Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61982CJ0173

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 1986.
Gilbert Castille κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλος: διαδικασία προαγωγών.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 173/82, 157/83 και 186/84.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -00497

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1986:54

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( πρώτο τμήμα )

της 6ης Φεβρουαρίου 1986 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 173/82, 157/83 και 186/84,

Gilbert Castille, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών, εκπροσωπούμενος από τον Marcel Slusny, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο rnest Arendt,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης στις υποθέσεις 173/82 και 157/83 από το νομικό της σύμβουλο Joseph Griesmar, επικουρούμενο από τον Daniel Jacob, δικηγόρο Βρυξελλών, και στην υπόθεση 186/84 από τον Henri Étienne, κύριο νομικό της σύμβουλο, και την Marie-Ann Coninsx, μέλος της νομικής υπηρεσίας της, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο τρεις προσφυγές ακυρώσεως που στρέφονται, αντίστοιχα, κατά διαφόρων σταδίων της διαδικασίας προαγωγών στο βαθμό Α 4 για το έτος 1982 ( υποθέσεις 173/82 και 157/83 ) και κατά της εκθέσεως κρίσεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 1977-1979, όπως συντάχθηκε το 1983 (υπόθεση 186/84),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

συγκείμενο από τους G. Bosco, δικαστή, προεδρεύοντα του τμήματος, Τ. Koopmans και T. F. O'Higgins, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C Ο. Lenz

γραμματέας: Ρ. Heim

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 1985,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

Σκεπτικό

1

Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 1982, ο Gilbert Castille, υπάλληλος βαθμού Α 5 της Επιτροπής, άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην τον συμπεριλάβει στον πίνακα των προτεινομένων για προαγωγή στο βαθμό Α 4 υπαλλήλων για το έτος 1982 (υπόθεση 173/82).

2

Επειδή η Επιτροπή προέβαλε ότι η προσφυγή αυτή είναι απαράδεκτη εφόσον στρέφεται κατά προπαρασκευαστικής πράξεως, ο προσφεύγων, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 1983, άσκησε δεύτερη προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής να μην τον συμπεριλάβει στον πίνακα των προαγoμενων στο βαθμό Α 4 υπαλλήλων για το έτος 1982, καθώς και την ακύρωση, εφόσον είναι αναγκαίο, των προαγωγών που εν τω μεταξύ πραγματοποιήθηκαν ( υπόθεση 157/83 ).

3

Με Διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1983, το Δικαστήριο ( πρώτο τμήμα ) αποφάσισε να ενώσει και να συνεκδικάσει τις δύο υποθέσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

4

Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Ιουλίου 1984, ο προσφεύγων άσκησε τρίτη προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της εκθέσεως κρίσεως του για την περίοδο 1977-1979 και της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου κριτή, της 7ης Ιουλίου 1983, σχετικά με την έκθεση αυτή, καθώς και την καταδίκη της Επιτροπής να του καταβάλει χρηματικό ποσό, για τον καθορισμό του οποίου επαφίεται στην ex aequo et bono κρίση του Δικαστηρίου, ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω του ότι ο ατομικός του φάκελος συμπληρώθηκε με σημαντική καθυστέρηση ( υπόθεση 186/84).

5

Με Διάταξη της 22ας Μαΐου 1984, το Δικαστήριο ( πρώτο τμήμα ) διέταξε, προς διευκόλυνση της διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, την ένωση και συνεκδί-καση της υποθέσεως 186/84 με τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 173/82 και 157/83.

