Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0174

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 1990.
    Firma Hoche GmbH κατά Bundesanstalt für Landwirtschaftliche Marktordnung.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
    Ενίσχυση στο βούτυρο που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής - Κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία - Παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.
    Υπόθεση C-174/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02681

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:270

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-174/89 ( *1 )

    Ι — Κανονιστικό πλαίσιο, πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1.

    Βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), η Επιτροπή θέσπισε τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 262/79, της 12ης Φεβρουαρίου 1979, περί της πωλήσεως σε μειωμένη τιμή βουτύρου που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων τροφίμων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 77 ), επιδιώκοντας να ευνοήσει τη διάθεση του βουτύρου προκειμένου να βοηθηθεί η κατάσταση της αγοράς του βουτύρου στην Κοινότητα, χαρακτηριζόμενη από την ύπαρξη αποθεμάτων που δημιουργήθηκαν από επεμβάσεις στην οικεία αγορά ( δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη), καθώς και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1932/81, της 13ης Ιουλίου 1981, περί χορηγήσεως ενισχύσεως στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζεται για παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής ( ΕΕ L 191, σ. 6 ), αποβλέποντας στο να καταστεί δυνατή η αγορά των εν λόγω προϊόντων σε μειωμένη τιμή, ιδίως από τους παρασκευαστές προϊόντων ζαχαροπλαστικής και παγωτών ( πρώτη αιτιολογική σκέψη ).

    2.

    Η πώληση του βουτύρου και η χορήγηση της ενισχύσεως πραγματοποιούνται κατά τη διαδικασία δημοπρασίας που διασφαλίζεται από τους οργανισμούς παρεμβάσεως εντός των κρατών μελών.

    3.

    Ο προαναφερθείς κανονισμός 1932/81 επιφυλάσσει το δικαίωμα συμμετοχής στη δημοπρασία για τη χορήγηση ενισχύσεως για τη χρήση βουτύρου και συμπυκνωμένου βουτύρου στις επιχειρήσεις, οι οποίες είτε χρησιμοποιούν το βούτυρο απευθείας στην παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής ή παγωτών, είτε μεταποιούν το βούτυρο αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο προοριζόμενο για να χρήσιμοποιηθεί για την παρασκευή αυτών των προϊόντων ( άρθρο 2)

    4.

    Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, η προσφορά την οποία καταθέτουν οι ενδιαφερόμενοι που συμμετέχουν σε κάθε ειδική δημοπρασία ισχύει μόνο αν προσκομίζεται η απόδειξη ότι ο συμμετέχων συνέστησε, πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών, την ασφάλεια για τη δημοπρασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού. Η ασφάλεια αυτή εγγυάται ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν συμμετέχουν κατά τρόπο εικονικό στη διαδικασία της δημοπρασίας και δεν νοθεύουν τη βάση υπολογισμού της ενισχύσεως.

    5.

    Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 προβλέπει ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσφορών για κάθε ειδική διαδικασία, για το βούτυρο και το συμπυκνωμένο βούτυρο καθορίζεται μέγιστο ποσό της ενισχύσεως, καθώς και, όσον αφορά το συμπυκνωμένο βούτυρο, το ποσό των ασφαλειών για τη μεταποίηση, οι οποίες αποσκοπούν στην εξασφάλιση της χρησιμοποιήσεως του εν λόγω συμπυκνωμένου βουτύρου σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού.

    6.

    Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, η ασφάλεια μεταποιήσεως συνιστάται εντός προθεσμίας 30ημερών μετά την τελευταία ημέρα υποβολής των προσφορών της οικείας ειδικής δημοπρασίας.

    7.

    Κατά το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του εν λόγω κανονισμού, η ασφάλεια για τη δημοπρασία ελευθερώνεται αμέσως, όσον αφορά το συμπυκνωμένο βούτυρο, για τις ποσότητες για τις οποίες συστήθηκε η ασφάλεια μεταποιήσεως.

    Αντιθέτως, όσον αφορά το συμπυκνωμένο βούτυρΟί η ασφάλεια για τη δημοπρασία καταπίπτει, εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας, για την ποσότητα για την οποία ο προσφέρων δεν συνέστησε, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, την ασφάλεια μεταποιήσεως [ άρθρο 12, παράγραφος ί, στοιχείο γ)].

    8.

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2661/85 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 1985, για παρέκκλιση από τους κανονισμούς 262/79 και 1932/81 όσον αφορά το βούτυρο που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής ( ΕΕ L 252, σ. 13 ), ο οποίος άρχισε να ισχύει την 21η Σεπτεμβρίου 1985, προέβλεψε τη δυνατότητα, για τους επιχειρηματίες που κηρύχθηκαν υπερθεματιστές στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81 δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, να απαλλάσσονται, προσωρινώς και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των σχετικών με τη δημοπρασία υποχρεώσεων και να μην κινδυνεύουν να χάσουν την ασφάλεια για τη δημοπρασία.

    Κατά το γράμμα του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού,

    «για τις προσφορές που υποβλήθηκαν σε εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 1932/81 και στο πλαίσια των ειδικών διαγωνισμών αριθ. 76 έως 81, κατά το μέτρο που δεν έχει λήξει η προθεσμία μεταποιήσεως που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, τοϋ προαναφερθέντος κανονισμού, η επιχείρηση που είναι υπερθεματιστής, μετά από αίτηση της, απαλλάσσεται των υποχρεώσεων της για το σύνολο ή μέρος τών ποσοτήτων για τις οποίες είναι υπερθεματιστής δυνάμει του κανονισμού αυτού υπό τον όρο ότι, δυνάμει του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 262/79, έχει δηλωθεί υπερθεματιστής μιας ποσότητητας βουτύρου κατά 25 ο/ο μεγαλύτερης από την ποσότητα για την οποία ζητεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1932/81 ».

    Από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85 προκύπτει ότι τη ρύθμιση αυτή επέβαλε « το μέγεθος των αποθεμάτων στην παρέμβαση ( το οποίο ) οδήγησε σε νέα ισορροπία μεταξύ της τιμής χορηγήσεως του βουτύρου στην παρέμβαση και της ενισχύσεως στο βούτυρο της αγοράς, υπέρ του βουτύρου παρεμβάσεως ». Αποδεσμεύοντας τους υπερθεματιστές από τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, η Επιτροπή ήθελε να τους παρακινήσει στην αγορά του βουτύρου παρεμβάσεως, προκειμένου να ευνοηθεί η διάθεση των αποθεμάτων. Προς τον σκοπό αυτό,προβλέφθηκε να επιτραπεί στους υπερθεματιστές να περάσουν από το σύστημα ενισχύσεως για το βούτυρο και το συμπυκνωμένο βούτυρο, που θεσμοθετήθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81, στο σύστημα παρεμβάσεως του προαναφερθέντος κανονισμού 262/79 περί της πωλήσεως βουτύρου παρεμβάσεως σε μειωμένη τιμή, υποχρεώνοντας τους να αγοράζουν μία ποσότητα βουτύρου παρεμβάσεως κατά 25o/ο μεγαλύτερη από την ποσότητα για την οποία αποδεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81.

    9.

