This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61983CJ0090
Judgment of the Court (First Chamber) of 22 March 1984. # Michael Paterson and others v W. Weddel & Company Limited and others. # Reference for a preliminary ruling: High Court of Justice, Queen's Bench Division - United Kingdom. # Transport by road of animal carcases and waste. # Case 90/83.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Μαρτίου 1984.
Michael Paterson και λοιποί κατά W. Weddel & Company Limited και άλλων.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο.
Οδικές μεταφορές σφαγίων ζώων και υπολειμμάτων σφαγής.
Υπόθεση 90/83.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Μαρτίου 1984.
Michael Paterson και λοιποί κατά W. Weddel & Company Limited και άλλων.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Queen's Bench Division - Ηνωμένο Βασίλειο.
Οδικές μεταφορές σφαγίων ζώων και υπολειμμάτων σφαγής.
Υπόθεση 90/83.
Συλλογή της Νομολογίας 1984 -01567
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1984:123
Στην υπόθεση 90/83,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του High Court of Justice, Queens Bench Division, Divisional Court, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν μεταξύ
Michael Paterson, εκκαλούντος,
και
W. Weddel & Company Limited, εφεσίβλητου·
Ronald Edmond Brook, εκκαλούντος,
και
Exeter Hide and Skin Company Limited, εφεσίβλητου·
Alban Derek Kedward, εκκαλούντος,
και
Frederick Anthony Leyland, εφεσίβλητου,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του κανονισμού 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 47), όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς του Συμβουλίου 515/72 της 28ης Φεβρουαρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 135) και 2827/77 της 12ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 213),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)
συγκείμενο από τους Τ. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, Mackenzie Stuart και G. Bosco, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Ρ. VerLoren van Themaat
γραμματέας: Ρ. Heim, γραμματέας
εκδίδει την ακόλουθη
ΑΠΟΦΑΣΗ
Περιστατικά
1 — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία
Οι διατάξεις του κανονισμού 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 47), όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς του Συμ-6ουλίου 515/72 της 28ης Φεβρουαρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 135) και 2827/77 της 12ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 213), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κανονισμού 1463 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1970, περί καθιερώσεως συσκευής ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 150) όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2828/77 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/002, σ. 27) θεσπίζουν ιδιαίτερα μέτρα για τα οχήματα που προορίζονται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων. Όταν τα οχήματα αυτά υπερβαίνουν ορισμένες διαστάσεις και δεν χρησιμοποιούνται σε τακτική γραμμή, πρέπει να είναι εφοδιασμένα με μηχανική συσκευή ελέγχου ικανή να καταγράφει τις περιόδους κατά τις οποίες το όχημα κινείται ή παραμένει ακίνητο καθώς και την ταχύτητα (ταχογράφος). Αν το όχημα δεν είναι εφοδιασμένο με ταχογράφο, τα πληρώματα οφείλουν να φέρουν ατομικό βιβλιάριο ελέγχου στο οποίο καταγράφονται οι ημερήσιες περίοδοι εργασίας και αναπαύσεως καθώς και άλλα στοιχεία. Οι διατάξεις αυτές μεταφέρθηκαν στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, συγκεκριμένα με τα άρθρα 97, παράγραφος 1, στοιχεία α και 6, και 98, παράγραφος 4 του «Transport Act» του 1968, όπως τροποποιήθηκαν με το νόμο του 1972 περί προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθώς και από το «Passengers and Goods Vehicles (Recording Equipment) Regulations» του 1979. Σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων αυτών προβλέπονται πρόστιμα που ανέρχονται σε 200 λίρες κατά ανώτατο όριο.
Οι κοινοτικοί κανονισμοί προβλέπουν πάντως ορισμένες εξαιρέσεις από τους γενικούς αυτούς κανόνες: συγκεκριμένα, το άρθρο 14 α του κανονισμού 543/69 — όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 2827/77 — ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι
«Τα κράτη μέλη, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή, δύνανται να επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τον παρόντα κανονισμό για τις ακόλουθες εσωτερικές μεταφορές και χρήσεις:
α) |
... |
6) |
... |
γ) |
μεταφορά ζώντων ζώων, από τα αγροκτήματα μέχρι τις τοπικές αγορές και αντίστροφα, καθώς και μεταφορά σφαγίων ή υπολειμμάτων σφαγής που οεν προορίζονται για κατανάλωση.» |
Η Αγγλία και η Ουαλία έκαναν χρήση της δυνατότητας αυτής με τη θέση σε ισχύ του «Community Road Transport Rules (Exemption) Regulations» του 1978, (Statutory Instrument 1978/1158) όπως τροποποιήθηκε από το Community Road traffic Ruler (Exemptions) (Amendment) Regulations 1980 (Statutory Instrument 1980/266) που περιέχει στον αριθ. 3 τις ίδιες διατάξεις όπως και η παραπάνω παράγραφος 2, στοιχείο γ, του άρθρου 14 α.
