγοράς

    96 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς το μέρος της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως που αφιερώνεται στην οριοθέτηση της οικείας αγοράς. Ειδικότερα προβάλλει ότι, αντίθετα προς ό,τι ανέφερε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 38 και 40 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ουδέποτε ισχυρίστηκε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι μπορούσε να κατασκευάσει τυποποιημένα δομικά πλέγματα στα μηχανήματά της ή ότι τα κατά παραγγελία δομικά πλέγματα και τα τυποποιημένα δομικά πλέγματα μπορούσαν να υποκατασταθούν αμοιβαίως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αγορά δεν μπορούσε να προσδιοριστεί ως περιλαμβάνουσα τους δύο τύπους δομικών πλεγμάτων.

    97 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αναιρεσείουσα προσπαθεί μ' αυτόν τον λόγο να υποβάλει στον έλεγχο του Δικαστηρίου τις διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο.

    98 Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στο μέτρο που αυτός ο λόγος αναιρέσεως αντλείται από την ανεπαρκή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, είναι παραδεκτός στο στάδιο της αναιρέσεως.

    99 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, οριοθετώντας την ασκούσα επιρροή αγορά, παρατήρησε, στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι τιμές των τυποποιημένων δομικών πλεγμάτων και των δομικών πλεγμάτων Listenmatten δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους. Εξάλλου, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι η χρήση των τυποποιημένων δομικών πλεγμάτων σε ένα εργοτάξιο, όπου έπρεπε κανονικά να χρησιμοποιηθούν δομικά πλέγματα βάσει σχεδίου, ήταν όντως δυνατή όταν η τιμή των τυποποιημένων δομικών πλεγμάτων ήταν τόσο χαμηλή ώστε να εξασφαλίζει στον κύριο του έργου σημαντική οικονομία, καλύπτουσα το πρόσθετο κόστος και συμψηφίζουσα τα τεχνικά μειονεκτήματα που συνδέονται με την αλλαγή του χρησιμοποιηθέντος υλικού και ότι η κατάσταση αυτή είχε δημιουργηθεί για ένα χρονικό διάστημα της περιόδου που καλυπτόταν από τις συμπράξεις.

    100 Επομένως, το Πρωτοδικείο εξέθεσε, επαρκώς κατά νόμο, τους λόγους για τους οποίους ορισμένες περιστάσεις συνδεόμενες με το επίπεδο των τιμών μπορούσαν να παρακινήσουν τους επιχειρηματίες να αντικαταστήσουν τα τυποποιημένα δομικά πλέγματα με τα κατά παραγγελία δομικά πλέγματα, οριοθετώντας έτσι μια κοινή αγορά των δύο προϋόντων.

    101 Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας στην οριοθέτηση της αγοράς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Ως προς τις συμπράξεις μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Trιfilunion

    102 H αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους οι συναφθείσες με την Trιfilunion συμφωνίες συνιστούσαν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης και προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν προέβη στον χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών βάσει των προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη αυτή.

    103 Προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο, αφενός, δεν εξέτασε το επιχείρημα ότι η δέσμευση της Trιfilunion να μην υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή ως προς το γερμανικό καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως δεν συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού και, αφετέρου, δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν η δέσμευση της αναιρεσείουσας να μην πραγματοποιήσει εξαγωγές δομικών πλεγμάτων κατά παραγγελία στη Γαλλία επί δύο ή τρεις μήνες μπορούσε να δημιουργήσει έναν τέτοιο περιορισμό ή ακόμη να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

    104 Η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο χαρακτήρισε κανονικά τα επίδικα πραγματικά περιστατικά με την υπαγωγή τους στον εφαρμοστέο κανόνα.

