EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014Q0714(01)

Κανονισμός διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΕ L 206 της 14.7.2014, p. 1–45 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/proc_rules/2014/714(1)/oj

14.7.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 206/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ΔΗΜΌΣΙΑΣ ΔΙΟΊΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΈΝΩΣΗΣ

Περιεχόμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ 6

Άρθρο 1

Ορισμοί 6

ΤIΤΛΟΣ 1

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΔ 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Προεδρία και μέλη του Δικαστηρίου ΔΔ 7

Άρθρο 2

Θητεία των δικαστών 7

Άρθρο 3

Ορκωμοσία 7

Άρθρο 4

Επίσημη δέσμευση 7

Άρθρο 5

Απαλλαγή δικαστή από τα καθήκοντά του 7

Άρθρο 6

Σειρά αρχαιότητας 8

Άρθρο 7

Εκλογή του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ 8

Άρθρο 8

Καθήκοντα του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ 8

Άρθρο 9

Αναπλήρωση του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαστικοί σχηματισμοί 9

Άρθρο 10

Δικαστικοί σχηματισμοί 9

Άρθρο 11

Συγκρότηση των τμημάτων 9

Άρθρο 12

Πρόεδροι τμήματος 9

Άρθρο 13

Κατά κανόνα αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός — Ανάθεση των υποθέσεων στα τμήματα 9

Άρθρο 14

Παραπομπή υποθέσεως στην ολομέλεια ή στο πενταμελές τμήμα 10

Άρθρο 15

Παραπομπή υποθέσεως σε μονομελές τμήμα 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Γραμματεία και υπηρεσίες 10

Τμήμα 1 —

Γραμματεία 10

Άρθρο 16

Διορισμός του γραμματέα 10

Άρθρο 17

Παύση ασκήσεως των καθηκόντων του γραμματέα 11

Άρθρο 18

Βοηθός γραμματέας 11

Άρθρο 19

Απουσία ή κώλυμα του γραμματέα 11

Άρθρο 20

Καθήκοντα του γραμματέα 11

Άρθρο 21

Τήρηση του πρωτοκόλλου 12

Άρθρο 22

Πρόσβαση στον φάκελο και στο πρωτόκολλο 12

Τμήμα 2 —

Υπηρεσίες 12

Άρθρο 23

Μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Λειτουργία του Δικαστηρίου ΔΔ 12

Άρθρο 24

Ημερομηνίες, ώρες και τόπος των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ 12

Άρθρο 25

Οργάνωση του δικαστικού έτους 13

Άρθρο 26

Απαρτία 13

Άρθρο 27

Απουσία ή κώλυμα δικαστή 13

Άρθρο 28

Απουσία ή κώλυμα δικαστή του πενταμελούς τμήματος πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση 13

Άρθρο 29

Κανόνες διέποντες τις διασκέψεις 13

Άρθρο 30

Αριθμός των μετεχόντων στις διασκέψεις δικαστών 14

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις 14

Τμήμα 1 —

Εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι 14

Άρθρο 31

Ιδιότητα του εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου 14

Άρθρο 32

Προνόμια, ασυλίες και διευκολύνσεις 14

Άρθρο 33

Άρση της ασυλίας 15

Άρθρο 34

Αποκλεισμός από τη διαδικασία 15

Άρθρο 35

Καθηγητές 15

Τμήμα 2 —

Επιδόσεις 15

Άρθρο 36

Επιδόσεις 15

Τμήμα 3 —

Προθεσμίες 16

Άρθρο 37

Υπολογισμός των προθεσμιών 16

Άρθρο 38

Παρέκταση λόγω αποστάσεως 16

Άρθρο 39

Καθορισμός και παράταση των προθεσμιών 16

Τμήμα 4 —

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων 17

Άρθρο 40

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων 17

Άρθρο 41

Σειρά εκδικάσεως των υποθέσεων 17

Άρθρο 42

Περιπτώσεις αναστολής και διαδικασία 17

Άρθρο 43

Διάρκεια και αποτελέσματα της αναστολής 17

Άρθρο 44

Συνεκδίκαση, χωρισμός υποθέσεων και χωρισμός δικογράφου 18

Τμήμα 5 —

Διαδικαστικά έγγραφα, λοιπά έγγραφα και στοιχεία 18

Άρθρο 45

Κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων 18

Άρθρο 46

Έκταση των διαδικαστικών εγγράφων 19

Άρθρο 47

Εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων και στοιχείων 19

Άρθρο 48

Ανωνυμία 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινή διαδικασία 19

Τμήμα 1 —

Έγγραφη διαδικασία 19

Άρθρο 49

Γενικός κανόνας 19

Άρθρο 50

Δικόγραφο της προσφυγής 20

Άρθρο 51

Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα 20

Άρθρο 52

Αρχική ανάθεση της υποθέσεως σε δικαστικό σχηματισμό 20

Άρθρο 53

Υπόμνημα αντικρούσεως 21

Άρθρο 54

Διαβίβαση εγγράφων 21

Άρθρο 55

Δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων 21

Τμήμα 2 —

Ισχυρισμοί και απόδειξη κατά τη διάρκεια της δίκης 22

Άρθρο 56

Νέοι ισχυρισμοί 22

Άρθρο 57

Προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων και πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων 22

