Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61986CJ0062

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 3ης Ιουλίου 1991.
    AKZO Chemie BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Άρθρο 86 - Πρακτικές επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση που αποβλέπουν στον αποκλεισμό των ανταγωνιστών της.
    Υπόθεση C-62/86.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03359

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:286

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-62/86 ( *1 )

    Περιεχόμενα

     

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

     

    Α — Αντικείμενο και ιστορικό της διαφοράς

     

    1. Οι επιχειρήσεις

     

    2. Τα προϊόντα

     

    3. Η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων

     

    4. Η αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα στο. Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία

     

    5. Οι αγοραστές

     

    6. Η τιμή των προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο προ της διαφοράς

     

    7. Το ιστορικό της διαφοράς μεταξύ AKZO και ECS

     

    Β — Η νομική εκτίμηση της Επιτροπής

     

    1. Σχετική αγορά και δεσπόζουσα θέση

     

    2. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

     

    3. Εξακολούθηση της καταχρηστικής συμπεριφοράς μετά την απόφαση περί προσωρινών μέτρων

     

    4. Ύπαρξη καταχρήσεως στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων απορρέουσα από πρακτικές ακολουθούμενες σε άλλη αγορά

     

    5. Ουσιαστική επίπτωση επί του ανταγωνισμού οφειλόμενη σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

     

    6. Επίπτωση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

     

    7. Αποδέκτης της αποφάσεως

     

    8. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά των προσθέτων ουσιών για το άλευρο στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία

     

    9. Πρόστιμο

     

    10. 'Αλλα ληφθέντα μέτρα

     

    II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Α — Ως προς τη σχετική αγορά

     

    1. Η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων

     

    2. Η αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα

     

    Β — Ως προς τη δεσπόζουσα θέση της AKZO

     

    1. Η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων

     

    2. Η αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα

     

    Γ — Επιχειρήματα σχετικά με την κατάχρηση γενικώς εξεταζόμενη

     

    Δ — Επιχειρήματα σχετικά με τις επιμέρους καταχρήσεις

     

    1. Οι προβαλλόμενες απειλίς κατά της ECS

     

    2. Οι προσφορές που έγιναν από το τέλος του 1980 προς Allied Mills και τους ανεξάρτητους αλευρόμυλους

     

    3. Η επί μακρόν εφαρμογή στις συναλλαγές με τις Spillers και RHM τιμών μικρότερων του κόστους

     

    4. Η προβαλλόμενη χρησιμοποίηση προϊόντων προσέλκυσης

     

    5. Οι αιτήσεις για παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προσφορές των ECS και Diafiex προς Spillers και RHM

     

    Ε — Ως προς την εξακολούθηση της καταχρήσεως μετά τη λήψη προσωρινών μέτρων

     

    ΣΤ— Ως προς τις διαδικαστικές πλημμέλειες

     

    Ζ — Ως προς το πρόστιμο

     

    Η — Ως προς τα ληφθέντα μέτρα

     

    IV — Απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Δικαστήριο

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    Με απόφαση της 14Ηης Δεκεμβρίου 1985 ( ΕΕ L 374, σ. 1 ), η Επιτροπή διαπίστωσε ( άρθρο 1 ) ότι η εταιρία AKZO Chemie BV παρέβη το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΟΚ ακολουθώντας έναντι της εταιρίας Engineering and Chemical Supplies (Epsom and Gloucester) Ltd, (στο εξής: ECS), τακτική που αποσκοπούσε να ζημιώσει τις εργασίες της ECS και να προκαλέσει την απομάκρυνση της από την αγορά οργανικών υπεροξειδίων της Κοινότητας, τα κυριότερα χαρακτηριστικά της οποίας συνίστανται στα εξής:

    διατύπωση αμέσων απειλών κατά της ECS, κατά τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 1979, με σκοπό να προκαλέσει την αποχώρηση της από την αγορά οργανικών υπεροξειδίων που χρησιμοποιούνται στον τομέα των « πλαστικών »,

    από τον Δεκέμβριο 1980, περίπου, συστηματική προσφορά και προμήθεια πρόσθετων ουσιών για άλευρα στους πελάτες της ECS σε παράλογα χαμηλές τιμές, με σκοπό την υπονόμευση της εμπορικής βιωσιμότητας της ECS, καθόσον η τελευταία υποχρεωνόταν είτε να εγκαταλείψει τον πελάτη είτε να μειώσει την τιμή της μέχρι του σημείου να πωλεί επί ζημία ώστε να μπορέσει να τον διατηρήσει,

    επιλεκτική υποβολή προσφορών σε πελάτες της ECS για πρόσθετες ουσίες για άλευρα με παράλληλη διατήρηση σημαντικά ( μέχρι 60 ο/ο ) υψηλότερων,αιμών ως προς ανάλογους αγοραστές που ήταν ήδη τακτικοί πελάτες της,

    προσφορά σε πελάτες της ECS βρώμικου καλίου και μιγμάτων βιταμινών ( τα οποία συνήθως δεν προμήθευε η ίδια) σε τιμή δόλωμα, στο πλαίσιο ενός πακέτου προϊόντων που περιλαμβάνει υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, προκειμένου να τους καταστήσει πελάτες της για ολόκληρο το φάσμα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, αποκλείοντας την ECS,

    διατήρηση, στο πλαίσιο του σχεδίου της να βλάψει την ECS, των τιμών για τις πρόσθετες ουσίες για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο κατά τη διάρκεια παρατεταμένης χρονικής περιόδου, κατάσταση στην οποία η ίδια θα μπορούσε να ανταπεξέλθει λόγω των μεγαλυτέρων οικονομικών πόρων που διαθέτει σε σύγκριση με την ECS,

    εφαρμογή πολιτικής αποκλεισμού πληροφορούμενη από τις RHM και Spillers ακριβείς λεπτομέρειες ως προς τις προσφορές που είχαν υποβάλει άλλοι προμηθευτές ( μεταξύ των οποίων και η ECS ) και προσφέροντας τους, στη συνέχεια, τιμή μόλις κατώτερη από τη χαμηλότερη ανταγωνιστική προσφορά, ώστε να λάβει την παραγγελία, τακτική στην οποία πρέπει να προστεθεί (στην περίπτωση της Spillers) και η επιβαλλόμενη στον πελάτη υποχρέωση να προμηθεύεται από την AKZO Chemie BV το σύνολο των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    Λόγω της συμπεριφοράς της αυτής, επιβλήθηκε στην AKZO Chemie BV πρόστιμο ύψους 10 εκατομμυρίων ECU, δηλαδή 24696000 ολλανδικών φιορινίων (HFL) (άρθρο 2). Εξάλλου, επιβλήθηκε στην AKZO Chemie BV και στις θυγατρικές της η υποχρέωση να παύσουν πάραυτα την παράβαση που διαπιστώθηκε. Ειδικότερα, τους επιβλήθηκε η υποχρέωση να παύσουν να προβαίνουν σε προσφορές και να εφαρμόζουν τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους πελατών που επιδιώκει να αποσπάσει από την ECS καταβολή τιμών διαφορετικών από τις τιμές που εφαρμόζονται σε συγκρίσιμους πελάτες.

    Κύριο αίτημα της προσφυγής είναι η ακύρωση του συνόλου της αποφάσεως, επικουρικό δε αίτημα, η ακύρωση του προστίμου ή, τουλάχιστον, η μείωση του.

    Τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά συνάγονται από την απόφαση της Επιτροπής.

    Α — Ανηκείμενο και ιστορικό νης οιαφοράς

    1. Οι επιχειρήσεις

    Η AKZO NV αποτελεί σημαντικό όμιλο ολλανδικών χημικών βιομηχανιών του οποίου ο κύκλος εργασιών το έτος 1984 ανερχόταν σε 16520 εκατομμύρια HFL (6608 εκατομμύρια ECU περίπου). Η θυγατρική της AKZO Chemie BV και οι θυγατρικές αυτής πραγματοποίησαν στον τομέα των χημικών παρασκευασμάτων κύκλο εργασιών ύψους 2498 εκατομμυρίων HFL (ενός δισεκατομμυρίου ECU περίπου ). Η AKZO Chemie UK Ltd είναι εξ ολοκλήρου θυγατρική της AKZO Chemie BV. Ο κύκλος εργασιών της το 1984 ανήλθε σε 65 εκατομμύρια λίρες στερλίνες (UK£) (110 εκατομμύρια ECU περίπου ).

    Στην παρούσα έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση η ονομασία « AKZO » χρησιμοποιείται προς υποδήλωση της οικονομικής μονάδας που συνιστούν οι AKZO Chemie BV με τις θυγατρικές της. Όπου απαιτείται διάκριση μεταξύ των μητρικών και των θυγατρικών, η AKZO Chemie BV υποδηλώνεται με την ονομασία « AKZO Chemie » και η AKZO Chemie UK Ltd με την ονομασία « AKZO UK».

    Η ECS είναι αγγλική εταιρία που συνεστήθη το 1969, η δραστηριότητα της οποίας περιελάμβανε αρχικώς την παραγωγή και την πώληση προσθέτων ουσιών για άλευρα και, ιδίως, ουσιών για τη λεύκανση των αλεύρων με βάση το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου. Από το 1979, παράγει επίσης υπεροξείδιο του βενζοϋλίου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καταλύτης στη βιομηχανία των πολυμερών ( εφαρμογή στα « πλαστικά » ).

    2. Τα προϊόντα

    Τα οργανικά υπεροξείδια είναι χημικά προϊόντα απαραίτητα για την παραγωγή πλαστικού, κατά την οποία χρησιμοποιούνται ως « καταλύτες έναρξης » για διάφορες αντιδράσεις. Στη βιομηχανία πολυμερών οι κυριότεροι τομείς εφαρμογής τους είναι οι ακόλουθοι:

    καταλύτες έναρξης για τον πολυμερισμό ή τον συνπολυμερισμό μονομερών βινυλίου, χρήση που απορροφά το 40 °/ο της καταναλώσεως οργανικών υπεροξειδίων

    συντηρητικά για ελαστομερή και ρητίνες, χρήση ανάλογης σημασίας με την προηγούμενη·

    μέσα σχηματισμού πλέγματος για το αιθυλένιο/προπυλένιο και το συνθετικό καουτσούκ ή τις σιλικόνες, χρήση που αντιπροσωπεύει το ΙΟΟ/ο περίπου της καταναλώσεως. Τα πολυμερή σχηματισμού πλέγματος χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή ενισχυμένων επιστρώσεων για εξαρτήματα αυτοκινήτων.

    Στη βιομηχανία πολυμερών δεν υπάρχουν, ή δεν υπάρχουν άμεσα διαθέσιμα, υποκατάστατα των οργανικών υπεροξειδίων για τους δύο πρώτους τομείς εφαρμογής. Στον τρίτο μόνο τομέα ορισμένα προϊόντα θείου είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα των οργανικών υπεροξειδίων κατά τον σχηματισμό πλέγματος συνθετικού καου- τσούκ. Ωστόσο, οι ενώσεις θείου δεν έχουν πάντοτε τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά ώστε να αποτελέσουν πλήρη υποκατάστατα.

    Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου αποτελεί το κυριότερο οργανικό υπεροξείδιο από την άποψη της παραγωγής και της ποικιλίας των χρήσεων του. Εκτός από τη χρησιμοποίηση του για την παραγωγή πλαστικών χρησιμοποιείται και ως λευκαντικός παράγων των αλεύρων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.

    3. Η αγορά των οργανικών νπεροξειοίων

    Κατά τους υπολογισμούς της AKZO Chemie η παγκόσμια αγορά οργανικών υπεροξειδίων κατά το 1981 αντιπροσώπευε αξία 325 εκατομμυρίων ECU. Περισσότερο από το ένα τρίτο της αγοράς αυτής κατείχε η AKZO NV και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρίες. Στην ευρωπαϊκή αγορά η AKZO Chemie υπολόγιζε το μερίδιο της, το οποίο εξάλλου δεν παρουσίασε μεταβολή επί σειρά ετών, στο 50%. Τα μερίδια των ανταγωνιστών της παρέμειναν επίσης σταθερά κατά τα τελευταία πέντε έτη. Η Interox, που ανήκει από κοινού στη Solvay και την Laporte, κατέχει τη δεύτερη θέση στην αγορά η Lucidol/Luperox την τρίτη.

    4. Η αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΙρΑανά'ια

    Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, εκτός από τη χρησιμοποίηση του για την παρασκευή πλαστικών, χρησιμοποιείται ως λευκαντικό αλεύρων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, λόγω της ειδικής διαδικασίας παραγωγής άρτου που ακολουθείται στις χώρες αυτές. Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου προμηθεύονται οι μύλοι για να το χρησιμοποιήσουν στην επεξεργασία των αλεύρων. Η διαδικασία αυτή παραγωγής άρτου απαιτεί τη χρησιμοποίηση και άλλων προσθέτων ουσιών, κυρίως βρώμικου καλίου και μιγμάτων βιταμινών, οι οποίες χρησιμοποιούνται είτε από τους μύλους κατά την επεξεργασία του αλεύρου είτε από τα αρτοποιία κατά την παρασκευή της ζύμης. Οι πρόσθετες αυτές ουσίες υπάρχουν σε διάφορα διαλύματα ανάλογα με τις ανάγκες των πελατών.

    Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία υπάρχουν μόνο τρεις προμηθευτές πλήρους ή σχεδόν πλήρους σειράς προσθέτων ουσιών για άλευρα. Ως πλήρης σειρά νοείται μία σειρά προϊόντων που περιλαμβάνει το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, το βρώμικο κάλιο και τα μίγματα βιταμινών. 'Οπως συνάγεται από τις δικές της εκτιμήσεις, το 1982η AKZO UK κατείχε το σημαντικότερο μερίδω της αγοράς με ποσοστό 52 ο/ο. Ανταγωνιστές της ήταν, αφενός μεν, η ECS, το μερίδιο της οποίας αντιπροσώπευε το 35 ο/ο περίπου της αγοράς, αφετέρου δε, η Diaflex η οποία κατείχε το 13 ο/ο περίπου της αγοράς. Κατά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, το μερίδιο της AKZO UK κατά το 1984 ανερχόταν σε 55 ο/ο, της ECS σε 30 ο/ο και της Diaflex σε 15 ο/ο.

    5. Οι αγοραστές

    Όσον αφορά τις πρόσθετες ουσίες για άλευρα, μία πρώτη κατηγορία αγοραστών αποτελούσαν στο Ηνωμένο Βασίλειο οι τρεις μεγάλοι όμιλοι αλευρομύλων, συγκεκριμένα η RHM, η Spillers και η Allied Mills. Η RHM, μέχρι το πρόσφατο κλείσιμο της, αποτελούσε έναν από τους δύο μεγάλους πελάτες στην Ιρλανδία. Οι τρεις αυτοί όμιλοι αντιπροσώπευαν κατά προσέγγιση το 85 °/ο της ζητήσεως ( RHM και Allied από 31 ο/ο κάθε μία και Spillers 23%).

    Τη δεύτερη κατηγορία αγοραστών αποτελούσαν οι « μεγάλοι ανεξάρτητοι αλευρόμυλοι » ( δηλαδή αλευρόμυλοι που δεν ανήκουν σε έναν από τους τρεις προαναφερθέντες ομίλους εταιριών ). Οι αλευρόμυλοι αυτής της κατηγορίας αντιπροσώπευαν το 10 % περίπου της ζητήσεως.

    Τέλος, μία τρίτη κατηγορία αγοραστών αποτελούσαν οι « μικροί ανεξάρτητοι αλευρόμυλοι », οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 5 °/ο της ζητήσεως.

    Πριν τη διαφορά, η RHM κατένειμε τις προμήθειες της μεταξύ AKZO UK και Diaflex. Η Spillers προμηθευόταν κυρίως από την AKZO UK και, σε μικρότερη έκταση, από τη Diaflex. Αντιθέτως, η Allied Mills, μέσω του κεντρικού πρακτορείου της για αγορές, του Provincial Merchants Ltd, προμηθευόταν αποκλειστικά από την ECS ( εκτός από έναν αλευρόμυλο του ομίλου ο οποίος προμηθευόταν από την AKZO UK). Εξάλλου, η ECS κατείχε τα δύο τρίτα της πελατείας των ανεξαρτήτων και η AKZO UK το υπόλοιπο ένα τρίτο.

    Από το 1982, σημειώθηκαν εξελίξεις στην πελατεία. Η AKZO UK κατέστη ο αποκλειστικός προμηθευτής της Spillers, απέκτησε δε ως πελάτες, εις βάρος της ECS, πολλούς αλευρομύλους του ομίλου Allied καθώς και έναν ακόμα τρίτο από τη πελατεία των ανεξαρτήτων.

    6. Η τιμή των προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ενωμένο Βασίλειο προ της διαφοράς

    Πριν εκδηλωθεί η διαφορά μεταξύ ECS και AKZO, περί το τέλος του 1979, οι τιμές των προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο παρουσίαζε σταθερές αυξήσεις κατά ποσοστό 10 ο/ο.

    Στα μέσα του 1977η τιμή πωλήσεως υπεροξειδίου του βενζοϋλίου 16 ο/ο από την AKZO UK στη Spillers ανερχόταν σε 419 UK£ ανά τόνο και του βρώμικου καλίου 10 ο/ο σε 267 UK£ ανά τόνο. Οι τιμές αυτές μετά από διαδοχικές αυξήσεις κατά 10 ο/ο ανέρχονταν, τον Φεβρουάριο του 1980, σε 605 και 405 UK£ αντιστοίχως. Οι τιμές στις οποίες πωλούσε η AKZO UK προς την RHM παρουσίασαν παρόμοιες διακυμάνσεις.

    Όσον αφορά τους ανεξάρτητους, οι οποίοι αγοράζουν μικρότερες ποσότητες, οι τιμές της AKZO UK ήταν, στις 2 Ιουλίου 1979, 665 UK£ για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 ο/ο και 468 UK£ για το βρώμικο κάλιο.

    Οι τιμές με τις οποίες πωλούσε η Diaflex στους πελάτες που μοιραζόταν με την AKZO UK αντιστοιχούσαν πάντοτε, με μικρές διαφορές, προς τις τιμές της τελευταίας.

    Οι τιμές στις οποίες πωλούσε η ECS πριν ανακύψει η διαφορά ήταν, κατά κανόνα, 10 ο/ο υψηλότερες από τις τιμές στις οποίες πωλούσε η AKZO UK. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1979, η ECS πωλούσε στην Allied το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 ο/ο 532 UK£ και το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο 336 UK£. Κατά την ίδια περίοδο η ECS πωλούσε το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 0/0 630 UK£ στους ανεξάρτητους.

    7. Το ιστορικό της διαφοράς μεταξύ AKZO και ECS

    Πριν από το 1977η ECS αγόρασε υπεροξείδιο του βενζοϋλίου από την AKZO UK με σκοπό να το μεταπωλήσει στους αλευρόμυλους. Το 1977η ECS άρχισε να παράγει η ίδια το εν λόγω προϊόν επιτυγχάνοντας, κατά τους υπολογισμούς της, κόστος παραγωγής μικρότερο από εκείνο της AKZO.

    Το 1979η ECS αποφάσισε να πωλήσει υπεροξείδιο του βενζοϋλίου σε επιχειρήσεις παραγωγής πλαστικών, καταρχάς στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατόπιν δε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Στην τελευταία αυτί] χώρα η ECS πώλησε τον Σεπτέμβριο του 1979 ποσότητα υπεροξειδίου του βενζοϋλίου στην BASF, έναν από τους κυριότερους πελάτες της AKZO στον τομέα των πλαστικών. Οι τιμές στις οποίες πώλησε η ECS στην περίπτωση αυτή ήταν μικρότερες από εκείνες της AKZO.

    Στις 16 Νοεμβρίου 1979 οι διευθύνοντες την AKZO UK ζήτησαν να συναντηθούν με τους διευθύνοντες της ECS. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συναντήσεως αυτής, τα οποία τήρησαν οι διευθύνοντες της ECS, η AKZO UK απείλησε την ECS ότι θα προβεί σε μείωση των τιμών της, τόσο γενική όσο και επιλεκτική, στον τομέα των προσθέτων ουσιών για τα άλευρα, στην περίπτωση κατά την οποία η ECS δεν θα αποσυρόταν από τον τομέα των πλαστικών.

    Οι εκπρόσωποι της AKZO UK δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι, στην περίπτωση που χρειαστεί, να πωλήσουν κάτω της τιμής κόστους καλύ-7ΐτοντας τη διαφορά από τα κέρδη που πραγματοποιούν σε άλλους τομείς. Οι απειλές αυτές επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια δεύτερης συναντήσεως που πραγματοποιήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1979 και στην οποία έλαβαν μέρος εκπρόσωποι της AKZO Chemie.

    Ένας από τους εκπροσώπους της AKZO UK, ο McKee, κράτησε πρακτικά των συναντήσεων αυτών, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της Επιτροπής μεταγενέστερα, τον Δεκέμβριο του 1982, κατά τη διάρκεια ελέγχων που πραγματοποίησε δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17. Σ' αυτό το εσωτερικής κυκλοφορίας σημείωμα του o McKee ανέφερε λεπτομερώς σχέδιο που αποσκοπούσε στην επιβολή συγκεκριμένης πολιτικής στην ECS και στην εξάλειψη της από την αγορά σε περίπτωση ανάγκης. Η στρατηγική που επελέγη ήταν η συνάντηση με κάθε έναν από τους πελάτες της ECS και η προσφορά σ' αυτούς μιας πλήρους σειράς προσθέτων ουσιών για άλευρα σε τιμές μικρότερες από τις ισχύουσες την περίοδο εκείνη. Οι προσφορές αυτές υποχρέωσαν, εξάλλου, την AKZO UK να μειώσει ελαφρώς τις τιμές στις οποίες πωλούσε στους δικούς της πελάτες. Το υπηρεσιακό σημείωμα περιελάμβανε ανάλυση των επιπτώσεων που θα είχαν οι προσφορές αυτές σε χαμηλές τιμές επί της αποδοτικότητας της AKZO UK. Η Επιτροπή αναγνωρίζει, πάντως, ότι το σχέδιο αυτό δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί όπως είχε αρχικώς προβλεφθεί.

    Πράγματι, λίγες ημέρες μετά τη δεύτερη συνάντηση, στις 5 Δεκεμβρίου 1979, η ECS ζήτησε από το High Court του Λονδίνου να απαγορεύσει στην AKZO να θέσει σε εφαρμογή τις απειλές της, προβάλλοντας ως λόγο ότι οι ενέργειες αυτές συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης. Το High Court αποδέχθηκε το αίτημα αυτό διατάσσοντας τη λήψη προσωρινών μέτρων.

    Στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων η AKZO Chemie και η AKZO UK αμφισβήτησαν εντόνως, και ενόρκως, ότι διατύπωσαν απειλές κατά της ECS.

    Ακολούθως οι διάδικοι κατέληξαν σε εξώδικο συμβιβασμό. Δυνάμει της συμφωνίας αυτής η AKZO ανέλαβε την υποχρέωση να μην προβεί σε μειώσεις, είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε αλλού, των κανονικών της τιμών πωλήσεως του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πλαστικών ή ως πρόσθετη ουσία για άλευρα, που θα είχαν ως λόγο « την πρόθεση της να εξαλείψει την ECS ως ανταγωνιστή ». Δικονομικώς, η ανάληψη της υποχρεώσεως αυτής περιεβλήθη την ισχύ Διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων με ισχύ για περίοδο δυόμισι ετών αρχόμενη τον Μάρτιο του 1980.

    Με τον συμβιβασμό αυτό περατώθηκε η διαδικασία ενώπιον του High Court.

    Μετά τη Διάταξη, στις αρχές του 1980, η AKZO UK προέβη σε αύξηση κατά 10 ο/ο των τιμών που προσέφερε στους δικούς της πελάτες. Η ECS δεν ακολούθησε με αποτέλεσμα η συνήθης διαφορά τιμών μεταξύ των δύο προμηθευτών να γίνει ακόμα περισσότερο αισθητή.

    Η Επιτροπή εξετάζει κατόπιν την κατάσταση κάθε αγοραστή χωριστά.

    Μετά την τελευταία αυτή αύξηση των τιμών η Spillers πραγματοποίησε επαφές με την ECS. Η τελευταία της προσέφερε τιμή 532 UK£ ανά τόνο για το υπεροξείδιο του βανζοϋλίου 16 % και 336 UK£ ανά τόνο για το βρώμικο κάλιο 10 °/ο της προσέφερε δηλαδή τις ίδιες τιμές που προσέφερε και στον όμιλο Allied. Οι τιμές στις οποίες πωλούσε τότε η AKZO UK στη Spillers ήταν αντιστοίχως 605 και 405 UK£. Ενόψει αυτής της προσφοράς, την οποία πληροφορήθηκε ο εκπρόσωπος της, η AKZO UK προσάρμοσε προς τα κάτω τις τιμές της.

    Αργότερα κατά τη διάρκεια του έτους 1980η Spillers ζήτησε από τους τρεις προμηθευτές προσθέτων ουσιών για άλευρα προσφορά για τη σύναψη συμβάσεως σταθερής τιμής για διάρκεια έξι ή δώδεκα μηνών. Η ECS προσέφερε και πάλι τις τιμές που είχε προηγουμένως προσφέρει προτείνοντας παράλληλα κατώτερες τιμές για ένα ειδικό φθηνό μίγμα. Η Diaflex προσέφερε για μίγμα στο οποίο χρησιμοποιείται γύψος αντί του κανονικού αδρανούς εκδόχου, δηλαδή για φθηνότερο προϊόν, και για σύμβαση διάρκειας έξι μηνών, 490 UK£ για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου και 310 UK£ για το βρώμικο κάλιο. Η AKZO UK η οποία πληροφορήθηκε από τη Spillers τις λεπτομέρειες των προσφορών των ανταγωνιστών της, προσέφερε για το συνηθισμένο μίγμα τιμή κατώτερη κατά μία λίρα στερλίνα από την τιμή που είχε προτείνει η Diaflex και απέσπασε την παραγγελία.

    Η RHM ήλθε επίσης σε επαφή με την ECS. Η τελευταία της πρότεινε τιμές όμοιες με εκείνες με τις οποίες προμήθευε την Allied Mills. Την προσφορά αυτή δεν ακολούθησε καμία παραγγελία. Βάσει των πληροφοριών που παρέσχε η Diaflex, η οποία είχε λάβει γνώση της προσφοράς της ECS, η AKZO UK μείωσε τις τιμές της από 769 σε 660 UK£ για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 20 ο/ο και από 405 σε 330 UK£ για το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο. Κατόπιν οι τιμές αυτές μειώθηκαν περαιτέρω με αποτέλεσμα, τον Μάρτιο του 1982, να έχουν διαμορφωθεί αντιστοίχως σε 629 και 309 UK£.

    Όσον αφορά τον όμιλο Allied, και αφού πληροφορήθηκε την προσφορά της ECS προς την RHM περί το τέλος του 1980, η AKZO UK αποφάσισε να επιδείξει μεγαλύτερη επιθετικότητα. Ήλθε σε επαφή με την Provincial Merchants, το κεντρικό πρακτορείο του ομίλου για αγορές. Η προσφορά αφορούσε το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 ο/ο, συνήθους ποιότητας, και το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο, και αντίστοιχες τιμές 517,90 και 314,90 UK£, δηλαδή τιμές όμοιες με εκείνες που προσέφερε η ECS στη Spillers για ειδικά φθηνά μίγματα.

    Κατά την ίδια χρονική περίοδο η ECS πωλούσε στον όμιλο Allied Mills σε τιμές 532 και 336 UK£ αντιστοίχως. Η AKZO UK πωλούσε στην τιμή των 665 UK£ το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 ο/ο και στην τιμή των 468 UK£ το βρώμικο κάλιο στην Coksces Lock, τον μόνο αλευρόμυλο του ομίλου που ήταν πελάτης της.

    Οι επαφές με την Provincial Merchants δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Η AKZO UK απευθύνθηκε κατόπιν αυτού απευθείας στους διαφόρους αλευρομύλους του ομίλου προσφέροντας τους τιμές παρόμοιες, δηλαδή 517,90 και 314,90 UK£.

    Τέλος, τον Δεκέμβριο του 1980, εκπρόσωπος της AKZO UK πραγματοποίησε συστηματικές επαφές με κάθε έναν από τους « μεγάλους ανεξάρτητους» τους οποίους προμήθευε η ECS. Οι τιμές στις οποίες πωλούσε η ECS την περίοδο εκείνη ανέρχονταν σε 630 UK£ για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16% και σε 362 UK£ για το βρώμικο κάλιο 6 ο/ο, ενώ η AKZO UK πωλούσε στους δικούς της πελάτες σε τιμές 665 UK£ για το υπεροξείδιο του βενζοϋ-λίου 16 °/ο και 468 UK£ για το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο. Στο πλαίσιο αυτών των επαφών η AKZO UK πρότεινε για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου τιμή κυμαινόμενη μεταξύ 563 και 568 UK£, για το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο τιμή 339 UK£ και για το βρώμικο κάλιο 6 ο/ο τιμή κυμαινόμενη μεταξύ 255 και 260 UK£, δηλαδή τιμές κατώτερες από εκείνες στις οποίες πωλούσε στους δικούς της πελάτες μεταξύ των μεγάλων ανεξάρτητων.