    105 Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι με την απόφαση της Επιτροπής καταλογίστηκε στην αναιρεσείουσα ότι είχε προβεί μαζί με την Trιfilunion σε γενική συνεννόηση αποβλέπουσα στον περιορισμό της αμοιβαίας διεισδύσεως των προϋόντων τους στη Γερμανία και στη Γαλλία, συνεννόηση η οποία είχε υλοποιηθεί με τις εξής τρεις προτάσεις: 1) η Trιfilunion δεν θα υπέβαλλε καταγγελία στην Επιτροπή κατά του γερμανικού καρτέλ κρίσεως· 2) το εργοστάσιο της αναιρεσείουσας στο Gelsenkirchen δεν θα πραγματοποιούσε προς τη Γαλλία εξαγωγές δομικών πλεγμάτων κατά παραγγελία για περίοδο δύο έως τριών μηνών· 3) τα δύο μέρη συμφώνησαν να εξαρτούν τις μελλοντικές εξαγωγές τους από τον καθορισμό ποσοστώσεων.

    106 Από την ανάλυση των δύο εσωτερικών σημειωμάτων που συνέταξαν στις 16 Ιουλίου 1985 ο κ. Marie και στις 27 Αυγούστου 1985 ο κ. Mόller, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τη δέσμευση της Trιfilunion να μην υποβάλει καταγγελία κατά του καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, καθώς και την παραίτηση της αναιρεσείουσας από τις εξαγωγές προς τη Γαλλία δομικών πλεγμάτων κατά παραγγελία για περίοδο δύο έως τριών μηνών. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη συμφωνίας κατά την οποία τα μέρη θα εξαρτούσαν τις μελλοντικές τους εξαγωγές από τον καθορισμό ποσοστώσεων.

    107 Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η δέσμευση του κ. Marie να μην υποβάλει καταγγελία κατά του γερμανικού καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως έπρεπε να αναλυθεί ως συμπεριφορά υιοθετηθείσα έναντι ενός ανταγωνιστή, σε αντάλλαγμα των παραχωρήσεων του ίδιου αυτού ανταγωνιστή, στο πλαίσιο συμπράξεως αντιβαίνουσας προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    108 Κρίνοντας ότι η δέσμευση αυτή, όπως και η παραίτηση της αναιρεσείουσας από τις εξαγωγές προς τη Γαλλία δομικών πλεγμάτων κατά παραγγελία για περίοδο δύο έως τριών μηνών, αποτελούσε μέρος της γενικής συνεννοήσεως σχετικά με την αμοιβαία αλληλοδιείσδυση των προϋόντων τους στη Γερμανία και στη Γαλλία, το Πρωτοδικείο καλώς κατέληξε ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα θεωρώντας ότι η αναιρεσείουσα είχε λάβει μέρος σε σύμπραξη αντίθετη προς το 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    109 Ελλείψει αποδείξεως περί προδήλου σφάλματος εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Ως προς τις συμπράξεις επί των ποσοστώσεων και των τιμών στην αγορά της Benelux και, με τους παραγωγούς της Benelux, στη γερμανική αγορά

    110 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης διότι δεν έλαβε υπόψη τα σημαντικά στοιχεία που αυτή είχε προβάλει ενώπιόν του και ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο αγνόησε το γεγονός ότι οι συνεργάτες της προσφεύγουσας είχαν μετάσχει στις συναντήσεις μεταξύ παραγωγών μόνον υπό την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων της κοινότητας του καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως ή του Fachverband Betonstahlmatten και όχι της προσφεύγουσας. Η τελευταία προσθέτει ότι, όσον αφορά την αγορά της Benelux, η αιτιολογία της αποφάσεως είναι αντιφατική, εφόσον η απλή συμμετοχή σε συνάντηση κατά την οποία άλλες επιχειρήσεις συνήψαν συμφωνία επί των τιμών δεν μπορεί να αποτελέσει παράβαση του άρθρου 85 όταν η ίδια η επιχείρηση δεν διανέμει τα προϋόντα που αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας.

