Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0144

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 8ης Δεκεμβρίου 1987.
    Gubisch Maschinenfabrik KG κατά Giulio Palumbo.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Corte suprema di Cassazione - Ιταλία.
    Σύμβαση των Βρυξελλών - Έννοια της εκκρεμοδικίας.
    Υπόθεση 144/86.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -04861

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:528

    61986J0144

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 8ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1987. - GUBISCH MASCHINENFABRIK AG ΚΑΤΑ GIULIO PALUMBO. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ CORTE SUPREMA DI CASSAZIONE - ΙΤΑΛΙΑ. - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ - ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 144/86.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 04861
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00271
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00273


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων - Εκκρεμοδικία - 'Εννοια - Αυτοτελής ερμηνεία - Αγωγές έχουσες το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία - Αγωγή ακυρώσεως ή λύσεως συμβάσεως και αγωγή εκτελέσεως της ίδιας συμβάσεως

    ( Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο 21 )

    Περίληψη


    Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, προκειμένου να καθοριστεί μια κατάσταση εκκρεμοδικίας, πρέπει να θεωρηθούν ως αυτοτελείς .

    Υπάρχει εκκρεμοδικία κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου όταν ένας από τους συμβαλλομένους ασκεί ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους αγωγή διώκουσα την ακύρωση ή τη λύση μιας διεθνούς συμβάσεως πωλήσεως, ενώ εκκρεμεί αγωγή του αντισυμβαλλομένου με την οποία ζητείται η εκτέλεση της ίδιας συμβάσεως ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους .

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 144/86,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Corte suprema di cassazione της Ρώμης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 περί της ερμηνείας από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του μεταξύ

    Gubisch Maschinenfabrik KG, με έδρα το Flensburg,

    και

    Giulio Palumbo, κατοίκου Ρώμης,

    την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( ΕΕ 1982, L 388, σ . 7 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

    συγκείμενο από τους O . Due και G . C . Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T . Koopmans, K . Bahlmann και Κ . Κακούρη, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας : G . F . Mancini

    γραμματέας : H . A . Roehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :

    - η εταιρία Gubisch, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Ε . Meissner στην έγγραφη διαδικασία,

    - η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον C . Boehmer στην έγγραφη διαδικασία,

    - η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον O . Fiumara στην έγγραφη διαδικασία,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον G . Berardis στην έγγραφη και την προφορική διαδικασία,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 19ης Μαρτίου 1987,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1987,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με Διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Ιουνίου 1986, το Corte suprema di cassazione υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 περί της ερμηνείας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( στο εξής : η Σύμβαση ), ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 21 της Συμβάσεως .

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Gubisch Maschinenfabrik KG, με έδρα το Flensburg ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), και του Palumbo, κατοίκου Ρώμης, η οποία αφορά το κύρος συμβάσεως πωλήσεως . Ο Palumbo είχε επιδώσει στην εταιρία Gubisch δικόγραφο με το οποίο την ενήγαγε ενώπιον του Tribunale της Ρώμης, ζητώντας να αναγνωριστεί το ανενεργό της συμβάσεως αυτής για το λόγο ότι η πρόταση αγοράς του είχε ανακληθεί προτού περιέλθει στην εταιρία Gubisch προς αποδοχή επικουρικώς, ο Palumbo ζήτησε την ακύρωση της συμβάσεως λόγω ελαττωματικής δηλώσεως της βουλήσεως και, όλως επικουρικώς, τη λύση της συμβάσεως, δεδομένου ότι η εταιρία Gubisch δεν τήρησε την προθεσμία παραδόσεως .

    3 Η εταιρία αυτή προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του Tribunale της Ρώμης σύμφωνα προς το άρθρο 21 της Συμβάσεως, ισχυριζόμενη ότι είχε προηγουμένως ασκήσει αγωγή ενώπιον του εμποροδικείου του Flensburg, ζητώντας την εκτέλεση της παροχής την οποία ο Palumbo όφειλε σύμφωνα με την προαναφερθείσα σύμβαση, δηλαδή την πληρωμή της αγορασθείσας μηχανής .