    Η Diaflex πρότεινε, λίγες ημέρες πριν από τις επισκέψεις αυτές των εκπροσώπων της AKZO UK, σε δύο από τους μεγάλους ανεξάρτητους πελάτες της ECS τιμές ανάλογες εκείνων που είχε προτείνει η AKZO UK.

    Λίγο μετά τη συμπλήρωση διετίας από τον συμβιβασμό με τον οποίο περατώθηκε η διαδικασία ενώπιον του High Court, στις 15 Ιουνίου 1982, η ECS κατέθεσε καταγγελία στην Επιτροπή υποστηρίζοντας ότι η AKZO UK της είχε αποσπάσει τους σημαντικότερους πελάτες της μεταξύ των μεγάλων ανεξάρτητων αλευρόμυλων καθώς και ορισμένους αλευρόμυλους του ομίλου Allied. Η ECS υποστήριζε ότι μπόρεσε να διατηρήσει μέρος της πελατείας της μόνο μειώνοντας τις τιμές της στα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα των τιμών της AKZO UK.

    Μετά την καταγγελία αυτή η Επιτροπή πραγματοποίησε, τον Δεκέμβριο του 1982, ελέγχους στην AKZO Chemie και στην AKZO UK. Στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών πληροφορήθηκε το υπηρεσιακό σημείωμα του McKee.

    Τον Ιανουάριο του 1983, η AKZO UK προέβη σε νέα μείωση των τιμών της, γεγονός που υποχρέωσε την ECS να προβεί και αυτή σε μειώσεις προκειμένου να διατηρήσει τους πελάτες της.

    Τον Μάιο του 1983, η ECS υπέβαλε δεύτερη αίτηση ζητώντας από την Επιτροπή να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, δεδομένου ότι η AKZO εξακολουθούσε να έχει την ίδια συμπεριφορά, γεγονός που δημιουργούσε και κίνδυνο πτωχεύσεως για την ECS. Η Επιτροπή αποδέχθηκε την αίτηση αυτή και στις 29 Ιουλίου 1983 εξέδωσε απόφαση περί λήψεως προσωρινών μέτρων ( ΕΕ L 252, σ. 13 ).

    Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διέταξε την AKZO UK να επανέλθει στα περιθώρια κέρδους που εφάρμοζε στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ευθύς πριν προκύψει η διαφορά. Εξάλλου, απαγόρευσε στην AKZO UK να πωλεί πρόσθετες ουσίες για άλευρα σε τιμές κατώτερες από εκείνες που καθόριζε σε παράρτημα της αποφάσεως της και να προσφέρει ή να προμηθεύει ένα από τα προϊόντα αυτά στους αλευρόμυλους του Ηνωμένου Βασιλείου σε τιμές ή όρους διαφορετικούς από εκείνους που προσέφερε ή εφάρμοζε σε παρόμοιους πελάτες. Η AKZO UK είχε, ωστόσο, τη δυνατότητα να μειώνει τις τιμές της κατά το μέτρο « που κρίνεται αναγκαίο για την καλόπιστη ευθυγράμμιση, χωρίς υποκοστολόγηση, σε κατώτερες τιμές που πράγματι προσφέρουν άλλοι προμηθευτές οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν το ίδιο προϊόν ή τα ίδια προϊόντα στον συγκεκριμένο πελάτη ».

    Η απόφαση αυτή περί προσωρινών μέτρων δεν προσεβλήθη.

    Μετά την προσωρινή αυτή απόφαση η AKZO UK συνέχισε τις επαφές με τους συνήθεις πελάτες της ECS στους οποίους εξακολούθησε να προτείνει τιμές κατώτερες από εκείνες της ECS ευθυγραμμιζόμενη, ειδικότερα, προς τις τιμές που προσέφερε η Diaflex.

    Στις 14 Δεκεμβρίου 1985 η Επιτροπή εξέδωσε την επί της ουσίας απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα προσφυγή.

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 2 Απριλίου 1986 η AKZO BV υπέβαλε, δυνάμει των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση αναστολής εκτελέσεως του άρθρου 3, εδάφιο 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 30ής Απριλίου 1986, υπόθεση 62/86 R (Συλλογή 1986, σ. 1503).

    Β — Η ψομική εκτίμηση της Επιτροπής

    1. Σχετική αγορά και οεσπόξονσα θέση

    Κατά την Επιτροπή, σχετική αγορά στην περίπτωση αυτή αποτελεί το σύνολο του τομέα των οργανικών υπεροξειδίων, από τον οποίο μακροπρόθεσμα θα εκτοπιζόταν η ECS.

    Στη συγκεκριμένη αυτή αγορά τα οργανικά υπεροξείδια δεν αντιμετωπίζουν τον άμεσο ανταγωνισμό κανενός άλλου προϊόντος ικανού να τα αντικαταστήσει, ακόμα δε και στον σχετικά μικρό τομέα των πολυμερών σχηματισμού πλέγματος, τα υπεροξείδια, η χρησιμοποίηση των οποίων κρίνεται ως προτιμότερη, δεν αντιμετωπίζουν τον πραγματικό ανταγωνισμό των συνθέτων ουσιών με βάση το θείο. Εξάλλου, ακόμα και αν περιληφθούν τα προϊόντα αυτά στον ορισμό της σχετικής αγοράς, η ισχύς της AKZO στην αγορά γενικώς δεν θα σημείωνε σημαντική μεταβολή.

    Από γεωγραφικής απόψεως πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο της Κοινότητας.

    Για να αποδείξει ότι η AKZO κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά αυτή η Επιτροπή έλαβε καταρχάς υπόψη της το μερίδιο της αγοράς που κατέχει η συγκεκριμένη εταιρία, το οποίο κατά τους υπολογισμούς της ίδιας της AKZO ανέρχεται στο 50 °/ο περίπου. Η Επιτροπή έλαβε, κατόπιν, υπόψη της τα ακόλουθα στοιχεία:

    το μερίδιο αγοράς που κατέχει η AKZO ισοδυναμεί με το μερίδιο που κατέχουν από κοινού όλοι οι υπόλοιποι παραγωγοί'

    εκτός από δύο ανταγωνιστές της, η AKZO προσέφερε σειρά προϊόντων πολύ πληρέστερη από οποιαδήποτε άλλη ανταγωνιστική επιχείρηση και διέθετε την περισσότερο ανεπτυγμένη οργάνωση έρευνας της αγοράς, καθώς και τις πιο προχωρημένες γνώσεις στον τομέα της τοξικολογίας'

    το μερίδιο αγοράς που κατείχε η AKZO, καθώς και το μερίδιο των δύο κυριοτέρων ανταγωνιστών της, παρέμεινε σταθερό κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου'

    η AKZO επέτυχε, ακόμα και σε περίοδο δυσμενούς συγκυρίας, να διατηρήσει το σφαιρικό περιθώριο κέρδους της αυξάνοντας κανονικώς τις τιμές της και/ή τον όγκο των πωλήσεων της'

    η AKZO αναγνώρισε την ικανότητα της να εκτοπίζει από την αγορά τους ανεπιθύμητους ανταγωνιστές της, μετά δε την εξάλειψη των παραγωγών αυτών μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές της.

    Τέλος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι οι διάφορες επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους προσπάθησαν να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς που κατείχαν και να διεισδύσουν στην αγορά χωρίς όμως ποτέ να επιτύχουν τους σκοπούς τους αυτούς λόγω των αντιδράσεων της AKZO.

    2. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

    Στην απόφαση της η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 86 εφαρμόζεται σε « όλες τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εκ μέρους δεσπόζουσας επιχειρήσεως με σκοπό να εξαφανίσει, να πειθαρχήσει ή να αποθαρρύνει μικρότερους ανταγωνιστές ». Στην προκειμένη περίπτωση, οι πρακτικές αυτές απέβλεπαν κυρίως στην εξάλειψη της ECS από την αγορά των υπεροξειδίων με τη μέθοδο των μαζικών και παρατεταμένων μειώσεων τιμών σε συνδυασμό με άλλες ενέργειες όμοιες με χειρισμούς εκτοπίσεως από την αγορά.

    Όσον αφορά τις μειώσεις τιμών, η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 86 δεν επιβάλλει κανένα νομικό κανόνα στηριζόμενο στο κόστος για τον καθορισμό του ακριβούς σταδίου μετά το οποίο οι μειώσεις τιμών στις οποίες προβαίνει μία δεσπόζουσα επιχείρηση συνιστούν κατάχρηση. Απέρριψε, κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προέβαλε αρχικώς η AKZO, κατά το οποίο, προκειμένου να κριθεί εάν συντρέχει περίπτωση ληστρικής πολιτικής τιμών, αρκεί να εξεταστεί αν οι τιμές πωλήσεως είναι, ή όχι, μικρότερες από το μέσο κυμαινόμενο κόστος (το οποίο κατά προτίμηση αναφέρεται στο οριακό κόστος).

    Πράγματι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η εφαρμογή του άρθρου 86 δεν μπορεί να εξαρτάται από ένα μηχανιστικό κριτήριο στηριζόμενο στο κόστος, διότι ένα τέτοιο κριτήριο δεν λαμβάνει υπόψη τους γενικούς σκοπούς των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού που καθορίζονται στο άρθρο 3, σημείο στ, της Συνθήκης και, ειδικότερα, την ανάγκη αποτροπής περιπτώσεων προσβολής της δομής του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Εξάλλου, το κριτήριο αυτό δεν επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη περισσότερο μακροπρόθεσμες στρατηγικές επιδιώξεις προς εξυπηρέτηση των οποίων θα μπορούσε μία επιχείρηση να ακολουθεί επίμονη πολιτική μειώσεως των τιμών. Θα αγνοούσε, εξάλλου, τη θεμελιώδη σημασία του στοιχείου της δυσμενούς διακρίσεως, καθόσον βάσει αυτού θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι παραγωγός ευρισκόμενος σε δεσπόζουσα θέση θα μπορούσε να πωλεί στους συνηθισμένους πελάτες του προσελκύοντας ταυτόχρονα τους πελάτες του ανταγωνιστή του διά της προσφοράς μικρότερων τιμών.

    Κατά την ακρόαση της η AKZO πρότεινε ένα ελαφρώς διαφορετικό κριτήριο από εκείνο που είχε αρχικώς προτείνει θέτοντας το βάρος στην αντίληψη που η ίδια η επιχείρηση έχει ως προς το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της. Κατά το νέο αυτό κριτήριο, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η μείωση των τιμών όταν έχει ως συνέπεια την κατά το μέγιστο δυνατό αύξηση των βραχυπροθέσμων κερδών, έστω και αν έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την πρόκληση ζημίας σε μία ανταγωνιστική επιχείρηση μικρότερου μεγέθους.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, κριτήριο που στηρίζεται αποκλεστικώς στο κόστος της επιχειρήσεως που ακολουθεί επιθετική πολιτική δεν παρέχει ιδιαίτερη βαρύτητα στη στρατηγική πλευρά των σχετικών με τη μείωση των τιμών ενεργειών. Πράγματι, η στρατηγική αυτή μπορεί να αφορά τον ανταγωνισμό λόγω του σκοπού της, ανεξαρτήτως του αν η επιτιθέμενη επιχείρηση καλύπτει το κόστος παραγωγής, καθόσον εκείνο που έχει σημασία είναι μάλλον « η εκ μέρους του αντιπάλου αξιολόγηση της αποφασιστικότητας του επιτιθέμενου να διαψεύσει τις προσδοκίες του, παραδείγματος χάρη όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης ή τα επιτεύξιμα περιθώρια κέρδους, παρά το κατά πόσο, η δεσπόζουσα επιχείρηση καλύπτει το δικό της κόστος ή όχι ».

    Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι λεπτομερής ανάλυση του κόστους της επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση μπορεί να αποδειχθεί σημαντική για την εκτίμηση του κανονικού ή μη χαρακτήρα της συμπεριφοράς της στον τομέα των τιμών. Αυτό συμβαίνει όταν η προσπάθεια για τον εκτοπισμό μιας επιχειρήσεως από την αγορά μέσω εκστρατείας μειώσεως των τιμών που πραγματοποιεί ο κατέχων δεσπόζουσα θέση παραγωγός έχει τόσο προφανή αποτελέσματα, ώστε να παρέλκει να αποδειχθεί ότι είχε πράγματι ως πρόθεση να αποκλείσει τον ανταγωνιστή του. Αντιθέτως, όταν ένα χαμηλό επίπεδο τιμών επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, μπορεί να κριθεί αναγκαίο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως, να αποδειχθεί και η πρόθεση εξαλείψεως μιας ανταγωνιστικής επιχειρήσεως ή περιορισμού του ανταγωνισμού.

    Στην παρούσα περίπτωση, το επίπεδο τιμών της AKZO επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Η απόδειξη περί της προθέσεως εκτοπισμού της ECS προκύπτει τόσο από το υπηρεσιακό σημείωμα του McK.ee όσο και από περισσότερο πρόσφατα έγγραφα από τα οποία συνάγεται η στρατηγική της AKZO η οποία απέβλεπε στην πρόκληση ζημιών στην ECS. Η απόδειξη αυτή ενισχύεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

    1)

    από την επιλεκτική φύση των μειώσεων τιμών, από τις οποίες επωφελήθηκαν αποκλειστικώς οι συνήθεις πελάτες της ECS ·

    2)

    από το γεγονός ότι η AKZO UK παραιτήθηκε από την κάλυψη του συνολικού της κόστους στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, αντιθέτως προς την πρακτική που ακολουθούσε μέχρι την εκδήλωση της διαφοράς·

    3)

    το γεγονός ότι η AKZO ενίσχυσε τις μειώσεις τιμών στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα εφαρμόζοντας υπολειπόμενες του κόστους τιμές μεταφοράς στο τμήμα « πλαστικά και ελαστομερή ».

    Μολονότι πιστεύει ότι η συμπεριφορά της AKZO πρέπει να κριθεί σφαιρικώς, η Επιτροπή επισημαίνει σειρά ειδικότερων καταχρήσεων:

    α)

    οι άμεσες απειλές κατά της ECS που διατυπώθηκαν κατά τις δύο συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο τέλος του 1979·

    β)

    η συστηματική προσφορά ή/και παράδοση πρόσθετων ουσιών για άλευρα, από τα τέλη περίπου του 1980 στους Provincial Merchants, Allied Mills και στους πελάτες της ECS στον τομέα των μεγάλων ανεξάρτητων αλευρομύλων, που αποσκοπούσαν να βλάψουν τη βιωσιμότητα της ECS

    γ)

    οι επιλεκτικές προσφορές τιμών προς πελάτες της ECS, τη στιγμή που η AKZO UK εφάρμοζε υψηλότερες τιμές στους συνήθεις πελάτες της·

    δ)

    η προσφορά προς τους πελάτες της ECS βρώμικου καλίου και μίγματος βιταμινών σε δελεαστικές τιμές ώστε να αποσπάσει όλες τις παραγγελίες προσθέτων ουσιών για άλευρα'

    ε)

    η διατήρηση, επί μακρό χρονικό διάστημα, τιμών κάτω του κόστους για τις Spillers και RHM, γεγονός που αποσκοπούσε στην πρόκληση ζημίας στην ECS'

    στ)

    το γεγονός ότι επεδίωξε και επέτυχε την παροχή διευκρινίσεων εκ μέρους των Spillers και RHM (πελατών της) για προσφορές που ελάμβαναν από άλλους παραγωγούς και η εν συνεχεία προσφορά προς αυτούς τιμών ελαφρώς κατωτέρων για να αποσπάσει την παραγγελία·

    ζ)

    η εφαρμογή της εν λόγω τακτικής με τον μακροπρόθεσμο σκοπό να ζημιωθεί και/ή να εξασφαλιστεί η αποχώρηση της ECS ως ανταγωνίστριας επιχείρησης από ολόκληρη την ευρύτερη αγορά οργανικών υπεροξειδίων.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, το κοινό χαρακτηριστικό των ενεργειών αυτών είναι οι σοβαρότατες επιπτώσεις τους, τόσο πραγματικές όσο και δυνητικές, επί της δομής του ανταγωνισμού, καθόσον συνέτειναν στον αποκλεισμό της ECS ως ανταγωνίστριας επιχείρησης.

    3. Εξακολούθηση της καταχρηστικής συμπεριφοράς μετά την απόφαση περί προσωρινών μέτρων

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι και μετά την έκδοση της αποφάσεως περί προσωρινών μέτρων η AKZO εξακολούθησε να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της ECS. Πράγματι, η AKZO UK ενεθάρρυνε τους παλαιούς πελάτες της ECS να ζητήσουν προσφορά εκ μέρους της Diaflex, κατόπιν δε ευθυγραμμίστηκε με τις προσφορές αυτές, όποιες και αν ήταν, παρεμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την ECS να ανακτήσει τους πελάτες της. Οι τιμές της Diaflex δεν αντιπροσώπευαν μια ρεαλιστική τιμή αγοράς, γεγονός που εγνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει η AKZO. Εξάλλου, η AKZO UK πρότεινε τιμές που δημιουργούσαν δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των υπολοίπων πελατών στον συγκεκριμένο τομέα και κατώτερες του κυμαινόμενου της κόστους.

    4. Ύπαρξη καταχρήσεως στην αγορά των οργανικών νπεροξειόίων απορρέουσα από πρακτικές ακολουθούμενες- σε άλλη αγορά

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με τις αποφάσεις του της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Continental Can (Rec. 1973, σ. 215), και της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche (Rec. 1979, σ. 461), το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι δεσπόζουσα θέση σε μία ορισμένη αγορά μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικώς, μέσω ενεργειών σε αγορά διαφορετική από εκείνη στην οποία υφίσταται η δεσπόζουσα θέση (όπως μια ειδικευμένη επιμέρους αγορά ή μια συναφής αγορά ). Αυτό συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, καθόσον η AKZO διέπραξε κατάχρηση στη συνολική αγορά των οργανικών υπεροξειδίων μέσω πρακτικών που ακολούθησε στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    5. Ουσιαστική επίπτωση επί του ανταγωνισμού οφειλόμενη σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

    Κατά την Επιτροπή, η σημασία μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως για τη διατήρηση του ανταγωνισμού εξαρτάται λιγότερο από το μέγεθος της όσο από την προώθηση και την κατεύθυνση της ανταγωνιστικής προσπάθειας που καταβάλλει με τους μεγάλους παραγωγούς. Η AKZO θεωρούσε την ECS ως μέτριο ανταγωνιστή αλλά δυνητικώς επικίνδυνο στον τομέα των οργανικών υπεροξειδίων. Η απάλειψη της θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα στις μικρές παραγωγικές επιχειρήσεις που θα επιθυμούσαν να προσβάλουν τη θέση που είχε αποκτήσει η AKZO στην αγορά. Γι' αυτούς τους λόγους ο εκτοπισμός της ECS από την αγορά οργανικών υπεροξειδίων θα είχε σημαντική επίπτωση επί του ανταγωνισμού, παρά το μικρό μερίδιο που κατείχε η εταιρία αυτή στην αγορά.

    6. Επιπτώσεις επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

    Κατά την Επιτροπή, η επιθετική συμπεριφορά της AKZO UK βρίσκεται σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

    Οι αρχικές απειλές που διατύπωσε η AKZO UK κατά της ECS οφείλονταν στις εξαγωγές της ECS προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εξαγωγές οι οποίες στο μέλλον θα μπορούσαν να παρουσιάσουν αύξηση. Εάν η AKZO κατόρθωνε να εκτοπίσει ή να εξουδετερώσει την ECS ως ανταγωνιστή, το αποτέλεσμα θα ήταν η άμεση αλλοίωση των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών λόγω της διακοπής του ρεύματος πωλήσεων που είχε δημιουργηθεί μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γερμανίας.

    7. Αποδέκτης νης αποφάσεως

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η AKZO Chemie και οι θυγατρικές της επιχειρήσεις στα διάφορα κράτη μέλη της Κοινότητας αποτελούν μία και την αυτή οικονομική κοινότητα στο πλαίσιο της οποίας διοργανώνονται οι δραστηριότητες του ομίλου AKZO στον τομέα των χημικών ιδιοσκευασμάτων. Για τον λόγο αυτό απηύθυνε τη βαλλόμενη απόφαση στην AKZO Chemie, μολονότι η απόφαση περί προσωρινών μέτρων απευθυνόταν αποκλειστικώς στη θυγατρική της στο Ηνωμένο Βασίλειο την AKZO UK.

    8. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης σνψ αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα ovo Ηνωμένο Βασίλειο και νην Ιρλανδία

    Επικουρικώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι η AKZO εκμεταλλεύθηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής οι διάφορες πρόσθετες ουσίες για άλευρα συνιστούν μία ενιαία αγορά. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από τα έγγραφα της AKZO, ο τομέας αυτός αποτελεί σαφώς καθορισμένο εμπορικό τομέα εντός του οποίου οι πελάτες προτιμούν να αγοράζουν την πλήρη σειρά προϊόντων από έναν και τον αυτό προμηθευτή.

    Ως προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να θεμελιωθεί το συμπέρασμα ότι η AKZO κατέχει δεσπόζουσα θέση στην εν λόγω αγορά, η Επιτροπή αναφέρει, εκτός από το μερίδιο αγοράς που κατέχει η AKZO και το οποίο κατά τις εκτιμήσεις της ίδιας της επιχειρήσεως αντιπροσωπεύει ποσοστό 52 ο/ο περίπου:

    το γεγονός ότι η AKZO UK είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής των δύο από τους τρεις κυριότερους πελάτες του τομέα των αλευρομύλων στο Ηνωμένο Βασίλειο·

    τις στενές σχέσεις με τη Diaflex και την επιρροή που ασκεί η AKZO UK επί των τιμών της εν λόγω επιχειρήσεως

    τις οικονομικές δυνατότητες του ομίλου AKZO, οι οποίες είναι κατά πολύ μεγαλύτερες της ECS, καθώς και τη δυνατότητα του ομίλου αυτού να καλύπτει τις ζημίες του στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα από τα κέρδη άλλων τομέων της δραστηριότητας του·

    την προνομιούχο θέση της AKZO UK έναντι των προμηθευτών και τη δυνατότητα προσβάσεως της σε εσωτερικής φύσεως πληροφορίες οι οποίες της παρέχονται από τους προμηθευτές και τους πελάτες αναφορικά με άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις·

    το ευρύ φάσμα προϊόντων που διαθέτει·

    τον παραδοσιακό της ρόλο του επικεφαλής στον τομέα του καθορισμού των τιμών

    και, τέλος, την ικανότητα της να ελέγχει τις τιμές.

    Ως προς την κατάχρηση και τις επιπτώσεις επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα στοιχεία που υπογράμμισε αναφορικά με την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη και αναφορικά με την αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    9. Πρόσημο

    Κατά την Επιτροπή, η παράβαση έχει ιδιαίτερα βαρύ χαρακτήρα καθόσον η AKZO εξακολούθησε την καταχρηστική συμπεριφορά της και για μακρό χρονικό διάστημα μετά τη λήψη των μέτρων που διέταξε το High Court καθώς και μετά την απόφαση της Επιτροπής περί λήψεως προσωρινών μέτρων.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο το γεγονός ότι η AKZO παρουσίασε κατά τρόπο εντελώς ψευδή τα γεγονότα ενώπιον του High Court, καθώς και το ότι θα είχε προφανώς επιτύχει τον εκτοπισμό της ECS εάν η Επιτροπή δεν είχε ανακαλύψει τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζεται η παρούσα απόφαση. Εξάλλου, όπως φαίνεται, η επιθετική συμπεριφορά της AKZO δεν συνιστά μεμονωμένο γεγονός, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής που χάραξε η εν λόγω εταιρία με σκοπό την εκμετάλλευση της ισχύος της στην αγορά για την καθυπόταξη των ανεπιθύμητων ανταγωνιστών της ή την πλήρη εξαφάνιση τους. Τέλος, η παράβαση έγινε σκοπίμως και παρατάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

    Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή επέβαλε στην AKZO Chemie πρόστιμο 10 εκατομμυρίων ECU, δηλαδή 24696000 HFL.

    10. Άλλα ληφθέντα μέτρα

    Για να θέσει τέρμα στην παράβαση αυτή η Επιτροπή απαγόρευσε στην AKZO Chemie BV και στις θυγατρικές της να προσφέρουν σε πελάτες που θέλουν να αποσπάσουν από την ECS τιμές που δημιουργούν δυσμενείς διακρίσεις. Επιτρέπονται διαφορές τιμών μεταξύ διαφόρων κατηγοριών πελατών μόνον όταν αυτές οφείλονται σε εύλογες διαφορές κόστους των εμπορικών στοιχείων της συγκεκριμένης συναλλαγής, εντός όμως της ίδιας κατηγορίας δεν επιτρέπεται στην AKZO Chemie BV να προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των τιμών που εφαρμόζει στους τακτικούς της πελάτες και των τιμών που εφαρμόζει στους πρώην ή παρόντες πελάτες της ECS τους οποίους επιθυμεί να διατηρήσει ή να περιλάβει στην πελατεία της. Η Επιτροπή διευκρίνισε, επίσης, ότι οι τιμές που εφαρμόζονται από τους αλευρόμυλους του ομίλου Allied πρέπει να είναι ισοδύναμες προς τις τιμές που εφαρμόζονται έναντι των « μεγάλων ανεξάρτητων » αλευρομύλων.

    Π — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    Η προσφυγή της AKZO Chemie BV πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Μαρτίου 1986.

    Με απόφαση της 8ης Ιουνίου 1988 το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο πέμπτο τμήμα.

    Η έγγραφη διαδικασία διεξήχθη κανονικώς. Το Δικαστήριο, κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Οι διάδικοι κλήθηκαν να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένα ερωτήματα οι απαντήσεις δόθηκαν εντός των προθεσμιών που είχαν ταχθεί.

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    ως κύριο αίτημα:

    1)

    να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

    2)

    κατά συνέπεια, να ακυρώσει ολόκληρη την επίδικη απόφαση·

    3)

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    επικουρικώς:

    1)

    να ακυρώσει το επιβληθέν πρόστιμο ή, τουλάχιστον, να το μειώσει σημαντικά·

    2)

    να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Η Επιτροπήζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να απορρίψει την προσφυγή·

    2)

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της υποθέσεως 62/86 R.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Α — Ως προς τΐ1 σχετική αγορά

    1. Η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων

    Η AKZO προβάλλει κυρίως τον ισχυρισμό ότι η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σχετική αγορά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του αντικειμένου της βαλλόμενης αποφάσεως, το οποίο περιορίζεται στην προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά της αναφορικά με τις πωλήσεις προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    Η AKZO επικαλείται, σχετικώς, τις αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1974, 6 και 7/73, Istituto Chemioterapico Italiano SpA και Commercial Solvents Corporation κατά Επιτροπής ( Jurispr. 1974, σ. 223 ), και της 31ης Μαΐου 1979, 22/78, Hugin Kassaregister AB και Hugin Cash Register Ltd κατά Επιτροπής (Jurispr. 1979, σ. 1869 ), στις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι σχετική αγορά αποτελεί η αγορά στην οποία η επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση και όχι η αγορά στην οποία εκδηλώνονται οι συνέπειες της καταχρήσεως. Δεδομένου ότι η AKZO επεχείρησε να εκτοπίσει την ECS από την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων με ενέργειες της στον τομέα των προσθέτων ουσιών, στον τελευταίο αυτό τομέα πρέπει να προσδιοριστεί η σχετική αγορά.

    Εξάλλου, κατά την άποψη της AKZO, ο καθορισμός της σχετικής αγοράς έχει νόημα μόνον όταν στην απόφαση εξετάζεται αν η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση ενισχύει τη θέση της με τη συμπεριφορά που ακολουθεί σε άλλη αγορά. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η Επιτροπή όχι μόνο παρέλειψε να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά της αγοράς υπεροξειδίων καθώς και τις συνέπειες που προβάλλεται ότι είχαν στην εν λόγω αγορά τα αναλυόμενα πραγματικά περιστατικά του τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, αλλά παράλληλα παρέλειψε να αναλύσει τη διάρθρωση του ανταγωνισμού στην αγορά των υπεροξειδίων και, συγκεκριμένα, τη θέση που κατέχουν στην εν λόγω αγορά η ECS και οι ανταγωνίστριες εταιρίες.