Στις 25 Φεβρουαρίου,29 Σεπτεμβρίου και 3 Νοεμβρίου 1981, τρία φορτηγά αυτοκίνητα που ανήκαν αντιστοίχως στους F. Α. Leyland, ιδιοκτήτη επιχειρήσεως εμπορίας ζώων που προορίζονται για σφαγή, σφαγίων και τμημάτων σφαγίων, στην επιχείρηση κρεοπωλείου χονδρικής πωλήσεως W. Weddel και Co. Ltd και στην επιχείρηση Exeter Hide and Skin Co. Ltd, που ασχολείται με την προκαταρκτική επεξεργασία δερμάτων ζώων μετά τη σφαγή και πριν από την αποστολή στο βυρσοδεψείο, υποβλήθηκαν σε έλεγχο ενώ μετέφεραν: το πρώτο 21 εμπρόσθια τεταρτημόρια και ένα στηθαίο τεμάχιο βοδινού κρέατος· το δεύτερο, τμήματα εμπρόσθιων και οπισθίων τεταρτημορίων βοοειδών και προβατοειδών καθώς και κυτία που περιείχαν παραπροϊόντα, μηρούς πουλερικών και κατεψυγμένα τεμάχια βοείου κρέατος· το τρίτο, ακατέργαστα δέρματα προβάτων. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι τα οχήματα δεν ήταν εφοδιασμένα με ταχογράφο, ενώ οι οδηγοί είχαν ατομικό βιβλιάριο τηρούμενο κανονικά' στην τελευταία περίπτωση αποδείχτηκε ότι ο οδηγός δεν είχε ατομικό βιβλιάριο.
Κατά των κυρίων των εν λόγω οχημάτων ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για παράβαση των διατάξεων των κοινοτικών κανονισμών καθώς και των παραπάνω βρετανικών νόμων. Οι κατηγορούμενοι αμφισβήτησαν ότι εφαρμόζονται στην περίπτωση τους οι διατάξεις όσον αφορά τον ταχογράφο και το ατομικό βιβλιάριο, υποστηρίζοντας ότι έχει εφαρμογή η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ, του άρθρου 14 α του κανονισμού 543/69. Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη τους, το μέρος της περιόδου «που δεν προορίζονται για κατανάλωση» η οποία περιέχεται στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 14 α αναφέρεται μόνο στα υπολείμματα σφαγής και όχι στα σφάγια, έτσι ώστε τα τελευταία εμπίπτουν στην παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις του κανονισμού, είτε προορίζονται για κατανάλωση είτε όχι· τα τεταρτημόρια βοειδών και προβατοειδών, δηλαδή τα τμήματα σφαγίων, πρέπει να θεωρηθούν σφάγια υπό ευρεία έννοια· τα δέρματα προβάτων εντάσσονται στην κατηγορία των υπολειμμάτων σφαγής «που δεν προορίζονται για κατανάλωση»· τέλος, το γεγονός ότι υπήρχαν στα φορτηγά οχήματα, μαζί με τα σφάγια, μικρές ποσότητες άλλων εμπορευμάτων δεν εμποδίζει την εφαρμογή της παρεκκλίσεως.
Οι πρωτόδικοι δικαστές δέχτηκαν τις απόψεις αυτές και αθώωσαν τους κατηγορούμενους. Οι εκκαλούντες — δηλαδή ο Alban Derek Kedward, αξιωματικός της αστυνομίας, ο Michael Paterson, εκπρόσωπος της «Licensing Authority» της τροχαίας του Yorkshire και ο Ronald Edmund Brook, επιθεωρητής του υπουργείου μεταφορών, τους οποίους αντικατέστησε στη συνέχεια η εισαγγελική αρχή — προσέφυγαν στο High Court of Justice και συγκεκριμένα στο Divisional Court, Queen's Bench Division. Με απόφαση της 21ης Απριλίου 1983, το εν λόγω δικαστήριο ανέβαλε να αποφανθεί οριστικά και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα (και για τις τρεις παραπάνω υποθέσεις):
«1. |
Ο όρος “σφάγια” στην παράγραφο 2, στοιχείο γ, του άρθρου 14 α του κανονισμού (ΕΟΚ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969 περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 515/72 του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 1972 και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2827/77 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977) (στο εξής “ο κανονισμός”) περιλαμβάνει:
|
2. |
Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι κατά την παράγραφο α ανωτέρω, ο όρος στον κανονισμό “σφάγια” περιλαμβάνει τμήματα των σφαγίων και, αν ναι, μέχρι ποίων ορίων; Συγκεκριμένα, ο εν λόγω όρος περιλαμβάνει:
|
3. |
Ο όρος στον κανονισμό “υπολείμματα σφαγής που ... προορίζονται για κατανάλωση” περιλαμβάνει:
|
4. |
Αν η απάντηση στο ερώτημα 3 είναι κατά την έννοια της παραγράφου 6, το μέρος του σφαγίου παύει να αποτελεί “υπόλειμμα σφαγής που ... προορίζεται για κατανάλωση” μόλις υποβληΜ το πρώτο σε επεξεργασία ενόψει της εν λόγω χρήσεως ή σε μεταγενέστερο στάδιο, και αν μεταγενέστερα, πότε; |
5. |
Η φράση στον κανονισμό “για ... μεταφορά σφαγίων ή υπολειμμάτων σφαγής ...” εφαρμόζεται:
|
Η απόφαση περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Μαΐου 1983.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την G. Dagtoglou, Treasury Solicitor, οι επιχειρήσεις W. Wendel and Co. Ltd και Exeter Hide and Skin Co. Ltd, εκπροσωπούμενες από τους R. A. Roberts και D. T. Morgan, Solicitors στο Λονδίνο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον George Close, κύριο νομικό σύμβουλο.
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, Kat μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.
Με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 1983, το Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, αποφάσισε επίσης να αναθέσει την υπόθεση στο πρώτο τμήμα.
II — Γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων
Η κνοέρνηση νου Ηνωμένου Βαοιλείου παρατηρεί, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ευρύτατης σημασίας του όρου που χρησιμοποιεί η αγγλική έκδοση του επίδικου κανονισμού για να χαρακτηρίσει τα υπολείμματα («waste», που σημαίνει γενικά όλα τα άχρηστα παραπροϊόντα οποιασδήποτε βιομηχανικής επεξεργασίας), η επίδικη διάταξη τότε μόνο έχει κάποια έννοια αν θεωρηθεί ότι αναφέρεται συγχρόνως στα «σφάγια ή υπολείμματα σφαγής». Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ότι το τμήμα της περιόδου «που δεν προορίζονται για κατανάλωση» έχει την έννοια ότι αναφέρεται συγχρόνως στα σφάγια και στα υπολείμματα σφαγής. Άρα, η παρέκκλιση από τη γενική κανονιστική ρύθμιση δεν έχει εφαρμογή στις μεταφορές όλων των σφαγίων αλλά μόνο στις μεταφορές σφαγίων που δεν προορίζονται για κατανάλωση. Πάντως, η χρήση του διαζευκτικού στο εν λόγω κείμενο, και το γεγονός ότι δεν υπάρχει κόμμα μεταξύ των όρων «σφαγίων» και «υπολειμμάτων σφαγής» ενισχύουν την αντίθετη άποψη. Η παρέκκλιση μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να μεταφέρονται ταχέως και χωρίς διατυπώσεις τα προϊόντα εκείνα τα οποία, επειδή δεν προορίζονται για κατανάλωση, συνήθως δεν ψύχονται ούτε καταψύχονται και επομένως κινδυνεύουν περισσότερο να αποσυντεθούν και να αποτελέσουν έτσι κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, το οποίο αποτελεί επιχείρημα υπέρ της δεύτερης εναλλακτικής άποψης που διατυπώνει ο παραπέμπων δικαστής η αφετηρία όμως της απόψεως αυτής δεν είναι καθόλου 6έ6αια. Πράγματι, αν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να διευκολύνει τη μεταφορά των κρεάτων που δεν είναι διατηρημένα δι' απλής ψύξεως ούτε κατεψυγμένα, θα το όριζε ρητά στον κανονισμό· επιπλέον, δεν είναι βέβαιο ότι τα σφάγια που προορίζονται για κατανάλωση μεταφέρονται πάντα διατηρημένα δι' απλής ψήξεως ή κατεψυγμένα. Εξάλλου, ερωτάται γιατί τα υπολείμματα σφαγής που προορίζονται για κατανάλωση δεν περιελήφθησαν στην παρέκκλιση. Η πρόθεση των συντακτών του κανονισμού ήταν — ίσως — να επιμείνουν στο γεγονός ότι τα υπολείμματα σφαγής εμπίπτουν στην παρέκκλιση, καινοί δεν προορίζονται για κατανάλωση. Σε τελευταία ανάλυση, η 6ρετανική κυβέρνηση δεν προτείνει λύση αλλά περιορίζεται να παρατηρήσει ότι, επειδή η επίδικη διάταξη συνοδεύεται από ποινικές κυρώσεις, πρέπει να ερμηνεύεται υπέρ των πολιτών.
'Οσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προτείνει να αποφεύγεται η αυστηρή προσήλωση στο γράμμα του όρου «σφάγια» που σημαίνει ολόκληρο το σώμα του ζώου, και να λαμβάνονται υπόψη μάλλον οι επαγγελματικές συνήθειες στον τομέα του εμπορίου κρέατος και των κρεοπωλείων, σύμφωνα με τις οποίες, ακόμη και τα τεταρτημόρια θεωρούνται ως «σφάγια» υπό ευρεία έννοια. Αν η επίδικη διάταξη αποβλέπει στη διευκόλυνση της μεταφοράς βρώσιμου κρέατος, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παρέκκλιση καλύπτει όλα τα τεμάχια ή τμήματα σφαγίων.
Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, η βρετανική κυβέρνηση παρατηρεί ότι καταρχήν, η έκφραση «που προορίζεται για κατανάλωση» σημαίνει «που προορίζεται για βρώση από ανθρώπους» η ερμηνεία αυτή προσκρούει πάντως στο γεγονός ότι ο αγγλικός όρος «waste» σημαίνει το πράγμα που δεν έχει καμιά χρησιμότητα, άρα που εξ ορισμού δεν προορίζεται για κατανάλωση. Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψη της, δεν πρέπει να γίνει δεκτή μια πολύ ευρεία ερμηνεία που να καλύπτει οποιαδήποτε χρησιμοποίηση των υπολειμμάτων σφαγής, διότι τότε η παρέκκλιση από το γενικό κανόνα θα ήταν ανεξήγητη. Για να εξηγηθεί, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφαρμόζεται, καταρχήν, σε όλα τα προϊόντα σφαγής και ότι η επίδικη διάταξη αποβλέπει να διευκρινίσει ότι εφαρμόζεται στα παραπροϊόντα σφαγής ακόμη και αν δεν προορίζονται για κατανάλωση πρέπει λοιπόν να γίνει δεκτή αυτή η ερμηνεία που αντιμετωπίστηκε ήδη με κάποια επιφύλαξη αναφορικά με το πρώτο ερώτημα. Τελικά, η βρετανική κυβέρνηση δεν λαμβάνει σαφή θέση ούτε στο σημείο αυτό.
Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα, η βρετανική κυβέρνηση φρονεί ότι τα παραπροϊόντα σφαγής δεν εμπίπτουν στην παρέκκλιση από τη στιγμή κατά την οποία υποβάλλονται σε μια πρώτη επεξεργασία προκειμένου να προετοιμαστούν για την τελική χρήση, δεδομένου ότι από τη στιγμή αυτή παύει να υπάρχει κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Όσον αφορά το τελευταίο ερώτημα, φρονεί ότι η παρέκκλιση εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που τα μεταφερόμενα φορτία περιλαμβάνουν αποκλειστικά σφάγια ή παραπροϊόντα σφαγής, διότι η εξαιρετική διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στη δραστηριότητα την οποία ορίζει ρητά το σχετικό άρ9ρο, η δε ευρύτερη ερμηνεία μπορεί να προκαλέσει απάτες και να στερήσει τη σχετική κανονιστική ρύθμιση από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, οι επιχειρηθείς Weddel και Exeter υποστηρίζουν, με βάση τη διατύπωση της επίδικης διάταξης και συγκεκριμένα τη χρησιμοποίηση, στον εν λόγω κανόνα της διαζεύξεως μεταξύ των όρων «σφαγίων» και «υπολειμμάτων σφαγής», ότι η παρέκκλιση καλύπτει όλα τα σφάγια, είτε προορίζονται για κατανάλωση είτε όχι. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι οι μεταφορές σφαγίων που δεν προορίζονται για κατανάλωση είναι σπανιότατες, η δε παρέκκλιση δεν μπορεί να αναφέρεται μόνο σ' ένα πολύ περιορισμένο κύκλο περιπτώσεων.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, οι παραπάνω επιχειρήσεις φρονούν ότι η επίδικη διάταξη αναφέρεται μόνο σε δύο κατηγορίες προϊόντων που απομακρύνονται από το σφαγείο μετά τη σφαγή: τα «σφάγια» και τα «υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση». Άρα, τα τμήματα σφαγίων ή τα παραπροϊόντα πρέπει να θεωρηθούν ως «σφάγια» υπό ευρεία έννοια, δεδομένου ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μη βρώσιμα υπολείμματα σφαγής.
Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, από το γράμμα και από το πνεύμα της επίδικης διάταξης προκύπτει ότι η έκφραση «κατανάλωση» σημαίνει «κατανάλωση ως τροφής». Δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα μέρη των ζώων που σφάζονται χρησιμοποιούνται κατά κάποιο τρόπο, αν γινόταν δεκτή η αντίθετη ερμηνεία, η επίδικη διάταξη θα έχανε κάθε έννοια και πρακτική χρησιμότητα. Στην πραγματικότητα, η έκφραση « σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση αναφέρεται, επομένως, τόσο στα άχρηστα υπολείμματα σφαγής όσο και στα μέρη των σφαγμένων ζώων που προορίζονται για άλλη χρήση εκτός της ανθρώπινης διατροφής.
Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δίνεται στο ερώτημα αυτό, το επόμενο ερώτημα (τέταρτο) καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Τέλος, όσον αφορά το πέμπτο ερώτημα, οι επιχειρήσεις Weddel και Exeter υποστηρίζουν ότι η παρέκκλιση έχει εφαρμογή ακόμη και στην περίπτωση όπου το μεταφερόμενο φορτίο περιλαμβάνει και εμπορεύματα άλλα εκτός των σφαγίων ή των υπολειμμάτων σφαγής, εφόσον η μεταφορά σφαγίων και υπολειμμάτων σφαγής αποτελεί το κύριο αντικείμενο της σχετικής δραστηριότητας. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει ιδίως από το σκοπό που επιδιώκει η διάταξη η οποία προβλέπει την παρέκκλιση καθώς και από το ότι ο κανονισμός αναφέρεται στις «εσωτερικές μεταφορές»· εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται σε πολύ σημαντικές πρακτικές απαιτήσεις.
Η Επιτροπή παρατηρεί αρχικά ότι η παρέκκλιση από τη γενική κανονιστική ρύθμιση, η οποία προβλέπεται από τη μεταφορά των σφαγίων ή των υπολειμμάτων σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση πρέπει να ερμηνεύεται στενά, όπως όλες οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση από γενικό κανόνα. Η δικαιολόγηση της θεμελιώνεται στην ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι τα σφάγια και τα υπολείμματα σφαγής είναι ενδεχομένως φορείς ασθενειών, διότι είναι ευαίσθητα στα μικρόβια και μπορούν εύκολα να αλλοιωθούν ενώ συχνά περιέχουν μεγάλο 6αθμό βακτηριδίων. Είναι καλό να φθάνουν τα προϊόντα αυτά στον προορισμό τους το γρηγορότερο δυνατό, χωρίς να καθυστερείται η μεταφορά τους προκειμένου να τηρηθούν οι κανόνες ως προς τον ανώτατο χρόνο οδηγήσεως και τον κατώτατο χρόνο αναπαύσεως ή οι κανόνες περί ταχογράφων. Αφού λοιπόν η επίδικη διάταξη επιδιώκει αυτόν ακριβώς τον σκοπό, βάσει αυτού πρέπει και να ερμηνεύεται.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρατηρεί, όσον αφορά τα δύο πρώτα ερωτήματα, ότι οι όροι που χρησιμοποιούν τα κείμενα στις διάφορες γλώσσες για να δηλώσουν τα «σφάγια» αναφέρονται όλοι σε «ολόκληρο το σώμα» του σφαγμένου ζώου, ενώ ορισμένα κείμενα αναφέρονται στην προετοιμασία που γίνεται στο σφαγείο μετά τη σφαγή. Σύμφωνα με τις επαγγελματικές συνήθειες, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των ζώων που προορίζονται και εκείνων που δεν προορίζονται για κατανάλωση είτε λόγω της φύσεως τους είτε επειδή είναι ασθενή και επομένως επικίνδυνα για την υγεία. Στην πρώτη περίπτωση, ο όρος σφάγιο σημαίνει σχεδόν ολόκληρο το σώμα του ζώου μετά από την κατάλληλη προετοιμασία. Στη δεύτερη περίπτωση — η οποία προφανώς δεν ενδιαφέρει το επάγγελμα του κρεοπώλου και του εμπόρου κρεάτων — ο εν λόγω όρος σημαίνει ολόκληρο το σώμα του ζώου. Όσον αφορά το τμήμα της περιόδου «που δεν προορίζονται για κατανάλωση», και το ζήτημα αν ο όρος αυτός αναφέρεται μόνο στα υπολείμματα σφαγής ή και στα σφάγια, πολλά από τα κείμενα στις διάφορες γλώσσες είναι διφορούμενα, ενώ, από τη διατύπωση του γερμανικού και του ολλανδικού κειμένου προκύπτει ότι η έκφραση αυτή αναφέρεται τόσο στα υπολείμματα σφαγής όσο και στα σφάγια. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπερισχύσει η τελευταία αυτή άποψη.