    4 Αφού το Tribunale της Ρώμης απέρριψε την ένσταση εκκρεμοδικίας που στηριζόταν στο άρθρο 21 της Συμβάσεως, η εταιρία Gubisch άσκησε αναίρεση ενώπιον του Corte suprema di cassazione, το οποίο ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα :

    "Εμπίπτει στην έννοια της εκκρεμοδικίας του άρθρου 21 της Συμβάσεως των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 η περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο συμβάσεως, ο ένας από τους συμβαλλόμενους ζητεί από το δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους μέλους να αναγνωρίσει τον ανενεργό χαρακτήρα ( ή εν πάση περιπτώσει τη λύση ) της, ο δε αντισυμβαλλόμενός του ζητεί από δικαστήριο άλλου συμβαλλόμενου κράτους μέλους την εκτέλεση της ίδιας σύμβασης;"

    5 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο . Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

    6 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να προσδιοριστεί, καταρχάς, αν οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21 της Συμβάσεως προς περιγραφή των προϋποθέσεων "εκκρεμοδικίας", όρος που αναφέρεται μόνο στον τίτλο του τμήματος 8 του τίτλου ΙΙ, πρέπει να ερμηνευθούν αυτοτελώς ή να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του άλλου ενδιαφερομένου κράτους .

    7 Σχετικά πρέπει να τονιστεί, όπως το Δικαστήριο ήδη έχει κρίνει, με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 ( Tessili, 12/76, Racc . σ . 1473 ), ότι ουδεμία από τις δύο αυτές δυνατότητες επιβάλλεται αποκλειομένης της άλλης, οπότε η κατάλληλη επιλογή να μπορεί να γίνει μόνο σε σχέση προς κάθε μία από τις διατάξεις της Συμβάσεως, ούτως ώστε εν πάση περιπτώσει να εξασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητά της αποβλέποντας στην πραγμάτωση των στόχων του άρθρου 220 της Συνθήκης ΕΟΚ .

    8 Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να υπομνηστεί ότι η Σύμβαση αποβλέπει, σύμφωνα με το προοίμιό της στο οποίο επαναλαμβάνει εν μέρει το κείμενο του προαναφερθέντος άρθρου 220, ιδίως στην απλούστευση των διατυπώσεων για την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων καθώς και στην ενίσχυση, εντός της Κοινότητας, της νομικής προστασίας των εγκατεστημένων σ' αυτήν προσώπων . 'Οσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 21, περιλαμβάνεται, μαζί με το άρθρο 22 που αφορά τη συνάφεια, στο τμήμα 8 του τίτλου ΙΙ της Συμβάσεως, το οποίο αποσκοπεί, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εντός της Κοινότητας, στην αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων συμβαλλομένων κρατών και της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές . 'Ετσι, η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στον εξαρχής αποκλεισμό, κατά το μέτρο του δυνατού, μιας καταστάσεως όπως η του άρθρου 27, τρίτο εδάφιο, δηλαδή της μη αναγνωρίσεως μιας αποφάσεως λόγω του ασυμβιβάστου της με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως .

    9 Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, με την απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976 ( De Wolf, 42/76, Racc . 1976, σ . 1759 ), τη σπουδαιότητα αυτών των στόχων της Συμβάσεως ακόμη και πέραν της κατά κυριολεξία εκκρεμοδικίας, κρίνοντας ότι δεν συμβιβάζεται με την έννοια του άρθρου 26 και επ . περί αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων το να γίνει δεκτή προσφυγή που έχει ταυτότητα αντικειμένου και διαδίκων με προσφυγή που έχει ήδη εκδικαστεί από το δικαστήριο άλλου συμβαλλόμενου κράτους .