    Επικουρικώς, η AKZO ισχυρίζεται ότι η αγορά αυτή δεν είναι ενιαία λόγω της προφανούς ελλείψεως δυνατότητας μεταξύ τους υποκαταστάσεως των οργανικών υπεροξειδίων. Τα προϊόντα αυτά δεν μπορούν, εξάλλου, να θεωρηθούν ως περιλαμβανόμενα σε μία ενιαία αγορά λόγω υποτιθέμενης συμπληρωματικό-τητάς τους, καθόσον οι πελάτες δεν απευθύνονται στον ίδιο προμηθευτή για την κάλυψη όλων των αναγκών τους σε οργανικά υπεροξείδια.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων συνιστά όντως τη σχετική αγορά, δεδομένου ότι από αυτή την αγορά η AKZO επιθυμούσε να εκτοπίσει την ECS, έστω Kat αν το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την κατάχρηση αυτή δεσπόζουσας θέσης ήταν η επίδικη συμπεριφορά της στην αγορά των προσθέτων ουσιών.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικώς, επικαλούμενη τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1973, 6/72, Europemballage Corporation και Continental Can Company Inc. κατά Επιτροπής (Jurispr. 1973, σ. 215), και της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche & Co. AG κατά Επιτροπής (Jurispr. 1979, σ. 461 ), ότι η διαπίστωση καταχρήσεως δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δεσπόζουσας θέσης και της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως της. Στην παρούσα υπόθεση δεν έπρεπε οπωσδήποτε να είχε επιχειρήσει η AKZO να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την απομάκρυνση της ECS από την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων, χρησιμοποιώντας την οικονομική ισχύ που της προσέδιδε η δεσπόζουσα θέση της στην εν λόγω αγορά.

    Η Επιτροπή τονίζει, επίσης, ότι η διαπίστωση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσης που διέπραξε η AKZO στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων στηρίζεται αποκλειστικώς στην παράνομη συμπεριφορά της στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα. Αμφισβητεί, ωστόσο, τους ισχυρισμούς της AKZO ότι δεν προέβη σε εξέταση των πραγματικών περιστατικών της αγοράς των οργανικών υπεροξειδίων. Ισχυρίζεται ότι κίνησε τη διαδικασία ελέγχου αλλ' ότι, δεδομένων των ευθυνών της στον τομέα του ανταγωνισμού, ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ταχείες ενέργειες, χωρίς να αναμένει προηγουμένως την εξαφάνιση της ECS λόγω των επιθέσεων που υφίστατο στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    Εξάλλου, η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων είναι ενιαία αγορά, χαρακτηριστικό της οποίας είναι οι σχετικώς ομοιογενείς όροι ανταγωνισμού. Μολονότι υπάρχουν δεκάδες διαφορετικά υπεροξείδια, κατά ποσοστό 90 ο/ο χρησιμοποιούνται για την κάλυψη της ίδιας ανάγκης, δηλαδή ως καταλύτες στον τομέα των πολυμερών. Τα οργανικά υπεροξείδια δεν αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό άλλων προϊόντων δεδομένου ότι, εκτός μιας περιορισμένης σημασίας εξαιρέσεως, δεν υφίστανται υποκατάστατα προϊόντα.

    Τέλος, ο καθορισμός της σχετικής αγοράς ανταποκρίνεται στην εμπορική πραγματικότητα καθόσον ο σχετικός βιομηχανικός κλάδος ορίζει, επίσης, τον τομέα των οργανικών υπεροξειδίων ως χωριστή αγορά. Η ίδια η AKZO, στα εσωτερικά της έγγραφα, θεωρεί ότι ο τομέας των καταλυτών αποτελεί μία ενιαία αγορά που κατανέμεται σε διάφορες εμπορικές μονάδες για λόγους πραγματικούς.

    2. Η αγορά των προσθέτων ουσιών για άΑ&νρα Όσον αφορά την αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα, την οποία η Επιτροπή επικουρικώς προβάλλει ως σχετική αγορά, η AKZO υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη στον καθορισμό της αγοράς κατά τρόπο επιφανειακό και ελλιπή.

    Κατά τον εν λόγω καθορισμό η Επιτροπή διέπραξε καταρχάς το λάθος να περιλάβει στην iòta αγορά τους αλευρόμυλους και τις επιχειρήσεις παραγωγής προσθέτων ουσιών για τα αρτοποιία. Αυτές, όμως, οι δύο ομάδες πελατών αγοράζουν διαφορετικά προϊόντα για διαφορετικούς λόγους και δρουν υπό διαφορετικούς όρους ανταγωνισμού. Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου και τα βιταμινούχα μίγματα δεν χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις παραγωγής προσθέτων ουσιών για αρτοποιία. Μόνο τα μίγματα βρώμικου καλίου και αμυ-λάσης πωλούνται τόσο στους αλευρόμυλους όσο και στις επιχειρήσεις παραγωγής προσθέτων ουσιών για άλευρα. Εξάλλου, πωλούνται σε διαφορετικές περιεκτικότητες. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι οι δύο αυτές ομάδες πελατών παρασκευάζουν διαφορετικά προϊόντα: τα βελτιωμένα άλευρα και τις πρόσθετες ουσίες για αρτοποιία, μεταξύ των οποίων πρέπει να γίνει διάκριση.

    Η AKZO υποστηρίζει, επίσης, ότι όλες οι πρόσθετες ουσίες για άλευρα δεν μπορούν να περιληφθούν στην ίδια αγορά λόγω μιας συμπλη-ρωματικότητας η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι οι πελάτες προτιμούν να απευθύνονται στον ίδιο προμηθευτή για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών τους σε πρόσθετες ουσίες. Απόδειξη αποτελεί η ενεργός παρουσία στην αγορά παραγωγών ενός μόνο προϊόντος, οι οποίοι ευρίσκονται σε πραγματική ανταγωνιστική σχέση με παραγωγούς ενός περισσότερο πλήρους φάσματος προϊόντων. Εξάλλου, η από κοινού προσφορά προϊόντων δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα αυτά συνιστούν ενιαία αγορά, όταν δεν συντρέχει κανείς τεχνικός ή εμπορικός λόγος που να επιβάλλει να παραγγελθούν και τα δύο προϊόντα στον ίδιο προμηθευτή.

    Η συμπληρωματικότητα δεν μπορεί, επίσης, να προκύπτει από το γεγονός ότι όλες οι πρόσθετες ουσίες φθάνουν στα αρτοποιία. Πράγματι, αυτό το επίπεδο ανταγωνισμού δεν είναι εκείνο στο οποίο αναπτύσσει τη δράση της η AKZO UK ως προμηθευτής αλευρομύλων και παραγωγός προσθέτων ουσιών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν σε αρτοποιία.

    Τέλος, η AKZO υποστηρίζει ότι η κατάταξη των διαφόρων προσθέτων ουσιών στην ίδια αγορά δεν επιτρέπει την ορθή εκτίμηση της θέσεως που η επιχείρηση αυτή κατέχει στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα δεδομένου ότι τα μερίδια αγοράς που κατέχουν οι διάφοροι προμηθευτές ποικίλλουν από προϊόν σε προϊόν. Η AKZO, η οποία επικαλείται σχετικώς την απόφαση Hoffmann-La Roche υποστηρίζει ότι κάθε πρόσθετη ουσία πρέπει να θεωρηθεί ως αποτελούσα χωριστή αγορά.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, επικουρικώς, ότι η πλήρης σειρά προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία πρέπει να θεωρηθεί ως μία και ενιαία αγορά. Πράγματι, οι πρόσθετες ουσίες συνιστούν σύνολο προϊόντων συμπληρωματικών από απόψεως τελικών καταναλωτών που είναι τα αρτοποιία. Εξάλλου, ο καταμερισμός αυτός της αγοράς αντιστοιχεί στην εμπορική πραγματικότητα δεδομένου ότι οι απευθείας πελάτες, δηλαδή οι αλευρόμυλοι και οι επιχειρήσεις παραγωγής προσθέτων ουσιών, προτιμούν να απευθύνονται σε έναν και τον ίδιο προμηθευτή για την κάλυψη των αναγκών τους αγοράζοντας την πληρέστερη δυνατή σειρά προϊόντων τα οποία κρίνουν συνολικά, ανεξαρτήτως των διαφορών τιμής που παρουσιάζουν τα επιμέρους προϊόντα. Συνεπώς, ο καθορισμός της σχετικής αγοράς πρέπει να γίνει στο επίπεδο του συνόλου των προϊόντων για τα οποία υφίσταται κοινή ζήτηση, λόγω της συμπληρωματικότητας που παρουσιάζουν μεταξύ τους.

    Η Επιτροπή αντικρούει κατόπιν τα επιχειρήματα που προέβαλε η AKZO.

    Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η διάκριση στην οποία προβαίνει η AKZO μεταξύ των δύο ομάδων πελατών, των αλευρομύλων αφενός και των επιχειρήσεων παραγωγής προσθέτων ουσιών για αρτοποιία αφετέρου, είναι καθαρώς θεωρητική, εάν ληφθούν υπόψη οι οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί δεσμοί που τους ενώνουν.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, επίσης, ότι δεν αγνοεί την ύπαρξη παραγωγών ενός μόνο προϊόντος. Ωστόσο, ενόψει μιας αγοράς ομάδας προϊόντων ( « clustermarket » ), πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παραγωγοί ενός πλήρους φάσματος, αποκλειομένων των παραγωγών ενός μόνο προϊόντος, η επιρροή των οποίων δεν μπορούσε παρά να είναι περιθωριακή. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συμπληρωματικότατα λαμβάνεται υπόψη ακόμα και όταν δεν συντρέχουν τεχνικοί ή εμπορικοί λόγοι που να επιβάλλουν την προμήθεια όλων των απαιτουμένων προϊόντων από έναν προμηθευτή. Πράγματι, έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία το να ενεργεί ο πελάτης κατ' αυτόν τον τρόπο όταν αποδεικνύεται ότι η ζήτηση αφορά ορισμένα στοιχεία του συνόλου και ότι επιδίωξη του πελάτη είναι να τα αγοράσει από τον ίδιο προμηθευτή.

    Τέλος, η AKZO δεν μπορεί να επικαλεστεί την προαναφερθείσα απόφαση Hoffmann-La Roche, δεδομένου ότι στην περίπτωση εκείνη κάθε ομάδα βιταμινών παρουσίαζε, λόγω των χαρακτηριστικών της, μία προφανή ιδιομορφία, ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά σειρά προϊόντων τα οποία, παρά τις διαφορές τους, διατίθενται όλα ως πρόσθετες ουσίες για άλευρα τις οποίες οι πελάτες αγοράζουν συνήθως από τον ίδιο προμηθευτή.

    Β — Ως προς νη όεοπόξονοα θέοη νης AKZO

    1. Η αγορά νων οργανικών νπεροξειοίων

    Η AKZO αμφισβητεί τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή προκειμένου να υποστηρίξει την άποψη ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων.

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή πεπλανημένα καθόρισε την αγορά των υπεροξειδίων ως μία ενιαία αγορά, λογικώς συνάγεται ότι και τα μερίδια αγοράς που θεώρησε ότι κατέχει η AKZO δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς και ότι το στοιχείο της προσφοράς μιας εκτεταμένης σειράς προϊόντων δεν μπορεί να αποτελέσει ένδειξη δεσπόζουσας θέσης.

    Εξάλλου, η διατήρηση των μεριδίων της στην αγορά σε περίοδο δυσμενούς συγκυρίας δεν αποτελεί κριτήριο που να αποδεικνύει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Hoffmann-La Roche). Εξάλλου, και τα μερίδια των ανταγωνιστριών της επιχειρήσεων παρέμειναν σταθερά κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η διατήρηση του περιθωρίου κέρδους υπό παρόμοιες συνθήκες δεν αποτελεί ένδειξη κυριαρχίας της αγοράς.

    Τέλος, υπήρξαν νομισματικοί λόγοι, ιδίως η τιμή του δολαρίου, που υποχρέωσαν ορισμένες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, όπως τη SCADO, να αποσυρθούν από την ευρωπαϊκή αγορά. Θα ήταν λάθος να εκληφθούν οι επιχειρήσεις αυτές ως αμελητέοι ανταγωνιστές, δεδομένου ότι ανήκουν σε διεθνείς ομίλους οι οποίοι θα μπορούσαν, από πάσης απόψεως, να συγκριθούν με την AKZO. Το μέγεθος των επιχειρήσεων αυτών καθιστά, εξάλλου, αβάσιμο το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επικαλείται η Επιτροπή.

    Η Επινροπή υποστηρίζει ότι η AKZO κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων η οποία της έδωσε τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί κατά τρόπο που αποθάρρυνε τις μικρές επιχειρήσεις που επιθυμούσαν να εισχωρήσουν στην αγορά των πλαστικών. Χωρίς να χαρακτηρίζει αυτή τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ως κατάχρηση, η Επιτροπή τη θεωρεί ως ένδειξη της ικανότητας της AKZO να ακολουθεί μία ευέλικτη στρατηγική που αποβλέπει στην αποτροπή εγκαταστάσεως νέων ανταγωνιστών στο σύνολο της εξεταζόμενης αγοράς ( βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1978, 27/76, United Brands Company και United Brands Continental BV κατά Επιτροπής, Jurispr. 1978, σ. 207).

    Η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα ως προς την εκτίμηση των μεριδίων της αγοράς που κατέχει και της μεγάλης ποικιλίας των προϊόντων της δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να αποτρέψουν την απόφαση, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα αυτά συνδέονται αποκλειστικά με τη μέθοδο προσδιορισμού της αγοράς που προτείνει η AKZO. Εξάλλου, η διατήρηση των μεριδίων της αγοράς εκ μέρους της AKZO αποτελεί αποκλειστικώς συνέπεια της συμπεριφοράς της στην αγορά με την οποία μπόρεσε με επιτυχία να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των μικρών παραγωγών.

    Η Επιτροπή δέχεται ότι το μέγεθος του περιθωρίου κέρδους δεν αποτελεί ένδειξη δεσπόζουσας θέσης. Αντιθέτως, το στοιχείο αυτό αποτελεί ένδειξη όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση επιτυγχάνει σε μία υποτονική αγορά να επιβάλλει αυξήσεις τιμών αυξάνοντας παράλληλα τον όγκο των πωλήσεων της.

    Τέλος, ο αποκλεισμός λιγότερο ισχυρών ανταγωνιστών, όπως η SCADO, κατέστη δυνατός επειδή εφαρμόστηκε πολιτική έντονου ανταγωνισμού συνοδευόμενη, σε ορισμένες περιπτώσεις, με αυξήσεις τιμών.

    2. Η αγορά προοΟέτων ουσιών για άλευρα

    Όσον αφορά την αγορά προσθέτων ουσιών για άλευρα, η AKZO ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει τη θέση την οποία κατέχει η AKZO στην αγορά είναι είτε ανακριβή είτε άστοχα.

    Η AKZO αμφισβητεί, καταρχάς, τα μερίδια αγοράς που της αποδίδει η Επιτροπή, κατόπιν δε αποκρούει τα στοιχεία επί των οποίων επιχειρείται να στηριχθεί το συμπέρασμα ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση.

    Όσον αφορά τα μερίδια της αγοράς, η AKZO επικαλείται στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι η ECS κατέχει μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο από το δικό της. Τονίζει, ιδίως, ότι αν ληφθούν υπόψη μόνο τα προϊόντα ως προς τα οποία βρίσκεται πράγματι σε ανταγωνιστική θέση με την Diaflex και την ECS, δηλαδή το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, το βρώμικο κάλιο και τα βιταμινούχα μίγματα, η μείωση του ύψους των πωλήσεων της κατά τα έτη 1979 έως 1984 είναι το ίδιο σημαντική με τη μείωση που παρουσίασαν οι πωλήσεις της ECS. Πράγματι, η διαπιστωθείσα αύξηση των συνολικών πωλήσεων της AKZO UK οφείλεται στην προσφορά προϊόντων προς τους παραγωγούς προσθέτων ουσιών για αρτοποιία η οποία καλύπτει τη μείωση των πωλήσεων προς τους αλευρόμυλους.

    Εξάλλου, η Επιτροπή αύξησε τεχνητώς τα μερίδια της αγοράς που κατέχει η AKZO UK, αφενός μεν, λαμβάνοντας υπόψη της χωρίς δικαιολογία τις πωλήσεις της προς τις επιχειρήσεις παραγωγής προσθέτων ουσιών για αρτοποιία, αφετέρου δε, παραλείποντας να λάβει υπόψη της προμηθευτές οι οποίοι δεν προσφέρουν ευρύ φάσμα προϊόντων.

    Τέλος, η AKZO υπογραμμίζει ότι είναι λάθος να εμφανίζεται η ECS ως μικρός ανταγωνιστής, ενώ όπως η ίδια ισχυρίζεται κατέχει το 40 ο/ο της αγοράς.

    Όσον αφορά τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση, η AKZO υποστηρίζει ότι δεν είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής των δύο από τους τρεις κυριότερους πελάτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι μοιράζεται με την Diaflex τις παραγγελίες της Ranks και ότι, εκτός από έναν μόνο αλευρόμυλο, την Allied Mills προμηθεύει κυρίως η ECS.

    Εξάλλου, η AKZO UK δεν διατηρεί στενές σχέσεις με την Diaflex που θα της επέτρεπαν να ασκήσει επιρροή επί των τιμών. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η Diaflex αποτελεί πραγματικό ανταγωνιστή που προσφέρει, ιδίως στους πελάτες της AKZO UK, τιμές αισθητά μικρότερες από εκείνες που προσφέρει η τελευταία.

    Η AKZO ουδέποτε παραδέχθηκε ότι είναι σε θέση να ελέγχει τις τιμές. Από τα πραγματικά περιστατικά και ιδίως από την ανάγκη στην οποία βρέθηκε να ευθυγραμμίσει τις τιμές της με εκείνες των ανταγωνιστών της, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ECS, συνάγεται ότι αυτό ουδέποτε συνέβη. Αυτές οι συνεχείς μειώσεις τιμών αποδεικνύουν εξάλλου, όπως και το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στην απόφαση του της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche, προαναφερθείσα, ότι ο εξαναγκασμός της επιχειρήσεως να μειώσει τις τιμές της, υπό την πίεση των ανταγωνιστών της, είναι κατά κανόνα ασυμβίβαστος με την ανεξάρτητη συμπεριφορά που είναι το χαρακτηριστικό μιας επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση.

    Εξάλλου, η AKZO δεν μπόρεσε να καλύψει τις ζημίες του τομέα των προσθέτων ουσιών με κέρδη από άλλους τομείς. Πράγματι, εκτός από το 1981, ο τομέας των προσθέτων ουσιών ουδέποτε είχε παρουσιάσει έλλειμμα. Εξάλλου, οι ζημίες του έτους εκείνου οφείλονται σε πωλήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί εκτός της εξεταζόμενης στην παρούσα περίπτωση αγοράς.

    Η AKZO υποστηρίζει, επίσης, ότι η προσφορά ευρύτερου φάσματος προϊόντων δεν αποτελεί ένδειξη δεσπόζουσας θέσης, δεδομένου ότι η ECS, με μικρότερο φάσμα προϊόντων, μπόρεσε να κατακτήσει σημαντικό μερίδιο της αγοράς.

    Τέλος, η AKZO υπογραμμίζει ότι είναι δύσκολο να υπάρξει δεσπόζουσα θέση στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, δεδομένου ότι η δραστηριότητα των προμηθευτών δεν απαιτεί ούτε ιδιαίτερη τεχνογνωσία ούτε σημαντικές επενδύσεις. Η ανάπτυξη της ECS αποτελεί την καλύτερη απόδειξη.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, η AKZO κατέχει επίσης δεσπόζουσα θέση στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα. 'Οσον αφορά τα μερίδια της αγοράς, η Επιτροπή αντιτάσσει στην AKZO ότι η διαφορά μεταξύ αλευρομύλων και επιχειρήσεων παραγωγής προσθέτων ουσιών είναι μόνο θεωρητική, λόγω των διαρθρωτικών δεσμών που συνδέουν τις εν λόγω επιχειρήσεις. Εξάλλου, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παραγωγοί ενός μόνο προϊόντος, εφόσον η παρουσία τους στην αγορά δεν περιορίζει αισθητά την εμπορική πολιτική των προμηθευτών εκείνων που προσφέρουν πλήρη σειρά προϊόντων.

    Τέλος, η ECS παρουσιάζεται ως ιδιαιτέρως τρωτή, παρά το γεγονός ότι κατέχει το 40 % της αγοράς, στην περίπτωση που μία επιχείρηση όπως η AKZO αποφασίζει να την πλήξει διά της προσφοράς χαμηλών τιμών που δεν έχουν καμία σχέση με την ενδογενή ικανότητα βιομηχανικής προσφοράς της ECS.

    Όσον αφορά τα στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι η AKZO κατέχει δεσπόζουσα θέση, η Επιτροπή δέχεται ότι η AKZO UK δεν είναι αποκλειστικός προμηθευτής των δύο από τους τρεις κυριότερους πελάτες του τομέα των αλευρομύλων, τονίζει όμως ότι είναι ο κυριότερος προμηθευτής. Πράγματι, η AKZO UK, εκτός από τον τομέα των βιταμινούχων μιγμάτων, είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής της Spillers και ο κύριος προμηθευτής της RHM, λαμβανομένου υπόψη ότι η Diaflex κάλυψε το τρίτο των αναγκών της RHM σε υπεροξείδιο του βενζοϋλίου και το τέταρτο των αναγκών της σε βρώμικο κάλιο.

    Εξάλλου, η AKZO UK διατηρούσε στενούς δεσμούς με την Diaflex και επηρέαζε τις τιμές της τελευταίας. Όπως ιδίως προκύπτει από τα κατασχεθέντα έγγραφα, οι δύο αυτές επιχειρήσεις κατέληξαν σε συμφωνία ή προσπάθησαν να συμφωνήσουν ορισμένες αυξήσεις τιμών. Η Επιτροπή θεωρεί πρωτοφανές ότι η AKZO χαρακτηρίζει σκληρό έναν ανταγωνιστή ο οποίος συνεννοείται μαζί της προκειμένου να καθορίσει πώς θα αντιδράσει σε προσφορά τιμών που του έκανε μία άλλη επιχείρηση. Τέλος, το γεγονός ότι η Diaflex απέσπασε πελάτες από την AKZO UK, αφενός μεν, συνδέεται με ειδικές αιτιάσεις των τελευταίων, που δεν έχουν σχέση με τις τιμές, αφετέρου δε, η ενέργεια αυτή πραγματοποιήθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της AKZO η οποία προμήθευε πρώτες ύλες στην Diaflex. Η ευθυγράμμιση της AKZO UK με τις προσφορές της Diaflex δεν συνιστά συνήθη ανταγωνιστική συμπεριφορά, δεδομένου ότι οι προσφορές αυτές δεν αντανακλούν την πραγματική τιμή της αγοράς.

    Τέλος, η AKZO αναγνώρισε πράγματι τη δυνατότητα της να ελέγχει τις τιμές. Αυτό συνάγεται, αφενός μεν, από το υπόμνημα McKee, το οποίο αποδεικνύει ότι η AKZO UK πίστευε ότι μπορούσε να ακολουθήσει μία επιθετικότερη πολιτική τιμών που θα μπορούσε να εξαναγκάσει την ECS σε υποταγή, αφετέρου δε, από το γεγονός ότι η AKZO κατά παράδοση αποτελούσε την ισχυρότερη επιχείρηση στην εν λόγω αγορά πριν από το 1980. Κατά συνέπεια, οι μειώσεις τιμών που παρατηρήθηκαν στην αγορά μετά το 1980 εντάσσονται στο πλαίσιο της στρατηγικής που ακολουθούσε η AKZO και η οποία απέβλεπε στην εκτόπιση της ECS από την αγορά και δεν οφείλονταν στην ανάγκη ευΟυγραμμίσεως με τις τιμές των ανταγωνιστών της.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι όπως προκύπτει από τα λογιστικά βιβλία της AKZO, η τελευταία μπόρεσε να καλύψει τις ζημίες που παρουσίασε στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα μεταθέτοντας το κόστος των πρώτων υλών σε άλλους τομείς της δραστηριότητας της ή παραλείποντας να εγγράψει τα γενικά έξοδα και τις χρηματοπιστωτικές επιβαρύνσεις. Από τα αποτελέσματα χρήσεως των ετών 1982 και 1983 προκύπτει, αφενός μεν, μείωση των σταθερών εξόδων παραγωγής υπεροξειδίου του βενζοϋλίου 16 ο/ο, που οφείλεται στη μεταφορά των εξόδων αυτών από τον τομέα των προσθέτων ουσιών στον τομέα των πλαστικών, αφετέρου δε, από τη μεταφορά τεχνητώς χαμηλών τιμών ορισμένων πρώτων υλών, όπως το lucidol στον τομέα των προσθέτων ουσιών.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι η προσφορά ευρύτερου φάσματος προϊόντων παρέχει στην AKZO ευρύτερο περιθώριο χειρισμών από εκείνο που διαθέτει η ECS. Το περιθώριο αυτό της παρείχε τη δυνατότητα να επιδοτεί τις χαμηλές τιμές του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου, του βρώμικου καλίου και των μιγμάτων βιταμινών από τα κέρδη τα οποία αποκόμιζε από την πώληση άλλων προϊόντων, όπως η αμυλάση, στα οποία διέθετε μεγάλα περιθώρια κέρδους.

    Τέλος, η AKZO και η ECS αποτελούσαν τις μόνες παραγωγικές επιχειρήσεις που διέθεταν την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρία για την παραγωγή υπεροξειδίου του βενζοϋλίου, γεγονός που ενίσχυε ακόμα περισσότερο τη σχετική υπεροχή τους έναντι της Diaflex η οποία δεν διέθετε τα πλεονεκτήματα αυτά στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    Γ — Επιχειρήματα σχετικά με τψ κατάχριμί) γενικώς εξεναζομ&η

    Η AKZO αμφισβητεί τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να θεμελιώσει την ύπαρξη καταχρήσεως και προτείνει να ληφθεί υπόψη η διάρθρωση των στοιχείων κόστους της επιχειρήσεως που κατηγορείται για παράνομη συμπεριφορά. Υποστηρίζει, επίσης, ότι εφάρμοσε πάντοτε το κριτήριο αυτό, δεδομένου ότι προσπαθούσε πάντοτε να επιτύχει την καλύτερη δυνατή τιμή και θετικό περιθώριο καλύψεως. Αμφισβητεί, εξάλλου, ότι το τμήμα προσθέτων ουσιών για άλευρα λειτούργησε με ζημίες, τουλάχιστον μεταξύ 1981 και 1983, υποστηρίζοντας, τέλος, ότι δεν είχε την πρόθεση να βλάψει την ECS κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    Κατά την άποψη της AKZO, το κριτήριο για τον καθορισμό της δεσπόζουσας θέσης πρέπει να είναι αντικειμενικό, απλό στην εφαρμογή του και στηριζόμενο στη διάρθρωση των στοιχείων κόστους της επιχειρήσεως.

    Η AKZO υποστηρίζει ότι βραχυπρόθεσμα οι επιχειρήσεις πρέπει να επιδιώκουν την καλύτερη δυνατή τιμή πωλήσεως και τη διαμόρφωση θετικού περιθωρίου καλύψεως. Κατά την άποψη της, η τιμή είναι η καλύτερη δυνατή όταν η επιχείρηση μπορεί ευλόγως να προσδοκά ότι η προσφορά μιας άλλης τιμής,.ή η απουσία τιμής, συνεπάγεται βραχυπρόθεσμα τη διαμόρφωση λιγότερο ευνοϊκών αποτελεσμάτων χρήσεως. Εξάλλου, το περιθώριο καλύψεως είναι θετικό όταν η αξία της παραγγελίας υπερβαίνει το ύψος του κυμαινόμενου κόστους.

    Η AKZO θεωρεί, καταρχάς, την τιμή ως την καλύτερη δυνατή. Θεωρεί ως αποτελεσματικότερο το κριτήριο που στηρίζεται στην αναζήτηση μιας τέτοιας τιμής δεδομένου ότι, κατά τον καθορισμό των τιμών της, η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εκτιμά το κυμαινόμενο κόστος της και να γνωρίζει την τιμή που μπορεί να επιτύχει από τη διάθεση του προϊόντος της στην αγορά. Αυτό,πάντως, δεν σημαίνει ότι οι τιμές που υπερβαίνουν το κυμαινόμενο κόστος είναι εξ ορισμού θεμιτές. Πράγματι, όταν μια επιχείρηση ενσυνειδήτως διαθέτει τα προϊόντα της σε τιμή κατώτερη της αρίστης τιμής, πρέπει να εξεταστεί αν η ενέργεια της αυτή οφείλεται σε κίνητρα θεμιτά ή αν, αντιθέτως, στην πρόθεση της να εκτοπίσει έναν ανταγωνιστι'ι της.

    Εξάλλου, η AKZO αμφιβάλλει για το κατά πόσον το κριτήριο της νομιμότητας μπορεί να συνδυαστεί με επιχειρήματα σχετικά με την κάλυψη του σταθερού κόστους ή τη μακροπρόθεσμη κατάσταση της επιχειρήσεως.

    Πράγματι, κριτήριο στηριζόμενο στην κάλυψη του σταθερού κόστους δεν θα ήταν πρόσφορο, δεδομένου ότι το κόστος αυτό δεν μεταβάλλεται ανάλογα με την παραγόμενη ποσότητα και εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και όταν η παραγγελία συμφωνείται σε τιμή που δεν καλύπτει το συνολικό κόστος.