Από την εξέταση των επαγγελματικών συνηθειών καθώς και από τις ερμηνευτικές σημειώσεις του Κοινού Δασμολογίου προκύπτει ότι τα σφάγια που προορίζονται για κατανάλωση και προέρχονται από σφαγεία — δηλαδή το κατά πολύ σημαντικότερο μέρος των σφαγίων — αποτελούν αντικείμενο εμπορίου μεγάλης κλίμακας και είναι θέμα κανονικής εμπορικής διαχειρίσεως να γίνεται η μεταφορά τους σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς. Αντιθέτως, στην περίπτωση των σφαγίων ζώων που δεν προορίζονται για κατανάλωση, και ιδίως στην περίπτωση ασθενών ζώων, είναι ίσως πολύ σημαντικό να γίνεται ταχύτατα η απομάκρυνση των σφαγίων που είναι επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. 'Ετσι, φαίνεται λογικό να εφαρμόζεται η παρέκκλιση μόνο στα σφάγια που δεν προορίζονται για κατανάλωση. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το ότι το παράρτημα Ι της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των κοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 129) προβλέπει, για την περίπτωση των ζώων που σφάζονται σε σφαγεία αλλά κρίνονται ακατάλληλα για κατανάλωση, την εναποθήκευση σε ειδικούς χώρους που κλειδώνονται.
Όσον αφορά την έννοια του όρου «υπολείμματα σφαγής», στον οποίο αναφέρεται το τρίτο ερώτημα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το αγγλικό κείμενο της διατάξεως χρησιμοποιεί τον όρο «waste», που σημαίνει καταρχήν τα άχρηστα υπολείμματααντιθέτως, τα κείμενα στις άλλες γλώσσες χρησιμοποιούν όρους που φαίνεται ότι σημαίνουν μάλλον τα υποπροϊόντα ζώου μετά τη σχετική ετοιμασία του σφαγίου. Υπό την έννοια αυτή, η παρέκκλιση φαίνεται ότι καλύπτει, πλην των πράγματι άχρηστων υπολειμμάτων, και τα προϊόντα της σφαγής που προορίζονται για κατανάλωση εκτός του χώρου της ανθρώπινης διατροφής, λόγου χάρη για διατροφή οικόσιτων ζώων, παρασκευή λιπασμάτων ή σαπουνιών, και λοιπά ... Αν ληφθούν υπόψη οι επαγγελματικές συνήθειες ο όρος «υπολείμματα», με την έννοια των αντικειμένων που δεν έχουν εμπορική αξία δεν είναι δόκιμος, διότι τα υποπροϊόντα σφαγής μπορούν να διακριθούν σε βρώσιμα παραπροϊόντα και λοιπά (όπως προκύπτει και από το Κοινό Δασμολόγιο), και τα μη βρώσιμα υποπροϊόντα υποδιαιρούνται σε εκείνα που μπορούν να τύχουν οικονομικής χρησιμοποιήσεως και στα απορρίμματα. Σε τελευταία ανάλυση ο όρος «υπολείμματα σφαγής», όπως χρησιμοποιείται στην επίδικη διάταξη πρέπει να γίνει δεκτό ότι χαρακτηρίζει όλα τα μη βρώσιμα προϊόντα σφαγής καθώς και τα άχρηστα υπολείμματα και όχι μόνο τα τελευταία. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η παρέκκλιση στηρίζεται σε λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας. Ως προς την έννοια του τμήματος της περιόδου «που προορίζονται για κατανάλωση», από την ανάλυση των κειμένων στις διάφορες γλώσσες προκύπτει ότι αναφέρεται στην κατανάλωση στον τομέα της διατροφής, ερμηνεία που επιβεβαιώνεται και από τις επαγγελματικές συνήθειες.
Ως προς το τέταρτο ερώτημα, η Επιτροπή, αναφερόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας, οι οποίοι αποτελούν τη βάση της παρεκκλίσεως και τη δικαιολογούν, παρατηρεί ότι τα σφάγια και τα υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση αποτελούν κίνδυνο μέχρις ότου υποστούν την πρώτη επεξεργασία ενόψει της διατηρήσεως τους (αφαίρεση των λιπών, έκπλυση, εξάλμυση, κλπ. ...), πράγμα που, φυσικά, ισχύει για τα υπολείμματα που μπορούν να τύχουν οικονομικής χρήσεως και όχι για τα απορρίματα στα οποία δεν γίνεται συνήθως καμιά επεξεργασία.
Τέλος, όσον αφορά το πέμπτο ερώτημα, πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη από τις εναλλακτικές απόψεις που διατυπώνει ο παραπέμπων δικαστής, τόσο διότι η διατύπωση του κανόνα δεν δικαιολογεί καμιά άλλη ερμηνεία όσο και διότι δεν πρέπει να ενθαρρύνεται η ανάμιξη των προϊόντων κρέατος που προορίζονται για κατανάλωση με υποπροϊόντα που προορίζονται για οιαδήποτε άλλη χρήση που μπορεί να είναι επιβλαβής για την υγεία. Την άποψη αυτί] επιβεβαιώνουν οι διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, που προβλέπουν το χωρισμό, κατά τη μεταφορά και την εναποθήκευση, των προϊόντων κρέατος και των υπολειμμάτων σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση.