Τμήμα 3 —

Προκαταρκτική έκθεση 22

Άρθρο 58

Προκαταρκτική έκθεση 22

Τμήμα 4 —

Προφορική διαδικασία 22

Άρθρο 59

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 22

Άρθρο 60

Ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 22

Άρθρο 61

Κοινή επ' ακροατηρίου συζήτηση 23

Άρθρο 62

Απουσία των διαδίκων από την επ' ακροατηρίου συζήτηση 23

Άρθρο 63

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 23

Άρθρο 64

Λήξη της προφορικής διαδικασίας και επανάληψή της 23

Άρθρο 65

Πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 23

Άρθρο 66

Ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως 23

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και αποδεικτικά μέσα 24

Τμήμα 1 —

Σκοποί 24

Άρθρο 67

Σκοποί 24

Τμήμα 2 —

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας 24

Άρθρο 68

Αντικείμενο 24

Άρθρο 69

Διαδικασία 24

Τμήμα 3 —

Αποδεικτικά μέσα 25

Άρθρο 70

Αντικείμενο 25

Άρθρο 71

Διαδικασία 25

Άρθρο 72

Κλήτευση των μαρτύρων 25

Άρθρο 73

Εξέταση των μαρτύρων 26

Άρθρο 74

Υποχρεώσεις των μαρτύρων 26

Άρθρο 75

Πραγματογνωμοσύνη 26

Άρθρο 76

Ψευδορκία και παράβαση όρκου 27

Άρθρο 77

Εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα 27

Άρθρο 78

Έξοδα των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων 27

Άρθρο 79

Αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων 28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ενστάσεις και παρεμπίπτοντα ζητήματα 28

Άρθρο 80

Παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο 28

Άρθρο 81

Προσφυγή προδήλως απορριπτέα 28

Άρθρο 82

Απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως 28

Άρθρο 83

Αίτηση προς το Δικαστήριο ΔΔ για να αποφανθεί χωρίς να εισέλθει στην ουσία 29

Άρθρο 84

Παραίτηση 29

Άρθρο 85

Κατάργηση της δίκης 29

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Παρέμβαση 29

Άρθρο 86

Αίτηση παρεμβάσεως 29

Άρθρο 87

Απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως 30

Άρθρο 88

Υποβολή των υπομνημάτων και των επ' αυτών παρατηρήσεων 30

Άρθρο 89

Κλήση προς παρέμβαση 31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Φιλικός διακανονισμός των διαφορών 31

Άρθρο 90

Τρόπος επιδιώξεως του φιλικού διακανονισμού 31

Άρθρο 91

Συμφωνία των διαδίκων 32

Άρθρο 92

Φιλικός διακανονισμός και ένδικη διαδικασία 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αποφάσεις και διατάξεις 32

Άρθρο 93

Ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως 32

Άρθρο 94

Περιεχόμενο της αποφάσεως 32

Άρθρο 95

Δημοσίευση και επίδοση της αποφάσεως 33

Άρθρο 96

Περιεχόμενο της διατάξεως 33

Άρθρο 97

Υπογραφή και επίδοση της διατάξεως 33

Άρθρο 98

Ισχύς των αποφάσεων και διατάξεων 34

Άρθρο 99

Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 34

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Δικαστικά έξοδα 34

Άρθρο 100

Απόφαση για τα έξοδα 34

Άρθρο 101

Γενικός κανόνας για την κατανομή των εξόδων 34

Άρθρο 102

Επιείκεια και έξοδα προκαλούμενα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως 34

Άρθρο 103

Ειδικοί κανόνες για την κατανομή των εξόδων 34

Άρθρο 104

Έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως 35

Άρθρο 105

Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν 35

Άρθρο 106

Αμφισβήτηση σχετικά με τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα 35

Άρθρο 107

Τρόπος πληρωμής 35

Άρθρο 108

Έξοδα διαδικασίας 36

Άρθρο 109

Παρακαταθήκη λόγω καταχρηστικών προσφυγών 36

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Δικαστική αρωγή 36

Άρθρο 110

Ουσιαστικές προϋποθέσεις 36

Άρθρο 111

Τυπικές προϋποθέσεις 36

Άρθρο 112

Διαδικασία και απόφαση 37

Άρθρο 113

Προκαταβολές και ανάληψη των εξόδων 37

Άρθρο 114

Ανάκληση του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής 38

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ειδικές διαδικασίες 38

Τμήμα 1 —

Αναστολή εκτελέσεως και λοιπά προσωρινά μέτρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων 38

Άρθρο 115

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων 38

Άρθρο 116

Διαδικασία 38

Άρθρο 117

Απόφαση επί της αιτήσεως 39

Άρθρο 118

Μεταβολή των περιστάσεων 39

Άρθρο 119

Νέα αίτηση 39

Άρθρο 120

Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως 39

Τμήμα 2 —

Ερήμην αποφάσεις 39

Άρθρο 121

Ερήμην αποφάσεις 39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Αιτήσεις και ένδικα μέσα που αφορούν τις αποφάσεις και διατάξεις 40

Τμήμα 1 —

Διόρθωση 40

Άρθρο 122

Διόρθωση αποφάσεων και διατάξεων 40

Τμήμα 2 —

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί 40

Άρθρο 123

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα 40

Τμήμα 3 —

Ανακοπή 40

Άρθρο 124

Ανακοπή 40

Τμήμα 4 —

Τριτανακοπή 41

Άρθρο 125

Τριτανακοπή 41

Τμήμα 5 —

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ 42

Άρθρο 126

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ 42

Τμήμα 6 —

Αναθεώρηση 42

Άρθρο 127

Αναθεώρηση 42

Τμήμα 7 —

Υποθέσεις που αναπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ κατόπιν αναιρέσεως 43

Άρθρο 128

Αναπομπή κατόπιν αναιρέσεως 43

Άρθρο 129

Ανάθεση της αναπεμφθείσας υποθέσεως 43

Άρθρο 130

Διαδικασία εξετάσεως της αναπεμφθείσας υποθέσεως 44

Άρθρο 131

Δικαστικά έξοδα κατόπιν αναπομπής 44

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ 44

Άρθρο 132

Εκτελεστικές διατάξεις 44

Άρθρο 133

Κατάργηση 44

Άρθρο 134

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού 45

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη: τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το άρθρο 257, πέμπτο εδάφιο,

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, ιδίως το άρθρο 106α, παράγραφος 1,

το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), ιδίως το άρθρο 62γ, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος I αυτού,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη η αναμόρφωση του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο οποίος θεσπίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 (2), λαμβανομένης ταυτοχρόνως υπόψη της ιδιομορφίας των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται το Δικαστήριο ΔΔ.

