This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61980CJ0172
Judgment of the Court of 14 July 1981. # Gerhard Züchner v Bayerische Vereinsbank AG. # Reference for a preliminary ruling: Amtsgericht Rosenheim - Germany. # Bank charges. # Case 172/80.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1981.
Gerhard Züchner κατά Bayerische Vereinsbank AG.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Rosenheim - Γερμανία.
Τραπεζικές προμήθειες.
Υπόθεση 172/80.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1981.
Gerhard Züchner κατά Bayerische Vereinsbank AG.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Rosenheim - Γερμανία.
Τραπεζικές προμήθειες.
Υπόθεση 172/80.
Συλλογή της Νομολογίας 1981 -02021
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1981:178
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 14ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1981. - GERHARD ZUECHNER ΚΑΤΑ BAYERISCHE VEREINSBANK AG. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ AMTSGERICHT ΤΟΥ ROSENHEIM - ΓΕΡΜΑΝΙΑ). - ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 172/80.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 02021
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00181
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00187
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00565
Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 . Ανταγωνισμός — Επιχειρήσεις επιφορτισμένες μέ τήν διαχείρηση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος — Έννοια — Τραπεζικά ιδρύματα εκτελούντα μεταφορές κεφαλαίων από ενα Κράτος μέλος σέ άλλο
( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 90 παράγραφος 2 )
2 . Ισοζύγιο πληρωμών — Διατάξεις τής συνθήκης — Αντικείμενο — Συντονισμός τών εθνικών οικονομικών πολιτικών — Εξαίρεση τών τραπεζών από τούς κανόνες περί ανταγωνισμού — Ανεπίτρεπτο
( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 104 εως 109 )
3 . Ανταγωνισμός — Συμφωνίες — Εναρμονισμένη πρακτική — Έννοια
( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 1 )
4 . Ανταγωνισμός — Συμφωνίες — Εναρμονισμένη πρακτική — Παράλληλη συμπεριφορά κατά τήν είσπραξη από τίς τράπεζες ενιαίας τραπεζικής προμηθείας επί διεθνών χρηματικών μεταφορών — Απαγόρευση — Προϋποθέσεις
( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 85 παράγραφος 1 )
1 . Οι μεταφορές χρημάτων τών πελατών τους , πού εκτελούν συνήθως τά τραπεζικά ιδρύματα , από ενα Κράτος μέλος σέ άλλο , άν καί αποτελούν πράξεις πού ανή κουν σ’ αυτή τήν αποστολή τών τραπεζών , ιδίως οσον αφορά τίς διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων , δέν αποτελούν επαρκή λόγο , γιά νά προσδώσουν στά ιδρύματα αυτά τόν χαρακτήρα επιχειρήσεων υπό τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 2 τής συνθήκης , εκτός άν αποδεικνύεται οτι μέ τήν εκτέλεση τών μεταφορών αυτών , τά εν λόγω ιδρύματα διαχειρίζονται υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος , η οποία τούς έχει ανατεθεί μέ πράξη τής δημοσίας αρχής .
2 . Τά άρθρα 104 καί επόμενα τής συνθήκης ΕΟΚ δέν σκοπούν μέ κανέναν τρόπο τήν εξαίρεση τών τραπεζών από τούς κανόνες ανταγωνισμού τής συνθήκης . Περιλαμβάνονται στόν τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 τής συνθήκης , περί «ισοζυγίου πληρωμών» , περιορίζονται δέ στό νά επισημαίνουν τήν επιτακτική ανάγκη συντονισμού μεταξύ τών Κρατών μελών στόν τομέα τής οικονομικής πολιτικής καί προβλέπουν , πρός τόν σκοπό αυτό , τήν συνεργασία μεταξύ τών αρμοδίων υπηρεσιών τών εθνικών διοικήσεων καί μεταξύ τών κεντρικών τραπεζών τών Κρατών μελών , η οποία επιτρέπει τήν επίτευξη τών σκοπών τής συνθήκης .
3 . Η εναρμονισμένη πρακτική , κατά τήν έννοια τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , αποτελεί μία μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων , ο οποίος , χωρίς νά έχει προχωρήσει μέχρι τής συνάψεως συμβάσεως κατά κυριολεξία , υποκαθιστά συνειδητώς τούς κινδύνους τού ανταγωνισμού μέ μία πρακτική συνεργασία μεταξύ τους .
