Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61984CJ0142

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 1987.
    British-American Tobacco Company Ltd και R. J. Reynolds Industries Inc. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Ανταγωνισμός - Δικαιώματα των καταγγελλόντων - Συμμετοχή στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας εταιρίας.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 142 και 156/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1987 -04487

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1987:490

    61984J0142

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 17ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1987. - BRITISH AMERICAN TOBACCO COMPANY LTD ΚΑΙ R. J. REYNOLDS INDUSTRIES INC. ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΥΣΩΝ - ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 142 ΚΑΙ 156/84.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1987 σελίδα 04487
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00247
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00249


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1 . Ανταγωνισμός - Διοικητική διαδικασία - Δικαιώματα των καταγγελλόντων - Προστασία του εμπορικού απορρήτου της επιχειρήσεως που αφορά η καταγγελία

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 214 κανονισμός του Συμβουλίου 17, άρθρα 3 και 20, παράγραφος 2 )

    2 . Ανταγωνισμός - Συμπράξεις - Απόκτηση μεριδίου συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας επιχειρήσεως - Επηρεασμός του ανταγωνισμού - Κριτήρια εκτιμήσεως

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 85 )

    3 . Προσφυγή ακυρώσεως - Απόφαση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης - Περίπλοκη εκτίμηση οικονομικής φύσεως - Δικαστικός έλεγχος - 'Ορια

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 85, παράγραφος 1, και 173 )

    4 . Ανταγωνισμός - Δεσπόζουσα θέση - Κατάχρηση - Απόκτηση μεριδίου συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας επιχειρήσεως - 'Οροι

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 86 )

    5 . Πράξεις των οργάνων - Αιτιολογία - Υποχρέωση - Περιεχόμενο - Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού

    ( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 190 κανονισμός του Συμβουλίου 17, άρθρο 3 )

    Περίληψη


    1 . Η έρευνα που κινεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της αποστολής της να επαγρυπνεί για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού δεν συνιστά κατ' αντιπαράσταση διαδικασία μεταξύ των επιχειρήσεων που υπέβαλαν καταγγελία βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, επικαλούμενες έννομο συμφέρον για την παύση της παραβάσεως, και των εταιριών κατά των οποίων κινείται η διαδικασία .

    Καίτοι οι καταγγέλλοντες πρέπει να μπορούν να προασπίζουν τα έννομα συμφέροντά τους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποιούν οι καταγγέλλοντες, εντούτοις, τα διαδικαστικά δικαιώματα των καταγγελλόντων δεν μπορούν να είναι τόσο ευρέα όσο το δικαίωμα της άμυνας των επιχειρήσεων κατά των οποίων η Επιτροπή διεξάγει έρευνα, τα όριά τους δε βρίσκονται εκεί όπου αρχίζει να θίγεται το δικαίωμα της άμυνας .

    Η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που τίθεται με το άρθρο 214 της Συνθήκης και με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 αμβλύνεται έναντι των καταγγελλόντων, οι οποίοι πάντως δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να λάβουν πληροφορίες για έγγραφα που περιέχουν εμπορικά απόρρητα .

    Ομοίως τα έννομα συμφέροντα των καταγγελλόντων δεν θίγονται κατά κανέναν τρόπο, όταν αυτοί πληροφορούνται για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των επιχειρήσεων που αφορά η έρευνα και της Επιτροπής, προκειμένου να προσαρμοστούν οι συμφωνίες ή η εφαρμοζόμενη πρακτική προς τους κανόνες της Συνθήκης . Αν τους αναγνωριζόταν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις αυτές και να ενημερώνονται για την εξέλιξή τους, προκειμένου να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους επί των διαφόρων προτάσεων που κάνει το ένα ή το άλλο μέρος, θα διακυβευόταν το δικαίωμα της Επιτροπής και της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως να αρχίσουν τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις .

    2 . 'Οταν ότι η συμμετοχή στο κεφάλαιο της ανταγωνίστριας εταιρίας αποτελεί το αντικείμενο συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, μετά την έναρξη ισχύος αυτών των συμφωνιών, παραμένουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, πρέπει, καταρχάς, να εξετάζεται η κατάσταση υπό το φως του άρθρου 85 .

    Καίτοι το γεγονός ότι μία επιχείρηση αποκτά μερίδιο συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας επιχειρήσεως δεν συνιστά καθαυτό συμπεριφορά περιοριστική του ανταγωνισμού, μία τέτοια συμμετοχή μπορεί εντούτοις να αποτελεί κατάλληλο μέσο για να επηρεαστεί η εμπορική συμπεριφορά των επιχειρήσεων για τις οποίες πρόκειται, κατά τρόπο που να περιορίζεται ή να νοθεύεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, στην οποία αναπτύσσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες οι δύο αυτές επιχειρήσεις .

    Αυτό θα συνέβαινε ιδίως αν, με την απόκτηση μεριδίου συμμετοχής ή με παρεπόμενους όρους μιας συμφωνίας, η επενδύουσα επιχείρηση αποκτά το νομικό ή πραγματικό έλεγχο επί της εμπορικής συμπεριφοράς της άλλης επιχειρήσεως ή αν η συμφωνία προβλέπει εμπορική συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων ή δημιουργεί συνθήκες κατάλληλες να ενθαρρύνουν μία τέτοια συνεργασία ή ακόμη όταν η συμφωνία παρέχει στην επενδύουσα επιχείρηση τη δυνατότητα να ενισχύσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, τη θέση της, αποκτώντας τον πραγματικό έλεγχο επί της άλλης επιχειρήσεως .

    Κάθε συμφωνία πρέπει να κρίνεται εντός του οικονομικού της πλαισίου και ιδίως υπό το φως της καταστάσεως της συγκεκριμένης αγοράς . 'Οταν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είναι πολυεθνικές εταιρίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους επί παγκοσμίου επιπέδου, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι σχέσεις τους εκτός της Κοινότητας και ιδίως το ενδεχόμενο η συμφωνία για την οποία πρόκειται να αποτελεί μέρος μιας σφαιρικής πολιτικής συνεργασίας μεταξύ τους . Ιδιαίτερη επαγρύπνηση επιβάλλεται στην Επιτροπή στην περίπτωση αποτελματωμένης αγοράς ολιγοπωλιακού χαρακτήρα, όπως είναι η αγορά των τσιγάρων .

    3 . Καίτοι το Δικαστήριο ασκεί γενικώς πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, ο έλεγχος που ασκεί στις περίπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως που εκφέρει η Επιτροπή περιορίζεται αναγκαία στην εξέταση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν ακριβή και δεν υφίστατο προφανής πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας .

    4 . Δεν μπορεί, πράγματι, να γίνει λόγος, όταν πρόκειται για απόκτηση μεριδίου συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας επιχειρήσεως, για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως υπό την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης, παρά μόνο αν η εν λόγω συμμετοχή σημαίνει πραγματικό έλεγχο επί της άλλης επιχειρήσεως ή, τουλάχιστον, επηρεασμό της εμπορικής της πολιτικής .

    5 . 'Οταν η Επιτροπή απορρίπτει καταγγελία ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, αρκεί να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι υφίσταται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εξηγήσει ενδεχόμενες διαφορές σε σχέση με την ανακοίνωσή της των αιτιάσεων, η οποία συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο το οποίο περιέχει εκτιμήσεις καθαρά προσωρινού χαρακτήρα με τις οποίες επιδιώκεται να καθοριστεί το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας έναντι των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία αυτή, ούτε όλα τα πραγματικά και νομικά στιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία .

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 142 και 156/84,

    British-American Tobacco Company Ltd, Λονδίνο, εκπροσωπούμενη από τον P . V . F . Bos, αρχικώς δικηγόρο 'Αμστερνταμ, κατόπιν δε Ρότερνταμ, Nolst Trenite, με γραφείο στις Βρυξέλλες, κατόπιν παραγγελίας των Coudert Brothers, δικηγόρων Νέας Υόρκης, με γραφείο στις Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο J . Loesch, 2, rue Goethe,

    και

    R . J . Reynolds Industries Inc ., Winston Salem, Βόρεια Καρολίνα, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, εκπροσωπούμενη από τον Joseph F . Abely Jr ., Vice Chairman of the Board, διά των J . F . Lever, QC, και R . J . Buxton, QC, του Gray' s Inn Chambers, Gray' s Inn, Λονδίνο, κατόπιν παραγγελίας των A . J . C . Paines και M . J . Reynolds, του γραφείου Allen and Overy, Λονδίνο και Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο J . Loesch, 2, rue Goethe,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο A . McClellan και την K . Banks, μέλος της νομικής υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από τη

    Philip Morris Incorporated, Νέα Υόρκη, εκπροσωπούμενη από το Siragusa, δικηγόρο Ρώμης, και το Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο E . Arendt, Centre Louvigny, 34 B, rue Philippe-II,

    και τη

    Rembrandt Group Limited, Stellenbosch, Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους C . Bellamy και K . B . Parker, του Gray' s Inn, Λονδίνο, κατόπιν παραγγελίας του Malcolm G . C . Nicholson, Solicitor του Slaughter and May, Λονδίνο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους Elvinger και Hoss, 15, Cote d' Eich,

    παρεμβαίνουσες,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως που περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής SG(84 ) D/3946, της 22ας Μαρτίου 1984, σχετικά με τις υποθέσεις ΙV/30.342 και ΙV/30.926, με την οποία απορρίφτηκαν οι καταγγελίες που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001, σ . 25 ) και έγινε δεκτό ότι ορισμένες συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των παρεμβαινουσών δεν συνιστούν παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

    συγκείμενο από τους O . Due, πρόεδρο τμήματος, G . C . Rodriguez Iglesias, T . Koopmans, K . Bahlmann και Κ . Κακούρη, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας : G . F . Mancini

    γραμματέας : Β . Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, όπως συμπληρώθηκε μετά από την προφορική διαδικασία της 12ης Νοεμβρίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1987,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου αντιστοίχως στις 4 και 20 Ιουνίου 1984, η British-American Tobacco Company Ltd, με έδρα το Λονδίνο, και η R . J . Reynolds Industries Inc ., Winston Salem, Βόρεια Καρολίνα, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, άσκησαν δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ δύο προσφυγές ακυρώσεως της αποφάσεως που περιέχεται στα έγγραφα της Επιτροπής SG(84 ) D/3946, της 22ας Μαρτίου 1984, σχετικά με τις υποθέσεις ΙV/30.342 και ΙV/30.926, με την οποία απορρίφθηκαν οι καταγγελίες που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( ειδ . έκδ . 08/001, σ . 25 ) και με την οποία έγινε δεκτό ότι ορισμένες συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ της Philip Morris Incorporated ( εφεξής : Philip Morris ), Νέα Υόρκη, και της Rembrandt Group Limited ( εφεξής : Rembrandt ), Stellenbosch, Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, δεν συνιστούν παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ . Οι προσφεύγουσες ζητούν επιπλέον να διατάξει το Δικαστήριο την Επιτροπή να μεταβάλει στάση ως προς τις εν λόγω καταγγελίες, προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου .

    2 Με Διάταξη της 28ης Νοεμβρίου 1984, το Δικαστήριο επέτρεψε στη Philip Morris και τη Rembrandt να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής . Με Διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 1984, το Δικαστήριο διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως .

    3 Οι καταγγελίες που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες κατ' εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 17 στρέφονταν κατά των συμφωνιών που είχαν συναφθεί μεταξύ της Philip Morris και της Rembrandt, κατά τις οποίες η πρώτη από αυτές τις εταιρίες αγόρασε από τη δεύτερη, αντί 350 εκατομμυρίων δολαρίων, μερίδα συμμετοχής κατά 50 % στο κεφάλαιο της Rothmans Tobacco ( Holding ) Ltd ( εφεξής : Rothmans Holdings ), εταιρία επενδύσεων η οποία είναι θυγατρική κατά 100 % της Rembrandt και είχε στο κεφάλαιο της Rothmans International plc ( εφεξής : Rothmans International ) μερίδιο συμμετοχής επαρκώς μεγάλο για να ελέγχει αυτή την τελευταία εταιρία, σημαντική παραγωγό τσιγάρων στην κοινοτική αγορά και ιδίως στην Μπενελούξ . Με τις συμφωνίες αυτές η Philip Morris απέκτησε άμεση συμμετοχή κατά 21,9 % στα κέρδη της ανταγωνίστριάς της Rothmans International .

    4 Οι συμφωνίες αυτές ( εφεξής : οι συμφωνίες του 1981 ) περιείχαν επιπλέον ρήτρες με τις οποίες επιδιωκόταν η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των μερών, όσον αφορά την άμεση ή έμμεση συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της Rothmans International και παρείχαν σε καθένα από τα μέρη "δικαίωμα προηγούμενης αρνήσεως" σε περίπτωση παραχωρήσεως, από το άλλο μέρος, του μεριδίου συμμετοχής στο κεφάλαιο της Rothmans Holdings .

    5 'Οσον αφορά τη διοίκηση, οι συμφωνίες του 1981 παρείχαν στα δύο μέρη το δικαίωμα να διορίζουν ίσο αριθμό μελών στο διοικητικό συμβούλιο της Rothmans Holdings . Οι συμφωνίες όριζαν ότι η Rembrandt διατηρούσε τις διοικητικές εξουσίες που είχε ασκήσει μέχρι τότε ως προς τις εμπορικές δραστηριότητες της Rothmans International και ότι τα στοιχεία που αφορούν τον ανταγωνισμό δεν έπρεπε να ανακοινωθούν στη Philip Morris, περιείχαν όμως και όρους που προέβλεπαν συνεργασία μεταξύ της Philip Morris και της Rothmans International σε τομείς όπως η από κοινού διανομή και παραγωγή, οι τεχνικές γνώσεις, η τεχνική έρευνα κλπ .

    6 Κατόπιν καταγγελιών που υπέβαλαν, μεταξύ άλλων, οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή απηύθυνε στη Philip Morris και στη Rembrandt ανακοίνωση αιτιάσεων, υποστηρίζοντας ότι οι συμφωνίες του 1981 συνιστούσαν συγχρόνως παράβαση του άρθρου 85 και του άρθρου 86 της Συνθήκης . Κατόπιν διαπραγματεύσεων με την Επιτροπή, η Philip Morris και η Rembrandt αντικατέστησαν τελικά αυτές τις συμφωνίες με νέες συμφωνίες προκειμένου να αρθούν οι αιτιάσεις της Επιτροπής . Αυτές ακριβώς τις τελευταίες συμφωνίες ( εφεξής οι συμφωνίες του 1984 ) αφορούν οι επίδικες αποφάσεις της Επιτροπής, η οποία και δεν θεώρησε ότι έπρεπε να εκδώσει απόφαση, όσον αφορά τις αρχικές συμφωνίες του 1981, δεδομένου ότι αυτές καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τις συμφωνίες του 1984 .

    7 Με τις συμφωνίες του 1984 η Philip Morris επανεκχώρησε το μερίδιο συμμετοχής της στο κεφάλαιο της Rothmans Holdings και, ως αντιπαροχή, απέκτησε μερίδιο άμεσης συμμετοχής στο κεφάλαιο της Rothmans International . Η συμμετοχή αυτή ανέρχεται σε 30,8 %, αλλά αντιπροσωπεύει μόνο 24,9 % των ψήφων, ενώ το μέρος, επίσης 30,8 %, που κατέχει η Rembrandt, αντιπροσωπεύει το 43,6 % των ψήφων .