(2)

Εξάλλου, η εφαρμογή του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ, ο οποίος θεσπίστηκε στις 25 Ιουλίου 2007 (3), κατέδειξε την ανάγκη προσαρμογής ορισμένων διατάξεών του.

(3)

Ειδικότερα, βάσει της αποκτηθείσας πείρας, καθίσταται, εξάλλου, αναγκαία η συμπλήρωση ή διευκρίνιση ορισμένων κανόνων που αφορούν, ιδίως, την εμπιστευτική μεταχείριση και την ανωνυμία.

(4)

Προκειμένου το Δικαστήριο ΔΔ, το οποίο αντιμετωπίζει συνεχώς αυξανόμενο αριθμό υποθέσεων, να διατηρήσει την ικανότητά του να εκδικάζει εντός εύλογου χρόνου τις υποθέσεις που του υποβάλλονται, είναι, επιπλέον, απαραίτητο να συνεχιστούν οι αναληφθείσες προσπάθειες για τη μείωση της διάρκειας των ενώπιόν του διαδικασιών, ιδίως με τον περιορισμό, οσάκις αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο, της εκτάσεως των διαδικαστικών εγγράφων, πλην εξαιρέσεων δικαιολογουμένων από την ιδιαιτερότητα των υποθέσεων, και με την ενίσχυση των κανόνων περί επιστροφής των εξόδων στα οποία υποβάλλεται το Δικαστήριο ΔΔ σε περίπτωση προδήλως καταχρηστικής ασκήσεως προσφυγής.

(5)

Τέλος, προκειμένου να καταστούν περισσότερο εύληπτοι οι κανόνες τους οποίους εφαρμόζει το Δικαστήριο ΔΔ, είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί η διάρθρωση του κανονισμού διαδικασίας, να διασαφηνιστούν ορισμένοι κανόνες ή η δυνατότητα εφαρμογής τους, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, τα αποδεικτικά μέσα, την ανακοπή και την τριτανακοπή, και να καταργηθούν ορισμένοι απαρχαιωμένοι ή μη εφαρμοζόμενοι κανόνες,

με τη συμφωνία του Δικαστηρίου,

με την παρασχεθείσα στις 14 Απριλίου 2014 έγκριση του Συμβουλίου,

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1

Ορισμοί

1.   Στον παρόντα κανονισμό:

α)

οι διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΕ»·

β)

οι διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΛΕΕ»·

γ)

οι διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας προσδιορίζονται με τον αριθμό του οικείου άρθρου της εν λόγω Συνθήκης ακολουθούμενο από το ακρωνύμιο «ΣΕΚΑΕ»·

δ)

το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται «Οργανισμός»·

ε)

ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης αναφέρονται ως «κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως».

2.   Στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

α)

με τον όρο «Δικαστήριο ΔΔ» νοείται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, για τις υποθέσεις τις οποίες χειρίζεται πολυμελές ή μονομελές τμήμα, το οικείο τμήμα·

β)

με τον όρο «πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ» νοείται αποκλειστικά ο πρόεδρος του δικαιοδοτικού οργάνου, ενώ ο όρος «πρόεδρος» δηλώνει τον πρόεδρο του δικάζοντος σχηματισμού·

γ)

με τον όρο «συνέλευση της ολομέλειας» νοείται το απαρτιζόμενο από τους δικαστές του Δικαστηρίου ΔΔ συλλογικό όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει επί παντός διοικητικού ζητήματος καθώς και επί των δικαιοδοτικής φύσεως ζητημάτων που αφορούν την ανάθεση των υποθέσεων στους διαφόρους δικαστικούς σχηματισμούς ή επί ζητημάτων δικαιοδοτικής φύσεως κοινών σε πλείονες υποθέσεις, χωρίς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, να δεσμεύονται οι σχηματισμοί αυτοί·

δ)

με τον όρο «όργανα» νοούνται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ και τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί που ιδρύονται με τις Συνθήκες ή με πράξη η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των Συνθηκών και που μπορούν να είναι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

ΤIΤΛΟΣ 1

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΔ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Προεδρία και μέλη του Δικαστηρίου ΔΔ

Άρθρο 2

Θητεία των δικαστών

1.   Η θητεία του δικαστή αρχίζει από την ημερομηνία που καθορίζει η πράξη διορισμού.

2.   Αν η πράξη διορισμού δεν καθορίζει ημερομηνία, η θητεία αρχίζει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της πράξεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 3

Ορκωμοσία

Οι δικαστές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν ενώπιον του Δικαστηρίου τον ακόλουθο όρκο, που προβλέπεται στο άρθρο 2 του Οργανισμού:

«Ορκίζομαι να ασκώ τα καθήκοντά μου με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία και να μην παραβιάζω το απόρρητο των διασκέψεων.»

Άρθρο 4

Επίσημη δέσμευση

Ευθύς μετά την ορκωμοσία, οι δικαστές υπογράφουν δήλωση με την οποία αναλαμβάνουν επίσημα τη δέσμευση που προβλέπεται στο άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού.

Άρθρο 5

Απαλλαγή δικαστή από τα καθήκοντά του

1.   Όταν το Δικαστήριο καλείται, δυνάμει του άρθρου 6 του Οργανισμού, να κρίνει, αφού ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου ΔΔ, αν ένας δικαστής του Δικαστηρίου ΔΔ δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ καλεί τον ενδιαφερόμενο να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας.

Η ψηφοφορία είναι μυστική, το δε ενδιαφερόμενο μέλος δεν μετέχει στη διάσκεψη.

3.   Η γνώμη του Δικαστηρίου ΔΔ αιτιολογείται.

Η γνώμη περί του ότι ο δικαστής δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του πρέπει να συγκεντρώσει τις ψήφους της πλειοψηφίας των δικαστών του Δικαστηρίου ΔΔ. Στην περίπτωση αυτή, το αναλυτικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ανακοινώνεται στο Δικαστήριο.