6

Στις υποθέσεις 173/82 και 157/83, ο προσφεύγων στρέφεται κατά των αποφάσεων περί προαγωγών για το έτος 1982, στο μέτρο που οι αποφάσεις αυτές δεν κατέληξαν στην προαγωγή του στο βαθμό Α 4. Ο προσφεύγων στηρίζεται προς το σκοπό αυτό σε ορισμένο αριθμό αιτιάσεων, ορισμένες από τις οποίες αφορούν την αρνητική στάση που τήρησαν απέναντί του οι ιεραρχικώς προϊστάμενοι του και ιδίως ο προϊστάμενος της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας, στην οποία υπηρετούσε ο προσφεύγων μέχρι την 1η Απριλίου 1982. Ορισμένες άλλες αιτιάσεις αφορούν την απουσία, κατά τη διαδικασία προαγωγών στο βαθμό Α 4 για το 1982, των εκθέσεων κρίσεως του προσφεύγοντος για τις περιόδους 1977-1979 και 1979-1981.

7

Στην υπόθεση 186/84, ο προσφεύγων στρέφεται κατά της εκθέσεως κρίσεως της περιόδου 1977-1979, όπως διατυπώθηκε οριστικά στις 7 Ιουλίου 1983, καθώς και κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου κριτή, της ίδιας ημερομηνίας, περί επικυρώσεως της εκθέσεως αυτής, συμπεριλαμβανομένων και των αξιολογικών εκτιμήσεων του κριτή όσον αφορά την απόδοση του προσφεύγοντος και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Επιπλέον, ζητεί την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω του ότι η έκθεση κρίσεως του καταρτίστηκε με σημαντική καθυστέρηση συνέπεια ήταν να συμπληρωθεί τελικά ο ατομικός του φάκελος μετά από σαράντα περίπου μήνες.

8

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εξέταση των τριών προσφυγών πρέπει να αναφέρεται κατ' ουσία στα ακόλουθα προβλήματα:

τη μη προαγωγή του προσφεύγοντος στα πλαίσια της διαδικασίας προαγωγών για το 1982-

το κύρος της εκθέσεως κρίσεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 1977-1979

τη ζημία που υπέστη λόγω της καθυστερημένης συντάξεως της εν λόγω εκθέσεως κρίσεως.

α) Η μη προαγωγή

9

Ο προσφεύγων διορίστηκε μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής, βαθμού Α 5, το 1969, μονιμοποιήθηκε δε στη θέση του το 1970. Μέχρι το 1982, υπηρέτησε σε διάφορα τμήματα της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας. Το 1977 συμπεριελήφθη στον πίνακα των προτεινομένων από τις διάφορες υπηρεσίες υπαλλήλων για προαγωγή στο βαθμό Α 4, κατείχε δε την 17η θέση επί συνόλου 18 υποψηφίων. Ο πίνακας αυτός ίσχυσε χωρίς μεταβολές και κατά το 1978. Στη συνέχεια, το όνομα του προσφεύγοντος δεν συμπε-ριελήφθη πλέον μεταξύ των προτεινομένων για προαγωγή στο βαθμό Α 4 υπαλλήλων, ούτε το 1979 ούτε τα επόμενα έτη. Αφού εξέφρασε τα παράπονα του για την κατάσταση αυτή στο γενικό διευθυντή του προσωπικού και της διοικήσεως το 1981, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, όταν διαπίστωσε ότι το όνομά του δεν συμπεριλαμβανόταν στον πίνακα των προτεινομένων για προαγωγή στο βαθμό Α 4 υπαλλήλων για το 1982.

10

Κατά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, η απόφαση να μη συμπεριληφθεί στο εξής στον πίνακα των προτεινομένων για προαγωγή υπαλλήλων εξηγείται από το γεγονός ότι ο γενικός διευθυντής γεωργίας ήταν της γνώμης ότι ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντα του κατά τον δέοντα τρόπο. Ο προσφεύγων προβάλλει ότι υπήρξε θύμα σοβαρού ατυχήματος το Φεβρουάριο του 1979 και ότι ο γενικός διευθυντής ζήτησε, αμέσως μετά το ατύχημα, να τεθεί ο προσφεύγων σε αναπηρία. Επειδή το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, ο γενικός διευθυντής τήρησε αρνητική στάση απέναντι στον προσφεύγοντα, στάση που συνίστατο, μεταξύ άλλων, σε έλλειψη συνεργασίας όσον αφορά την αναζήτηση θέσεως κατάλληλης γι' αυτόν στα πλαίσια της γενικής διευθύνσεως και την παραχώρηση γραφείου που να ανταποκρίνεται στην κατάσταση του. Ο προσφεύγων υπενθυμίζει σχετικά ότι εισήχθη επανειλημμένα σε νοσοκομείο μετά το ατύχημά του, ότι του αναγνωρίστηκε μερική αναπηρία ( 35 °/ο ) κατά την έννοια του άρθρου 73 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και ότι ήταν υποχρεωμένος να παραπονείται κατά τη διάρκεια των ετών 1979 και 1980 λόγω των συνθηκών και του τόπου εργασίας όπου είχε τοποθετηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της υγείας του.

