This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CJ0172
Judgment of the Court of 21 April 1993. # Volker Sonntag v Hans Waidmann, Elisabeth Waidmann and Stefan Waidmann. # Reference for a preliminary ruling: Bundesgerichtshof - Germany. # Brussels Convention of 27 September 1968 - Interpretation of Articles 1, 27 and 37. # Case C-172/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 1993.
Volker Sonntag κατά Hans Waidmann, Elisabeth Waidmann και Stefan Waidmann.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 - Ερμηνεία των άρθρων 1, 27 και 37.
Υπόθεση C-172/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Απριλίου 1993.
Volker Sonntag κατά Hans Waidmann, Elisabeth Waidmann και Stefan Waidmann.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 - Ερμηνεία των άρθρων 1, 27 και 37.
Υπόθεση C-172/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-01963
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:144
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 21ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1993. - VOLKER SONNTAG ΚΑΤΑ HANS WAIDMANN, ELISABETH WAIDMANN ΚΑΙ STEFAN WAIDMANN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESGERICHTSHOF - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ ΤΗΣ 27ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1968 - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 1, 27 ΚΑΙ 37. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-172/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-01963
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων * Πεδίο εφαρμογής * Αστικές και εμπορικές υποθέσεις * 'Εννοια "αστικές υποθέσεις" * Αγωγή ασκηθείσα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε ιδιώτη από τον τελέσαντα αξιόποινη πράξη * Αγωγή κατά διδάσκοντος δημοσίου σχολείου που παρέβη το καθήκον επιτηρήσεως των μαθητών του * Καλύπτεται
(Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 1 PAR 1)
2. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων * Εκτέλεση * 'Ενδικα μέσα ή βοηθήματα * Αναίρεση και Rechtsbeschwerde * 'Ενδικο μέσο ή βοήθημα παρεχόμενο από το εθνικό δίκαιο στους έχοντες έννομο συμφέρον τρίτους * Αποκλείεται
(Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 37 PAR 2)
3. Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων * Αναγνώριση και εκτέλεση * Λόγοι αρνήσεως * Απουσία προσήκουσας και εμπρόθεσμης κοινοποιήσεως ή επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο * 'Εννοια "ερημοδικίας" * Εναγόμενος πολιτικής αγωγής ασκηθείσας στο πλαίσιο ποινικής δίκης * Τοποθέτηση μόνον επί του κατηγορητηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία που αφορά και την πολιτική αγωγή * Παράσταση ως προς την πολιτική αγωγή αποκλείουσα την ερημοδικία
(Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 27, σημ. 2)
1. Η αγωγή αποζημιώσεως για αποκατάσταση της προκληθείσας σε ιδιώτη ζημίας συνεπεία αξιόποινης πράξεως, ακόμη και αν προσαρτάται σε ποινική δίκη, έχει αστικό χαρακτήρα, εκτός αν ο υπεύθυνος κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ως δημόσια αρχή που ενήργησε στο πλαίσιο της ασκήσεως δημοσίας εξουσίας. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει για την εκ μέρους ενός διδάσκοντος δημοσίου σχολείου επιτήρηση των μαθητών του κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής. Κατά συνέπεια, η έννοια "αστική υπόθεση", όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά διδάσκοντος δημοσίου σχολείου ο οποίος, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, προξένησε βλάβη σε μαθητή συνεπεία υπαιτίας και παρανόμου παραβάσεως του καθήκοντός του επιτηρήσεως, έστω και αν υφίσταται κάλυψη από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου.
2. Το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι αποκλείει την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή βοηθήματος από τρίτο έχοντα έννομο συμφέρον κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36 της Συμβάσεως, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτελέσεως παρέχει στον εν λόγω τρίτο δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος.
