Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0398

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Αυγούστου 1994.
    Lars Bo Rasmussen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλοι - Διαδικασία εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων - Πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου.
    Υπόθεση C-398/93 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-04043

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:319

    61993J0398

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 9ΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1994. - LARS BO RASMUSSEN ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΘΕΣΕΩΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ - ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-398/93 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04043


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Υπάλληλοι * Τοποθέτηση * Αλλαγή τοποθετήσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων στα μέλη του προσωπικού * Διαφέρει από την πλήρωση κενής θέσεως

    (ΚΥΚ, άρθρα 4, 29 και 45)

    2. Υπάλληλοι * Διάκριση μεταξύ "οργανικής θέσεως" (emploi) και "θέσεως με συγκεκριμένα καθήκοντα" (fonction) * Συνέπειες

    3. Υπάλληλοι * 'Εκτακτοι υπάλληλοι * Πρόσληψη * Κατάληψη είτε μόνιμης θέσεως είτε θέσεως με προσωρινό χαρακτήρα

    (Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχ. α' και β', και 9)

    Περίληψη


    1. Η διαδικασία που σκοπεί να διασφαλίσει την εκ περιτροπής ανάθεση καθηκόντων στα μέλη του προσωπικού εντός ενός θεσμικού οργάνου και δυνάμει της οποίας οι υπάλληλοι, ανατοποθετούμενοι, ασκούν τα καθήκοντα της οργανικής θέσεώς τους δεν αποτελεί διαδικασία πληρώσεως κενής θέσεως. Επομένως, οι διατάξεις των άρθρων 4, 29 και 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία αυτή.

    Ομοίως, από τον διορισμό εκτάκτου υπαλλήλου σε θέση στην οποία οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη μόνιμης θέσεως.

    2. Εντός του συστήματος της κοινοτικής δημόσιας διοικήσεως, η ύπαρξη μιας οργανικής θέσεως (emploi) απορρέει από απόφαση της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, ενώ η ύπαρξη μιας θέσεως με συγκεκριμένα καθήκοντα (fonction) εξαρτάται από την απόφαση της αρχής που είναι αρμόδια για την οργάνωση των υπηρεσιών ενός θεσμικού οργάνου, με αποτέλεσμα ότι το γεγονός ότι, κατόπιν μετακινήσεως προσωπικού, δεν πληρούται πλέον μία θέση με συγκεκριμένα καθήκοντα που ασκούνταν προηγουμένως από μόνιμο υπάλληλο δεν σημαίνει ότι υπάρχει κενή οργανική θέση.

    3. Το άρθρο 9 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων προβλέπει ότι ένας έκτακτος υπάλληλος πρέπει να προσλαμβάνεται προς πλήρωση κενής θέσεως που προβλέπεται στον προϋπολογισμό, αλλά δεν απαγορεύει την κατανομή των θέσεων του προϋπολογισμού μεταξύ μονίμων θέσεων και θέσεων προσωρινού χαρακτήρα, που πληρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, στοιχεία β' και α' αντιστοίχως, του εν λόγω Καθεστώτος.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-398/93 P,

    Lars Bo Rasmussen, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Dalheim (Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου), εκπροσωπούμενος από τον Jean-Noel Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργου την εταιρία fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,

    αναιρεσείων,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 6 Ιουλίου 1993 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-32/92, Lars Bo Rasmussen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής καθώς και της αποφάσεως της Επιτροπής να μη δεχθεί την αίτηση υποψηφιότητας που υπέβαλε ο προσφεύγων κατόπιν της δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως κενής θέσεως 587 και να καλέσει υποψηφίους εκτός του οργάνου για την πλήρωση προσωρινής θέσεως του βαθμού Α 3,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Ana Maria Alves Vieira, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενη από τον Alberto Dal Ferro, δικηγόρο Vicenza, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη, F. A. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 1994,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Σεπτεμβρίου 1993, ο Lars Bo Rasmussen υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΟΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1993, Τ- 32/92, Lars Bo Rasmussen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-765), καθόσον με αυτή απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για την κατάληψη της θέσεως του υπευθύνου του γραφείου τύπου και πληροφοριών της Επιτροπής στη Λισσαβώνα, καθώς και κατά της αποφάσεως να κληθούν υποψήφιοι εκτός του οργάνου για την πλήρωση προσωρινής θέσεως βαθμού Α 3.