    Εξάλλου, κριτήριο στηριζόμενο στην αναζήτηση της αρίστης τιμής, βραχυπροθέσμως, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί με την αιτιολογία ότι, μακροπροθέσμως, θέτει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της επιχειρήσεως. Πράγματι, μόνο μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα μπορούσε να λάβει μέτρα για την κάλυψη των ζημιών ή για την κατάργηση ενός κλάδου δραστηριοτήτων που παρουσιάζει ελλείμματα. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί «τις καλύτερες δυνατές παραγγελίες», προκειμένου να μειώσει το έλλειμμα της και να διασφαλίσει τη συνέχιση της δραστηριότητας της. Τέλος, κατά τον χρόνο καθορισμού της τιμής, η επιχείρηση δεν θα είχε στη διάθεση της κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες των σχετικών με την οικονομική της στρατηγική αποφάσεων επί της διαρθρώσεως του ανταγωνισμού.

    Συγκεκριμένα, η AKZO συμπεριφέρθηκε ως ανταγωνιζόμενη επιχείρηση εφαρμόζοντας με συνέπεια το προτεινόμενο από την ίδια κριτήριο της επιδιώξεως της καλύτερης δυνατής τιμής. Οι αποφάσεις της στον τομέα των τιμών συνιστούν εύλογες απαντήσεις στα συμβαίνοντα στην αγορά γεγονότα. Συνεπώς, πεπλανημένως η Επιτροπή θεώρησε ότι η AKZO δεν επιδίωξε την καλύτερη δυνατή τιμή.

    Πράγματι, η απόφαση της να μη μετακυλήσει στις τιμές της την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών οφείλεται αποκλειστικώς σε λόγους που αφορούν τους όρους του ανταγωνισμού. Εξαλλου, η AKZO UK δεν είχε προσφέρει τιμές εξ αντικειμένου ιδιαίτερα χαμηλές, μικρότερες από εκείνες που ήταν απαραίτητες για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της έναντι της ECS, δεδομένου ότι πρόσφερε τιμές όμοιες με εκείνες που πρόσφεραν οι ανταγωνιστές της σε αντίστοιχους πελάτες, σε άλλες δε περιπτώσεις δεν ελάμβανε καν υπόψη της τις τιμές που προσέφεραν οι ανταγωνιστές της. Τέλος, η AKZO UK αντιμετώπισε προβλήματα υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας που την υποχρέωσαν να αναζητήσει, όπως και οι ανταγωνιστές της, καινούριους πελάτες. Η AKZO υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η αύξηση του ποσοστού χρησιμοποιήσεως του παραγωγικού δυναμικού δεν αποτελεί ένδειξη παράνομης συμπεριφοράς παρά μόνον όταν η αποδοχή ορισμένων παραγγελιών συνεπάγεται τη μη αποδοχή ορισμένων άλλων παραγγελιών περισσότερο κερδοφόρων. Αυτό όμως δεν συμβαίνει διότι τα εργοστάσια παραγωγής προσθέτων ουσιών, κατά την περίοδο 1980 έως 1985, ουδέποτε λειτούργησαν υπό καθεστώς πλήρους εκμεταλλεύσεως του παραγωγικού τους δυναμικού. Εξάλλου, η σημαντική βελτίωση του ποσοστού χρησιμοποιήσεως του παραγωγικού δυναμικού του εργοστασίου της προσθέτων ουσιών για άλευρα, που διαπιστώθηκε μετά το 1983, οφείλεται σε διπλασιασμό των εξαγωγών της, που συνιστά στοιχείο άσχετο με την απόφαση, και όχι στην αύξηση των πωλήσεων της σε πελάτες που απέσπασε παρανόμως από την ECS.

    Η AKZO εξετάζει, κατόπιν, το περιθώριο καλύψεως, υποστηρίζοντας ότι από την ανάλυση της δομής των στοιχείων κόστους της συνάγεται ότι, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, είχε πάντοτε περιθώριο θετικό. Κατά συνέπεια, πεπλανημένως θεώρησε η Επιτροπή ότι η πολιτική της AKZO στον τομέα των τιμών δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που η ίδια η AKZO προτείνει.

    Προκειμένου να καθοριστεί ο κυμαινόμενος ή σταθερός χαρακτήρας ενός συγκεκριμένου στοιχείου κόστους, το μόνο ορθό κριτήριο θα ήταν να εξεταστεί αν το συγκεκριμένο στοιχείο κόστους παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογες με τις μεταβολές της παραγωγής. Συγκεκριμένα, πρέπει να θεωρηθούν ως σταθερά στοιχεία κόστους οριμένες επιβαρύνσεις, όπως το κόστος εργασίας, η συντήρηση, η αποθήκευση και η αποστολή. Λαμβάνοντας ως παράδειγμα το κόστος εργασίας, η AKZO υποστηρίζει ότι από τη σύγκριση της εξελίξεως του ετησίου κόστους εργασίας για τα έτη 1980 έως 1985 με την εξέλιξη των ποσοτήτων που παρήχθησαν κατά την ίδια περίοδο συνάγεται ότι δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων. Κατά συνέπεια, ορθώς η AKZO θεωρεί την εργασία ως σταθερό στοιχείο κόστους. Τέλος, υπογραμμίζει ότι τα περιθώρια καλύψεως για τα μίγματα υπεροξειδίου του βενζοϋλίου και βρώμικου καλίου είναι θετικά ακόμα και αν θεωρηθεί πεπλανημένως η εργασία ως κυμαινόμενο στοιχείο κόστους.

    Η AKZO ισχυρίζεται, επίσης, ότι το τμήμα προσθέτων ουσιών για άλευρα δεν λειτούργησε με ζημία κατά τα έτη 1981 έως 1983. Πράγματι, μόνο κατά το έτος 1981 κατέγραψε αρνητικά αποτελέσματα χρήσεως οφειλόμενα, εξάλλου, σε πωλήσεις που πραγματοποίησε εκτός της εξεταζόμενης γεωγραφικής αγοράς, καθόσον οι πωλήσεις που πραγματοποίησε στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία παρουσιάζουν θετικά αποτελέσματα χρήσεως. Η AKZO υπογραμμίζει ότι ένα συνολικώς αρνητικό αποτέλεσμα χρήσεως δεν παρέχει κανένα στοιχείο ως προς τη νομιμότητα της πολιτικής που ακολουθεί μία επιχείρηση, δεδομένου ότι η επιδίωξη μιας αρίστης τιμής για κάθε συγκεκριμένη συναλλαγή μπορεί να έχει ως συνέπεια συνολικώς αρνητικό αποτέλεσμα χρήσεως.

    Η AKZO αποκρούει, εξάλλου, το αναφερόμενο στις προθέσεις της επιχείρημα, βάσει του οποίου θεμελιούται ο παράνομος χαρακτήρας της πολιτικής τιμών που ακολουθούσε, ιδίως δε το επιχείρημα ότι προσπάθησε να μειώσει τις τιμές της με πρόθεση να βλάψει την ECS. Τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το υπηρεσιακό σημείωμα McK.ee δεν αφορούν ειδικώς την ECS, αλλά εξέφραζαν την περισσότερο επιθετική εμπορική πολιτική που αποφάσισε η AKZO έναντι όλων των ανταγωνιστών της. Στο υπηρεσιακό σημείωμα απαριθμούνται διάφορα μέτρα που αποσκοπούσαν να πλήξουν άμεσα την Diaflex. Τέλος, τα μέτρα αυτά ουδέποτε εφαρμόστηκαν, υπό οποιαδήποτε μορφή, λόγω της άμεσης παρέμβασης των βρετανικών δικαστηρίων. Εξάλλου, ούτε από τα άλλα έγγραφα που επικαλείται η Επιτροπή αποδεικνύεται η πρόθεση της AKZO να βλάψει την ECS. Αντιθέτως, η AKZO υποστηρίζει ότι από τις διάφορες εκθέσεις του τμήματος προσθέτων ουσιών για άλευρα συνάγεται ότι σκοπός της εμπορικής της πολιτικής ήταν να διατηρήσει τις τιμές σε παραδεκτό επίπεδο. Η επιδίωξη της αυτή δεν στέφθηκε με επιτυχία κυρίως λόγω του ανταγωνισμού της ECS.

    Τέλος, η AKZO, στο υπόμνημα απαντήσεως της, αποκρούει τις επικρίσεις της Επιτροπής ότι σκοπός της ήταν μάλλον να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση παρά να προβεί στις εσωτερικές εκείνες προσαρμογές που θα της επέτρεπαν, μακροπροθέσμως, να επιτύχει ευνοϊκότερη διάρθρωση των στοιχείων κόστους. Στην πραγματικότητα, πέτυχε ορθολογικότερη διάρθρωση των μεθόδων παραγωγής ώστε να διατηρήσει σταθερό το κόστος εργασίας, παρά τον διπλασιασμό της παραγωγής της κατά τα έτη 1980 έως 1985.

    Η Επιτροπή αμφισβητεί το κριτήριο που επικαλείται η AKZO, το οποίο προβάλλουν ιδίως δύο Αμερικανοί συγγραφείς (Areeda και Turner, « Predatory pricing and related practices under section 2 of the Sherman Act », 88 Harvard Law Review, 1975, σ. 697 ). Υπογραμμίζει ότι ακόμα και στο αμερικανικό δίκαιο το κριτήριο αυτό δεν χρησιμοποιείται συστηματικά. Αποτέλεσε, εξάλλου, αντικείμενο έντονης κριτικής επειδή λαμβάνει υπόψη του τη βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και, επομένως, παρέχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση μονοπωλιακής καταστάσεως, αποκλεισμού από την αγορά, ή παρεμπόδιση εισόδου στην αγορά, αποτελεσματικών επιχειρήσεων. Το κριτήριο αυτό είναι, εξάλλου, ασυμβίβαστο με το κοινοτικό σύστημα το οποίο, αντιθέτως προς το αμερικανικό σύστημα, προσδίδει κυρίως σημασία στη διατήρηση μιας αποτελεσματικής ανταγωνιστικής διαρθρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο στ, της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Κατά την άποψη της Επιτροπής, υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, τα προϊόντα πρέπει να πωλούνται σε τιμές που καλύπτουν το συνολικό κόστος της επιχειρήσεως, δηλαδή τόσο το σταθερό όσο και το κυμαινόμενο κόστος.

    Κατά συνέπεια, στην ^περίπτωση που επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση πωλεί σε τιμή κατώτερη από το συνολικό της κόστος, πρόκειται δε για μακροχρόνια, συστηματική και επιλεκτική πρακτική, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι σκοπός της είναι η εκτόπιση ανταγωνιστών της. Εν πάση περιπτώσει, μία τέτοια πρακτική συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, όταν συνδυάζεται με ορισμένες άλλες ενδείξεις συμπεριφοράς που σκοπός της είναι ο αποκλεισμός μιας ανταγωνιστικής επιχειρήσεως.

    Η Επιτροπή εξετάζει, επικουρικώς, τον ισχυρισμό της AKZO κατά τον οποίο η τελευταία βεβαιώνει ότι εφάρμοσε με συνέπεια το κριτήριο της νομιμότητας που η ίδια προτείνει να λαμβάνεται υπόψη.

    Η Επιτροπή αμφισβητεί, καταρχάς, ότι σκοπός της AKZO ήταν να επιτύχει την καλύτερη δυνατή τιμή και ότι επιδίωξε τη μεγαλύτερη δυνατή αύξηση των κερδών της.

    Η AKZO UK δεν μετακύλησε, όπως θα έπραττε οποιοσδήποτε παραγωγός, την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, καθόσον, τον Δεκέμβριο του 1980, μείωσε κατά 30 ο/ο τις τιμές που προσέφερε στους πελάτες της ECS και κατόπιν τις διατήρησε σε επίπεδο χαμηλό, μολονότι το κόστος της αυξήθηκε κατά 45 °/ο περίπου μεταξύ των ετών 1979 και 1984. Εξάλλου, δεν επιδίωξε να πετύχει τις υψηλότερες δυνατές τιμές, καθόσον προσπάθησε να τις διατηρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο που πίστευε ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει βάσει των όρων της δεσμεύσεως που ανέλαβε ενώπιον του High Court, ειδικότερα δε σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που ήταν απαραίτητο για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητα της έναντι της ECS. Τέλος, η AKZO UK δεν αντιμετώπισε κατάσταση πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού που θα την είχε υποχρεώσει να αποδεχθεί παραγγελίες σε τιμές κατώτερες από το συνολικό της κόστος ώστε να συμβάλει στην κάλυψη του παγίου κόστους της: πράγματι, όπως προκύπτει από έγγραφα της ίδιας της AKZO, το εργοστάσιο της στο Gillingham εργάζεται στο μέγιστο ύψος της αποδοτικότητας του από το 1983.

    Όσον αφορά το περιθώριο καλύψεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, καταρχάς, ότι είναι δευτερεύον ζήτημα το ποιες τιμές μπορούν να καλύψουν το κυμαινόμενο κόστος, δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης δεν εξαρτάται από ένα μηχανιστικό κριτήριο στηριζόμενο στο περιθωριακό ή κυμαινόμενο κόστος. Τονίζει, σχετικώς, ότι μία δεσπόζουσα επιχείρηση οφείλει, παράλληλα με την επιδίωξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού, να ασκεί ανταγωνισμό με τις παροχές που προσφέρει χωρίς να εκμεταλλεύεται την ισχύ που έχει στην αγορά. Κατά συνέπεια, μια τέτοια επιχείρηση πρέπει, καταρχήν, να καθορίζει τις τιμές της κατά τρόπο που θα της επιτρέπει την κάλυψη του συνολικού της κόστους. Το κριτήριο αυτό παρουσιάζει το πλεονέκτημα της σαφήνειας, καθόσον είναι εύκολος ο υπολογισμός του κόστους, είναι δε αντικειμενικότερο από το κριτήριο που προτείνει η AKZO, διότι αποφεύγει τις διαφωνίες ως προς τον πάγιο ή κυμαινόμενο χαρακτήρα ορισμένων επιβαρύνσεων.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι επί ζημία εμπορικές πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ως κατάχρηση μόνον όταν η διαθέτουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ακολουθεί παράλληλα και άλλες μεθόδους προκειμένου να επιτύχει την εκτόπιση του ανταγωνιστή της. Οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις υπέχουν ειδική ευθύνη και πρέπει να είναι περισσότερο προσεκτικές ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν για να ανταγωνιστούν άλλες επιχειρήσεις και ως προς τις συνέπειες ορισμένων από τα μέσα αυτά, όχι μόνο επί των αμέσων αποτελεσμάτων χρήσεως, αλλά και επί της όλης διαρθρώσεως του ανταγωνισμού.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, επίσης, ότι ορθώς υπολόγισε ορισμένες δαπάνες, όπως τις δαπάνες εργασίας, ως κυμαινόμενο κόστος. Υποστηρίζει σχετικώς, αφενός μεν, ότι είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί με τη συνήθη έννοια τους τους όρους « πάγιες και κυμαινόμενες επιβαρύνσεις », αφετέρου δε, ότι, όπως συνάγεται από τα έγγραφα της ίδιας της AKZO, ο αριθμός των εργαζομένων κυμαινόταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της παραγωγής. Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι η ίδια η AKZO παραδέχεται ότι τα μίγματα βιταμινών πωλούνταν σε τιμή που δεν κάλυπτε ούτε το κόστος των πρώτων υλών.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, ακολούθως, ότι το τμήμα προσθέτων ουσιών για άλευρα λειτούργησε με ζημίες κατά την περίοδο 1981-1983 και ότι, ειδικότερα, οι τιμές που πρόσφερε η AKZO UK στους παραδοσιακούς πελάτες της ECS προκαλούσαν πάντοτε ζημίες. Όπως, εξάλλου, συνάγεται από την αντιπαράθεση των εγγραφών στις οποίες η AKZO ενεφάνιζε τις ζημίες και των εγγραφών όπου ενεφάνιζε τα κέρδη, η AKZO επιχειρούσε να αποκτήσει μία νέα πελατεία εις βάρος της ECS με τιμές οι οποίες δεν κάλυπταν το κόστος της, ενώ έναντι των δικών της πελατών εφάρμοζε τιμές που επέτρεπαν μεγάλα περιθώρια κέρδους. Τα θετικά αποτελέσματα χρήσεως που επικαλείται η AKZO κατέστησαν δυνατά μόνο χάρη στη μεταφορά ενός ορισμένου αριθμού στοιχείων κόστους παραγωγής από τον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα στον τομέα των πλαστικών, μετά την ενσωμάτωση στον τομέα των πλαστικών του τμήματος « ΒΡ Novaledox Milling », το οποίο αρχικώς ανήκε στον τομέα των προσθέτων ουσιών.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι από τα διάφορα εσωτερικά έγγραφα που αναφέρει στην απόφαση της προκύπτει η πρόθεση της AKZO να εκτοπίσει την ECS, καθώς και ο επίμονος και συστηματικός χαρακτήρας της παραβάσεως. Το γεγονός ότι ορισμένες από τις τιμές που προσέφερε η AKZO UK συνεπάγονταν ζημία για τον τρίτο ανταγωνιστή, την Diaflex, οφειλόταν αποκλειστικώς στις ενέργειες με τις οποίες η AKZO επεχείρησε να καλύψει τη συμπεριφορά της.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, τέλος, ότι τα συμπεράσματα της αυτά δεν μπορούν να ανατραπούν με το επιχείρημα που προβάλλει η AKZO, η οποία επικαλείται την προσπάθεια ορθολογικότερης οργάνωσης της διαδικασίας παραγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το τμήμα προσθέτων ουσιών ενσωματώθηκε στο τμήμα των πλαστικών ώστε να εκφράζεται κατά καλύτερο τρόπο το συμβιβαστό του τμήματος αυτού με το τμήμα των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    Δ — Επιχειρήματα σχετικά με τις επιμέρους καταχρήσεις

    1. Οι προβαΑΛόμενες απειΑες κατά της ECS

    Η AKZO δέχεται ότι ήταν διατεθειμένη να λάβει μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων της, αλλά ότι ουδέποτε είχε διατυπώσει απειλές κατά της ECS.

    Κατά τις συναντήσεις της 16ης Νοεμβρίου και της 3ης Δεκεμβρίου 1979, η AKZO ενημέρωσε την ECS ότι δεν θα έπρεπε πλέον να υπολογίζει στη συνεργασία της εφόσον προβαίνει σε προσφορές τιμών ιδιαίτερα χαμηλών στον τομέα των πλαστικών.

    Υπογραμμίζει ότι δεν συνιστά ανωμαλία, υπό συνθήκες ισχυρού ανταγωνισμού, η χρησιμοποίηση ενός σκληρού λεξιλογίου εκ μέρους των εμπορικών αντιπροσώπων. Εξάλλου, μετά την πρώτη συνάντηση, οι αντιπρόσωποι των δύο εταιριών γευμάτισαν από κοινού, γεγονός που αποδεικνύει ότι κατά τη συνάντηση εκείνη δεν είχε διατυπωθεί καμία πραγματική απειλή.

    Η AKZO υπογραμμίζει, επίσης, ότι από τις συναντήσεις εκείνες μέχρι της ενάρξεως των μεθοδεύσεων, κατά την Επιτροπή, για τον αποκλεισμό της ECS παρήλθαν δεκατέσσερις περίπου μήνες.

    Δύσκολα, εξάλλου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια επί πενταετία ακολουθούμενη πολιτική στον τομέα των τιμών οφείλεται αποκλειστικά σε απειλές, ενώ από τη δικογραφία συνάγεται ότι μετά το 1981 οι τιμές της AKZO διαμορφώνονταν με βάση πραγματικά δεδομένα που δεν έχουν καμία σχέση με τις προβαλλόμενες απειλές.

    Η Επιτροπή τονίζει ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης θέτει ορισμένα όρια στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά και ότι η διατύπωση απειλής εις βάρος ανταγωνιστικής επιχειρήσεως συνιστά κατάχρηση.

    Τονίζει, επίσης, ότι ένας από τους διευθύνοντες της AKZO, στην κατάθεση του ενώπιον του High Court δέχθηκε ότι η AKZO επεχείρησε να εκφοβίσει την ECS δηλώνοντας της ότι ήταν έτοιμη να προβεί σε πωλήσεις επί ζημία. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή πιστεύει ότι τα έγγραφα που κατέθεσε, τα οποία προέρχονται από τους εμπορικούς υπεύθυνους της AKZO, αποδεικνύουν σαφώς την πρόθεση της AKZO να εκτοπίσει την ECS από την αγορά.

    2. Οι προσφορές που έγιναν από το τέλος τον 1980 προς Allied Mills και νους ανεξάρτητους αλευρόμνλους

    Κατά την AKZO, υγιής ανταγωνιστική αγορά σημαίνει ότι κάθε προμηθευτής επιχειρεί να προσελκύσει νέους πελάτες. Είναι, κατά συνέπεια, φυσικό ότι η AKZO UK προέβη σε προσφορές προς πελάτες οι οποίοι δεν ήταν κατά παράδοση δικοί της πελάτες. Εξάλλου, μια επιχείρηση που αναγκάζεται λόγω ανταγωνισμού να περιορίσει τα περιθώρια κέρδους είναι υποχρεωμένη να επιδιώξει αύξηση του κύκλου εργασιών της. Συνεπώς, επικρίσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν μόνο για τον αφύσικα χαμηλό ή επιλεκτικό χαρακτήρα των προσφορών.

    Ως προς τον αφύσικα χαμηλό χαρακτήρα των προσφορών της προς την Allied Milis, η AKZO θεωρεί ότι η AKZO UK ευθυγραμμίστηκε, βάσει των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει ενώπιον του High Court, προς τις τιμές που κατά την ίδια εκείνη περίοδο προσέφερε η ECS σε αντίστοιχο πελάτη, τη Spillers. Ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι οι προταθείσες τιμές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τιμές συνεπαγόμενες μεγάλα ελλείμματα, καθόσον εξασφάλιζαν, κατά την άποψη της, επαρκές περιθώριο θετικής καλύψεως και ήταν παρόμοιες με τις τιμές που προσέφερε η ECS. Ανάλογα επιχειρήματα δικαιολογούν τις τιμές που προτάθηκαν στους ανεξάρτητους αλευρόμυλους.

    Ως προς τον επιλεκτικό χαρακτήρα, η AKZO τονίζει ότι η πλειοψηφία των σταθερών πελατών της κατέβαλε τιμές παρόμοιες με εκείνες που είχε προσφέρει στους πελάτες της ECS. Τέσσερις μόνο ανεξάρτητοι αλευρόμυλοι, στους οποίους ούτε η ECS ούτε η Diaflex είχαν προσφέρει κατώτερες τιμές, δηλαδή ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της πελατείας της, κατέβαλαν τιμές υψηλότερες από εκείνες που είχαν καταβάλει οι υπόλοιποι πελάτες της AKZO.

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της AKZO να αναζητεί νέους πελάτες, τονίζει όμως ότι μπορούσε να το πράξει μόνο μέσω ανταγωνιστικών παροχών ( Leistungswettbewerb). Υπογραμμίζει ότι αιτιάται την AKZO για το γεγονός ότι μείωσε τις τιμές της με σκοπό να εξαλείψει την ECS, παρά το ότι η ενέργεια της αυτή της προκάλεσε σημαντικές ζημίες επί μακρό χρονικό διάστημα.

    Οι προσφερόμενες τιμές ήταν αφύσικα χαμηλές, δεδομένου ότι η AKZO UK δεν κάλυπτε το συνολικό της κόστος. Εξάλλου, ευθυγραμμίστηκε με τις τιμές που προσέφερε η ECS, οι οποίες όμως αφορούσαν προϊόντα κατώτερης ποιότητας.

    Εξάλλου, όπως σαφώς συνάγεται από τα τιμολόγια, οι προσφερόμενες τιμές είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα. Πράγματι, αφενός μεν, οι τιμές που προσφέρθηκαν στην Allied Mills καθώς και στους ανεξάρτητους αλευρόμυλους αυτού του ομίλου ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές που προσφέρθηκαν στον μοναδικό πελάτη που είχε η AKZO UK μεταξύ του ομίλου Allied Mills, αφετέρου δε, οι μειώσεις τιμών ευνόησαν τους νέους πελάτες της AKZO και όχι τους ανεξάρτητους αλευρόμυλους, οι οποίοι αποτελούσαν τους παραδοσιακούς της πελάτες. Η AKZO δεν μπορεί να επικαλεστεί ένα είδος θεμιτής αυτοάμυνας προκειμένου να προβεί σε διάκριση μεταξύ των πελατών εκείνων προς τους οποίους προσέφερε τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προσέφερε στους δικούς της πελάτες και των υπολοίπων πελατών, δεδομένου ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής δεν αφορούν αμυντικού χαρακτήρα ευθυγραμμίσεις τιμών στις οποίες προέβη η AKZO έναντι των επιχειρήσεων που αποτελούσαν ήδη πελάτες της, αλλά τις τιμές που προσέφερε προς τους παραδοσιακούς πελάτες της ECS.

    3. Η mí μακρόν εφαρμογή στις συναλλαγές με τις Spillers και RHM τιμών μικρότερων του κόστους

    Η AKZO αμφισβητεί ότι οι τιμές που προσέφερε η AKZO UK στη Spillers και την RHM μπορεί να θεωρηθούν ως ενέργεια που εντάσσεται στο πλαίσιο προσπάθειας αποσπάσεως της Allied Mills από την ECS. Εξάλλου, από τα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι οι τιμές μειώθηκαν όχι λόγω πρωτοβουλίας της AKZO, αλλά υπό την πίεση των προσφορών της ECS ή της Diaflex προς τις οποίες ευθυγραμμίστηκε η AKZO UK για να μην απολέσει τους πελάτες της. Η AKZO υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι το γεγονός ότι υποχρεώθηκε να μειώσει τις τιμές που προσέφερε στους πελάτες της λόγω των προερχομένων από τρίτους προσφορών υποδηλώνει τη συμμόρφωση προς μία εξωτερική ανάγκη, γεγονός που αποδεικνύει την έλλειψη δεσπόζουσας θέσης στην αγορά.

    Η AKZO ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι οι μειωμένες τιμές που προσέφερε στη Spillers και την RHM δεν προκάλεσαν ζημία στην ECS, δεδομένου ότι η τελευταία ουδέποτε είχε προβεί σε πωλήσεις προς τις εταιρίες αυτές. Τέλος, η αιτίαση αυτή αντιφάσκει προς την προηγούμενη, κατά την οποία η AKZO UK προέβη σε επιλεκτικές μειώσεις τιμών.

    Κατά την Επιτροπή, για να μπορέσει να προβεί σε μειώσεις τιμών έναντι της Allied Mills, η AKZO UK ήταν υποχρεωμένη, λόγω της διατάξεως του High Court, καθώς και για λόγους εμπορικούς, να μειώσει τις τιμές που προσέφερε στους παραδοσιακούς της πελάτες. Συνεπώς, η AKZO UK προτίμησε να μειώσει τις τιμές που προσέφερε στη Spillers και την RHM, μολονότι αυτό συνεπαγόταν ζημίες γι' αυτήν, προκειμένου να μπορέσει να αποσπάσει την Allied Mills από την ECS.

    Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η AKZO UK ήταν υποχρεωμένη να διατηρήσει τις τιμές που προσέφερε στη Spillers και την RHM υπό την ανταγωνιστική πίεση της ECS και της Diaflex. Η ECS δεν προέβη σε ανταγωνιστικές προσφορές τιμών μετά το 1980, ενώ η Επιτροπή εννοούσε τη διατήρηση της χαμηλής τιμής μετά την εν λόγω ημερομηνία. Εξάλλου, η Diaflex πρόσφερε ανταγωνιστικές τιμές απλώς για να δώσει στην AKZO UK τη δυνατότητα να ευθυγραμμιστεί.

    4. Η προβαλλόμενη χρησιμοποίηση προϊόντων προσέλκυσης

    Η AKZO ισχυρίζεται ότι η χρησιμοποίηση ενός προϊόντος για την άσκηση πολιτικής τιμών προσέλκυσης έχει νόημα μόνο όταν προσφέρονται ελάχιστες ποσότητες προϊόντων. Αυτό δεν συμβαίνει για το βρώμικο κάλιο, το οποίο η AKZO UK πωλεί σε μεγάλες ποσότητες. Εξάλλου, η προσφορά βιταμινούχων μιγμάτων, υπό μορφή υπηρεσίας προς την πελατεία δεν μπορεί παρά να γίνεται σε χαμηλό επίπεδο τιμών, λόγω των τιμών που προσφέρουν οι ανταγωνιστές, συγκεκριμένα η Vitrition.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η AKZO UK παρέδωσε τα δύο αυτά προϊόντα σε πελάτες της ECS είτε σε τιμές οι οποίες δεν καλύπτουν προφανώς το κυμαινόμενο κόστος είτε σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές ώστε να καταστήσει όσο το δυνατόν ελκυστικότερη την προσφερόμενη σειρά προϊόντων.

    5. Οι αιτήσεις για παροχή ώευκρινίσεων σχετικά με τις προσφορές των ECS και Diaflex προς Spillers και RHM

    Κατά την AKZO, το γεγονός ότι συγκεκριμένος προμηθευτής ζητεί πληροφορίες σχετικά με προσφορές ανταγωνιστών του συνιστά απολύτως φυσιολογική ανταγωνιστική πρακτική. Ειδικότερα, λόγω των δεσμεύσεων που ανέλαβε ενώπιον του High Court και της προσωρινής αποφάσεως, η AKZO UK είχε το δικαίωμα να λάβει γνώση των προσφορών αυτών, δεδομένου ότι της είχε επιτραπεί να ευθυγραμμιστεί προς τις προσφορές αυτές. Η ορθότητα της πρακτικής αυτής υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι θα μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις σε περίπτωση προσφοράς χαμηλότερων τιμών.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η καλόπιστη ευθυγράμμιση δεν προϋποθέτει τη γνώση των τιμών που προσφέρουν οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις.