3. Δεδομένου ότι η μη αναγνώριση της αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, για τους αναφερόμενους στο άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως λόγους, είναι δυνατή μόνον εφόσον ο εναγόμενος ερημοδίκησε κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως, δεν είναι δυνατή επίκληση της διατάξεως αυτής εφόσον ο κατηγορούμενος-εναγόμενος παρέστη. Ο κατηγορούμενος-εναγόμενος θεωρείται ότι παρέστη, κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, εάν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που προσαρτάται στην ποινική αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου, ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει λάβει θέση κατά την ακροαματική διαδικασία, διά του συνηγόρου της επιλογής του, επί της ποινικής διώξεως, αλλά όχι επί της πολιτικής αγωγής, η οποία έχει επίσης συζητηθεί παρουσία του εν λόγω συνηγόρου.
Στην υπόθεση C-172/91,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Volker Sonntag,
υποστηριζομένου από το
Land Baden-Wuerttemberg,
και
Hans Waidmann,
Elisabeth Waidmann,
Stefan Waidmann,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 1, 27, σημείο 2, και 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978, σχετικά με την Προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco, P. J. G. Kapteyn και D. A. O. Edward, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* οι Hans Waidmann κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον Dr. E. Kersten, δικηγόρο Καρλσρούης,
* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Dr. C. Boehmer, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης,
* η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον O. Fiumara, δικηγόρο,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον P. van Nuffel, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον W.-D. Krause-Ablass, δικηγόρο Ντύσελντορφ,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Volker Sonntag, εκπροσωπουμένου από τον H. Buettner, δικηγόρο Καρλσρούης, της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Οκτωβρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Δεκεμβρίου 1992,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 28ης Μαΐου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Ιουλίου του ιδίου έτους, το Bundesgerichtshof υπέβαλε, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978, σχετικά με την Προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24, στο εξής: Σύμβαση), ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 1, παράγραφος 1, 27, σημείο 2, και 37, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του V. Sonntag (στο εξής: οφειλέτη), υποστηριζομένου από το Land Baden-Wuerttemberg (ομόσπονδο κράτος της Βάδης-Βυρτεμβέργης), και του κυρίου και της κυρίας H. Waidmann και του γιου τους Stefan Waidmann (στο εξής: δανειστές), αφορώσας την εκτέλεση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας του αστικού σκέλους αποφάσεως που εκδόθηκε από ιταλικό ποινικό δικαστήριο.
3 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι δανειστές είναι οι γονείς και ο αδελφός του Thomas Waidmann, μαθητή δημοσίου σχολείου του Land Baden-Wuerttemberg, ο οποίος στις 8 Ιουνίου 1984, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής στην Ιταλία, υπήρξε θύμα θανατηφόρου ατυχήματος στο βουνό. Ο συνοδός καθηγητής, Volker Sonntag, δικάστηκε από το πλημμελειοδικείο του Bolzano για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
4 Στο πλαίσιο της ποινικής αυτής διαδικασίας, οι δανειστές παρέστησαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1986 ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του κατηγορουμένου καθηγητή, ζητώντας να υποχρεωθεί σε αποκατάσταση της προκληθείσας από το ατύχημα ζημίας. Το σχετικό δικόγραφο επιδόθηκε στον οφειλέτη στις 16 Φεβρουαρίου 1987.
5 Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη ενώπιον του πλημμελειοδικείου του Bolzano στις 25 Ιανουαρίου 1988. Κατά την ακροαματική αυτή διαδικασία, ο οφειλέτης εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Με την εκδοθείσα την ίδια ημέρα απόφαση, το δικαστήριο έκρινε τον οφειλέτη ένοχο ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και τον υποχρέωσε να καταβάλει στην οικογένεια Waidmann έναντι αποζημιώσεως ποσό 20 εκατομμυρίων ιταλικών λιρών (LIT) καθώς και στα δικαστικά έξοδα. Η απόφαση του επιδόθηκε και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.
6 Κατόπιν αιτήσεως των δανειστών, το Landgericht Ellwangen περιήψε στις 29 Σεπτεμβρίου 1989 τον εκτελεστήριο τύπο στην απόφαση του πλημμελειοδικείου του Bolzano, όσον αφορά τις αστικές διατάξεις της.