    Η Hoche GmbH, προσφεύγουσα της κύριας δίκης (στο εξής: Hoche), η οποία παράγει λιωμένο βούτυρο, συμμετείχε, κατά τη διάρκεια των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου 1985, στις ειδικές διαδικασίες αριθ. 76 έως 81, που οργανώθηκαν σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81. Προς τον σκοπό αυτό, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταποιήσει σε συμπυκνωμένο βούτυρο συνολικά 1672 τόνους βουτύρου αγοράς και συνέστησε την αντίστοιχη ασφάλεια για δημοπρασία. Η Hoche ανακηρύχθηκε υπερθεματιστής για την ποσότητα αυτή.

    10.

    Στις 21 Μαΐου 1985, η Επιτροπή κατέβασε την ελαχίστη τιμή πωλήσεως τον βουτύρου παρεμβάσεως από 1,15 σε 1,05 ECU και αύξησε τα έξοδα μεταποιήσεως για την τήξη από 0,14 σε 0,16 ECU, ώστε η τιμή του βουτύρου κατά την έξοδό του από τον τόπο των ψυκτικών εγκαταστάσεων ανερχόταν σε 0,89 ECU ανά κιλό, έναντι των προηγουμένως, 1,01 ECU ανά κιλό. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ακόμη και με τον συμψηφισμό της εγκριθείσας ενίσχυσης για τη μεταποίηση, το βούτυρο αγοράς, που η προσφεύγουσα είχε αναλάβει την υποχρέωση να μεταποιήσει, να καταστεί από την 21η Μαΐου 1985 ακριβότερο κατά 10,65% απ' ό,τι το βούτυρο παρεμβάσεως.

    11.

    Υπό αυτές τις συνθήκες, η Hoche αποφάσισε να μην εκπληρώσει την υποχρέωση της για μεταποίηση του βουτύρου αγοράς και προμηθεύτηκε βούτυρο παρεμβάσεως. Συνεπώς, δεν συνέστησε την ασφάλεια μεταποιήσεως που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81. Αποθήκευσε το βούτυρο αγοράς που είχε η ίδια αγοράσει, το οποίο στις 20 Σεπτεμβρίου 1985 ανερχόταν σε 735,7 τόνους ( δηλαδή 600,6 τόνους συμπυκνωμένου βουτύρου). Μετά την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, στις 21 Σεπτεμβρίου 1985, η Hoche έκανε χρήση, για μέρος της ποσότητας την οποία αφορούσε η υποχρέωση μεταποιήσεως, της δυνατότητας που προσφέρει ο εν λόγω κανονισμός να μεταβάλει την προσφορά μεταποιήσεως του βουτύρου αγοράς σε προσφορά αγοράς βουτύρου παρεμβάσεως.

    12.

    Το Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung, καθού της κύριας δίκης (στο εξής: BALM ), κήρυξε, με οκτώ αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1986 (αριθ. 797530 έως 797537), με μία απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1985 ( αριθ. 797507 ) και μία άλλη της 14ης Απριλίου 1986 (αριθ. 797572), την κατάπτωση των ασφαλειών για τη δημοπρασία συνολικού ποσού 86864,78 γερμανικών μάρκων (DM) για τις ποσότητες βουτύρου αγοράς ως προς τις οποίες η Hoche ούτε είχε συστήσει ασφάλεια μεταποιήσεως ούτε είχε προβεί στη μεταποίηση σε συμπυκνωμένο βούτυρο.

    13.

    Αφού η BALM απέρριψε τις ενστάσεις κατά των αποφάσεων αυτών, η Hoche άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ).

    14.

    Με τη Διάταξη περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι οι προϋποθέσεις σχετικά με την κατάπτωση της ασφάλειας για δημοπρασία που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, καταρχήν, πληρούνται. Πράγματι, εν προκειμένω δεν υφίσταται περίπτωση ανωτέρας βίας η οποία να εμπόδισε την Hoche να συστήσει εγκαίρως την ασφάλεια μεταποιήσεως και να προβεί στην εν λόγω μεταποίηση. Ομοίως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η μεταποίηση βουτύρου κατέστη μη αποδοτική συνεπεία της μεταβολής των τιμών του βουτύρου παρεμβάσεως, διότι με αυτή την απώλεια συγκεκριμενοποιήθηκε μόνον ένας επιχειρηματικός κίνδυνος, ο οποίος συνδέεται κατ' ανάγκη με τη συμμετοχή σε μία διαδικασία δημοπρασίας.

    Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η θέσπιση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85 δημιούργησε μία ιδιαίτερη κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας η απώλεια της ασφάλειας δυνάμει του άρθρου í 2, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, συνιστούσε για την Hoche παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, ώστε να μπορεί να τεθεί ερώτημα ως προς το κύρος της εν λόγω κοινοτικής ρυθμίσεως. Ταυτόχρονα, το εθνικό δικαστήριο διερωτάται εντούτοις αν η παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου στην περίπτωση της Hoche μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 και κρίνει ότι το Δικαστήριο οφείλει, εν προκειμένω, να αναστείλει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής για λόγους αντικειμενικής ανεπιεικείας.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main αποφάσισε, με Διάταξη της 20ής Απριλίου 1989, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

    « α)

    Είναι άκυρο το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1932/81, επειδή δεν αποκλείει την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση ανακηρύχθηκε κατά το έτος 1985 υπερθεματιστής στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, αλλά δεν συνέστησε ασφάλεια μεταποιήσεως και αντ' αυτού αγόρασε, ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 2661/85, βούτυρο παρεμβάσεως σύμφωνα με τον κανονισμό 262/79, το οποίο και μεταποίησε κανονικώς;

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

    β)

    Αναστέλλεται η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1932/81 ως προς μία συγκεκριμένη επιχείρηση όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στο ερώτημα α ); »

    15.

    Η Διάταξη του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 1989.

    16.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 31 Αυγούστου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Dierk Booß, και από τον Dr Klaus-Dieter Borchardt, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, και την 1η Σεπτεμβρίου 1989 η Hoche, εκπροσωπούμενη από τους Günther Beckstein, Hans-Otto Jordan και Peter Jungnicki, δικηγόρους Νυρεμβέργης.

    17.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Η Επιτροπή κλήθηκε να απαντήσει γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις, πράγμα που έπραξε εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

    18.

    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, το Δικαστήριο, με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1989, ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο δεύτερο τμήμα.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    1.

    Η Hoche υποστηρίζει ότι η επίμαχη κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία συνιστά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

    Μετά την απρόβλεπτη μείωση της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου κατά την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού 262/79, η Hoche προσαρμόστηκε αμέσως στα δεδομένα της αγοράς αγοράζοντας βούτυρο παρεμβάσεως και προβαίνοντας, μετά την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, στη μετατροπή της ποσότητας του κατακυρωθέντος βουτύρου αγοράς σε βούτυρο παρεμβάσεως. Η Hoche τονίζει ότι πραγματοποιώντας όχι μόνο τις επιπλέον αγορές που επέβαλε ο τελευταίος αυτός κανονισμός αλλά αγοράζοντας προηγουμένως, στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κανονισμού 262/79, πολύ περισσότερο βούτυρο απ' ό,τι είχε αρχικά προταθεί στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, εξεπλήρωσε πλήρως τους σκοπούς που η Επιτροπή απέβλεπε να πραγματοποιήσει χάρη στη μείωση της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου, ώστε η κατάπτωση της ασφάλειας, ανερχόμενης περίπου σε 87000 DM, συνιστούσε μία εντελώς αβάσιμη ποινή.