    111 Η Επιτροπή φρονεί ότι οι προβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις αποβλέπουν στο να αμφισβητήσουν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδείξεων που υποβλήθηκαν σ' αυτό, πράγμα που δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Προσθέτει ότι μια τέτοια αλλοίωση δεν αποδείχθηκε. Τέλος, προβάλλει ότι η αιτιολογία της αποφάσεως του Πρωτοδικείου δεν είναι αντιφατική.

    112 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, όπως ανέφερε και ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 200 και 246 των προτάσεών του, ότι η αναιρεσείουσα περιορίζεται ουσιαστικά στην επανάληψη μεγάλων αποσπασμάτων από τις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, για να καταλήξει στο συμπέρασμα, όπως και ενώπιον του Πρωτοδικείου, ότι τα επίμαχα έγγραφα αποδεικνύουν ότι ο κ. Mόller ενεργούσε ως εκπρόσωπος του Fachverband Betonstahlmatten και του συμβουλίου εποπτείας του γερμανικού καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως και όχι ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσείουσας.

    113 Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι από τα άρθρα 168 Α της Συνθήκης, 51 του Οργανισμού EK του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (προπαρατεθείσα διάταξη San Marco, σκέψεις 36 έως 38).

    114 Η αίτηση αναιρέσεως αποβλέπει κατ' ουσία στην επανεξέταση της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο ακόμη και στο μέτρο που δεν περιλαμβάνει μια τέτοια επανάληψη ή κατά γράμμα παράθεση τέτοιων λόγων.

    115 Ως εκ τούτου, αυτοί οι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτοι.

    Ως προς τη μη εφαρμογή του κανονισμού 67/67 στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής

    116 Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν απέδειξε ότι οι συμβάσεις αποκλειστικής διανομής οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ, αφενός, της αναιρεσείουσας και, αφετέρου, των Bouwstaal Roermond BV και Arbed SA afdeling Nederland συνεπάγονταν απαγόρευση των παράλληλων εισαγωγών, ούτε αποφάνθηκε επί της ανοχής της Επιτροπής έναντι των συμβάσεων αυτών οι οποίες της είχαν υποβληθεί επ' ευκαιρία της αναδιοργανώσεως της χαλυβουργικής βιομηχανίας του Λουξεμβούργου και του Σάαρ.

    117 Η Επιτροπή προβάλλει ότι η επιχειρηματολογία ως προς την έλλειψη απαγορεύσεως των παράλληλων εισαγωγών εμπίπτει στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου και ότι η αντλούμενη από την ανοχή την οποία επέδειξε η Επιτροπή έναντι των επίμαχων συμβάσεων αποτελεί νέο ισχυρισμό.

    118 Συναφώς, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας σύμφωνα με την οποία δεν αποδείχθηκε ότι οι συμβάσεις που αυτή είχε συνάψει με τις Bouwstaal Roermond BV και Arbed SA afdeling Nederland συνεπάγονταν απαγόρευση των παράλληλων εισαγωγών, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή αποβλέπει, όπως υποστήριξε και ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 210 έως 223 των προτάσεών του, στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο.

    119 Όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να αποφανθεί επί της ανοχής της Επιτροπής ως προς τις επίμαχες συμβάσεις, επιβάλλεται η παρατήρηση, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 228 έως 232 των προτάσεών του, ότι τα σχετικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου αποτελούσαν απλή παράθεση απόψεων στερουμένων ακριβείας και ουδόλως δικαιολογούνταν. Επομένως, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Πρωτοδικείο ότι δεν αποφάνθηκε επί των επιχειρημάτων αυτών.

    120 Επομένως, αυτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από την παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 17

    121 Επιβάλλεται κατ' αρχάς η υπόμνηση ότι η δυνατότητα επιβολής προστίμων σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης προβλέπεται ρητά στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, κατά το οποίο:

    «Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    α) διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, (...)

    β) (...)

    Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της.»