    Ε — Ως προς την εξακολούθηση της καταχρήσεως μετά τη λήψη προσωρινών μέτρων

    Η AKZO τονίζει ότι συμμορφώθηκε απολύτως και καλοπίστως προς την απόφαση περί λήψεως προσωρινών μέτρων, ώστε να μην τίθεται ζήτημα καταχρήσεως μετά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 1983. Καταρχάς, η AKZO UK δεν ενημέρωσε αμέσως τους πελάτες της για το γεγονός ότι στο εξής ήταν υποχρεωμένη να τηρεί τις ελάχιστες τιμές που επέβαλε η Επιτροπή και ότι δεν είχε τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από τις τιμές αυτές παρά μόνο σε περίπτωση προσφοράς χαμηλότερων τιμών. Κατόπιν, προσάρμοσε τις τιμές της στο επίπεδο που καθόριζε η απόφαση περί λήψεως προσωρινών μέτρων. Τέλος, ανέφερε λεπτομερώς στην Επιτροπή τις ενέργειες της.

    Εξάλλου, η AKZO θεωρεί αβάσιμη την αιτίαση κατά την οποία η AKZO UK ενεθάρρυνε την Diaflex να προσφέρει χαμηλές τιμές ώστε να ευθυγραμμιστεί κατόπιν προς αυτές. Πράγματι, η Diaflex προσέφερε χαμηλές τιμές όχι μόνο στους πρώην πελάτες της ECS αλλά και στους παραδοσιακούς πελάτες της AKZO UK. Θα ήταν παράλογο να πιστεύεται ότι η AKZO UK ενεθάρρυνε την Diaflex να προβεί σε τέτοιου είδους προσφορές προς τους πελάτες της, εφόσον θα αρκούσε να ευθυγραμμιστεί με τις προσφορές της ECS προκειμένου να διατηρήσει πελάτες που είχε αποκτήσει κατά τρόπο προβαλλόμενο ως παράνομο.

    Εξάλλου, οι προσφερόμενες από την Diaflex τιμές είναι σύμφωνες με την πραγματικότητα δεδομένου ότι λόγω της διαρθρώσεως του κόστους παραγωγής της AKZO, διαμορφωνόταν σε επίπεδο αισθητά χαμηλότερο από το συνολικό της κόστος. Η Diaflex θα είχε πράγματι παραδώσει τα παραγγελθέντα προϊόντα στους πελάτες της αν η προσφορά της είχε γίνει δεκτή.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η AKZO παρέκαμψε τις ελάχιστες τιμές που της είχαν επιβληθεί ευθυγραμμιζόμενη με τις προσφορές της Diaflex, τις οποίες η ίδια προκάλεσε και για τις οποίες γνώριζε, ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει, ότι δεν αντανακλούν τις πραγματικές τιμές της αγοράς. Δεν απαιτείται σχετικώς να αποδειχθεί η ύπαρξη απευθείας σχέσεως μεταξύ Diaflex και AKZO UK. Εξάλλου, οι προσφορές της Diaflex προς τους πελάτες της AKZO UK ήταν περιθωριακές. Τέλος, οι προσφορές της Diaflex δεν της επέτρεπαν να καλύψει το κυμαινόμενο κόστος της και, κατά συνέπεια, ούτε το συνολικό της κόστος.

    ΣΤ — Ως προς τις διαδικαστικές πλημμέλειες

    Η AKZO επικαλείται διάφορες διαδικαστικές πλημμέλειες.

    Καταρχάς, δεν είχε επαρκείς δυνατότητες προσβάσεως στη δικογραφία και, ειδικότερα, στις εκθέσεις ελέγχου οι οποίες θα μπορούσαν να περιέχουν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία. Η μη παροχή της δυνατότητας αυτής καθίσταται ακόμη περισσότερο ακατανόητη αν ληφθεί υπόψη ότι αντιφάσκει με την πολιτική που είχε ανακοινώσει ότι θα ακολουθήσει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού.

    Τέλος, το δικόγραφο της Επιτροπής δεν είναι πλήρες, ιδίως διότι δεν λαμβάνει υπόψη του τη διάρθρωση του κόστους της συγκεκριμένης επιχειρήσεως και την πολιτική τιμών της ECS και της Diaflex.

    Τέλος, στην τελική απόφαση διατυπώνονται ορισμένες σημαντικές αιτιάσεις ως προς τις οποίες δεν δόθηκε στην AKZO η δυνατότητα να διατυπώσει τη γνώμη της, όπως ο σταθερός ή κυμαινόμενος χαρακτήρας ορισμένων στοιχείων κόστους, η χρησιμοποίηση βρώμικου καλίου ως προϊόντος προσελκύσεως και οι αιτήσεις προς Spillers και RHM για την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις προσφορές των ανταγωνιστών. Μολονότι η AKZO διατύπωσε τη γνώμη της ως προς την ακρίβεια ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει τη γνώμη της ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό τους ως στοιχείων που συνιστούν κατάχρηση.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι βάσιμο, καθόσον διαψεύδονται από την πραγματικότητα.

    Υποστηρίζει, καταρχάς, ότι δεν υποχρεούται να κοινοποιεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις παρά εκείνα μόνο τα έγγραφα επί των οποίων στηρίζει την αιτιολογία της αποφάσεως της. Υποστηρίζει ότι οι εκθέσεις ελέγχου που πληρούν την προϋπόθεση αυτή διαβιβάστηκαν πράγματι στην AKZO. Η πολιτική αυτή δεν αντιφάσκει με την πολιτική της παροχής της δυνατότητας προσβάσεως στη δικογραφία την οποία εξήγγειλε η Επιτροπή. Πράγματι, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούν να λάβουν γνώση εκείνων μόνο των εγγράφων που εκθέτουν πραγματικά περιστατικά και όχι των εκθέσεων τελικής εκτιμήσεως των ελεγκτών, οι οποίες συνιστούν εσωτερικά έγγραφα.

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατόπιν, ότι διεξήγαγε την πληρέστερη δυνατή έρευνα και ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ως προς ενδεχόμενη ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    Τέλος, ως προς την ενδεχόμενη παραβίαση της υποχρεώσεως παροχής δικαιώματος ακροάσεως στην AKZO ως προς ορισμένα θέματα, η Επιτροπή τονίζει ότι αποτελεί πάγια νομολογία ότι δεν υποχρεούται να παρέχει στην καθής επιχείρηση τη δυνατότητα αναπτύξεως της γνώμης της επί των επιχειρημάτων με τα οποία η Επιτροπή ανατρέπει τους ισχυρισμούς που προέβαλε η επιχείρηση προς υπεράσπιση της. Εξάλλου, η AKZO είχε τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη της επί συγκεκριμένων ζητημάτων της συμπεριφοράς της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

    Ζ — Ως προς νο πρόονιμο

    Η AKZO ζητεί επικουρικώς την ακύρωση του προστίμου που της επιβλήθηκε, ή τουλάχιστον τη μείωση του. Πράγματι, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της πολλά πραγματικά στοιχεία κατά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως.

    Καταρχάς, ουδόλως χρησιμοποίησε τα μέσα που είχε στη διάθεση της. Θα μπορούσε είτε να επιβάλει στην AKZO Chemie πρόστιμο για παράβαση των επιταγών της προσωρινής αποφάσεως είτε να τροποποιήσει τις διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως. Αντιθέτως, επί διάστημα δύο και ήμισυ ετών η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε ενέργειες επικαλούμενη κατόπιν τη μακρά διάρκεια της παραβάσεως ως επιβαρυντικό στοιχείο.

    Τέλος, η AKZO ισχυρίζεται ότι ελλείψει κριτηρίων καθορισμένων από το κοινοτικό δίκαιο θα ήταν άδικο να καθοριστεί το ποσό του προστίμου σε τόσο υψηλό επίπεδο. Συμμορφώθηκε προς τα κριτήρια που αναγνωρίζει μία από τις κύριες τάσεις της αμερικανιια)ς νομολογίας, η οποία δέχεται ότι μπορεί μια επιχείρηση να προσφέρει τιμές μη καλύπτουσες το κυμαινόμενο κόστος της.

    Εξάλλου, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της, κατά τον καθορισμό του προστίμου, την έλλειψη επιπτώσεων της συγκεκριμένης παραβάσεως στην αγορά των πλαστικών. Τέλος, η Επιτροπή παρέλειψε να προσδιορίσει την ημερομηνία κατά την οποία περατώθηκε η παράβαση, γεγονός που συνιστά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

    Η Επιτροπή εμμένει στη βαρύτητα των πράξεων που αποδίδονται στην AKZO, οι οποίες απέβλεπαν στην εξάλειψη από την αγορά ενός περισσότερο αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

    Υπογραμμίζει, πρώτον, ότι περάτωσε γρήγορα την υπόθεση αυτή, παρά την πολυπλοκότητα της. Η προώθηση της διαδικασίας για τη μη τήρηση της αποφάσεως περί προσωρινών μέτρων προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεως επί της ουσίας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η AKZO πληροφορήθηκε με καθυστέρηση τις αντιρρήσεις της Επιτροπής ως προς την ευθυγράμμιση της με τις τιμές της Diaflex. Οι αντιρρήσεις αυτές δεν απετέλεσαν, ωστόσο, αντικείμενο τυπικής διαδικασίας διότι η Επιτροπή δεν διέθετε επαρκείς αποδείξεις μέχρι και τον Ιούλιο του 1984.

    Όσον αφορά το επιχείρημα της AKZO, το αναφερόμενο στην αμερικανική νομολογία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το άρθρο 86 της Συνθήκης, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο στ, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνάγεται με απόλυτη σαφήνεια ότι οι αποδιδόμενες στην AKZO πράξεις είναι ασυμβίβαστες με τους θεμελιώδεις στόχους της Συνθήκης.

    Εξάλλου, μόνο χάρη στην παρέμβαση του High Court και της Επιτροπής αποτράπηκαν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των ενεργειών της AKZO στην αγορά των πλαστικών. Επομένως, η έλλειψη επιπτώσεων δεν μπορεί να προβάλλεται ως ελαφρυντικό στοιχείο υπέρ της AKZO.

    Τέλος, όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι συνεχίστηκε μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της τελικής αποφάσεως.

    Η — Ως προς τα ληφθέντα μέτρα

    Ως προς την απαγόρευση προσφοράς διαφοροποιημένων τιμών, η AKZO θεωρεί, καταρχάς, ότι το μέτρο αυτό στρέφεται κατά του ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας, κατόπιν, ότι δεν περιορίζεται στην επιβολή του ελαχίστου απαραίτητου για τη διασφάλιση της άρσεως της παραβάσεως, προβάλλοντας, τέλος, τον ισχυρισμό ότι είναι ακατανόητο.

    Κατά την AKZO, το μέτρο αυτό στρέφεται κατά του ανταγωνισμού, καθόσον δεν επιβάλλονται οι ίδιες απαγορεύσεις στις επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται, τόσο στην ECS όσο και στην Diaflex, με αποτέλεσμα οι εν λόγω επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα προσφοράς στους πελάτες της AKZO τιμών μικρότερων από εκείνες που προσφέρουν στους δικούς τους πελάτες. Στην περίπτωση αυτή, οι επιλογές που είχε ενώπιον της η AKZO ήταν είτε να απολέσει τον συγκεκριμένο πελάτη είτε να αποδεχθεί μείωση των τιμών για όλους τους πελάτες της ίδιας κατηγορίας. Εξάλλου, η Επιτροπή αγνόησε τον ουσιώδη χαρακτήρα της ευθυγραμμίσεως που συνίσταται ακριβώς στη δυνατότητα προσαρμογής των τιμών στο επίπεδο μιας περισσότερο ευνοϊκής προσφοράς προερχόμενης από ανταγωνιστική επιχείρηση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποχρεούται να προσφέρει τις ίδιες τιμές και στους υπόλοιπους πελάτες της.

    Το μέτρο που επιβλήθηκε βαίνει, εξάλλου, πολύ πέραν εκείνου που απαιτείται για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της αποφάσεως, αφενός μεν, διότι έχει ως πεδίο εδαφικής εφαρμογής ολόκληρη την Κοινότητα, ενώ η έρευνα της Επιτροπής περιορίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, αφετέρου δε, διότι θίγει όλους τους πελάτες της AKZO, ενώ θα έπρεπε να περιορίζεται σε εκείνους μόνο τους πελάτες της ECS τους οποίους απέσπασε κατά τρόπον ο οποίος χαρακτηρίζεται αθέμιτος, εάν πράγματι η πρόθεση της Επιτροπής ήταν να παρεμποδίσει την AKZO να διατηρήσει τον τελευταίο αυτό κύκλο πελατών.

    Τέλος, το μέτρο είναι ακατανόητο, καθόσον δεν καθορίζει με ακρίβεια τις προερχόμενες από την ECS προσφορές προς τις οποίες η AKZO είχε πράγματι τη δυνατότητα να ευθυγραμμιστεί.

    Όσον αφορά την απαγόρευση προσφοράς προσθέτων ουσιών για άλευρα, στους αλευρόμυλους του ομίλου Allied υπό προϋποθέσεις αισθητά ευνοϊκότερες από εκείνες υπό τις οποίες οι πρόσθετες ουσίες προσφέρονται στους « μεγάλους αλευρόμυλους », η AKZO υποστηρίζει ότι το μέτρο αυτό δεν είναι σαφές δεδομένου ότι δεν επιτρέπει στην AKZO να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη πολιτική ανταγωνισμού, είναι δε αντίθετο προς τον ανταγωνισμό καθόσον καθιστά αδύνατες τις απευθείας ανταγωνιστικές προσφορές προς ανεξάρτητους αλευρόμυλους του εν λόγω ομίλου, καθόσον οι εν λόγω αλευρόμυλοι και οι « μεγάλοι ανεξάρτητοι » αλευρόμυλοι δεν αποτελούν μία κατηγορία παρομοίων πελατών.

    Ως προς την απαγόρευση προσφοράς διαφοροποιημένων τιμών, η Επιτροπή τονίζει ότι η AKZO διατηρεί τη δυνατότητα να προβαίνει σε επιλεκτικές μειώσεις τιμών προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με προσφορές ανταγωνιστών της προς δικούς της πελάτες, όχι όμως προς προσφορές που γίνονται προς πρώην πελάτες της ECS. Σκοπός της απαγορεύσεως αυτού του είδους των διακρίσεων είναι η αποκατάσταση του statu quo ante. Η AKZO διατηρούσε τη δυνατότητα ευθυγραμμίσεως προς προσφορές ανταγωνιστών της προς πρώην πελάτες της ECS μόνον εφόσον οι ευθυγραμμίσεις αυτές δεν είχαν επιλεκτικό χαρακτήρα.

    Το μέτρο αυτό δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο, δεδομένου ότι δεν θίγει την πολιτική τιμών της AKZO έναντι του συνόλου των πελατών της.

    Ως προς την απαγόρευση προσφοράς προσθέτων ουσιών στους αλευρόμυλους του ομίλου Allied υπό προϋποθέσεις εισάγουσες διακρίσεις, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι σκοπός του μέτρου αυτού είναι να αφαιρέσει από την AKZO τη δυνατότητα να προβαίνει στο μέλλον σε διακρίσεις ως προς τις τιμές, στο πλαίσιο ασκήσεως μιας επιθετικής πολιτικής. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από προσφορές που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της εκδηλώσεως της διαφοράς, η ίδια η AKZO θεωρούσε όμοιες τις δύο αυτές κατηγορίες πελατών, δεδομένου ότι τους πρότεινε παρόμοιες τιμές.

    IV — Απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Δικαστήριο

    Κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου, οι διάδικοι υπέβαλαν γραφικές παραστάσεις στις οποίες εμφαίνεται, για την εξεταζόμενη περίοδο και για κάθε παραγωγό, η εξέλιξη τόσο των προσφερομένων τιμών όσο και του κυμαινόμενου κόστους.

    Στο ερώτημα αν η ECS συνέχισε τις πωλήσεις στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων, η Επιτροπή απάντησε ότι η επιχείρηση αυτή εξακολουθούσε να πωλεί στην αγορά στο τέλος του έτους 1986.

    Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτηση σχετική με τα μερίδια που κατέχουν η AKZO UK, η ECS και η Diaflex στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα, η Επιτροπή ανέφερε στο Δικαστήριο ότι υπολόγιζε τα μερίδια αυτά στο 51, 35 και 14 °/ο αντιστοίχως, κατά τον χρόνο λήψεως των προσωρινών μέτρων, και σε 55, 30 και 15 ο/ο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της τελικής αποφάσεως. Προσέθεσε ότι δεν έχει στη διάθεση της στοιχεία που να της επιτρέπουν υπολογισμό των σημερινών μεριδίων.

    Τέλος, σε ερώτημα σχετικό με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεση της και από τα οποία προκύπτει ότι οι προσφορές στις οποίες προέβη η Diaflex έγιναν καθ' υπόδειξη της AKZO UK, η Επιτροπή παρατηρεί, καταρχάς, ότι σε κανένα σημείο της αποφάσεως της δεν διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι η AKZO UK είχε υποδείξει στην Diaflex να προβεί στις εν λόγω προσφορές. Η Επιτροπή, η οποία επικαλείται σειρά εγγράφων που επισυνάπτει στο έγγραφο με το οποίο κοινοποίησε τις αιτιάσεις της, τονίζει ωστόσο ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγήθηκε της αποφάσεως περί λήψεως προσωρινών μέτρων, η AKZO και η Diaflex διατήρησαν στενή επαφή ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν στον τομέα των τιμών. Εξάλλου, μετά την εν λόγω απόφαση, η AKZO UK ενεθάρρυνε τους πελάτες που είχε αποσπάσει από την ECS να ζητήσουν από την Diaflex να τους υποβάλει προσφορά τιμών. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε εσωτερικά υπηρεσιακά σημειώματα της AKZO τα οποία επισυνάπτονται στο έγγραφο με το οποίο κοινοποιήθηκαν οι αιτιάσεις.

    R. Joliét

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική').

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πέμπτο τμήμα )

    της 3ης Ιουλίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-62/86,

    AKZO Chemie BV, με έδρα το Amersfoort ( Κάτω Χώρες ), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Βρυξελλών Ι. Van Bael, J.-F. Bellis και A. Vanderelst, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο F. Brausen, 8, rue Zithe, BP 1107,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Β. van der Esch, κύριο νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τους Τ. van Rijn και L. Gyselen, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον G. Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 14ης Δεκεμβρίου 1985, της σχετικής με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ ( IV/30.698 - ECS/AKZO Chemie, EE L 374, σ. 1 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. C Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, G. C. Rodríguez Iglesias, Sir Gordon Slynn, R. Joliét και M. Zuleeg, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

    γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 1988, κατά την οποία την Επιτροπή εκπροσώπησε ο Τ. van Rijn, μέλος της Νομικής της Υπηρεσίας, και ο Τ. Ottervanger, δικηγόρος Ρόττερνταμ,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 1989,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Μαρτίου 1986, η AKZO Chemie BV άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 85/609/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1985, της σχετικής με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ ( IV/30.698 - ECS/AKZO Chemie, EE L 374, σ. 1 ).

    2

    Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η AKZO παρέβη το άρθρο 86 της. Συνθήκης, ακολουθώντας κατά ανταγωνίστριας εταιρίας, της Engineering and Chemical Supplies (Epsom and Gloucester) Ltd (στο εξής: ECS), τακτική που αποσκοπούσε να ζημιώσει τις εργασίες της και/ή να προκαλέσει την απόσυρση της από την κοινοτική αγορά οργανικών υπεροξειδίων ( άρθρο 1 ).

    3

    Η AKZO Chemie και οι θυγατρικές της συναποτελούν τον κλάδο « χημικά ιδιοσκευάσματα » του ολλανδικού ομίλου AKZO NV, ο οποίος παράγει χημικά προϊόντα και τεχνητές ίνες.

    4

    Η AKZO UK, θυγατρική της AKZO Chemie κατά 100ο/ο (στο εξής η επωνυμία AKZO χρησιμοποιείται για να δηλώνει την οικονομική μονάδα που συναποτελούν η AKZO Chemie BV και οι θυγατρικές της ), παράγει, στο Ηνωμένο Βασίλειο, οργανικά υπεροξείδια, τα οποία συνιστούν χημικά ιδιοσκευάσματα χρησιμοποιούμενα στη βιομηχανία πλαστικών. Η εν λόγω επιχείρηση παράγει επίσης σύνθετες ουσίες με βάση το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, ένα από τα οργανικά υπεροξείδια, το οποίο χρησιμοποιείται ως λευκαντικός παράγοντας των αλεύρων, καθώς και βρώμικο κάλιο και μίγματα βιταμινών, δύο ακόμα πρόσθετες ουσίες για άλευρα.

    5

    Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου και το βρώμικο κάλιο διατίθενται σε διάφορα διαλύματα ανάλογα με τις ανάγκες του πελάτη. Το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου πωλείται κυρίως σε διάλυμα των 16 ή 20%, το βρώμικο κάλιο διατίθεται, κατά κανόνα, σε διάλυμα των 6 ή 10 °/ο.

    6

    Κατά την απόφαση ( σημείο 17 ), τρεις επιχειρήσεις ( η AKZO, η ECS και η Diaflex ) προσφέρουν πλήρη ή σχεδόν πλήρη σειρά προσθέτων ουσιών για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.

    7

    Οι αγοραστές προσθέτων ουσιών μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους τρεις κυριότερους ομίλους αλευρομύλων, παρομοίου μεγέθους, δηλαδή τους ομίλους Ranks ( RHM ), Spillers και Allied Mills, οι οποίοι από κοινού αντιπροσωπεύουν το 85 ο/ο περίπου της ζητήσεως. Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι αλευρόμυλοι που είναι ανεξάρτητοι από τους τρεις μεγάλους ομίλους, οι « μεγάλοι ανεξάρτητοι », οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 10 °/ο της ζητήσεως. Το υπόλοιπο 5 °/ο της ζητήσεως καλύπτουν μικρότερου μεγέθους αλευρόμυλοι, οι « μικροί ανεξάρτητοι ».

    8

    Πριν ανακύψει η διαφορά μεταξύ της AKZO και της ECS, η οποία αποτέλεσε την αφορμή της αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, ο όμιλος Ranks κατένεμε τις παραγγελίες του μεταξύ της AKZO και της Diaflex. Ο όμιλος Spillers προμηθευόταν κυρίως από την AKZO και κάλυπτε το υπόλοιπο των αναγκών του από την Diaflex. Ο όμιλος Allied αγόραζε τις πρόσθετες ουσίες από την ECS μέσω του κεντρικού πρακτορείου του για αγορές, του Provincial Merchants. Ωστόσο, ο Coxes Lock, ένας από τους αλευρόμυλους του ομίλου Allied, είχε ως προμηθευτή του την AKZO. Η ECS κατείχε, εξάλλου, τα δύο τρίτα της πελατείας των « μεγάλων ανεξαρτήτων » και η AKZO το υπόλοιπο ένα τρίτο.

    9

    Η Επιτροπή ( άρθρο 1 της αποφάσεως ) διαπίστωσε, συγκεκριμένα, ότι η AKZO:

    i)

    διατύπωσε άμεσες απειλές κατά της ECS, κατά τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 1979, με σκοπό να επιτύχει την απόσυρση της από την αγορά οργανικών υπεροξειδίων που χρησιμοποιούνται στον τομέα των « πλαστικών »

    ii)

    από τον Δεκέμβριο του 1980 περίπου, προσέφερε και προμήθευε συστηματικά πρόσθετες ουσίες για άλευρα στις Provincial Merchants, Allied Mills και στους πελάτες της ECS στον τομέα των « μεγάλων ανεξαρτήτων » πελατών σε παράλογα χαμηλές τιμές, που απέβλεπαν να θίξουν την εμπορική βιωσιμότητα της ECS, δεδομένου ότι η ECS ήταν υποχρεωμένη είτε να εγκαταλείψει τον πελάτη προς όφελος της AKZO είτε να προσφέρει ζημιογόνες γι' αυτήν τιμές για να διατηρήσει τον πελάτη·

    iii)

    προέβη σε επιλεκτική υποβολή προσφορών προς πελάτες της ECS για πρόσθετες ουσίες για άλευρα, ενώ παράλληλα διατήρησε σημαντικά ( μέχρι 60 ο/ο ) υψηλότερες τιμές έναντι αναλόγων αγοραστών που ήταν ήδη τακτικοί πελάτες της·

    iv)

    προσέφερε βρώμικο κάλιο και μίγματα βιταμινών ( τα τελευταία αποτελούν προϊόντα που κανονικά δεν προμήθευε η ίδια) σε τιμή-δόλωμα, στο πλαίσιο ενός πακέτου προϊόντων που περιελάμβανε το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, στους πελάτες της ECS ώστε να τους προσελκύσει ως πελάτες για ολόκληρο το φάσμα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό την ECS·

    ν)

    διατήρησε, στο πλαίσιο του σχεδίου της να βλάψει την ECS, τις τιμές για τις πρόσθετες ουσίες για άλευρα στο Ηνωμένο Βασίλειο σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο κατά τη διάρκεια παρατεταμένης χρονικής περιόδου, έχοντας τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή λόγω των σπουδαιότερων χρηματοοικονομικών μέσων που διέθετε σε σύγκριση με την ECS·

    vi)

    εφάρμοσε εμπορική πολιτική αποκλεισμού έναντι των προμηθευτών των RHM και Spillers, πληροφορούμενη από τους εν λόγω πελάτες τα ακριβή στοιχεία των προσφορών που είχαν υποβάλει άλλοι προμηθευτές ( μεταξύ των οποίων και η ECS ) για πρόσθετες ουσίες για άλευρα και προσφέροντας τους στη συνέχεια τιμή μόλις κατώτερη από τη χαμηλότερη εναλλακτική προσφορά, ώστε να αποσπάσει τη σχετική παραγγελία, σε συνδυασμό ( στην περίπτωση της Spillers ) με την υποχρέωση που επέβαλλε στον πελάτη να προμηθεύεται από την AKZO όλες τις πρόσθετες ουσίες για άλευρα που χρειαζόταν.

    10

    Με την ίδια απόφαση επιβλήθηκε στην AKZO πρόστιμο ύψους 10 εκατομυρίων ECU, δηλαδή 24696000 ολλανδικών φιορινίων (HFL) (άρθρο 2) και της ζητήθηκε να παύσει πάραυτα την παράβαση ( άρθρο 3 ).

    11

    Εξάλλου, με την απόφαση ( άρθρο 3, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη παράγραφος ) απαγορεύθηκε στην AKZO να προβαίνει σε προσφορές ή να εφαρμόζει τιμές ή άλλους όρους πώλησης προσθέτων ουσιών για άλευρα που θα μπορούσαν να έχουν ως συνέπεια την εκ μέρους πελατών, τις παραγγελίες των οποίων επιδίωκε να αποσπάσει από την ECS, καταβολή τιμών διαφορετικών από εκείνες που προσέφερε σε συγκρίσιμους πελάτες. Η απαγόρευση αυτή, ωστόσο, δεν εμπόδιζε την AKZO να διαφοροποιεί τις τιμές προσθέτων ουσιών για άλευρα ανάλογα με τις διάφορες κατηγορίες πελατών, κατά τρόπο που να αντανακλά ευλόγως και αντικειμενικώς τις διαφορές κόστους παραγωγής και παράδοσης οφειλόμενες στο ετήσιο ύψος αγορών του πελάτη, στο μέγεθος των παραγγελιών και σε άλλους εμπορικούς παράγοντες. Στην απόφαση διευκρινιζόταν, σχετικώς, ότι οι προσφορές που υποβάλλει στους αλευρόμυλους του ομίλου Allied Mills δεν πρέπει να περιέχουν όρους ουσιαστικά ευνοϊκότερους από τους όρους που περιέχουν οι προσφορές προς τους « μεγάλους ανεξαρτήτους ».

    12

    Προς στήριξη της προσφυγής της η AKZO προβάλλει τους ακολούθους κατ' ουσίαν λόγους:

    πρώτος λόγος: η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από σειρά τυπικών παραλείψεων που οφείλονται σε πλημμέλειες της διοικητικής διαδικασίας·

    δεύτερος λόγος: η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο άρθρο 86 της Συνθήκης, καθόσον η Επιτροπή ερμήνευσε και εφάρμοσε κακώς τους όρους της δεσπόζουσας θέσης και της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσης, διαπιστώνοντας ότι η AKZO κατέχει δεσπόζουσα θέση και χαρακτηρίζοντας τη συμπεριφορά της ως καταχρηστική.