    8 'Οπως και οι συμφωνίες του 1981, οι νέες συμφωνίες παρέχουν δικαίωμα προτιμήσεως στο άλλο μέρος σε περίπτωση παραχωρήσεως του μεριδίου συμμετοχής . Επιπλέον, μόνο στο σύνολό του μπορεί να παραχωρηθεί το μερίδιο συμμετοχής ενός μέρους σε τρίτους και αποκλειστικά είτε σε ένα μόνο ανεξάρτητο αγοραστή είτε σε τουλάχιστον δέκα ανεξάρτητους αγοραστές . Αν το μερίδιο συμμετοχής της Rembrandt πωληθεί σε ένα μόνο αγοραστή, αυτός οφείλει να κάνει πανομοιότυπη προσφορά και για τα μερίδια της Philip Morris . Τέλος, σε περίπτωση παραχωρήσεως του μεριδίου συμμετοχής του ενός ή του άλλου μέρους, οι συμφωνίες προβλέπουν τη δυνατότητα ίσης κατανομής των δικαιωμάτων ψήφου εντός της Rothmans International .

    9 Οι συμφωνίες του 1984 συμπληρώθηκαν με ορισμένες δεσμεύσεις των μερών έναντι της Επιτροπής . Με τις δεσμεύσεις αυτές επιδιώκεται ιδίως να διασφαλιστεί η μη εκπροσώπηση της Rhilip Morris στα διευθυντικά όργανα της Rothmans International και η μη ανακοίνωση στη Philip Morris πληροφοριών που αφορούν τον όμιλο Rothmans International και που είναι ικανές να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του ομίλου Philip Morris στις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο ομίλων εντός της Κοινότητας . Επιπλέον, η Philip Morris δεσμεύτηκε να πληροφορεί την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση των συμφωνιών και για κάθε αύξηση του μεριδίου της συμμετοχής εντός της Rothmans International ή για κάθε ενδεχόμενη περίπτωση κατά την οποία η Philip Morris θα αποκτούσε 25 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου εντός της Rothmans International . Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει διαχωρισμό μεταξύ των αντίστοιχων συμφερόντων της Rothmans International και της Philip Morris, ώστε να διατηρηθεί το status quo για μια περίοδο τριών μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ποια νέα μέτρα θα είναι ενδεχομένως τα κατάλληλα .

    10 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς οι λόγοι και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα της Επιτροπής και των παρεμβαινουσών . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

    Ι - Επί του παραδεκτού των προσφυγών

    11 Μία από τις παρεμβαίνουσες, η Rembrandt, αμφισβητεί το παραδεκτό των προσφυγών λόγω του ότι τα έγγραφα της 22ας Μαρτίου 1984 της Επιτροπής αφενός δεν συνιστούν αποφάσεις υπό την έννοια του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, αφετέρου δεν αφορούν τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά κατά την έννοια αυτού του άρθρου . Η Επιτροπή προβάλλει ότι, καθόσον οι προσφεύγουσες ζητούν από το Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να εκδώσει συγκεκριμένη απόφαση, οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες .

    12 'Οσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή συνέταξε και απηύθυνε προς τις προσφεύγουσες, κατόπιν αιτήσεών τους, τα έγγραφα της 22ας Μαρτίου 1984 υπό μορφή "αποφάσεως ". Επιπλέον, τα έγγραφα αυτά έχουν το περιεχόμενο αποφάσεως και παράγουν αποτελέσματα αποφάσεως, καθόσον θέτουν τέρμα στην έρευνα που είχε κινηθεί, περιέχουν κρίση επί των εν λόγω συμφωνιών και εμποδίζουν τις προσφεύγουσες να ζητήσουν την επανέναρξη της έρευνας, εκτός αν προσκομίσουν νέα στοιχεία . Χωρίς να χρειάζεται να κριθεί αν η παρεμβαίνουσα μπορεί να προβάλει ένσταση απαραδέκτου, οι διαπιστώσεις αυτές επαρκούν για να χαρακτηριστούν τα έγγραφα της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 1984, ως αποφάσεις που απευθύνονται στις προσφεύγουσες κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης και, επομένως, για να απορριφθούν οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν σχετικώς .

    13 Αντιθέτως, οι προσφυγές είναι απαράδεκτες, καθόσον με αυτές ζητείται από το Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή να εκδώσει πράξη που να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου νομιμότητας που θεσπίζεται με το άρθρο 173, να διατάξει κάτι τέτοιο .

    ΙΙ - Επί της ουσίας

    14 Οι λόγοι που προβάλλουν οι προσφεύγουσες αφορούν τη διοικητική διαδικασία, την κρίση της Επιτροπής επί των συμφωνιών και την αιτιολογία των αποφάσεων .

    Α - Επί της διοικητικής διαδικασίας

    15 Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ιδίως ότι υπό την ιδιότητά τους ως καταγγέλλουσες βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 δεν συμμετείχαν επαρκώς στην έρευνα για τις επίδικες συμφωνίες που διεξήγαγε η Επιτροπή .

    16

    Από τη δικογραφία συνάγεται σχετικώς ότι, με επιφύλαξη των χωρίων που η Philip Morris και η Rembrandt θεωρούσαν ότι ενέπιπταν στο εμπορικό απόρρητο, η Επιτροπή διαβίβασε στις προσφεύγουσες αντίγραφα της ανακοινώσεώς της αιτιάσεων της 19ης Μαΐου 1982 με την οποία διαπίστωνε ότι οι συμφωνίες του 1981 συνιστούσαν παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης . Στις προσφεύγουσες δόθηκε επίσης η ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των απαντήσεων της Philip Morris και της Rembrandt στην ανακοίνωση αιτιάσεων, συμμετείχαν δε στην ακρόαση που έγινε μεταξύ 5 και 7 Οκτωβρίου 1982 . Μετά την ακρόαση, οι προσφεύγουσες έλαβαν τα σχετικά πρακτικά και τους δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσουν τη γνώμη τους επί των συμπληρωματικών παρατηρήσεων που υπέβαλε η Philip Morris εγγράφως κατόπιν της ακροάσεως .

    17 Το Μάιο 1983, η Επιτροπή πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι η Philip Morris και η Rembrandt είχαν επιφέρει ορισμένες τροποποιήσεις στις συμφωνίες του 1981, υπήρξε δε ανταλλαγή εγγράφων και έγιναν ορισμένες συναντήσεις μεταξύ των προσφευγουσών και της Επιτροπής σχετικά με αυτό . Αφού η Philip Morris και η Rembrandt αποφάσισαν τελικά να αντικαταστήσουν τις συμφωνίες του 1981 με τις νέες συμφωνίες του 1984, οι προσφεύγουσες πληροφορήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου ( ΕΕ ειδ . έκδ . 08/001, σ . 37 ), με έγγραφα της 16ης Δεκεμβρίου 1983 ότι η Επιτροπή θεωρούσε ότι δεν υπήρχε πλέον επαρκής λόγος για να γίνουν δεκτές οι καταγγελίες τους και κλήθηκαν να διατυπώσουν τις ενδεχόμενες συμπληρωματικές παρατηρήσεις τους . Προς το σκοπό αυτό, οι προσφεύγουσες πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο των νέων συμφωνιών και των δεσμεύσεων που ανέλαβαν η Philip Morris και η Rembrandt . Μόνο αφού έλαβε τις παρατηρήσεις των προσφευγουσών επί των νέων συμφωνιών και των εν λόγω δεσμεύσεων, η Επιτροπή εξέδωσε τις επίδικες αποφάσεις .

    18 Οι προσφεύγουσες παραδέχονται ότι μέχρι τις δραπραγματεύσεις που αφορούσαν τις τροποποιήσεις των αρχικών συμφωνιών συμμετείχαν στενά στην έρευνα που διενήργησε η Επιτροπή, προβάλλουν όμως ότι η Επιτροπή έδωσε υπερβολικά ευρεία έννοια στον όρο "εμπορικό απόρρητο" παραλείποντας να τους ανακοινώσει ορισμένα έγγραφα και τμήματα εγγράφων . Προβάλλουν επίσης ότι έπρεπε να τους επιτραπεί να συμμετάσχουν στις εν λόγω διαπραγματεύσεις ή τουλάχιστον ότι έπρεπε να πληροφορούνται τακτικά για την εξέλιξή τους μέσω διαβιβάσεως των πρακτικών . Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι ως προς αυτά τα σημεία η Επιτροπή διέπραξε διαδικαστικές πλημμέλειες που συνιστούν έναντί τους προσβολή του δικαιώματος άμυνας, όπως το δικαίωμα αυτό έχει διευκρινιστεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου .

    19 Πρέπει να σημειωθεί ότι η νομολογία που επικαλούνται οι προσφεύγουσες αφορά το δικαίωμα της άμυνας των επιχειρήσεων κατά των οποίων η Επιτροπή διενεργεί έρευνα . 'Ομως, η έρευνα αυτή δεν συνιστά μία κατ' αντιπαράσταση διαδικασία μεταξύ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, αλλά διαδικασία που κινεί η Επιτροπή είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας στο πλαίσιο της αποστολής της να επαγρυπνά για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού . Από αυτό έπεται ότι οι επιχειρήσεις κατά των οποίων κινείται η διαδικασία και αυτές που υπέβαλαν καταγγελία βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, επικαλούμενες ένννομο συμφέρον για την παύση της προβαλλόμενης παραβάσεως, δεν βρίσκονται στην ίδια θέση από διαδικαστικής απόψεως και ότι οι τελευταίες αυτές επιχειρήσεις δεν μπορούν να προβάλλουν το δικαίωμα της άμυνας υπό την έννοια της νομολογίας που επικαλούνται .

    20 Αντιθέτως, όπως συνάγεται ιδίως από την απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985 ( CΙCCΕ κατά Επιτροπής, 298/83, Συλλογή 1985, σ . 1105 ) οι καταγγέλλοντες πρέπει να μπορούν να προασπίζουν τα έννομα συμφέροντά τους στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποιούν οι καταγγέλλοντες . Εντούτοις, τα διαδικαστικά δικαιώματα των καταγγελλόντων δεν μπορούν να είναι τόσο ευρέα όσο το δικαίωμα της άμυνας των επιχειρήσεων κατά των οποίων η Επιτροπή διεξάγει έρευνα . Εν πάση περιπτώσει, τα όριά τους βρίσκονται εκεί όπου αρχίζει να θίγεται το δικαίωμα της άμυνας .

    21 Στην απόφασή του της 24ης Ιουνίου 1986 ( ΑΚΖΟ Chemie BV και ΑΚΖΟ Chemie UK Ltd κατά Επιτροπής, 53/85, Συλλογή 1986, σ . 1965 ), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που τίθεται με το άρθρο 214 της Συνθήκης και με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 αμβλύνεται έναντι των καταγγελλόντων και ότι η Επιτροπή μπορεί να ανακοινώσει σ' αυτούς ορισμένα στοιχεία που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, καθόσον η ανακοίνωση αυτή είναι αναγκαία για την ορθή διενέργεια της έρευνας . Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο υπογράμμισε, πάντως, ότι ο καταγγέλλων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να λάβει πληροφορίες για έγγραφα που περιέχουν εμπορικά απόρρητα, διευκρίνισε δε τα μέσα με τα οποία η επιχείρηση την οποία αφορά η έρευνα μπορεί να αντιταχθεί σε μία τέτοια ανακοίνωση .

    22 Στις παρούσες υποθέσεις, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία που να πιθανολογούν ότι η Επιτροπή παρέλειψε να τους ανακοινώσει έγγραφα που μπορούσε να διαβιβάσει χωρίς να αποκαλυφθεί το εμπορικό απόρρητο . Επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί .

    23 Ως προς την αιτίαση που αφορά τις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν η Philip Morris και η Rembrandt με την Επιτροπή για την τροποποίηση των αρχικών συμφωνιών, πρέπει να υπομνηστεί ότι η διοικητική διαδικασία παρέχει, μεταξύ άλλων, την ευκαιρία για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τις συμφωνίες ή την εφαρμοζόμενη πρακτική που αποτελούν αντικείμενο αιτιάσεων προς τους κανόνες της Συνθήκης . Η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει ότι οι επιχειρήσεις και η Επιτροπή έχουν δικαίωμα να διεξαγάγουν εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις προκειμένου να προσδιοριστούν οι τροποποιήσεις με τις οποίες είναι δυνατό να εξαλειφθούν οι αιτιάσεις της Επιτροπής .

    24 Το δικαίωμα αυτό θα θιγόταν αν οι καταγγέλλοντες θα έπρεπε να είναι παρόντες κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές ή να ενημερώνονται συνεχώς για την εξέλιξη αυτών των διαπραγματεύσεων, προκειμένου να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των διαφόρων προτάσεων που γίνονται από το ένα ή το άλλο μέρος . Τα έννομα συμφέροντα των καταγγελλόντων δεν θίγονται κατά κανένα τρόπο, όταν αυτοί πληροφορούνται για το αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων, συνεπεία του οποίου η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τις καταγγελίες στο αρχείο . 'Ομως, ως προς αυτό το σημείο, οι προσφεύγουσες έλαβαν όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες σε σχέση με τα έγγραφα που η Επιτροπή τους απηύθυνε δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 99/63 . Επομένως, και το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί .

    25 Με το ίδιο πνεύμα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Philip Morris και της Επιτροπής ασκήθηκε πίεση στην Επιτροπή, ιδίως από ένα τέως μέλος της . Αρκεί, σχετικώς, να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο προς στήριξη αυτού του ισχυρισμού .

    26 Τέλος, οι προσφεύγουσες παραπονούνται ότι η Επιτροπή προσέθεσε στις επίδικες αποφάσεις νέα επιχειρήματα σε σχέση με τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 6 του κανονισμού 99/63 και επί των οποίων οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν την ευκαιρία να διατυπώσουν προηγουμένως τη γνώμη τους .

    27 Το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί . Στις προσφεύγουσες δόθηκε η ευκαιρία, αφού υπέβαλαν τις καταγγελίες, να λάβουν θέση επί των επιχειρημάτων που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα . Το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις των προσφευγουσών προκάλεσαν πρόσθετες εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής και ότι η τελευταία, γι' αυτό το λόγο, θεώρησε χρήσιμο να προσθέσει πρόσθετα επιχειρήματα στις τελικές αποφάσεις δεν δημιουργεί υποχρέωση για την Επιτροπή να τις ακούσει εκ νέου πριν εκδώσει αυτές τις αποφάσεις .

    28 Από το σύνολο των προηγούμενων σκέψεων συνάγεται ότι ο λόγος που αφορά τη διοικητική διαδικασία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του .

    Β - Επί της κρίσεως που εξέφερε η Επιτροπή για τις συμφωνίες

    29 Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή προέβη με τις επίδικες αποφάσεις σε εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης και ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, θεωρώντας ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν η Philip Morris και η Rembrandt ήταν επαρκείς για να αποφευχθεί παράβαση αυτών των άρθρων .

    30 Πρέπει, καταρχάς, να γίνει δεκτό ότι οι επίδικες αποφάσεις αφορούν μόνο τις συμφωνίες του 1984 και όχι αυτές του 1981, οι οποίες ενδιαφέρουν εδώ μόνο καθόσον αποκαλύπτουν τις αρχικές προθέσεις των μερών . Οι παρούσες υποθέσεις θέτουν έτσι κατ' ουσία το πρόβλημα αν και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις η κατά μειοψηφία συμμετοχή στο κεφάλαιο μιας ανταγωνίστριας επιχειρήσεως μπορεί να συνιστά παράβαση των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης .

    31 Δεδομένου ότι η συμμετοχή στο κεφάλαιο της Rothmans International αποτελεί το αντικείμενο συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, μετά την έναρξη ισχύος αυτών των συμφωνιών, παραμένουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί αυτό το πρόβλημα υπό το φως του άρθρου 85 .

