Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61972CJ0048

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Φεβρουαρίου 1973.
    SA Brasserie de Haecht κατά Wilkin-Janssen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Liège - Βέλγιο.
    Haecht II.
    Υπόθεση 48/72.

    Αγγλική ειδική έκδοση 1972-1973 00355

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1973:11

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    της 6ης Φεβρουαρίου 1973 ( *1 )

    Στην υπόθεση 48/72,

    που έχει ώς αντικείμενο αίτηση του tribunal de commerce της Λιέγης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    SA Brasserie de Haecht, με έδρα το Boortmeerbeek,

    και

    Consorts Wilkin-Janssen, κατοίκων Esneux,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ και των άρθρων 2, 3, 4, 5, 6 και 9 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (EE ειδ. έκδ. 08/001, σ. 204 επ.),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους R. Lecourt, πρόεδρο, R. Monaco και P. Pescatore, προέδρους τμήματος Α. Μ. Donner (εισηγητή) και J. Mertens de Wilmars, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Κ. Roemer

    γραμματέας: Α. Van Houtte

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    (το μέρος που περιέχει τα «περιστατικά» παραλείπεται)

    Σκεπτικό

    1

    Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 1972, που περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Ιουλίου 1972, το Tribunal de commerce της Λιέγης υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, τρία ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 85 της Συνθήκης και του κανονισμού 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (EE ειδ. έκδ. 98/001, σ. 25).

    Γενικές απόψεις επί των ερωτημάτων

    2

    Με το άρθρο 85, παράγραφος 2, η Συνθήκη έπληξε, από της θέσεώς της σε ισχύ, με αυτοδίκαιη ακυρότητα τις συμφωνίες και αποφάσεις που απαγορεύονται δυνάμει του άρθρου αυτού.

    3

    Αν και η απαγόρευση που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 85 μετριάζεται με την ύπαρξη δυνατότητας παρεκκλίσεων που προβλέπεται στην παράγραφο 3, η Συνθήκη δεν περιέχει παρά ταύτα μεταβατική διάταξη ως προς τις επιπτώσεις της παραγράφου 2 επί των συμφωνιών και αποφάσεων που υφίσταντο κατά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης ή του κανονισμού 17.

    4

    Η παράλειψη αυτή οδήγησε σε κατάσταση αβεβαιότητας που επιτείνεται από το γεγονός ότι, πέραν της ενδεχομένης επεμβάσεως της Επιτροπής δυνάμει των κανονισμών και οδηγιών που αναφέρει το άρθρο 87, έχουν οι δικαστικές αρχές αρμοδιότητα, ως εκ του ότι το άρθρο 85, παράγραφος 2, επάγεται άμεσα αποτελέσματα, να επιβάλλουν κυρώσεις επί των απαγορευμένων συμφωνιών και αποφάσεων διαπιστώνοντας την αυτοδικαία ακυρότητά τους.

    5

    Πράγματι, ενώ η πρώτη οδός προσφέρει την ελαστικότητα που απαιτείται, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περιπτώσεως, η παράγραφος 2 του άρθρου 85, που έχει τεθεί με σκοπό να συνδέσει με αυστηρές κυρώσεις μία σημαντική απαγόρευση, δεν παρέχει στο δικαστή, λόγω της φύσεώς της, την ευκαιρία να παρέμβει με την ίδια ελευθερία.

    6

    Ενώ ο κανονισμός 17, καθορίζοντας τις εξουσίες της Επιτροπής, την εξουσιοδότησε, ιδιαίτερα με το άρθρο 7, να λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, δεν μετρίασε — πράγμα που άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει — τα αποτελέσματα της παραγράφου 2 του άρθρου 85 αλλά, αντίθετα, με το άρθρο 1, επιβεβαίωσε ότι οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, απαγορεύονται χωρίς να απαιτείται προς τούτο προηγούμενη απόφαση και με τη μόνη επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων του 6, 7 και 23.

    7

    Έτσι ο προσδιορισμός των όρων, κατά τους οποίους η εφαρμογή από τα δικαστήρια της παραγράφου 2 του άρθρου 85 θα έπρεπε να συνδυαστεί με την επιβαλλόμενη τήρηση της προαναφερθείσης γενικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου, αφέθηκε στην απόλυτη κρίση των δικαστηρίων.

    8

    Είναι, επομένως, δυνατόν, κατά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 2, να γίνει διάκριση μεταξύ των συμφωνιών και αποφάσεων που υφίσταντο ήδη προ της εφαρμογής του άρθρου 85 με τον κανονισμό 17, που στο εξής θα αποκαλούνται παλαιές συμφωνίες και των συμφωνιών και αποφάσεων που έλαβαν χώρα μετά την ημερομηνία αυτή, που στο εξής θα αποκαλούνται νέες συμφωνίες.

