Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61995CJ0071

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1997.
    Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Μπανάνες - Κοινή οργάνωση των αγορών - Ποσόστωση εισαγωγής - Προσχώρηση νέων κρατών μελών - Μεταβατικά μέτρα.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/95, C-155/95 και C-271/95.

    Συλλογή της Νομολογίας 1997 I-00687

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1997:51

    61995J0071

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Φεβρουαρίου 1997. - Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Μπανάνες - Κοινή οργάνωση των αγορών - Ποσόστωση εισαγωγής - Προσχώρηση νέων κρατών μελών - Μεταβατικά μέτρα. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/95, C-155/95 και C-271/95.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-00687


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μπανάνα - Σύστημα εισαγωγών - Δασμολογική ποσόστωση - Μεταβατικά μέτρα που έλαβε η Επιτροπή κατόπιν της προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας - Νομική βάση - Άρθρο 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως - Παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Δεν υφίσταται

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 40 § 3· Πράξη Προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, άρθρα 137 § 2, και 149· κανονισμός 404/93 του Συμβουλίου, άρθρο 19· κανονισμοί 3303/94, 479/85 και 1219/95 της Επιτροπής)

    2 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Έκταση

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190)

    Περίληψη


    3 Κατά τη θέσπιση των κανονισμών 3303/94, 479/95 και 1219/95, οι οποίοι προβλέπουν, για τα τρία πρώτα τρίμηνα μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, ότι οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών επιτρέπουν στους επιχειρηματίες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους και οι οποίοι έχουν εισαγάγει μπανάνες κατά τη διάρκεια των προηγουμένων ετών να εισαγάγουν μπανάνες καταγωγής τρίτων χωρών εντός των ορίων ορισμένων ειδικών ποσοστώσεων, και οι οποίοι αποκλίνουν κατά τούτο από την κοινή οργάνωση αγορών που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 404/93, η Επιτροπή εγκύρως στηρίχθηκε στο άρθρο 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως, που της επιτρέπει να λαμβάνει, κατά τη διάρκεια μιας περιορισμένης περιόδου, τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα για τη διευκόλυνση της μεταβάσεως από το υφιστάμενο στα νέα κράτη μέλη σύστημα προς το σύστημα που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως αγορών.

    Πράγματι, το άρθρο 149 επιτρέπει απόκλιση από την αρχή που επιβάλλει το άρθρο 137, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, δηλαδή της πλήρους εφαρμογής της κοινής οργανώσεως στα νέα κράτη μέλη από 1ης Ιανουαρίου 1995, εξαρτώντας τη λήψη των μέτρων που προβλέπει από μία μόνο προϋπόθεση, δηλαδή την ανάγκη διευκολύνσεως της μεταβάσεως από το ένα σύστημα στο άλλο. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται διότι αν οι επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών περιλαμβάνονταν στη δασμολογική ποσόστωση που είχε καθοριστεί για την Κοινότητα των Δώδεκα, θα μειώνονταν τα δικαιώματα εισαγωγής των επιχειρηματιών των παλαιών κρατών μελών, θα παρέχονταν ανεπαρκή δικαιώματα εισαγωγής στους επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών και θα προκαλείτο έλλειψη μπανανών εντός της Κοινότητας και αύξηση των τιμών, συνέπειες ασυμβίβαστες προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός του Συμβουλίου.

    Εξάλλου, η υπαγωγή των επιχειρηματιών των νέων κρατών μελών σε σύστημα διαφορετικό από εκείνο που εφαρμόζεται στους επιχειρηματίες των παλαιών κρατών μελών, καθόσον δεν προβλέπει την εφαρμογή της κλείδας κατανομής του άρθρου 19 του κανονισμού 404/93, δεν παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης. Πράγματι, η πραγματική και νομική κατάσταση στα νέα κράτη μέλη ήταν διαφορετική από εκείνη που ίσχυε στα παλαιά κράτη μέλη, δεδομένου ότι για τους προαναφερθέντες λόγους επιβαλλόταν ο προσωρινός καθορισμός ειδικής ποσοστώσεως, καθώς και ότι, επειδή οι επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών υπάγονταν σε μία μόνο κατηγορία, η εφαρμογή της κλείδας κατανομής θα είχε δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού.