Τά κριτήρια συντονισμού καί συνεργασίας πού συνθέτουν μία εναρμονισμένη πρακτική , χωρίς νά απαιτούν τήν κατάρτιση πραγματικού «σχεδίου» , πρέπει νά νοούνται υπό τό φώς τής συνυφασμένης μέ τίς σχετικές πρός τόν ανταγωνισμό διατάξεις τής συνθήκης αντιλήψεως , κατά τήν οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει νά καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τήν πολιτική πού προτίθεται νά ακολουθήσει στήν κοινή αγορά καί τούς ορους πού προτίθεται νά επιφυλάξει στήν πελατεία του .
Ειναι μέν ακριβές οτι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δέν αποκλείει τό δικαίωμα τών επιχειρηματιών νά προσαρμόζονται επιτηδείως στήν διαπιστουμένη ή αναμενομένη συμπεριφορά τών ανταγωνιστών τους , πλήν ομως αντιτίθεται αυστηρώς σέ κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ τών επιχειρηματιών αυτών , η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τήν δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού , πού δέν αντιστοιχούν πρός τίς κανονικές συνθήκες τής εν λόγω αγοράς , λαμβανομένων υπ’ όψη τής φύσεως τών προϊόντων ή τών παρεχομένων υπηρεσιών , τής σπουδαιότητος τού αριθμού τών επιχειρήσεων καί τού όγκου τής αγοράς αυτής .
4 . Η παράλληλη συμπεριφορά κατά τήν είσπραξη ενιαίας τραπεζικής προμηθείας γιά μεταφορές ποσών από ενα Κράτος μέλος πρός άλλο , πού διενεργούν οι τράπεζες από τούς πιστωτικούς λογαριασμούς τών πελατών τους , αποτελεί εναρμονισμένη πρακτική , η οποία απαγορεύεται από τό άρθρο 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , εφ’ οσον αποδεικνύεται οτι η παράλληλη αυτή συμπεριφορά συγκεντρώνει τά χαρακτηριστικά μιάς τέτοιας πρακτικής , στοιχεία συντονισμού καί συνεργασίας καί οτι η πρακτική αυτή ειναι ικανή νά επηρεάσει αισθητώς τούς ορους τού ανταγωνισμού στήν αγορά τών υπηρεσιών , πού έχουν σχέση μέ τίς ανωτέρω μεταφορές .
Στήν υπόθεση 172/80
πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Amtsgericht τού Rosenheim πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
GERHARD ZUECHNER , Rosenheim ,
καί
BAYERISCHE VEREINSBANK AG , Μόναχο ,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ΕΟΚ ,
1 Μέ διάταξη τής 14ης Ιουλίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 29 Ιουλίου 1980 , τό Amtsgericht τού Rosenheim υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , προδικαστικό ερώτημα ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης , γιά τόν προσδιορισμό τής εκτάσεως τών διατάξεων αυτών ως πρός τήν είσπραξη από τραπεζικό ιδρυμα , εγκατεστημένο στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας , προμηθείας γιά τήν μεταφορά χρηματικού ποσού μέ επιταγή από ενα Κράτος μέλος σέ άλλο .
2 Όπως προκύπτει από τήν δικογραφία πού διεβίβασε τό εθνικό δικαστήριο , ενας κάτοχος τραπεζικού λογαριασμού στήν Bayerische Vereinsbank στό Rosenheim , τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , εξέδωσε επί τής τραπέζης αυτής , στίς 17 Ιουλίου 1979 , επιταγή ποσού 10 000 μάρκων , εις διαταγήν παραλήπτου πού διέμενε στήν Ιταλία . Γιά τήν πράξη μεταφοράς , η ανωτέρω τράπεζα εχρέωσε τόν λογαριασμό του μέ κράτηση , ως τραπεζική προμήθεια ( Bearbeitungsgebuehr ), 15 μάρκων πού αντιστοιχούσε στό 0,15 % τού μεταφερθέντος ποσού .
3 Ο κάτοχος τού τραπεζικού λογαριασμού , θεωρώντας οτι η είσπραξη τής ανωτέρω προμηθείας ηταν αντίθετη πρός τίς διατάξεις τής συνθήκης ΕΟΚ , ήγειρε ενώπιον τού Amtsgericht τού Rosenheim αγωγή περί αποδόσεώς της κατά τού τραπεζικού οργανισμού .