7 Κατόπιν αυτού, ο οφειλέτης προσέβαλε την εν λόγω απόφαση και προσεπικάλεσε, στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας, το Land Baden-Wuerttemberg ως αναγκαίο ομόδικο, ισχυριζόμενος ότι είχε νόμιμο δικαίωμα μετακυλίσεως στο Land της υποχρεώσεώς του για ανόρθωση της ζημίας σε περίπτωση δυσμενούς γι' αυτόν εκβάσεως της δίκης. Το Land Baden-Wuerttemberg παρενέβη στη δίκη υπέρ του οφειλέτη.
8 Το Oberlandesgericht απέρριψε την προσφυγή στις 20 Ιουλίου 1990 για τον λόγο, ιδίως, ότι η ποινική απόφαση του πλημμελειοδικείου του Bolzano αφορούσε αστική υπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως, και το δικόγραφο της πολιτικής αγωγής είχε επιδοθεί εμπροθέσμως στον οφειλέτη.
9 Κατόπιν αυτού, ο οφειλέτης καθώς και το Land Baden-Wuerttemberg άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Bundesgerichtshof. Αμφότεροι υποστηρίζουν ιδίως ότι η ποινική απόφαση του πλημμελειοδικείου του Bolzano αφορά απαίτηση δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι η επιτήρηση των μαθητών από τον οφειλέτη, υπό την ιδιότητά του ως δημοσίου λειτουργού, εμπίπτει στο διοικητικό δίκαιο. Φρονούν επίσης ότι το περιεχόμενο της παρεμβάσεως των δανειστών της 22ας Σεπτεμβρίου 1986 είναι πολύ αόριστο για να μπορεί να θεωρηθεί ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως.
10 Κρίνοντας ότι, ενόψει των ανωτέρω, ανέκυπταν ζητήματα ερμηνείας της Συμβάσεως, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"1) Αποκλείει το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή βοηθήματος από τους έχοντες έννομο συμφέρον τρίτους κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36 της Συμβάσεως, ακόμη και όταν το εθνικό δίκαιο του κράτους όπου ζητείται η εκτέλεση παρέχει στους εν λόγω τρίτους δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος;
2) α) Καλύπτει η έννοια 'αστική υπόθεση' , όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως, την περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο επιφορτισμένο με δημόσιο λειτούργημα, το οποίο προκάλεσε ζημία σε άλλο πρόσωπο συνεπεία υπαίτιας και παρανόμου παραβάσεως των καθηκόντων του, ενάγεται προσωπικώς για αποζημίωση από το θύμα;
β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ανωτέρω υποβληθέν ερώτημα υπό α': ισχύει το ίδιο, ακόμη και όταν το ατύχημα καλύπτεται από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου;
3) Υφίσταται 'εισαγωγικό έγγραφο της δίκης' , κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, όταν ο κατηγορούμενος πληροφορείται με δικόγραφο ότι θα του ζητηθεί, στο πλαίσιο ποινικής δίκης, να καταβάλει αφενός αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία και αφετέρου χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, χωρίς το εν λόγω έγγραφο να αναφέρει το μέγεθος της απαιτήσεως αστικού δικαίου που πρόκειται να προβληθεί;
4) 'Εχει παραστεί ο εναγόμενος κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, οσάκις πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου (άρθρο 5, σημείο 4, της Συμβάσεως) και ο οφειλέτης, διά του συνηγόρου της επιλογής του, έχει λάβει θέση, κατά την ακροαματική διαδικασία, επί της κατηγορίας αλλά όχι επί της πολιτικής αγωγής, η οποία επίσης αποτέλεσε αντικείμενο προφορικής συζητήσεως παρουσία του κατηγορουμένου;"
11 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
12 Δεδομένου ότι τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία πλειόνων διατάξεων της Συμβάσεως, πρέπει να εξεταστεί καταρχάς αν η αγωγή αποζημιώσεως από την οποία ανέκυψε η διαφορά, όπως περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως. Επομένως, ενδείκνυται να δοθεί πρώτα απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
13 Από τη διατύπωση του υποβληθέντος ερωτήματος και από το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η έννοια "αστική υπόθεση", όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά καθηγητή δημοσίου σχολείου ο οποίος, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, προξένησε βλάβη σε μαθητή λόγω υπαιτίας και παρανόμου παραβάσεως του καθήκοντος επιτηρήσεως, ακόμη και σε περίπτωση υπάρξεως ασφαλιστικής καλύψεως από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου.