    4 Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη προς τη φύση της οικείας πράξεως. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, προκειμένου να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που υπαγόρευσαν το ληφθέν μέτρο και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Πάντως δεν μπορεί να απαιτηθεί να διευκρινίζονται λεπτομερώς με την αιτιολογία μιας πράξεως τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενό της, εφόσον η πράξη αυτή εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο του συστήματος του οποίου αποτελεί μέρος.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-71/95, C-155/95 και C-271/95,

    Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τον J. Devadder, διευθυντή διοικήσεως στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία του Βελγίου, 4, rue des Girondins,

    προσφεύγον,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον T. van Rijn, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθής,

    υποστηριζόμενης, στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95, από τη

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την C. de Salins, υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, και τον F. Pascal, ακόλουθο της κεντρικής διοικήσεως στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du Prince Henri,

    παρεμβαίνουσα,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση,

    - στην υπόθεση C-71/95, του κανονισμού (ΕΚ) 3303/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, περί μεταβατικών μέτρων για την εισαγωγή μπανανών στην Αυστρία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία κατά το πρώτο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 341, σ. 46)·

    - στην υπόθεση C-155/95, του κανονισμού (ΕΚ) 479/95 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1995, περί μεταβατικών μέτρων για την εισαγωγή μπανανών στην Αυστρία και στη Σουηδία κατά το δεύτερο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 49, σ. 18)·

    - στην υπόθεση C-271/95, του κανονισμού (ΕΚ) 1219/95 της Επιτροπής, της 30ής Μαου 1995, περί μεταβατικών μέτρων για την εφαρμογή του καθεστώτος της δασμολογικής ποσοστώσεως για την εισαγωγή μπανανών μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας κατά το τρίτο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 120, σ. 20),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή) και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, P. J. G. Kapteyn, C. Gulmann, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann και H. Ragnemalm, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. B. Elmer

    γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1996, κατά την οποία τη Βελγική Κυβέρνηση εκπροσώπησε η Α. De Ridder, αναπληρώτρια σύμβουλος στη νομική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη, τη Γαλλική Κυβέρνηση ο F. Pascal και την Επιτροπή ο T. van Rijn,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 1996,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Mε δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Μαρτίου 1995 στην υπόθεση C-71/95, στις 17 Μαου 1995 στην υπόθεση C-155/95 και στις 10 Αυγούστου 1995 στην υπόθεση C-271/95, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 3303/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, περί μεταβατικών μέτρων για την εισαγωγή μπανανών στην Αυστρία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία κατά το πρώτο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 341, σ. 46), του κανονισμού (ΕΚ) 479/95 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1995, περί μεταβατικών μέτρων για την εισαγωγή μπανανών στην Αυστρία και στη Σουηδία κατά το δεύτερο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 49, σ. 18), και του κανονισμού (ΕΚ) 1219/95 της Επιτροπής, της 30ής Μαου 1995, περί μεταβατικών μέτρων για την εφαρμογή του καθεστώτος της δασμολογικής ποσοστώσεως για την εισαγωγή μπανανών μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας κατά το τρίτο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 120, σ. 20) (στο εξής: προσβαλλόμενοι κανονισμοί).

    2 Με δύο διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 1995 (υπόθεση C-155/95) και της 4ης Οκτωβρίου 1995 (υπόθεση C-71/95), επετράπη η παρέμβαση της Γαλλικής Δημοκρατίας προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

    3 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 14ης Ιουνίου 1996, οι τρεις υποθέσεις ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

    4 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1, στο εξής: κανονισμός του Συμβουλίου), αντικατέστησε, με τον τίτλο ΙV, τα διάφορα προγενέστερα εθνικά συστήματα με ένα κοινό σύστημα εμπορίας με τις τρίτες χώρες.

    5 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3290/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (EE L 349, σ. 105), προβλέπει το άνοιγμα δασμολογικής ποσοστώσεως 2,1 εκατομμυρίων τόνων (καθαρού βάρους) για το έτος 1994 και 2,2 εκατομμυρίων τόνων (καθαρού βάρους) για τα επόμενα έτη, για εισαγωγές «μπανανών τρίτων χωρών» και «μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ».