11

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η μη προαγωγή του είναι συνέπεια των αρνητικών διαθέσεων των ιεραρχικώς προϊσταμένων του. Πριν από το ατύχημα, το όνομά του περιλαμβανόταν στα ονόματα των υπαλλήλων που είχαν κριθεί « προακτέοι » από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους, ενώ δεν περιλαμβανόταν πλέον στους πίνακες των « προακτέων » υπαλλήλων για τα έτη 1979, 1980, 1981 και 1982, πίνακες που καταρτίστηκαν μετά το ατύχημα και τις επιπτώσεις του. Ο προσφεύγων συνάγει από την εξέλιξη αυτή ότι οι σχετικές προτάσεις προαγωγών βαρύνονται με αντικανονικότητες, διότι μπορούν να εξηγηθούν μόνο με την αρνητική στάση του γενικού διευθυντή απέναντι του· εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι οι προτάσεις προαγωγών θα έπρεπε να είχαν γίνει χωρίς να ληφθούν υπόψη οι απουσίες του λόγω ασθενείας ή η κατάσταση της υγείας του που μείωσε την ικανότητά του προς εργασία.

12

Η Επιτροπή προέβαλε καταρχάς, στα πλαίσια της υποθέσεως 173/82, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι στρέφεται κατά του πίνακα των προταθέντων για προαγωγή στο βαθμό Α 4 υπαλλήλων για το 1982, ενώ η κατάρτιση του πίνακα αυτού αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη που εντάσσεται στα πλαίσια της διαδικασίας προαγωγών. Αναγνώρισε εντούτοις ότι τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της υποθέσεως 157/83, στην οποία αμφισβητείται το κύρος του πίνακα των υπαλλήλων που προήχθησαν στο βαθμό Α 4 για το 1982.

13

Επί της ουσίας, η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος περί αρνητικής στάσεως του γενικού διευθυντή ή άλλων ιεραρχικώς προϊσταμένων, θύμα της οποίας υπήρξε ο προσφεύγων. Αντίθετα, ο προσφεύγων έτυχε παρεκκλίσεων όσον αφορά τα ωράρια εργασίας, τη θέση του γραφείου του και τις αποστολές ή μετακινήσεις, από τη συμμετοχή στις οποίες απηλλάγη. Το 1980, η ιατρική υπηρεσία της Επιτροπής επιβεβαίωσε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων διευθετήσεων που πραγματοποιήθηκαν, οι συνθήκες εργασίας του προσφεύγοντος δεν ήταν ικανές να βλάψουν την υγεία του.

14

Η Επιτροπή υποστηρίζει επιπλέον ότι οι προτάσεις προαγωγών που υποβάλλουν οι γενικές διευθύνσεις καταρτίζονται μετά από διαβουλεύσεις με τους διευθυντές και τους προϊσταμένους τμήματος της οικείας διοικητικής μονάδας, λαμβάνουν δε αποκλειστικά υπόψη τα προσόντα των ενδιαφερομένων υπαλλήλων και όχι τις απουσίες για λόγους υγείας ή άλλα παρόμοια ενδεχόμενα ήσσονος σημασίας. Η μη συμπερίληψη του ονόματος του προσφεύγοντος στον πίνακα των προταθέντων για προαγωγή υπαλλήλων το 1979, ενώ συμπεριλαμβανόταν στους πίνακες του 1977 και του 1978, οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι, από το 1979, η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας κατήρτισε πίνακες πολύ βραχύτερους από ό, τι προηγουμένως ( 8 ονόματα για το 1979, 6 για το 1980 ). Ο προσφεύγων εξάλλου, που εν τω μεταξύ τοποθετήθηκε σε άλλη γενική διεύθυνση, προήχθη το 1984 στο βαθμό Α 4.