14 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, αν η αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται ενώπιον ποινικού δικαστηρίου μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως.
15 Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, αυτή "εφαρμόζεται επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, ανεξαρτήτως της φύσεως του δικαστηρίου".
16 Επομένως, από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως συνάγεται ότι η Σύμβαση εφαρμόζεται και επί αποφάσεων εκδιδομένων επί αστικών υποθέσεων από ποινικά δικαστήρια.
17 Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί αν η αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε κατά καθηγητή δημοσίου σχολείου ο οποίος προκάλεσε, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, βλάβη σε μαθητή συνεπεία παραβάσεως των καθηκόντων του αποτελεί "αστική υπόθεση" κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως.
18 Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU, Συλλογή τόμος 1976, σ. 577, σκέψεις 3 και 4 απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1979, 133/78, Gourdain, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 383, σκέψη 3 απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 814/79, Rueffer, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 493, σκέψεις 7 και 8), η έννοια "αστική υπόθεση" που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1 της Συμβάσεως πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια που επιβάλλεται να ερμηνεύεται σε συνάρτηση, αφενός, με τους σκοπούς και το σύστημα της Συμβάσεως και, αφετέρου, με τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών συστημάτων δικαίου.
19 Επισημαίνεται σχετικώς ότι η πολιτική αγωγή, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προκληθείσας σε ιδιώτη ζημίας συνεπεία ποινικής παραβάσεως, έχει αστικό χαρακτήρα, μολονότι προσαρτάται στην ποινική δίκη. Πράγματι, στα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων κρατών, η αξίωση προς αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας συνεπεία συμπεριφοράς που κρίνεται κολάσιμη κατά το ποινικό δίκαιο αναγνωρίζεται γενικώς ως αξίωση αστικού χαρακτήρα. Αυτή είναι άλλωστε η αντίληψη που διαπνέει το άρθρο 5, σημείο 4, της Συμβάσεως.
20 Από τις προαναφερθείσες αποφάσεις LTU και Rueffer προκύπτει ότι η εν λόγω αγωγή ευρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συμβάσεως μόνο στην περίπτωση που ο υπεύθυνος κατά του οποίου στρέφεται πρέπει να θεωρηθεί ως δημόσια αρχή ενεργούσα κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας.
21 Σχετικώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το γεγονός ότι ο διδάσκων είναι δημόσιος υπάλληλος και ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή δεν έχει αποφασιστική σημασία. Πράγματι, ακόμη και αν ένας δημόσιος υπάλληλος ενεργεί για λογαριασμό του κράτους, δεν ασκεί πάντοτε δημόσια εξουσία.
22 Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, στα περισσότερα νομικά συστήματα των κρατών μελών, η συμπεριφορά του διδάσκοντος σε δημόσιο σχολείο που συνοδεύει τους μαθητές κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής δεν συνιστά εκδήλωση δημοσίας εξουσίας, καθότι η συμπεριφορά αυτή δεν αντιστοιχεί στην άσκηση εξαιρετικών εξουσιών σε σχέση με τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.
23 Τρίτον, διαπιστώνεται ότι ο διδάσκων σε δημόσιο σχολείο ασκεί έναντι των μαθητών, στις περιπτώσεις που είναι παρεμφερείς προς εκείνη της κυρίας υποθέσεως, τα ίδια καθήκοντα με τον διδάσκοντα σε ιδιωτικό σχολείο.