    6 Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού του Συμβουλίου κατανέμει την ανοιγείσα δασμολογική ποσόστωση κατά 66,5 % στην κατηγορία των επιχειρηματιών που είχαν ασχοληθεί με την εμπορία μπανανών τρίτων χωρών ή μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ, κατά 30 % στην κατηγορία των επιχειρηματιών που είχαν ασχοληθεί με την εμπορία κοινοτικών μπανανών ή παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ και κατά 3,5 % στην κατηγορία των εγκατεστημένων εντός της Κοινότητας επιχειρηματιών που άρχισαν να ασχολούνται με την εμπορία μπανανών, πλην των κοινοτικών και των παραδοσιακών ΑΚΕ, από το 1992.

    Το άρθρο 19, παράγραφος 4, ορίζει:

    «Σε περίπτωση αύξησης της δασμολογικής ποσόστωσης, η συμπληρωματική διαθέσιμη ποσότητα αποδίδεται στους επιχειρηματίες που ανήκουν στις κατηγορίες της παραγράφου 1(...).»

    7 Προς εφαρμογή του κανονισμού του Συμβουλίου, η Επιτροπή εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1442/93, της 10ης Ιουνίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του καθεστώτος εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα (ΕΕ L 142, σ. 6), στον οποίο γίνεται επίσης διάκριση μεταξύ των τριών κατηγοριών επιχειρηματιών που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως και τις οποίες χαρακτηρίζει ως κατηγορίες Α, Β και Γ.

    8 Η Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως και των πρασαρμογών των ιδρυτικών συνθηκών της Ένωσης, η οποία προσαρτήθηκε στη Συνθήκη Προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϋκή Ένωση (ΕΕ 1994, C 241, σ. 21, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), προβλέπει, στο άρθρο 137, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ότι: «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινή γεωργική πολιτική εφαρμόζονται πλήρως στα νέα κράτη μέλη».

    9 Το άρθρο 148 της Πράξεως Προσχωρήσεως ορίζει ότι:

    «1. Πλην αντιθέτων διατάξεων σε ειδικές περιπτώσεις, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου.

    2. Το Συμβούλιο (...) μπορεί να προβεί στις προσαρμογές των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου που πιθανόν να καταστούν αναγκαίες σε περίπτωση τροποποίησης των κοινοτικών κανόνων.»

    10 Το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Πράξεως Προσχωρήσεως ορίζει ότι:

    «Σε περίπτωση που απαιτούνται μεταβατικά μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση από το καθεστώς που εφαρμόζεται σήμερα στα νέα κράτη μέλη στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργάνωσης αγορών υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, τα μέτρα αυτά θεσπίζονται κατά τη διαδικασία (της επιτροπής διαχειρίσεως) (...). Τα μέτρα αυτά μπορούν να ληφθούν εντός περιόδου η οποία λήγει την 31η Δεκεμβρίου 1997, η δε εφαρμογή τους περιορίζεται μέχρι αυτήν την ημερομηνία.»

    11 Κατά το άρθρο 150 της Πράξεως Προσχωρήσεως:

    «1. Τα μεταβατικά μέτρα σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί της κοινής γεωργικής πολιτικής τα οποία δεν προσδιορίζονται στην παρούσα πράξη, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που αφορούν τον διαρθρωτικό τομέα, τα οποία καθίστανται απαραίτητα λόγω προσχώρησης, θεσπίζονται πριν την προσχώρηση με τη διαδικασία της παραγράφου 3 και τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο κατά την ημερομηνία προσχώρησης.

    (...)

    3. Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία προτάσει της Επιτροπής, θεσπίζει τα μεταβατικά μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και 2. Ωστόσο, τα μέτρα που αφορούν πράξεις που είχαν αρχικώς θεσπιστεί από την Επιτροπή θα θεσπίζονται επίσης από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 149 παράγραφος 1.»

    12 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 3303/94 και το άρθρο 1, παράγραφος 1, των κανονισμών 479/95 και 1219/95 προβλέπουν, αντιστοίχως, για το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 1995 ότι οι αρμόδιες αρχές της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας επιτρέπουν στους επιχειρηματίες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους και οι οποίοι έχουν εισαγάγει μπανάνες κατά τη διάρκεια ενός ή/και του άλλου των ετών 1991, 1992 και 1993 να εισαγάγουν μπανάνες καταγωγής τρίτων χωρών εντός των ορίων των καθορισθεισών δασμολογικών ποσοστώσεων.