15

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι εφόσον η Επιτροπή αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι η μη προαγωγή του στα πλαίσια της διαδικασίας προαγωγών για το 1982 οφείλεται στην έλλειψη συνεργασίας, ή ακόμη και σε στάση που μαρτυρεί μια κάποια αρνητική διάθεση, εκ μέρους των ιεραρχικώς προϊσταμένων του, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να προσκομίσει τη σχετική απόδειξη.

16

O προσφεύγων προσκόμισε ορισμένο αριθμό υπηρεσιακών σημειωμάτων και εγγράφων που μαρτυρούν τις δυσχέρειες που συνάντησε κατά την αναζήτηση θέσεως που θα του επέτρεπε να ασκεί καθήκοντα κατάλληλα γι' αυτόν στα πλαίσια της γενικής διευθύνσεως στην οποία τότε ανήκε. Από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει εντούτοις καμία πρόθεση των ιεραρχικώς προϊσταμένων του ή των υπηρεσιών της Επιτροπής να τον παρεμποδίσουν στην προσπάθεια αυτή.

17

Όσον αφορά ειδικότερα τις προαγωγές για το 1982, από τα πρακτικά των εργασιών της επιτροπής προαγωγών για την κατηγορία Α, της 13ης Ιουλίου 1982, προκύπτει ότι η εν λόγω επιτροπή, κατά την εξέταση των αιτήσεων θεραπείας που υπέβαλαν οι υπάλληλοι που δεν συμπεριλαμβάνονταν στον πίνακα των προτεινομένων για προαγωγή, διαπίστωσε τα εξής: « Η περίπτωση του Castille εξετάστηκε με προσοχή από την επιτροπή, που σημειώνει με ικανοποίηση ότι οι συστάσεις που διατυπώθηκαν το 1981 εφαρμόστηκαν: o Castille βρήκε νέα θέση, που θα πρέπει να του επιτρέψει να αποδείξει τα προσόντα του ώστε να μπορέσει να ληφθεί υπόψη στο μέλλον. »

18

Δεν αποδείχθηκε συνεπώς ότι η μη προαγωγή του προσφεύγοντος κατά τις προαγωγές για το 1982 ήταν συνέπεια παράνομης διακρίσεως ή καταχρήσεως εξουσίας, ή ότι οφειλόταν στην αρνητική στάση των ιεραρχικώς προϊσταμένων του.

19

Ο προσφεύγων προβάλλει ακόμη ότι οι προτάσεις προαγωγών υποβλήθηκαν ενώ δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η σύνταξη της εκθέσεως κρίσεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 1977-1979, όπως και της εκθέσεως για την περίοδο 1979-1981.

20

Υπό τις ειδικές συνθήκες της προκειμένης υποθέσεως και αν ληφθούν ιδίως υπόψη τα προβλήματα αναπροσαρμογής του προσφεύγοντος μετά το ατύχημά του, η προαγωγή του 1984 και η απουσία άλλων αντικανονικοτήτων κατά τη διαδικασία προαγωγών για το 1982, το γεγονός και μόνο ότι οι εκθέσεις κρίσεως του προσφεύγοντος δεν περιλαμβάνονταν στον ατομικό του φάκελο δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση των προαγωγών που διενεργήθηκαν. Η ζημία που υπέστη ενδεχομένως ο προσφεύγων λόγω του ότι η έκθεση κρίσεως για την περίοδο 1977-1979 καταρτίστηκε καθυστερημένα θα αποτελέσει το αντικείμενο άλλου μέρους της παρούσας απόφασης.