24 Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί, μολονότι σε διαφορετικό νομικό και πραγματικό πλαίσιο, με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum (Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψη 28 σε συνδυασμό με σκέψη 24), ότι ο διδάσκων δεν κάνει χρήση δημόσιας εξουσίας, ακόμη και όταν βαθμολογεί τους μαθητές και συμμετέχει στην απόφαση σχετικά με την προαγωγή τους στην επόμενη τάξη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, όταν πρόκειται για το καθήκον επιτηρήσεως των μαθητών, το οποίο βαρύνει τον διδάσκοντα που τους συνοδεύει κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής.
25 Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους από το οποίο κατάγεται ο ενδιαφερόμενος διδάσκων χαρακτηρίζει την εκ μέρους του εν λόγω διδάσκοντος επιτήρηση των μαθητών του ως άσκηση δημοσίας εξουσίας, το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της διαφοράς της κυρίας δίκης από πλευράς του άρθρου 1 της Συμβάσεως.
26 Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η αγωγή αποζημιώσεως που ασκήθηκε στο πλαίσιο της κυρίας υποθέσεως από τους δανειστές κατά του διδάσκοντος δημοσίου σχολείου είναι "αστική υπόθεση" κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως.
27 Απομένει να εξεταστεί αν η ερμηνεία αυτή μπορεί να ανατραπεί από το γεγονός ότι το ατύχημα που αποτέλεσε την αφορμή για την εν λόγω αγωγή καλύπτεται από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου.
28 Αρκεί να διαπιστωθεί σχετικώς ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη ασφαλιστικής καλύψεως δεν έχει καμία σημασία, καθότι η βάση της αστικής αξιώσεως, ήτοι η αδικοπρακτική ευθύνη, δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη της εν λόγω δημοσίας εγγυήσεως.
29 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η έννοια "αστική υπόθεση", όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως, καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά διδάσκοντος δημοσίου σχολείου ο οποίος, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, προξένησε βλάβη σε μαθητή συνεπεία υπαιτίας και παρανόμου παραβάσεως του καθήκοντός του επιτηρήσεως, έστω και αν υφίσταται κάλυψη από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου.
Επί του πρώτου ερωτήματος
30 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ' ουσίαν το ζήτημα αν το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι αποκλείει την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή βοηθήματος από τρίτους έχοντες έννομο συμφέρον κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36 της Συμβάσεως, ακόμη και στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο του κράτους όπου ζητείται η εκτέλεση παρέχει στους εν λόγω τρίτους δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος.
31 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, την απόφαση με την οποία επιτρέπεται η εκτέλεση μπορεί να προσβάλει το πρόσωπο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση. Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η εκδιδόμενη επί της εν λόγω προσφυγής απόφαση μπορεί να προσβληθεί μόνο με Rechtsbeschwerde (αναίρεση).
32 Στη συνέχεια, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει τεθεί υπέρ της στενής ερμηνείας του όρου "απόφαση επί της προσφυγής", που περιέχεται στο άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, δεχόμενο ότι, στο πλαίσιο της όλης οικονομίας της Συμβάσεως και υπό το φως ενός από τους κύριους στόχους της, που συνίσταται στην απλούστευση των διαδικασιών στο κράτος όπου ζητείται η εκτέλεση, η διάταξη αυτή δεν ενδείκνυται να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως άλλης από αυτήν που εκδίδεται επί της προσφυγής (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1984, 258/83, Brennero, Συλλογή 1984, σ. 3971, σκέψη 15, και της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-183/90, Van Dalfren, Συλλογή 1991, σ. Ι-4743, σκέψη 19).
33 Πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 2ας Ιουλίου 1985, 148/84, Deutsche Genossenschaftsbank (Συλλογή 1985, σ. 1981, σκέψη 17), διευκρίνισε ότι η Σύμβαση θέσπισε μια διαδικασία περιαφής του εκτελεστηρίου τύπου που αποτελεί αυτοτελές και πλήρες σύστημα, το οποίο καλύπτει και τα ένδικα μέσα, και ότι, κατά συνέπεια, το άρθρο 36 της Συμβάσεως αποκλείει την άσκηση των ενδίκων μέσων που παρέχει το εθνικό δίκαιο στους ενδιαφερομένους τρίτους κατά της αποφάσεως περί περιαφής του εκτελεστήριου τύπου.
