Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0351

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 27ης Ιουνίου 1991.
    Overseas Union Insurance Ltd και Deutsche Ruck Uk Reinsurance Ltd και Pine Top Insurance Company Ltd κατά New Hampshire Insurance Company
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Εκκρεμοδικία - Λήψη υπόψη της κατοικίας των διαδίκων - Εξουσίες του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται δεύτερο - Διεθνείς δικαιοδοσίες στον τομέα των ασφαλίσεων - Αντασφάλιση.
    Υπόθεση C-351/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03317

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:279

    ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-351/89 ( *1 )

    Ι — Περιστατικά και διαδικασία

    1. Το νομικό πλαίσιο

    Κατά το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στην εν λόγω Σύμβαση, καθώς και με το πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο ( τροποποιηθέν κείμενο που δημοσιεύθηκε στην ΟJ 1978, L 304, σ. 77, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών ),

    « με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους ».

    Δυνάμει του άρθρου 3, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου συμβαλλόμενου κράτους μόνον σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 6 του τίτλου II της Συμβάσεως.

    Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως ορίζει τα ακόλουθα:

    « Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος ρυθμίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού, με την επιφύλαξη του άρθρου 16. »

    Το εν λόγω άρθρο 16 προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας.

    Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 ορίζει ότι:

    « Κατά του εναγομένου αυτού κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (...)»

    Ο τίτλος Π, τμήμα 3, της Συμβάσεως, που περιλαμβάνει τα άρθρα 7 έως 12 α, περιέχει κανόνες ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται « σε υποθέσεις ασφαλίσεων » ( άρθρο 7 ). Ειδικότερα, το άρθρο 8 προβλέπει ότι:

    « Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί:

    1)

    ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους που έχει την κατοικία του,

    ή

    2)

    σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή έχει την κατοικία του,

    ή

    3)

    αν πρόκειται για συνασφαλιστή, ενώπιον του δικαστηρίου του συμβαλλόμενου κράτους, στο οποίο έχει εναχθεί ο κύριος ασφαλιστής.

    Όταν ο ασφαλιστής δεν έχει κατοικία στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε συμβαλλόμενο κράτος, θεωρείται, για διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους αυτού. »

    Το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει ως εξής:

    « Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλόμενων κρατών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου.

    Το δικαστήριο που οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η διεθνής δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται. »

    Το άρθρο 22 προβλέπει περαιτέρω ότι, όταν ασκούνται συναφείς αγωγές ενώπιον δικαστηρίων διάφορων συμβαλλομένων κρατών και είναι εκκρεμείς σε πρώτο βαθμό, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία.

    Ως προς την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων, που αποτελούν το αντικείμενο του τίτλου III της Συμβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 27, περίπτωση 3, απόφαση εκδοθείσα σε συμβαλλόμενο κράτος δεν αναγνωρίζεται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, μεταξύ άλλων, εάν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως. Εξάλλου, το άρθρο 31 ορίζει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται και είναι εκτελεστές σε συμβαλλόμενο κράτος εκτελούνται σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, αφού περιβληθούν εκεί τον εκτελεστήριο τύπο.

    Τέλος, κατά το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο:

    « Για την εφαρμογή της παρούσας Συμβάσεως, η έδρα των εταιριών και νομικών προσώπων εξομοιώνεται προς την κατοικία. Για τον καθορισμό, πάντως, της έδρας αυτής εφαρμόζονται οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικάζοντος δικαστή. »

    2. Το ιστορικό της διαφοράς

    Κατά τη Διάταξη περί παραπομπής, η Overseas Union Insurance Limited (στο εξής: OUI), πρώτη από τις εφεσείουσες της κύριας δίκης, είναι μία εταιρία ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Σιγκαπούρης και είναι εγγεγραμμένη στα οικεία μητρώα της Αγγλίας ως overseas company (υπερπόντια εταιρία), σύμφωνα με τις διατάξεις των Companies Acts (νόμων περί εταιριών). Η εν λόγω εταιρία εξουσιοδότησε (υπό ορισμένους περιορισμούς) την εταιρία Accolade Underwriting Agency Limited να προβεί για λογαριασμό της σε ορισμένες πράξεις αντασφαλίσεως. Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η OUI δεν είναι εγκατεστημένη σε κανένα από τα συμβαλλόμενα κράτη της Συμβάσεως προκειμένου αυτή να μπορεί να εφαρμοστεί, εκτός αν θεωρηθεί ότι είναι εγκατεστημένη στο έδαφος ενός από αυτά τα κράτη δυνάμει του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 8 της Συμβάσεως, εφόσον οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 3, εφαρμόζονται σε περίπτωση αντασφαλίσεως.

    Η Deutsche Ruck UK Reinsurance Limited (στο εξής: Deutsche Ruck) και η Pine Top Insurance Company Limited (στο εξής: Pine Top), δεύτερη και τρίτη από τις εφεσείουσες της κύριας δίκης, είναι δύο κατά το αγγλικό δίκαιο εταιρίες αντασφαλίσεως που έχουν την έδρα τους στο Λονδίνο. Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, από απόψεως εφαρμογής της Συμβάσεως, η Deutsche Ruck και η Pine Top είναι εγκατεστημένες στην Αγγλία.

    Η New Hampshire Insurance Company (στο εξής: New Hampshire) είναι μία εταιρία ασφαλίσεων που διέπεται από το δίκαιο της Πολιτείας του New Hampshire, Ηνωμένες Πολιτείες, και έχει τα κεντρικά της γραφεία στην ίδια Πολιτεία. Η εν λόγω εταιρία ασκεί τις δραστηριότητές της σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων στη Γαλλία και την Αγγλία. Είναι εγγεγραμμένη στα οικεία μητρώα της Αγγλίας ως overseas company, σύμφωνα με τις διατάξεις του Companies Act του 1985, στη δε Γαλλία ως αλλοδαπή εταιρία, επειδή διαθέτει διάφορα γραφεία στη χώρα αυτή. Η New Hampshire ασκεί τις δραστηριότητες της στη Γαλλία μέσω της American International Underwriters SARL, εταιρία γαλλικού δικαίου.

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 1979, η New Hampshire ασφάλισε τη société française des Nouvelles Galleries réunies (στο εξής: Nouvelles Galleries), εταιρία γαλλικού δικαίου με έδρα το Παρίσι. Η ασφάλιση αυτή κάλυπτε κατ' ουσίαν τους κινδύνους που αφορούσαν το κόστος επισκευής ή αντικαταστάσεως, για τη διάρκεια περιόδου τεσσάρων ετών, αρχομένης ένα έτος μετά την πώληση, των ηλεκτρικών συσκευών και οικιακών συσκευών που πωλούν οι Nouvelles Galleries με εγγύηση πέντε ετών. Η ασφάλιση άρχισε να ισχύει την 1η Οκτωβρίου 1979 και συνεχίστηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1981, καλύπτοντας τα εμπορεύματα που πωλήθηκαν μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών. Το 1980η New Hampshire προέβη σε αντασφάλιση, μέσω μεσιτών του Λονδίνου, για ένα μέρος του κατ' αυτόν τον τρόπο ασφαλισθέντος κινδύνου ο οποίος, καθόσον ενδιαφέρει την παρούσα διαδικασία, κατανέμεται ως ακολούθως:

    37,5 ο/ο στην OUI·

    5 % στην Deursche Ruck·

    5 % στην Pine Top.

    Αφού ζήτησαν ορισμένες πληροφορίες ως προς τη λειτουργία και τη διαχείριση του ασφαλιστικού λογαριασμού, η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top σταμάτησαν πλήρως κάθε πληρωμή τον Ιούλιο του 1986. Με έγγραφα που απέστειλαν, περί τα τέλη Μαρτίου 1988, οι εταιρίες αυτές δήλωσαν ότι δεν θεωρούν ότι δεσμεύονται από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους αντασφαλίσεως, επικαλούμενες παραβίαση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως ορισμένων στοιχείων και/ή εσφαλμένη παρουσίαση ορισμένων στοιχείων και/ή μη τήρηση μιας υποχρεώσεως στο πλαίσιο της καταρτίσεως και της διαχειρίσεως των συμβολαίων αντασφαλίσεως.

    Στις 4 Ιουνίου 1987, η New Hampshire ενήγαγε την Deutsche Ruck και την Pine Top ενώπιον του tribunal de commerce de Paris, ζητώντας τον διακανονισμό των ποσών που οφείλονταν βάσει των συμβάσεων αντασφαλίσεως. Στις 9 Φεβρουαρίου 1988, η New Hampshire κίνησε μία ανάλογη διαδικασία κατά της OUI ενώπιον του ίδιου γαλλικού δικαστηρίου. Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top παρέστησαν με τους δικηγόρους τους ενώπιον του tribunal de commerce και δήλωσαν ότι προετίθεντο να αμφισβητήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία αυτού του δικαστηρίου. Πράγματι, η Deutsche Ruck και η Pine Top προέβαλαν ρητώς, στις 7 Σεπτεμβρίου 1988, την αναρμοδιότητα του επιληφθέντος δικαστηρίου.