    13 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 3303/94 και το άρθρο 1, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, των κανονισμών 479/95 και 1219/95 διευκρινίζουν ότι:

    «Για κάθε επιχειρηματία, η άδεια εισαγωγής δεν μπορεί να αφορά ποσότητα ανώτερη (κατά ένα ορισμένο ποσοστό) από τον μέσο όρο των ετησίων ποσοτήτων που έχει εισαγάγει κατά τη διάρκεια των ετών 1991, 1992 και 1993.

    Η άδεια αυτή δεν προδικάζει την ποσοστιαία αναφορά που θα χορηγηθεί στον συγκεκριμένο επιχειρηματία για το 1995 κατ' εφαρμογή (...) του κανονισμού (ΕΟΚ) 1442/93.»

    14 Ως δικαιολογία αυτών των κανονισμών, οι οποίοι στηρίζονται στην Πράξη Προσχωρήσεως και ειδικότερα στο άρθρο 149, παράγραφος 1, αναφέρεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3303/94 και στην τρίτη αιτιολογική σκέψη των κανονισμών 479/95 και 1219/95 το γεγονός ότι, «για να διευκολυνθεί το πέρασμα από το υπάρχον καθεστώς στα νέα κράτη μέλη, πριν από την προσχώρηση σε εκείνο που θα προκύψει από την εφαρμογή των κανόνων της κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της μπανάνας, πρέπει μεταβατικά (για το αντίστοιχο τρίμηνο του 1995) να επιτραπεί στους επιχειρηματίες οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ' αυτά να εισάγουν (κατά το εν λόγω τρίμηνο) ορισμένη ποσότητα μπανανών καταγωγής τρίτων χωρών».

    15 Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 479/95 ορίζει ότι:

    «Οι αρμόδιες αρχές καταρτίζουν έως τις 31 Μαρτίου 1995 τον κατάλογο των σχετικών επιχειρηματιών καθώς και τις ποσότητες που καθένας από αυτούς διέθεσε στο εμπόριο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζονται (...) στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1442/93»

    και να τις ανακοινώσουν στην Επιτροπή το αργότερο στις 7 Απριλίου 1995.

    16 Στις 6 Απριλίου 1995 η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 αναφορικά με τον όγκο της ετήσιας δασμολογικής ποσοστώσεως εισαγωγής μπανανών στην Κοινότητα κατόπιν της προσχωρήσεως της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (ΕΕ C 136, σ. 22).

    17 Στις 3 Αυγούστου 1995 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1924/95, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα για την εφαρμογή του καθεστώτος δασμολογικής ποσόστωσης κατά την εισαγωγή μπανανών μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας (ΕΕ L 185, σ. 24). Ο κανονισμός αυτός στηρίζεται στο άρθρο 149, παράγραφος 1, της Πράξεως Προσχωρήσεως, από την τέταρτη δε αιτιολογική του σκέψη προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε καμία απόφαση περί αυξήσεως της δασμολογικής ποσοστώσεως βάσει της προτάσεως της Επιτροπής.

    18 Κατά το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, ανοίγεται πρόσθετη ποσότητα 353 000 τόνων καθαρού βάρους, πέραν της δασμολογικής ποσοστώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού του Συμβουλίου, για την εισαγωγή στην Αυστρία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία μπανανών καταγωγής τρίτων χωρών και μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ για το έτος 1995.

    Οι ποσότητες που έχουν ήδη εισαχθεί στα τρία νέα κράτη μέλη, δυνάμει των προσβαλλομένων κανονισμών, καταλογίζονται στην καθορισθείσα συνολική ποσότητα.

    Για το τέταρτο τρίμηνο του 1995, το άρθρο 2 του κανονισμού 1924/95 προβλέπει τη χορήγηση πιστοποιητικών εισαγωγής στην Αυστρία, στη Φινλανδία και στη Σουηδία, προβαίνοντας σε διάκριση μεταξύ των επιχειρηματιών των κατηγοριών Α και Γ που έχουν καταγραφεί από τις αρμόδιες αρχές των τριών νέων κρατών μελών κατ' εφαρμογή του κανονισμού 479/95.