Άρθρο 6

Σειρά αρχαιότητας

1.   Οι δικαστές κατατάσσονται ως εξής:

ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ·

οι πρόεδροι τμήματος σύμφωνα με την αρχαιότητά τους ως μελών του Δικαστηρίου ΔΔ·

οι λοιποί δικαστές σύμφωνα με την ίδια αρχαιότητα.

2.   Σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας, η σειρά καθορίζεται από την ηλικία.

3.   Οι δικαστές των οποίων η θητεία ανανεώνεται διατηρούν την αρχαιότητά τους.

Άρθρο 7

Εκλογή του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού, οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ για τρία έτη. Η επανεκλογή του επιτρέπεται.

2.   Σε περίπτωση που ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την κανονική λήξη της θητείας του, αντικαθίσταται για το υπόλοιπο της θητείας.

3.   Οι εκλογές που προβλέπει το παρόν άρθρο διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία. Εκλέγεται ο δικαστής που συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία των δικαστών του Δικαστηρίου ΔΔ. Αν κανείς από τους δικαστές δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία αυτή, διεξάγονται περαιτέρω ψηφοφορίες μέχρις ότου κάποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία.

4.   Το όνομα του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Καθήκοντα του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ προεδρεύει των επ' ακροατηρίου συζητήσεων καθώς και των διασκέψεων:

της ολομέλειας,

του πενταμελούς τμήματος,

κάθε τριμελούς τμήματος του οποίου έχει οριστεί μέλος.

2.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ διευθύνει τις εργασίες του Δικαστηρίου ΔΔ και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του. Προεδρεύει της συνελεύσεως της ολομέλειας.

3.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ εκπροσωπεί το Δικαστήριο ΔΔ.

Άρθρο 9

Αναπλήρωση του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ

Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ ή χηρείας της προεδρίας, ο αναπληρωτής του ορίζεται κατά τη σειρά που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαστικοί σχηματισμοί

Άρθρο 10

Δικαστικοί σχηματισμοί

Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ δικάζει εν ολομελεία, ως πενταμελές τμήμα ή σε τριμελή ή μονομελή τμήματα.

Άρθρο 11

Συγκρότηση των τμημάτων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ συγκροτεί από τα μέλη του τριμελή τμήματα. Δύναται να συγκροτήσει ένα πενταμελές τμήμα.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για την τοποθέτηση των δικαστών στα τμήματα. Αν ο αριθμός των τοποθετημένων σε ένα τμήμα δικαστών υπερβαίνει τους τρεις ή, κατά περίπτωση, τους πέντε, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για τον τρόπο προσδιορισμού των δικαστών που μετέχουν στον δικαστικό σχηματισμό.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 12

Πρόεδροι τμήματος

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού, οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους, για τρία έτη, τους προέδρους των τριμελών τμημάτων. Η επανεκλογή τους επιτρέπεται.

2.   Οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 2 έως 4, έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

3.   Οι πρόεδροι τμήματος διευθύνουν τις εργασίες του τμήματός τους και προεδρεύουν των επ' ακροατηρίου συζητήσεων καθώς και των διασκέψεων.

4.   Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου τμήματος ή χηρείας της προεδρίας, καθήκοντα προέδρου του τμήματος ασκεί ένα μέλος του κατά τη σειρά που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 6.

5.   Αν κατ' εξαίρεση παραστεί ανάγκη να συμπληρώσει τον δικάζοντα σχηματισμό ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ, προεδρεύει ο ίδιος.

Άρθρο 13

Κατά κανόνα αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός — Ανάθεση των υποθέσεων στα τμήματα

1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 14 και 15, το Δικαστήριο ΔΔ δικάζει με τριμελή τμήματα.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει τα κριτήρια αναθέσεως ή νέας αναθέσεως των υποθέσεων στα εν λόγω τμήματα, ιδίως για λόγους συνάφειας ή προς τον σκοπό διασφαλίσεως ισόρροπης και εύλογης κατανομής του φόρτου εργασίας μεταξύ των τμημάτων.

3.   Η λαμβανόμενη κατά την προηγούμενη παράγραφο απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Παραπομπή υποθέσεως στην ολομέλεια ή στο πενταμελές τμήμα

1.   Οσάκις δικαιολογείται από τη δυσχέρεια των εγειρομένων νομικών ζητημάτων ή τη σημασία της υποθέσεως ή από ιδιαίτερες περιστάσεις, η υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί στην ολομέλεια ή στο πενταμελές τμήμα.

2.   Η απόφαση περί παραπομπής λαμβάνεται από τη συνέλευση της ολομέλειας του Δικαστηρίου ΔΔ κατόπιν προτάσεως του επιληφθέντος της υποθέσεως τμήματος ή οποιουδήποτε μέλους του Δικαστηρίου ΔΔ. Η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Άρθρο 15

Παραπομπή υποθέσεως σε μονομελές τμήμα

1.   Οι υποθέσεις που ανατίθενται σε τριμελές τμήμα μπορούν να εκδικαστούν από τον εισηγητή δικαστή, αποφαινόμενο ως μονομελές τμήμα, οσάκις προσφέρονται προς τούτο, διότι δεν εγείρουν δυσχερή νομικά ή πραγματικά ζητήματα, είναι περιορισμένης σημασίας και δεν συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις.

Αποκλείεται η παραπομπή στο μονομελές τμήμα υποθέσεων που εγείρουν ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα πράξεως γενικής ισχύος, εκτός εάν τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη κριθεί από το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο ΔΔ.

2.   Η απόφαση περί παραπομπής λαμβάνεται ομοφώνως, μετά από ακρόαση των διαδίκων, από το τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση. Η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

3.   Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του δικαστή του μονομελούς τμήματος στον οποίο έχει παραπεμφθεί η υπόθεση, ο πρόεδρος ορίζει άλλον δικαστή προς αναπλήρωσή του.