Η Επιτροπή προτείνει λοιπόν τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε ο παραπέμπων δικαστής:
1. |
Η παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, για τα σφάγια, δεν εφαρμόζεται παρά μόνο στα σφάγια που δεν προορίζονται για κατανάλωση. |
2. |
Στην ουσία, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο, δεδομένου ότι τα προϊόντα που αναφέρονται στο δεύτερο ερώτημα προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση. Εν πάση περιπτώσει, ο όρος «σφάγια» δεν περιλαμβάνει τα μέρη του ζώου που απαριθμούνται στο ερώτημα. Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να εφαρμόζεται ο ορισμός που δίνει μια διάταξη εσωτερικού δικαίου ενόψει των ειδικών σκοπών που επιδιώκει σε κοινοτική διάταξη, με διαφορετική έκταση και σκοπιμότητα. |
3. |
Το τρίτο ερώτημα αναφέρεται στα «υπολείμματα σφαγής που προορίζονται για κατανάλωση». Στην πραγματικότητα, το άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ ομιλεί για «υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση». Η παρέκκλιση δεν αναφέρεται στα μέρη του ζώου που προορίζονται για κατανάλωση. Η έκταση της εν λόγω παρεκκλίσεως πρέπει να περιορίζεται στα υποπροϊόντα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση. |
4. |
Τα υποπροϊόντα που παρουσιάζουν κάποια εμπορική αξία εμπίπτουν στην παρέκκλιση μόνο όσο είναι ακατέργαστα δηλαδή πριν υποστούν μια πρώτη επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή πρέπει να αποβλέπει στη διατήρηση, είναι δε αντίθετο προς το λόγο υπάρξεως της παρεκκλίσεως να επεκτείνεται σε προϊόντα που βρίσκονται σε μεταγενέστερα στάδια μεταποιήσεως. |
5. |
Η παρέκκλιση πρέπει να περιορίζεται στα μεταφερόμενα φορτία που περιλαμβάνουν τα προϊόντα τα οποία αναφέρει. Δεν πρέπει να επεκτείνεται στις περιπτώσεις όπου το μεταφερόμενο φορτίο περιλαμβάνει, κυρίως ή εν μέρει, σφάγια και υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση και εν μέρει άλλα προϊόντα. |
III — Προφορική διαδικασία
Στη συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 1984, δύο από τις καθών στην κύρια δίκη, η W. Weddel and Company Limited και η Exeter Hide and Skin Company Limited, εκπροσωπούμενες από τον Alan Pardoe, Barrister (Lincoln's Inn), κατόπιν παραγγελίας των R. Α. Roberts και G. D. Cann & Hallett, Solicitors, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον George Close, κύριο νομικό σύμβουλο, ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.
Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την ίδια συνεδρίαση.
Σκεπτικό
1 |
Με διάταξη της 21ης Απριλίου 1983 που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Μαΐου 1983, το High Court of Justice, Queen's Bench Division, Divisional Court, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 14 α του κανονισμού 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/001, σ. 47), όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς 515/72 του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 1972 (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/001, σ. 135) και 2827/77 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. εκδ. 05/002, σ. 213). |
2 |
Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικών διώξεων κατά τριών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν τα οχήματα τους για οδικές μεταφορές προϊόντων ζωικής προελεύσεως, προοριζομένων κατά μεγάλο μέρος για κατανάλωση, χωρίς να τηρούν τις διατάξεις του πιο πάνω κανονισμού 543/69, ούτε τις διατάξεις του κανονισμού 1463/70 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1970, περί καθιερώσεως συσκευής ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ ειδ. εκδ. 07/001, σ. 150). Τα μεταφερόμενα προϊόντα ήταν, στην πρώτη περίπτωση, τμήματα εμπρόσθιων και οπίσθιων τεταρτημορίων βοοειδών ή προβατοειδών και κυτία πουλερικών ή βοείου κρέατος εισαγωγής, στη δεύτερη περίπτωση, ακατέργαστα δέρματα προβάτων, και στην τρίτη περίπτωση 21 εμπρόσθια τεταρτημόρια βοοειδών και ένα στηθαίο τεμάχιο σε 31 κυτία. |
3 |
Ο κανονισμός 543/69 προβλέπει κανόνες ως προς τη σύνθεση των πληρωμάτων που απασχολούνται στις οδικές μεταφορές οι οποίες εκτελούνται με ορισμένα οχήματα (άρθρα 5 και 6), τον περιορισμό του χρόνου οδηγήσεως (άρθρο 7 ώς 10), και τον ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο αναπαύσεως (άρθρα 11 και 12). |
4 |
Για να εξασφαλίζεται η τήρηση των διατάξεων αυτών έχουν θεσπισθεί μέτρα ελέγχου που διαφέρουν αναλόγως του αν το όχημα χρησιμοποιείται για τακτική ή μη τακτική γραμμή. Στη δεύτερη περίπτωση, το άρθρο 14, παράγραφος 1, ορίζει ότι τα μέλη του πληρώματος πρέπει να φέρουν ατομικό βιβλιάριο ελέγχου, σύμφωνο με το υπόδειγμα του παραρτήματος του κανονισμού. Το ατομικό βιβλιάριο αντικαταστάθηκε σταδιακά με την δυνάμει του κανονισμού 1463/70 υποχρεωτική εγκατάσταση στα οχήματα μιας συσκευής ελέγχου (ταχογράφου). |
5 |