    19 Η Επιτροπή δικαιολόγησε τη θέσπιση αυτού του συστήματος με το επιχείρημα ότι οι άδειες εισαγωγής, στα νέα κράτη μέλη για τα τρία πρώτα τρίμηνα του 1995, έπρεπε να καταλογιστούν στη συνολική ποσόστωση της Κοινότητας, ότι τα νέα κράτη μέλη προμηθεύονται αποκλειστικώς μπανάνες τρίτων χωρών, ότι κατά συνέπεια οι άδειες χορηγήθηκαν σε επιχειρηματίες της κατηγορίας Α, ότι το διαθέσιμο υπόλοιπο της δασμολογικής ποσοστώσεως, ακόμη και μετά την αύξησή της κατά την πρόσθετη ποσότητα, δεν παρέχει τη δυνατότητα, κατά το τέταρτο τρίμηνο, κατανομής μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επιχειρηματιών σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού του Συμβουλίου, ενόψει των αδειών εισαγωγής που ήδη χορηγήθηκαν στα τρία νέα κράτη μέλη από την έναρξη του 1995, και ότι, εξάλλου, μια τέτοια κατανομή θα απέκλειε τη δυνατότητα ικανοποιήσεως των αναγκών εφοδιασμού της Κοινότητας.

    20 Με τον κανονισμό (ΕΚ) 2008/95, της 18ης Αυγούστου 1995, η Επιτροπή καθόρισε ενιαίο συντελεστή μειώσεως για τον καθορισμό της ποσότητας μπανάνας τρίτων χωρών ή μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ που θα κατανεμηθεί σε κάθε επιχειρηματία για εισαγωγή στην Αυστρία, στη Φινλανδία ή στη Σουηδία κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1995 (ΕΕ L 196, σ. 3).

    Επί του πρώτου λόγου

    21 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει, με τα δικόγραφα προσφυγής στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95, ότι εναπέκειτο στο Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως, και όχι στην Επιτροπή να εκδώσει τους προσβαλλόμενους κανονισμούς οι οποίοι περιέχουν μεταβατικά μέτρα παρεκκλίνοντα από τον κανονισμό του Συμβουλίου.

    22 Με τα υπομνήματά του απαντήσεως στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95, καθώς και με το δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση C-271/95, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί δεν έπρεπε να στηριχθούν στο άρθρο 149, αλλά στο άρθρο 148 ή, ενδεχομένως, στο άρθρο 150 της Πράξεως Προσχωρήσεως. Δέχεται ότι τα δικόγραφα προσφυγής στις δύο πρώτες υποθέσεις αναφέρονται, πεπλανημένως, στο άρθρο 149 της εν λόγω Πράξεως στηριζόμενο σε κείμενο της Πράξεως Προσχωρήσεως προγενέστερο του τελικού κειμένου.

    23 Το Βασίλειο του Βελγίου προσθέτει ότι δεν αμφισβητεί την ανάγκη αυξήσεως της δασμολογικής ποσοστώσεως μετά τις νέες προσχωρήσεις. Η Επιτροπή έπρεπε να στηριχθεί προς τούτο στο άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού του Συμβουλίου και να ακολουθήσει την προβλεπόμενη σ' αυτό διαδικασία.

    Επί του παραδεκτού

    24 Στα υπομνήματα αντικρούσεως στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95 η Επιτροπή τονίζει ότι το Βασίλειο του Βελγίου προέβη σε πεπλανημένη παραπομπή όσον αφορά τις εφαρμοστέες διατάξεις. Η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης, καθόσον το άρθρο 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως, στο οποίο στηρίζονται οι κανονισμοί, επιτρέπει στην Επιτροπή, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, να λαμβάνει μεταβατικά μέτρα.

    25 Με τα υπομνήματά της ανταπαντήσεως στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95, η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι τα επιχειρήματα που διατύπωσε το Βασίλειο του Βελγίου στα υπομνήματά του απαντήσεως στις δύο αυτές υποθέσεις αφίστανται από τη συνοπτική παρουσίαση που περιέχεται στα δικόγραφα της προσφυγής, καθόσον το προσφεύγον σημειώνει ότι οι κανονισμοί έπρεπε να είχαν εκδοθεί από το Συμβούλιο, ενώ στα υπομνήματά του απαντήσεως υπογραμμίζει κυρίως τις αντίστοιχες λειτουργίες των άρθρων 148, 149 και 150 της Πράξεως Προσχωρήσεως.