4.   Το μονομελές τμήμα παραπέμπει την υπόθεση στο τριμελές τμήμα αν κρίνει ότι έπαυσαν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

5.   Στις υποθέσεις που εκδικάζονται από μονομελές τμήμα, τις εξουσίες του προέδρου ασκεί ο δικαστής του μονομελούς τμήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Γραμματεία και υπηρεσίες

Τμήμα 1

Γραμματεία

Άρθρο 16

Διορισμός του γραμματέα

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ διορίζει τον γραμματέα.

2.   Σε περίπτωση χηρείας της θέσεως του γραμματέα, δημοσιεύεται ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν υποψηφιότητες, εντός προθεσμίας τουλάχιστον τριών εβδομάδων, οι οποίες συνοδεύονται από πλήρη στοιχεία σχετικά με τους πανεπιστημιακούς τίτλους τους, τη γλωσσομάθειά τους, τις παρούσες και προηγούμενες επαγγελματικές ασχολίες τους, τη δικαστική και διεθνή πείρα που ενδεχομένως έχουν, καθώς και την ιθαγένειά τους.

3.   Δύο εβδομάδες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία για τον διορισμό, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ ενημερώνει τους δικαστές για τις υποψηφιότητες που έχουν υποβληθεί.

4.   Η ψηφοφορία διεξάγεται κατά τη διαδικασία του άρθρου 7, παράγραφος 3.

5.   Ο γραμματέας διορίζεται για εξαετή περίοδο. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός του. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίζει τον αναδιορισμό του απερχόμενου γραμματέα χωρίς να ακολουθήσει τη διαδικασία των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 4.

6.   Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο γραμματέας δίνει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ τον όρκο που προβλέπεται στο άρθρο 3 και υπογράφει τη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 4.

7.   Το όνομα του γραμματέα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17

Παύση ασκήσεως των καθηκόντων του γραμματέα

1.   Ο γραμματέας δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του παρά μόνον αν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δεν εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του. Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει, αφού παράσχει στον γραμματέα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

2.   Αν ο γραμματέας παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από τη λήξη της θητείας του, το Δικαστήριο ΔΔ διορίζει νέο γραμματέα για εξαετή περίοδο.

Άρθρο 18

Βοηθός γραμματέας

Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διορίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τον διορισμό του γραμματέα, βοηθό γραμματέα επιφορτισμένο να επικουρεί τον γραμματέα και να τον αναπληρώνει σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος.

Άρθρο 19

Απουσία ή κώλυμα του γραμματέα

1.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ ορίζει τους μονίμους ή μη μονίμους υπαλλήλους που θα ασκούν καθήκοντα γραμματέα σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του γραμματέα και, ενδεχομένως, του βοηθού γραμματέα ή σε περίπτωση χηρείας των θέσεών τους.

2.   Όταν το Δικαστήριο ΔΔ συνεδριάζει χωρίς να παρίσταται ο γραμματέας, αναθέτει σε δικαστή, οριζόμενο κατά σειρά αντίστροφη της προβλεπόμενης στο άρθρο 6, αν κριθεί αναγκαίο, την τήρηση πρακτικών, τα οποία υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον εν λόγω δικαστή.

Άρθρο 20

Καθήκοντα του γραμματέα

1.   Υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ, ο γραμματέας είναι υπεύθυνος της γραμματείας· έχει, μεταξύ άλλων, την ευθύνη της παραλαβής, διαβιβάσεως και φυλάξεως όλων των εγγράφων, καθώς και των επιδόσεων που συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο γραμματέας επικουρεί τα μέλη του Δικαστηρίου ΔΔ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 5, 17, παράγραφος 1, και 29, ο γραμματέας παρίσταται στις συνεδριάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ των οποίων τηρεί τα πρακτικά.

3.   Ο γραμματέας φυλάσσει τις σφραγίδες και είναι υπεύθυνος για τα αρχεία. Επιμελείται των δημοσιεύσεων του Δικαστηρίου ΔΔ και, ιδίως, της Συλλογής της Νομολογίας.

4.   Με τη συνδρομή των υπηρεσιών του θεσμικού οργάνου και υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ, ο γραμματέας μεριμνά για τη διοικητική υποστήριξη του Δικαστηρίου ΔΔ και για τη διενέργεια των αντιστοίχων εισπράξεων και πληρωμών.

Άρθρο 21

Τήρηση του πρωτοκόλλου

1.   Στη γραμματεία τηρείται, με ευθύνη του γραμματέα, πρωτόκολλο στο οποίο εγγράφονται κατά συνέχεια και κατά τη σειρά της καταθέσεώς τους όλα τα διαδικαστικά έγγραφα. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο και οι σημειώσεις που γίνονται από τον γραμματέα επί των πρωτοτύπων ή των αντιγράφων που προσκομίζονται προς τούτο συνιστούν δημόσια έγγραφα.

2.   Η γραμματεία καταχωρίζει χωριστά τα έγγραφα που συντάσσονται για τους σκοπούς φιλικού διακανονισμού κατά το άρθρο 90.

Άρθρο 22

Πρόσβαση στον φάκελο και στο πρωτόκολλο

1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 44, παράγραφος 3, 47 και 87, παράγραφος 3, κάθε διάδικος μπορεί:

να συμβουλεύεται στη γραμματεία τον φάκελο της υποθέσεως και τα αποσπάσματα του πρωτοκόλλου που αφορούν την υπόθεσή του,

να λαμβάνει, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, που θεσπίζεται από το Δικαστήριο ΔΔ κατόπιν προτάσεως του γραμματέα, επιπλέον αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων, των παραρτημάτων τους, των διατάξεων και των αποφάσεων, καθώς και αντίγραφα των λοιπών στοιχείων του φακέλου και αποσπάσματα του πρωτοκόλλου· τα αντίγραφα αυτά χορηγούνται, οσάκις απαιτείται, κεκυρωμένα.

