Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0024

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 1993.
    Pierre Corbiau κατά Administration des contributions.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Directeur des contributions directes et des accises - Λουξεμβούργο.
    Έννοια του όρου "δικαστήριο κράτους μέλους" κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ.
    Υπόθεση C-24/92.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-01277

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:118

    61992J0024

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 30ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - PIERRE CORBIAU ΚΑΤΑ ADMINISTRATION DES CONTRIBUTIONS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: DIRECTEUR DES CONTRIBUTIONS - ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ "ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ" ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 177 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΟΚ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-24/92.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-01277
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00105
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00117


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Προδικαστικά ερωτήματα * Υποβολή στο Δικαστήριο * Δικαστήριο κράτους μέλους υπό την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης * Έννοια * Διευθυντής φορολογικών υπηρεσιών καλούμενος να αποφανθεί επί της ενστάσεως φορολογουμένου στρεφομένης κατά του φόρου που καθόρισαν οι υπηρεσίες των οποίων προΐσταται * Δεν εμπίπτει

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 177)

    Περίληψη


    Η έννοια του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, έχει κοινοτικό χαρακτήρα και δεν μπορεί, από την ίδια τη φύση της, να αναφέρεται παρά σε αρχή, η οποία έχει την ιδιότητα τρίτου ως προς την αρχή που εξέδωσε την αποτελούσα το αντικείμενο της προσφυγής απόφαση.

    Η ιδιότητα αυτή δεν μπορεί, λόγω του προδήλου οργανικού δεσμού του ενδιαφερομένου με τις υπηρεσίες που καθόρισαν τον βαλλόμενο φόρο, να αναγνωριστεί στον διευθυντή των φορολογικών υπηρεσιών κράτους μέλους ο οποίος καλείται να αποφανθεί επί της ενστάσεως φορολογουμένου.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-24/92

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του directeur des contributions directes et des accises του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Pierre Corbiau

    και

    Administration des contributions,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grevisse, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Η. Etienne, κύριο νομικό σύμβουλο

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, εκπροσωπουμένης από τον J. M. Klein, σύμβουλο διευθύνσεως Α' τάξεως στο Υπουργείο Οικονομικών, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1993,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 1993,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, ο directeur des contributions directes et des accises του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του άρθρου 48 της Συνθήκης.

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαδικασίας εκουσίας δικαιοδοσίας ενώπιον του directeur des contributions κατόπιν ενστάσεως του Corbiau, με την οποία αυτός ζητεί την επιστροφή του πέραν του δέοντος καταβληθέντος φόρου εισοδήματος.

    3 Ο Corbiau, Βέλγος υπήκοος, εργάζεται στην τράπεζα Paribas στο Λουξεμβούργο. Κατοικούσε στο Λουξεμβούργο μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1990, οπότε μετέφερε την κατοικία του στο Βέλγιο, διατηρώντας όμως την απασχόλησή του στο Λουξεμβούργο. Κατόπιν αυτού, από υποκείμενος σε φόρο κάτοικος Λουξεμβούργου, κατέστη υποκείμενος σε φόρο μη κάτοικος του κράτους αυτού.

    4 Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1990 μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1990, ο εργοδότης του προέβη σε κρατήσεις επί του μισθού του με τον συντελεστή που θα είχε εφαρμογή εάν ήταν φορολογούμενος κάτοικος Λουξεμβούργου καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.

    5 Στη συνέχεια, κατά τον οριστικό καθορισμό του φόρου, επιβλήθηκε φόρος στα εισοδήματα που πραγματοποίησε ο Corbiau κατά τους δέκα πρώτους μήνες του 1990, βάσει του προοδευτικού συντελεστή που αντιστοιχεί κανονικά στα εισοδήματα αυτά όταν εισπράττονται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Δεδομένου ότι ο εν λόγω συντελεστής ήταν κατώτερος από αυτόν που χρησίμευσε ως βάση για τον υπολογισμό των κρατήσεων, από το εκκαθαριστικό σημείωμα του φόρου για το έτος 1990 προέκυψε πέραν του δέοντος παρακρατηθέν ποσό 180 048 φράγκων Λουξεμβούργου (LFR).

    6 Η φορολογική αρχή του Λουξεμβούργου αρνήθηκε την επιστροφή του πέραν του δέοντος καταβληθέντος φόρου βάσει του άρθρου 154, παράγραφος 6, του νόμου περί του φόρου εισοδήματος, το οποίο ορίζει ότι περιέρχονται στο Δημόσιο οι φορολογικές κρατήσεις επί των αποδοχών και μισθών των μισθωτών, οι οποίοι υπόκεινται σε φόρο ως κάτοικοι της χώρας επί ένα μόνο τμήμα του έτους, είτε διότι εγκαθίστανται στη χώρα, είτε διότι την εγκαταλείπουν κατά τη διάρκεια του έτους.

    7 Στις 28 Ιουνίου 1991 ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε ένσταση ενώπιον του directeur des contributions βάσει της παραγράφου 131 του Abgabenordnung (Φορολογικού Κώδικα).