    Επί της εφαρμογής του άρθρου 85

    32 Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ' ουσία, ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίστανται αποτελέσματα περιοριστικά του ανταγωνισμού, όταν μία επιχείρηση αποκτά σημαντική συμμετοχή, έστω και κατά μειοψηφία, στο κεφάλαιο μιας ανταγωνίστριας επιχειρήσεως . Μία τέτοια συμμετοχή επηρεάζει κατ' ανάγκη την εμπορική συμπεριφορά των εν λόγω επιχειρήσεων, ιδίως σε μία αποτελματωμένη αγορά έντονα ολιγοπωλιακού χαρακτήρα, όπως η αγορά των τσιγάρων, όπου κάθε προσπάθεια επεκτάσεως του μεριδίου της αγοράς μιας επιχειρήσεως γίνεται σε βάρος των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων . Στην αγορά αυτή οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ δύο από τις πιο σημαντικές επιχειρήσεις ανατρέπουν την ισορροπία ανταγωνισμού .

    33 Κατά τις προσφεύγουσες, η υπό κρίση συναλλαγή δεν έχει μόνο ως αποτέλεσμα, αλλά επίσης και ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού . Αυτό συνάγεται από τη σχέση μεταξύ των επίδικων συμφωνιών και των αρχικών συμφωνιών του 1981 που προέβλεπαν εμπορική συνεργασία μεταξύ των μερών . Ακριβώς μέσω των δικαιωμάτων που της παρασχέθηκαν με τις αρχικές αυτές συμφωνίες η Philip Morris μπόρεσε να αποκτήσει μερίδιο άμεσης συμμετοχής στο κεφάλαιο της Rothmans International, τίποτε δε δεν δείχνει ότι η ιδέα της εμπορικής συνεργασίας εγκαταλείφθηκε, καθόσον μάλιστα η τιμή που κατέβαλε η Philip Morris παρέμεινε η ίδια . Η πρόθεση συνεργασίας στην κοινοτική αγορά επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από την ύπαρξη συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ της Philip Morris και της Rothmans International στην Ινδονησία, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες .

    34 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι οι αντίθετοι προς τον ανταγωνισμό στόχοι και αποτελέσματα των επίδικων συμφωνιών ενισχύονται με ρήτρες που αφορούν το δικαίωμα προτιμήσεως σε περίπτωση που ένα από τα μέρη θα επιθυμούσε να παραχωρήσει το μερίδιο συμμετοχής του στο κεφάλαιο της Rothmans International . Με τις ρήτρες αυτές επιδιώκεται να έχει η Philip Morris τη δυνατότητα να αποκτήσει τον έλεγχο επί της Rothmans International και καταφαίνεται έτσι ότι η συμμετοχή δεν αποτελεί μία απλή επένδυση παθητικού χαρακτήρα . Το γεγονός ότι η εφαρμογή αυτών των ρητρών αντίκειται προς το άρθρο 85 αρκεί αφεαυτού για να γίνει δεκτό ότι οι συμφωνίες έχουν ως στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού .

    35 Τέλος, οι δεσμεύσεις που επέβαλε η Επιτροπή δεν εξαρκούν κατά κανένα τρόπο για να εξαλείψουν τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των συμφωνιών . Πράγματι οι δεσμεύσεις που αφορούν την τωρινή διοίκηση της Rothmans International δεν παρεμποδίζουν τη Philip Morris να ασκεί ανεπισήμως επιρροή ως σημαντικός εταίρος της Rothmans International . Εξάλλου, οι δεσμεύσεις που αφορούν το διαχωρισμό των συμφερόντων της Philip Morris και της Rothmans International σε περίπτωση ασκήσεως από τη Philip Morris του δικαιώματός της προτιμήσεως αναφέρονται στη μετά από τη συντελεσθείσα παράβαση του άρθρου 85 περίοδο και δεν θα μπορούσαν καν να εφαρμοστούν αν η Philip Morris αποκτούσε τον πραγματικό έλεγχο της Rothmans International κατόπιν της πωλήσεως του μεριδίου συμμετοχής της Rembrandt σε τουλάχιστον δέκα αγοραστές, ανεξάρτητους τόσο μεταξύ τους όσο και από τη Philip Morris .

    36

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι για να εμπίπτει μία συμφωνία στο άρθρο 85 πρέπει να έχει ως στόχο και ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς .

    37 Καίτοι το γεγονός ότι μία επιχείρηση αποκτά μερίδιο συμμετοχής στο κεφάλαιο ανταγωνίστριας επιχειρήσεως δεν συνιστά καθαυτό συμπεριφορά περιοριστική του ανταγωνισμού, μία τέτοια συμμετοχή μπορεί εντούτοις να αποτελεί κατάλληλο μέσο για να επηρεαστεί η εμπορική συμπεριφορά των επιχειρήσεων για τις οποίες πρόκειται, κατά τρόπο που να περιορίζεται ή να νοθεύεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, στην οποία αναπτύσσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες οι δύο αυτές επιχειρήσεις .

    38 Αυτό θα συνέβαινε ιδίως αν, με την απόκτηση μεριδίου συμμετοχής ή με παρεπόμενους όρους μιας συμφωνίας, η επενδύουσα επιχείρηση αποκτά το νομικό ή πραγματικό έλεγχο επί της εμπορικής συμπεριφοράς της άλλης επιχειρήσεως ή αν η συμφωνία προβλέπει εμπορική συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων ή δημιουργεί συνθήκες κατάλληλες να ενθαρρύνουν μία τέτοια συνεργασία .

    39 Αυτό μπορεί να συμβαίνει, όταν η συμφωνία παρέχει στην επενδύουσα επιχείρηση τη δυνατότητα να ενισχύσει, σε μεταγενέστερο στάδιο, τη θέση της, αποκτώντας τον πραγματικό έλεγχο επί της άλλης επιχειρήσεως . Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο τα πραγματικά αποτελέσματα της συμφωνίας, αλλά επίσης και τα δυνητικά της αποτελέσματα, καθώς και το ενδεχόμενο η συμφωνία να εντάσσεται σε ένα πιο μακροπρόθεσμο πλαίσιο .

    40 Τέλος, κάθε συμφωνία πρέπει να κρίνεται εντός του οικονομικού της πλαισίου και ιδίως υπό το φως της καταστάσεως της συγκεκριμένης αγοράς . 'Οταν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις είναι πολυεθνικές εταιρίες που ασκούν τις δραστηριότητές τους επί παγκοσμίου επιπέδου, δεν είναι πλέον δυνατό να μη λαμβάνονται υπόψη οι σχέσεις τους εκτός της Κοινότητας . Πρέπει ιδίως να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο η συμφωνία για την οποία πρόκειται να αποτελεί μέρος μιας σφαιρικής πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων που αποτελούν μέρη της συμφωνίας .

    41 Υπό το φως ακριβώς όλων αυτών των σκέψεων πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή, κρίνοντας τις συμφωνίες του 1984, διαπίστωσε κακώς ότι δεν αποδεικνύονταν αντίθετοι προς τον ανταγωνισμό στόχοι και αποτελέσματα .

    42 'Οσον αφορά την κατάσταση στην αγορά των τσιγάρων, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων σχετικά με τις συμφωνίες του 1981, ότι η αγορά αυτή ήταν από ποσοτικής απόψεως αποτελματωμένη από το 1976 έως το 1980, κατά την περίοδο δηλαδή που εξέτασε η Επιτροπή . Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι με εξαίρεση της γαλλικής και της ιταλικής αγοράς, όπου υπάρχει κρατικό μονοπώλιο, η κοινοτική αγορά κυριαρχείται από έξι ομίλους επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και αυτοί των οποίων αποτελούν μέρη οι προσφεύγουσες και οι παρεμβαίνουσες στην παρούσα υπόθεση .

    43 Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην αγορά των τσιγάρων, αποτελματωμένη και ολιγοπωλιακού χαρακτήρα, και με έλλειψη πραγματικού συναγωνισμού στο επίπεδο των τιμών ή της έρευνας, η διαφήμιση και η απόκτηση επιχειρήσεων συνιστούν τα κυριότερα μέσα για να αυξηθεί το μερίδιο της αγοράς ενός επιχειρηματία . Επιπλέον, η αγορά κυριαρχείται από μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν σημαντικές τεχνικές γνώσεις και μέσα και, δεδομένου ότι η διαφήμιση έχει μεγάλη σημασία, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μία νέα επιχείρηση να εισχωρήσει σ' αυτή την αγορά .