    26 Η Επιτροπή θεωρεί ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει κατά πόσον το Βασίλειο του Βελγίου τήρησε, αναφορικά με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως, τις απαιτήσεις των άρθρων 38 και 42 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    27 Η Γαλλική Δημοκρατία τονίζει ότι με τα δικόγραφα των προσφυγών στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95 το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητεί την αρμοδιότητα της Επιτροπής προς έκδοση των επιμάχων κανονισμών και ότι θέτει το ζήτημα της νομικής βάσεως για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

    28 Για την εξέταση του παραδεκτού των προσφυγών στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95, όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 38 του Κανονισμού Διαδικασίας απαιτεί να περιέχει το δικόγραφο της προσφυγής το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων, το δε άρθρο 42 του ιδίου κανονισμού απαγορεύει την προβολή νέων λόγων κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

    29 Ένας λόγος μπορεί να θεωρηθεί νέος όταν δεν μνημονεύεται, άμεσα ή έμμεσα, στο δικόγραφο της προσφυγής (βλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1961, 19/60, 21/60, 2/61 και 3/61, Fives Lille Cail κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 631, και της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, 108/81, Amylum κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1982, σ. 3107, σκέψη 25).

    30 Διαπιστώνεται σχετικώς ότι παρά την τυπικώς διαφορετική παρουσίαση του λόγου ακυρώσεως στα δικόγραφα προσφυγής και στα υπομνήματα απαντήσεως, τα προβαλλόμενα επιχειρήματα είναι κατ' ουσίαν όμοια, δεδομένου ότι το προσφεύγον αμφισβητεί τη δυνατότητα της Επιτροπής προς έκδοση των προσβαλλομένων κανονισμών με βάση διάταξη της Πράξεως Προσχωρήσεως καθορίζουσα την αρμοδιότητά της, αφού θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί από το Συμβούλιο βάσει διατάξεως σχετικής με τις αρμοδιότητες του εν λόγω οργάνου.

    31 Όπως εξάλλου προκύπτει από τα υπομνήματα αντικρούσεως και ανταπαντήσεως της Επιτροπής, δεν διέφυγε της προσοχής της η ουσία των επικρίσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, οπότε αυτή είχε τη δυνατότητα να υπεραμυνθεί αποτελεσματικά της απόψεώς της.

    32 Συνεπώς, οι προσφυγές στις υποθέσεις C-71/95 και C-155/95 είναι, ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, παραδεκτές.

    Επί της ουσίας

    33 Για την εξέταση του βασίμου αυτού του λόγου ακυρώσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Πράξεως Προσχωρήσεως παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να λαμβάνει, κατά την αποκαλούμενη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα και τούτο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1997.

    34 Σχετικώς, διαπιστώνεται ότι η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της μπανάνας δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στα νέα κράτη μέλη της Κοινότητας χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί το Συμβούλιο σε αύξηση της δασμολογικής ποσοστώσεως. Πράγματι, αν οι επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών περιλαμβάνονταν στη δασμολογική ποσόστωση που καθορίστηκε για την Κοινότητα των Δώδεκα, το αποτέλεσμα θα ήταν η μείωση των δικαιωμάτων εισαγωγής των επιχειρηματιών των παλαιών κρατών μελών, η χορήγηση ανεπαρκών δικαιωμάτων στους επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών, καθώς και η έλλειψη μπανανών στην Κοινότητα και η αύξηση των τιμών, συνέπειες ασυμβίβαστες με τους σκοπούς του κανονισμού του Συμβουλίου.

    35 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο του Βελγίου, η αύξηση της ποσοστώσεως, η οποία κατέστη αναγκαία λόγω των νέων προσχωρήσεων, δεν μπορούσε να αποφασιστεί βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 3, του κανονισμού του Συμβουλίου. Αρκεί σχετικώς να τονιστεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για προσαρμογή της δασμολογικής ποσοστώσεως κατόπιν αναθεωρήσεως των προβλέψεων των σχετικών με την εντός της Κοινότητας κατανάλωση, αλλά για την πρόβλεψη ενός συστήματος το οποίο κατέστησε αναγκαίο η προσχώρηση τριών νέων κρατών μελών και το οποίο δεν προβλέπεται στην Πράξη Προσχωρήσεως.