34 Η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται και σε σχέση με την αναίρεση που ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως. Πράγματι, το να απαγορεύεται σε τρίτο έχοντα έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 36, ενώ συγχρόνως του παρέχεται η δυνατότητα να παρέμβει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ασκώντας αναίρεση δυνάμει του άρθρου 37, αντίκειται στο προαναφερθέν σύστημα καθώς και σε έναν από τους κυριότερους στόχους της Συμβάσεως, που είναι η απλούστευση της διαδικασίας στο κράτος εκτελέσεως.
35 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι αποκλείει την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή βοηθήματος από τρίτο έχοντα έννομο συμφέρον κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36 της Συμβάσεως, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτελέσεως παρέχει στον εν λόγω τρίτο δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος.
Επί του τρίτου και τετάρτου ερωτήματος
36 Με τα δύο αυτά τελευταία ερωτήματα, που ενδείκνυται να εξεταστούν μαζί και αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, τίθεται το ζήτημα, πρώτον, αν υφίσταται "εισαγωγικό της δίκης έγγραφο" κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, οσάκις ο εναγόμενος πληροφορείται, με διαδικαστικό έγγραφο, ότι θα του ζητηθεί, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, να καταβάλει αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, χωρίς στο εν λόγω έγγραφο να προσδιορίζεται το μέγεθος της αξιώσεως αστικής φύσεως που θα προβληθεί κατ' αυτού. Δεύτερον, τίθεται το ζήτημα αν ο κατηγορούμενος έχει παραστεί, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, όταν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που προσαρτάται στην ποινική δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου, έχει λάβει θέση κατά την ακροαματική διαδικασία, μέσω του συνηγόρου της επιλογής του, επί της ποινικής διώξεως, αλλά όχι επί της πολιτικής αγωγής, η οποία έχει επίσης συζητηθεί παρουσία του εν λόγω συνηγόρου.
37 Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι στο άρθρο 27 της Συμβάσεως απαριθμούνται οι προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται, σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος, η αναγνώριση αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Κατά το σημείο 2 του εν λόγω άρθρου, η απόφαση δεν αναγνωρίζεται "οσάκις το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί".
38 Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί ότι μια απόφαση δεν αναγνωρίζεται ούτε εκτελείται βάσει της Συμβάσεως, αν δεν έχει παρασχεθεί στον εναγόμενο η δυνατότητα να αμυνθεί ενώπιον του δικαστή του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως (αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1981, 166/80, Klomps, Συλλογή 1981, σ. 1593, σκέψη 9, και της 12ης Νοεμβρίου 1992, C-123/91, Minalmet, Συλλογή 1992, σ. Ι-5661, σκέψη 18).
39 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η μη αναγνώριση της αποφάσεως, για τους περιεχόμενους στο άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως λόγους, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που ο εναγόμενος ερημοδίκησε κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Επομένως, δεν είναι δυνατή επίκληση της εν λόγω διατάξεως στην περίπτωση που ο εναγόμενος έχει παραστεί ή έχει τουλάχιστον λάβει γνώση των δεδομένων της διαφοράς και του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να αμυνθεί.
40 Ενόψει των πραγματικών περιστατικών της κυρίας δίκης, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο ΙΙ, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου που έχει προσαρτηθεί στη Σύμβαση, "με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων, πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε συμβαλλόμενο κράτος και διώκονται για αδίκημα εξ αμελείας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων άλλου συμβαλλόμενου κράτους, του οποίου δεν έχουν την ιθαγένεια, μπορούν να αναθέσουν την υπεράσπισή τους σε αρμόδια για το έργο αυτό πρόσωπα, ακόμη και αν δεν εμφανίζονται αυτοπροσώπως".