    44 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις συνθήκες αγοράς που περιέγραψε κατ' αυτό τον τρόπο η Επιτροπή και οι οποίες ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν από τους άλλους διαδίκους, κάθε επιχείρηση που φροντίζει να μεγαλώσει το μερίδιό της αγοράς θα επιδιώξει όσο πιο πολύ μπορεί, σε περίπτωση που παρουσιαστεί αυτή η ευκαιρία, να αποκτήσει τον έλεγχο επί μιας ανταγωνίστριας επιχειρήσεως . Πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι, υπό τις εν λόγω συνθήκες, κάθε προσπάθεια αποκτήσεως ελέγχου και κάθε συμφωνία που μπορεί να ευνοεί την εμπορική συνεργασία μεταξύ δύο ή περισσότερων από αυτές τις δεσπόζουσες επιχειρήσεις συνεπάγεται τον κίνδυνο να περιοριστεί ο ανταγωνισμός .

    45 Ενόψει μιας τέτοιας καταστάσεως της αγοράς η Επιτροπή πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη επαγρύπνηση . Πρέπει, ιδίως, να εξετάζει αν η συμφωνία, η οποία, εκ πρώτης όψεως, προβλέπει απλώς μία επένδυση παθητικού χαρακτήρα στην ανταγωνίστρια εταιρία, δεν επιδιώκει στην πραγματικότητα την απόκτηση του ελέγχου επί αυτής της επιχειρήσεως, ενδεχομένως σε μεταγενέστερη φάση, ή τη δημιουργία συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων για το διαμοιρασμό της αγοράς . Εντούτοις, για να μπορεί η Επιτροπή να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 85, πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η συμφωνία έχει ως στόχο και ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων στην οικεία αγορά .

    46 Πρέπει σχετικώς να γίνει δεκτό ότι οι συμφωνίες του 1984 και οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν η Philip Morris και η Rembrandt έναντι της Επιτροπής αποκλείουν την εκπροσώπηση της Philip Morris στο διοικητικό συμβούλιο ή σε κάθε άλλο διευθυντικό όργανο της Rothmans International και περιορίζουν τη συμμετοχή της Philip Morris σε τουλάχιστον 25 % των δικαιωμάτων ψήφου . Αντιθέτως, το μερίδιο που κατέχει η Rembrandt αντιπροσωπεύει 43,6 % των δικαιωμάτων ψήφου, πράγμα που, λόγω του ότι τα υπόλοιπα δικαιώματα ψήφου είναι διεσπαρμένα και ενόψει της εκπροσωπήσεως της Rembrandt στα διευθυντικά όργανα της Rothmans International, καθιστά δυνατό στη Rembrandt να εξακολουθεί να καθορίζει την εμπορική πολιτική της Rothmans International στην αγορά των τσιγάρων .

    47 Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, διαφορετικά από ό,τι οι συμφωνίες του 1981, οι συμφωνίες του 1984 δεν περιέχουν καμία ρήτρα σχετικά με εμπορική συνεργασία, ότι οι τελευταίες αυτές συμφωνίες δεν δημιουργούν κανένα σχήμα που να ευνοεί μία τέτοια συνεργασία μεταξύ της Philip Morris και της Rothmans International και ότι οι επιχειρήσεις ανέλαβαν την υποχρέωση να μην ανταλλάσσουν πληροφορίες που να μπορούν να επηρεάσουν την ανταγωνιστική τους συμπεριφορά . Με επιφύλαξη των ρητρών που αφορούν την ενδεχόμενη μεταβίβαση, από το ένα ή το άλλο μέρος, του μεριδίου του συμμετοχής στο κεφάλαιο της Rothmans International, και που θα εξεταστούν αργότερα, οι διατάξεις των συμφωνιών του 1984, όπως συμπληρώθηκαν με τις δεσμεύσεις που ανελήφθησαν έναντι της Επιτροπής, δεν επαρκούν κατά συνέπεια για να καταδειχθεί ότι οι συμφωνίες αυτές έχουν ως στόχο και ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα για μια από τις επιχειρήσεις να επηρεάσει την εμπορική συμπεριφορά της άλλης .

    48 Πρέπει ακόμη να εξεταστεί αν η συμμετοχή της Philip Morris στο κεφάλαιο της Rothmans International, υπό τις παρούσες περιστάσεις, υποχρεώνει κατ' ανάγκη τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να λαμβάνουν υπόψη το συμφέρον του άλλου μέρους κατά την εφαρμογή της εμπορικής τους πολιτικής, όπως προβάλλουν οι προσφεύγουσες .

    49 'Οσον αφορά τη Rembrandt, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιχείρηση αυτή εξακολουθεί να έχει συμφέρον να αποκομίζει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από την επένδυσή της στη Rothmans International και ότι, χάρη στα δικαιώματά της ψήφου και τις παραδοσιακές διευθυντικές της σχέσεις με την τελευταία αυτή εταιρία, είναι πράγματι ικανή να ελέγχει την εμπορική πολιτική της Rothmans International, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα της Philip Morris . Παρόλο που τα δικαιώματα ψήφου της Philip Morris επαρκούν για να παρεμποδίζει τη λήψη ορισμένων αποφάσεων εξαιρετικού χαρακτήρα, η δυνατότητα αυτή είναι υπερβολικά υποθετική για να αποτελεί πραγματική απειλή, ικανή να ασκεί επίδραση επί της Rembrandt ως προς τη διοίκηση της Rothmans International . Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποτεθεί ότι οι διευθυντές και το προσωπικό της Rothmans International δεν έχουν συμφέρον να κάνουν αυτή την εταιρία μία επιχείρηση όσο το δυνατό πιο αποδοτική .

    50 Εξάλλου, καίτοι η Philip Morris, λόγω του μεριδίου της στα κέρδη της Rothmans International, έχει συμφέρον στην επιτυχία αυτής της επιχειρήσεως, η πρωταρχική της επιδίωξη παραμένει, εντούτοις, κατά την Επιτροπή, η αύξηση του μεριδίου αγοράς και των εσόδων των δικών της επιχειρήσεων . Η Philip Morris εξακολουθεί να έχει, επομένως, σημαντικό συμφέρον να περιορίσει κάθε αύξηση του μεριδίου αγοράς της Rothmans International με τις δικές της προσπάθειες στο βιομηχανικό και εμπορικό τομέα . Η Επιτροπή θεωρεί έτσι ότι η κατά μειοψηφία συμμετοχή της Philip Morris στο κεφάλαιο της Rothmans International δεν συνεπάγεται καθαυτή μεταβολή της καταστάσεως του ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά των τσιγάρων .

    51 Πρέπει να γίνει δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι δεν ευσταθεί αυτή η κρίση της Επιτροπής . Ειδικότερα, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι η απόκτηση μεριδίου συμμετοχής κινδυνεύει να καταλήξει σε διαμοιρασμό της αγοράς υπό την έννοια ότι η Philip Morris, χωρίς να χάσει η ίδια μερίδια της αγοράς, μπορεί να συγκεντρώσει τις δραστηριότητές της σε ένα ιδιαίτερο μέρος της αγοράς αυτής, δίνοντας έτσι στη Rothmans International τη δυνατότητα να αυξήσει τις δραστηριότητές της σε ένα άλλο μέρος της αγοράς .