    2 'Οπως προκύπτει από όσα διαπίστωσε το Πρωτοδικείο στην απόφασή του, η Επιτροπή έχει θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων στα μέλη του προσωπικού, για τα γραφεία τύπου και πληροφοριών που διατηρεί στα κράτη μέλη. Οι διέπουσες αυτό το σύστημα διατάξεις, οι οποίες θεσπίστηκαν στις 24 Νοεμβρίου 1976 (στο εξής: διατάξεις της 24ης Νοεμβρίου 1976), προβλέπουν ότι, στο πλαίσιο μιας γενικής κινητικότητας, οι υπάλληλοι τοποθετούνται μαζί με τη θέση που έχουν στον προϋπολογισμό.

    3 Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων, η Επιτροπή δημοσίευσε την ανακοίνωση 587 για την πλήρωση της θέσεως του διευθυντή γραφείου στη Λισσαβώνα. Ο Rasmussen, υπάλληλος της Επιτροπής με βαθμό Α 5, υπέβαλε αίτηση υποψηφιότητας για τη θέση αυτή στις 28 Νοεμβρίου 1990. Ωστόσο, η αρμόδια για το εν λόγω σύστημα επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανείς από τους υποψηφίους δεν συγκέντρωνε το σύνολο των απαιτουμένων προσόντων. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων και να δημιουργήσει μια προσωρινή θέση βαθμού Α 3 στο γραφείο της Κοινότητας στην Πορτογαλία. Προς τούτο, η εν λόγω αρχή έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία εξωτερικής επιλογής, που έχει θεσπισθεί από την Επιτροπή για τους εκτάκτους υπαλλήλους.

    4 Κατόπιν της απορρίψεως της ενστάσεως που υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ο Rasmussen άσκησε, με δικόγραφο της 30ής Απριλίου 1992, την προαναφερθείσα προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    5 Προς στήριξη της προσφυγής του, ο Rasmussen προέβαλε δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, αντιστοίχως, από την παράβαση των άρθρων 4 και 29 του ΚΥΚ, καθόσον τα εν λόγω άρθρα επιβάλλουν την πλήρωση κενής θέσεως κατά προτεραιότητα με προαγωγή ή μετάθεση και από την παράβαση του άρθρου 45 του ΚΥΚ, καθόσον το άρθρο αυτό επιβάλλει την τακτική συγκριτική εξέταση των υποψηφιοτήτων για προαγωγή ή μετάθεση.

    6 Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι "οι διατάξεις των άρθρων 4, 29 και 45 του ΚΥΚ δεν έχουν εφαρμογή στην εν προκειμένω επίμαχη διαδικασία" (σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

    7 Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Rasmussen επικαλείται ένα μόνο λόγο, ο οποίος αντλείται από την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση των άρθρων 4, 29 και 45 του ΚΥΚ. Ο λόγος αυτός έχει δύο σκέλη. Το Πρωτοδικείο παρέβη τις εν λόγω διατάξεις, καθόσον έκρινε ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής, επειδή η ανακοίνωση 587 εντασσόταν στο πλαίσιο του συστήματος της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων και η διαδικασία εξωτερικής επιλογής είχε τεθεί σε εφαρμογή βάσει του άρθρου 2, στοιχείο α', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ), ενώ (πρώτο σκέλος), αφού η διαδικασία της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων είχε τερματισθεί, ήταν επιβεβλημένη η προσφυγή στις γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε θέματα προσλήψεων και (δεύτερο σκέλος) το άρθρο 9 του ΚΛΠ δεν προβλέπει για τη διαδικασία προσλήψεως καμία διάκριση μεταξύ των εκτάκτων υπαλλήλων ανάλογα με το αν καλούνται να καταλάβουν μόνιμη θέση ή θέση προσωρινή.

    Ως προς το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως

    8 Το Πρωτοδικείο έκρινε (σκέψη 37 της αποφάσεως) ότι, καθόσον η διαδικασία που τέθηκε σε κίνηση με την ανακοίνωση 587 σκοπούσε στην ανεύρεση υπαλλήλου, ο οποίος, τοποθετούμενος στο πλαίσιο του συστήματος της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων, θα ασκούσε τα καθήκοντα της οργανικής θέσεώς του, δεν ήταν δυνατόν να πρόκειται για πλήρωση κενής θέσεως, κατά την έννοια των άρθρων 4 και 29 του ΚΥΚ. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε (σκέψη 38) ότι το συμπέρασμα αυτό δεν θίγεται από την ύπαρξη θέσεως διεθυντή γραφείου στη Λισσαβώνα ούτε από τον μετέπειτα διορισμό εκτάκτου υπαλλήλου βαθμού Α 3 στην εν λόγω θέση.