    Η Hoche συνεχίζει ότι, συμμετέχοντας στις ειδικές δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81, υπέστη, μεταξύ του τέλους Μαΐου και του τέλους Σεπτεμβρίου 1985 και παρά το γεγονός ότι, κατά την εν λόγω περίοδο, ενήργησε σύμφωνα προς τους στόχους της Επιτροπής, σοβαρή ζημία υπερβαίνουσα τον επιχειρηματικό κίνδυνο, σε σημείο που η Επιτροπή, εξάλλου, έδωσε τέλος στην ανεπιείκεια αυτή θεσπίζοντας τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85. Πράγματι, η αρχή της αναλογικότητας αντιτίθεται στο να υποστεί, τώρα, επιπλέον κυρώσεις μία επιχείρηση παραγωγός πηγμένου βουτύρου, όπως η Hoche, με την κατάπτωση ασφαλείας που ανέρχεται περίπου σε 87000 DM.

    Τέλος, εθίγησαν επίσης τα δικαιώματα της Hoche από την άποψη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον υπέστη κυρώσεις εκ μόνου του λόγου ότι, σύμφωνα με τις δυνατότητες της διαθέσεως, είχε αγοράσει αμέσως βούτυρο αγοράς το οποίο, συνεπεία της απροσδόκητης μειώσεως της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, δεν κατάφερε πλέον να πωλήσει κατά τρόπο ανταγωνιστικό, ενώ οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, προβαίνοντας σε προσφορές κερδοσκοπικές και μη έχοντας ακόμη πραγματοποιήσει τις αγορές τους στις 21 Σεπτεμβρίου 1985, ευνοήθηκαν από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85 σε σχέση προς την Hoche. Όμως, το περιστατικό αυτό, καθαρά τυχαίο, δεν δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση ούτε, κατά μείζονα λόγο, ζημία της Hoche.

    Συνεπώς, η Hoche έχει τη γνώμη ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ότι

    « εν προκειμένω, λόγω των ιδιαίτερων γεγονότων και λαμβανομένου υπόψη του κανονισμού 2661/85, η κατάπτωση της ασφαλείας, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 12 του κανονισμού 1932/81, δεν είναι βάσιμη στην παρούσα περίπτωση ».

    2.

    α)

    Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η Επιτροπή απορρίπτει τη συλλογιστική του εθνικού δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η αρχή της αναλογικότητας παραβιάστηκε λόγω του ότι ο επιδιωκόμενος με την κατάπτωση της ασφαλείας για τη δημοπρασία σκοπός της διασφαλίσεως της μεταποιήσεως του βουτύρου αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής δεν υφίστατο πλέον κατά τον χρόνο κατά τον οποίο κατέπεσε η ασφάλεια για τη δημοπρασία της Hoche και η Επιτροπή μάλλον κατέστησε σαφές με την έκδοση του κανονισμού 2661/85 ότι, από τις 21 Μαΐου 1985, δεν απέδιδε πλέον σημασία στη μεταποίηση βουτύρου αγοράς, αλλά επεδίωκε να στρέψει τη ζήτηση προς την κατανάλωση βουτύρου παρεμβάσεως.

    Κατά την Επιτροπή, η συλλογιστική αυτή προϋποθέτει εσφαλμένως ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 2661/85 ακύρωσε κατά τρόπο γενικό τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι επιχειρηματίες στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81 που πραγματοποιήθηκαν βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81.

    Το περιεχόμενο του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85 περιορίζεται καθόσον δι' αυτού εισάγεται ένα ειδικό μέτρο αποβλέπον στη συμπλήρωση της μειώσεως της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως που πραγματοποιήθηκε ήδη τον μήνα Μάϊο του 1985 με σκοπό να απορροφηθούν τα αποθέματα παρεμβάσεως βουτύρου, οι δε επιχειρηματίες που κηρύχθηκαν υπερθεματιστές δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, παρακινούνται να ανταλλάξουν την ποσότητα βουτύρου αγοράς που τους έχει ήδη αποδοθεί με βούτυρο παρεμβάσεως.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 εθίγοντο μόνο, ακριβώς, από το ειδικό μέτρο που εισήχθη με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85, οι δε υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 σε καμία περίπτωση δεν θα αναστέλλοντο γενικώς, αλλά θα εξακολουθούσαν, αντιθέτως, να ισχύουν καθόσον δεν ήταν εφαρμοστέος ο προαναφερθείς κανονισμός 2661/85.

    Αυτό ισχύει, ιδίως, για τις περιπτώσεις, όπως η προκείμενη της κύριας δίκης, κατά τις οποίες το βούτυρο παρεμβάσεως αγοράστηκε προτού να αρχίσει η ειδική ενέργεια που προβλέφθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85, οι δε αγορές αυτές πραγματοποιούνται με κίνδυνο του οικείου επιχειρηματία και εν γνώσει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις πραγματοποιηθείσες δημοπρασίες.

    Η Επιτροπή απορρίπτει, περαιτέρω, τη συλλογιστική του εθνικού δικαστηρίου, κατά την οποία η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάστηκε λόγω του ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 2661/85, επιφυλάσσοντας για τους επιχειρηματίες, για τους οποίους η προθεσμία μεταποιήσεως δεν έχει ακόμη λήξει και οι οποίοι αγόρασαν βούτυρο παρεμβάσεως μόνο μετά τις 21 Σεπτεμβρίου 1985, τη δυνατότητα να απαλλάσσονται των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, περιήγαγε τους εν λόγω επιχειρηματίες, χωρίς εμφανή λόγο, σε πολύ ευνοϊκότερη κατάσταση απ' ό,τι τις επιχειρήσεις όπως η Hoche, οι οποίες είτε είχαν ήδη εκπληρώσει την υποχρέωση τους μεταποιήσεως δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, είτε είχαν ενεργήσει σε συνάρτηση προς την τροποποίηση των οικονομικών στόχων ακόμη και πριν από τη θέσπιση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85 και, μη εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις που υπείχαν από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81, εφοδιάστηκαν με βούτυρο παρεμβάσεως για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συλλογιστική αυτή αγνοεί τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ των προαναφερθέντων κανονισμών 1932/81 και 2661/85 και αντιπαραθέτει τις καταστάσεις που δεν είναι συγκρίσιμες.