21

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος όσον αφορά τη μη προαγωγή του στα πλαίσια της διαδικασίας προαγωγών στο βαθμό Α 4 για το 1982 είναι απορριπτέες.

β) Το κύρος της εκνέσεως κρίσεως

22

Ο προσφεύγων υποστηρίζει κυρίως ότι η έκθεση κρίσεώς του για την περίοδο 1977-1979 στερείται κάθε αιτιολογίας. Αυτή η απουσία κάθε επεξηγήσεως είναι κατά μείζονα λόγο ενοχλητική, διότι οι αξιολογικές εκτιμήσεις που περιλαμβάνει η έκθεση μεταβλήθηκαν ουσιαστικά εν σχέσει προς εκείνες που περιλαμβάνονταν στις προηγούμενες εκθέσεις. Ο « οδηγός για τη σύνταξη των εκθέσεων κρίσεως » που κατάρτισε η Επιτροπή επιβάλλει εντούτοις στους κριτές την υποχρέωση « να δικαιολογούν κάθε μεταβολή των επιμέρους κρίσεων εν σχέσει προς την προηγούμενη βαθμολογία ».

23

Ο προσφεύγων προσθέτει ότι κατόπιν αιτήσεώς του, της εκθέσεως κρίσεως επελήφθη δευτοβάθμιος κριτής, ο οποίος όμως αποφάσισε να επικυρώσει το περιεχόμενό της, με την επιφύλαξη μιας διευκρινίσεως ήσσονος σημασίας. Στη γνώμη της « επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τις εκθέσεις κρίσεως » διαπιστώνεται σχετικά « σημαντική μεταβολή των επιμέρους κρίσεων και της γενικής αξιολογήσεως εν σχέσει προς την προηγούμενη βαθμολογία και η απουσία κάθε εξηγήσεως της μεταβολής αυτής», καθώς και « έλλειψη αιτιολογίας των επιμέρους κρίσεων στη γενική αξιολόγηση ».

24

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένα νέο σύστημα βαθμολογίας καθιερώθηκε από το 1979. Όσον αφορά τις επιμέρους κρίσεις, το σύστημα καινοτομούσε σε τέτοιο σημείο ώστε να μη μπορεί πλέον να υπάρξει σοβαρή σύγκριση με τις προηγούμενες βαθμολογίες. Η Επιτροπή επέστησε ρητά την προσοχή των υπαλλήλων στη διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων, ζητώντας να μη λαμβάνουν υπόψη τις προηγούμενες βαθμολογίες.

25

Η Επιτροπή επισημαίνει σχετικά ότι το 1979 δημοσιεύθηκε νέος « οδηγός για τη σύνταξη των εκθέσεων κρίσεως», που εισήγαγε νέο σύστημα βαθμολογήσεως. Αφού τονίζεται ότι, όσον αφορά την επισήμανση της προόδου που πραγματοποίησε ο υπάλληλος ή της πτώσεως της αποδόσεως που σημειώθηκε, ο κριτής είναι υποχρεωμένος «να αιτιολογεί κατά τον ρητότερο δυνατό τρόπο τις μεταβολές που επήλθαν στις επιμέρους κρίσεις εν σχέσει προς την προηγούμενη έκθεση κρίσεως », στον οδηγό του 1979 για τη σύνταξη των εκθέσεων κρίσεως προστίθεται υποσημείωση, σύμφωνα με την οποία « η διάταξη αυτή δεν είναι υποχρεωτική για τη βαθμολογία 1977-1979, όσον αφορά τη σύγκριση με την προηγούμενη βαθμολογία ».