    Στις 6 Απριλίου 1988, η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top προσέφυγαν στο Commercial Court του Queen' s Bench Division του High Court of Justice του Λονδίνου, ζητώντας να αναγνωρισθεί, όσον αφορά την OUI, ότι δεν υπέχει καμία υποχρέωση ως αντασφαλιστής και, όσον αφορά την Deutsche Ruck και την Pine Top, καθώς και ( επικουρικώς ) την OUI, ότι ορθώς δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις που συνδέονται με τις συμβάσεις ασφαλίσεως. Η New Hampshire ζήτησε από το αγγλικό δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 και/ή του άρθρου 22 της Συμβάσεως.

    Στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, το Commercial Court του Queen's Bench Division αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, μέχρις ότου το γαλλικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση ως προς την αρμοδιότητα του επί των δύο διαφορών των οποίων είχε επιληφθεί.

    Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top άσκησαν έφεση κατά την αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal, προβάλλοντας κυρίως ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εν προκειμένω λόγω του ότι η New Hampshire δεν είναι εγκατεστημένη σε συμβαλλόμενο κράτος. Επικουρικώς, στην περίπτωση κατά την οποία το άρθρο 21 θα μπορούσε καταρχήν να εφαρμοστεί, το αγγλικό δικαστήριο δεν μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία παρά μόνο αφού κριθεί ότι το γαλλικό δικαστήριο είναι αρμόδιο. Όμως, εν προκειμένω αυτό δεν συμβαίνει.

    Η New Hampshire αντέκρουσε την έφεση, υποστηρίζοντας κυρίως ότι το άρθρο 21 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την κατοικία των μερών και ότι, περαιτέρω, η διάταξη αυτή υποχρεώνει το επιληφθέν δικαστήριο να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του ή να αναστείλει τη διαδικασία, χωρίς να μπορεί να εξετάσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου που είχε πρώτο επιληφθεί της υποθέσεως. Εξάλλου, το γαλλικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εν προκειμένω βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 4, δεύτερο εδάφιο, ή επίσης του άρθρου 8, περιπτώσεις 2 ή 3, της Συμβάσεως, αν οι τελευταίες αυτές διατάξεις ισχύουν ως προς την αντασφάλιση. Πράγματι, πρέπει να θεωρηθεί ότι η New Hampshire είναι εγκατεστημένη στη Γαλλία από απόψεως εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

    3. Τα προδικαστικά ερωτήματα

    Με Διάταξη της 26ης Ιουλίου 1989, το Court of Appeal αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Έχει το άρθρο 21 της Συμβάσεως εφαρμογή:

    α)

    ανεξαρτήτως της έδρας των διαδίκων στις δύο δίκες,

    ή

    β)

    μόνον αν ο εναγόμενος στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί δεύτερο έχει την έδρα του σε συμβαλλόμενο κράτος, ασχέτως της έδρας οποιουδήποτε άλλου διαδίκου,

    ή

    γ)

    αν τουλάχιστον ένας, και σε τέτοια περίπτωση ποιος είναι αυτός, από τους διαδίκους στις δύο διαδικασίες έχει την έδρα του σε συμβαλλόμενο κράτος;

    2)

    Όταν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί πρώτο, υποχρεούται, βάσει του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο να αναστείλει, σε κάθε περίπτωση, τη διαδικασία ή, επικουρικώς, να θεωρήσει εαυτό στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας;

    3)

    α)

    Αν το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο δεν έχει αυτή την υποχρέωση, το δικαστήριο αυτό ( i ) υποχρεούται ή (ii) δύναται, προκειμένου να αποφασίσει αν θα αναστείλει τη διαδικασία, να εξετάσει αν το πρώτον επιληφθέν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία;

    β)

    Αν ναι, υπό ποιες περιστάσεις και σε ποια έκταση μπορεί το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του πρώτον επιληφθέντος δικαστηρίου;

    4)

    Αν από την απάντηση στο ερώτημα 3, στοιχεία α και β, προκύψει ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο υποχρεούται ή, αν δεν υποχρεούται, δύναται, υπό περιστάσεις όπως οι παρούσες, να εξετάσει αν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 3, της Συμβάσεως επί της σχέσεως μεταξύ ασφαλιστή ( αντασφαλισμένου ) και αντασφαλιστή σε σύμβαση μερικής αντασφαλίσεως; »

    Στη Διάταξη του το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι σε κάθε περίπτωση το γαλλικό δικαστήριο είναι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο διότι τα αιτήματα που διατυπώθηκαν ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση του της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubisch Maschinenfabrik AG ( Συλλογή 1987, σ. 4861 ).

    4. Αιαοικαοία

    Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 1989.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top, εφεσείουσες της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενες από τον Peter Goldsmith, QC, και τον David Railton, barrister, ενεργούντες αρχικά κατόπιν εντολής των Holman Fenwich & Willan, solicitors, κατόπιν δε, όσον αφορά την OUI, των Stephenson Harwood, solicitors, η New Hampshire, εφεσίβλητη της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Jonathan Mance, QC, και τον Alan Newman, QC, ενεργούντες κατόπιν εντολής των Hextall, Erskine & Co., Solicitors, η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Christof Böhmer, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την Rosemary Caudwell, του Treasury Solicitor' s Department, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη από τον John Forman, νομικό σύμβουλο, και τον Adam Blomefield, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας.

    Στις 20 Σεπτεμβρίου 1990, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Σύνοψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    Ως προς το πρώτο ερώτημα

    Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top, εφεσείουσες της κύριας δίκης, εκθέτουν προκαταρκτικά την αρχή του αγγλικού δικαίου που αποκαλείται « forum non conveniens » και βάσει της οποίας οι δικαστές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν το πλέον κατάλληλο δικαστήριο για την εκδίκαση συγκεκριμένης διαφοράς. Τονίζουν ότι ο Civil Jurisdiction and Judgments Act (νόμος περί δικαστικής αρμοδιότητας και αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις) του 1982, με τον οποίο ενσωματώθηκε η Σύμβαση στο αγγλικό δίκαιο, προβλέπει στο section 49 ότι δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, να προβεί στη διαγραφή ή να κηρύξει το απαράδεκτο στο πλαίσιο υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, βάσει ιδίως του « forum non conveniens », όταν μία τέτοια απόφαση δεν αντιβαίνει προς τη Σύμβαση. 'Ετσι, κατά το αγγλικό δίκαιο, η εφαρμογή της αρχής του « forum non conveniens » εξαρτάται πλέον από την έκταση εφαρμογής και την ερμηνεία της Συμβάσεως.

    Εν προκειμένω, το ζήτημα που τίθεται συνίσταται στο αν είναι ασυμβίβαστο με τη Σύμβαση το γεγονός ότι ένα αγγλικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ως δεύτερο μπορεί να σταθμίσει τη δυνατότητα εφαρμογής του « forum non conveniens » στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος της αγγλικής διαδικασίας δεν έχει κατοικία στο συμβαλλόμενο κράτος. Γίνεται δεκτό, αντιθέτως, ότι σε μία τέτοια περίπτωση το αγγλικό δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την εν λόγω αρχή ως προς τον εναγόμενο που έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, δεδομένου ότι τα άρθρα 21 και 22 της Συμβάσεως αντιτίθενται σ' αυτό. Εξάλλου, το ζήτημα αν ένα αγγλικό δικαστήριο, που επιλαμβάνεται ως πρώτο, μπορεί να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο δυνάμει της αρχής του « forum non conveniens » θέτει διαφορετικά προβλήματα και δεν τίθεται εν προκειμένω.

    Οι εφεσείουσες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως εφαρμόζεται μόνο όταν ο εναγόμενος στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ως δεύτερο έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος. Η άποψη αυτή στηρίζεται με μία σειρά επιχειρημάτων που αντλούνται από τους σκοπούς της Συμβάσεως, από την οικονομία της, τη λειτουργία του άρθρου 21, τη σημασία του τίτλου III της Συμβάσεως, που ρυθμίζει τα της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αποφάσεων, καθώς και από τις συνέπειες της συναγωγής διαφορετικού συμπεράσματος.

    Όσον αφορά τους σκοπούς της Συμβάσεως, το άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΟΚ προέβλεψε τη σύναψη της αποκλειστικά προς όφελος των υπηκόων των κρατών μελών. Στο προοίμιο της Συμβάσεως εξάλλου δηλώνεται ρητώς ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ενίσχυση στην Κοινότητα της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων σε αυτή προσώπων. Προκειμένου να πραγματοποιηθούν αυτοί οι σκοποί ορίζεται στη Σύμβαση η έννοια της κατοικίας και καθορίζεται ένας λεπτομερής κώδικας των αρμοδιοτήτων που μπορούν να ασκούν τα δικαστήρια των συμβαλλομένων κρατών έναντι των προσώπων που έχουν κατοικία σε ένα από αυτά τα κράτη.