    36 Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, ότι η άμεση εφαρμογή της κοινής οργανώσεως της αγοράς μπανάνας στα νέα κράτη μέλη συνεπαγόταν σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού, δεδομένου ότι στα κράτη αυτά οι επιχειρηματίες προέβαιναν σε εισαγωγές μπανανών τρίτων χωρών και, κατά συνέπεια, ανήκαν αποκλειστικώς στην κατηγορία Α.

    37 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο του Βελγίου, ούτε το άρθρο 148 ούτε το άρθρο 150 της Πράξεως Προσχωρήσεως μπορούσαν να αποτελέσουν νομική βάση για τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα.

    38 Πράγματι, το άρθρο 148, παράγραφος 1, της Πράξεως Προσχωρήσεως παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία να θεσπίζει τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του κεφαλαίου VI που αφορά τη γεωργία. Συνεπώς, δεν επιτρέπει απόκλιση από το άρθρο 137, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, το οποίο προβλέπει πλήρη εφαρμογή της κοινής οργανώσεως αγορών. Το άρθρο 150 αφορά μόνον την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας υπογραφής και της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος της Πράξεως Προσχωρήσεως.

    39 Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται ότι το άρθρο 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση προσωρινών μέτρων, τα οποία, όπως στην παρούσα υπόθεση, αναστέλλουν την εφαρμογή μιας κοινής οργανώσεως αγοράς. Τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο αυτό, για τα οποία αρμόδια είναι η Επιτροπή, πρέπει να λαμβάνονται «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο», πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να τηρείται η κοινή οργάνωση και ότι μόνον τα μέτρα που αποβλέπουν στην επιτάχυνση και στη διευκόλυνση της μεταβάσεως στην κοινή οργάνωση μπορούν να λαμβάνονται βάσει αυτής της διατάξεως.

    40 Πρέπει σχετικώς να τονιστεί ότι τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 149 αποβλέπουν στη διευκόλυνση της μεταβάσεως στο καθεστώς που προκύπτει «από την εφαρμογή της κοινής οργάνωσης αγορών υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο». Η εφαρμογή αυτή διέπεται από το άρθρο 137 της Πράξεως Προσχωρήσεως, το οποίο διευκρινίζει ότι η οργάνωση αγοράς στον τομέα των μπανανών εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 1995 στα νέα κράτη μέλη, χωρίς να προβλέπεται καμία προσαρμογή ή μεταβατικό μέτρο.

    41 Το άρθρο 149 εξαρτά τα μέτρα που προβλέπει από μία μόνο προϋπόθεση, συγκεκριμένα από την ανάγκη διευκολύνσεως της μεταβάσεως από το σύστημα που ίσχυε στα νέα κράτη μέλη στο σύστημα που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως αγοράς στα κράτη αυτά.

    42 Όπως ορθώς παρατήρησε η Γαλλική Κυβέρνηση, η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που εξασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 149. Πράγματι, η Επιτροπή διαθέτει ήδη εκτελεστικές αρμοδιότητες που δεν υπόκεινται σε χρονικό περιορισμό. Τα ειδικά όμως μέτρα που μπορεί να λάβει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 149 λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου 1997.

    43 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε εγκύρως να εκδώσει τους προσβαλλόμενους κανονισμούς βάσει του άρθρου 149 της Πράξεως Προσχωρήσεως και ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου λόγου

    44 Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί υποβάλλουν τους επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών σε σύστημα διαφορετικό από εκείνο που εφαρμόζεται επί των επιχειρηματιών των παλαιών κρατών μελών, καθόσον δεν προβλέπουν την εφαρμογή της κλείδας κατανομής. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς και, κατά συνέπεια, παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ.

    45 Πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε, στις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, ότι, σε περίπτωση μη προσαρμογής εκ μέρους του Συμβουλίου της συνολικής ποσοστώσεως για τη διευρυμένη Κοινότητα, επιβαλλόταν ο εκ μέρους της Επιτροπής προσωρινός καθορισμός ειδικής ποσοστώσεως για τα νέα κράτη μέλη.