    52 Δεν υπάρχουν επίσης επαρκή στοιχεία για να συναχθεί ότι η Philip Morris και η Rothmans International συνεργάζονται εκτός της κοινοτικής αγοράς κατά τρόπο που επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο εταιριών στην εν λόγω αγορά . Οι προσφεύγουσες προβάλλουν απλώς ότι υφίσταται μία τέτοια συνεργασία σε ορισμένες αγορές γεωγραφικά περιορισμένες, οι δε παρεμβαίνουσες ισχυρίζονται ότι η συνεργασία αυτή αφορά αποκλειστικώς τις συμφωνίες εκμεταλλεύσεως ορισμένων εμπορικών σημάτων που ανήκουν στο άλλο μέρος, πράγμα που συνιστά για το συγκεκριμένο τομέα μία τελείως συνήθη μέθοδο, η οποία εξάλλου εφαρμόζεται και από τις προσφεύγουσες . Υπ' αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε το συμπέρασμα ότι οι επίδικες συμφωνίες αποτελούν μέρος μιας σφαιρικής πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο πολυεθνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά τσιγάρων .

    53 Το γεγονός ότι οι επίδικες συμφωνίες περιέχουν διατάξεις που αφορούν την ενδεχόμενη πώληση των μετοχών της Rothmans International από το ένα ή το άλλο μέρος και ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν μία δυνατότητα η οποία, με αμετάβλητες τις υφιστάμενες συνθήκες, μπορεί να είναι αντίθετη προς το άρθρο 85, δεν επαρκεί αφεαυτού για να γίνει δεκτό ότι οι συμφωνίες έχουν ως στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού . Είναι αλήθεια ότι οι συμφωνίες του 1984 αντικαθιστούν συμφωνίες που αποσκοπούσαν στον καθορισμό του βαθμού ελέγχου που θα ασκούσε κάθε μία επιχείρηση επί της Rothmans Holdings, η οποία, εξάλλου, ασκούσε πραγματικό έλεγχο επί της εμπορικής πολιτικής της Rothmans International, και ότι η αντικατάσταση αυτή δεν είχε ως συνέπεια καμία μείωση του τιμήματος που κατέβαλε η Philip Morris πρέπει όμως να υπομνηστεί ότι η Philip Morris παρακράτησε άλλα πλεονεκτήματα, ιδίως τη δυνατότητα να παρεμποδίζει την ανάληψη ελέγχου επί της Rothmans International από μία άλλη ανταγωνίστρια επιχείρηση και ότι πέτυχε σημαντική αύξηση του μεριδίου της στα κέρδη της Rothmans International . Παρόλο που το ιστορικό των επίδικων συμφωνιών καταδεικνύει ότι η Philip Morris επεδίωκε μία συμφωνία που να υπερέβαινε τα πλαίσια μιας επενδύσεως παθητικού χαρακτήρα, οι ρήτρες αυτών των συμφωνιών που αφορούν μία κατάσταση τελείως υποθετική δεν επιτρέπουν να γίνει δεκτό ότι η κατά μειοψηφία συμμετοχή συνιστά την πρώτη φάση ενός σχεδίου με στόχο την ανάληψη του ελέγχου επί της Rothmans International .

    54 Πρέπει, πάντως, να εξεταστεί αν αυτές οι ρήτρες παράγουν ήδη αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό και αν η Επιτροπή έλαβε επαρκώς υπόψη τα ενδεχόμενα αποτελέσματά τους .

    55 Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι οι εν λόγω ρήτρες ασκούν πράγματι επίδραση στην ανταγωνιστική συμπεριφορά των μερών . Με την προοπτική μεταβιβάσεως του μεριδίου της συμμετοχής στο κεφάλαιο της Rothmans International, η Rembrandt έχει κάθε συμφέρον να αυξήσει την αξία της επενδύσεώς της μέσω ασκήσεως ενεργού ανταγωνισμού εκ μέρους αυτής της επιχειρήσεως . Η Philip Morris, εξάλλου, έχει συμφέρον να περιορίζει το ενδεχόμενο ύψος της τιμής των μετοχών της Rothmans International που ανήκουν στη Rembrandt και, επομένως, δεν έχει κανένα λόγο να περιορίζει τις ίδιες της τις προσπάθειες για να επιτύχει πρόσθετα μερίδια αγοράς . Επιπλέον, η δυνατότητα για το προσωπικό της Rothmans International να προσληφθεί αργότερα από τη Philip Morris θα πρέπει μάλλον να το ωθήσει να επιδείξει τις επαγγελματικές του ικανότητες . Η Επιτροπή δεν θεωρεί επίσης ότι η δυνατότητα για τη Philip Morris να δημιουργήσει δυσκολίες κατά την ενδεχόμενη πώληση από τη Rembrandt μετοχών της Rothmans International μπορεί να συνιστά απειλή ικανή να επηρεάσει τη συνήθη εμπορική διαχείριση της Rembrandt και της Rothmans International .

    56 Τα στοιχεία της δικογραφίας δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να μη δεχτεί αυτή την κρίση της Επιτροπής . Πρέπει να προστεθεί ότι τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αγορά ενός μέρους της Rothmans International από μία τρίτη επιχείρηση, τα οποία απορρέουν από τους υπό κρίση όρους, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πραγματικός περιορισμός του ανταγωνισμού στην αγορά των τσιγάρων, αντίθετος προς το άρθρο 85 . Πράγματι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, όροι αυτού του είδους μπορούν να δικαιολογούνται από το εύλογο συμφέρον των συμβαλλομένων να προστατεύσουν τη σημαντική τους επένδυση . Εξάλλου, υπό τις παρούσες περιστάσεις, το γεγονός ότι η Philip Morris, χωρίς να έχει επιτύχει τον έλεγχο της Rothmans International, απέκτησε τη δυνατότητα να παρεμποδίζει να περιέλθει ο έλεγχος αυτός σε τρίτη ανταγωνίστρια επιχείρηση δεν μπορεί καθαυτό να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού .

    57 'Οσον αφορά τα ενδεχόμενα αποτελέσματα από τις εν λόγω ρήτρες, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή έλαβε μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί η παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων αντιθέτων προς το άρθρο 85 της Συνθήκης . 'Ετσι, η Philip Morris δεσμεύτηκε να πληροφορεί την Επιτροπή για κάθε τροποποίηση, μεταβολή ή συμπλήρωση των συμφωνιών και να γνωστοποιεί στην Επιτροπή, εντός 48 ωρών, κάθε αύξηση του χαρτοφυλακίου της με μετοχές της Rothmans International και κάθε περίπτωση κατά την οποία η Philip Morris θα ήταν δυνατό να αποκτήσει 25 % ή περισσότερο από το σύνολο των δικαιωμάτων ψήφου στη Rothmans International . Επιπλέον η Philip Morris δεσμεύτηκε να θέσει σε εφαρμογή, αν το ζητήσει η Επιτροπή κατόπιν μιας τέτοιας ανακοινώσεως, μία συμφωνία διαχωρισμού των αντίστοιχων συμφερόντων της Philip Morris και της Rothmans International στην κοινοτική αγορά του καπνού, διατηρώντας έτσι το status quo για περίοδο τριών μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή θα μπορεί να εξετάσει τη νέα κατάσταση ενόψει των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης .

    58 Είναι αληθές, όπως υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες, ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής, σε περίπτωση που η Philip Morris αποκτήσει πραγματικό έλεγχο επί της Rothmans International χωρίς αύξηση των δικαιωμάτων της ψήφου, ιδίως σε περίπτωση μεταβιβάσεως των μεριδίων της Rembrandt σε τουλάχιστον δέκα ανεξάρτητους αγοραστές . 'Ομως, σε μία τέτοια περίπτωση η οποία, μεταξύ των διαφόρων υποθετικών περιπτώσεων μεταβιβάσεως, φαίνεται η λιγότερο πιθανή και η οποία προϋποθέτει ότι η Philip Morris παραιτείται από το να επικαλεστεί τα δικαιώματα που της παρέχουν οι σχετικές ρήτρες, η δυνατότητα ελέγχου της Philip Morris είναι επιπλέον εξαιρετικά ασθενής, καθόσον η εταιρία αυτή δεν έχει δυνατότητες να εμποδίσει τη μεταγενέστερη συγκέντρωση των δικαιωμάτων ψήφου σε μία τρίτη εταιρία . Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή, με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν η Philip Morris και η Rembrandt, ενίσχυσε τις γενικές της δυνατότητες επαγρυπνήσεως και ελέγχου, έτσι ώστε να μπορεί να αποτρέψει την παραγωγή αποτελεσμάτων αντιθέτων προς το άρθρο 85 συνεπεία των ρητρών των συμφωνιών που αφορούν μεταγενέστερη μεταβίβαση των μεριδίων συμμετοχής στο κεφάλαιο της Rothmans International που κατέχουν τα συμβαλλόμενα μέρη .