Το άρθρο 5 του προαναφερθέντος κανονισμού 515/72, πρόσθεσε στον κανονισμό 543/69 ένα νέο άρθρο 14 α, στο οποίο προστέθηκαν και άλλες παράγραφοι με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2827/77. Η δεύτερη από τις παραγράφους αυτές ορίζει ότι: «Τα κράτη μέλη, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή, δύνανται να επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τον παρόντα κανονισμό για τις ακόλουθες εσωτερικές μεταφορές και χρήσεις:
|
6 |
Το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας θεσπίσεως παρεκκλίσεων που προβλέπει το άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, θεσπίζοντας το «Community Road Transport Rules (Exemptions) Regulations 1978», που τροποποιήθηκε διαδοχικά και το υπ' αριθμόν 3 του οποίου περιέχει διατάξεις όμοιες με τις προαναφερθείσες υπό στοιχείο γ. |
7 |
Ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, οι τρεις εφεσίβλητες επιχειρήσεις επικαλέστηκαν την εξαίρεση, που προβλέπει το άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ. Προέβαλαν ότι οι μεταφορές για τις οποίες διώκονται ποινικώς εμπίπτουν στην εξαίρεση αυτή και ότι, συνεπώς, δεν είχαν την υποχρέωση να τηρούν τις επιταγές της κοινοτικής κανονιστικής ρύθμισης όσον αφορά την εγκατάσταση ταχογράφων στα οχήματα που χρησιμοποιούνται για οδικές μεταφορές ή την υποχρέωση των πληρωμάτων των οχημάτων αυτών να φέρουν ατομικό βιβλιάριο ελέγχου. |
8 |
Υπό τις συνθήκες αυτές το εθνικό δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
|
Επί του πρώτου ερωτήματος
9 |
Με το πρώτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η εξαίρεση του άρθρου 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του κανονισμού 543/69 καλύπτει όλα τα σφάγια ή μόνο τα σφάγια που δεν προορίζονται για κατανάλωση. |
10 |
Με τις παρατηρήσεις που κατέδεσε στο Δικαστήριο η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε ότι η χρησιμοποίηση του διαζευκτικού (ή) μεταξύ των λέξεων «σφαγίων» και «υπολειμμάτων σφαγής» και η έλλειψη κόμματος μετά τις λέξεις «υπολειμμάτων σφαγής», στο αγγλικό, γαλλικό και ιταλικό κείμενο αποδεικνύουν ότι ο χαρακτηρισμός «που δεν προορίζονται για κατανάλωση» αφορά μόνο τα υπολείμματα σφαγής. Πάντως, η κυβέρνηση αυτή δέχτηκε ότι είναι δυνατή και η ερμηνεία κατά την οποία ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται και στα σφάγια. Οι επιχειρήσεις Weddel και Exeter, εφεσίβλητες στην κύρια δίκη, υποστηρίζουν τη στενή ερμηνεία και παρατηρούν ότι, αν ο εν λόγω χαρακτηρισμός αφορούσε και τα σφάγια, το άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, θα έχανε την πρακτική του σημασία δεδομένου ότι μεταφορές σφαγίων που δεν προορίζονται για κατανάλωση είναι σπανιότατες. |
11 |
Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ναι μεν βάσει της αποδόσεως, του άρθρου 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ σε ορισμένες γλώσσες, είναι θεωρητικά δυνατές τόσο η ερμηνεία που υποστηρίζουν οι επιχειρήσεις Weddel και Exeter, εν μέρει δε και η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και η αντίθετη λύση, πλην όμως η απόδοση του σε άλλες γλώσσες και ιδίως στην ολλανδική έχει κατά τρόπο που αποκλείει κάθε αβεβαιτότητα. Πράγματι, στο ολλανδικό κείμενο, ο χαρακτηρισμός «που δεν προορίζονται για κατανάλωση» προηγείται της λέξεως «σφάγια» και επομένως δεν μπορεί παρά να αφορά συγχρόνως και τα υπολείμματα σφαγής και τα σφάγια. |
12 |
Την ερμηνεία αυτή η οποία προκύπτει από κείμενα που δεν είναι διφορούμενα επιβεβαιώνει η ανάλυση του άρθρου 14 α, εργαζόμενου στο σύνολο του και εντός του οικείου νομικού πλαισίου. |
13 |
Σε όλες τις περιπτώσεις όπου χωρεί παρέκκλιση από τον κανονισμό 543/69, δυνάμει του άρθρου 14 α πρόκειται για μεταφορές που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, είτε λόγω της χρησιμοποιήσεως ειδικευμένων οχημάτων είτε λόγω της φύσεως των μεταφερομένων αντικειμένων. Σχετικά με τη δεύτερη αυτή περίπτωση ο κανονισμός 2827/77, που πρόσθεσε την παράγραφο 2, στοιχείο γ, στο άρθρο 14 α, ευνοεί την ταχεία μεταφορά των σφαγίων που δεν προορίζονται για κατανάλωση. |
14 |
Πράγματι, όπως ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, τα σφάγια αυτά, αντίθετα με εκείνα που προορίζονται για κατανάλωση, δεν υφίστανται επεξεργασία με σκοπό τη συντήρηση ή την αποφυγή του κινδύνου μολύνσεως. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η ταχεία μεταφορά των προϊόντων αυτών, λόγω του κινδύνου που ενδέχεται να παρουσιάσουν για τη δημόσια υγεία τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων. |
15 |
Av ληφθεί υπόψη ότι η μεταφορά σφαγίων που προορίζονται για την κατανάλωση, η οποία αντιπροσωπεύει σημαντικότατο εμπορικό ρεύμα, μπορεί να γίνει στο πλαίσιο τηρήσεως των απαιτήσεων του κανονισμού 543/69 και χωρίς κανένα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, τίποτα δε 3α δικαιολογούσε μία γενικευμένη εξαίρεση που θα κάλυπτε και αυτό το είδος μεταφοράς. |
