This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61990CJ0242
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 6 July 1993. # Commission of the European Communities v Alessandro Albani and others. # Appeal - Recruitment - Competition based on qualification and tests - Irregularity in marking - Annulment. # Case C-242/90 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 1993.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Alessandro Albani και λοιπών.
Αναίρεση - Πρόσληψη - Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων - Πλημμέλειες κατά τη διόρθωση - Ακύρωση.
Υπόθεση C-242/90 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 1993.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Alessandro Albani και λοιπών.
Αναίρεση - Πρόσληψη - Διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων - Πλημμέλειες κατά τη διόρθωση - Ακύρωση.
Υπόθεση C-242/90 P.
Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-03839
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:284
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 6ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ALESSANDRO ALBANI ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ. - ΑΝΑΙΡΕΣΗ - ΠΡΟΣΛΗΨΗ - ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΒΑΣΕΙ ΤΙΤΛΩΝ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ - ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΓΡΑΠΤΩΝ - ΑΚΥΡΩΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-242/90 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-03839
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Υπάλληλοι * Προσφυγή * Ακυρωτική απόφαση * Αποτελέσματα * Ακύρωση δοκιμασίας γενικού διαγωνισμού * Υποχρεώσεις της εξεταστικής επιτροπής και της Αρμόδιας για τους Διορισμούς Αρχής * Επέκταση της ακυρότητας στις μετέπειτα πράξεις της διαδικασίας του διαγωνισμού * Νομικό σφάλμα * Βάσιμη αίτηση αναιρέσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)
Οσάκις ακυρώνεται δοκιμασία γενικού διαγωνισμού ο οποίος διοργανώθηκε για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις, τα δικαιώματα του προσφεύγοντος που απέτυχε στη δοκιμασία αυτή προστατεύονται επαρκώς αν η εξεταστική επιτροπή και η Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή επανεξετάσουν τις αποφάσεις τους και αναζητήσουν μια δίκαιη λύση για την περίπτωσή του, χωρίς να χρειάζεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στο σύνολό του ή να ακυρωθούν οι διορισμοί που έγιναν κατόπιν αυτού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την ανάγκη συμβιβασμού των συμφερόντων των υποψηφίων που τίθενται σε μειονεκτική θέση λόγω της πλημμέλειας ενός διαγωνισμού και των συμφερόντων των άλλων υποψηφίων. Προς τούτο, το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο την ανάγκη αποκαταστάσεως των θιγομένων υποψηφίων στα δικαιώματά τους, αλλά και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ήδη επιλεγέντων υποψηφίων. Συνεπώς, η απόφαση του Πρωτοδικείου που ακυρώνει τόσο την πλημμελή δοκιμασία όσο και τις μετέπειτα πράξεις της διαδικασίας του διαγωνισμού πάσχει νομικό σφάλμα, καθόσον δεν περιορίζει τις συνέπειες της ακυρώσεως μόνο στην αποκατάσταση των προσφευγόντων στα δικαιώματά τους.
Στην υπόθεση C-242/90 P,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς με τον Henri Etienne, κύριο νομικό σύμβουλο, και τον Sean van Raepenbusch, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, εν συνεχεία δε από τον Gianluigi Valsesia, κύριο νομικό σύμβουλο, και τον Sean van Raepenbusch, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Albert Wagner, Kirchberg,
αναιρεσείουσα,
υποστηριζόμενη από τους
John Allen, Georges-Marc Andre, Balthasar Benz, Ludger Blasig, Jean-Louis Chomel, David Daly, Marc Debois, Bertrand Delpeuch, Donatella Diane, Martin Dihm, Ευάγγελο Διβάρη, Michael Gowen, Agnes Guillaud, Αναστάσιο Χανιώτη, Jill Hanna, Chantal Hebberecht, Jacques Humieres, Gerard Kiely, Dirk Lange, Guy Ledoux, Michele Lemasson, Frederique Lorenzi, Josefine Loriz-Hoffmann, Christian Rambaud, James Russell, Hermann Spitz και Gerrit Verhelst, υπαλλήλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένους από τον John E. Pheasant, solicitor, με αντικλήτους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Loesch & Wolter, 8, rue Zithe,
και από τους
Purification Alberdi Anchia, Arnaud Bordes, Aldo Longo, Felix Lozano Gallego, F. Javier Maeztu, Jens A. Munch, Adriaan H. Van Der Meer, Rudy Van Der Stappen, Robert Vanhoorde και Jesus Zorilla Torras, υπαλλήλους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένους από τους Georges Vandersanden και Sylvie Dubois, δικηγόρους Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Schmitt, 62, avenue Guillaume,
και από τους