    'Ετσι, ο βασικός κανόνας της Συμβάσεως διατυπώνεται στο άρθρο 2 της Συμβάσεως, κατά το οποίο τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού. Ως προς τους εναγομένους που δεν έχουν κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, το άρθρο 4 ορίζει ότι η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού. Οι μόνες εξαιρέσεις που προβλέπονται από τον κανόνα αυτό είναι οι αποκλειστικές διεθνείς δικαιοδοσίες που προβλέπονται από το άρθρο 16 της Συμβάσεως. Εκτός από αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις η έκταση εφαρμογής του εθνικού νόμου που αναφέρεται στο άρθρο 4, συμπεριλαμβανομένων των κατά παρέκκλιση κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας του οικείου συμβαλλομένου κράτους, δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό. Κάθε πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο σε συμβαλλόμενο κράτος μπορεί να επικαλεσθεί τις διατάξεις αυτές δυνάμει του άρθρου 4, δεύτερο εδάφιο.

    Δεν υφίσταται καμία διάταξη που να εξαρτά από το άρθρο 21 την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του εσωτερικού δικαίου συμβαλλομένου κράτους σε σχέση με τον εναγόμενο που δεν έχει κατοικία σε ένα από αυτά τα κράτη. Το άρθρο 21 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό του εθνικού δικαίου των συμβαλλομένων κρατών μόνο αν μία τέτοια ερμηνεία θα ήταν αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών της Συμβάσεως και θα συνήδε προς το γράμμα των διατάξεων της. Όμως, οι κανόνες του άρθρου 21 δικαιολογούνται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η δικαιοδοσία απορρέει από αυτή την ίδια τη Σύμβαση. Πάντως, όταν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, το άρθρο 4 επιτρέπει την εφαρμογή των μη εναρμονισμένων εθνικών κανόνων. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυθεί μία σύγκρουση εθνικών κανόνων δικαιοδοσίας με βάση μάλλον την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας και όχι με τους κανόνες που προβλέπονται σχετικώς από το εθνικό δίκαιο. Η εφαρμογή του άρθρου 21 υπό παρόμοιες περιστάσεις θα επέκτεινε τα ευεργετικά αποτελέσματα της Συμβάσεως πολύ πέραν των προσώπων που έχουν κατοικία στα συμβαλλόμενα κράτη και θα μείωνε αναλόγως τα πλεονεκτήματα που παρέχονται βάσει του άρθρου 4, δεύτερο εδάφιο, στα πρόσωπα που έχουν κατοικία σ' αυτά τα κράτη.

    Όπως δέχθηκε το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch, τα άρθρα 21 και 22 αποβλέπουν στην αποφυγή παράλληλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων των διαφόρων συμβαλλομένων κρατών, ώστε να προληφθεί ο κίνδυνος μη αναγνωρίσεως μιας αποφάσεως λόγω του ότι είναι αντιφατική με απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος αναγνωρίσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, περίπτωση 3. Εντούτοις, οι σκέψεις αυτές δεν δικαιολογούν την επέκταση της εφαρμογής του άρθρου 21 σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ως δεύτερο καθορίζεται, δυνάμει του άρθρου 4, από το εθνικό δίκαιο και, ενδεχομένως, από τους κατά παρέκκλιση κανόνες του περί διεθνούς δικαιοδοσίας, έτσι ώστε η υπόθεση θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον τελείως ακατάλληλου δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, από την ύπαρξη και μόνο του άρθρου 27, περίπτωση 3, που αφορά την περίπτωση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων που εκδίδονται μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε διαφορετικά κράτη, καταδεικνύεται σαφώς ότι τα άρθρα 21 και 22 δεν μπορούν να αποκλείσουν κάθε ενδεχόμενο συγκρούσεων αυτής της φύσεως. Μία από τις καταστάσεις που μπορούν να καταλήξουν σε έκδοση δικαστικών αποφάσεων ασυμβίβαστων μεταξύ τους είναι ακριβώς αυτή κατά την οποία θα εφαρμόζονταν κατά παρέκκλιση εθνικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει του άρθρου 4.

    Αν το άρθρο 21 θα έπρεπε να εφαρμόζεται υπέρ του εναγομένου που δεν έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη ως δεύτερο, η συνέχιση της διαδικασίας αυτής θα εξηρτάτο από έναν άκαμπτο και πιθανώς άδικο κανόνα προτεραιότητας. Το σύστημα που θεσπίζεται με το άρθρο 21, και που στηρίζεται αποκλειστικά στην ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας, δικαιολογείται ασφαλώς όταν η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τη Σύμβαση, αλλά αποδεικνύεται μη ενδεδειγμένο όταν η δικαιοδοσία εξαρτάται, έναντι των εναγομένων που δεν έχουν κατοικία στο συμβαλλόμενο κράτος, από τους εθνικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων και των κατά παρέκκλιση κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας.

    Επικαλούμενο την αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία ενός συμβαλλόμενου κράτους, ένα πρόσωπο θα μπορούσε να είναι σε θέση να κινήσει μία διαδικασία κατά ενός προσώπου που δεν έχει κατοικία σε κανένα συμβαλλόμενο κράτος, ενώ θα αντεδείκνυτο πλήρως η άσκηση της δικαιοδοσίας από το επιληφθέν δικαστήριο. Αν επήρχετο ως πρώτη η ενέργεια αυτή, θα ήταν αδύνατο να αχθεί η υπόθεση ενώπιον των δικαστηρίων του ενδεδειγμένου συμβαλλόμενου κράτους. Επιπλέον, το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο θα μπορούσε να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του ενδεδειγμένου δικαστηρίου. Κατά τις εφεσείουσες της κύριας δίκης, η αρχή του « forum non conveniens » παρέχει ένα έγκυρο και εύκαμπτο μέσο που καθιστά δυνατό στο αγγλικό δικαστήριο να καθορίσει το ενδεδειγμένο δικαιοδοτικό όργανο. Είναι ευκτέο να μην περιοριστεί η έκταση εφαρμογής της αρχής αυτής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας κατά παρέκκλιση κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του συμβαλλομένου κράτους επιτρέπει να κινηθεί η διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου που δεν είναι το ενδεδειγμένο.

    Κατά συνέπεια, οι εφεσείουσες της κύριας δίκης προτείνουν στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ως εξής:

    « Το άρθρο 21 της Συμβάσεως δεν εφαρμόζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων ενώπιον των δύο δικαστηρίων, αλλά μόνο όταν ο εναγόμενος στη διαδικασία ενώπιον του ως δευτέρου επιληφθέντος δικαστηρίου έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, όποια και αν είναι η κατοικία των άλλων διαδίκων. »

    Η New Hampshire, εφεσίβλητη της κύριας δίκης, τονίζει ότι τα άρθρα 21 έως 23, που αφορούν τις περιπτώσεις εκκρεμοδικίας ή συνάφειας μεταξύ υποθέσεων που φέρονται ενώπιον των δικαστηρίων των διαφόρων συμβαλλομένων κρατών, αποσκοπούν στην πρόληψη προβλημάτων σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση που διαφορετικά θα ανέκυπταν ως προς την εφαρμογή του τίτλου III και, ιδίως, του άρθρου 27, παράγραφος 3. Το Δικαστήριο υπογράμμισε μετ' επιτάσεως τον σκοπό αυτό στην προαναφερθείσα απόφαση Gubisch της 8ης Δεκεμβρίου 1987.

    Ούτε από το κείμενο ούτε από κανένα άλλο στοιχείο καθίσταται δυνατό να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 21 και 22 στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το πρόσωπο που ενάγεται ενώπιον του ως δευτέρου επιληφθέντος δικαστηρίου έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος. Για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων αρκεί να υφίσταται εκκρεμοδικία (άρθρο 21 ) ή συνάφεια (άρθρο 22) σε διάφορα συμβαλλόμενα κράτη, χωρίς να απαιτείται καμία άλλη προϋπόθεση. Στη Σύμβαση έχει ληφθεί πρόνοια να διευκρινιστούν οι περιπτώσεις στις οποίες η κατοικία ή η έλλειψη κατοικίας του ενός ή του άλλου των διαδίκων λαμβάνεται υπόψη (βλ., παραδείγματος χάρη, τα άρθρα 2 έως 6, 8, 11 έως 15 και 17 ). Αντιθέτως, για την εφαρμογή των άρθρων 21 και 22 δεν έχει σημασία αν η δικαιοδοσία της οποίας γίνεται επίκληση ενώπιον του ενός ή του άλλου δικαστηρίου απορρέει από το άρθρο 2 (δικαιοδοσία στηριζόμενη στην κατοικία ), από το άρθρο 3 ( δικαιοδοσία στηριζόμενη σε άλλα στοιχεία, παρά την ύπαρξη κατοικίας σε συμβαλλόμενο κράτος) ή το άρθρο 4 ( δικαιοδοσία στηριζόμενη στο εθνικό δίκαιο ελλείψει κατοικίας). Τα άρθρα 21 και 22 έχουν θεσπιστεί προκειμένου να καλύπτουν όλες τις καταστάσεις.