    13

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι λόγοι και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Ι — Επί του πρώτου λόγου: πλημμέλειες της διοικητικής διαδικασίας

    14

    Η AKZO υποστηρίζει ότι η απόφαση πάσχει από σειρά τυπικών παραλείψεων λόγω των πλημμελειών της διοικητικής διαδικασίας. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν είχε επαρκείς δυνατότητες προσβάσεως στη δικογραφία, δεύτερον, ότι η έρευνα της Επιτροπής δεν ήταν πλήρης και, τέλος, ότι η απόφαση διατυπώνει ορισμένες αιτιάσεις σχετικά με τις οποίες δεν της δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει την άποψη της.

    Α — Πρόσβαση στη δικογραφία

    15

    Η AKZO ισχυρίζεται, πρώτον, ότι παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της δεν μπόρεσε να λάβει γνώση όλων των εκθέσεων έρευνας που κατάρτισαν οι επιθεωρητές της Επιτροπής, παρά το ότι τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν να περιέχουν στοιχεία που θα της επέτρεπαν να διασφαλίσει την υπεράσπιση της και να θεμελιώσει το βάσιμο της απόψεως της. Η άρνηση που αντιμετώπισε αντιβαίνει στις περιεχόμενες στις εκθέσεις της περί της πολιτικής ανταγωνισμού διακηρύξεις της Επιτροπής ως προς την ακολουθητέα συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με το θέμα αυτό.

    16

    Πρέπει σχετικώς να τονιστεί ότι, όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1984, 43 και 63/82, VBVB και VBBB κατά Επιτροπής ( Συλλογή 1984, σ. 19, σκέψη 25 ), « καίτοι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας απαιτεί να είναι σε θέση η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψη της επί των εγγράφων επί των οποίων στήριξε η Επιτροπή τις διαπιστώσεις που αποτελούν τη βάση της απόφασης της, δεν υπάρχει διάταξη που να επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να αποκαλύπτει τους φακέλους της στα ενδιαφερόμενα μέρη ».

    17

    Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

    18

    Η AKZO υποστηρίζει, επίσης, ότι η Επιτροπή στήριξε την απόφαση της σε δύο έγγραφα τα οποία δεν της είχαν κοινοποιηθεί.

    19

    Το πρώτο από τα έγγραφα αυτά είναι η απάντηση της επιχειρήσεως Steetley Chemicals ( επιχείρηση που προμηθεύει πρώτη ύλη για την παραγωγή βρώμικου καλίου ) προς την Επιτροπή, στο πλαίσιο της αιτήσεως πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή βάσει του άρθρου U του κανονισμού 17, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25 ). Ωστόσο, όπως προκύπτει από το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της λαμβάνοντας υπόψη της το έγγραφο αυτό για τον καθορισμό του κόστους παραγωγής της Diaflex.

    20

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιήθηκε στην AKZO. Περιορίζεται να τονίσει ότι η AKZO γνώριζε, ή τουλάχιστον μπορούσε να υποθέσει, ότι οι τιμές στις οποίες πωλούσε η Steetley Chemicals ήταν αισθητά υψηλότερες από εκείνες που εφάρμοζε έναντι της AKZO.

    21

    Επιβάλλεται σχετικώς η διαπίστωση ότι, εφόσον η απάντηση της Steetley Chemicals δεν κοινοποιήθηκε στην AKZO, μολονότι η Επιτροπή στήριξε συμπεράσματα της στην εν λόγω απάντηση, οι περιεχόμενες στο έγγραφο αυτό πληροφορίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

    22

    Το δεύτερο από τα έγγραφα των οποίων η AKZO δεν έλαβε γνώση είναι τα πρακτικά που περιέχουν δήλωση της επιχειρήσεως Smith, μιας από τους « μεγάλους ανεξαρτήτους », που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια ελέγχου της Επιτροπής. Το έγγραφο αυτό αναφέρεται στην προβαλλόμενη βοήθεια που προσέφερε η Diafiex προς την AKZO ώστε να μπορέσει να εξουδετερώσει το σύστημα κατωτάτων τιμών που της είχε επιβάλει η Επιτροπή στο πλαίσιο των προσωρινών μέτρων, με την απόφαση 83/462/ΕΟΚ, της 29ης Ιουλίου 1983, της σχετικής με διαδικασαία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ ( IV/30.698 - ECS/AKZO — Προσωρινά μέτρα, ΕΕ L 252, σ. 13, στο εξής: απόφαση περί προσωρινών μέτρων ).

    23

    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι η δήλωση αυτή, η οποία περιέχεται σε χειρόγραφο σημείωμα ενός από τους ελεγκτές της, υπήρχε στον φάκελο τον οποίο είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί η AKZO στα γραφεία της Επιτροπής.

    24

    Διαπιστώνεται ότι το σημείωμα αυτό δεν περιλαμβάνεται στους φακέλους που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, ούτε στον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας ούτε στα παραρτήματα των υπομνημάτων της Επιτροπής. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το έγγραφο αυτό περιήλθε σε γνώση της AKZO. Συνεπώς, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς απόδειξη του καταχρηστικού χαρακτήρα της συμπεριφοράς της AKZO.

    Β — Ελλιπής έρευνα

    25

    Η AKZO υποστηρίζει ότι η έρευνα της Επιτροπής δεν είναι πλήρης, ιδίως διότι δεν έλαβε υπόψη της τη διάρθρωση του κόστους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθώς και την πολιτική τιμών που ακολουθούσαν οι κυριότεροι ανταγωνιστές της AKZO στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    26

    Δεδομένου ότι σκοπός της έρευνας ήταν η απόδειξη των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων θα μπορούσε να θεμελιωθεί παράβαση, οι ενδεχόμενες παραλείψεις δεν συνιστούν διαδικαστικές πλημμέλειες. Δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη παρά μόνον όταν πρόκειται να εξεταστεί εάν τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά αληθεύουν και εάν μπορούν να δικαιολογήσουν τους χαρακτηρισμούς στους οποίους προέβη η Επιτροπή. Ο έλεγχος αυτός ανάγεται στην εξέταση των ουσιαστικών λόγων που προβάλλει η AKZO.

    Γ — Παραβίαση της υποχρεώσεως ακροάσεως της επιχειρήσεως

    27

    Η AKZO ισχυρίζεται ότι η απόφαση διατυπώνει σημαντικές αιτιάσεις σχετικά με τις οποίες δεν της δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει την άποψη της κατά τη διοικητική διαδικασία. Μολονότι μπόρεσε να διατυπώσει τη γνώμη της ως προς το υποστατό ορισμένων πραγματικών περιστατικών, η AKZO υπογραμμίζει ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσει τη γνώμη της ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό της καταχρήσεως που αποδόθηκε στα εν λόγω περιστατικά.

    28

    Οι αιτιάσεις αυτές αναφέρονται στη χρησιμοποίηση του βρώμικου καλίου ως προϊόντος προσελκύσεως, στις αιτήσεις για παροχή πληροφοριών που απηύθυνε η AKZO σε ορισμένους πελάτες, προκειμένου να μάθει ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με τις προσφορές των ανταγωνιστών της και στη σύμβαση αποκλειστικότητας που επέβαλε σε πελάτη της.

    29

    Η κοινοποίηση των αιτιάσεων πρέπει να αναφέρει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό που τους προσδίδει.

    30

    Διαπιστώνεται ότι η προϋπόθεση αυτή ικανοποιήθηκε ως προς τη χρησιμοποίηση του βρώμικου καλίου ως προϊόντος προσελκύσεως. Πράγματι, το έγγραφο που απέστειλε η Επιτροπή συμπληρωματικώς προς την κοινοποίηση των αιτιάσεων ( σημείο 10 ) εξομοιώνει το προϊόν αυτό, στο σημείο όπου αναλύεται η συμπεριφορά, με τα βιταμινούχα μίγματα τα οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, επωλοόντο από την AKZO σε τιμές-δόλωμα.

    31

    Όσον αφορά τις πληροφορίες που ζήτησε η AKZO και τη σύμβαση αποκλειστικότητας, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, στην κοινοποίηση των αιτιάσεων ( σημείο 70 ), η Επιτροπή χαρακτήρισε καταχρηστική την εν γένει στρατηγική της AKZO, η οποία απέβλεπε στον αποκλεισμό της ECS από τον τομέα των πλαστικών διά της διατυπώσεως απειλών, κατόπιν δε, μετά την αποτυχία αυτής της πρακτικής, στην εφαρμογή του σχεδίου που απέβλεπε να υποχρεώσει την ECS να διακόψει τη λειτουργία της. Τα επιμέρους στοιχεία του σχεδίου αυτού αναπτύχθηκαν στο τμήμα της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων που αφορούσε « την εφαρμογή του σχεδίου για τον αποκλεισμό της ECS » ( σημεία 27 επ. ). Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβανόταν η αίτηση πληροφοριών και η σύμβαση αποκλειστικότητας. Δεν συντρέχει, συνεπώς, περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

    32

    Τέλος, η AKZO ισχυρίζεται, σχετικά με τις αιτιάσεις για ασυνήθιστα χαμηλές τιμές, ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει την άποψη της ως προς τον σταθερό ή κυμαινόμενο χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων του κόστους παραγωγής, παρά την πρωταρχική σημασία του ζητήματος αυτού ενόψει του κριτηρίου της νομιμότητας που προτείνει να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της συμπεριφοράς μιας δεσπόζουσας επιχειρήσεως.

    33

    Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Μόνον από την απάντηση της AKZO στην κοινοποίηση των αιτιάσεων προέκυψε διαφορά απόψεων μεταξύ των διαδίκων ως προς τον σταθερό ή κυμαινόμενο χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων κόστους. Ωστόσο, η AKZO είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει την άποψη της απαντώντας στα ερωτήματα που της υπέβαλαν σχετικώς οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατά την ακρόαση της 18ης Ιουνίου 1985 ( σ. 33 επ. της εκθέσεως ακροάσεως).

    II — Επί του δευτέρου λόγου: παράβαση του άρθρου 86 της Συνθήκης

    34

    Κατά την AKZO, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 86 καθόσον:

    στην προσβαλλόμενη απόφαση κακώς καθορίζεται ο τομέας των οργανικών υπεροξειδίων ως η σχετική αγορά, εκλαμβάνεται πεπλανημένως η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων ως ενιαία αγορά, τέλος δε, στηρίζεται σε ανακριβή στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της προβαλλόμενης δεσπόζουσας θέσης.

    κακώς υποστηρίζεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι υπήρξε καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της AKZO.

    Α — Eni της υκάρξεως δεσπ'οζουσοας θέσης

    1. Επί τον προσδιορισμού της σχετικής αγοράς

    35

    Η απόφαση ορίζει, κυρίως, ως σχετική αγορά την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων (περιλαμβανομένου του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου το οποίο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία πλαστικών), με την αιτιολογία ότι πρόκειται για την αγορά από την οποία η AKZO απέβλεπε μακροπροθέσμως να αποκλείσει την ECS ( σημείο 66 ). Επικουρικώς, η απόφαση εντοπίζει την κατάχρηση στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα ( περιλαμβανομένου του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου ως προς τις χρήσεις του στον τομέα των αλευρομύλων) στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία (σημείο 91 ).

    36

    Επιβάλλεται να εξεταστεί, πρώτον, αν η Επιτροπή βασίμως προσδιόρισε ως σχετική αγορά την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων.

    37

    Η AKZO αμφισβητεί τον προσδιορισμό αυτό ενόψει του αντικειμένου της αποφάσεως η οποία αφορά την προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά της στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα. Τονίζει σχετικώς ότι, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Μαρτίου 1974, 6 και 7/73, Commercial Solvents κατά Επιτροπής ( Jurispr. 1974, σ. 223, σκέψη 21 ), η αγορά στην οποία εκδηλώνονται οι συνέπειες της καταχρήσεως « δεν έχει σημασία για τον προσδιορισμό της αγοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη διαπίστωση δεσπόζουσας θέσης ».

    38

    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

    39

    Επιβάλλεται, πρώτον, να υπογραμμιστεί ότι το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, ένα από τα κυριότερα οργανικά υπεροξείδια, το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή πλαστικών, αποτελεί επίσης μία από τις κυριότερες πρόσθετες ουσίες για άλευρα, λόγω της χρησιμοποιήσεως του ως λευκαντικού των αλεύρων στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.

    40

    Επιβάλλεται, κατόπιν, να τονιστεί ότι πριν από το 1979η δραστηριότητα της ECS περιοριζόταν στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του έτους αυτού αποφάσισε η ECS να επεκτείνει τη δραστηριότητα της στον τομέα των πλαστικών. Συνεπώς, όταν εκδηλώθηκε η διαφορά, η ECS κατείχε ένα εξαιρετικά περιορισμένο μερίδιο αυτού του τομέα.

    41

    Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι, για την AKZO, ο τομέας των πλαστικών έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, καθόσον στον τομέα αυτό πραγματοποιεί πολύ μεγαλύτερο κύκλο εργασιών.

    42

    Συνεπώς, η AKZO προέβαινε σε μειώσεις τιμών στον έναν τομέα — στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα — ο οποίος ήταν ζωτικός για την ECS, ενώ είχε περιορισμένη μόνο σημασία για την ίδια.

    43

    Εξάλλου, η AKZO είχε τη δυνατότητα να αντισταθμίζει τις ενδεχόμενες ζημίες της στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα με τα κέρδη που της απέφερε η δραστηριότητα της στον τομέα των πλαστικών, δυνατότητα την οποία δεν διέθετε η ECS.

    44

    Τέλος, όπως προκύπτει από δηλώσεις στελέχους της AKZO ( παράρτημα 20 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων, σ. 35 ), οι οποίες θα ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της αιτιάσεως της σχετικής με τη διατύπωση απειλών, η συμπεριφορά της εν λόγω επιχειρήσεως δεν απέβλεπε στην ενίσχυση της θέσεως της στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, αλλά στη διατήρηση του μεριδίου που κατείχε στον τομέα των πλαστικών εμποδίζοντας την ECS να επεκτείνει τις δραστηριότητες της στον εν λόγω τομέα.

    45

    Συνεπώς, βασίμως η Επιτροπή θεώρησε την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων ως τη σχετική αγορά, παρά το γεγονός ότι η προβαλλόμενη καταχρηστική συμπεριφορά είχε σκοπό να πλήξει την κύρια δραστηριότητα της ECS σε μια χωριστή αγορά.

    46

    Ακόμα και αν έπρεπε να ληφθεί ως σχετική αγορά η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων, η AKZO αιτιάται την Επιτροπή ότι δεν διεξήγαγε επισταμένη έρευνα στην εν λόγω αγορά. Αφενός, δεν ανέλυσε τις προσφορές της AKZO σε τιμές προβαλλόμενες ως ληστρικές, μολονότι σημαντικό τμήμα των κατηγοριών κατά της ECS αναφερόταν στο ζήτημα αυτό. Αφετέρου, δεν εξέτασε αν η θέση της AKZO στον τομέα των οργανικών υπεροξειδίων ενισχύθηκε από τη συμπεριφορά της εν λόγω επιχειρήσεως στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    47

    Αρκεί, σχετικώς, η διαπίστωση ότι τα στοιχεία αυτά τα οποία αναφέρονται στον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς δεν έχουν σημασία για την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς.

    48

    Τέλος, η AKZO υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η αγορά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενιαία αγορά λόγω ελλείψεως δυνατότητας υποκαταστάσεως των οργανικών υπεροξειδίων μεταξύ τους. Εξάλλου, οι ουσίες αυτές δεν μπορούν να περιληφθούν σε μία ενιαία αγορά λόγω του προβαλλομένου συμπληρωματικού τους χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι πελάτες δεν απευθύνονται στον ίδιο προμηθευτή για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών τους σε υπεροξείδια.

    49

    Στην απόφαση ( σημείο 7 ) αναφέρεται ότι τα οργανικά υπεροξείδια είναι χημικά προϊόντα που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την παραγωγή πλαστικών, όπου χρησιμοποιούνται ως καταλύτες σε διάφορα στάδια της παραγωγής. Οι τρεις κυριότεροι τομείς χρησιμοποιήσεως τους είναι οι εξής:

    καταλύτες έναρξης για τον πολυμερισμό ή τον συνπολυμερισμό μονομερών βινυ-λίου,

    συντηρητικά για ελαστομερή και ρυτίνες,

    μέσα σχηματισμού πλέγματος για το αιθυλένιο/προπυλένιο και το συνθετικό καουτσούκ ή τις σιλικόνες.

    50

    Στην απόφαση αναφέρεται επίσης ( σημείο 8 ) ότι οι δύο πρώτοι τομείς αντιπροσωπεύουν, αντιστοίχως, το 40% της καταναλώσεως οργανικών υπεροξειδίων, ενώ ο τρίτος καλύπτει το 10 °/ο περίπου της καταναλώσεως.

    51

    Το Δικαστήριο υπογράμμισε, στην απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1980, 31/80, Ľ Oréal κατά De Nieuwe AMCK ( Jurispr. 1980, σ. 3775, σκέψη 25 ), ότι κατά την εξέταση της, ενδεχομένως, δεσπόζουσας θέσης μιας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη αγορά, « οι δυνατότητες ανταγωνισμού πρέπει (... ) να εκτιμώνται στο πλαίσιο της αγοράς η οποία περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα τα οποία λόγω των χαρακτηριστικών τους προσφέρονται ιδιαιτέρως για την κάλυψη παγίων αναγκών και παρουσιάζουν μικρές μόνο δυνατότητες υποκαταστάσεως με άλλα προϊόντα ».

    52

    Πρέπει να τονιστεί ότι τα οργανικά υπεροξείδια μπορούν, βεβαίως, να εξατομικευθούν, βάσει της συνθέσεως τους, της πυκνότητας τους και του χαρακτηρισμού τους για την κάλυψη ειδικών αναγκών της πελατείας. Ωστόσο, κατά ποσοστό 90 °/ο χρησιμοποιούνται στα διάφορα στάδια της βιομηχανίας πλαστικών και, κατά συνέπεια, προσφέρονται για την ικανοποίηση παγίων αναγκών, κατά την έννοια της προαναφερθείσας απόφασης. Εξάλλου, τα οργανικά υπεροξείδια δεν αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό άλλων προϊόντων, όπως των ενώσεων με βάση το θείο, που χρησιμοποιούνται στον περιορισμένο τομέα του σχηματισμού πλέγματος συνθετικού καουτσούκ, δεδομένου ότι οι ενώσεις αυτές δεν μπορούν να τα υποκαταστήσουν πλήρως καθόσον δεν διαθέτουν όλα τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά.

    53

    Τέλος, από τα εσωτερικά της έγγραφα ( παράρτημα 2 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων ) συνάγεται ότι κατά την AKZO τα οργανικά υπεροξείδια υπάγονται σε ενιαία αγορά αφού υπολογίζει συνολικώς το μερίδιο της στη σχετική αγορά των εν λόγω προϊόντων.

    54

    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι που προβάλλει η AKZO προκειμένου να αμφισβητήσει τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς.

    2. Επί της όεσπόξονσας θέσης

    55

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η AKZO κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων, επικαλούμενη το μερίδιο της στην αγορά καθώς και την ύπαρξη σειράς παραγόντων οι οποίοι, συνδυαζόμενοι με το κατεχόμενο μερίδιο αγοράς, της εξασφαλίζουν ιδιάζουσα υπεροχή.

    56

    Στο σημείο 69 της αποφάσεως οι παράγοντες αυτοί περιγράφονται ως εξής:

    « i)

    Το μερίδιο στην αγορά της AKZO όχι μόνο είναι μεγάλο αφεαυτού, αλλά ισοδυναμεί με το σύνολο των μεριδίων όλων των υπολοίπων παραγωγών

    ii)

    εκτός από την Interox και τη Luperox, οι εναπομένοντες παραγωγοί διαθέτουν περιορισμένο φάσμα προϊόντων ή/και τοπική σπουδαιότητα·

    iii)

    το μερίδιο στην αγορά της AKZO ( όπως και αυτό των άλλων δύο παραγωγών, Interox και Luperox, που κατέχουν τη δεύτερη και τρίτη θέση ) έχει παραμείνει σταθερό στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, και η AKZO έχει επιτυχώς αντιμετωπίσει όλες τις εναντίον της θέσεως της επιθέσεις εκ μέρους των μικρότερων παραγωγών·

    iv)

    η AKZO είχε επίσης την ικανότητα, ακόμη και στη διάρκεια περιόδων οικονομικής δυσπραγίας, να διατηρεί τα συνολικά περιθώρια κέρδους της, με τακτικές αυξήσεις των τιμών ή/και αυξήσεις του όγκου των πωλήσεων·

    ν)

    η AKZO προσφέρει ένα κατά πολύ ευρύτερο φάσμα προϊόντων από οποιονδήποτε ανταγωνιστή της, διαθέτει την υψηλότερα αναπτυγμένη οργάνωση εμπορικού και τεχνικού marketing και κατέχει τις πρωτοποριακές γνώσεις σε θέματα ασφάλειας και τοξικολογίας·

    vi)

    η AKZO έχει κατορθώσει, για λογαριασμό της, να εξαλείψει πραγματικά από την αγορά τους « ενοχλητικούς » ανταγωνιστές ( εκτός της ECS ή να τους εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό: το παράδειγμα της Scado και μόνο αποδεικνύει ότι η AKZO είναι σε θέση, αν το επιθυμεί, να αποκλείσει από την αγορά έναν λιγότερο ισχυρό παραγωγό·

    vii)

    από τη στιγμή που εξουδετερώθηκαν αυτοί οι μικροί αλλά δυνητικά επικίνδυνοι ανταγωνιστές, η AKZO μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές για το συγκεκριμένο προϊόν για το οποίο είχε γίνει αισθητός ο ανταγωνισμός τους. »

    57

    Η AKZO αμφισβητεί τον υπολογισμό του μεριδίου της στην αγορά, καθώς και το υποστατό ή τη λυσιτέλεια των υπολοίπων παραγόντων που διαλαμβάνονται στην απόφαση. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι το μερίδιο της στην αγορά υπολογίστηκε πεπλανη-μένως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να θεωρήσει την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων ως ενιαία αγορά. Υποστηρίζει, επίσης, ότι το γεγονός ότι προσφέρει μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων από τους ανταγωνιστές της δεν μπορεί να αποτελέσει ένδειξη δεσπόζουσας θέσης.

    58

    Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Δεδομένου ότι η αγορά των οργανικών υπεροξειδίων ορθώς θεωρήθηκε ως ενιαία αγορά, το μερίδιο αγοράς της AKZO έπρεπε να υπολογιστεί λαμβανομένων συνολικώς υπόψη των οργανικών υπεροξειδίων. Υπό το πρίσμα αυτό είναι προφανές ότι η AKZO, προσφέροντας μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων από τους κυρίους ανταγωνιστές της, ενίσχυε τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά.

    59

    Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τα εσωτερικά της έγγραφα, η AKZO από το 1979 έως το 1982 κατείχε σταθερό μερίδιο αγοράς ύψους 50 ο/ο ( παραρτήματα 2 και 4 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων και πίνακας Α επισυναπτόμενος στην κοινοποίηση των αιτιάσεων ). Εξάλλου, η AKZO δεν επικαλέστηκε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το μερίδιο αυτό μειώθηκε κατά τα έτη που ακολούθησαν.

    60

    Ως προς τα μερίδια αγοράς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche ( Jurispr. 1979, σ. 461, σκέψη 41 ) ότι ιδιαίτερα σημαντικά μερίδια αποτελούν καθεαυτά, χωρίς τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη υπάρξεως δεσπόζουσας θέσης. Αυτό συμβαίνει όταν πρόκειται για μερίδιο 50 ο/ο, όπως είχε διαπιστωθεί στην υπόθεση εκείνη.

    61

    Εξάλλου, ορθώς η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι και άλλοι παράγοντες επιβεβαιώνουν την υπεροχή της AKZO στην αγορά. Εκτός από το γεγονός ότι θεωρείται παγκοσμίως ως πρωτοπόρος στην αγορά των υπεροξειδίων, πρέπει να τονιστεί ότι η AKZO, όπως η ίδια ομολογεί, διαθέτει την καλύτερη οργάνωση έρευνας αγοράς, τόσο από εμπορικής όσο και από τεχνικής απόψεως, καθώς και πολύ περισσότερες γνώσεις από εκείνες των ανταγωνιστών της στον τομέα της ασφάλειας και της τοξικολογίας (παραρτήματα 2 και 4 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων ).

    62

    Συνεπώς, οι ισχυρισμοί με τους οποίους η AKZO αμφισβήτησε ότι κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά των οργανικών υπεροξειδίων πρέπει να απορριφθούν στο σύνολο τους.

    Β — Επί της υπάρξεως καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσης

    1. Προκαταρκτικές σκέψεις — Κριτήριο της νομιμότητας της συμπεριφοράς, στον τομέα των τιμών, επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση

    63

    Κατά τη βαλλόμενη απόφαση ( σημείο 75 ), η AKZO εκμεταλλεύθηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της επιχειρώντας να εκδιώξει την ECS από την αγορά οργανικών υπεροξειδίων, χρησιμοποιώντας κυρίως ως μέσο τις μαζικές και παρατεταμένες μειώσεις τιμών στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    64

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κατά το άρθρο 86 το κριτήριο του κόστους δεν αποτελεί το βασικό κριτήριο για τον προσδιορισμό του καταχρηστικού χαρακτήρα των μειώσεων τιμών στις οποίες προβαίνει επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση ( σημείο 77 της αποφάσεως ). Το κριτήριο του κόστους δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τους γενικούς σκοπούς των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 3, στοιχείο στ, της Συνθήκης, ιδίως δε την ανάγκη διατηρήσεως μιας αποτελεσματικής δομής του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Ένα μηχανικό κριτήριο δεν θα προσέδιδε την προσήκουσα βαρύτητα στη στρατηγική που εκφράζει η αναγόμενη στη μείωση των τιμών συμπεριφορά. Η μείωση των τιμών μπορεί να οφείλεται σε πρόθεση περιορισμού του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα από το αν ο επιτιθέμενος καθορίζει τις τιμές του υπεράνω ή κάτω του κόστους, οποιοσδήποτε και αν είναι ο τρόπος ορισμού της έννοιας κόστος ( βλ. σημείο 79 της αποφάσεως ).

    65

    Ωστόσο, η επισταμένη ανάλυση του κόστους της δεσπόζουσας επιχείρησης μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική για την εκτίμηση του φυσιολογικού ή μη χαρακτήρα της συμπεριφοράς της επί των τιμών. Οι συνέπειες εκδιώξεως άλλων επιχειρήσεων από την αγορά που μπορεί να έχει μία πολιτική μειώσεως τιμών που ακολουθεί παραγωγός κατέχων δεσπόζουσα θέση μπορεί να είναι τόσο προφανείς ώστε να παρέλκει η απόδειξη της προθέσεως της να εκδιώξει από την αγορά τον ανταγωνιστή της. Αντιθέτως, όταν το χαμηλό επίπεδο τιμών επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, μπορεί να κριθεί αναγκαίο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη της παραβάσεως, να αποδειχθεί επίσης η ύπαρξη προθέσεως εκδιώξεως ενός ανταγωνιστή από την αγορά ή περιορισμού του ανταγωνισμού ( σημείο 80 της αποφάσεως ).

    66

    Η ΑΚΖΟ αμφισβητεί τη λυσιτέλεια του κριτηρίου του θεμιτού που χρησιμοποιεί η Επιτροπή το οποίο, κατά τη γνώμη της, είναι ασαφές ή τουλάχιστον ανεφάρμοστο. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιλέξει ένα αντικειμενικό κριτήριο στηριζόμενο στην ανάλυση του κόστους.

    67

    Υποστηρίζει, σχετικώς, ότι το ζήτημα του θεμιτού χαρακτήρα ενός συγκεκριμένου επιπέδου τιμών δεν μπορεί να αποσυνδέεται από την κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς εντός της οποίας καθορίστηκε η τιμή. Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρήσεως όταν η δεσπόζουσα επιχείρηση επιδιώκει την καλύτερη δυνατή τιμή πωλήσεως και θετικό περιθώριο καλύψεως. Η τιμή είναι η καλύτερη δυνατή όταν η επιχείρηση μπορεί ευλόγως να αναμένει ότι η προσφορά μιας άλλης τιμής, ή η έλλειψη τιμής, θα οδηγήσουν βραχυπροθέσμως στη διαμόρφωση λιγότερο ευνοϊκού αποτελέσματος χρήσεως. Εξάλλου, το περιθώριο καλύψεως είναι θετικό όταν η αξία της παραγγελίας υπερβαίνει το ύψος του κυμαινόμενου κόστους.

    68

    Κριτήριο στηριζόμενο στην επιδίωξη, βραχυπροθέσμως, της καλύτερης δυνατής τιμής δεν μπορεί να αποκλεισθεί για τον λόγο ότι, μακροπροθέσμως, θα έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχειρήσεως. Μόνο μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου η συγκεκριμένη επιχείρηση μπορεί να λάβει μέτρα για την εξάλειψη των ζημιών ή την κατάργηση ενός ελλειμματικού κλάδου δραστηριότητας. Στο ενδιάμεσο διάστημα η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αποδέχεται « τις καλύτερες δυνατές παραγγελίες«, ώστε να περιορίσει το έλλειμμα της και να διασφαλίσει τη συνέχιση της λειτουργίας της.