    Κατά την Επιτροπή, καθόσον οι υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 είχαν ήδη εκπληρωθεί πριν από τη θέσπιση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, ήταν περιττό, στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής ρυθμίσεως, να ληφθούν μέτρα αποσκοπούντα στο να μειωθεί η απώλεια της τελευταίας αυτής κατηγορίας υπερθεματιστών, αφού ο επιδιωκόμενος από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85 σκοπός δεν μπορούσε πλέον να επιτευχθεί στην περίπτωση αυτή. Επιπλέον, καθόσον οι αγορές βουτύρου παρεμβάσεως πραγματοποιήθηκαν πριν από την περίπτωση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, ούτε η εν λόγω κατάσταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την εκτίμηση της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, δεδομένου ότι το μέτρο αυτό, όπως η Επιτροπή είχε ήδη αναφέρει, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού κανονισμού.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία προϋποθέτει ότι όλες οι επιχειρήσεις που έχουν συμμετάσχει στις ειδικές δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81 έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν την ποσότητα βουτύρου αγοράς που τους έχει αποδοθεί σε βούτυρο παρεμβάσεως υπό τους ιδίους όρους, τηρήθηκε πλήρως στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85. Εξάλλου, η Hoche είχε κάνει -χρήση της προσφερόμενης δυνατότητας μετατροπής μέρους της ποσότητας βουτύρου αγοράς που της είχε δοθεί κατά τις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81. Σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85, η Hoche είχε μάλιστα μπορέσει να μετατρέψει όλη τη δοθείσα ποσότητα, δεδομένου ότι δεν είχε καθοριστεί κανένας ποσοτικός περιορισμός, οι δε προθεσμίες μετατροπής δεν είχαν λήξει στην περίπτωση της. Ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή υποθέτει ότι η Hoche είχε ήδη καλύψει τις ανάγκες της σε βούτυρο παρεμβάσεως πριν από την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, ώστε κάθε επιπλέον αγορά πραγματοποιηθείσα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την προσαύξηση κατά 25 ο/ο της ποσότητας που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85 θα είχε χωρίς αμφιβολία ως αποτέλεσμα να υπερβεί τις δυνατότητες της. Η Επιτροπή τονίζει, εντούτοις, ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί συνέπεια της ελευθερίας της Hoche να μπορεί να αποφασίζει και κατά κανένα τρόπο δεν οφείλεται στον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85.

    Συνεπώς, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η εξής απάντηση:

    «Από την εξέταση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1932/81 της Επιτροπής δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους τοϋ λόγω του ότι δεν αποκλείει την κατάπτωση της'ασφάλειας στην περίπτωση που μία επιχείρηση έχει κηρυχθεί υπερθεματιστής το 1985 στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81 αλλά δεν έχει συστήσει την ασφάλεια μεταποιήσεως και έχει αγοράσει, αντ' αυτού, για τη χορηγηθείσα ποσότητα και πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 2661/85, βούτυρο παρεμβάσεως σύμφωνα με τον κανονισμό 262/79 και το έχει κανονικώς μεταποιήσει. »

    β)

    Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται τη γνώμη του εθνικού δικαστηρίου, κατά το οποίο ήταν αναγκαίο, σε περίπτωση αναγνωρίσεως του κύρους του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, να ανασταλεί εν προκειμένω, για λόγους αντικειμενικής επιεικείας, η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν δικαιολογείται η εν λόγω αναστολή υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στη Διάταξη περί παραπομπής λόγω αυτών των ιδίων των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης περιπτώσεως. Πράγματι, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 πρέπει πάντοτε να τηρούνται, καθόσον οι επιχειρήσεις δεν έχουν αποδεσμευθεί από αυτές στο πλαίσιο της εφαρμογής του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85.

    Εντούτοις, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία, αποφασισθείσα βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, είναι δυσανάλογη στην περίπτωση της Hoche, η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι η μόνη δυνατή λύση συνίσταται στο να αναγνωριστεί η ακυρότητα της εν λόγω κοινοτικής διατάξεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, είναι αδύνατο να ανασταλεί η εφαρμογή κοινοτικής διατάξεως σε μία περίπτωση όπως η προκείμενη, συντρεχουσών ορισμένων ειδικών περιστάσεων και να αναγνωρίζεται ταυτόχρονα το κύρος της.

    Καταλήγοντας, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η εξής απάντηση:

    « Η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1932/81 επίσης δεν αναστέλλεται σε μία περίπτωση όπως η προκείμενη οσάκις συντρέχουν οι αναφερθείσες προϋποθέσεις. »

    III — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

    1.

    Στο ερώτημα αν η μείωση της τιμής του βουτύρου παρεμβάσεως μπορούσε ήδη να προβλεφθεί κατά τον χρόνο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81 που οργανώθηκαν σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81 και γιατί παρ' όλα αυτά έγιναν οι εν λόγω δημοπρασίες, η Επιτροπή απάντησε ότι αν η μείωση της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, αποφασισθείσα στις 21 Μαΐου 1985, δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81, μπορούσε, εντούτοις, να προβλεφθεί η μείωση της τιμής παρεμβάσεως του βουτύρου. Πράγματι, η Επιτροπή είχε προτείνει στις αρχές του έτους 1985, για την περίοδο 1985/86, μία αισθητή μείωση της εν λόγω τιμής παρεμβάσεως. Η πρόταση αυτή εξηγεί εξάλλου, το γεγονός ότι κατά τις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81 χορηγήθηκαν εξαιρετικά υψηλές ποσότητες βουτύρου αγοράς, δεδομένου ότι οι υπερθεματιστές γνώριζαν ότι οι ενισχύσεις στη μεταποίηση βουτύρου αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο θα μειώνονταν στον ίδιο βαθμό με την τιμή παρεμβάσεως, προμηθεύτηκαν δε, κατόπιν αυτού, στο πλαίσιο των εν λόγω δημοπρασιών, βούτυρο που κάλυπτε, όσο αυτό ήταν δυνατό, τις ετήσιες ανάγκες τους. Η κατάσταση αυτή κατέληξε υποχρεωτικά σε σημαντικές δυσχέρειες διαθέσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, ώστε η Επιτροπή αναγκάστηκε να αντιδράσει στην εξέλιξη αυτή στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως της.

    Η Επιτροπή προσέθεσε ότι δεν ήταν νοητή η αναστολή των δημοπρασιών αριθ 76 έως 81, δεδομένου ότι οι δύο φορές τον μήνα διεξαγόμενες δημοπρασίες ήταν απαραίτητες προκειμένου να διασφαλιστεί ο κανονικός εφοδιασμός σε βούτυρο της βιομηχανίας τροφίμων. Λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων παρασκευής συμπυκνωμένου βουτύρου, ο εφοδιασμός αυτός διασφαλίζεται μόνο αν οι προμηθευτές συμπυκνωμένου βουτύρου μπορούν να χρησιμοποιούν πλήρως, καθόλη τη διάρκεια του έτους, την παραγωγική ικανότητα των υφισταμένων εγκαταστάσεων τους. Το σύστημα αυτό θα κατέρρεε αν αναστέλλονταν οι δημοπρασίες για το διάστημα από της υποβολής των προτάσεων τιμών της Επιτροπής μέχρι τον καθορισμό,πολλούς μήνες αργότερα, των τιμών από το Συμβούλιο.

    2.