    9

    Όσον αφορά τις παλαιές συμφωνίες, η γενική ασφάλεια των συναλλαγών επιβάλλει, ιδιαίτερα όταν η συμφωνία έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 17, να μην προβαίνουν τα δικαστήρια στη διαπίστωση της αυτοδικαίας ακυρότητάς της, προτού λάβει η Επιτροπή απόφαση δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

    10

    Όσον αφορά τις νέες συμφωνίες, εκ του ότι ο Κανονισμός εκκινεί από την υπόθεση ότι, ενόσω η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση, μια συμφωνία δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή παρά ιδίω κινδύνω των συμβαλλομένων μερών, συνάγεται ότι οι σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1 του κανονισμού 17 κοινοποιήσεις στερούνται ανασταλτικού αποτελέσματος.

    11

    Το γεγονός ότι η αρχή της ασφάλειας του δικαίου επιβάλλει, κατά την εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 85, να λαμβάνεται υπόψη η σημαντική μερικές φορές καθυστέρηση της Επιτροπής κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων της, δεν πρέπει παρά ταύτα να απαλλάσσει τα δικαστήρια από την υποχρέωση να δικαιώνουν τους διαδίκους που επικαλούνται την αυτοδικαία ακυρότητα.

    12

    Σε τέτοιες περιπτώσεις, εναπόκειται στο δικαστήριο να εκτιμήσει, με την επιφύλαξη ενδεχομένης εφαρμογής του άρθρου 177, αν συντρέχει λόγος αναστολής της διαδικασίας, προκειμένου να δοθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να ζητήσουν από την Επιτροπή να λάβει θέση, εκτός εάν διαπιστώσει είτε ότι η συμφωνία δεν ασκεί αισθητή επιρροή στη λειτουργία του ανταγωνισμού ή στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών είτε ότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι η συμφωνία δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 85.

    13

    Μολονότι οι σκέψεις αυτές αφορούν κυρίως τις συμφωνίες που υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού, ισχύουν και ως προς τις συμφωνίες που απαλλάσσονται της κοινοποιήσεως, δεδομένου ότι η απαλλαγή αυτή δεν συνιστά παρά μία ένδειξη χωρίς αποφασιστική σημασία, περί του ότι οι εν λόγω συμφωνίες είναι σε γενικές γραμμές λιγότερο επιβλαβείς για την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    14

    Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται αν η κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3 και 6 του κανονισμού 17 διαδικασία πρέπει να θεωρείται ότι έχει κινηθεί από την Επιτροπή από τη στιγμή που η τελευταία βεβαιώνει ότι έλαβε κάποια αίτηση για αρνητική πιστοποίηση, ή κάποια κοινοποίηση για τη χορήγηση της άδειας παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

    15

    Το ερώτημα αναφέρεται προφανώς στη διάταξη τον άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού, που ορίζει ότι «ενόσω η Επιτροπή δεν έχει κινήσει καμιά διαδικασία κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3 ή 6, οι αρχές των κρατών μελών παραμένουν αρμόδιες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 88 της Συνθήκης».

    16

    Χωρίς να είναι απαραίτητο να ερευνηθεί εκ νέου το ζήτημα αν με τον όρο «αρχές των κρατών μελών» το άρθρο 9 αναφέρεται και στα εθνικά δικαστήρια που επεμβαίνουν δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης, αρκεί εν προκειμένω να διευκρινιστεί ότι το άρθρο 9, αναφερόμενο στην κίνηση κάποιας διαδικασίας, κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3 ή 6, προφανώς εννοεί μία κυριαρχική πράξη της Επιτροπής, που εκδηλώνει τη βούλησή της να προβεί στην έκδοση αποφάσεως κατά τα προαναφερθέντα άρθρα.

    17

    Μία απλή βεβαίωση λήψεως, η οποία πολύ απέχει από το να συνιστά δήλωση βουλήσεως και δεν αποτελεί παρά μία πράξη διοικητικής τάξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί τέτοιας φύσεως κυριαρχική πράξη.

    18

    Κατά συνέπεια, ή απλή βεβαίωση λήψεως αιτήσεως για αρνητική πιστοποίηση, ή κοινοποιήσεως για τη χορήγηση άδειας παρεκκλίσεως, βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει σε κίνηση κάποια διαδικασία, κατ' εφαρμογή των άρθρων 2, 3 ή 6 του κανονισμού 17.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    19

    Με το ερώτημα αυτό ερωτάται, αν η κοινοποίηση μιας τυποποιημένης συμφωνίας που συνήφθη το 1969 μπορεί να ισχύει ως κοινοποίηση μιας όμοιας συμφωνίας που συνήφθη κατά τη διάρκεια του έτος 1963.