    59 Επομένως, από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι από την εξέταση των αιτιάσεων που διατυπώνουν οι προσφεύγουσες κατά της κρίσεως που εκφέρθηκε επί των διαφόρων ρητρών των επίδικων συμφωνιών δεν προέκυψε ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχτηκαν στόχοι ή αποτελέσματα που αντίκεινται στον ανταγωνισμό .

    60 Πάντως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία τα διάφορα στοιχεία των επίδικων συμφωνιών, εξεταζόμενα μεμονωμένως, δεν θεωρηθούν ως αντίθετα προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, είναι αναγκαίο να εξεταστεί ακόμη αν από το συνδυασμό αυτών των διαφορετικών στοιχείων δεν προκύπτουν αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό .

    61 Πρέπει σχετικώς να υπογραμμιστεί ότι η εξέταση των αποτελεσμάτων αυτών των συμφωνιών πρέπει να γίνει πράγματι κατ' εκτίμηση των συμφωνιών στο σύνολό τους . Οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σ' αυτή την εκτίμηση, αλλά αμφισβητούν το συμπέρασμα στο οποίο η Επιτροπή κατέληξε ως προς αυτό το σημείο .

    62 Δεδομένου ότι πρόκειται εδώ για περίπλοκη εκτίμηση οικονομικής φύσεως, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 11ης Ιουλίου 1985 ( Remia, 42/84, Συλλογή 1985, σ . 2566 ), έκρινε ότι, καίτοι ασκεί γενικώς πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, ο έλεγχος που ασκεί στις περίπλοκες εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως που εκφέρει η Επιτροπή περιορίζεται αναγκαία στην εξέταση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν ακριβή και δεν υφίστατο προφανής πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας .

    63 Το Δικαστήριο θεωρεί ότι από τη δικογραφία δεν καταφαίνεται καμία προφανής πλάνη σχετικά με τα στοιχεία εκτιμήσεως που υφίσταντο κατά το χρονικό σημείο της θεσπίσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων . Ως προς την εκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων των επίδικων συμφωνιών, πρέπει να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι η Επιτροπή γνωστοποίησε την πρόθεσή της να παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη του ανταγωνισμού μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και, αφετέρου, ότι οι προσφεύγουσες μπορούν να ζητήσουν ανά πάσα στιγμή νέα εξέταση των συμφωνιών, εφόσον είναι σε θέση να προσκομίσουν νέα στοιχεία .

    64 Επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση των επίδικων συμφωνιών στο σύνολό τους δεν μπορεί να γίνει δεκτό . Κατά συνέπεια, ο λόγος που αναφέρεται στην εφαρμογή του άρθρου 85 πρέπει να απορριφθεί .

    Επί της εφαρμογής του άρθρου 86

    65 'Οσον αφορά το άρθρο 86 της Συνθήκης, παρέλκει πλέον, μετά τις προηγούμενες διαπιστώσεις, να εξεταστεί κατά πόσο η Rothmans International κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό μέρος της κοινοτικής αγοράς . Δεν μπορεί, πράγματι, να γίνει λόγος για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως παρά μόνο αν η εν λόγω συμμετοχή σημαίνει πραγματικό έλεγχο της άλλης επιχειρήσεως ή, τουλάχιστον, επηρεασμό της εμπορικής της πολιτικής . Από την εξέταση σχετικά με το άρθρο 85 προκύπτει ότι δεν αποδεικνύεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα των συμφωνιών του 1984 . Επομένως, πρέπει να απορριφθεί επίσης και ο λόγος που στηρίζεται στο άρθρο 86 .

    Γ - Επί της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων

    66 Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι οι επίδικες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν, επειδή η Επιτροπή δεν διευκρίνισε πώς κατέληξε στο συμπέρασμά της . Οι αποφάσεις βαίνουν σαφώς μακρύτερα από ό,τι οι προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής και καθορίζουν νέες αρχές, έτσι ώστε η Επιτροπή όφειλε να αναπτύξει διεξοδικώς το συλλογισμό της .

    67 Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η Επιτροπή όφειλε πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει διεξοδικώς τις αποφάσεις της ως προς τα στοιχεία των συμφωνιών του 1984 που ελήφθησαν από τις συμφωνίες του 1981, καθόσον μετέβαλε, στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, την προηγούμενη άποψή της σχετικά με τις συμφωνίες του 1981, όπως η άποψη αυτή εκτίθεται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων .

    68 Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, τέλος, ότι με τις αποφάσεις, παρόλο που προστέθηκαν νέα επιχειρήματα σε σχέση με τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 6 του κανονισμού 99/63, δεν δόθηκε απάντηση σ' ορισμένες από τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες, απαντώντας σ' αυτά τα έγγραφα .

    69 Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογίας, που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 190 της Συνθήκης, εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε .

    70 Προκειμένου να απορριφθεί καταγγελία δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, αρκεί η Επιτροπή να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι υφίσταται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού . Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξηγήσει ενδεχόμενες διαφορές σε σχέση με την ανακοίνωσή της των αιτιάσεων, η οποία συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο το οποίο περιέχει εκτιμήσεις καθαρά προσωρινού χαρακτήρα με τις οποίες επιδιώκεται να καθοριστεί το αντικείμενο της διοικητικής διαδικασίας έναντι των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία αυτή .

    71 Είναι αληθές ότι με την απόφασή της της 26ης Νοεμβρίου 1975 ( Papiers peints, 73/74, ECR 1975, σ . 1491 ) το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, αν στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πρακτικής στην έκδοση αποφάσεων, μία απόφαση βαίνει αισθητώς μακρύτερα από ό,τι οι προηγούμενες αποφάσεις, η Επιτροπή οφείλει να αναπτύξει διεξοδικώς το συλλογισμό της . 'Ομως, οι επίδικες αποφάσεις αφορούν συμφωνίες ενός τύπου που δεν έχει αντιμετωπίσει προηγουμένως η διοικητική πρακτική της Επιτροπής και δεν καθορίζουν νέες αρχές σε σχέση με αυτή την πρακτική, αλλά περιορίζονται ουσιαστικά στην εξέταση των ιδιαίτερων ζητημάτων που παρουσιάζουν οι εν λόγω συμφωνίες .

    72 'Οσον αφορά την αιτίαση που διατυπώνεται κατά της παραλείψεως απαντήσεως στα επιχειρήματα των προσφευγουσών, πρέπει να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο με την απόφασή του της 17ης Ιανουαρίου 1984 ( VΒVΒ και VΒΒΒ κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 43 και 63/82, Συλλογή 1984, σ . 19 ) υπογράμμισε ότι, καίτοι δυνάμει του άρθρου 190 της Συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν την αιτιολογία της αποφάσεως και τις νομικές σκέψεις που την ώθησαν να τη λάβει, η διάταξη αυτή δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να αναφέρεται λεπτομερώς σε όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που εξετάστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία .

    73 Επομένως, αρκεί εν προκειμένω ότι η Επιτροπή ανέφερε τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές σκέψεις, βάσει των οποίων διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να καταδειχθεί ότι οι συμφωνίες του 1984 συνιστούν παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού . Υπ' αυτό το πρίσμα, οι επίδικες αποφάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες .

    74 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τελευταίος αυτός λόγος και, κατά συνέπεια, οι προσφυγές στο σύνολό τους .

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    75 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα . Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στα έξοδα των παρεμβαινουσών .

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

    αποφασίζει :

    1 ) Απορρίπτει τις προσφυγές .

    2 ) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα, καθώς και στα έξοδα των παρεμβαινουσών .

    Top