Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991TO0048

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 1991.
    Daniel Minic κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη.
    Υπόθεση T-48/91.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 II-00479

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:1991:37

    ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

    της 9ης Ιουλίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση T-48/91,

    Daniel Minie, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Petit-Failly (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον Aloyse May, δικηγόρο Λουξεμβούργου, τον οποίο όρισε και ως αντίκλητο, 31, Grand-Rue,

    προσφεύγων,

    κατά

    Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένου από τον Jean-Marie Stenier, με τόπο επιδόσεων την έδρα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 12, rue Alcide de Gasperi, Kirchberg,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση της από 17 Μαΐου 1991 αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με την οποία ο προσφεύγων απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του προγραμματιστή/συντονιστή της μεταφραστικής υπηρεσίας από τις 3 Ιουνίου 1991 και ανατοποθετήθηκε στο γερμανικό μεταφραστικό τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Χ. Γεραρή, πρόεδρο τμήματος, Α. Saggio και Κ. Lenaerts, δικαστές,

    γραμματέας: Η. Jung

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    1

    Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Ιουνίου 1991 ο Daniel Minie, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άσκησε προσφυγή, βάσει του άρθρου 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της από 17 Μαΐου 1991 αποφάσεως της αρμόδιας για τους'διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) με την οποία ο προσφεύγων απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα του προγραμματιστή/συντονιστή της μεταφραστικής υπηρεσίας από τις 3 Ιουνίου 1991 και ανατοποθετήθηκε στο γερμανικό μεταφραστικό τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

    2

    Με απόφαση της ΑΔΑ της 15ης Νοεμβρίου 1982, ο προσφεύγων μονιμοποιήθηκε σε θέση μεταφραστή βαθμού LA 7 στο γερμανικό μεταφραστικό τμήμα.

    3

    Στις 8 Οκτωβρίου 1983, στον προσφεύγοντα ανατέθηκαν εργασίες ορολογίας με πλήρες ωράριο στο πλαίσιο της μεταφραστικής υπηρεσίας, καθώς και συνδέσμου μεταξύ της μεταφραστικής υπηρεσίας και της ADAR (Audit Development and Reports ).

    4

    Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1986, προήχθη στον βαθμό LA 6 χωρίς αλλαγή θέσεως.

    5

    Στις 6 Μαΐου 1987, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου πληροφόρησε τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι είχε αποφασίσει να δημιουργήσει στη μεταφραστική υπηρεσία γραφείο συντονισμού το οποίο ανέθεσε στον προσφεύγοντα.

    6

    Την 1η Φεβρουαρίου 1990, υπηρεσιακό σημείωμα του προϊσταμένου του τμήματος επιβεβαίωνε ότι ο προσφεύγων θα ασκούσε του λοιπού καθήκοντα « βοηθού προϊσταμένου της μεταφραστικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τον συντονισμό και τον προγραμματισμό των μεταφραστικών εργασιών ».

    7

    Στις 17 Μαΐου 1991, ο Γενικός Γραμματέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υπό την ιδιότητα του ως ΑΔΑ, πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι από τις 3 Ιουνίου 1991 απαλλασσόταν από τα καθήκοντα του προγραμματιστή/συντονιστή της μεταφραστικής υπηρεσίας και ότι θα ανατοποθετηθεί εκ νέου, με ισχύ από της ίδιας ημέρας, στο γερμανικό μεταφραστικό τμήμα.

    8

    Με έγγραφο της ίδιας ημέρας της ίδιας ΑΔΑ, η θέση του προγραμματιστή/συντονιστή καταργήθηκε και τα καθήκοντα που ασκούσε μέχρι τότε ο προσφεύγων ανατέθηκαν στον ιεραρχικώς προϊστάμενο του.

    9

    Με σημείωμα της 22ας Μαΐου 1991, που απηύθυνε στον Γενικό Γραμματέα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο προσφεύγων ανέφερε: « Δεν μπορώ να δεχθώ αυτόν τον τρόπο ενεργείας έναντι του προσώπου μου και σας παρακαλώ να μου παράσχετε όλες τις εξηγήσεις ως προς την υπόθεση αυτή στην οποία εγώ “ πληρώνω τα σπασμένα ”. Εν συνεχεία, θα σας υποβάλω τη δική μου εκδοχή των γεγονότων μη ξεχνώντας ούτε στιγμή ότι ενεργούσα υπό την εξουσία και την ευθύνη του ιεραρχικώς προϊσταμένου μου και με την αναγκαία επαγγελματική συνείδηση για μια θέση η οποία ασφαλώς συγκαταλέγεται μεταξύ των θέσεων του Συνεδρίου που προκαλούν το μεγαλύτερο άγχος καθόσον ο κατέχων τη θέση αυτή βρίσκεται συνεχώς μεταξύ σφύρας και άκμονος. »

    10

    Στις 20 Ιουνίου 1991, ο προσφεύγων απηύθυνε στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία επανέλαβε το περιεχόμενο της προσφυγής του.

    11

    Όταν η προσφυγή που ασκείται ενώπιον του Πρωτοδικείου είναι προδήλως απαράδεκτη, το Πρωτοδικείο μπορεί, βάσει του άρθρου 111 του Κανονισμού Διαδικασίας, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη Διάταξη. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι έχει φωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα του φακέλου και κρίνει ότι η συνέχιση της διαδικασίας παρέλκει.

    12

    Δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφυγή υπαλλήλου είναι παραδεκτή μόνον αν έχει υποβληθεί προηγουμένως στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως. Η διοικητική αυτή ένσταση πρέπει να υποβληθεί κατά της πράξεως που θεωρείται ότι προκαλεί βλάβη εντός προθεσμίας τριών μηνών. Δεν αμφισβητείται όμως ότι ο προσφεύγων υπέβαλε τη διοικητική ένσταση κατά της πράξεως που θεωρεί ότι του προκάλεσε βλάβη στις 20 Ιουνίου 1991, δηλαδή δύο ημέρες μετά την άσκηση της παρούσας προσφυγής.

    13

    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι δεν είχε υποβληθεί προηγουμένως διοικητική ένσταση στην ΑΔΑ βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

    14

    Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το γεγονός ότι μαζί με την προσφυγή αυτή υποβλήθηκε και αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως δεν απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από την υποβολή προηγουμένης διοικητικής ενστάσεως βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, αλλά του επιτρέπει μόνον, βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, να προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου, αμέσως μετά την υποβολή της διοικητικής του ενστάσεως, χωρίς να αναμείνει από την ΑΔΑ ρητή ή σιωπηρή απάντηση στην ένσταση αυτή.

    15

    Δεδομένου ότι ο προσφεύγων υπέβαλε τη διοικητική ένσταση αφού είχε ασκήσει ήδη την προσφυγή του, η προσφυγή αυτή δεν πληροί προδήλως τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το άρθρο 91 του ΚΥΚ.

    16

    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    17

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 88 του ίδιου κανονισμού, προκειμένου περί προσφυγών υπαλλήλων, τα κοινοτικά όργανα φέρουν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο τμήμα)

    διατάσσει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

     

    2)

    Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

     

    Λουξεμβούργο, 9 Ιουλίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    Η. Jung

    Ο Πρόεδρος

    Χρ. Γεραρής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top