Inigo Ascasibar Zubizarreta, Patric Buggenhout, Peter Blancquaert, Juan Carlos Boixo Perez-Holanda, Elisabeth Bradbury, Anthony John Stefan Chojecki, Aloys De Troch, D. Antonio Fernandez Aguirre, Victoria Fleming, Jean-Claude Kirpach, Ingrid Lagneaux-Vencken, Matthias Loesch, Paul Mathieu, Bart Meuleman, Heino von Meyer, Susanne Nikolajsen, Eric-Michel Reversat, Stefaan Swinnen και Κωνσταντίνο Βαρδάκη, εκπροσωπουμένους από τον Denis Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Ernest Arendt, 4, avenue Marie-Therese,
και από την
Federation de la fonction publique europeenne (FFPE), εκπροσωπούμενη από τον Francois Jongen, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Alex Schmitt, 62, avenue Guillaume,
παρεμβαίνοντες,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 12 Ιουλίου 1990 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-35/89, Alessandro Albani, Alberto Caferri, Claudio Caruso και Bruno Buffaria κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,
όπου οι έτεροι διάδικοι είναι
οι Alessandro Albani, Alberto Caferri, Claudio Caruso και Bruno Buffaria, εκπροσωπούμενοι από τον Gerard Collin, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τα γραφεία της Fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,
υποστηριζόμενοι από την
Union syndicale - Bruxelles, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Noel Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τα γραφεία της Fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,
παρεμβαίνουσα,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, M. Zuleeg, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida και F. Grevisse, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven
γραμματέας: J.-G. Giraud
έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 1993,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Αυγούστου 1990, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΟΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 1990, Τ-35/89, Albani κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-395), καθόσον η απόφαση αυτή ακύρωσε όλες τις πράξεις της διαδικασίας του διαγωνισμού COM/Α/482, από τη διόρθωση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας και μετά, και δεν περιόρισε της συνέπειες της ακυρώσεως αυτής στην αποκατάσταση των πρωτοδίκως προσφευγόντων, δηλαδή των Albani, Caferri, Caruso και Buffaria, στα δικαιώματά τους.
2 Σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς είναι τα ακόλουθα:
"1. Με την προκήρυξη του διαγωνισμού COM/A/482, που δημοσιεύθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1987 (ΕΕ C 34, σ. 15), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία γενικού διαγωνισμού βάσει τίτλων και κατόπιν εξετάσεων για την κατάρτιση πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων στους βαθμούς 7 και 6 της κατηγορίας Α στους τομείς της γεωργίας, της αλιείας και της συνεργασίας με τις αναπτυσσόμενες χώρες.
2. Κατά την προκήρυξη του διαγωνισμού οι εξετάσεις περιελάμβαναν δύο φάσεις: τη γραπτή και την προφορική.
3. Η γραπτή φάση περιελάμβανε επίσης δύο φάσεις: την πρώτη γραπτή δοκιμασία, που συνίστατο σε σειρά ερωτήσεων με περισσότερες δυνατότητες επιλογής της σωστής απαντήσεως και είχε ως στόχο την αξιολόγηση των γενικών γνώσεων των υποψηφίων στους τομείς του διαγωνισμού τη δεύτερη γραπτή δοκιμασία, πρακτικής φύσεως, που παρείχε τη δυνατότητα αξιολογήσεως των ικανοτήτων λογικής αναλύσεως των υποψηφίων και της πείρας τους στον χειρισμό ενός φακέλου. Η συμμετοχή στη δεύτερη δοκιμασία ήταν δυνατή μόνο κατόπιν επιτυχίας στην πρώτη.
4. Στις προφορικές εξετάσεις θα γίνονταν δεκτοί οι υποψήφιοι που είχαν συγκεντρώσει τουλάχιστον 60 βαθμούς επί συνόλου 100 στις δύο δοκιμασίες της γραπτής φάσεως και είχαν πάρει τη βάση σε κάθε μια από τις δοκιμασίες αυτές.
5. Οι τέσσερις προσφεύγοντες περιλαμβάνονταν στους 877 υποψηφίους που έγιναν δεκτοί στις γραπτές εξετάσεις. Η πρώτη γραπτή δοκιμασία πραγματοποιήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1987 σε δεκαεννέα διαφορετικά κέντρα, στην Ευρώπη, τη Νότιο Αμερική και την Αυστραλία. Οι προσφεύγοντες έλαβαν το ελάχιστο των βαθμών που απαιτούνταν για την επιτυχία στην πρώτη αποκλειστική δοκιμασία και παρουσιάστηκαν στη δεύτερη γραπτή δοκιμασία.
6. Στη δεύτερη αυτή γραπτή δοκιμασία, η διάρκεια της οποίας είχε οριστεί σε τρεις ώρες και τριάντα λεπτά, η εξεταστική επιτροπή ζήτησε από τους υποψηφίους να συντάξουν σημείωμα εκτάσεως μέχρι 800 λέξεων για το σύνολο της αναπτύξεως. Το σημείωμα, απευθυνόμενο στον πρόεδρο της Επιτροπής, έπρεπε να περιλαμβάνει περίληψη της ειδικής εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με το σύστημα καταβολής των γεωργικών επιστροφών κατά τις εξαγωγές και τις προσωπικές απόψεις των υποψηφίων επί του αναπτυσσομένου προβλήματος.