    Κληθείσα να διευκρινίσει πώς οι αποκτώντες μπορούσαν ακόμη να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν γι' αυτούς από τις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81 μετά τη μείωση της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, που αποφασίστηκε στις 21 Μαΐου 1985 και γιατί η Επιτροπή δεν έκρινε σκόπιμο να εκδώσει μία πράξη, όπως ο προαναφερθείς κανονισμός 2661/85, αμέσως μετά την εν λόγω μείωση, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81 ήταν απολύτως δυνατό, ακόμη μετά τη μείωση της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, να εκπληρωθούν, ταυτόχρονα δε δέχθηκε ότι οι αποκτώντες μπορούσαν, ενδεχομένως, να υποστούν σημαντικές οικονομικές απώλειες. Πάντως, κατά την Επιτροπή, ο εν λόγω κίνδυνος οικονομικών απωλειών οφείλετο αποκλειστικά στην κερδοσκοπική συμπεριφορά των υπερθεματιστών. Πράγματι, αν αυτοί είχαν περιοριστεί στην απόκτηση των ποσοτήτων βουτύρου για τις οποίες είχαν ήδη συνάψει συμβάσεις με τους αγοραστές και δεν είχαν προμηθευτεί υπερβολικές ποσότητες βουτύρου αγοράς ενόψει μιας υποτιθεμένης μειώσεως της ενισχύσεως για τη μεταποίηση, δεν θα είχαν υπάρξει αποθέματα βουτύρου παρεμβάσεως. Όμως, η θέσπιση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85 οφείλετο αποκλειστικώς στην ύπαρξη των αποθεμάτων αυτών. Πράγματι, η Επιτροπή υποχρεώθηκε, λόγω της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς των υπερθεματιστών στο πλαίσιο των δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, να θεσπίσει τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85, προκειμένου να διασφαλίσει την απορρόφηση των αποθεμάτων βουτύρου παρεμβάσεως.

    3.

    Ερωτηθείσα πώς μπορούσαν οι επιχειρήσεις που βρίσκονταν στην κατάσταση της προσφεύγουσας (δηλαδή, ενόψει των όρων της δημοπρασίας και των προθεσμιών μεταποιήσεως στις οποίες υπόκειντο στο πλαίσιο της αποκτήσεως βουτύρου αγοράς ) να κάνουν πλήρη χρήση της δυνατότητας μεταποιήσεως που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό 2661/85 ή ποια άλλη δυνατότητα προβλέπει η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτών των επιχειρήσεων, προκειμένου να λυθούν κατά τρόπο ικανοποιητικό τα προβλήματα που προκύπτουν από τη μεταβολή της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, η Επιτροπή απάντησε ότι η δυνατότητα αποκομίσεως οφέλους από τα πλεονεκτήματα του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, εξαρτάται αποκλειστικώς από τον όγκο των κερδοσκοπικών αγορών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81. Η Επιτροπή ισχυρίστηκε σχετικά ότι όσο πιο σημαντική ήταν η ποσότητα που αποτέλεσε αντικείμενο κερδοσκοπίας και όσο περισσότερο πλησίαζε την ανωτάτη ικανότητα των εγκαταστάσεων μεταποιήσεως βουτύρου αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο, τόσο περισσότερο μειωμένες ήταν οι πιθανότητες αποκομίσεως πραγματικού οφέλους από τη δυνατότητα μεταποιήσεως που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85, εφόσον η μετάβαση από το σύστημα ενισχύσεως για το βούτυρο αγοράς στο σύστημα πωλήσεως σε μειωμένη τιμή του βουτύρου παρεμβάσεως επιτρεπόταν μόνο υπό τον όρο αγοράς συμπληρωματικής ποσότητας βουτύρου παρεμβάσεως ανερχόμενης σε 25 ο/ο. Αντιθέτως, νομικοί περιορισμοί, όπως είναι οι ποσοτικοί περιορισμοί, δεν είχαν προβλεφθεί από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85.

    Η Επιτροπή συνέχισε ότι, ενόψει του γεγονότος ότι τα ενδεχόμενα οικονομικά προβλήματα, απορρέοντα από τη μεταβολή της ελαχίστης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως, οφείλονται σε κερδοσκοπική συμπεριφορά των επιχειρήσεων στο πλαίσιο των δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, δεν πρόκειται να προβλεφθεί μία « ικανοποιητική λύση », προκειμένου να απορροφηθούν οι επελθούσες απώλειες. Πράγματι, πρέπει να υπομνηστεί ότι το σύστημα των δημοπρασιών πρέπει να διασφαλίζει στους υπερθεματιστές την ίση μεταχείριση κατά την πρόσβαση στην αγορά, αλλ' όχι τη διατήρηση ορισμένου επιπέδου τιμής. Σε αντιστάθμισμα των εγγυήσεων αυτών, ο υπερθεματιστής φέρει μόνο τον κίνδυνο μεταβολής της ελαχίστης τιμής του βουτύρου.

    F. Α. Schockweiler

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( δεύτερο τμήμα )

    της 28ης Ιουνίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-174/89,

    η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Hoche, εταιρίας γερμανικού δικαίου, με έδρα το Neunkirchen-Speikern (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),

    και

    Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος και την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1932/81 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1981, περί χορηγήσεως ενισχύσεως στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής ( ΕΕ L 191, σ. 6),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους F. Α. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και T. F. O'Higgins, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

    γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η Hoche, εκπροσωπούμενη από τους Günther Beckstein, Hans-Otto Jordan και Peter Jungnicki, δικηγόρους Νυρεμβέργης ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας),

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Dierk Booß, νομικό σύμβουλο, και Klaus-Dieter Borchardt, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν η Firma Hoche, εκπροσωπούμενη από την Cornelia Kienlein, δικηγόρο Νυρεμβέργης, και η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Dierk Booß και Sören Bechsgaard, σύμβουλο διοικήσεως στη Γενική Δΐ£ύθυνση Γεωργίας, κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 20ής Απριλίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Μαΐου 1989, το Verwaltungsgericht Framkfurt am Main υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς το κύρος και, επικουρικώς, ως προς τη μη δυνατότητα εφαρμογής στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, για λόγους επιεικείας, του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1932/81 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1981, περί χορηγήσεως ενισχύσεως στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής ( ΕΕ L 191, σ. 6 ).

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Firma Hoche ( στο εξής: Hoche ) και του Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung ( στο εξής: BALM), επ' ευκαιρία της επιστροφής της ασφάλειας για τη δημοπρασία που είχε συστήσει η Hoche και της οποίας την κατάπτωση είχε κηρύξει το BALM κατ' εφαρ-μογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81.

    3

    Ο κανονισμός αυτός αποβλέπει στη διευκόλυνση της διαθέσεως του βουτύρου αγοράς με τη χορήγηση ενισχύσεως, της οποίας το ύψος καθορίζεται σύμφωνα με μία διαδικασία δημοπρασίας, στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν μόνο οι επιχειρήσεις οι οποίες είτε χρησιμοποιούν απευθείας το βούτυρο για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών ή άλλων προϊόντων διατροφής, είτε μεταποιούν το βούτυρο αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο, προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή αυτών των προϊόντων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προϋπόθεση μεταποιήσεως του βουτύρου σε συμπυκνωμένο βούτυρο διασφαλίζεται με την ασφάλεια μεταποιήσεως. Με τη σύσταση της ασφάλειας αυτής αποδευσμεύεται, για τις καλυπτόμενες ποσότητες, η ασφάλεια για τη δημοπρασία που ο προσφέρων έπρεπε να συστήσει προκειμένου να συμμετάσχει στη δημοπρασία. Κατά το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, η ασφάλεια για τη δημοπρασία καταπίπτει, αντιθέτως, εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας, για την ποσότητα για την οποία ο προσφέρων δεν συνέστησε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, την ασφάλεια μεταποιήσεως.