26

Πρέπει να διαπιστωθεί καταρχάς ότι η αντίθεση μεταξύ της επίδικης εκθέσεως κρίσεως και των προηγουμένων εκθέσεων είναι σημαντική. Ενώ για τα έτη 1973 μέχρι 1977η ικανότητα του προσφεύγοντος, η απόδοση του και η συμπεριφορά του στην υπηρεσία κατατάσσονταν στην υψηλότερη βαθμίδα σε κλίμακα βαθμολογίας που περιελάμβανε τρεις βαθμίδες, ο προσφεύγων έλαβε για την περίοδο 1977-1979 μέτριους βαθμούς που αντιστοιχούσαν στην τρίτη βαθμίδα σε κλίμακα βαθμολογίας με πέντε βαθμίδες, εκτός από την επιμέρους ένδειξη « Προσαρμογή στις απαιτήσεις της υπηρεσίας », για την οποία ο προσφεύγων βαθμολογήθηκε με « μέτρια » ( προτελευταία βαθμίδα ). Πρέπει να προστεθεί ότι την επίδικη έκθεση συνέταξε ο ίδιος κριτής που είχε συντάξει και τις δύο προηγούμενες εκθέσεις, μετά από διαβουλεύσεις με τον ίδιο προϊστάμενο τμήματος.

27

Πρέπει να υπομνησθεί κατόπιν ότι οι γενικές διατάξεις περί εκτελέσεως του άρθρου 43 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων που εξέδωσε η Επιτροπή στις 27 Ιουλίου 1979 προβλέπουν στο άρθρο 5 την υποχρέωση « να δικαιολογείται κάθε μεταβολή των επιμέρους κρίσεων εν σχέσει προς την προηγούμενη βαθμολογία ». Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται στους κριτές, που δεν μπορούν να απαλλαγούν βάσει υποσημειώσεως περιλαμβανόμενης στις σελίδες του οδηγού του 1979 για τη σύνταξη των εκθέσεων κρίσεως που προορίζονται να δώσουν πρακτικές συμβουλές στους κριτές.

28

Η υποχρέωση αυτή επιβαλλόταν κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω στους κριτές, διότι, αφενός, οι διαφορές μεταξύ των αξιολογικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονταν στην επίδικη έκθεση κρίσεως και όλων των προηγούμενων βαθμολογήσεων ήταν σημαντικές και, αφετέρου, ορισμένα γεγονότα που συνέβησαν το 1979 μπορούσαν να δημιουργήσουν στον προφεύγοντα την εντύπωση ότι οι ιεραρχικώς προϊστάμενοί του εκτιμούσαν λιγότερο την εργασία του από ό, τι κατά το παρελθόν.

29

Η έκθεση κρίσεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 1977-1979 βαρύνεται επομένως με αντικανονικότητες και, κατά συνέπεια, είναι ακυρωτέα. Η απόφαση του δευτεροβάθμιου κριτή σχετικά με την εν λόγω έκθεση κρίσεως κατέστη συνεπώς άνευ αντικειμένου.

γ) Η καθνοτερημένη σύνταξη της εκθέοεως κρίσεως

30

Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η σημαντική καθυστέρηση κατά τη σύνταξη της επίδικης εκθέσεως κρίσεως συνιστά βαρύ υπηρεσιακό πταίσμα της Επιτροπής που του προξένησε ζημία, δεδομένου ότι η εν λόγω καθυστέρηση έβλαψε την κανονική εξέλιξη της σταδιοδρομίας του. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι πρέπει να του επιδικαστεί αποζημίωση 100000 βελγικών φράγκων.

31

Πρέπει επιπλέον να υπομνηστεί ότι κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η μη προαγωγή του το 1982 μπορεί να είναι συνέπεια της καθυστερήσεως αυτής, δεδομένου ότι η απόφαση περί προαγωγών ελήφθη χωρίς να περιλαμβάνεται ακόμη στον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος η έκθεση κρίσεώς του για την περίοδο 1977-1979.