    Η αντίθετη επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι εφεσείουσες της κύριας δίκης, κατά την οποία το άρθρο 21 στηρίζεται κατ' ανάγκη σε μία διάκριση μεταξύ της δικαιοδοσίας ως προς τα πρόσωπα που έχουν κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος και της δικαιοδοσίας ως προς τα πρόσωπα που δεν έχουν αυτή την κατοικία, είναι παράλογη και ανακριβής. Εξάλλου, περιορίζει σημαντικά την έκταση εφαρμογής των άρθρων 21 έως 23, αυξάνοντας τον κίνδυνο συγκρούσεων δικαιοδοσίας και εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων. Η επιχειρηματολογία αυτή αντιφάσκει επίσης προς έναν από τους λόγους μάλιστα για τους οποίους περιελήφθη στη Σύμβαση το άρθρο 4 ( το οποίο παραπέμπει στους εθνικούς κανόνες προκειμένου να καθοριστεί η δικαιοδοσία σε περίπτωση ελλείψεως κατοικίας). Η βούληση του νομοθέτη συνίστατο εν προκειμένω στο να διασφαλιστεί ότι η Σύμβαση, ειδικότερα δε τα άρθρα 21 έως 23, καλύπτουν όλες τις μορφές δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοδοσίας σε σχέση με τους εναγομένους που δεν έχουν κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος. Η New Hampshire αναφέρεται συναφώς στην έκθεση που κατάρτισε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που επεξεργάστηκε το κείμενο της Συμβάσεως ( ΕΕ 1986, C 298, σ. 8 ), καθώς και σε διάφορα συγγράμματα.

    Το γεγονός ότι το άρθρο 4 αναγνωρίζει τη διεθνή δικαιοδοσία των συμβαλλομένων κρατών ως προς τους εναγομένους που δεν έχουν κατοικία, « με την επιφύλαξη του άρθρου 16 », χωρίς να περιέχει ανάλογη επιφύλαξη ως προς τα άρθρα 21 έως 23, δεν σημαίνει ότι οι αγωγές κατά εναγομένων που δεν έχουν κατοικία τελούν εκτός του πεδίου εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων. Η ρητή αναφορά στο άρθρο 6 εξηγείται από το γεγονός ότι το άρθρο αυτό προβλέπει αποκλειστικές δικαιοδοσίες ως προς τους εναγομένους που δεν έχουν κατοικία. Τα άρθρα 21 έως 23 αφορούν ένα διαφορετικό ζήτημα, δηλαδή το ζήτημα της συγκρούσεως μεταξύ περισσοτέρων δικαιοδοσιών, πραγματικών ή υποθετικών, θα ήταν εσφαλμένο να ερμηνευθεί η Σύμβαση αποκλειστικά υπέρ των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στην Κοινότητα με βάση τον δεύτερο σκοπό που αναφέρεται στο προοίμιο. Αυτό ισοδυναμεί με παραγνώριση της σημασίας των άλλων σκοπών, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1976, 14/76, De Bloos ( ECR 1976, σ. 1497), της 15ης Ιανουαρίου 1987, 266/85, Shenavai ( Συλλογή 1987, σ. 239 ), και της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch, προαναφερθείσας. Επιπλέον, ανεξάρτητα από την ειδική κατάσταση των προσώπων που έχουν κατοικία εντός της Κοινότητας και είναι ενάγοντες ή εναγόμενοι σε ορισμένες δίκες, είναι προς το συμφέρον όλων των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στην Κοινότητα να υφίστανται σαφείς κανόνες περί της δικαιοδοσίας καθώς και της εκτελέσεως των αποφάσεων.

    Τέλος, η άποψη των εφεσειουσών της κύριας δίκης θα έχει τη δυσάρεστη συνέπεια ότι τα άρθρα 21 και 22 θα παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το αν οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι έχουν ή όχι κατοικία εντός της Κοινότητας.

    Η New Hampshire προτείνει, επομένως, στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

    « Το άρθρο 21 της Συμβάσεως εφαρμόζεται, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία οποιουδήποτε από τους διαδίκους ενώπιον των δύο δικαστηρίων ».

    Η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζει προκαταρκτικώς ότι πρέπει εν προκειμένω να εφαρμοστεί η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση Προσχωρήσεως της 9ης Οκτωβρίου 1978. Η Σύμβαση σχετικά με την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο, μαζί με τις προσαρμογές που επήλθαν με τη Σύμβαση σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, της 25ης Οκτωβρίου 1982 (ΕΕ L 388, σ. 1 ), εφαρμόζονται μόνο ως προς τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ της Συμβάσεως εντός του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως ( άρθρο 12 της Συμβάσεως του 1982, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 1989, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο ).

    Ως προς το πρώτο ερώτημα, το βασικό και καίριο σημείο το οποίο αφορά το άρθρο 21 είναι απλώς και μόνο η εκκρεμοδικία μεταξύ δικών που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων δύο διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών. Είναι αδιάφορο, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 21, το ότι τα δύο δικαστήρια έχουν επιληφθεί μιας υποθέσεως δυνάμει των κανόνων περί δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τη Σύμβαση ή των κανόνων που απορρέουν από το εσωτερικό δίκαιο του οικείου συμβαλλομένου κράτους.

    Πολλοί συγγραφείς έχουν ήδη εκφράσει τη γνώμη ότι δεν έχει σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 21η κατοικία του εναγομένου ή των άλλων διαδίκων. Μόνο αυτή η ευρεία ερμηνεία επιτρέπει να επιτευχθεί ο σκοπός του άρθρου 21, δηλαδή, αφενός μεν, η προστασία του εναγομένου στη δεύτερη δίκη από διπλή καταψηφιστική κρίση, αφετέρου δε, η αποφυγή στο μέτρο του δυνατού της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων σε δύο συμβαλλόμενα κράτη.

    Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση.

    « Οι οιατάξεις του άρθρου 21 της Συμβάσεως εφαρμόζονται, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων που έχουν ασκήσει αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε δύο διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη. »

    Η Βρετανική Κνβέρνηοη στηρίζεται στην απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch, προαναφερθείσα, υποστηρίζοντας ότι η μέριμνα αποφυγής παράλληλων διαδικασιών και εκδόσεων ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αποτελεί μια ουσιώδη πτυχή της Συμβάσεως.

    Απόφαση εκδιδόμενη ως προς τον εναγόμενο που δεν έχει κατοικία στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους αναγνωρίζεται εντούτοις και εκτελείται κατ' εφαρμογή των άρθρων 26 και 31 αντιστοίχως της Συμβάσεως. Είναι προφανές ότι, αν οι αποφάσεις αυτές δεν διέπονται από το άρθρο 21, θα υπάρχει ο κίνδυνος εκδόσεως ασυμβιβάστων μεταξύ τους αποφάσεων κατά το στάδιο της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως.

    Η Βρετανική Κυβέρνηση συνάγει συναφώς ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως πρέπει να εφαρμόζεται, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων ενώπιον των δύο δικαστηρίων.

    Η Επιτροπή εκθέτει ότι, εφόσον για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας η Σύμβαση στηρίζεται στην έννοια της κατοικίας εντός συμβαλλόμενου κράτους, μπορεί επίσης να εφαρμόζεται σε σχέση με ένα πρόσωπου που δεν έχει τέτοια κατοικία ( άρθρο 4 ή 8, δεύτερο εδάφιο ) ή ανεξάρτητα από κάθε εκτίμηση σχετικά με την κατοικία ( άρθρο 16).

    Το άρθρο 4 πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 21, ώστε να μην ανακύπτουν συγκρούσεις όπως αυτές τις οποίες πρέπει ακριβώς η Σύμβαση να αποτρέπει. Δεδομένου, εξάλλου, ότι το άρθρο 21 δεν αναφέρεται στην κατοικία των διαδίκων, η έννοια αυτή ουδόλως πρέπει να επηρεάζει την ερμηνεία του.

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα ως ακολούθως:

    « Η εφαρμογή του άρθρου 21 δεν εξαρτάται από την κατοικία των διαδίκων, δεδομένου ότι άλλες διατάξεις της Συμβάσεως αφορούν το ζήτημα της κατοικίας. »

    Ως προς το όεντερο και το τρίτο ερώτημα

    Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top προβάλλουν ότι, όταν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη ως πρώτο, το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, δεν απαιτεί από το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο να αναστείλει τη διαδικασία ή να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά μόνο αν το άλλο δικαστήριο έχει προσηκόντως επιληφθεί κατά την έννοια της Συμβάσεως. Ο όρος « προσηκόντως » υπονοείται στο άρθρο 21.