    69

    Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής ( Jurispr. 1979, σ. 461, σκέψη 91 ), η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως είναι αντικειμενική έννοια που αφορά εκείνες τις ενέργειες επιχειρήσεως η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση που μπορούν να επηρεάσουν τη δομή της αγοράς στην οποία, ακριβώς λόγω της παρουσίας της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, ο βαθμός ανταγωνισμού έχει ήδη περιοριστεί, και που μπορούν να έχουν ως συνέπεια να παρεμποδίσουν, με τη χρησιμοποίηση μέσων διαφορετικών από εκείνα που διέπουν μία φυσιολογική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών που διαμορφώνεται με βάση τις παροχές των επιχειρηματιών, τη διατήρηση του υφισταμένου βαθμού ανταγωνισμού ή την περαιτέρω ανάπτυξη του ανταγωνισμού.

    70

    Συνεπώς, το άρθρο 86 της Συνθήκης δεν επιτρέπει σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση να εκτοπίζει από την αγορά ανταγωνιστική της επιχείρηση και να ενισχύει με τον τρόπο αυτό τη θέση της χρησιμοποιώντας μέσα διαφορετικά από εκείνα που εντάσσονται στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμιτός κάθε είδους ανταγωνισμός τιμών.

    71

    Τιμές υπολειπόμενες του μέσου όρου του κυμαινόμενου κόστους ( δηλαδή του κόστους που μεταβάλλεται ανάλογα με τις παραγόμενες ποσότητες ), με τις οποίες επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχειρεί να εκτοπίσει ανταγωνίστρια επιχείρηση, πρέπει να θεωρούνται ως καταχρηστικές. Πράγματι, η δεσπόζουσα επιχείρηση δεν έχει κανένα συμφέρον από την προσφορά τέτοιων τιμών, εκτός βέβαια αν αποβλέπει στην εκδίωξη από την αγορά των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων προκειμένου να μπορέσει κατόπιν να αυξήσει τις τιμές της αποκομίζοντας κέρδος από τη μονοπωλιακή της κατάσταση, διότι κάθε πώληση συνεπάγεται γι' αυτήν ζημία, δηλαδή την απώλεια του συνόλου του σταθερού της κόστους (δηλαδή του κόστους που παραμένει σταθερό ανεξάρτητα από τις παραγόμενες ποσότητες ) και μέρους τουλάχιστον του κυμαινόμενου κόστους της που αντιστοιχεί στην παραχθείσα ποσότητα.

    72

    Εξάλλου, τιμές κατώτερες από τον μέσο όρο του συνολικού κόστους, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο το σταθερό όσο και το κυμαινόμενο κόστος, αλλά είναι ανώτερες από τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους μπορούν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές όταν καθορίζονται στο πλαίσιο σχεδίου που αποβλέπει στην εκδίωξη από την αγορά ανταγωνιστικής επιχειρήσεως. Πράγματι, η προσφορά τέτοιων τιμών μπορεί να εκτοπίσει από την αγορά επιχειρήσεις οι οποίες είναι, ίσως, το ίδιο αποτελεσματικές με τη δεσπόζουσα επιχείρηση, αλλά, λόγω της περιορισμένης χρηματοπιστωτικής τους ικανότητας δεν έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν στον ανταγωνισμό που τους επιβάλλεται.

    73

    Αυτά είναι τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμοστούν στην παρούσα υπόθεση.

    74

    Εφόσον το εφαρμοστέο κριτήριο του θεμιτού στηρίζεται στο κόστος και τη στρατηγική της δεσπόζουσας επιχείρησης, πρέπει ασυζητητί να απορριφθεί η αιτίαση που διατυπώνει η ΑΚΖΟ για ελλείψεις της έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή ως προς τη διάρθρωση των στοιχείων κόστους και την πολιτική τιμών των ανταγωνιστριών της επιχειρήσεων.

    2. Esti των διαφόρων πτυχών της καταχρήσεως

    75

    Η προβαλλόμενη καταχρηστική συμπεριφορά αφορά τις απειλές που διατύπωσε η AKZO, περί το τέλος του 1979, κατά της ECS, καθώς και τις τιμές που προσέφερε ή αποδέχθηκε για τρεις πρόσθετες ουσίες αλεύρων, από τον Δεκέμβριο του 1980, όταν προέβη για πρώτη φορά στις επίδικες προσφορές, μέχρι τον Ιούλιο του 1983, ημερομηνία εκδόσεως της προαναφερθείσας απόφασης περί προσωρινών μέτρων, η οποία επέβαλε στην AKZO την υποχρέωση τηρήσεως ενός συστήματος κατωτάτων τιμών.

    α) Esti των απειΑών

    76

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η AKZO διατύπωσε άμεσες απειλές κατά της ECS, κατά τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο τέλος του 1979 με εκπροσώπους της εν λόγω επιχειρήσεως, με πρόθεση να την εξαναγκάσει να αποσυρθεί από την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων καθόσον αφορά τις εφαρμογές τους στον τομέα των πλαστικών ( άρθρο 1, στοιχείο i, της αποφάσεως ).

    77

    Η AKZO αμφισβητεί ότι απείλησε την ECS. Απλώς ενημέρωσε την ECS ότι δεν θα πρέπει να υπολογίζει στη διατήρηση της συνεργασίας τους στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, εάν επέμενε να προσφέρει ιδιαίτερα χαμηλές τιμές στον τομέα των πλαστικών. Πράγματι, πριν από την εκδήλωση της διαφοράς, η ECS και η AKZO προμήθευαν η μία στην άλλη ορισμένες πρόσθετες ουσίες για άλευρα σε χαμηλές τιμές, είτε προς συμπλήρωση ανεπαρκούς παραγωγής είτε προς κάλυψη των αναγκών μιας από τις δύο επιχειρήσεις για κάποιο από τα εν λόγω προϊόντα που δεν παρήγαγε η ίδια. Συγκεκριμένα, η AKZO παρέδιδε στην ECS ένα μέρος των ποσοτήτων σε υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, ενώ η ECS προμήθευε στην AKZO βιταμινούχα μίγματα.

    78

    Προκειμένου να κριθεί το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής επιβάλλεται να καθοριστεί το περιεχόμενο των συνομιλιών που πραγματοποιήθηκαν στις 16 Νοεμβρίου και στις 3 Δεκεμβρίου 1979. Το Δικαστήριο έχει στη διάθεση του τα πρακτικά των συναντήσεων αυτών τα οποία συνέταξαν οι εκπρόσωποι της ECS, μια δήλωση στελέχους της AKZO, καθώς και σημείωμα ενός άλλου υπευθύνου της εν λόγω επιχειρήσεως.

    79

    Τα στοιχεία που περιέχονται στα διάφορα έγγραφα που συνέταξαν στελέχη της ECS είναι, κατ' ουσίαν, συγκλίνοντα (παραρτήματα 12, 13, 14, 15, 16, 17 και 18 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων ). Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι, κατά την πρώτη συνάντηση, η AKZO ανακοίνωσε την πρόθεση της να προχωρήσει σε γενική μείωση τιμών στον τομέα των προσθέτων ουσιών για άλευρα, στην περίπτωση που η ECS συνέχιζε να πωλεί υπεροξείδιο του βενζοϋλίου στον τομέα των πλαστικών, καθώς και την απόφαση της να πωλεί, εν ανάγκη, κάτω του κόστους, ακόμα και αν η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ζημία 250000 λιρών στερλινών ( UK£ ). Κατά τη δεύτερη συνάντηση, η AKZO επιβεβαίωσε την πρόθεση της να πωλεί, εν ανάγκη, σε τιμές κάτω του κόστους.

    80

    Μετά τις συναντήσεις αυτές η ECS ζήτησε από το High Court του Λονδίνου να απαγορεύσει στην AKZO να προχωρήσει σε εκτέλεση των απειλών της, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 86 της Συνθήκης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, στέλεχος της AKZO υποχρεώθηκε να αποκαλύψει, καταθέτοντας ενόρκως, το περιεχόμενο των συζητήσεων. Η δήλωση αυτή (παράρτημα 20 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων, σ. 35 ) αποκαλύπτει, επίσης, ότι η AKZO είχε την πρόθεση να πωλήσει σε τιμές κάτω του κόστους και, εν ανάγκη, να υποστεί ζημίες σε περίπτωση που η ECS δεν αποσυρόταν από την αγορά πλαστικών.

    81

    Το περιεχόμενο των συναντήσεων αυτών επιβεβαιώνεται και από σημείωμα της 7ης Δεκεμβρίου 1979 που συνέταξε στέλεχος της AKZO (παράρτημα 21 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων ). Στο σημείωμα αυτό διευκρινίζεται ότι η AKZO θα προχωρήσει στη λήψη επιθετικών μέτρων στον τομέα των προϊόντων για αλευρομύλους αν η ECS δεν έπαυε να προμηθεύει με προϊόντα της τη βιομηχανία πλαστικών. Εξάλλου, στο σημείωμα αυτό περιέχεται λεπτομερές και τεκμηριωμένο με αριθμούς σχέδιο μέτρων που επρόκειτο να εφαρμοστεί σε περίπτωση αρνήσεως της ECS. Από το σχέδιο αυτό συνάγεται, ιδίως, ότι η AKZO θα επιχειρούσε να αποσπάσει το σύνολο των πελατών της ECS προσφέροντας τους, σε τιμές συνεπαγόμενες ζημία γι' αυτήν, πλήρη σειρά προσθέτων ουσιών για άλευρα.

    82

    Ενόψει των συγκλινόντων αυτών στοιχείων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, περί το τέλος του 1979, η AKZO διατύπωσε απειλές κατά της ECS με σκοπό να την υποχρεώσει να αποσυρθεί από την αγορά των οργανικών υπεροξειδίων, καθόσον αφορά τις εφαρμογές τους στον τομέα των πλαστικών.

    β) Επί νης συμπεριφοράς r^AKZO οτον τομέα των ημών

    i) Το κόστος της AKZO

    83

    Ενόψει του κριτηρίου που επελέγη για την εκτίμηση της συμπεριφοράς δεσπόζουσας επιχείρησης στον τομέα των τιμών, πρέπει να προσδιοριστεί το συνολικό και το κυμαινόμενο κόστος της AKZO για κάθε μία από τις συγκεκριμένες πρόσθετες ουσίες, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

    Το συνολικό κόστος της AKZO

    84

    Η Επιτροπή επισυνάπτει στο συμπληρωματικό σε σχέση με την κοινοποίηση των αιτιάσεων έγγραφο ( πίνακας ΣΤ ) εκτίμηση του συνολικού κόστους της AKZO, το οποίο υπολογίστηκε βάσει των λογιστικών βιβλίων της εν λόγω επιχειρήσεως. Η Επιτροπή διευκρινίζει, ωστόσο ( σημείο 9 του συμπληρωματικού σε σχέση με την κοινοποίηση των αιτιάσεων εγγράφου και πίνακας Ζ ), ότι το πραγματικό συνολικό κόστος της AKZO πρέπει να υπερβαίνει την εκτίμηση αυτή.

    85

    Η AKZO επισυνάπτει στα υπομνήματα της την έκθεση μιας επιχειρήσεως λογιστικού ελέγχου στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, εκτίμηση του κόστους της για την ίδια περίοδο (παράρτημα 3 της προσφυγής, παράρτημα 12 του υπομνήματος απαντήσεως ).

    86

    Από τις εκτιμήσεις αυτές συνάγεται ότι το συνολικό κόστος της AKZO άλλοτε υπολείπεται και άλλοτε υπερβαίνει το κόστος που προκύπτει από τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    87

    Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τα αριθμητικά αυτά στοιχεία. Αφενός, υπογράμμισε ότι τα στοιχεία αυτά ενισχύουν « την πεποίθηση της ότι ο υπολογισμός του κόστους που πραγματοποίησε η ίδια βάσει των εγγράφων της AKZO είναι ακριβής » (σημείο 104 του υπομνήματος αντικρούσεως). Αφετέρου, τονίζει ότι τα στοιχεία αυτά δεν αντιφάσκουν προς την άποψη που υποστηρίζει « ότι οι τιμές που προσέφερε η AKZO στους παραδοσιακούς πελάτες της ECS αποτελούσαν σχεδόν πάντοτε αιτία ζημιών » ( σημείο 52 του υπομνήματος ανταπαντήσεως ).

    88

    Πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι το συνολικό κόστος της AKZO είναι εκείνο που αναφέρεται στην επισυναπτόμενη στα υπομνήματα της έκθεση.

    89

    Το κόστος αυτό, εκφραζόμενο σε UK£ ανά τόνο, προσδιορίζεται ως εξής:

    για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 °/ο:

    1981:557,90· 1982:578,10· 1983:519,20·

    για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 20 °/ο:

    1981:649,60· 1982:700,29· 1983:582,57·

    για το βρώμικο κάλιο 6 °/ο :

    1981:290,14· 1982:316,84· 1983:308,14·

    για το βρώμικο κάλιο 10 °/ο:

    1981:350,34· 1982:370,98· 1983:360·

    για τα βιταμινούχα μίγματα ( nutramin ):

    1981:665,86· 1982:714,40·

    Το κυμαινόμενο κόστος της AKZO

    90

    Οι διάδικοι υπέβαλαν στο Δικαστήριο εκτιμήσεις του κυμαινόμενου κόστους της AKZO που παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Οι διαφορές αυτές οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τον σταθερό ή κυμαινόμενο χαρακτήρα ορισμένων στοιχείων του κόστους.

    91

    Στην απόφαση αναφέρεται ( σημείο 54 ) ότι στοιχεία του κόστους, όπως η εργασία, η συντήρηση, η αποθήκευση και η αποστολή, πρέπει να θεωρούνται ως κυμαινόμενα στοιχεία, λόγω του ότι τα περισσότερα λογιστικά συστήματα τα θεωρούν ως κυμαινόμενα.

    92

    Η AKZO υποστηρίζει ότι το μόνο κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να αποδειχθεί ο σταθερός ή κυμαινόμενος χαρακτήρας ενός στοιχείου του κόστους είναι το αν μεταβάλλεται ανάλογα με τις παραγόμενες ποσότητες. Στην παρούσα υπόθεση, τα εργατικά πρέπει να θεωρηθούν ως σταθερά έξοδα. Όπως, πράγματι, προκύπτει από τη σύγκριση της εξελίξεως του ετήσιου κόστους εργασίας, για τα έτη 1980 έως 1985, με τις ποσότητες που παρήχθησαν κατά την ίδια περίοδο, δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων ( παράρτημα 3 της προσφυγής, έκθεση της επιχειρήσεως λογιστικού ελέγχου, ιδίως το παράρτημα 7 της εν λόγω εκθέσεως ).

    93

    Η Επιτροπή αντιτάσσει, αφενός μεν, ότι από τα λογιστικά έγγραφα της AKZO συνάγεται ότι μεγάλο μέρος των εξόδων που θεωρεί ως σταθερά, στην πραγματικότητα παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογες με τις διακυμάνσεις της παραγωγής ( σημείο 99 του υπομνήματος αντικρούσεως ), αφετέρου δε, ότι η AKZO προσέλαβε τον Μάρτιο του 1984 δύο νέους εργάτες προκειμένου να ενισχύσει το παραγωγικό της δυναμικό, γεγονός που αποδεικνύει ότι υφίσταται σχέση μεταξύ του αριθμού των εργαζομένων και του μεγέθους της παραγωγής ( σημείο 48 του υπομνήματος ανταπαντήσεως ).

    94

    Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι τα στοιχεία κόστους δεν είναι σταθερά ή κυμαινόμενα εκ της φύσεως τους. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση το κόστος εργασίας παρουσίασε διακυμάνσεις ανάλογες με τις παραγόμενες ποσότητες.

    95

    Όπως προκύπτει από τα αριθμητικά στοιχεία της AKZO, δεν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ των παραγομένων ποσοτήτων και του κόστους εργασίας. Συγκεκριμένα το 1982 και 1983, ενώ η παραγωγή υπεροξειδίου του βενζοϋλίου της AKZO παρουσίασε αύξηση, το αποπληθωρισμένο κόστος εργασίας μειώθηκε. Αντιθέτως, ενώ κατά τα έτη 1983 και 1984η παραγωγή βρώμικου καλίου της εν λόγω επιχειρήσεως παρουσίασε μείωση, το αποπληθωρισμένο κόστος εργασίας αυξήθηκε. Συνεπώς, το κόστος εργασίας πρέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να θεωρηθεί ως σταθερό στοιχείο κόστους.

    96

    Επιβάλλεται, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι το κυμαινόμενο κόστος της AKZO είναι εκείνο που αναφέρεται στα έγγραφα που η εν λόγω επιχείρηση κατέθεσε στο Δικαστήριο.

    97

    Το κόστος αυτό, εκφραζόμενο σε UK£ ανά τόνο, έχει ως εξής:

    για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 °/ο:

    1981:298,30· 1982:324,70· 1983:314,10·

    για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 20 °/ο:

    1981:352,80· 1982:383,10· 1983:359,50·

    για το βρώμικο κάλιο 6 °/ο:

    1981: 169,40· 1982: 188,60· 1983: 200,70·

    για το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο:

    1981: 229,60· 1982: 242,74· 1983: 252,56·

    για τα βιταμινούχα μίγματα ( nutramin ):

    1981:541,02· 1982:578,00·

    ii) Οι ασυνήθιστα χαμηλές τιμές που προσφέρθηκαν στους πελάτες της ECS

    98

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από τον Δεκέμβριο του 1980 περίπου η AKZO συστηματικός προσέφερε και προμήθευσε πρόσθετες ουσίες για άλευρα στην Provincial Merchants, Allied Mills και στους πελάτες της ECS, στον τομέα των « μεγάλων ανεξαρτήτων », σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές, με πρόθεση να πλήξει τη βιωσιμότητα της ECS ( άρθρο 1, στοιχείο ii, της αποφάσεως ).

    Οι προσφορές προς την Allied και τους αλευρόμυλους του ομίλου Allied

    99

    Η AKZO αμφισβητεί ότι προσέφερε πρόσθετες ουσίες στην Allied και τους αλευρομύλους του ομίλου Allied σε ασυνήθιστα χαμηλές τιμές με πρόθεση να βλάψει την ECS. Πρώτον, δεν είχε τέτοια πρόθεση. Απλώς επιδίωξε να προσελκύσει νέους πελάτες με σκοπό την αύξηση του κύκλου εργασιών της και τον περιορισμό της αισθητής μειώσεως των περιθωρίων κέρδους που της προκάλεσαν οι προσφορές στις οποίες προέβη η ECS προς τους Ranks και Spillers το 1980. Δεύτερον, οι προσφερθείσες τιμές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ασυνήθιστα χαμηλές. Αφενός, οι τιμές που πρότεινε στην Allied, τον Ιανουάριο του 1991, είναι εκείνες που προσέφερε η ECS στη Spillers τον Οκτώβριο του 1980. Αφετέρου, οι τιμές που πρόσφερε κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου ήταν ανώτερες του μέσου όρου του κυμαινόμενου κόστους της.

    100

    Διαπιστώνεται ότι οι τιμές που προσέφερε η AKZO στην Allied και τους αλευρόμυλους του ομίλου Allied είναι οι εξής:

    για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 °/ο:

    από τον Ιανουάριο 1981 έως τον Ιανουάριο 1983: 517,90 UK£· τον Φεβρουάριο 1983: 512 UK£·

    για το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο:

    από τον Ιανουάριο 1981: 314,90 UK£·

    για τα βιταμινούχα μίγματα:

    τον Σεπτέμβριο 1981: 565 UK£· τον Οκτώβριο 1982: 455 UK£ για φθηνό μίγμα.

    101

    Όσον αφορώ τα βιταμινούχα μίγματα ( που πωλήθηκαν το 1981 ), το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 °/ο και το βρώμικο κάλιο 10 °/ο, οι τιμές αυτές είναι μικρότερες από τον μέσο όρο του συνολικού κόστους της AKZO, αλλά ανώτερες από τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους της, όπως αυτό υπολογίστηκε ανωτέρω (βλ. σκέψεις 89 και 97 ). Ως προς την τιμή των 455 UK£ που προσέφερε η AKZO το 1982, για φθηνό βιταμινούχο μίγμα, η τιμή αυτή είναι κατώτερη, εν πάση περιπτώσει, από τον μέσο όρο του συνολικού της κόστους το οποίο ανερχόταν σε 714,40 UK£ για βιταμινούχο μίγμα καθορισμένης ποιότητας.

    102

    Εξάλλου, το σύνολο των προσφορών μπορεί να εξηγηθεί μόνο εάν ληφθεί υπόψη η βούληση της AKZO να βλάψει την ECS και όχι η πρόθεση της να αποκαταστήσει τα περιθώρια κέρδους της. Όπως προκύπτει από το σημείωμα που συνέταξε ένας από τους εκπροσώπους της AKZO (παράρτημα 51 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων), η εν λόγω εταιρία καθόρισε τις τιμές που προσέφερε στην Allied, τον Ιανουάριο 1981, θεωρώντας ότι οι τιμές αυτές ήταν σαφώς χαμηλότερες από τις τιμές που προσέφερε η ECS έναντι της Allied. Αυτό αποδεικνύει ότι πρόθεση της AKZO δεν ήταν απλώς να αποσπάσει την παραγγελία, οπότε θα προέβαινε μόνο στις απαιτούμενες για τον σκοπό αυτό μειώσεις. Εξάλλου, προσφέροντας στην Allied τιμές ισοδύναμες με εκείνες που προσέφερε η ECS στη Spillers, η AKZO προσπαθούσε να καθορίσει τις τιμές της στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο χωρίς να παραβιάζει τη δέσμευση που είχε αναλάβει ενώπιον του High Court του Λονδίνου να μην προβαίνει σε μειώσεις τιμών του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου με πρόθεση την εκδίωξη της ECS από την αγορά.

    103

    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η AKZO προσέφερε και προμήθευσε πρόσθετες ουσίες για άλευρα στην Allied Mills και τους αλευρομύλους του ομίλου Allied σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές με πρόθεση να πλήξει τη βιωσιμότητα της ECS.

    Οι προσφορές προς τους « μεγάλους ανεξαρτήτους », πελάτες της ECS

    104

    Ως προς την αιτίαση την αναφερόμενη στις προσφορές προς τους « μεγάλους ανεξαρτήτους », πελάτες της ECS, η AKZO προβάλλει επιχειρήματα ουσιαστικά όμοια με εκείνα που προέβαλε προς αντίκρουση της αιτιάσεως για τις ασυνήθιστα χαμηλές τιμές που προσέφερε στον όμιλο Allied.

    105

    Διαπιστώνεται ότι η ΑΚΖΟ προσέφερε στους « μεγάλους ανεξάρτητους », πελάτες της ECS, τις ακόλουθες τιμές:

    για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 °/ο:

    τον Ιανουάριο 1981: 532 UK£· από τον Απρίλιο 1981: 530 UK£·

    για το βρώμικο κάλιο 6 ο/ο :

    τον Δεκέμβριο 1980: 260 UK£· τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο 1981: 245 UK£· τον Ιούνιο 1983: 320 UK£·

    για το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο:

    τον Δεκέμβριο 1980: 339 UK£· τον Μάιο 1981: 336 UK£· τον Μάιο 1982 325 UK£·

    για τα βιταμινούχα μίγματα:

    τον Δεκέμβριο 1980: 595 UK£· τον Μάιο 1981: 575 UK£· τον Οκτώβριο 1982 ( nutramin 50 ): 489 UK£· τον Ιούνιο 1983 ( nutramin 50 ): 757 UK£.

    106

    Διαπιστώνεται ότι οι προσφορές της ΑΚΖΟ είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο του συνολικού της κόστους, αλλά υψηλότερες από τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους της, όπως αυτό καθορίστηκε ανωτέρω ( βλ. σκέψεις 89 και 97 ), καθώς και ότι, ως προς την προσφορά του Οκτωβρίου 1982 για βιταμινούχα μίγματα, είναι χαμηλότερες ακόμα και από το κυμαινόμενο κόστος της.

    107

    Οι προσφορές του Ιουνίου 1983 για το βρώμικο κάλιο 6 ο/ο και τα βιταμινούχα μίγματα είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο του συνολικού κόστους. Ωστόσο, δεν αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία για τη συμπεριφορά της ΑΚΖΟ κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Πράγματι, οι τιμές αυτές προσφέρθηκαν δύο ημέρες πριν από την ακρόαση στο πλαίσιο της διαδικασίας προσωρινών μέτρων ( 23 Ιουνίου 1983 ) και μόλις ένα μήνα πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί των προσωρινών μέτρων ( 29 Ιουλίου 1983 ).

    108

    Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι οι τιμές που προσέφερε η AKZO τον Δεκέμβριο του 1980 στο τμήμα αυτό των πελατών της ECS αποδεικνύει ότι πρόθεση της AKZO ήταν να βλάψει την ECS και όχι να αποκαταστήσει τα περιθώρια κέρδους της. Πράγματι, οι τιμές αυτές είναι σαφώς μικρότερες από τις τιμές που ήταν απαραίτητες για να μπορέσει να ανταγωνιστεί την ECS, δεδομένου ότι παρουσιάζουν, σε σύγκριση με τις τιμές που κατά το ίδιο χρονικό διάστημα προσέφερε η ECS στην εν λόγω κατηγορία πελατών, διαφορά μεγαλύτερη από 70 UK£ για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16°/ο, μεγαλύτερη από 100 UK£ για το βρώμικο κάλιο 6 °/ο και, τέλος, μεγαλύτερη από 60 UK£ για τα βιταμινούχα μίγματα.

    109

    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η AKZO προσέφερε και προμήθευσε πρόσθετες ουσίες για άλευρα σε πελάτες της ECS, στον τομέα των « μεγάλων ανεξαρτήτων Pà », σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές με πρόθεση να βλάψει τη βιωσιμότητα της ECS.

    iii) Οι επιλεκτικές τιμές

    110

    Η Επιτροπή προσάπτει, επίσης, στην AKZO ότι προέβη σε επιλεκτικές προσφορές προς πελάτες της ECS, ενώ παράλληλα διατηρούσε αισθητά υψηλότερες τις τιμές που προσέφερε σε παρόμοιους αγοραστές που αποτελούσαν παραδοσιακούς πελάτες της ( άρθρο 1, στοιχείο iii, της αποφάσεως ).

    111

    Όπως προκύπτει από τα υπομνήματα της Επιτροπής, η αιτίαση αφορά δύο διακεκριμένες κατηγορίες πελατών. Αφενός, η Επιτροπή θεωρεί ως παράβαση της AKZO το γεγονός ότι προσέφερε ελκυστικές τιμές σε « μεγάλους ανεξαρτήτους », πελάτες της ECS, διατηρώντας παράλληλα τιμές αισθητά υψηλότερες έναντι « μεγάλων ανεξαρτήτων » που ήταν πελάτες της. Αφετέρου, θεωρεί ως παράβαση του άρθρου 86 το γεγονός ότι η AKZO προσέφερε σε μεμονωμένους αλευρομύλους του ομίλου Allied τιμές ελκυστικότερες από εκείνες που προσέφερε στους « μεγάλους ανεξαρτήτους » οι οποίοι ανήκαν στους κατά παράδοση πελάτες της.

    Επί της επιλεκτικότητας των προσφορών προς τους « μεγάλους ανεξαρτήτους »

    112

    Κατά την AKZO, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως. Από πραγματικής απόψεως, διότι δεν καθόριζε τιμές διαφορετικές ανάλογα με το αν επρόκειτο για πελάτες δικούς της ή για πελάτες της ECŚ. Η σύγκριση πρέπει να γίνει μεταξύ των πελατών εκείνων για τις παραγγελίες των οποίων ανταγωνίστηκαν η ECS και η ΑΚΖΟ και των πελατών της ΑΚΖΟ προς τους οποίους δεν προσφέρθηκαν τιμές ανταγωνιστικές. Από νομικής απόψεως η αιτίαση είναι αβάσιμη, καθόσον προσφέροντας υψηλότερες τιμές σε μερικούς από τους παραδοσιακούς της πελάτες η ΑΚΖΟ δεν ζημίωσε την ECS.

    113

    Η ΑΚΖΟ δεν αμφισβητεί ότι προσέφερε τιμές διαφορετικές σε αγοραστές παρομοίου μεγέθους. Εξάλλου, δεν προέβαλε επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι οι διαφορές αυτές οφείλονταν στην ποιότητα των προϊόντων ή σε ειδικό κόστος παραγωγής.

    114

    Οι τιμές που προσέφερε η ΑΚΖΟ στους δικούς της πελάτες ήταν υψηλότερες από τον μέσο όρο του συνολικού της κόστους, ενώ οι τιμές που προσέφερε σε πελάτες της ECS ήταν χαμηλότερες από τον εν λόγω μέσο όρο.

    115

    Με τον τρόπο αυτό η ΑΚΖΟ μπορούσε να αντισταθμίζει, τουλάχιστον μερικώς, τις ζημίες από τις πωλήσεις της σε πελάτες της ECS με τα κέρδη από τις πωλήσεις της στους « μεγάλους ανεξαρτήτους » που αποτελούσαν την παραδοσιακή της πελατεία. Η συμπεριφορά αυτή αποδεικνύει ότι πρόθεση της ΑΚΖΟ δεν ήταν να ακολουθήσει μία γενική πολιτική χαμηλών τιμών, αλλά στρατηγική η οποία απέβλεπε να πλήξει την ECS. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή είναι επομένως βάσιμη.