16 |
Το συμπέρασμα αυτό είναι τόσο περισσότερο επιβεβλημένο καθόσον το άρθρο 14 α, παράγραφος 2 — καθόσον προβλέπει παρεκκλίσεις από την εφαρμογή των γενικών κανόνων του κανονισμού 543/69 — δεν μπορεί να ερμηνεύεται με τρόπο ώστε να επεκτείνονται τα αποτελέσματα του πέραν του αναγκαίου για την προστασία των συμφερόντων που επιδιώκει να εξασφαλίσει. |
17 |
Επομένως στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ο όρος «σφάγια» που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ, του άρθρου 14 α του κανονισμού 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές, όπως τροποποιήθηκε από τους κανονισμούς 515/72 του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 1972, και 2827/77 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, αναφέρεται αποκλειστικά στα σφάγια που δεν προορίζονται για κατανάλωση. |
18 |
Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο. |
Επί του τρίτου ερωτήματος
19 |
Με το τρίτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η έκφραση «υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, καλύπτει και τα τμήματα των σφαγίων που δεν προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή αλλά για άλλες χρήσεις. |
20 |
Όλοι οι διάδικοι που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο διατύπωσαν τη γνώμη ότι το άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, καλύπτει όχι μόνο τα άχρηστα υπολείμματα σφαγής, αλλά και τα μη βρώσιμα υποπροϊόντα ζωικής προέλευσης. |
21 |
Πρέπει να σημειωθεί σχετικώς ότι, στην καθομιλουμένη, ο όρος «κατανάλωση» δεν μπορεί παρά να σημαίνει τη «χρησιμοποίηση από τον άνθρωπο υπό μορφή τροφίμων». Στο πλαίσιο του άρθρου 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, αυτό είναι ακόμη πιο πολύ πρόδηλο, καθώς ο συχνότερος και κανονικός προορισμός των προϊόντων σφαγής, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω διάταξη, είναι ακριβώς η διατροφή των ανθρωπίνων όντων. |
22 |
Οι κάπως διαφορετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 14 α έρχονται σε αντίθεση με την ερμηνεία αυτή. Πράγματι, οι όροι «υπολείμματα σφαγής»«déchets d'abattage», «scarti di macellazione», «Schlachtabfälle», «slagteriaffald», «slachtafvallen» και «waste» αποδίδουν απόλυτα τη σκέψη ότι όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των σφαγίων, τα μη βρώσιμα τμήματα έστω και αν χρησιμοποιούνται ενδεχομένως σε άλλες βιομηχανίες, πλην της βιομηχανίας ειδών διατροφής, όπως η βιομηχανία δέρματος ή η βιομηχανία λιπασμάτων, έχουν κατά πολύ μικρότερη αξία και σημασία από τα βρώσιμα προϊόντα τα οποία αποτελούν αναμφισβήτητα το μόνο «κύριο προϊόν» της σφαγής. |
23 |
Επομένως, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η έκφραση «υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση», η οποία περιέχεται στο προαναφερθέν άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, αναφέρεται αποκλειστικά στα τμήματα των σφαγίων που δεν προορίζονται για κατανάλωση υπό μορφή τροφίμων. |
24 |
Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο. |
Επί του πέμπτου ερωτήματος
25 |
Με το πέμπτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, εφαρμόζεται στην περίπτωση που η μεταφερόμενη παρτίδα περιλαμβάνει και προϊόντα που δεν καλύπτονται από την εν λόγω εξαίρεση. |
26 |
Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν γίνει δεκτή η εξαίρεση ορισμένων μεταφορών από την εφαρμογή του κανονισμού 543/69 για μόνο το λόγο ότι περιλαμβάνουν και σφάγια ή υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση, οι διατάξεις του κανονισμού 543/69 θα κινδύνευαν να εξουδετερωθούν. Πράγματι, θα αρκούσε να περιληφθεί στο μεταφερόμενο φορτίο πολύ μικρός, έστω πολύ μικρός αριθμός, σφαγίων ή υπολειμμάτων σφαγής για να αποκλειστεί η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. |
27 |
Η λύση αυτή 9α ήταν προδήλως αντίθετη προς τους στόχους που επιδιώκει το άρθρο 14 α, το οποίο αποβλέπει στην εξαίρεση από την εφαρμογή του κανονισμού 543/69 μόνο ειδικών περιπτώσεων μεταφοράς. |
28 |
Επομένως στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η έκφραση «μεταφορά σφαγίων ή υπολειμμάτων σφαγής» που περιέχεται στο προαναφερθέν άρθρο 14 α, παράγραφος 2, στοιχείο γ, αναφέρεται μόνο στις μεταφορές, οι οποίες περιλαμβάνουν αποκλειστικά σφάγια ή υπολείμματα σφαγής που δεν προορίζονται για κατανάλωση. |
Επί των δικαστικών εξόδων
29 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με διάταξη της 21ης Απριλίου 1983, το High Court of Justice, Queen's Bench Division, Divisional Court, αποφαίνεται: |
|
|
|
Koopmans Mackenzie Stuart Bosco Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Μαρτίου 1984. Κατ' εντολή του γραμματέα D. Louterman Υπάλληλος διοικήσεως Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος Τ. Koopmans |