    10 Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια της εκκρεμοδικίας δεν είναι η ίδια σε όλες τις έννομες τάξεις των συμβαλλόμενων κρατών και ότι, όπως ήδη το Δικαστήριο δέχτηκε με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1984 ( Zelger, 129/83, Συλλογή 1984, σ . 2397 ), από μια προσέγγιση των διαφόρων σχετικών εθνικών διατάξεων δεν μπορεί να συναχθεί κοινή έννοια της εκκρεμοδικίας .

    11 Ενόψει των προαναφερθέντων στόχων που επιδιώκει η Σύμβαση και του γεγονότος ότι το κείμενο του άρθρου 21, αντί να αναφέρεται στον όρο "εκκρεμοδικία" όπως χρησιμοποιείται στις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις των συμβαλλόμενων κρατών, προβλέπει πολλές ουσιαστικές προϋποθέσεις ως στοιχεία ενός ορισμού, πρέπει να συναχθεί ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21, προκειμένου να καθοριστεί μια κατάσταση εκκρεμοδικίας, πρέπει να θεωρηθούν ως αυτοτελείς .

    12 Το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι αντίθετο προς την προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Ιουνίου 1984, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το ζήτημα πότε μία υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί κατά την έννοια του άρθρου 21 της Συμβάσεως πρέπει να εκτιμάται και να επιλύεται, όσον αφορά κάθε δικαστήριο, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού του δικαίου . Πράγματι, η συλλογιστική αυτή έχει βασιστεί στην έλλειψη ενδείξεων, στο εν λόγω άρθρο, όσον αφορά τη φύση των σχετικών δικονομικών διατυπώσεων, δεδομένου ότι η Σύμβαση δεν έχει ως αντικείμενο την ενοποίηση των διατυπώσεων αυτών, οι οποίες συνδέονται στενά με την οργάνωση της δικονομίας στα διάφορα κράτη . Επομένως, δεν μπορεί να προδικάσει την ερμηνεία του ουσιαστικού περιεχομένου των προϋποθέσεων εκκρεμοδικίας που προβλέπονται στο άρθρο 21 .

    13 Επομένως, εκτιμώντας τους προαναφερθέντες στόχους και, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή των διατάξεων των άρθρων 21 και 27, τρίτο εδάφιο, πρέπει να εξεταστεί το ερώτημα αν μια δικονομική κατάσταση, όπως η προκείμενη, καλύπτεται από το άρθρο 21 . Τα χαρακτηριστικά της καταστάσεως αυτής έγκεινται στο ότι ένας διάδικος άσκησε αγωγή ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ζητώντας την εκτέλεση παροχής προβλεπόμενης σε διεθνή σύμβαση πωλήσεως και εκ των υστέρων βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αγωγή, ασκηθείσα από τον αντισυμβαλλόμενο σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, με την οποία ζητείται η ακύρωση ή η λύση της ίδιας σύμβασης .

    14 Σχετικά πρέπει καταρχάς να αναφερθεί ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 21, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όταν οι διάδικοι ταυτίζονται και στις δύο διαφορές και όταν οι δύο αγωγές έχουν την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο δεν θέτει καμία επιπλέον προϋπόθεση . 'Εστω κι αν η γερμανική απόδοση του άρθρου 21 δεν διακρίνει ρητώς μεταξύ των εννοιών "αντικείμενο" και "αιτία", η εν λόγω διάταξη πρέπει να νοηθεί όπως και στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις, οι οποίες, όλες, προβαίνουν στη διάκριση αυτή .

    15 Η δικονομική κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο του προδικαστικού ερωτήματος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι ίδιοι διάδικοι εμπλέκονται σε δύο διαφορές που εκδικάζονται σε διαφορετικά συμβαλλόμενα κράτη και που βασίζονται στην ίδια "αιτία", δηλαδή στην ίδια συμβατική σχέση . Επομένως, τίθεται το πρόβλημα αν οι δύο αυτές διαφορές έχουν το ίδιο "αντικείμενο", παρόλον ότι στην πρώτη περίπτωση με την αγωγή διώκεται η εκτέλεση της συμβάσεως και στη δεύτερη περίπτωση η ακύρωσή της ή η λύση της .