    Επί της επιλεκτικότητας των προσφορών σε μεμονωμένους αλευρομύλους του ομίλου Allied

    116

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ΑΚΖΟ δεν έπρεπε να προσφέρει, από τον Ιανουάριο 1981, σε μεμονωμένους αλευρομύλους του ομίλου Allied, οι οποίοι ήταν κυρίως πελάτες της ECS, τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προσέφερε στους « μεγάλους ανεξαρτήτους », οι οποίοι περιλαμβάνονταν στη δική της πελατεία. Η Επιτροπή δικαιολογεί την άποψη της αυτή επικαλούμενη το γεγονός ότι, κατά την άποψη της, οι μεμονωμένοι αλευρόμυλοι του ομίλου Allied και οι « μεγάλοι ανεξάρτητοι » αποτελούν συγκρίσιμους πελάτες. Υπογραμμίζει, σχετικώς, ότι η ΑΚΖΟ, πριν τον Ιανουάριο 1981, προσέφερε στον Coxes Lock, τον μοναδικό μεμονωμένο αλευρόμυλο του ομίλου Allied που περιλαμβανόταν στους πελάτες της, τις ίδιες τιμές που προσέφερε στους « μεγάλους ανεξαρτήτους ».

    117

    Η ΑΚΖΟ αμφισβητεί την αιτίαση ισχυριζόμενη ότι οι μεμονωμένοι αλευρόμυλοι του ομίλου Allied και οι « μεγάλοι ανεξάρτητοι » δεν αποτελούν συγκρίσιμους πελάτες.

    118

    Διαπιστώνεται ότι οι τιμές που προσέφερε η AKZO, κατά τη διάρκεια της διαφοράς, προς τους μεμονωμένους αλευρόμυλους του ομίλου Allied ήταν όμοιες με εκείνες που προσέφερε στην Provincial Merchants, το κεντρικό πρακτορείο αγορών του ομίλου Allied. Οι τιμές αυτές ήταν πράγματι χαμηλότερες από εκείνες που προσέφερε στους « μεγάλους ανεξαρτήτους » που περιλαμβάνονταν στους πελάτες της.

    119

    Επιβάλλεται, σχετικώς, να τονιστεί ότι, πρώτον, η πολιτική που ακολούθησε η AKZO δεν δημιούργησε διακρίσεις μεταξύ των αλευρομύλων του ομίλου Allied. Πράγματι, η AKZO προσέφερε, από τον Ιανουάριο 1981, τιμές όμοιες σε όλους τους αλευρομύλους του ομίλου Allied, περιλαμβανομένου του Coxes Lock, οπότε δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι προσέφερε στους μεμονωμένους αλευρομύλους του ομίλου Allied, πελάτες της ECS, τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προσέφερε στον μοναδικό αλευρόμυλο του ομίλου που περιλαμβανόταν στους πελάτες της.

    120

    Επιβάλλεται, επίσης, να υπογραμμιστεί ότι δεν εφαρμόστηκε πολιτική καταχρηστικής διακρίσεως μεταξύ των μεμονωμένων αλευρομύλων του ομίλου Allied και των « μεγάλων ανεξαρτήτων », δεδομένου ότι οι δύο αυτές κατηγορίες πελατών δεν είναι συγκρίσιμες. Αφενός, στο κεντρικό πρακτορείο του ομίλου Allied ( 30 % των αγορών υπεροξειδίου του βενζοϋλίου ) προσφέρονταν πάντοτε, ανεξαρτήτως του προμηθευτή, τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προσφέρονταν στους « μεγάλους ανεξαρτήτους », οι οποίοι αγόραζαν μικρές ποσότητες προϊόντος ( συνολικά, 10 ο/ο των αγορών υπεροξειδίου του βενζοϋλίου ). Αφετέρου, οι αλευρόμυλοι του ομίλου Allied έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να προμηθεύονται τις πρόσθετες ουσίες μέσω του κεντρικού πρακτορείου αγορών του ομίλου. Συνεπώς, απευθείας προσφορά σε μεμονωμένο αλευρόμυλο δεν έχει πιθανότητες να γίνει δεκτή παρά μόνο εάν τοποθετείται στο επίπεδο των τιμών που προσφέρονται στο κεντρικό πρακτορείο. Πράγματι, δεν μπορεί φυσιολογικώς να αναμένεται ότι μεμονωμένος αλευρόμυλος θα δεχθεί να καταβάλει στον προμηθευτή του τιμή υψηλότερη από εκείνη που μπορεί να επιτύχει μέσω του κεντρικού πρακτορείου.

    121

    Κατά συνέπεια, η αιτίαση που αναφέρεται στην επιλεκτική προσφορά προς μεμονωμένους αλευρομύλους του ομίλου Allied είναι αβάσιμη.

    iv) Επί των τιμών προσελκύσεως

    122

    Η Επιτροπή διατυπώνει, επίσης, κατά της AKZO την αιτίαση ότι προσέφερε σε πελάτες της ECS βρώμικο κάλιο και βιταμινούχο μίγμα ( ενώ κανονικά δεν προμήθευε το προϊόν αυτό ) σε τιμή προσελκύσεως, στο πλαίσιο συνολικής συμβάσεως που περιελάμβανε το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, προκειμένου να αποσπάσει τις παραγγελίες τους για ολόκληρη τη σειρά προσθέτων ουσιών για άλευρα, αποκλείοντας έτσι την ECS ( άρθρο 1, στοιχείο iv, της αποφάσεως ).

    Οι τιμές προσελκόσεως για το βρώμικο κάλιο

    123

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, η κατάχρηση για την οποία κατηγορείται η AKZO συνίσταται στο γεγονός ότι προσέφερε στους πελάτες της ECS βρώμικο κάλιο σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές προκειμένου να αποσπάσει παραγγελία για όλες τις πρόσθετες ουσίες που επιθυμούσαν να προμηθευτούν.

    124

    Η AKZO τονίζει ότι η χρησιμοποίηση ενός προϊόντος στο πλαίσιο πολιτικής τιμών προσελκύσεως νοείται μόνο όταν προσφέρονται ελάχιστες μόνο ποσότητες αυτού του προϊόντος. Δεδομένου ότι, αντιθέτως, η ίδια προσέφερε πάντοτε μεγάλες ποσότητες βρώμικου καλίου, η αιτίαση δεν ευσταθεί. Η AKZO υπογραμμίζει ότι δεν προσέφερε το προϊόν αυτό μόνο σε πελάτες της ECS.

    125

    Πρέπει, σχετικώς, να τονιστεί ότι, όπως συνάγεται από τη σύγκριση του κόστους παραγωγής του βρώμικου καλίου και του υπεροξειδίου του βενζοϋλίου, το βρώμικο κάλιο προσφερόταν σε τιμές αναλογικά χαμηλότερες από το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου.

    126

    Η χαμηλότερη τιμή του βρώμικου καλίου, προϊόν το οποίο η AKZO προσέφερε γενικώς ταυτοχρόνως με το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, απέβλεπε στην αύξηση της ελκυστικότητας της προσφερόμενης σειράς προσθέτων ουσιών. Συνεπώς, η αιτίαση είναι βάσιμη.

    Οι τιμές προσελκύσεως για τα βιταμινούχα μίγματα

    127

    Η Επιτροπή θεωρεί ως κατάχρηση το γεγονός ότι η AKZO προσέφερε βιταμινούχα μίγματα σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές προς πελάτες της ECS, ενώ δεν προμήθευε το προϊόν αυτό στους δικούς της πελάτες.

    128

    Η AKZO αμφισβητεί το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής υπογραμμίζοντας ότι διαψεύδεται από τα πραγματικά γεγονότα. Ορισμένοι αλευρόμυλοι στους οποίους η AKZO προσέφερε την πλήρη σειρά προσθέτων ουσιών, περιλαμβανομένων των βιταμινούχων μιγμάτων, αγόραζαν μόνο υπεροξείδιο του βενζοϋλίου και βρώμικο κάλιο. Εξάλλου, οι προσφορές του εν λόγω προϊόντος, υπό τύπον εξυπηρετήσεως της πελατείας, δεν μπορούσαν παρά να γίνονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο τιμών, λόγω των ανταγωνιστικών τιμών της Vitrition, κυριότερου προμηθευτή βιταμινούχων μιγμάτων.

    129

    Πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός ότι ορισμένοι πελάτες δεν προέβησαν σε αγορά βιταμινούχων μιγμάτων δεν αποκλείει την εφαρμογή πολιτικής τιμών προσελκύσεως εκ μέρους της AKZO.

    130

    Εξάλλου, υπάρχουν δύο στοιχεία που αποδεικνύουν το βάσιμο της αιτιάσεως. Πρώτον, η AKZO κατέστησε ελκυστικότερη την προσφερόμενη σειρά προσθέτων ουσιών περιλαμβάνοντας σ' αυτήν, για τους πελάτες της ECS, τα βιταμινούχα μίγματα, παρά το ότι δεν προμήθευε το προϊόν αυτό στους κυριότερους πελάτες της, τη Ranks και τη Spillers. Δεύτερον, προσέφερε τα μίγματα αυτά σε τιμές εξαιρετικά ελκυστικές δεδομένου ότι, όπως η ίδια αναγνώρισε, οι τιμές αυτές δεν κάλυπταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους της (σημείο 185 του δικογράφου της προσφυγής ). Οι ανταγωνιστικές τιμές της Vitrition δεν δικαιολογούν το γεγονός ότι η AKZO προσέφερε το προϊόν αυτό, λαμβανομένης υπόψη της διαρθρώσεως των στοιχείων κόστους της επιχειρήσεως αυτής, σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές.

    ν) Επί της παρατεταμένης διατηρήσεως των τιμών σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο

    131

    Η Επιτροπή κατηγορεί την AKZO ότι διατήρησε, στο πλαίσιο του σχεδίου της να πλήξει την ECS, τις τιμές των προσθέτων ουσιών για άλευρα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε επίπεδο τεχνητά χαμηλό κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου, κατάσταση που μπορούσε να αντιμετωπίσει λόγω των μεγαλύτερων από την ECS χρηματοπιστωτικών δυνατοτήτων της ( άρθρο 1, στοιχείο ν, της αποφάσεως ).

    132

    Η AKZO και η Επιτροπή συμφωνούν ότι η αιτίαση αυτή αναφέρεται στις συμφωνηθείσες με τις εταιρίες Ranks και Spillers τιμές.

    Επί των τιμών που συμφωνήθηκαν με τη Ranks

    133

    Η AKZO υποστηρίζει ότι οι τιμές αυτές δεν ήταν καταχρηστικές, καθόσον τις επέβαλε η ανάγκη ευθυγραμμίσεώς της προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προσφορές της ECS και της Diaflex.

    134

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, καταρχήν, το δικαίωμα δεσπόζουσας επιχείρησης να ευθυγραμμίζει τις τιμές της. Ωστόσο, δεν δέχεται ότι η AKZO μείωσε τις τιμές της λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού που αντιμετώπιζε από τη Diaflex (σημείο 45 της αποφάσεως ). Πράγματι, από ορισμένα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η AKZO είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τις τιμές της Diaflex. Κατά συνέπεια, στην παρούσα περίπτωση, οι ευθυγραμμίσεις των τιμών της AKZO με εκείνες της Diaflex είναι αθέμιτες.

    135

    Από τα έγγραφα που επικαλείται η Επιτροπή αποδεικνύεται συγκεκριμένα:

    ότι τον Ιούνιο 1979η Diaflex και η AKZO συνεννοήθηκαν ως προς τον τρόπο που θα μεθοδεύσουν αύξηση των τιμών που θα πρότειναν στη Ranks και τη Spillers ( παράρτημα 119 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων )·

    ότι το 1980 ένας από τους συμβούλους της Diaflex επικαλέστηκε άγραφο νόμο που απαγορεύει στην Diaflex να αποσπά πελάτες από την AKZO (παράρτημα 117 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων )·

    ότι τον Νοέμβριο 1980η Diaflex γνωστοποίησε στην AKZO το ύψος της προσφοράς της ECS προς τη Ranks. Κατά το έγγραφο αυτό, η Diaflex και η AKZO έπρεπε να μειώσουν τις τιμές που προσέφεραν στη Ranks εάν επιθυμούσαν να διατηρήσουν αυτόν τον πελάτη ( παράρτημα 38 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων )·

    ότι τον Νοέμβριο 1982 ανατέθηκε σε στέλεχος της AKZO να έλθει σε επαφή με την Diaflex ζητώντας της να αυξήσει τις τιμές της ( παράρτημα 120 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων ).

    136

    Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι η AKZO και η Diaflex διατήρησαν στενές επαφές ως προς την ακολουθητέα πολιτική στον τομέα των τιμών κατά την περίοδο πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί των προσωρινών μέτρων. Επομένως, η Επιτροπή ευλόγως θεωρεί ότι η ευθυγράμμιση της AKZO με τις τιμές της Diaflex ήταν αθέμιτη. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται να ληφθούν υπόψη οι προσφορές της Diaflex στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτιάσεως.

    137

    Όσον αφορά το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 20 °/ο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η AKZO εφάρμοσε έναντι της Ranks, από τον Ιανουάριο 1981 έως τον Μάρτιο 1982, την τιμή των 640 UK£, χωρίς να αντιμετωπίζει προσφορές άλλων επιχειρήσεων πλην της Diaflex. Τον Μάρτιο 1982η AKZO μείωσε την τιμή της σε 629 UK£, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ισόποση προσφορά ανεξαρτήτου εμπόρου. Η προσφορά αυτή δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι η AKZO διατήρησε την τιμή αυτή μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως περί προσωρινών μέτρων, δεδομένου ότι δεν είχε να αντιμετωπίσει, μεταγενέστερα, άλλες ανταγωνιστικές προσφορές. Οι τιμές των 640 και 629 UK£ ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο του συνολικού της κόστους, αλλά υψηλότερες από τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους της, όπως αυτά υπολογίστηκαν ανωτέρω (βλ. σημεία 89 και 97 ).

    138

    Όσον αφορά το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο, η AKZO εφάρμοσε από τον Ιανουάριο 1981 έως τον Μάρτιο 1982 την τιμή των 314 UK£, από τον Μάρτιο 1982 έως τον Φεβρουάριο 1983 την τιμή των 309 UK£, από τον Φεβρουάριο 1983 έως τον Ιούνιο 1983, την τιμή των 325 UK£, τέλος δε, από τον Ιούνιο 1983 την τιμή των 339 UK£. Οι τιμές αυτές, οι οποίες προσφέρθηκαν ελλείψει άλλων ανταγωνιστικών προσφορών, ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο του συνολικού της κόστους, αλλά υψηλότερες από τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους της.

    139

    Κατά συνέπεια, οι τιμές που προσέφερε η AKZO στη Ranks δεν επηρεάστηκαν από ανταγωνιστικές προσφορές, εκτός από εκείνη των 629 UK£ που αφορά το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου ( Μάρτιος 1982 ).

    140

    Διατηρώντας τις τιμές της σε επίπεδα χαμηλότερα του μέσου όρου του συνολικού της κόστους, κατά τη διάρκεια παρατεταμένης χρονικής περιόδου, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, η AKZO κατέφερε πλήγμα κατά της ECS αποτρέποντας την να ασκήσει επιθετική πολιτική έναντι πελατών της.

    Επί των τιμών που προσφέρθηκαν στη Spillers

    141

    Για τους λόγους που προεκτέθηκαν παρέλκει να ληφθούν υπόψη οι προσφορές της Diaflex προς τη Spillers.

    142

    Όσον αφορά το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου 16 ο/ο, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι η ΑΚΖΟ προσέφερε στη Spillers τιμή 489 UK£, από τον Νοέμβριο 1980 έως τον Μάρτιο 1982. Η τιμή αυτή ήταν χαμηλότερη από τον μέσο όρο του συνολικού κόστους της ΑΚΖΟ, αλλά υψηλότερη από τον μέσο όρο του κυμαινόμενου κόστους της, όπως αυτά υπολογίστηκαν ανωτέρω ( βλ. σκέψεις 89 και 97 ). Την τιμή αυτή δεν δικαιολογεί η ανάγκη αντιμετωπίσεως ανταγωνιστικών προσφορών.

    143

    Κατόπιν, η AKZO προσέφερε στη Spillers, για το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου, ακόμη ελκυστικότερες τιμές ( 425 UK£ από τον Μάρτιο 1982 και 435 UK£ από τον Ιούνιο 1983 ) οι οποίες, ωστόσο, δεν περιελάμβαναν τα έξοδα μεταφοράς τα οποία η AKZO υπολόγιζε σε 35 UK£ ανά τόνο ( παράρτημα 3 της προσφυγής ). Από τη δικογραφία δεν συνάγεται ότι υπήρξαν κατά την περίοδο αυτή ανταγωνιστικές προσφορές.

    144

    Όσον αφορά το βρώμικο κάλιο 10 ο/ο, πρέπει να τονιστεί ότι η AKZO προσέφερε καθ' όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, χωρίς να αντιμετωπίζει ανταγωνιστικές προσφορές, τιμή 309 UK£, η οποία ήταν χαμηλότερη από τον μέσον όρο του συνολικού της κόστους, αλλά υψηλότερη από τον μέσον όρο του κυμαινόμενου κόστους της.

    145

    Κατά συνέπεια, όπως και οι τιμές που προσέφερε η AKZO στη Ranks, οι τιμές που προσέφερε στη Spillers δεν επηρεάστηκαν από ανταγωνιστικές προσφορές.

    146

    Διατηρώντας τιμές χαμηλότερες από τον μέσον όρο του συνολικού της κόστους, κατά τη διάρκεια παρατεταμένης περιόδου, χωρίς αντικειμενικό λόγο, η AKZO κατέφερε πλήγμα στην ECS αποτρέποντας την να ασκήσει επιθετική πολιτική έναντι πελατών της.

    vi) Επί των αποσπασθέντων πληροφοριών για ανταγωνιστικές προσφορές και επί της συμβάσεως αποκλειστικότητας

    147

    Η Επιτροπή θεωρεί, επίσης, ως κατάχρηση το γεγονός ότι η ΑΚΖΟ ακολούθησε εμπορική πολιτική εκτοπίσεως από την αγορά έναντι των προμηθευτών της RHM και της Spillers, αποσπώντας από τους πελάτες αυτούς συγκεκριμένες λεπτομέρειες ως προς τις προσφορές άλλων προμηθευτών προσθέτων ουσιών για άλευρα και προσφέροντας τους στη συνέχεια τιμή μόλις κατώτερη από τη χαμηλότερη ανταγωνιστική προσφορά, γεγονός στο οποίο η Επιτροπή προσθέτει ( για την περίπτωση της Spillers ) την υποχρέωση που επιβλήθηκε στον πελάτη να καλύπτει από την ΑΚΖΟ το σύνολο των αναγκών του σε πρόσθετες ουσίες για άλευρα ( άρθρο 1, στοιχείο vi, της αποφάσεως ).

    148

    Όσον αφορά την απόσπαση πληροφοριών, πρέπει να τονιστεί ότι όταν μία τέτοια πρακτική εντάσσεται, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο πλαίσιο σχεδίου που αποβλέπει στην εκδίωξη από την αγορά ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φυσιολογικό μέσο ανταγωνισμού.

    149

    Ως προς τη σύμβαση αποκλειστικότητας, επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής ( σκέψη 89 ), το γεγονός ότι επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση σε συγκεκριμένη αγορά δεσμεύει — έστω και κατόπιν αιτήσεως τους — τους αγοραστές με υπόσχεση να καλύπτουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών τους αποκλειστικά από την εν λόγω επιχείρηση συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης.

    150

    Συνεπώς, η σύμβαση που συνήψε η ΑΚΖΟ με τη Spillers πρέπει να θεωρηθεί ως καταχρηστική πρακτική.

    III — Επί των επιβληθέντων μέτρων

    151

    Η ΑΚΖΟ υποστηρίζει ότι ορισμένα από τα μέτρα που της επιβλήθηκαν προκειμένου να παύσει την παράβαση πρέπει να ακυρωθούν.

    152

    Τα μέτρα αυτά, τα οποία απαριθμούνται στην τρίτη και πέμπτη παράγραφο του άρθρου 3 της αποφάσεως, απαγορεύουν στην ΑΚΖΟ να προσφέρει διαφορετικές τιμές έναντι συγκρίσιμων πελατών και, ιδίως, να προσφέρει στους κατ' ιδίαν αλευρόμυλους του ομίλου Allied τιμές χαμηλότερες από εκείνες που προσφέρει στους « μεγάλους ανεξαρτήτους ».

    Επί της απαγορεύσεως προσφοράς διαφορετικών τιμών

    153

    Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 3 της αποφάσεως έχει ως εξής:

    « Ειδικότερα, και με την επιφύλαξη των άλλων υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 1, στοιχεία i και vi, η ΑΚΖΟ Chemie BV και οι θυγατρικές της οφείλουν να παύσουν ( εκτός αν ενεργούν προς εκτέλεση παραγγελιών σε τιμές που έχουν συμφωνηθεί πριν από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης ) την προσφορά ή την εφαρμογή τιμών ή άλλων όρων πώλησης πρόσθετων ουσιών για άλευρα στην Κοινότητα, που ενδέχεται να έχουν σαν αποτέλεσμα την, εκ μέρους πελατών, για τις εργασίες των οποίων ανταγωνίζεται με την ECS, καταβολή στην ΑΚΖΟ Chemie BV τιμών διαφορετικών από τις τιμές που προσφέρονται από την ΑΚΖΟ Chemie BV σε συγκρίσιμους πελάτες. »

    154

    Κατά την ΑΚΖΟ, το μέτρο αυτό είναι άδικο. Πράγματι, σε περίπτωση προσεγγίσεως πελατών εκ μέρους της ECS θα είχε να αντιμετωπίσει το εξής δίλημμα: είτε να ευθυγραμμιστεί και να επεκτείνει σε όλους τους πελάτες της συγκρίσιμου μεγέθους τις τιμές που αναγκάστηκε να προσφέρει για να διατηρήσει τον πελάτη, ενέργεια ιδιαίτερα δαπανηρή, είτε να απολέσει τον πελάτη.

    155

    Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπογραμμιστεί ότι σκοπός της προσβαλλομένης διατάξεως είναι να αποτρέψει επανάληψη της παραβάσεως και να εξαλείψει τις συνέπειες αυτής. Σ' αυτήν την προοπτική πρέπει να τοποθετηθεί η διάταξη αυτή. Αφενός, απαγορεύει στην ΑΚΖΟ να ασκήσει και πάλι επιθετική πολιτική έναντι πελατών της ECS προσφέροντας τους χαμηλότερες τιμές, χωρίς παράλληλα να προσφέρει το ίδιο όφελος στους δικούς της πελάτες. Αφετέρου, της απαγορεύει, σε περίπτωση που η ECS επιχειρούσε να ανακτήσει τους πελάτες που αθεμίτως της είχε αποσπάσει η ΑΚΖΟ, να ευθυγραμμιστεί με τις τιμές της ECS, χωρίς παράλληλα να προσφέρει το ίδιο όφελος στους δικούς της πελάτες.

    156

    Αντιθέτως, η κατάσταση που επικαλείται η ΑΚΖΟ προς στήριξη του ισχυρισμού της δεν εμπίπτει στη διάταξη αυτή. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν της απαγορεύει να προβαίνει σε αμυντικού χαρακτήρα ευθυγραμμίσεις, ακόμα και προς τιμές της ECS, προκειμένου να διατηρήσει πελάτες που ήταν δικοί της εξαρχής.

    157

    Η βαλλόμενη διάταξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άδικη, καθόσον περιορίζεται να απαγορεύσει στην ΑΚΖΟ τη συνέχιση της αθέμιτης συμπεριφοράς της και να δώσει τη δυνατότητα στην ECS να αποκαταστήσει την κατάσταση που υφίστατο πριν από την εκδήλωση της διαφοράς. Συνεπώς, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των προσφορών στους μεμονωμένους αλενρομύλους τον ομίλου Allied

    158

    Η πέμπτη παράγραφος του άρθρου 3 έχει ως εξής:

    « Προς αποφυγή αμφιβολιών, ορίζεται επακριβώς ότι οι προσφορές της ΑΚΖΟ Chemie BV για την προμήθεια προσθέτων ουσιών για άλευρα σε μεμονωμένους αλευρόμυλους του ομίλου Allied δεν υποβάλλονται με όρους ουσιαστικά ευνοϊκότερους από εκείνους που προσφέρονται στους “ μεγάλους ανεξάρτητους ”. »

    159

    Κατά την εξέταση της αιτιάσεως της σχετικής με τις επιλεκτικές τιμές, διαπιστώθηκε ότι οι μεμονωμένοι αλευρόμυλοι του ομίλου Allied και οι « μεγάλοι ανεξάρτητοι » δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση. Συνεπώς, δεν υφίστατο διάκριση απαγορευό-μενη από το άρθρο 86.

    160

    Επιβάλλοντας στην ΑΚΖΟ να προσφέρει στους μεμονωμένους αλευρομύλους του ομίλου Allied τιμές ισοδύναμες με εκείνες που προσφέρει στους « μεγάλους ανεξαρτήτους », η Επιτροπή της επέβαλε υποχρέωση η οποία βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της τηρήσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων, που επιβάλλει το άρθρο 86, στοιχείο γ, της Συνθήκης. Συνεπώς, η πέμπτη παράγραφος του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί.

    ΙV — Επί του προστίμου

    161

    Επικουρικώς, η AKZO ζητεί την ακύρωση του προστίμου, που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της αποφάσεως, ή τουλάχιστον τη μείωση του.

    162

    Επιβάλλεται, σχετικώς, να υπογραμμιστεί η ιδιαίτερη σοβαρότητα της παραβάσεως της AKZO, δεδομένου ότι με τη συμπεριφορά της απέβλεψε να εμποδίσει ανταγωνιστική επιχείρηση να επεκτείνει τις δραστηριότητες της σε αγορά στην οποία η AKZO κατείχε δεσπόζουσα θέση.

    163

    Ωστόσο, τρία στοιχεία επιβάλλουν τη μείωση του προστίμου. Πρώτον, πρέπει να τονιστεί, ως προς τις ασυνήθιστα χαμηλές τιμές που η AKZO προσέφερε ή συμφώνησε τόσο με πελάτες της όσο και με πελάτες της ECS, ότι αυτής της φύσεως οι καταχρήσεις εμπίπτουν σε νομικό τομέα όπου οι κανόνες ανταγωνισμού ουδέποτε έχουν διευκρινιστεί. Δεύτερον, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιορισμένες επιπτώσεις της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ AKZO και ECS, δεδομένου ότι η παράβαση δεν επηρέασε σημαντικά τα μερίδια των δύο επιχειρήσεων στην αγορά των προσθέτων ουσιών για άλευρα. Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση ( σημείο 18 ) πριν από την εκδήλωση της διαφοράς η ECS κατείχε το 35 ο/ο του τομέα, έναντι 30 ο/ο το 1984, ενώ το μερίδιο της AKZO αυξήθηκε από 52 σε 55 ο/ο. Τέλος, η Επιτροπή δεν έπρεπε να εκλάβει την παράβαση της αποφάσεως επί προσωρινών μέτρων, διά της ευθυγραμμίσεως με τις τιμές της Diaflex, ως επιβαρυντικό στοιχείο που να δικαιολογεί το αυξημένο ύψος του προστίμου. Πράγματι, η απόφαση αυτή επέτρεπε την ευθυγράμμιση με τις τιμές οποιασδήποτε ανταγωνιστικής επιχειρήσεως, χωρίς να αποκλείει την ευθυγράμμιση με τις τιμές της Diaflex. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή όφειλε, από τη στιγμή που είχε στη διάθεση της αποδείξεις ότι η Diaflex δεν συνιστά πραγματικό ανταγωνιστή και ότι, κατά συνέπεια, οι ευθυγραμμίσεις με τις τιμές της δεν ήταν καλόπιστες, να ασκήσει την εξουσία επιβολής κυρώσεων που διέθετε.

    164

    Κατά συνέπεια, το πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά το ένα τέταρτο και να ορισθεί σε 7500000 ECU, δηλαδή 18522000 HFL.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    165

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε ως προς τους κυριότερους λόγους που προέβαλε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα )

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο iii, της αποφάσεως 85/609/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1985, της σχετικής με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον αφορά τις προσφορές της AKZO προς μεμονωμένους αλευρόμυλους του ομίλου Allied.

     

    2)

    Ακυρώνει το άρθρο 3, πέμπτο εδάφιο, της αποφάσεως.

     

    3)

    Καθορίζει το πρόστιμο σε 7500000 ECU, δηλαδή σε 18522000 ολλανδικά φιορίνια.

     

    4)

    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

     

    5)

    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

     

    Moitinho de Almeida

    Rodríguez Iglesias

    Slynn

    Joliét

    Zuleeg

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Ιουλίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

    J.C Moitinho de Almeida


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top