    20

    Από τον κανονισμό 27/62 της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 1962 (ειδ. έκδ. 08/01, σ. 34) και τα έντυπα που περιέχονται στο παράρτημά του, συνάγεται ότι η Επιτροπή έκρινε πως η κοινοποίηση μιας τυποποιημένης συμφωνίας, πέραν του ότι συνιστά ελάφρυνση του διοικητικού έργου, επαρκεί για να καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο των συμφωνιών που ενδέχεται να αντίκεινται στο άρθρο 85.

    21

    Με μόνη την κοινοποίηση της τυποποιημένης συμφωνίας, επιτυγχάνονται οι στόχοι της κοινοποιήσεως, όσον αφορά τις συμβάσεις με ταυτόσημο περιεχόμενο που συνάπτονται από την ίδια επιχείρηση.

    22

    Παρά ταύτα, από τα εκτεθέντα στις γενικές σκέψεις προκύπτει ότι μία κοινοποίηση που έγινε το 1969, άρα εκτός των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 5, παράγραφος 1, και 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, δεν είναι ικανή να προσδώσει στις συμφωνίες του τύπου που έχει κοινοποιηθεί, έστω και αν προϋπήρξαν της θέσεως σε ισχύ του εν λόγω κανονισμού, το χαρακτήρα παλαιών συμφωνιών.

    23

    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται, ότι η νομότυπη κοινοποίηση τυποποιημένης συμφωνίας ισχύει ως κοινοποίηση όλων των συμφωνιών του αυτού περιεχομένου, έστω και προγενεστέρων, που έχουν συναφθεί ή συνάπτονται από την ίδια επιχείρηση.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    24

    Με το ερώτημα αυτό ερωτάται αν η δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 2, ακυρότητα των συμφωνιών που απαλλάσσονται της κοινοποιήσεως θεωρείται ότι διαπιστώθηκε κατά την ημέρα που την επικαλέστηκε νομοτύπως ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, ή μόνο κατά την ημέρα εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Δικαστηρίου ή της Επιτροπής.

    25

    Από τις ανωτέρω γενικές σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 85, παράγραφος 2, πλήττει με αυτοδικαία ακυρότητα τις συμφωνίες και αποφάσεις που απαγορεύονται δυνάμει του άρθρου αυτού.

    26

    Συνεπώς, η εν λόγω ακυρότητα είναι ικανή να έχει επιπτώσεις επί όλων των αποτελεσμάτων, παρελθόντων ή μελλόντων, της συμφωνίας ή της αποφάσεως.

    27

    Κατά συνέπεια, η ακυρότητα του άρθρου 85, παράγραφος 2 ισχύει ex tunc.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    έχοντας υπόψη τα διαδικαστικά έγγραφα,

    αφού άκουσε την έκθεση του εισηγητή δικαστή, τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων της κυρίας δίκης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα,

    έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και ιδίως τα άρθρα 85 και 177, τον κανονισμό 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (ειδ. έκδ. 08/01, σ. 25 επ.) και ιδίως τα άρθρα 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 9, το πρωτόκολλο περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και τον κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunal de commerce της Λιέγης, με απόφαση που εξέδωσε στις 27 Ιουνίου 1972, αποφαίνεται:

     

    1)

    Η απλή αποστολή αποδείξεως παραλαβής αιτήσεως για αρνητική πιστοποίηση, ή κοινοποιήσεως για τη χορήγηση αδείας παρεκκλίσεως βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ δεν συνιστά κίνηση κάποιας διαδικασίας κατ' εφαρμογή των άρθρων 2,3 ή 6 του κανονισμού 17.

     

    2)

    Η νομότυπη κοινοποίηση τυποποιημένης συμφωνίας ισχύει ως κοινοποίηση όλων των συμφωνιών του αυτού περιεχομένου, έστω και προγενεστέρων, που έχουν συναφθεί ή συνάπτονται από την ίδια επιχείρηση.

     

    3)

    Η ακυρότητα του άρθρου 85, παράγραφος 2, επάγεται τα αποτελέσματά της ex tunc.

     

    Lecourt

    Monaco

    Pescatore

    Donner

    Mertens de Wilmars

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Φεβρουαρίου 1973.

    Ο Γραμματέας

    Α. Van Houtte

    Ο Πρόεδρος

    R. Lecourt


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top