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΠΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ: 695J0185.1

    122 Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε νομικά σφάλματα κατά την εκτίμηση των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων που συνδέονται με τις παραβάσεις. Κατ' αυτήν, το Πρωτοδικείο κακώς θεώρησε ότι η Επιτροπή είχε προβεί σε ατομική εκτίμηση των κριτηρίων προσδιορισμού της σοβαρότητας των παραβάσεων. Η αναιρεσείουσα προβάλλει ειδικότερα ότι τόσο η Επιτροπή όσο και το Πρωτοδικείο δέχθηκαν ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στο καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως αποτελούσε επιβαρυντική περίσταση για τον σκοπό καθορισμού του προστίμου. Εξάλλου, το επιβληθέν στην αναιρεσείουσα πρόστιμο είναι δυσανάλογο, διότι πολλές ελαφρυντικές περιστάσεις δεν ελήφθησαν υπόψη.

    123 Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, στο μέτρο που ισοδυναμεί με επανάληψη επιχειρημάτων τα οποία η αναιρεσείουσα ανέπτυξε ενώπιον του Πρωτοδικείου. Όσον αφορά το γερμανικό καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο δικαιολόγησε την επιλογή που έγινε με την απόφαση της Επιτροπής να μη θεωρηθεί η ύπαρξη του καρτέλ ως ελαφρυντική περίσταση ως προς την αναιρεσείουσα.

    124 Δεύτερον, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν ελήφθη υπόψη η άγνοιά της ως προς τον παράνομο χαρακτήρα του γερμανικού καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως και των αναληφθεισών δραστηριοτήτων προς εξασφάλιση της προστασίας του.

    125 Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη διότι προβάλλεται, για πρώτη φορά, στο στάδιο της αναιρέσεως.

    126 Τέλος, η αναιρεσείουσα ζητεί, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου σε εύλογο ποσό.

    127 Η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αντικαταστήσει, για λόγους επιεικείας, την εκτίμηση του Πρωτοδικείου με τη δική του.

    128 Προκαταρκτικά, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εκτίμησε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τη σοβαρότητα των παράνομων συμπεριφορών. Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως σκοπό, αφενός, να εξετάζει σε ποιο μέτρο το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, κατά τρόπο νομικώς ορθό, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως των άρθρων 85 της Συνθήκης και 15 του κανονισμού 17 και, αφετέρου, να εξακριβώσει αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα όσον αφορά την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου (βλ., επί του τελευταίου αυτού σημείου, απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-4411, σκέψη 31).

    129 Όσον αφορά τον φερόμενο δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, την κρίση του στην κρίση του Πρωτοδικείου αποφαινομένου, κατά πλήρη δικαιοδοσία, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις, οι οποίες παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο (προπαρατεθείσες αποφάσεις BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, σκέψη 34, και Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 31). Η αιτίαση αυτή πρέπει, επομένως, να κριθεί απαράδεκτη στο μέτρο που έχει ως αντικείμενο τη γενική επανεξέταση των προστίμων και που αποβλέπει, επικουρικώς, στη μείωση του προστίμου σε εύλογο ποσό. Το ίδιο ισχύει και για την αιτίαση την οποία η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου και την οποία αντλεί από τη φερόμενη άγνοιά της ως προς τον παράνομο χαρακτήρα των συμπεριφορών οι οποίες απέβλεπαν στην υπεράσπιση του γερμανικού καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 286 των προτάσεών του.

    130 Ως προς τη μη εκτίμηση των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων, αρκεί κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνοψίζει τις διαπραχθείσες από την αναιρεσείουσα παραβάσεις και εξατομικεύει τη συμπεριφορά της, καθώς και τον ρόλο της στη σύμπηξη ή τη λειτουργία εκάστης συμπράξεως.