2.   Ουδείς τρίτος, είτε πρόκειται για ιδιώτη είτε για δημόσιο φορέα, έχει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο υποθέσεως εκτός εάν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ επιτρέψει ρητώς την πρόσβαση μετά από ακρόαση των διαδίκων. Η σχετική άδεια μπορεί να χορηγηθεί, εν όλω ή εν μέρει, μόνον κατόπιν γραπτής αιτήσεως, που πρέπει να συνοδεύεται από λεπτομερή αιτιολόγηση του θεμιτού συμφέροντος προς μελέτη του εν λόγω φακέλου. Οι ενδιαφερόμενοι συμβουλεύονται τον φάκελο στη γραμματεία.

Οποιοσδήποτε τρίτος μπορεί, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας, να λαμβάνει αντίγραφα των αποφάσεων και των διατάξεων. Τα αντίγραφα αυτά χορηγούνται κεκυρωμένα εφόσον τούτο δικαιολογείται από θεμιτό συμφέρον.

Σε οποιονδήποτε έχει δικαιολογημένο συμφέρον, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να επιτρέψει να συμβουλευθεί το πρωτόκολλο στη γραμματεία και να λάβει αντίγραφα ή αποσπάσματα σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας.

Κατά τη χορήγηση αντιγράφων αποφάσεων ή διατάξεων, καθώς και κατά τη χορήγηση της άδειας που προβλέπεται στο πρώτο και τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, λαμβάνονται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, υπόψη τα άρθρα 44, παράγραφος 3, 47, 48 και 87, παράγραφος 3, καθώς και οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των διατάξεων αυτών.

Τμήμα 2

Υπηρεσίες

Άρθρο 23

Μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι

Οι μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι που επικουρούν άμεσα τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ, τους δικαστές και τον γραμματέα διορίζονται σύμφωνα με τους όρους του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. Υπάγονται στον γραμματέα, υπό την εποπτεία του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Λειτουργία του Δικαστηρίου ΔΔ

Άρθρο 24

Ημερομηνίες, ώρες και τόπος των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Ο πρόεδρος καθορίζει τις ημερομηνίες και ώρες των συνεδριάσεων του Δικαστηρίου ΔΔ.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες συνεδριάσεις, να επιλέξει τόπο συνεδριάσεως εκτός της έδρας του Δικαστηρίου ΔΔ.

Άρθρο 25

Οργάνωση του δικαστικού έτους

1.   Το δικαστικό έτος αρχίζει την 1η Οκτωβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.

2.   Οι ημερομηνίες των δικαστικών διακοπών και ο κατάλογος των επισήμων αργιών που καταρτίζεται από το Δικαστήριο και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν και για το Δικαστήριο ΔΔ.

3.   Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, η προεδρία του Δικαστηρίου ΔΔ ασκείται στην έδρα του είτε από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ είτε από έναν πρόεδρο τμήματος ή άλλο δικαστή, που ορίζεται από τον πρόεδρο ως αναπληρωτής του. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί, σε επείγουσες περιπτώσεις, να συγκαλεί τους δικαστές.

4.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί για εύλογη αιτία να χορηγεί άδεια στους δικαστές.

Άρθρο 26

Απαρτία

Το Δικαστήριο ΔΔ συνεδριάζει εγκύρως μόνον εφόσον τηρείται η ακόλουθη απαρτία:

πέντε δικαστών για την ολομέλεια,

τριών δικαστών για το πενταμελές τμήμα και για τα τριμελή τμήματα, σύμφωνα με το άρθρο 17, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού.

Άρθρο 27

Απουσία ή κώλυμα δικαστή

1.   Αν λόγω απουσίας ή κωλύματος δικαστή δεν επιτυγχάνεται απαρτία, ο πρόεδρος αναβάλλει τη συνεδρίαση έως ότου λήξει η απουσία ή εκλείψει το κώλυμα.

2.   Για να επιτευχθεί απαρτία του τμήματος, ο πρόεδρος δύναται επίσης, εάν αυτό υπαγορεύεται από την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, να συμπληρώσει τον δικαστικό σχηματισμό με άλλον δικαστή του ιδίου τμήματος ή, άλλως, να προτείνει στον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ να ορίσει ένα δικαστή από άλλο τμήμα. Ο αναπληρών δικαστής ορίζεται εκ περιτροπής κατά την αντίστροφη της προβλεπομένης στο άρθρο 6 σειρά.

3.   Αν ο δικαστικός σχηματισμός συμπληρωθεί κατ' εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου μετά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η προφορική διαδικασία επαναλαμβάνεται, εκτός εάν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει, με τη συμφωνία των διαδίκων και προκειμένου να μπορέσει να κρίνει την υπόθεση εντός εύλογου χρόνου, να μην οργανώσει νέα επ' ακροατηρίου συζήτηση. Η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας είναι υποχρεωτική οσάκις η απουσία ή το κώλυμα αφορούν πλέον του ενός δικαστές που μετέσχον στην επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Άρθρο 28

Απουσία ή κώλυμα δικαστή του πενταμελούς τμήματος πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση

Αν, στο πενταμελές τμήμα, απουσιάζει ή κωλύεται δικαστής πριν από την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ ορίζει άλλον δικαστή τηρώντας εκ περιτροπής την αντίστροφη της προβλεπομένης στο άρθρο 6 σειρά. Αν δεν εξασφαλιστεί η παρουσία πέντε δικαστών, η επ' ακροατηρίου συζήτηση δύναται παρά ταύτα να διεξαχθεί, υπό τον όρον ότι επιτυγχάνεται απαρτία.

Άρθρο 29

Κανόνες διέποντες τις διασκέψεις

1.   Οι διασκέψεις του Δικαστηρίου ΔΔ είναι και παραμένουν μυστικές.

2.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 27, παράγραφος 3, σε περίπτωση διεξαγωγής επ' ακροατηρίου συζητήσεως, στις διασκέψεις μετέχουν μόνον οι δικαστές που έλαβαν μέρος σε αυτή.

3.   Κάθε δικαστής που μετέχει στη διάσκεψη εκφράζει τη γνώμη του αιτιολογώντας την.