32

Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου. Εξέφρασε τη λύπη της διότι λόγω ορισμένων συνθηκών που συνδέονται ιδίως με τις διάφορες τοποθετήσεις του προσφεύγοντος, με την εισαγωγή του νέου συστήματος βαθμολογήσεως και με τη δευτεροβάθμια διαδικασία και τη διαδικασία της ενστάσεως, η έκθεση κρίσεως του προσφεύγοντος καταρτίστηκε οριστικά μετά την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος. Στην περίπτωση που η καθυστέρηση αυτή θα συνιστούσε υπηρεσιακό πταίσμα που προξένησε ηθική βλάβη στον προσφεύγοντα, η Επιτροπή θα μπορούσε να εξετάσει τη σκοπιμότητα να του καταβάλει συμβολική αποζημίωση.

33

Σημειωτέον ότι η επίδικη έκθεση αφορά την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1977 μέχρι 30ής Ιουνίου 1979, ότι καταρτίστηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1981 και ότι κατέστη οριστική, αφού επελήφθησαν ο δευτεροβάθμιος κριτής και η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τις εκθέσεις κρίσεως, στις 7 Ιουλίου 1983, δηλαδή τέσσερα περίπου έτη μετά το τέλος της περιόδου κρίσεως.

34

Τέτοιο χρονικό διάστημα δεν συμβιβάζεται με τις αρχές της χρηστής διοικήσεως. Δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι υπεύθυνη, στα πλαίσια του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, για την κανονικότητα της διαδικασίας προαγωγών των υπαλλήλων της, πρέπει να φέρει τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τέτοιο υπηρεσιακό πταίσμα.

35

Όσον αφορά το ύψος της αποζημιώσεως, πρέπει να διαπιστωθεί ότι ο προσφεύγων δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη οποιασδήποτε σχέσεως μεταξύ, αφενός, της μη προαγωγής του το 1982 και, αφετέρου, της απουσίας της επίδικης εκθέσεως κρίσεως κατά το χρόνο λήψεως των αποφάσεων περί προαγωγών για το 1982. Ειδικότερα, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι διάφορες υπηρεσίες, επιτροπές και ιεραρχικώς προϊστάμενοι που ασχολήθηκαν διαδοχικά με τις προαγωγές στο βαθμό Α 4 στα πλαίσια της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας δεν διέθεταν πληροφορίες ή ευνοϊκές για τον προσφεύγοντα αξιολογικές εκτιμήσεις, που θα μπορούσαν να είχαν βρεί σε έκθεση κρίσεως.

36

Η καθυστέρηση πάντως κατά την κατάρτιση των εκθέσεων κρίσεως είναι καθαυτή ικανή να προξενήσει ζημία στον υπάλληλο, λόγω και μόνο του ότι η εξέλιξη της σταδιοδρομίας του μπορεί να επηρεαστεί από την απουσία τέτοιας έκθεσης κατά τη στιγμή που πρέπει να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.

37

Υπό τις ειδικές συνθήκες της προκειμένης περιπτώσεως, η ζημία που υπέστη για το λόγο αυτό ο προσφεύγων πρέπει να υπολογιστεί ex aequo et bono σε 50000 βελγικά φράγκα.

38

Πρέπει συνεπώς:

να ακυρωθεί η έκθεση κρίσεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 1977-1979 καθώς και η απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της ενστάσεως του προσφεύγοντος όσον αφορά την εν λόγω έκθεση κρίσεως·

να καταδικαστεί η Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα ποσό 50000 βελγικών φράγκων ως αποζημίωση λόγω υπηρεσιακού πταίσματος

να απορριφθούν οι προσφυγές κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

39

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθη, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την έκθεση κρίσεως του προσφεύγοντος για την περίοδο 1977-1979 καθώς και την απόφαση της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 1984, περί απορρίψεως της ενστάσεως του προσφεύγοντος όσον αφορά την εν λόγω έκθεση κρίσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα ποσό 50000 βελγικών φράγκων ως αποζημίωση λόγω υπηρεσιακού πταίσματος.

 

3)

Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

 

4)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

Bosco

Koopmans

O'Higgins

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Φεβρουαρίου 1986.

Ο γραμματέας Ρ. Heim

Ο προεδρεύων του πρώτου τμήματος

G. Bosco

δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top