4 Υπεστήριξε , μεταξύ άλλων , οτι , η είσπραξη τής επιδίκου προμηθείας ηταν αντίθετη πρός τά άρθρα 85 καί 86 τής συνθήκης , διότι απετέλει εναρμονισμένη πρακτική , ακολουθουμένη από ολα ή τά περισσότερα τραπεζικά ιδρύματα , τόσο εντός τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας οσο καί εντός τών άλλων Κρατών μελών τής Κοινότητος , αντίθετη πρός τούς κανόνες ανταγωνισμού καί ικανή νά επηρεάσει τό εμπόριο μεταξύ τών Κρατών μελών .
5 Προκειμένου νά διασαφηνίσει ιδίως τό τελευταίο αυτό σημείο , τό εθνικό δικαστήριο απεφάσισε νά υποβάλει στό Δικαστήριο , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης , τό ακόλουθο ερώτημα :
«Η είσπραξη , στίς ενδοκοινοτικές πράξεις , πληρωμών καί κινήσεως κεφαλαίων μεταξύ τραπεζών , ενιαίας τραπεζικής προμηθείας 0,15 % επί τού πρός μεταφορά ποσού , συνιστά παράβαση τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης ΕΟΚ , ως εναρμονισμένη πρακτική , ικανή νά επηρεάσει τίς εμπορικές συναλλαγές;»
6 Η εναγομένη στήν κυρία δίκη αντέταξε πρώτον , κατά τήν προφορική διαδικασία , οτι τό περί ερμηνείας ερώτημα πού έθεσε τό εθνικό δικαστήριο στερείται αντικειμένου , δεδομένου οτι οι διατάξεις τής συνθήκης περί τών κανόνων τού ανταγωνισμού δέν εφαρμόζονται , τουλάχιστον κατά μεγάλο μέρος , στά τραπε ζικά ιδρύματα . Υπεστήριξε οτι , λόγω τής ιδιαζούσης φύσεως τών υπηρεσιών πού παρέχουν οι εταιρίες αυτές καί τού σημαντικού ρόλου πού διαδραματίζουν στίς πράξεις μεταφοράς κεφαλαίων , πρέπει νά θεωρούνται ως επιχειρήσεις «επιφορτισμένες μέ τήν διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος» , κατά τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 2 τής συνθήκης καί δέν υπάγονται επομένως , δυνάμει τής διατάξεως αυτής , στούς κανόνες ανταγωνισμού τών άρθρων 85 καί 86 τής συνθήκης . Επί πλέον , πρός στήριξη τής απόψεώς της , επεκαλέσθη τίς διατάξεις τών άρθρων 104 επ . τής συνθήκης πού αναφέρονται στήν «οικονομική πολιτική» .
7 Οι μεταφορές χρημάτων τών πελατών τους , πού εκτελούν συνήθως τά τραπεζικά ιδρύματα , από ενα Κράτος μέλος σέ άλλο , άν καί αποτελούν πράξεις πού ανήκουν σ’ αυτήν τήν αποστολή τών τραπεζών , ιδίως οσον αφορά τίς διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων , δέν αποτελούν επαρκή λόγο , γιά νά προσδώσουν στά ιδρύματα αυτά τόν χαρακτήρα επιχειρήσεων υπό τήν έννοια τού άρθρου 90 παράγραφος 2 τής συνθήκης , εκτός άν αποδεικνύεται οτι μέ τήν εκτέλεση τών μεταφορών αυτών , τά εν λόγω ιδρύματα διαχειρίζονται υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος , η οποία τούς έχει ανατεθεί μέ πράξη τής δημοσίας αρχής .
8 Ως πρός τά άρθρα 104 καί επόμενα τής συνθήκης , οι διατάξεις αυτές δέν σκοπούν μέ κανένα τρόπο τήν εξαίρεση τών τραπεζών από τούς κανόνες ανταγωνισμού τής συνθήκης . Περιλαμβάνονται στόν τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 τής συνθήκης περί «ισοζυγίου πληρωμών» , περιορίζονται δέ στό νά επισημαίνουν τήν επιτακτική ανάγκη συντονισμού μεταξύ τών Κρατών μελών , στόν τομέα τής οικονομικής πολιτικής καί προβλέπουν , πρός τόν σκοπό αυτό , τήν συνεργασία μεταξύ τών αρμοδίων υπηρεσιών τών εθνικών διοικήσεων καί μεταξύ τών κεντρικών τραπεζών τών Κρατών μελών , η οποία επιτρέπει τήν επίτευξη τών σκοπών τής συνθήκης .