4.   Η γνώμη στην οποία καταλήγει μετά την τελική συζήτηση η πλειοψηφία των δικαστών αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

5.   Όταν οι διασκέψεις του Δικαστηρίου ΔΔ αφορούν διοικητικά θέματα, ο γραμματέας παρίσταται, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

Άρθρο 30

Αριθμός των μετεχόντων στις διασκέψεις δικαστών

Σύμφωνα με τα άρθρα 17, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού και 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος I του Οργανισμού, αν, στο πενταμελές τμήμα ή στην ολομέλεια, προκύπτει άρτιος αριθμός δικαστών λόγω απουσίας ή κωλύματος, απέχει των διασκέψεων ο πρώτος κατά την αντίστροφη της προβλεπομένης στο άρθρο 6 σειρά δικαστής, εκτός εάν αυτός είναι ο εισηγητής δικαστής. Στην περίπτωση αυτή, απέχει των διασκέψεων ο αμέσως επόμενος κατά την αντίστροφη αυτή σειρά δικαστής.

ΤΙΤΛΟΣ 2

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Τμήμα 1

Εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι

Άρθρο 31

Ιδιότητα του εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου

1.   Κατ' εφαρμογή του άρθρου 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, οι εκπρόσωποι, οι σύμβουλοι και οι δικηγόροι που ενεργούν για λογαριασμό κράτους μέλους ή θεσμικού οργάνου αποδεικνύουν την ιδιότητά τους καταθέτοντας στη γραμματεία επίσημο έγγραφο ή εντολή που έχει χορηγηθεί από τον διάδικο τον οποίο εκπροσωπούν ή επικουρούν.

2.   Κατ' εφαρμογή του άρθρου 19, πρώτο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, οι δικηγόροι αποδεικνύουν την ιδιότητά τους καταθέτοντας στη γραμματεία αποδεικτικό νομιμοποιήσεως που να βεβαιώνει ότι έχουν ικανότητα παραστάσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Άρθρο 32

Προνόμια, ασυλίες και διευκολύνσεις

1.   Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ή ενώπιον δικαστικής αρχής που ενεργεί κατόπιν σχετικής εντολής του απολαύουν ασυλίας για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή γραπτώς σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους.

2.   Οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι απολαύουν επίσης των εξής προνομίων και διευκολύνσεων:

α)

τα σχετικά με τη διαδικασία έγγραφα δεν υπόκεινται σε έρευνα και κατάσχεση. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα τελωνειακά ή αστυνομικά όργανα μπορούν να σφραγίζουν τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία διαβιβάζονται αμέσως στο Δικαστήριο ΔΔ για εξακρίβωση παρουσία του γραμματέα και του ενδιαφερομένου·

β)

οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι δεν υπόκεινται σε περιορισμούς στις μετακινήσεις τους, κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

3.   Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 αναγνωρίζονται στους εκπροσώπους, συμβούλους και δικηγόρους εφόσον έχουν τηρηθεί προηγουμένως οι διατυπώσεις του άρθρου 31. Εν ανάγκη, ο γραμματέας του Δικαστηρίου ΔΔ τούς χορηγεί αποδεικτικό νομιμοποιήσεως. Η ισχύς του περιορίζεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο μπορεί να παρατείνεται ή να συντέμνεται ανάλογα με τη διάρκεια της διαδικασίας.

Άρθρο 33

Άρση της ασυλίας

1.   Τα προνόμια, οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 χορηγούνται αποκλειστικά για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αίρει την ασυλία, όταν εκτιμά ότι η άρση αυτή δεν παραβλάπτει την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης.

Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο.

Άρθρο 34

Αποκλεισμός από τη διαδικασία

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ, αν κρίνει ότι η συμπεριφορά εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δεν συνάδει προς το κύρος του Δικαστηρίου ΔΔ ή προς τις απαιτήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης ή ότι ο εκπρόσωπος, ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος κάνει χρήση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το λειτούργημά του για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του έχουν παρασχεθεί, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές στη δικαιοδοσία των οποίων εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος, στον οποίο διαβιβάζεται αντίγραφο του εγγράφου που εστάλη στις αρχές αυτές.

2.   Για τους ίδιους λόγους το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να αποκλείσει, με αιτιολογημένη διάταξη, εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο από τη διαδικασία. Η διάταξη αυτή είναι αμέσως εκτελεστή.

3.   Σε περίπτωση αποκλεισμού εκπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου, η πρόοδος της δίκης αναστέλλεται μέχρις ότου εκπνεύσει η προθεσμία που τάσσει ο πρόεδρος προκειμένου ο ενδιαφερόμενος διάδικος να διορίσει άλλον εκπρόσωπο, σύμβουλο ή δικηγόρο.

4.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εκτέλεση των διατάξεων του παρόντος άρθρου μπορούν να ανακληθούν.

Άρθρο 35

Καθηγητές

Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται και στους καθηγητές που έχουν το δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Οργανισμού.

Τμήμα 2

Επιδόσεις

Άρθρο 36

Επιδόσεις

1.   Οι επιδόσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό γίνονται με φροντίδα του γραμματέα προς τον αντίκλητο του παραλήπτη, είτε με συστημένη ταχυδρομική αποστολή, έναντι αποδείξεως παραλαβής, είτε με παράδοση έναντι αποδεικτικού. Τα επιδιδόμενα αντίγραφα συντάσσονται και επικυρώνονται από τον γραμματέα, εκτός αν προέρχονται από τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο.

2.   Οσάκις ο παραλήπτης δέχεται τη διενέργεια επιδόσεων με φαξ, η επίδοση κάθε διαδικαστικού εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ, γίνεται με διαβίβαση αντιγράφου του εγγράφου με το μέσο αυτό.