    Δεδομένου ότι οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που ορίζει η Σύμβαση είναι κοινοί για όλα τα συμβαλλόμενα κράτη και πρέπει να ερμηνεύονται και εφαρμόζονται ενιαίως, τα δικαστήρια κάθε συμβαλλόμενου κράτους είναι όλα επίσης σε θέση να καθορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Θα πρέπει να γίνει επιφύλαξη μόνο ως προς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας εξαρτάται από στοιχεία που δεν έχουν σχέση με τους ενιαίους κανόνες της Συμβάσεως, όπως η έννοια της κατοικίας κατά το εθνικό δίκαιο ή, ενδεχομένως, οι εθνικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στο άρθρο 4.

    Καθώς η Σύμβαση έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι η διεθνής δικαιοδοσία ασκείται, υπό το κράτος της Συμβάσεως, μόνο κατ' εφαρμογήν των κανόνων που καθορίζονται στον τίτλο II, προβλέπει εμμέσως ότι καμία ζημία δεν πρέπει να προκύψει από το γεγονός ότι εσφαλμένως γίνεται επίκληση διεθνούς δικαιοδοσίας ενώπιον των δικαστηρίων συμβαλλομένου κράτους. Θα ήταν αντίθετο προς αυτούς τους σκοπούς και αδικαιολόγητο το να μπορεί να εφαρμόζεται το άρθρο 21, το δε δικαστήριο που ορθώς επελήφθη μιας υποθέσεως να κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο, ενώ το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο στερείται κάθε διεθνούς δικαιοδοσίας. Η απόφαση περί αναστολής της δεύτερης διαδικασίας δεν αποτελεί ικανοποιητική λύση, επειδή θα συνεπάγεται καθυστερήσεις, έξοδα και δυσχέρειες προκειμένου να διαπιστωθεί απλώς ότι το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο είναι αναρμόδιο. Αυτό θα διευκόλυνε και θα ενθάρρυνε καταχρηστικές ενέργειες και ελιγμούς προληπτικής φύσεως εκ μέρους των διαδίκων που θα ήθελαν να καθυστερήσουν τη διαδικασία ή να επωφεληθούν από την ισχυρότερη θέση τους.

    Αν, πράγματι, το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο δεν είναι αρμόδιο, θα είναι προς το συμφέρον της καλής απονομής της δικαιοσύνης να διαπιστώνεται αυτό όσον το δυνατό ταχύτερα. Ειδικότερα, όταν η υπόθεση υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ως δεύτερο, είναι τελείως αδικαιολόγητο το να αναστέλλει το δικαστήριο αυτό τη διαδικασία.

    Κάθε απόφαση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος ως πρώτου δικαστηρίου, την οποία εκδίδει αυτό ή το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο, πρέπει κανονικά να δεσμεύει το άλλο δικαστήριο.

    Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ως δεύτερο 5εν πρέπει επομένως να εφαρμόσει το άρθρο 21 παρά μόνο αν διαπιστώσει ότι το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο είναι αρμόδιο. Αν το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο δεν ήταν σε θέση να καθορίσει τη δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη σημασία των πραγματικών ή νομικών ζητημάτων που μπορούν καλύτερα να κριθούν από το τελευταίο αυτό δικαστήριο, θα μπορούσε να αναστείλει τη διαδικασία, μέχρις ότου το άλλο δικαστήριο αποφανθεί ως προς τη δική του δικαιοδοσία.

    Κατά συνέπεια, οι εφεσείουσες της κύριας δίκης προτείνουν στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα ως εξής:

    « Δυνάμει του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, όταν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη ως πρώτο, το επιληφθέν ως δεύτερο δικαστήριο δεν υποχρεούται σε κάθε περίπτωση να αναστείλει τη διαδικασία, εφόσον κρίνει ότι δεν πρέπει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του.

    Το επιληφθέν ως δεύτερο δικαστήριο οφείλει, όταν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του ως πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, να εξετάσει αν το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο. Μία τέτοια εξέταση θα πρέπει να καθιστά δυνατό στο δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο να καθορίσει είτε ότι το ως πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι αρμόδιο είτε ότι δεν είναι αρμόδιο είτε ακόμη ότι μπορεί να είναι αρμόδιο υπό περιστάσεις που το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο θεωρεί ότι δεν είναι αρμόδιο να προσδιορίσει. »

    Η New Hampshire τονίζει ότι το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, επιτρέπει στο δικαστήριο που επελέγη ως δεύτερο να αναστείλει τη διαδικασία αντί να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, όχι όμως να επιλέξει μία άλλη λύση. Η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την έννοια του « forum non conveniens » και πρέπει να χρησιμοποιείται υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη ως πρώτο, μέχρις ότου το δικαστήριο αυτό αποφανθεί επί ενδεχόμενης ενστάσεως αναρμοδιότητας.

    Οι λύσεις αυτές απορρέουν τόσο από τη λειτουργία όσο και από το γράμμα του άρθρου 21. Το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής προβλέπει υποχρεωτική κήρυξη αναρμοδιότητας, όταν η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο δεν αμφισβητείται ή μία τέτοια αμφισβήτηση έχει απορριφθεί, ενώ το δεύτερο εδάφιο αφορά την περίοδο κατά την οποία εκκρεμεί μία τέτοια αμφισβήτηση. Η New Hampshire αναφέρεται ειδικότερα στη βρετανική επιστήμη και νομολογία, καθώς και στην προαναφερθείσα έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που επεξεργάστηκε το κείμενο της Συμβάσεως, κατά την οποία η ευχέρεια αναστολής της διαδικασίας θεσπίστηκε προς τον σκοπό αποφυγής αρνητικών συγκρούσεων δικαιοδοσίας και προκειμένου οι διάδικοι να μην είναι αναγκασμένοι να αρχίσουν εκ νέου μία νέα δίκη σε περίπτωση που το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο κήρυττε εαυτό αναρμόδιο.

    Διαφορετική λύση θα ήταν νοητή σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο διαθέτει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει ιδίως του άρθρου 16 της Συμβάσεως, ενώ το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία. Θα μπορούσε έτσι να μην υποχρεούται ούτε να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο ούτε να αναστείλει τη διαδικασία κατ' εφαρμογή του άρθρου 21. Η New Hampshire δεν υιοθετεί πάντως αυτή την άποψη. Τονίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αυτή η κατάσταση, επειδή κανένας κανόνας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας δεν προβάλλεται στην παρούσα υπόθεση.

    Η Σύμβαση δεν επιτρέπει να ελέγχει δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους. Ειδικότερα, το σύστημα του άρθρου 21 συνεπάγεται ότι κάθε αντίρρηση σχετικά με τη δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου πρέπει να εξετάζεται από αυτό. Εξαιρετικές περιπτώσεις, που συνδέονται με αποκλειστική δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη ως δεύτερο, δεν χρειάζεται να εξετασθούν εν προκειμένω.

    Αν υποτεθεί, πάντως, ότι το επιληφθέν ως δεύτερο δικαστήριο μπορεί να ελέγξει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους που έχει επιληφθεί ως πρώτο, θα πρέπει να περιορισθεί να εξετάσει αν η αγωγή ασκήθηκε καλοπίστως ενώπιον του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου ή, εναλλακτικά, αν στηρίζεται σε ένα στοιχείο που να πιθανολογεί την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας

    Η New Hampshire προτείνει επομένως στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

    « Δυνάμει του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, οι μόνες δυνατότητες που προσφέρονται στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται ως δεύτερο είναι είτε να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του είτε (όταν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο) να αναστείλει τη διαδικασία αντί να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του. »

    Το τρίτο ερώτημα καθίσταται έτσι άνευ αντικειμένου.

    Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το άρθρο 21 δεν παρέχει στο δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, παρά μόνο την επιλογή μεταξύ του να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο ή να αναστείλει τη διαδικασία. Δεν υφίσταται άλλη δυνατότητα, ακόμη και όταν θεωρεί ότι είναι αρμόδιο και επιθυμεί να συνεχίσει την εκδίκαση της υποθέσεως.

    Στηριζόμενη στο γράμμα του άρθρου 21, καθώς και στην έκθεση της προαναφερθείσας επιτροπής εμπειρογνωμόνων, καθώς και στις γνώμες που έχουν διατυπώσει πολυάριθμοι συγγραφείς, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επιλογή μεταξύ του να διαπιστώσει το δικαστήριο την έλλειψη δικαιοδοσίας του και του να αναστείλει τη διαδικασία εξαρτάται από την εξουσία εκτιμήσεως που έχει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ως δεύτερο και το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη το βάσιμο του ισχυρισμού που αντλείται από την έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται ως πρώτο. Αν το δικαστήριο θεωρεί με βεβαιότητα ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος θα κηρύξει εαυτό αναρμόδιο. Αν, αντιθέτως, υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να κηρύξει το πρώτο δικαστήριο εαυτό αναρμόδιο, το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο θα αναστείλει τη διαδικασία.