    46 Για τους εκτιθέμενους στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως λόγους, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί στη θέσπιση προσωρινού συστήματος μη περιλαμβάνοντος την κλείδα κατανομής μεταξύ των επιχειρηματιών που προέβλεπε το άρθρο 19 του κανονισμού του Συμβουλίου.

    47 Ωστόσο, προκειμένου να διευκολύνει την πλήρη εφαρμογή της κοινής οργανώσεως στα νέα κράτη μέλη, εξάρτησε τις εισαγωγές μπανανών στα κράτη αυτά από τη χορήγηση πιστοποιητικών και προέβλεψε ενιαίο συντελεστή μειώσεως.

    48 Τέλος, η Επιτροπή περιόρισε την εφαρμογή του μεταβατικού συστήματος σε μια ετήσια περίοδο. Δεν αποδείχθηκε ότι υπέπεσε σε προφανή πλάνη εκτιμήσεως, θεωρώντας μια τέτοια περίοδο αναγκαία για τη διευκόλυνση της πλήρους εφαρμογής της κοινής οργανώσεως στα νέα κράτη μέλη.

    49 Εξάλλου, οι προσβαλλόμενοι κανονισμοί ορίζουν ότι οι άδειες εισαγωγής που χορηγήθηκαν στους επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών δεν προδικάζουν τις ποσοτικές αναφορές που πρόκειται να χορηγηθούν στους εν λόγω επιχειρηματίες για το 1995, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού 1442/93. Όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, για ολόκληρο το 1995 οι επιχειρηματίες των νέων κρατών μελών πρέπει να αντιμετωπιστούν όπως και οι επιχειρηματίες των παλαιών κρατών μελών.

    50 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πραγματική και νομική κατάσταση στα νέα κράτη μέλη ήταν διαφορετική από εκείνη που ίσχυε στα δώδεκα παλαιά κράτη μέλη και ότι αυτή η διαφορά δικαιολόγησε την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση των προσβαλλομένων κανονισμών.

    51 Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου

    52 To Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις των προσβαλλομένων κανονισμών δεν περιέχουν επαρκή αιτιολογία και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΚ.

    53 Πρέπει να υπομνηστεί σχετικώς ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 190 της Συνθήκης αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη προς τη φύση της οικείας πράξεως. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, προκειμένου να καθίσταται δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που υπαγόρευσαν το ληφθέν μέτρο και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Επιπλέον, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι δεν μπορεί να απαιτείται να διευκρινίζονται λεπτομερώς με την αιτιολογία τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενό της, εφόσον η πράξη αυτή εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο του συστήματος του οποίου αποτελεί μέρος (βλ. αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 1992, C-63/90 και C-67/90, Πορτογαλία και Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. Ι-5073, σκέψη 16, και της 14ης Ιουλίου 1994, C-353/92, Ελλάς κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-3411, σκέψη 19).

    54 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι οι κανονισμοί 3303/94 και 479/95 αποσκοπούν, σύμφωνα με τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική τους σκέψη, αντιστοίχως, στη διευκόλυνση της μεταβάσεως από το υφιστάμενο στα νέα κράτη μέλη σύστημα πριν την προσχώρησή τους στην Κοινότητα στο σύστημα που προκύπτει από την κοινή οργάνωση αγορών.

    55 Βεβαίως, με διαφορετική διατύπωση, η Επιτροπή υπενθυμίζει στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1219/95 αυτόν τον σκοπό.

    56 Ελλείψει προσαρμογής εκ μέρους του Συμβουλίου της δασμολογικής ποσοστώσεως για τη διευρυμένη Κοινότητα, αντιλαμβάνονταν προφανώς οι ενδιαφερόμενοι, ιδίως στα παλαιά κράτη μέλη της Κοινότητας, την ανάγκη να καθορίσει προσωρινώς η Επιτροπή ειδικές ποσοστώσεις για τα νέα κράτη μέλη, όπως και την αδυναμία του εν λόγω οργάνου να εφαρμόσει επί των ποσοστώσεων αυτών την κλείδα κατανομής.

    57 Συνεπώς, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

    58 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφυγές που άσκησε το Βασίλειο του Βελγίου στις τρεις αυτές υποθέσεις πρέπει να απορριφθούν.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    59 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, του ιδίου κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει τις προσφυγές.

    2) Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

    3) Η Γαλλική Δημοκρατία, παρεμβαίνουσα, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

    Top