    4

    Από τον φάκελο της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι η Hoche, η οποία παράγει τετηγμένο βούτυρο, συμμετέσχε τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1985 στις ειδικές δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81 που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 και κηρύχθηκε υπερθεματιστής για 1672 τόνους βουτύρου αγοράς, που ανέλαβε την υποχρέωση να μεταποιήσει σε συμπυκνωμένο βούτυρο και για τους οποίους συνέστησε την αντίστοιχη ασφάλεια για τη δημοπρασία.

    5

    Για λόγους πολιτικής της αγοράς, προκειμένου να μειωθούν τα αποθέματα βουτύρου παρεμβάσεως, η Επιτροπή μείωσε στις 21 Μαΐου 1985 την κατώτατη τιμή πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως από 1,15 σε 1,05 ECU και αύξησε τα έξοδα μεταποιήσεως για την τήξη από 0,14 σε 0,16 ECU. Η επέμβαση αυτή επέφερε σημαντική διαφορά του επιπέδου τιμής μεταξύ του βουτύρου αγοράς και του βουτύρου παρεμβάσεως, σε βαθμό που, ακόμη και με τον υπολογισμό της ενισχύσεως που εγκρίθηκε για τη μεταποίηση του βουτύρου αγοράς, αυτό καθίστατο ακριβότερο κατά 10,65 % από το βούτυρο παρεμβάσεως.

    6

    Λόγω αυτής της διαφοράς τιμής μεταξύ του βουτύρου αγοράς και του βουτύρου παρεμβάσεως, δεν ήταν πλέον οικονομικώς συμφέρον να μεταποιείται το βούτυρο αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Hoche αποφάσισε να μην εκπληρώσει την υποχρέωση της μεταποιήσεως του βουτύρου αγοράς, την οποία είχε αναλάβει στο πλαίσιο των δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, προμηθεύτηκε δε βούτυρο παρεμβάσεως: Αποθήκευσε τις ποσότητες βουτύρου αγοράς για τις οποίες είχε κηρυχθεί υπερθεματιστής και δεν συνέστησε την ασφάλεια μεταποιήσεως για τις ποσότητες αυτές.

    7

    Στις 20 Σεπτεμβρίου 1985, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2661/85, για παρέκκλιση από τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 262/79 και 1932/81 όσον αφορά το βούτυρο που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής ( ΕΕ L 252, σ. 13 ). Ο κανονισμός αυτός, αποσκοπώντας στην ώθηση των επιχειρηματιών να αγοράσουν βούτυρο παρεμβάσεως για να διευκολυνθεί η διάθεση των αποθεμάτων, προβλέπει ότι οι υποβάλλοντες προσφορές στις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81 μπορούν να αποδεσμεύονται των υποχρεώσεων.που έχουν αναλάβει δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, καθόσον η προθεσμία μεταποιήσεως δεν έχει ακόμη λήξει, υπό την προϋπόθεση να έχουν, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 262/79 της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 1979, περί της πωλήσεως σε μειωμένη τιμή βουτύρου που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων τροφίμων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 77 ), κηρυχθεί υπερθεματιστές βουτύρου παρεμβάσεως για ποσότητα κατά 25 ο/ο μεγαλύτερη από την ποσότητα για την οποία ζητούν να αποδεσμευθούν των υποχρεώσεων που είχαν αναληφθεί δυνάμει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81.

    8

    Μετά την έναρξη της ισχύος, στις 21 Σεπτεμβρίου 1985, του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, ή Hoche έκανε χρήση, για μέρος της ποσότητας βουτύρου αγοράς την οποία αφορούσε η υποχρέωση μεταποιήσεως, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81, της δυνατότητας μεταβολής της υποχρεώσεως μεταποιήσεως βουτύρου αγοράς σε προσφορά αγοράς βουτύρου παρεμβάσεως, που προβλέπεται από τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85.

    9

    Αντιθέτως, για το μέρος του βουτύρου αγοράς για το οποίο η Hoche δεν είχε συστήσει ασφάλεια μεταποιήσεως ούτε είχε αποδεσμευθεί από τις υποχρεώσεις της βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, δεδομένου ότι δεν έκανε χρήση της δυνατότητας μετατροπής τού προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, το BALM κήρυξε, σύμφωνα με τό άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία. Κατόπιν αυτού, η Hoche ζήτησε με προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Framkfurt am Main την επιστροφή της ασφάλειας αυτής.

    10

    Στο σκεπτικό της Διατάξεως του, το εθνικό δικαστήριο ανέφερε ότι η απόφαση του BALM να κηρύξει την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία ήταν τύμφωνη με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 και ότι, επομένως, δεν θα δίσταζε, υπό κανονικές συνθήκες, να απορρίψει την προσφυγή που άσκησε η Hoche. Πάντως, κατά το Verwaltungsgericht Framkfurt am Main, στην προκειμένη κύρια δίκη είχε δημιουργηθεί μία ιδιάζουσα κατάσταση λόγω της εκδόσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85. Πράγματι, κατά το εθνικό δικαστήριο, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τελευταίο αυτό κανονισμό, η κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, συνιστούσε για την Hoche παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, οπότε μπορούσαν να δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς το κύρος ή, τουλάχιστον, την εφαρμογή, στην προκειμένη κύρια δίκη, της διατάξεως αυτής του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81.

    11

    Στο πλαίσιο αυτό, το Verwaltungsgericht Framkfurt am Main ανέστειλε τη διαδικασία μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

    «α)

    Είναι άκυρο το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1932/81, επειδή δεν αποκλείει την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση ανακηρύχθηκε κατά το έτος 1985 υπερθεματιστής στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, αλλά δεν συνέστησε ασφάλεια μεταποιήσεως και αντ' αυτού αγόρασε, ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 2661/85, βούτυρο παρεμβάσεως σύμφωνα με τον κανονισμό 262/79, το οποίο και μεταποίησε κανονικώς;

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

    β)

    Αναστέλλεται η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1932/81 ως προς μία συγκεκριμένη επιχείρηση όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στο ερώτημα α ); »

    12

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    13

    Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το ερώτημα αυτό επειδή είχε αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, λόγω ενδεχομένης παραβιάσεως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

    14

    Το εθνικό δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι η αρχή της αναλογικότητας είχε παραβιαστεί στην προκειμένη υπόθεση της κύριας δίκης. Πράγματι, ο σκοπός της καταπτώσεως της ασφάλειας για τη δημοπρασία, δηλαδή η διασφάλιση της μεταποιήσεως του βουτύρου αγοράς σε συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων διατροφής, δεν υφίστατο πλέον κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το BAĽM κήρυξε την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία που είχε συστήσει η Hoche. Αντιθέτως, με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2661/85 επιβεβαιώνεται ότι, αφότου μειώθηκε η κατώτατη τιμή πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως που αποφασίστηκε στις 21 Μαΐου 1985, η Επιτροπή δεν απέδιδε πλέον σημασία στη μεταποίηση του βουτύρου αγοράς, αλλά επιδίωκε να αναπροσανατολίσει τη ζήτηση προς την κατανάλωση βουτύρου παρεμβάσεως. Η Hoche είχε συμμμορφωθεί προς τον στόχο αυτό προμηθευόμενη, ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, βούτυρο παρεμβάσεως οπότε η κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία δεν ήταν δικαιολογημένη έναντι αυτής.