9 Εν όψει ολων αυτών τών στοιχείων , η αντίρρηση πού ήγειρε η εναγομένη στήν κυρία δίκη πρέπει , νά απορριφθεί .
10 Τό εθνικό δικαστήριο υπέβαλε τό περί ερμηνείας ερώτημα , αναφερόμενο στήν είσπραξη ενιαίας τραπεζικής προμηθείας 0,15 % επί τών συναλλαγών στίς οποίες αναφέρεται . Τό ερώτημα αυτό υπεβλήθη σχετικώς τόσο πρός τό άρθρο 85 , οσο καί πρός τό άρθρο 86 τής συνθήκης . Λαμβάνοντας υπ’ όψη οτι η διάταξη παραπομπής αντιμετωπίζει , ως πιθανή παράβαση τών κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού , αποκλειστικώς τήν περίπτωση υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής , καί τό γεγονός οτι τό άρθρο 86 αναφέρεται στήν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως καί δέν καλύπτει τήν περίπτωση εναρμονισμένης πρακτικής , επί τής οποίας μόνο οι διατάξεις τού άρθρου 85 έχουν εφαρμογή , η εξέταση τού ερωτήματος πού υπεβλήθη πρέπει εν προκειμένω νά περιορισθεί στό τελευταίο αυτό άρθρο .
11 Κατά τό άρθρο 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , «ειναι ασυμβίβαστες μέ τήν κοινή αγορά καί απαγορεύονται ολες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων , ολες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων καί κάθε εναρμονισμένη πρακτική , πού δύνανται νά επηρεάσουν τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών καί πού έχουν ως αντικείμενο τήν παρεμπόδιση , τόν περιορισμό ή τήν νόθευση τού ανταγωνισμού εντός τής κοινής αγοράς» .
12 Όπως ετόνισε τό Δικαστήριο , ιδίως μέ τήν απόφασή του τής 14ης Ιουλίου 1972 ( ICI κατά Επιτροπής , 48/69 , Slg . σ . 619 ), η εναρμονισμένη πρακτική κατά τήν έννοια τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , αποτελεί μία μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων , ο οποίος , χωρίς νά έχει προχωρήσει μέχρι τής συνάψεως συμβάσεως κατά κυριολεξία , υποκαθιστά συνειδητώς τούς κινδύνους τού ανταγωνισμού μέ μία πρακτική συνεργασία μεταξύ τους .
13 Τό Δικαστήριο επεσήμανε επίσης μέ τήν απόφασή του τής 16ης Δεκεμβρίου 1975 ( Suiker Unie κατά Επιτροπής , 40-48 , 50 , 54-56 , 111 , 113 , 114/73 , Slg . σ . 1663 ) οτι τά κριτήρια συντονισμού καί συνεργασίας πού συνθέτουν μία εναρμονισμένη πρακτική , χωρίς νά απαιτούν τήν κατάρτιση πραγματικού «σχεδίου» , πρέπει νά νοούνται υπό τό φώς τής συνυφασμένης μέ τίς σχετικές πρός τόν ανταγωνισμό διατάξεις τής συνθήκης αντιλήψεως , κατά τήν οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει νά καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τήν πολιτική πού προτίθεται νά ακολουθήσει στήν κοινή αγορά καί τούς ορους πού προτίθεται νά επιφυλάξει στήν πελατεία του .
14 Ειναι μέν ακριβές οτι αυτή η απαίτηση αυτονομίας δέν αποκλείει τό δικαίωμα τών επιχειρηματιών νά προσαρμόζονται επιτηδείως στήν διαπιστουμένη ή αναμενομένη συμπεριφορά τών ανταγωνιστών τους , πλήν ομως αντιτίθεται αυστηρώς σέ κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ τών επιχειρηματιών αυτών , η οποία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τήν δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού πού δέν αντιστοιχούν πρός τίς κανονικές συνθήκες τής εν λόγω αγοράς , λαμβανομένων υπ’ όψη τής φύσεως τών προϊόντων ή τών παρεχομένων υπηρεσιών , τής σπουδαιότητος καί τού αριθμού τών επιχειρήσεων καί τού όγκου τής αγοράς αυτής .