    Κατά τη γνώμη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, πρέπει επομένως να δοθεί στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα η ακόλουθη απάντηση:

    « Το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο δεν έχει την επιλογή παρά μεταξύ του να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του ή υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη ως πρώτο, και του να αναστείλει τη διαδικασία.

    Η απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας εμπίπτει στην εξουσία εκτιμήσεως του δικαστηρίου που επελήφθη ως δεύτερο. Προς τον σκοπό αυτό, το δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί στις ακόλουθες εκτιμήσεις:

    α)

    αν θεωρεί ότι ο ισχυρισμός περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του πρώτου δικαστηρίου είναι αβάσιμος, αποφαίνεται βάσει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως,

    β)

    αν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να κηρύξει το πρώτο δικαστήριο εαυτό αναρμόδιο, είναι προτιμότερο να αναστείλει τη διαδικασία. »

    Η Βρετανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να έχει ως γνώμονα την ανάγκη αποφυγής εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται ως δεύτερο δεν έχει άλλη επιλογή από το να αναστείλει τη διαδικασία ή να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του. Η γνώμη αυτή αντιστοιχεί προς αυτή που διατυπώνεται στην προαναφερθείσα έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων. Η Βρετανική Κυβέρνηση δεν διατυπώνει παρατηρήσεις ως προς το τρίτο ερώτημα.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, αν το δικαστήριο που επελήφθη ως δεύτερο δεν αποφασίσει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του, όπως υποχρεούται κανονικά να κάνει (άρθρο 21, πρώτο εδάφιο ), μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει τη διαδικασία (δεύτερο εδάφιο), αν αμφισβητείται προσηκόντως η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη ως πρώτο. Αν δεν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία, η υποχρέωση να διαπιστώσει το δικαστήριο την έλλειψη δικαιοδοσίας του είναι απόλυτη, το δε δεύτερο εδάφιο δεν παράγει τα αποτελέσματά του.

    Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η ακόλουθη απάντηση:

    «Όταν ένα δικαστήριο, διαφορετικό από το δικαστήριο που επελήφθη ως πρώτο, υποχρεούται να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει, ως άλλη λύση, να αναστείλει τη διαδικασία, αλλά αποκλειστικά και μόνο όταν αμφισβητείται προσηκόντως η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη ως πρώτο. »

    Ως προς το τέταρτο ερώτημα

    Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top εκθέτουν ότι το αγγλικό δικαστήριο κλίνει προς το να μην εφαρμόσει τον τίτλο Π, τμήμα 3, της Συμβάσεως, ως προς την αντασφάλιση. Από την προαναφερθείσα έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που κατάρτισε τη Σύμβαση συνάγεται ότι οι διατάξεις αυτού του τμήματος έχουν ιδίως ως σκοπό την αποφυγή καταχρηστικών ενεργειών που μπορούν να απορρέουν από συμβάσεις προσχωρήσεως. Αν οι εκτιμήσεις αυτές φαίνονται να μην έχουν μεγάλη σημασία ήδη για συμβάσεις ασφαλίσεως, παραδείγματος χάρη όταν ο ασφαλισμένος είναι μία σημαντική εταιρία, είναι ελάχιστα πιθανό να ασκούν επιρροή στο πλαίσιο πράξεων αντασφαλίσεως, όπου ακριβώς, εξ ορισμού, ο ασφαλιστής αντασφαλίζει έναν άλλον ασφαλιστή. Έτσι, στην έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που κατάρτισε τη Σύμβαση Προσχωρήσεως του 1978 (OJ 1979, C 59, σ. 71 ) εκτίθεται με κατηγορηματικό τρόπο ότι μία σύμβαση αντασφαλίσεως δεν μπορεί να εξομοιώνεται με σύμβαση ασφαλίσεως. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 7 έως 12 δεν ισχύουν για συμβάσεις αντασφαλίσεως.

    Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα μπορούσε να απαντήσει στο τέταρτο ερώτημα ως εξής:

    « Οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 3, της Συμβάσεως δεν εφαρμόζονται στη σχέση μεταξύ ενός ασφαλιστή ( αντασφαλισμένου ) και ενός αντασφαλιστή στο πλαίσιο συμβάσεως μερικής αντασφαλίσεως. »

    Η New Hampshire εκθέτει ότι το ζήτημα αν οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 3, της Συμβάσεως εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ ενός άμεσου ασφαλιστή (αντασφαλισμένου) και ενός αντασφαλιστή έδωσε αφορμή για τη διατύπωση διαφορετικών απόψεων: παρόλο που η επιστήμη και η προαναφερθείσα έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που κατάρτισε τη Σύμβαση Προσχωρήσεως τείνουν στο να αποκλείουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών σε ζητήματα αντασφαλίσεως, εμπειρογνώμονες του γαλλικού δικαίου, των οποίων ζητήθηκε η γνώμη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της κύριας δίκης, θεώρησαν ότι το ζήτημα παραμένει ανοικτό, τουλάχιστον ως προς ορισμένες συμβάσεις αντασφαλίσεως οι οποίες, από τη φύση τους, αποτελούν επίσης συμβάσεις ασφαλίσεως.

    Δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό έχει γενικό ενδιαφέρον για τους ασφαλιστές και τους αντασφαλιστές, θα πρέπει για να λυθεί να προκύψει μία υπόθεση στην οποία να τίθεται ευθέως. Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο θα έπρεπε εντούτοις να εξετάσει το ζήτημα αυτό, η New Hampshire θεωρεί ότι οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 3, δεν ισχύουν για τις συμβάσεις αντασφαλίσεως, τουλάχιστον στις περισσότερες των περιπτώσεων.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες εκθέσεις των επιτροπών εμπειρογνωμόνων, υποστηρίζει ότι το σύστημα διεθνούς δικαιοδοσίας που έχει θεσπιστεί με τη Σύμβαση στον τομέα των ασφαλίσεων έχει ως στόχο τον περιορισμό των ρητρών περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα αυτό βάσει εκτιμήσεων κοινωνικής φύσεως που αποβλέπουν στην προστασία ορισμένων κατηγοριών προσώπων. Η μέριμνα αυτή προστασίας δεν έχει λόγο υπάρξεως, όσον αφορά τις αντασφαλίσεις. Το Δικαστήριο θα μπορούσε, επομένως, να δώσει στο τέταρτο ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

    « Οι διατάξεις του τίτλου II, τμήμα 3, της Συμβάσεως δεν εφαρμόζονται στις διαφορές που αφορούν ζητήματα αντασφαλίσεως. »

    Κατόπιν των απαντήσεων που προτείνει να δοθούν στα άλλα ερωτήματα, η Βρετανική Κυβέρνηση δεν διατυπώνει παρατηρήσεις ως προς το τέταρτο ερώτημα.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προαναφερθείσα έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που κατάρτισε τη Σύμβαση Προσχωρήσεως αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 7 έως 12 α ως προς τις αντασφαλίσεις. Εντούτοις, παρόλο που οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην προστασία του μικρού ασφαλιζομένου, δεν πρέπει να λησμονείται, αφενός μεν, ότι το τμήμα 4 του τίτλου II περιέχει ειδικές διατάξεις που αφορούν τους καταναλωτές, αφετέρου δε, ότι το τμήμα 3 αφορά σαφώς τη συνασφάλιση και ορισμένους μεγάλους κινδύνους.

    Είναι δύσκολο να διαπιστωθεί θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της ασφαλίσεως και της αντασφαλίσεως βάσει της οποίας να αποκλείεται η αντασφάλιση από το πεδίο εφαρμογής του τίτλου II, τμήμα 3. Από γενικότερης απόψεως, δεδομένου ότι η Σύμβαση έχει ακριβώς ως σκοπό την αποφυγή και τη λύση των συγκρούσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, μία τόσο σημαντική εξαίρεση θα έπρεπε να διατυπώνεται ρητώς στο κείμενο και όχι απλώς να συνάγεται από αυτό.

    Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι, κατά το άρθρο 53, η έδρα μιας εταιρίας, που καθορίζεται βάσει των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που εφαρμόζει το επιληφθέν δικαστήριο, εξομοιώνεται προς την κατοικία. Μολονότι το άρθρο 7 ορίζει ότι « σε υποθέσεις ασφαλίσεων » το τμήμα 3 ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 4 ( και του άρθρου 5, περίπτωση 5 ), το άρθρο αυτό δεν έχει εφαρμογή όταν ο ασφαλιστής θεωρείται ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους δυνάμει του άρθρου 8, δεύτερο εδάφιο.