    131 Ακολούθως, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η απόφαση της Επιτροπής λαμβανόμενη ως σύνολο παρέσχε στην αναιρεσείουσα τις αναγκαίες ενδείξεις προκειμένου αυτή να λάβει γνώση των διαφόρων παραβάσεων που της είχαν προσαφθεί, καθώς και των ειδικών περιστάσεων της συμπεριφοράς της και, ειδικότερα, των στοιχείων που αφορούσαν τη διάρκεια της συμμετοχής της στις διάφορες παραβάσεις. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης ότι, στο μέρος της αποφάσεως που αφιερώνεται στη νομική εκτίμηση, η Επιτροπή εξέθεσε τα διάφορα κριτήρια εκτιμήσεως της σοβαρότητας των παραβάσεων που καταλόγιζε στην αναιρεσείουσα, καθώς και τις διάφορες περιστάσεις που μετρίασαν τις οικονομικές συνέπειες των παραβάσεων.

    132 Εξάλλου, όσον αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις που έγιναν δεκτές εις βάρος της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στοιχείο για να αντικρούσει τις αποδείξεις που προσκόμισε η Επιτροπή σχετικά με τον ενεργητικό ρόλο που η αναιρεσείουσα διαδράματισε στις συμπράξεις. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στην παράγραφο 268 των προτάσεών του, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα χωρία της αποφάσεως της Επιτροπής χαρακτηρίζοντα τις συμπεριφορές της αναιρεσείουσας ικανές να δικαιολογήσουν μεγαλύτερη αυστηρότητα κατά τον καθορισμό της απαγγελθείσας κυρώσεως. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ειδικώς στα χωρία αυτά, η Επιτροπή υπογράμμισε συγχρόνως τον κινητήριο ρόλο που διαδραμάτισε η αναιρεσείουσα στη διάπραξη των παραβάσεων και την παρέμβαση του κ. Mόller υπό την τριπλή του ιδιότητα, ήτοι του διαχειριστή της αναιρεσείουσας, του νομίμου εκπροσώπου του γερμανικού καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως και του προέδρου του Fachverband Betonstahlmatten. Στην παράγραφο 207 της αποφάσεώς της, η Επιτροπή ανέφερε ότι τα μεγαλύτερα πρόστιμα έπρεπε να επιβληθούν στις επιχειρήσεις των οποίων οι διευθύνοντες είχαν σημαντικά καθήκοντα στο πλαίσιο των ενώσεων επιχειρήσεων, όπως το Fachverband Betonstahlmatten.

    133 Ως προς τον καταλογισμό στην αναιρεσείουσα της συμμετοχής της στο καρτέλ διαρθρωτικής κρίσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι στην αναιρεσείουσα επιβλήθηκαν κυρώσεις λόγω των συμπράξεων οι οποίες δεν ήσαν αρρήκτως συνδεδεμένες με τη σύσταση του καρτέλ και οι οποίες απέβλεπαν στη προστασία της γερμανικής αγοράς έναντι των μη ελεγχόμενων εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη, το Πρωτοδικείο καλώς έκρινε ότι η ύπαρξη του επιτρεπόμενου αυτού καρτέλ δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως γενική ελαφρυντική περίσταση έναντι των παρανόμων αυτών ενεργειών της αναιρεσείουσας, η οποία είχε αναλάβει συναφώς ειδική ευθύνη λόγω των καθηκόντων του διαχειριστή της.

    134 Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη διάφορες περιστάσεις τέτοιας φύσεως. Έτσι, προσάπτει στην Επιτροπή και στο Πρωτοδικείο ότι έχουν υπολογίσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε με βάση τον συνολικό κύκλο εργασιών της αντί να το υπολογίσουν σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών που προέρχεται από τις συμπράξεις. Η αναιρεσείουσα επικαλείται επίσης παραβίαση της αρχής της ισότητας, χαρακτηριζόμενη από το εξαιρετικά μεγάλο ύψος, σε σχέση με τα άλλα πρόστιμα, του προστίμου που της επιβλήθηκε. Εξάλου, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη το κριτήριο του μεριδίου της στη γερμανική αγορά, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, διότι οι χρηματικοί πόροι μιας επιχειρήσεως δεν είναι κατ' ανάγκη ανάλογοι προς τη θέση της στην αγορά.