15 Κατά τόν ενάγοντα στήν κυρία δίκη , υφίσταται εν προκειμένω εναρμονισμένη πρακτική , λόγω τού γεγονότος οτι ολες ή οι περισσότερες τράπεζες στό εσωτερικό τής κοινής αγοράς ή τουλάχιστον στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας , εφαρμόζουν ενιαία προμήθεια γιά μεταφορές πρός άλλα Κράτη μέλη ποσών ιδίου υψους .
16 Η εναγομένη στήν κυρία δίκη δέν απέκλεισε τήν είσπραξη προμηθείας ιδίου υψους από άλλες τράπεζες , τόσο στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας οσο καί σέ άλλα Κράτη μέλη , γιά πράξεις μεταφοράς τού είδους αυτού . Διηυκρίνισε πάντως οτι αυτή η παράλληλη συμπεριφορά δέν ειναι αποτέλεσμα συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ τών τραπεζών αυτών , πού έχει ως αντικείμενο ή ως συνέπεια , αποτέλεσμα απαγορευόμενο από τό άρθρο 85 τής συνθήκης . Εξήγησε , οτι η είσπραξη τής προμηθείας αυτής δικαιολογείται από τά έξοδα πού ειναι συνυφασμένα μέ τίς μεταφορές αυτού τού είδους , λόγω , ιδίως , τού περιπλόκου χαρακτήρος τών συναλλαγματικών πράξεων πού συνεπάγονται , καί παρετήρησε , εξ άλλου , οτι η προμήθεια , πού εισπράττεται κατά τρόπο ενιαίο γιά κάθε μεταφορά ορισμένου υψους , αντιπροσωπεύει μερική μόνο συνεισφορά στό συνολικό κόστος τών πράξεων μεταφοράς πού διενεργούνται συνήθως .
17 Τό γεγονός οτι ο λόγος υπάρξεως τής εν λόγω προμηθείας έγκειται στά έξοδα πού ειναι συνυφασμένα μέ τό σύνολο τών πράξεων μεταφοράς πρός τό εξωτερικό , οι οποίες διενεργούνται συνήθως από τίς τράπεζες υπέρ τών πελατών τους καί οτι η προμήθεια αυτή αποτελεί , έτσι , μερική απόδοση τών εξόδων αυτών , τά οποία εισπράττονται κατά τρόπο ενιαίο από ολους τούς χρησιμοποιούντες τήν υπηρεσία αυτή , δέν αποκλείει τήν δυνατότητα η παράλληλη συμπεριφορά στόν τομέα αυτό , οποια κι άν ειναι η αιτιολογία της , νά καταλήξει σέ συντονισμό μεταξύ τών τραπεζών , πού συνιστά εναρμονισμένη πρακτική κατά τήν έννοια τού άρθρου 85 τής συνθήκης .
18 Μία τέτοια πρακτική , λόγω τού οτι ακριβώς τό περιεχόμενό της αφορά διεθνείς συναλλαγές , ειναι ικανή νά επηρεάσει «τό εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών» , υπό τήν έννοια τού ανωτέρω άρθρου , η δέ έννοια τού «εμπορίου» πού αναφέρεται στό άρθρο αυτό έχει ευρεία έκταση , η οποία καλύπτει επίσης καί τίς νομισματικές συναλλαγές .
19 Επί πλέον , θά ενέπιπτε στήν απαγόρευση τού άρθρου 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , άν απεδεικνύετο οτι έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα νά επηρεάσει αισθητώς τόν ανταγωνισμό στήν αγορά τών νομισματικών μεταφορών πού διενεργούν οι τράπεζες από ενα Κράτος μέλος σέ άλλο .
20 Αυτό θά συνέβαινε , ιδίως , στήν περίπτωση πού η εναρμονισμένη πρακτική θά επέτρεπε στίς τράπεζες , οι οποίες τήν ακολουθούν νά αποκρυσταλλώσουν δημιουργημένες καταστάσεις καί νά στερήσουν έτσι τούς πελάτες τους από τήν πραγματική δυνατότητα νά επωφεληθούν ευνοϊκοτέρων υπηρεσιών , πού θά τούς προσεφέροντο υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού .
21 Αυτό αποτελεί θέμα πραγματικό , τό οποίο μόνο τό δικαστήριο πού επελήφθη τής ουσίας τής διαφοράς ειναι αρμόδιο νά εκτιμήσει . Πρός τόν σκοπό αυτό , πρέπει νά εξετασθεί άν , μεταξύ τών τραπεζών πού εμφανίζουν παράλληλη συμπεριφορά , υφίστανται επαφές ή , τουλάχιστον , ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά , μεταξύ άλλων , μέ τό ποσοστό τών προμηθειών πού πράγματι εισπράττονται γιά ομοιες πράξεις μεταφοράς , οι οποίες έχουν διενεργηθεί ή αντιμετωπίζονται στό μέλλον καί άν , λαμβανομένων υπ’ όψη τών συνθηκών τής εν λόγω αγοράς , τό ποσοστό τής προμηθείας πού εφαρμόζεται κατά τρόπο ενιαίο δέν ειναι διαφορετικό από εκείνο πού θά προέκυπτε από τήν ελεύθερη λειτουργία τού ανταγωνισμού . Πρέπει επίσης νά ληφθεί υπ’ όψη ο αριθμός καί η σπουδαιότης , στό πλαίσιο τής αγοράς τών νομισματικών συναλλαγών μεταξύ Κρατών μελών , τών τραπεζών πού συμμετέχουν σέ τέτοια πρακτική , καθώς καί ο όγκος τών εμβασμάτων γιά τά οποία εισπράττεται η επίδικη προμήθεια , σέ σχέση μέ τόν συνολικό όγκο τών μεταφορών πού διενεργούν οι τράπεζες από ενα Κράτος μέλος σέ άλλο .
22 Γιά ολους αυτούς τούς λόγους προσήκει νά δοθεί στό υποβληθέν ερώτημα η απάντηση οτι η παράλληλη συμπεριφορά κατά τήν είσπραξη ενιαίας τραπεζικής προμηθείας γιά μεταφορές ποσών από ενα Κράτος μέλος πρός άλλο , πού διενεργούν οι τράπεζες από τούς πιστωτικούς λογαριασμούς τών πελατών τους , αποτελεί εναρμονισμένη πρακτική , η οποία απαγορεύεται από τό άρθρο 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , άν δεχθεί τό εθνικό δικαιοδοτικό όργανο οτι η παράλληλη αυτή συμπεριφορά συγκεντρώνει τά χαρακτηριστικά μιάς τέτοιας πρακτικής , στοιχεία συντονισμού καί συνεργασίας καί οτι η πρακτική αυτή ειναι ικανή νά επηρεάσει αισθητώς τούς ορους τού ανταγωνισμού στήν αγορά τών υπηρεσιών , πού έχουν σχέση μέ τίς ανωτέρω μεταφορές .
Επί τών δικαστικών εξόδων
Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθη η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στό Δικαστήριο δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η διαδικασία έχει , ως πρός τούς διαδίκους στήν κυρία δίκη , τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος ζητήματος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σέ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .
Διά ταύτα
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
κρίνοντας επί τού ερωτήματος πού τού υπέβαλε , μέ διάταξη τής 14ης Ιουλίου 1980 , τό Amtsgericht τού Rosenheim , αποφαίνεται :
Η παράλληλη συμπεριφορά κατά τήν είσπραξη ενιαίας τραπεζικής προμηθείας γιά μεταφορές ποσών από ενα Κράτος μέλος πρός άλλο , πού διενεργούν οι τράπεζες από τούς πιστωτικούς λογαριασμούς τών πελατών τους , αποτελεί εναρμονισμένη πρακτική , πού απαγορεύεται από τό άρθρο 85 παράγραφος 1 τής συνθήκης , άν δεχθεί τό εθνικό δικαιοδοτικό όργανο οτι η παράλληλη αυτή συμπεριφορά συγκεντρώνει τά χαρακτηριστικά μιάς τέτοιας πρακτικής , στοιχεία συντονισμού καί συνεργασίας καί οτι η πρακτική αυτή ειναι ικανή νά επηρεάσει αισθητώς τούς ορους τού ανταγωνισμού στήν αγορά τών υπηρεσιών , πού έχουν σχέση μέ τίς ανωτέρω μεταφορές .