    15

    Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως είχε παραβιαστεί καθόσον ο προαναφερθείς κανονισμός 2661/85 δεν εφαρμοζόταν κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους τους υποβάλλοντες προσφορές στις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81. Πράγματι, οι ανταγωνιστές της Hoche, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη αγοράσει βούτυρο παρεμβάσεως κατά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού αυτού, επωφελήθηκαν πλήρως της προβλεπόμενης από αυτόν δυνατότητας μετατροπής και, επομένως, δεν υπέστησαν την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία, ενώ αυτό συνέβη στην περίπτωση της Hoche, η οποία είχε ήδη προμηθευθεί βούτυρο παρεμβάσεως πριν από την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85.

    16

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να υπομνηστεί καταρχάς ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 ορίζει ότι,

    « εκτός περιπτώσεως ανωτέρας βίας, η ασφάλεια για τη δημοπρασία καταπίπτει για την ποσότητα για την οποία ο προσφέρων:

    α)

    απέσυρε την προσφορά μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3·

    ή

    β)

    όταν πρόκειται για βούτυρο:

    δεν πραγματοποίησε, εντός των προκαθορισμένων προθεσμιών, τη μεταποίηση του βουτύρου σε προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, υπό α )·

    γ)

    όταν πρόκειται για συμπυκνωμένο βούτυρο:

    δεν συνέστησε, εντός των προκαθορισμένων προθεσμιών, την ασφάλεια μεταποιήσεως που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2 ».

    17

    Από την ανάλυση του κειμένου αυτού προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει, κατά τρόπο εξαντλητικό, τους λόγους που δικαιολογούν την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία που έχει συσταθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών δημοπρασίας που αφορούν τη χορήγηση ενισχύσεως στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο.

    18

    Εν συνεχεία, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η κατάσταση στην οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης περιλαμβάνεται στους λόγους καταπτώσεως της ασφάλειας για τη δημοπρασία που προβλέπονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81. Πράγματι, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε ότι η Hoche δεν συνέστησε ασφάλεια μεταποιήσεως για τις ποσότητες βουτύρου αγοράς που αποκτήθηκαν κατά τις δημοπρασίες αριθ. 76 έως 81, δεδομένου ότι είχε απόσχει, για οικονομικούς λόγους, από τη μεταποίηση σε συμπυκνωμένο βούτυρο του βουτύρου αγοράς που της είχε κατακυρωθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ληφθείσα από το BALM απόφαση να κηρύξει την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία, που είχε συστήσει η Hoche, συνιστά απλώς την έννομη συνέπεια της συμπεριφοράς της επιχειρήσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ ), του προαναφερθέντος κανονισμού 1.932/81.

    19

    Εξάλλου, η έννομη αυτή συνέπεια θα μπορούσε να είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή της αναλογικότητας μόνον αν. το, εφαρμοσθέν μέσο, εν προκειμένω η υποχρέωση συστάσεως ασφαλείας, δεν ενδείκνυτο για την πραγματοποίηση του προβλεπόμενου σκοπού ή έβαινε πέραν του ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη του ( βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου. 1987, Maizena, σκέψη 15, 137/85, Συλλογή 1987, σ. 4587 ).

    20

    Από το άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 προκύπτει ότι η σύσταση της ασφάλειας για τη δημοπρασία έχει ως σκοπό, αφενός, να διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη διαδικασία δημοπρασίας δεν προβαίνουν σε πλασματικές προσφορές δυνάμενες να νοθεύσουν τη βάση υπολογισμού της ενισχύσεως και, αφετέρου, να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν το βούτυρο αγοράς, εντός των ταχθεισών προθεσμιών, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το βούτυρο αγοράς δεν χρησιμοποιείται απευθείας στην παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών ή άλλων προϊόντων διατροφής, αλλά μεταποιείται σε συμπυκνωμένο βούτυρο προοριζόμενο να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή των προβλεπόμενων στον προαναφερθέντα κανονισμό 1932/81 προϊόντων, ο κανονισμός αυτός προβλέπει την υποχρέωση συστάσεως ασφαλείας μεταποιήσεως που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της χρησιμοποιήσεως του συμπυκνωμένου βουτύρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού. Κατά το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο γ ), του κανονισμού αυτού, η ασφάλεια για τη δημοπρασία ελευθερώνεται αμέσως για τις ποσότητες συμπυκνωμένου βουτύρου για τις οποίες έχει συσταθεί η ασφάλεια μεταποιήσεως.

    21

    Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης, η Hoche δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση της για μεταποίηση σε συμπυκνωμένο βούτυρο του βουτύρου αγοράς που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια των δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81 και για σύσταση της ασφαλείας μεταποιήσεως για τις εν λόγω ποσότητες βουτύρου, η κατάπτωση της ασφαλείας για τη δημοπρασία, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός συστήματος, το οποίο ο επιχειρηματίας επέλεξε εθελούσίως και προς ίδιον συμφέρον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δυσανάλογη στην περίπτωση κατά την οποία επήλθε ο κίνδυνος για τον οποίο είχε συσταθεί.

    22

    Εξάλλου, το ίδιο το εθνικό δικαστήριο ανέφερε στο σκεπτικό της Διατάξεως του περί παραπομπής ότι δεν θα δίσταζε, υπό τις συνήθεις περιστάσεις, να απορρίψει την προσφυγή που άσκησε η Hoche. Κατά το δικαστήριο αυτό, η ιδιάζουσα κατάσταση η οποία, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το οδήγησε να θεωρήσει την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία ως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, δημιουργήθηκε μόνο με την έκδοση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85.

    23

    Εντούτοις, ως προς το σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι το κύρος διατάξεως μιας γενικής ρυθμίσεως, όπως το άρθρο 12, παράγραφος'1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μεταγενέστερη έκδοση ενός ειδικού κανονισμού, όπως ο-προαναφερθείς κανονισμός 2661/85, ο οποίος, για''ορισμένες ρητώς αναφερόμενες καταστάσεις, παρεκκλίνει του γενικού συστήματος.

    24

    Παρόμοιες σκέψεις καθιστούν δυνατή την εξάλειψη των αμφιβολιών του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά ενδεχόμενη παραβίαση, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    25

    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αρχή αυτή παραβιάζεται μόνον οσάκις παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ' όμοιο τρόπο, εκτός αν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς ( βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1984, Sermide, σκέψη 28, 106/83, Συλλογή 1984, σ. 4209 ).

    26

    Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι ο προαναφερθείς κανονισμός 1932/81 αντιμετωπίζει καθ' όμοιο τρόπο όλους τους υπερθεματιστές που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση, ιδίως όσον αφορά την κατάπτωση της ασφάλειας για τη δημοπρασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάπτωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εισάγουσα διακρίσεις.

    27

    Επομένως, ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της ενάρξεως της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85.