    16 Ειδικότερα όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για τη διεθνή πώληση κινητών ενσωμάτων αντικειμένων, φαίνεται ότι η αγωγή εκτελέσεως της συμβάσεως έχει ως σκοπό να την καταστήσει αποτελεσματική και ότι η αγωγή ακυρώσεως και λύσεως έχει ακριβώς ως σκοπό να τη στερήσει από κάθε αποτελεσματικότητα . Η δεσμευτική ισχύς της συμβάσεως βρίσκεται έτσι στο κέντρο των δύο διαφορών . Σε περίπτωση που η αγωγή ακυρώσεως ή λύσεως της συμβάσεως είναι η μεταγενέστερη αγωγή, μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέσο άμυνας κατά της πρώτης αγωγής που έχει ασκηθεί υπό τη μορφή αυτοτελούς αγωγής ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους .

    17 Υπό αυτές τις δικονομικές συνθήκες επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δύο διαφορές έχουν το ίδιο αντικείμενο, η δε τελευταία αυτή έννοια δεν μπορεί να περιοριστεί στην τυπική ταυτότητα των δύο αγωγών .

    18 Πράγματι, αν σε περίπτωση όπως η προκείμενη τα επίμαχα ζητήματα που σχετίζονται με μία και την αυτή διεθνή σύμβαση πωλήσεως δεν επιλύονταν μόνο από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή περί εκτελέσεως της συμβάσεως και το οποίο επελήφθη πρώτο της υποθέσεως, ο ενάγων που ζητεί την εκτέλεση της συμβάσεως θα κινδύνευε να μην αναγνωριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 27, τρίτο εδάφιο, μία ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση, τούτο δε παρόλον ότι το μέσο άμυνας που ενδεχομένως ασκήθηκε από τον εναγόμενο και βασίστηκε στην έλλειψη δεσμευτικής ισχύος της συμβάσεως δεν έγινε δεκτό . Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η αναγνώριση μιας δικαστικής αποφάσεως, που εκδόθηκε σε ένα συμβαλλόμενο κράτος και επιβάλλει την εκτέλεση μιας συμβάσεως, δεν θα γινόταν δεκτή στο κράτος αναγνωρίσεως αν υπήρχε απόφαση δικαστηρίου του εν λόγω κράτους ακυρώνουσα ή λύουσα την ίδια σύμβαση . Παρόμοιο αποτέλεσμα που να συνεπάγεται τον περιορισμό των αποτελεσμάτων κάθε δικαστικής αποφάσεως στο εθνικό έδαφος θα ήταν αντίθετο προς τους στόχους της Συμβάσεως, η οποία αποβλέπει στην ενίσχυση, σε όλο το νομικό κοινοτικό χώρο, της νομικής προστασίας και στη διευκόλυνση της αναγνωρίσεως, σε κάθε συμβαλλόμενο κράτος, των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε όλα τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη .

    19 Κατόπιν αυτού, στο εθνικό δικαστήριο προσήκει η απάντηση ότι η έννοια της εκκρεμοδικίας του άρθρου 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ένας από τους συμβαλλομένους ασκεί ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους αγωγή διώκουσα την ακύρωση ή τη λύση μιας διεθνούς συμβάσεως πωλήσεως, ενώ εκκρεμεί αγωγή του αντισυμβαλλομένου με την οποία ζητείται η εκτέλεση της ίδιας συμβάσεως ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    20 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με Διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 1986 το Corte suprema di cassazione, αποφαίνεται :

    Στην κατά το άρθρο 21 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 έννοια της εκκρεμοδικίας εμπίπτει και η περίπτωση ασκήσεως αγωγής ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων ζητεί την ακύρωση ή τη λύση διεθνούς συμβάσεως πωλήσεως, ενώ ήδη εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους μέλους αγωγή του αντισυμβαλλομένου του με αντικείμενο την εκτέλεση της ίδιας συμβάσεως .

    Top