    9 Ο Rasmussen προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εφάρμοσε τα άρθρα 4, 29 και 45 του ΚΥΚ. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι έπρεπε να εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε θέματα προσλήψεων μετά το κλείσιμο της διαδικασίας της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων. Ο αναιρεσείων παρατηρεί ότι η εν λόγω διαδικασία αφορά τον διορισμό σε μόνιμες θέσεις. Δεδομένου ότι η θέση διευθυντή γραφείου στη Λισσαβώνα έχει, κατά την άποψή του, τον χαρακτήρα μόνιμης θέσεως, η πρόσληψη έπρεπε να γίνει κατ' εφαρμογήν των άρθρων 4, 29 και 45 του ΚΥΚ.

    10 Καταρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η εν λόγω διαδικασία εντάσσεται στο πλαίσιο του συστήματος της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων, το οποίο έχει θεσπιστεί με τις διατάξεις της 24ης Νοεμβρίου 1976 και ότι το σύστημα αυτό στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία, τοποθετούμενος ο υπάλληλος, ασκεί τα καθήκοντα της οργανικής θέσεώς του.

    11 Πρέπει στη συνέχεια να παρατηρηθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατυπώσεις των άρθρων 4 και 29 του ΚΥΚ δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που, ανατοποθετούμενος ο υπάλληλος, ασκεί τα καθήκοντα της οργανικής θέσεώς του, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η μετακίνηση αυτή δεν δημιουργεί κενή θέση (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1981, 161/80 και 162/80, Carbognani και Coda Zabetta κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 543, σκέψη 19). Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η εν λόγω διαδικασία της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων δεν αποτελεί μετάθεση κατά την έννοια του ΚΥΚ, μολονότι η ορολογία που χρησιμοποιείται από την Επιτροπή είναι, περιστασιακά, αδόκιμη (προαναφερθείσα απόφαση, σκέψη 20).

    12 Ορθώς, επομένως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατόν να πρόκειται για πλήρωση κενής θέσεως, κατά την έννοια των άρθρων 4 και 29 του ΚΥΚ, και ότι, συνεπώς, οι διατάξεις αυτές και το άρθρο 45 του ΚΥΚ, που δεν εφαρμόζεται παρά μόνο στις προαγωγές, κατά την έννοια των εν λόγω άρθρων, δεν ήταν εφαρμοστέες.

    13 Το συμπέρασμα αυτό ουδόλως θίγεται από το επιχείρημα του Rasmussen ότι η ύπαρξη μόνιμης θέσεως μπορεί να συναχθεί εν προκειμένω από το γεγονός ότι προβλέφθηκε ο διορισμός υπαλλήλου στη θέση διευθυντή γραφείου στη Λισσαβώνα και ότι, επομένως, έπρεπε να εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε θέματα προσλήψεων μετά το κλείσιμο της διαδικασίας της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων.

    14 Συναφώς, το Πρωτοδικείο ορθώς διευκρίνισε, καταρχάς (σκέψη 39 της αποφάσεως), ότι "το ζήτημα της υπάρξεως μιας δεδομένης fonction, σε αντίθεση προς μια emploi, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου σχετικά με την οργάνωση των υπηρεσιών, ενώ, για το ζήτημα της υπάρξεως κενής θέσεως, κρίσιμο είναι το εάν μια θέση δεν πληρούται στο πλαίσιο του συνολικού αριθμού των μονίμων θέσεων που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό."

    15 Από τα παραπάνω συνάγεται, όπως ορθώς έκρινε το Πρωτοδικείο (προαναφερθείσα σκέψη της αποφάσεως), ότι, "καθόσον ο προϋπολογισμός δεν προσδιορίζει τα καθήκοντα μεταξύ των οποίων πρέπει να κατανέμεται αυτός ο συνολικός αριθμός θέσεων, η ύπαρξη στη Λισσαβώνα κενής θέσεως κατά την έννοια του ΚΥΚ δεν μπορεί να συναχθεί από μόνον το γεγονός ότι η θέση διευθυντή γραφείου στη Λισσαβώνα έμεινε προσωρινώς κενή εξ αιτίας της ανατοποθετήσεως του προηγουμένου διευθυντή γραφείου μαζί με την οργανική του θέση."

    16 'Οσον αφορά τη μετέπειτα πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε (σκέψη 40) "ότι ο εν λόγω έκτακτος υπάλληλος προσελήφθη βάσει του άρθρου 2, στοιχείο α', του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων (...) δηλαδή για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα."