    135 Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Πρωτοδικείο παρατήρησε, στη σκέψη 158 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τον συνολικό κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η αναιρεσείουσα, αλλά μόνον εκείνο που αφορούσε τα δομικά πλέγματα εντός της Κοινότητας των έξι, και δεν υπερέβη το όριο του 10 %· επομένως, εν όψει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

    136 Το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου σε ποσοστό 3,15 % του κύκλου εργασιών, ότι για την αναιρεσείουσα δεν αναγνωρίστηκε καμιά γενική ελαφρυντική περίσταση, αλλά, αντιθέτως, συνέτρεχαν γι' αυτήν επιβαρυντικές περιστάσεις - όπως και στην περίπτωση της Trιfilunion - οι οποίες αντιστοιχούν στον αριθμό και τη σοβαρότητα των παραβάσεων που έγιναν δεκτές κατά της αναιρεσείουσας.

    137 Πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί αν το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη, κατά τρόπο νομικώς ορθό, τα μερίδια αγοράς της αναιρεσείουσας στη γερμανική αγορά όταν έκρινε, στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι καλώς η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως ελαφρυντική περίσταση για την αναιρεσείουσα το γεγονός ότι αυτή δεν ανήκει σε ισχυρή οικονομική οντότητα, επειδή επρόκειτο για επιχείρηση της οποίας το μερίδιο στη γερμανική αγορά υπερέβαινε κατά πολύ το των άλλων.

    138 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μεταξύ των στοιχείων εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, μπορούν να περιλαμβάνονται ο όγκος και η αξία των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της παραβάσεως, καθώς και το μέγεθος και η οικονομική ισχύς της επιχειρήσεως και, συνεπώς, η επιρροή που μπορεί η τελευταία να ασκήσει επί της αγοράς (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion franηaise κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 120).

    139 Επομένως, είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, ο οποίος αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους της και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα τα οποία συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορεί να παράσχει ένδειξη για την έκταση της παραβάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion franηaise κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 121). Όμως, μολονότι τα μερίδια αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση δεν μπορούν να είναι καθοριστικά προκειμένου να συναχθεί αν μια επιχείρηση ανήκει σε μια ισχυρή οικονομική οντότητα, είναι αντιθέτως κρίσιμα στον προσδιορισμό της επιρροής που η επιχείρηση μπορεί να ασκήσει στην αγορά.

    140 Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των συνεπειών της εξαφανίσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως στο μέτρο που αυτή καθορίζει το ύψος του προστίμου

    141 Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εν προκειμένω περιστάσεις, το Δικαστήριο φρονεί ότι το ποσό των 50 000 ECU αποτελεί δίκαιη ικανοποίηση, λόγω της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας.

    142 Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται, στο μέτρο που αυτή καθορίζει το ποσό του προστίμου (βλ. σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως), το Δικαστήριο, αποφαινόμενο οριστικά, σύμφωνα με το άρθρο 54 του Οργανισμού του, καθορίζει το πρόστιμο αυτό στο ποσό των 2 950 0000 ECU.

    143 Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    144 Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο εκδικάζει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Ωστόσο, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς ένα κεφάλαιο, ενώ η αναιρεσείουσα ηττήθηκε ως προς τα λοιπά κεφάλαια, πρέπει να κριθεί ότι η αναιρεσείουσα θα φέρει τα έξοδα της, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Αναιρεί το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, Τ-145/89, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, καθόσον καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ECU.

    2) Καθορίζει το ύψος του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου στο ποσό των 2 950 000 ECU.

    3) Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.

    4) Η αναιρεσείουσα φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής.

    Top