    Επομένως, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο ερώτημα ως ακολούθως:

    «Το άρθρο 8 της Συμβάσεως ισχύει για συμβάσεις αντασφαλίσεως, οπότε ο αντασφαλιστής

    ο οποίος έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος ή

    δεν έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, αλλά πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο,

    μπορεί να εναχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των τριών περιπτώσεων του άρθρου 8, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως. »

    G. F. Mancini

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 27ης Ιουνίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-351/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Overseas Union Insurance Limited,

    Deursche Ruck UK Reinsurance Limited,

    Pine Top Insurance Company Limited

    και

    New Hampshire Insurance Company,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7 έως 12 α και 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε από τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 σχετικά με την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και από το πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο (τροποποιημένο κείμενο, δημοσιευθέν στην OJ 1978, L 304, σ. 77),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: V. Di Bucci, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η Overseas Union Insurance Limited, η Deutsche Ruck UK Reinsurance Limited και η Pine Top Insurance Company Limited, εκπροσωπούμενες από τους Peter Goldsmith, QC, και David Railton, barrister, ενεργούντες αρχικά κατόπιν εντολής των Holman Fenwich & Willan, solicitors, κατόπιν δε, όσον αφορά την Overseas Union Insurance Limited, από τους solicitors Stephenson Harwood,

    η New Hampshire, εκπροσωπούμενη από τους Jonathan Mance, QC, και Alan Newman, QC, ενεργούντες κατόπιν εντολής των Hextall, Erskine & Co., solicitors,

    η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Christof Böhmer, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης,

    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Rosemary Caudwell, του Treasury Solicitor's Department,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον John Forman, νομικό σύμβουλο, και τον Adam Blomefield, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Overseas Union Insurance Limited, της Deutsche Ruck UK Reinsurance Limited και της Pine Top Insurance Company Limited, καθώς και της New Hampshire Insurance Company και της Επιτροπής, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Φεβρουαρίου 1991,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 1991,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 26ης Ιουλίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, το Court of Appeal υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971, για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( στο εξής: Σύμβαση ), ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 7 έως 12 α και 21 της Συμβάσεως.

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιριών Overseas Union Insurance Limited ( στο εξής: OUI ), Deutsche Ruck UK Reinsurance Limited ( στο εξής: Deutsche Ruck ) και Pine Top Insurance Company Limited ( στο εξής: Pine Top) και της εταιρίας New Hampshire Insurance Company (στο εξής: New Hampshire ), σχετικά με τις υποχρεώσεις που μπορούν να απορρέουν για την OUI, την Pine Top και την Deutsche Ruck από συμβάσεις αντασφαλίσεως που συνήψαν με τη New Hampshire.

    3

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η New Hampshire, εταιρία διεπόμενη από το δίκαιο της Πολιτείας του New Hampshire ( Ηνωμένες Πολιτείες ), είναι εγγεγραμμένη στα οικεία μητρώα στην Αγγλία ως overseas company ( υπερπόντιος εταιρία ), σύμφωνα με τις διατάξεις του Companies Act (νόμου περί εταιριών) του 1985, στη δε Γαλλία ως αλλοδαπή εταιρία, διαθέτουσα διάφορα καταστήματα σ' αυτό το κράτος. Το 1979, συνήψε σύμβαση ασφαλίσεως για την κάλυψη των κινδύνων που αφορούν ορισμένες δαπάνες επισκευής και αντικαταστάσεως ηλεκτρικών συσκευών που πωλούνταν με εγγύηση πέντε ετών από τη société française des Nouvelles Galeries réunies, εταιρία γαλλικού δικαίου με έδρα το Παρίσι.

    4

    To 1980, η New Hampshire συνήψε σύμβαση αντασφαλίσεως για ένα μέρος του κατ' αυτόν τον τρόπο καλυπτομένου κινδύνου με, ιδίως, την OUI, εταιρία διεπόμενη από το δίκαιο της Σιγκαπούρης και εγγεγραμμένη στα οικεία μητρώα της Αγγλίας ως overseas company, καθώς και την Deutsche Ruck και την Pine Top, εταιρίες αγγλικού δικαίου με έδρα το Λονδίνο.

    5

    Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top, αφού ζήτησαν από τη New Hampshire πληροφορίες ως προς τη διαχείριση του ασφαλιστικού λογαριασμού, σταμάτησαν καταρχάς κάθε πληρωμή, στη συνέχεια δε γνωστοποίησαν ότι αποδεσμεύονται από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους αντασφαλίσεως, επικαλούμενες ιδίως παραβίαση της υποχρεώσεως παροχής πληροφοριών, αναληθή παράσταση περιστατικών, καθώς και τη μη εκπλήρωση υποχρεώσεως σχετικά με την κατάρτιση και τη διαχείριση των συμβάσεων αντασφαλίσεως.

    6

    Στις 4 Ιουνίου 1987, η New Hampshire ενήγαγε την Deutsche Ruck και την Pine Top ενώπιον του tribunal de commerce de Paris ( Εμποροδικείου Παρισιού ), ζητώντας την καταβολή των ποσών που οφείλονταν βάσει των συμβάσεων αντασφαλίσεως. Στις 9 Φεβρουαρίου 1988, κίνησε μία ανάλογη διαδικασία ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου κατά της OUI. Η Deutsche Ruck και η Pine Top προέβαλαν ρητώς την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου, ενώ η OUI εκδήλωσε την πρόθεση να προβάλει την ίδια ένσταση.

    7

    Στις 6 Απριλίου 1988, η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top ενήγαγαν τη New Hampshire ενώπιον του Commercial Court του Queen's Bench Division, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δεν υποχρεούνταν να εκτελέσουν τις υποχρεώσεις που μπορούσαν να απορρέουν από τις συμβάσεις αντασφαλίσεως. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1988, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, να αναστείλει τη διαδικασία, μέχρις ότου το γαλλικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση ως προς τη δική του δικαιοδοσία στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του.

    8

    Η OUI, η Deutsche Ruck και η Pine Top άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal. Το δικαστήριο αυτό, θεωρώντας ότι η διαφορά θέτει πρόβλημα ερμηνείας της Συμβάσεως, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Έχει το άρθρο 21 της Συμβάσεως εφαρμογή:

    α)

    ανεξαρτήτως της έδρας των διαδίκων στις δύο δίκες,

    ή

    β)

    μόνον αν ο εναγόμενος στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί δεύτερο έχει την έδρα του σε συμβαλλόμενο κράτος, ασχέτως της έδρας οποιουδήποτε άλλου διαδίκου,

    ή

    γ)

    αν τουλάχιστον ένας, και σε τέτοια περίπτωση ποιος είναι αυτός, από τους διαδίκους στις δύο διαδικασίες έχει την έδρα του σε συμβαλλόμενο κράτος;

    2)

    Όταν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί πρώτο, υποχρεούται, βάσει του άρθρου 21, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο να αναστείλει, σε κάθε περίπτωση, τη διαδικασία ή, επικουρικώς, να θεωρήσει εαυτό στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας;

    3)

    α)

    Αν το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο δεν έχει αυτή την υποχρέωση, το δικαστήριο αυτό ( i ) υποχρεούται ή ( ii ) δύναται, προκειμένου να αποφασίσει αν θα αναστείλει τη διαδικασία, να εξετάσει αν το πρώτον επιληφθέν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία;

    β)

    Αν ναι, υπό ποιες περιστάσεις και σε ποια έκταση μπορεί το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του πρώτον επιληφθέντος δικαστηρίου;

    4)

    Αν από την απάντηση στο ερώτημα 3, στοιχεία α και β, προκύψει ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί δεύτερο υποχρεούται ή, αν δεν υποχρεούται, δύναται, υπό περιστάσεις όπως οι παρούσες, να εξετάσει αν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του τίτλου Η, τμήμα 3, της Συμβάσεως επί της σχέσεως μεταξύ ασφαλιστή ( αντασφαλισμένου ) και αντασφαλιστή σε σύμβαση μερικής αντασφαλίσεως; »

    9

    Στη Διάταξη του περί παραπομπής το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι δεν αμφισβητείται ότι, σε κάθε υπόθεση, το γαλλικό δικαστήριο επελήφθη πρώτο της υποθέσεως και ότι οι αγωγές που ασκήθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων των δύο συμβαλλομένων κρατών έχουν το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των διαδίκων κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, 144/86, Gubisch Maschinenfabrik (Συλλογή 1987, σ. 4861 ).

    10

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση εκτίθενται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    11

    Με το πρώτο του ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει εφαρμογή χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η κατοικία των διαδίκων στις δύο διαδικασίες.

    12

    Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 21 της Συμβάσεως,

    « αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών, κάθε δικαστήριο, εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει, ακόμη και αυτεπάγγελτα, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου.

    Το δικαστήριο που οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η διεθνής δικαιοδοσία του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται ».