    17 Από τα παραπάνω συνάγεται, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο (στην ίδια σκέψη), ότι "δεν είναι επομένως δυνατό από την πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου με βάση το άρθρο 2, στοιχείο α', του ΚΛΠ * σε αντίθεση προς την πρόσληψη δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο β', του ΚΛΠ, που αφορά τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται για να καταλάβουν προσωρινά μόνιμη θέση * να συναχθεί η προηγούμενη ύπαρξη μόνιμης θέσεως."

    18 Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε, συναφώς, σε κανένα νομικό σφάλμα, το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Ως προς το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως

    Ως προς το παραδεκτό

    19 Η Επιτροπή φρονεί ότι ο Rasmussen, καθόσον ισχυρίζεται ότι αμφισβητεί την απόφαση της Επιτροπής περί πληρώσεως μιας προσωρινής θέσεως βαθμού Α 3 στο γραφείο της Λισσαβώνας κατόπιν του κλεισίματος της διαδικασίας της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων, προβάλλει ένα νέο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος, δεδομένου ότι μεταβάλλει το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος κατ' εφαρμογήν του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    20 Ο Rasmussen διευκρινίζει ότι με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως που προβάλλει, ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει μήπως το Πρωτοδικείο, καθόσον προέβη σε διάκριση μεταξύ των εκτάκτων υπαλλήλων ανάλογα με το αν καλούνται να καταλάβουν μόνιμη θέση ή θέση με προσωρινό χαρακτήρα, παρέβη το άρθρο 9 του ΚΛΠ.

    21 Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε κατά παράβαση των κανόνων δικαίου των οποίων την τήρηση όφειλε να εξασφαλίσει (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1991, C-283/90 P, Vidranyi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4339, σκέψη 13).

    22 Δεδομένου ότι το άρθρο 9 του ΚΛΠ ανήκει στους κανόνες δικαίου των οποίων την τήρηση οφείλει να εξασφαλίζει το Πρωτοδικείο και ότι η αίτηση αναιρέσεως στηρίζεται ακριβώς στον ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το εν λόγω άρθρο, αυτό το σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτό.

    Ως προς την ουσία

    23 Σύμφωνα με το άρθρο 9 του ΚΛΠ, "κάθε πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου δύναται να έχει σαν αντικείμενο μόνο την πλήρωση, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο, κενής θέσεως που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο."

    24 Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε κενή μόνιμη θέση, διότι το πρόσωπο που κατείχε τη θέση διευθυντή γραφείου στη Λισσαβώνα ή είχε ανατοποθετηθεί στο Τόκιο μαζί με την οργανική του θέση δυνάμει της διαδικασίας της εκ περιτροπής αναθέσεως καθηκόντων, όπως τόνισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    25 'Οπως ήδη διαπιστώθηκε, τα άρθρα 4, 29 και 45 του ΚΥΚ δεν θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής επειδή δεν υπήρχε κενή μόνιμη θέση κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων.

    26 'Οπως τόνισε το Πρωτοδικείο, προσελήφθη ένας έκτακτος υπάλληλος για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές είχαν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα.

    27 Συνεπώς, η πρόσληψη αυτή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο με βάση το άρθρο 2, στοιχείο α', του ΚΛΠ. Το Πρωτοδικείο, καθόσον διαπίστωσε ότι από την πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου με βάση το άρθρο 2, στοιχείο α', του ΚΛΠ δεν μπορεί να συναχθεί η προηγούμενη ύπαρξη μόνιμης θέσεως, σε αντίθεση προς την περίπτωση της προσλήψεως εκτάκτου υπαλλήλου με βάση το άρθρο 2, στοιχείο β', του ΚΛΠ, ουδόλως παρέβη το άρθρο 9 του ΚΛΠ. Πράγματι, η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς ότι ένας έκτακτος υπάλληλος πρέπει να προσλαμβάνεται προς πλήρωση κενής θέσεως που προβλέπεται στον προϋπολογισμό. Η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει όπως οι θέσεις του προϋπολογισμού κατανέμονται μεταξύ μονίμων θέσεων και θέσεων προσωρινού χαρακτήρα.

    28 Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε, συναφώς, σε κανένα νομικό σφάλμα, το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί αβάσιμο.

    29 Με βάση τα προεκτεθέντα, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    30 Το άρθρο 70 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Κατά το άρθρο 122 όμως του ίδιου κανονισμού, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή επί των αναιρέσεων που ασκούν οι μόνιμοι ή οι μη μόνιμοι υπάλληλοι των οργάνων. Δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

    2) Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

    Top