41 Διαπιστώνεται ότι, όταν ο κατηγορούμενος, διά του συνηγόρου του, λαμβάνει θέση κατά την ακροαματική διαδικασία επί των κατ' αυτού κατηγοριών, έχοντας γνώση της αξιώσεως αστικού δικαίου που έχει προβληθεί κατ' αυτού στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, πρέπει καταρχήν να θεωρείται ότι, ενόψει της τοποθετήσεώς του αυτής, συμμετέχει στη διαδικασία στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να γίνεται διάκριση μεταξύ της ποινικής διώξεως και της αστικού δικαίου αξιώσεως. Ωστόσο, τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να αρνηθεί να παραστεί ως προς την πολιτική αγωγή. Αν ωστόσο δεν ενεργήσει έτσι, η τοποθέτησή του επί των ποινικής φύσεως αιτιάσεων ισχύει και ως παράσταση ως προς το αστικό μέρος.
42 Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι ο συνήγορος της επιλογής του κατηγορουμένου της κυρίας δίκης δεν προέβαλε ενστάσεις κατά της πολιτικής αγωγής ούτε κατά τη φάση των προφορικών συζητήσεων επί της εν λόγω πολιτικής αγωγής.
43 Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι παρέστη και, ως εκ τούτου, το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως πρέπει να κηρυχθεί ανεφάρμοστο. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, υπήρξε εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.
44 Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η μη αναγνώριση της αποφάσεως για τους αναφερόμενους στο άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως λόγους είναι δυνατή μόνον εφόσον ο εναγόμενος ερημοδίκησε κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Επομένως, δεν είναι δυνατή η επίκληση της διατάξεως αυτής, εφόσον ο εναγόμενος παρέστη. Ο κατηγορούμενος-εναγόμενος λογίζεται ότι παρέστη, κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, εάν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που προσαρτάται στην ποινική δίκη που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου, ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει λάβει θέση κατά την ακροαματική διαδικασία, διά του συνηγόρου της επιλογής του, επί της ποινικής διώξεως, αλλά όχι επί της πολιτικής αγωγής, η οποία έχει επίσης συζητηθεί παρουσία του εν λόγω συνηγόρου.
Επί των δικαστικών εξόδων
45 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 28ης Μαΐου 1991 το Bundesgerichtshof, αποφαίνεται:
1) H έννοια "αστική υπόθεση", όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως, καλύπτει την αγωγή αποζημιώσεως που ασκείται ενώπιον ποινικού δικαστηρίου κατά διδάσκοντος δημοσίου σχολείου ο οποίος, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, προξένησε βλάβη σε μαθητή συνεπεία υπαιτίας και παρανόμου παραβάσεως του καθήκοντός του επιτηρήσεως, έστω και αν υφίσταται κάλυψη από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου.
2) Tο άρθρο 37, παράγραφος 2, της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι αποκλείει την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου ή βοηθήματος από τρίτο έχοντα έννομο συμφέρον κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της προσφυγής που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 36 της Συμβάσεως, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο του κράτους εκτελέσεως παρέχει στον εν λόγω τρίτο δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου μέσου ή βοηθήματος.
3) H μη αναγνώριση της αποφάσεως για τους αναφερόμενους στο άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως λόγους είναι δυνατή μόνον εφόσον ο εναγόμενος ερημοδίκησε κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της αρχικής αποφάσεως. Επομένως, δεν είναι δυνατή η επίκληση της διατάξεως αυτής, εφόσον ο εναγόμενος παρέστη. Ο κατηγορούμενος-εναγόμενος λογίζεται ότι παρέστη, κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως, εάν, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που προσαρτάται στην ποινική δίκη που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου, ο εν λόγω κατηγορούμενος έχει λάβει θέση κατά την ακροαματική διαδικασία, διά του συνηγόρου της επιλογής του, επί της ποινικής διώξεως, αλλά όχι επί της πολιτικής αγωγής, η οποία έχει επίσης συζητηθεί παρουσία του εν λόγω συνηγόρου.