7. Από τις 800 λέξεις της αναπτύξεως, οι 300 έπρεπε να αφορούν τις προσωπικές απόψεις των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι έπρεπε να μετρήσουν οι ίδιοι τον αριθμό των χρησιμοποιουμένων λέξεων και να εγγράψουν τους σχετικούς αριθμούς στους προς τούτο προβλεφθέντες πίνακες. Η μη τήρηση των ανωτέρω όρων, καθώς και το δυσανάγνωστο των χειρογράφων, θα είχαν ως συνέπεια τη μη διόρθωση των σημειωμάτων που δεν ανταποκρίνονταν στις οδηγίες.
8. Μετά την πραγματοποίηση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας και πριν από τη διόρθωσή της, η εξεταστική επιτροπή έδωσε εντολές στους διορθωτές να μη διορθώσουν τα προδήλως υπερβολικά μακρά χειρόγραφα, δηλαδή τα υπερβαίνοντα τις 1 200 λέξεις.
9. Οι προσφεύγοντες απέτυχαν στη δεύτερη γραπτή δοκιμασία και δεν έλαβαν στις δύο δοκιμασίες το απαιτούμενο ελάχιστο του 60 % των βαθμών. Κατά συνέπεια, αποκλείστηκαν από την προφορική δοκιμασία, όπως τους πληροφόρησε ο προϊστάμενος του τμήματος προσλήψεων με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 1988.
10. Μόνον 172 υποψήφιοι έγιναν δεκτοί στην προφορική δοκιμασία, από τους οποίους 167 παρουσιάστηκαν για να συμμετάσχουν σ' αυτή.
11. Τέλος, στις 26 Μαΐου 1988 καταρτίστηκε πίνακας επιτυχόντων που περιελάμβανε 67 ονόματα."
3 Υπό τις συνθήκες αυτές, με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 1988, οι πρωτοδίκως προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή κατά της Επιτροπής, με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/Α/482 ή, τουλάχιστον, την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής περί αποκλεισμού των προσφευγόντων από την προφορική δοκιμασία του διαγωνισμού. Το αίτημά τους αυτό βασιζόταν κυρίως στο γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, αφού αποφάσισε να χορηγήσει στους υποψηφίους περιορισμένο χρόνο, τους επέβαλε ένα ανώτατο όριο 800 λέξεων και τους υποχρέωσε να τις μετρήσουν οι ίδιοι, παρεξέκλινε από τις εντολές που είχε λάβει και ζήτησε από τους διορθωτές να μη διορθώσουν τα γραπτά που περιείχαν άνω των 1 200 λέξεων.
4 Με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 1989, το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 14 της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1).
5 Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι πέντε μόνον υποψήφιοι είχαν ωφεληθεί από τη βαλλόμενη εντολή που δόθηκε στους διορθωτές και ότι οι υποψήφιοι αυτοί δεν περιελήφθησαν στον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να προσκομίσει στο Πρωτοδικείο την απόδειξη των ισχυρισμών της, λόγω του ότι όλοι οι σχετικοί φάκελοι είχαν εξαφανιστεί.
6 Το Πρωτοδικείο ακύρωσε "τη διόρθωση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας, καθώς και τις μετέπειτα πράξεις της διαδικασίας του διαγωνισμού" και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
7 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Επιτροπή επικαλείται τρεις λόγους οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, την παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου και της αρχής της αναλογικότητας, οι οποίες, αμφότερες, πρέπει να ισορροπούν με τις απαιτήσεις της αρχής της νομιμότητας και την παράβαση της γενικής υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των αποφάσεων. Διευκρινίζει ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προσβάλλεται όχι καθόσον ακυρώνει τη διόρθωση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας του διαγωνισμού COM/A/482, αλλά καθόσον επεκτείνει τις συνέπειες της ακυρώσεως αυτής πέραν της απλής αποκαταστάσεως των πρωτοδίκως προσφευγόντων στα δικαιώματά τους. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή έχει την έννοια ότι ακυρώνει και τις πράξεις της μετέπειτα διαδικασίας, και ειδικά τον πίνακα επιτυχόντων και τους διορισμούς που έγιναν βάσει του πίνακα αυτού.
8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικότερα η εξέλιξη της διαδικασίας και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
9 Κατ' αρχάς, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, ούτε η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου ούτε το διατακτικό της αποφάσεως αφορούσαν ή αφορούν τους διορισμούς που έγιναν κατόπιν του επιδίκου διαγωνισμού.