    28

    Πρέπει να υπομνηστεί σχετικά ( βλέπε, ανωτέρω, σκέψη 23 ) ότι μία γενική διάταξη - δεν μπορεί να καταστεί άκυρη λόγω της μεταγενέστερης θεσπίσεως ειδικής διατάξεως που εισάγει παρέκκλιση.

    29

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, επειδή η εν λόγω διάταξη δεν αποκλείει την κατάπτωση της ασφαλείας για τη δημοπρασία στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση ανακηρύχθηκε υπερθεματιστής, το 1985, στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, αλλά δεν συνέστησε την ασφάλεια μεταποιήσεως και αγόρασε, αντ' αυτού, για τη χορηγηθείσα ποσότητα και πριν από την έναρξη της ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, βούτυρο παρεμβάσεως, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό 262/79, και το μεταποίησε κανονικώς.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    30

    Στο σκεπτικό της Διατάξεως του περί παραπομπής, το εθνικό δικαστήριο ανέφερε ότι δεν έκρινε ικανοποιητική την αναγνώριση της ακυρότητας του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81. Για τον λόγο αυτό υπέβαλε, για την περίπτωση της αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ένα δεύτερο ερώτημα με το οποίο ερωτά αν η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 μπορεί να ανασταλεί σε περίπτωση όπως η προκείμενη για λόγους επιεικείας.

    31

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει να υπομνηστεί καταρχάς ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αρνηθεί την ύπαρξη, στο κοινοτικό δίκαιο, της γενικής αρχής της αντικειμενικής ανεπιεικείας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει πει ότι δεν υφίσταται νομική βάση, στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, επιτρέπουσα την άφεση, για λόγους επιεικείας, εισφορών που έχουν θεσμοθετηθεί από το εν λόγω δίκαιο ( απόφαση της 28ης Ιουνίου 1977, Balkan Import-Export, σκέψεις 8 και 10, 118/76, Sig. 1977, σ. 1177). Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν γνωρίζει καμία γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία οι εθνικές αρχές δεν πρέπει να εφαρμόζουν τους ισχύοντες κανόνες του κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση που η εφαρμογή τους θα συνιστούσε σκληρότητα έναντι του ενδιαφερομένου, την οποία είναι προφανές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θα είχε προσπαθήσει να αποφύγει, αν είχε λάβει υπόψη του την περίπτωση αυτή κατά τη θέσπιση των εν λόγω κανόνων ( απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1985, Neumann, σκέψη 33, 299/84, Συλλογή 1985, σ. 3663 ).

    32

    Καθόσον οι αμφίβολες του εθνικού δικαστηρίου ως προς την εφαρμογή, στην υπόθεση της κύριας δίκης, του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 οφείλονται στην έκδοση του προαναφερθέντος κανονισμού 2661/85, πρέπει να αναγνωριστεί εν συνεχεία ότι, για παρόμοιους λόγους με αυτούς που αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή, σε περίπτωση όπως η προκείμενη, μιας γενικής διατάξεως, όπως το άρθρο 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μεταγενέστερη θέσπιση ειδικής πράξεως που εισάγει παρέκκλιση, όπως ο προαναφερθείς κανονισμός 2661/85.

    33

    Εξάλλου, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το σύστημα των δημοπρασιών, για το οποίο πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν έχει ως σκοπό τη διασφάλιση στους προσφέροντες της διατηρήσεως ενός πλεονεκτήματος του οποίου έχουν τύχει σε δεδομένη στιγμή. Αντιθέτως, η Επιτροπή, η οποία είχε την υποχρέωση να διαχειριστεί κατά τρόπο αποτελεσματικό τα υπάρχοντα αποθέματα βουτύρου, έπρεπε να προσαρμόσει την πολιτική της στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της καταστάσεως της αγοράς ( βλέπε, τελευταία, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Delacre και λοιποί κατά Επιτροπής, σκέψεις 26 και 32 έως 34, C-350/88, Συλλογή 1990, σ. I-395 ).

    34

    Από αυτό προκύπτει ότι, συμμετέχοντας εθελουσίως. και προς ίδιον συμφέρον σε δημοπρασίες όπως αυτές για τις οποίες πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι επιχειρηματίες φέρουν μόνοι τους συμφυείς με την οικεία ενέργεια κινδύνους, καθόσον η Επιτροπή δεν τροποποιεί κατά τρόπο απρόβλεπτο και αυθαίρετο την οικονομική κατάσταση ή τις ισχύουσες διατάξεις.

    35

    Εντούτοις, αυτό δεν μπορεί να συνέβη στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση των αποθεμάτων βουτύρου παρεμβάσεως, αφενός, η Επιτροπή δικαιολογημένα έκρινε, στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που πρέπει να της αναγνωρίζεται λόγω της ιδιότητας της της υπεύθυνης για τη διαχείριση των αποθεμάτων βουτύρου, ότι η ζήτηση έπρεπε να αλλάξει προσανατολισμό με τη μείωση της κατωτάτης τιμής πωλήσεως του βουτύρου παρεμβάσεως. Αφετέρου, η Hoche, ως προσεκτικός επιχειρηματίας, ήταν σε θέση να προβλέψει τη μείωση αυτή, αφού στις αρχές του έτους 1985η Επιτροπή είχε κάνει προτάσεις, που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίοα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για σημαντική μείωση της τιμής του βουτύρου παρεμβάσεως για το οικονομικό έτος 1985/86.

    36

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι η εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1932/81 δεν μπορεί να ανασταλεί σε περίπτωση όπως η προκείμενη για λόγους επιεικείας.

    Eni των δικαστικών εξόδων

    37

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, το οποίο ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 20ής Απριλίου 1989, το Verwaltungsgericht Framkfurt am Main, αποφαίνεται:

     

    1)

    Από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1932/81 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1981, περί χορηγήσεως ενισχύσεως στο βούτυρο και στο συμπυκνωμένο βούτυρο που προορίζονται για παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής, επειδή η εν λόγω διάταξη δεν αποκλείει την κατάπτωση της ασφαλείας για τη δημοπρασία στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση ανακηρύχθηκε υπερθεματιστής, το 1985, στο πλαίσιο των ειδικών δημοπρασιών αριθ. 76 έως 81, αλλά δεν συνέστησε την ασφάλεια μεταποιήσεως και αγόρασε, αντ' αυτού, για τη χορηγηθείσα ποσότητα και πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 2661/85 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 1985, για παρέκκλιση από τους κανονισμούς ( ΕΟΚ ) 262/79 και ( ΕΟΚ ) 1932/81 όσον αφορά το βούτυρο που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων προϊόντων διατροφής, βούτυρο παρεμβάσεως, σύμφωνα με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 262/79 της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 1979, περί της πωλήσεως σε μειωμένη τιμή βουτύρου που προορίζεται για την παρασκευή προϊόντων ζαχαροπλαστικής, παγωτών και άλλων τροφίμων, και το μεταποίησε κανονικώς.

     

    2)

    Η εφαμογή του άρθρου 12, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1932/81 δεν μπορεί να ανασταλεί σε περίπτωση όπως η προκείμενη για λύγους επιεικείας.

     

    Schockweiler

    Mancini

    Ο'Higgins

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

    F. Α: Schockweiler


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top