    13

    Πρέπει να επισημανθεί στη συνέχεια ότι στο κείμενο του άρθρου 21, σε αντίθεση προς το κείμενο άλλων διατάξεων της Συμβάσεως, ουδόλως αναφέρεται η κατοικία των διαδίκων. Εξάλλου, στο εν λόγω άρθρο δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των διαφόρων περιπτώσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται από τη Σύμβαση. Ειδικότερα, δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση για την περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους ασκεί τη δικαιοδοσία του δυνάμει των νόμων αυτού του κράτους έναντι εναγομένου που δεν έχει κατοικία σε συμβαλλόμενο κράτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 της Συμβάσεως.

    14

    Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 21 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στην περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου καθορίζεται από την ίδια τη Σύμβαση όσο και στην περίπτωση κατά την οποία η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από τη νομοθεσία συμβαλλομένου κράτους σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως.

    15

    Η ερμηνεία που απορρέει από το κείμενο επιβεβαιώνεται από την εξέταση των σκοπών της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1990, C-220/88, Dumez France και Tracoba ( Συλλογή 1990, σ. Ι-49 ), ότι η Σύμβαση αποσκοπεί κυρίως στην ενθάρρυνση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων εκτός του κράτους στο οποίο εκδόθηκαν και ότι, προς τούτο, είναι απαραίτητο να περιοριστούν οι κίνδυνοι εκδόσεως ασυμβιβάστων μεταξύ τους αποφάσεων, πράγμα που αποτελεί λόγο αρνήσεως αναγνωρίσεως ή κηρύξεως εκτελεστής μιας αποφάσεως κατά το άρθρο 27, περίπτωση 3, της Συμβάσεως.

    16

    Προκειμένου, ειδικότερα, για το άρθρο 21, το Δικαστήριο επισήμανε στην προαναφερθείσα απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1987, Gubisch, ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται, μαζί με το άρθρο 22 που αφορά τη συνάφεια, στο τμήμα 8 του τίτλου II της Συμβάσεως, τμήμα με το οποίο επιδιώκεται, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, η αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές. Επομένως, με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται να αποκλειστεί, όσο είναι δυνατό, εξαρχής η δημιουργία μιας καταστάσεως όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το άρθρο 27, περίπτωση 3, δηλαδή η μη αναγνώριση αποφάσεως λόγω του ότι είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως. Κατά συνέπεια, προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι σκοποί το άρθρο 21 πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως κατά τρόπο που να καλύπτει καταρχήν όλες τις περιπτώσεις εκκρεμοδικίας ενώπιον δικαστηρίων συμβαλλομένων κρατών ανεξάρτητα από την κατοικία των διαδίκων.

    17

    Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται τη μη αποδοχή των απόψεων των εφεσειουσών της κύριας δίκης κατά τις οποίες από αυτή καθαυτή την ύπαρξη του άρθρου 27, περίπτωση 3, της Συμβάσεως αποδεικνύεται ότι από τα άρθρα 21 και 22 δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατό να εκδοθούν ασυμβίβαστες μεταξύ τους αποφάσεις σε διάφορα συμβαλλόμενα κράτη. Πράγματι, το γεγονός ότι στη Σύμβαση λαμβάνονται υπόψη περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσαν εντούτοις να προκύψουν παρόμοιες καταστάσεις δεν μπορεί να θεμελιώσει επιχείρημα κατά της ερμηνείας των άρθρων 21 και 22 ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 1990, Dumez, προαναφερθείσα), αυτά έχουν ακριβώς ως σκοπό τον αποκλεισμό ή τον περιορισμό των κινδύνων εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και μη αναγνωρίσεως.

    18

    Επομένως, στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων στις δύο δίκες.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

    19

    Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι το επιληφθέν ως δεύτερο δικαστήριο δεν μπορεί παρά να αναστείλει τη διαδικασία, στην περίπτωση που δεν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, ή αν η διάταξη αυτή του επιτρέπει ή το υποχρεώνει, και σε ποια έκταση, να εξετάσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

    20

    Πρέπει συναφώς να τονιστεί εξαρχής ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η κύρια δίκη εμπίπτει σε αποκλειστική δικαιοδοσία προβλεπόμενη από τη Σύμβαση, ιδίως δε από το άρθρο 16. Επομένως, το Δικαστήριο δεν οφείλει να αποφανθεί επί του ενδεχομένου κατά το οποίο το επιληφθέν δεύτερο δικαστήριο θα είχε μία τέτοια δικαιοδοσία.

    21

    Προκειμένου περί δίκης ως προς την οποία δεν διεκδικείται αποκλειστική δικαιοδοσία υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη δεύτερο, πρέπει περαιτέρω να γίνει δεκτό ότι η μόνη εξαίρεση από την υποχρέωση που υπέχει το δικαστήριο αυτό να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 της Συμβάσεως, συνίσταται στην ευχέρεια να αναστείλει τη διαδικασία η οποία μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

    22

    Από την έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που κατάρτισαν το κείμενο της Συμβάσεως ( ΕΕ 1986, C 298, σ. 8 ) προκύπτει ότι ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε προκειμένου οι διάδικοι να μην υποχρεούνται να αρχίσουν εκ νέου νέα δίκη όταν, παραδείγματος χάρη, το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο διαπιστώσει ότι στερείται δικαιοδοσίας. Πάντως, ο στόχος αυτής της διατάξεως, που συνίσταται στην αποφυγή αρνητικής συγκρούσεως δικαιοδοσίας, μπορεί να επιτευχθεί χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο να ασκήσει έλεγχο επί της δικαιοδοσίας άλλου δικαστηρίου.

    23

    Επιπλέον, επιβάλλεται να τονιστεί ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο ουδέποτε βρίσκεται σε καλύτερη θέση απ' ό,τι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται πρώτο για να αποφανθεί επί της δικαιοδοσίας του τελευταίου αυτού. Πράγματι, η δικαιοδοσία αυτή είτε καθορίζεται ευθέως από τους κανόνες της Συμβάσεως, που είναι κοινοί ως προς τα δύο δικαστήρια και μπορούν να ερμηνευθούν και εφαρμοσθούν με το ίδιο κύρος από το κάθε ένα από αυτά, είτε απορρέει, δυνάμει του άρθρου 4 της Συμβάσεως, από το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται πρώτο και το οποίο θα είναι τότε αναμφιβόλως καταλληλότερο για να αποφανθεί επί της δικής του δικαιοδοσίας.

    24

    Εξάλλου, οι περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους μπορεί να προβεί σε έλεγχο της δικαιοδοσίας δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους αναφέρονται περιοριστικώς στα άρθρα 28 και 34, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως. Οι περιπτώσεις αυτές συνδέονται μόνο με το στάδιο της αναγνωρίσεως ή της εκτελέσεως και αφορούν μόνο ορισμένους κανόνες ειδικής ή αποκλειστικής δικαιοδοσίας αναγκαστικού χαρακτήρα ή δημοσίας τάξεως. Κατά συνέπεια, εκτός από αυτές τις περιορισμένες εξαιρέσεις, η Σύμβαση δεν επιτρέπει τον έλεγχο της δικαιοδοσίας δικαστηρίου από το δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους.

    25

    Επομένως, τόσο από το γράμμα του άρθρου 21 όσο και από την οικονομία της Συμβάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο, και το οποίο κανονικά θα πρέπει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, δεν διαθέτει, ως άλλη λύση, παρά τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία στην περίπτώση κατά την οποία αμφισβητηθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο. Αντιθέτως, δεν μπορεί να προβεί το ίδιο στον έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται πρώτο.

    26

    Επομένως, στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, με επιφύλαξη της περιπτώσεως κατά την οποία το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο διαθέτει αποκλειστική δικαιοδοσία προβλεπόμενη από τη Σύμβαση και ιδίως από το άρθρο της 16, το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι, όταν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο έχει μόνο τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία, στην περίπτωση που δεν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, χωρίς να μπορεί να εξετάσει το ίδιο τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

    27

    Ενόψει των απαντήσεων που δόθηκαν στα τρία πρώτα ερωτήματα, το τέταρτο ερώτημα καθίσταται άνευ αντικειμένου.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    28

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση, η Βρετανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    αποφαινόμενο επί των αιτημάτων που του υπέβαλε το Court of Appeal, με Διάταξη της 26ης Ιουλίου 1989, αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεως στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων στις δύο δίκες.

     

    2)

    Με επιφύλαξη της περιπτώσεως κατά την οποία το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο διαθέτει αποκλειστική δικαιοδοσία προβλεπόμενη από τη Σύμβαση και ιδίως από το άρθρο της 16, το άρθρο 21 της Συμβάσεως έχει την έννοια ότι, όταν αμφισβητείται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο έχει μόνο τη δυνατότητα να αναστείλει τη διαδικασία, στην περίπτωση που δεν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, χωρίς να μπορεί να εξετάσει το ίδιο τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

     

    Mancini

    O'Higgins

    Κακούρης

    Schockweiler

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιουνίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

    G. F. Mancini


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top