10 Συγκεκριμένα, η διαδικασία των διαγωνισμών, όπως καθορίζεται με το παράρτημα ΙΙΙ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, ολοκληρώνεται με την κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων και τη διαβίβασή του στην Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή συνοδευόμενο από αιτιολογημένη αναφορά της εξεταστικής επιτροπής. Η απόφαση του Πρωτοδικείου να ακυρώσει, εκτός από τη διόρθωση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας, "τις μετέπειτα πράξεις της διαδικασίας" δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει την ακύρωση των διορισμών.
11 Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά το μέτρο που αναφέρεται σε μια υποτιθέμενη υποχρέωση της Επιτροπής να ανακαλέσει τους διορισμούς που έγιναν κατόπιν του επιδίκου διαγωνισμού.
12 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο δεν στάθμισε μεταξύ του προσωπικού συμφέροντος που είχαν οι τέσσερις πρωτοδίκως προσφεύγοντες να ζητήσουν την ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας του διαγωνισμού και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιτυχόντων στον διαγωνισμό αυτόν.
13 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου, οσάκις ακυρώνεται δοκιμασία στο πλαίσιο γενικού διαγωνισμού που διοργανώθηκε για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για μελλοντικές προσλήψεις, τα δικαιώματα του προσφεύγοντος προστατεύονται επαρκώς αν η εξεταστική επιτροπή και η Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή επανεξετάσουν τις αποφάσεις τους και αναζητήσουν μια δίκαιη λύση για την περίπτωσή του, χωρίς να χρειάζεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στο σύνολό του ή να ακυρωθούν οι διορισμοί που έγιναν κατόπιν αυτού (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1983, 144/82, Detti κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1983, σ. 2421, σκέψη 33).
14 Η νομολογία αυτή στηρίζεται στην ανάγκη συμβιβασμού των συμφερόντων των υποψηφίων που τίθενται σε μειονεκτική θέση λόγω της πλημμέλειας ενός διαγωνισμού και των συμφερόντων των λοιπών υποψηφίων. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο την ανάγκη αποκαταστάσεως των θιγομένων υποψηφίων στα δικαιώματά τους, αλλά και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ήδη επιλεγέντων υποψηφίων.
15 Όσον αφορά τα συμφέροντα των τεσσάρων πρωτοδίκως προσφευγόντων, το Πρωτοδικείο δεν κατέδειξε ότι η επιβληθείσα κύρωση ήταν κατάλληλη για τη προστασία των δικαιωμάτων τους.
16 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα ακυρώνοντας τη δεύτερη γραπτή διαδικασία του διαγωνισμού COM/A/482 στο σύνολό της.
17 Όπως προκύπτει από τις ως άνω σκέψεις, η απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 1990, Τ-35/89, Albani κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-395), η οποία ακυρώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/A/482 σχετικά με τη διόρθωση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας, καθώς και τις μετέπειτα πράξεις της διαδικασίας του διαγωνισμού, πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον δεν περιορίζει τις συνέπειες της ακυρώσεως αυτής μόνο στην αποκατάσταση των τεσσάρων πρωτοδίκως προσφευγόντων στα δικαιώματά τους.
Επί των δικαστικών εξόδων
18 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα. Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι τα αιτήματα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθούν κατά το μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν την υποχρεώνει να ανακαλέσει τους διορισμούς που έγιναν κατόπιν του επιδίκου διαγωνισμού και, αφετέρου, ότι, εφόσον η απόφαση του Πρωτοδικείου ακυρώνεται καθόσον δεν περιορίζει τις συνέπειες της ακυρώσεως της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας του διαγωνισμού μόνο στην αποκατάσταση των Albani κ.λπ. στα δικαιώματά τους, οι Albani κ.λπ. πρέπει να θεωρούνται ηττηθέντες.
19 Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν δεν είναι κράτος μέλος ή όργανο, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει κάθε διάδικος, περιλαμβανομένων και των παρεμβαινόντων, να φέρει τα δικά του έξοδα που αφορούν τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στα οποία περιλαμβάνονται και τα σχετικά με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 1990, Τ-35/89, Albani κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-395), η οποία ακυρώνει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/A/482 σχετικά με τη διόρθωση της δεύτερης γραπτής δοκιμασίας, καθώς και τις μετέπειτα πράξεις της διαδικασίας του διαγωνισμού, καθόσον η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν περιορίζει τις συνέπειες της ακυρώσεως αυτής μόνον στην αποκατάσταση των τεσσάρων πρωτοδίκως προσφευγόντων στα δικαιώματά τους.
2) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.
3) Κάθε διάδικος, περιλαμβανομένων και των παρεμβαινόντων, φέρει τα δικά του έξοδα που αφορούν τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στα οποία περιλαμβάνονται και τα σχετικά με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων έξοδα.