    8 Κατά την εν λόγω διάταξη, "ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να χορηγήσει, σε ειδικές περιπτώσεις (συμπεριλαμβανομένων πολλών ειδικών περιπτώσεων, όπως οι κακοκαιρίες ή άλλες εξαιρετικές περιστάσεις), την ολική ή μερική έκπτωση κρατικών φόρων, των οποίων η είσπραξη θα ήταν άδικη ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ή να διατάξει, σε παρόμοιες περιπτώσεις, την επιστροφή ή τον καταλογισμό ήδη καταβληθέντων κρατικών φόρων".

    9 Κατά το άρθρο 8 του διατάγματος του Μεγάλου Δούκα της 26ης Οκτωβρίου 1944, "οι ενστάσεις καθώς και οι αιτήσεις εκπτώσεως ή μειώσεως φόρων που υποβάλλονται από τους υποκειμένους σε φόρο εκδικάζονται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας διοικητικής αρχής ή από τον εξουσιοδοτηθέντα από αυτόν, με την επιφύλαξη προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου οριζομένου με υπουργική απόφαση".

    10 Κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, του νόμου της 17ης Απριλίου 1964 περί αναδιοργανώσεως της administration des contributions directes et accises, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 20ής Μαρτίου 1970, η εν λόγω administration (διοικητική αρχή) ανατίθεται σε directeur (διευθυντή), ο οποίος είναι προϊστάμενος της administration.

    11 Τέλος, κατά το άρθρο 1 της υπουργικής αποφάσεως της 10ης Απριλίου 1946 το τριμελές comite du contentieux του Conseil d' Etat είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε τελευταίο βαθμό των προσφυγών που έχουν ως αντικείμενο φόρους, φορολογικές επιβαρύνσεις, εισφορές και τέλη.

    12 Ενώπιον του directeur des contributions, ο Corbiau επικαλέστηκε την απόφαση της 8ης Μαΐου 1990, C-175/88 Biehl (Συλλογή 1990, σ. Ι-1779), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι "αντίκειται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης φορολογική νομοθεσία κράτους μέλους, η οποία προβλέπει ότι οι φορολογικές κρατήσεις επί των αποδοχών και μισθών που βαρύνουν υπήκοο κράτους μέλους, ο οποίος υπόκειται σε φόρο, ως κάτοικος του κράτους αυτού, για περίοδο καλύπτουσα μέρος μόνον του έτους διότι ο εν λόγω μισθωτός μόλις εγκαθίσταται στη χώρα ή διότι εγκαταλείπει τη χώρα κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, περιέρχονται στο Δημόσιο και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επιστροφής".

    13 Ο Λουξεμβούργιος directeur des contributions, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως στην περίπτωση που υποβλήθηκε στην κρίση του, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    "Αντίκειται το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ στο ότι, σ' ένα κράτος μέλος όπου οι μισθωτοί που είναι υποκείμενοι σε φόρο κάτοικοι του κράτους αυτού καθ' όλη τη διάρκεια του φορολογικού έτους έχουν δικαίωμα επιστροφής του φόρου επί των μισθών που παρακρατείται νομίμως από τον εργοδότη τους, εάν και στο μέτρο που το ποσό αυτής της παρακρατήσεως υπερβαίνει τον φόρο εισοδήματος που καθορίζεται με τον συντελεστή ο οποίος αντιστοιχεί στο σύνολο των ετησίων εισοδημάτων τους, ο φόρος που παρακρατήθηκε νομίμως επιστρέφεται μόνον υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση στον κοινοτικό υπήκοο που είναι υποκείμενος σε φόρο ως κάτοικος της χώρας επί ένα μόνο τμήμα του έτους;"

    14 Πριν δοθεί απάντηση στο εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να εξεταστεί εάν ο directeur des contributions συνιστά δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης και, επομένως, εάν το ερώτημα είναι παραδεκτό.

    15 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η έννοια του δικαστηρίου έχει κοινοτικό χαρακτήρα και ότι δεν μπορεί, από την ίδια τη φύση της, να αναφέρεται παρά σε αρχή, η οποία έχει την ιδιότητα τρίτου ως προς την αρχή που εξέδωσε την αποτελούσα το αντικείμενο της προσφυγής απόφαση.

    16 Στην προκειμένη περίπτωση, ο directeur des contributions directes et des accises δεν έχει αυτήν την ιδιότητα. Επικεφαλής της εν λόγω administration, εμφανίζει πρόδηλο οργανικό δεσμό με τις υπηρεσίες που καθόρισαν τον βαλλόμενο φόρο κατά του οποίου στρέφεται η ασκηθείσα ενώπιόν του ένσταση. Αυτή η διαπίστωση ενισχύεται, εξάλλου, με το γεγονός ότι, σε περίπτωση ενδεχόμενης προσφυγής ενώπιον του Conseil d' Etat, ο εν λόγω directeur είναι διάδικος.

    17 Έπεται ότι ο directeur des contributions δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 177 της Συνθήκης και ότι το ερώτημά του πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    18 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του directeur des contributions του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, σ' αυτόν εναπόκειται να αποφανθεί επί των ενδεχομένων δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    αποφασίζει:

    Το υποβλήθεν από τον directeur des contributions directes et des accises του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου ερώτημα είναι απαράδεκτο.

    Top