3.   Αν, για τεχνικούς λόγους ή λόγω της φύσεως ή του όγκου του εγγράφου, η διαβίβαση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, το έγγραφο επιδίδεται, ελλείψει διορισμού αντικλήτου του παραλήπτη, στη διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1. Ο παραλήπτης ειδοποιείται με φαξ. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι επιδόθηκε στον παραλήπτη συστημένη ταχυδρομική επιστολή τη δέκατη ημέρα μετά την κατάθεσή της στο ταχυδρομείο του τόπου της έδρας του Δικαστηρίου ΔΔ, εκτός αν αποδεικνύεται με την απόδειξη παραλαβής ότι η παραλαβή έγινε σε άλλη ημερομηνία ή αν ο παραλήπτης πληροφορήσει τον γραμματέα, εντός τριών εβδομάδων από της ειδοποιήσεώς του με φαξ, ότι η επίδοση δεν πραγματοποιήθηκε.

4.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, με απόφαση, να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους τα διαδικαστικά έγγραφα μπορούν να επιδίδονται ηλεκτρονικώς. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τμήμα 3

Προθεσμίες

Άρθρο 37

Υπολογισμός των προθεσμιών

1.   Οι δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τις Συνθήκες, τον Οργανισμό, τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και τον παρόντα κανονισμό υπολογίζονται ως ακολούθως:

α)

όταν αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία·

β)

οι προθεσμίες που προσδιορίζονται σε εβδομάδες, μήνες ή έτη λήγουν με την παρέλευση της αντίστοιχης ημέρας της τελευταίας εβδομάδας ή της αντίστοιχης ημερομηνίας του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους με την ημέρα ή την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Όταν σε προθεσμία προσδιοριζόμενη σε μήνες ή έτη δεν υπάρχει, στον τελευταίο μήνα, ημερομηνία αντίστοιχη της ημερομηνίας αφετηρίας της προθεσμίας, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του μήνα αυτού·

γ)

στην περίπτωση προθεσμιών που προσδιορίζονται σε μήνες και ημέρες, κατά πρώτον υπολογίζονται οι πλήρεις μήνες και κατόπιν οι ημέρες·

δ)

στις προθεσμίες συνυπολογίζονται τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, επίσημες αργίες·

ε)

οι προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.

2.   Αν η λήξη της προθεσμίας, παρεκτεινόμενης σύμφωνα με το άρθρο 38, συμπίπτει με ημέρα Σάββατο, Κυριακή ή με επίσημη αργία, η προθεσμία παρατείνεται μέχρι το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 38

Παρέκταση λόγω αποστάσεως

Οι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ' αποκοπή.

Άρθρο 39

Καθορισμός και παράταση των προθεσμιών

1.   Οι ημερομηνίες ή προθεσμίες υποβολής των διαδικαστικών εγγράφων οι οποίες δεν καθορίζονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ή από τον παρόντα κανονισμό καθορίζονται από τον πρόεδρο. Ο πρόεδρος μπορεί επίσης να τις παρατείνει.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, οι ημερομηνίες ή προθεσμίες υποβολής των απαντήσεων στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίζονται από τον εισηγητή δικαστή δυνάμει του άρθρου 69, παράγραφος 2, ορίζονται και, αν συντρέχει περίπτωση, παρατείνονται από τον ίδιο.

2.   Ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής στην περίπτωση της παραγράφου 1, δεύτερο εδάφιο, μπορούν να παράσχουν στον γραμματέα εξουσιοδότηση για τον καθορισμό ή την παράταση ορισμένων προθεσμιών των οποίων ο καθορισμός ή η παράταση εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει, μετά από ακρόαση των διαδίκων, αν η μη τήρηση των ημερομηνιών ή προθεσμιών που δεν καθορίζονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ή από τον παρόντα κανονισμό συνεπάγεται το απαράδεκτο του εκπροθέσμως υποβληθέντος εγγράφου ή της εκπρόθεσμης απαντήσεως.

Το πρώτο εδάφιο έχει εφαρμογή σε περίπτωση μη τηρήσεως της προθεσμίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, για την υποβολή του υπομνήματος παρεμβάσεως.

Τμήμα 4

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων

Άρθρο 40

Τρόποι εκδικάσεως των υποθέσεων

1.   Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του Οργανισμού ή του παρόντος κανονισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διεξάγεται έγγραφη και προφορική διαδικασία.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, είναι δυνατή η εκδίκαση μιας υποθέσεως με μία από τις διαδικασίες του κεφαλαίου 4 του παρόντος τίτλου. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί επίσης, οποτεδήποτε, να επιχειρήσει να διευκολύνει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.

Άρθρο 41

Σειρά εκδικάσεως των υποθέσεων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται των εκκρεμών υποθέσεων κατά τη σειρά κατά την οποία ωριμάζουν.

2.   Ο πρόεδρος μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αποφασίσει την εκδίκαση μιας υποθέσεως κατά προτεραιότητα, ιδίως όταν αυτή μπορεί να αποτελέσει πιλοτική υπόθεση μεταξύ μιας ομάδας υποθέσεων που εγείρουν, εντός αναλόγου πραγματικού πλαισίου, ένα ή πλείονα πανομοιότυπα νομικά ζητήματα.

Ο πρόεδρος υποβάλλει, εν ανάγκη, το ζήτημα στην κρίση του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Ο πρόεδρος, μετά από ακρόαση των διαδίκων, μπορεί, λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων, ιδίως προς διευκόλυνση του φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, να αποφασίσει να αναβάλει την εκδίκαση μιας υποθέσεως.

Άρθρο 42

Περιπτώσεις αναστολής και διαδικασία

1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 125, παράγραφος 5, 126, παράγραφος 4, και 127, παράγραφος 6, εκκρεμής διαδικασία μπορεί να ανασταλεί:

α)

όταν το Δικαστήριο ΔΔ και, αντιστοίχως, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο έχουν επιληφθεί υποθέσεων που εγείρουν το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως·

β)

όταν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ασκείται αναίρεση κατά αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ με την οποία επιλύεται μερικώς η διαφορά επί της ουσίας, περατώνεται η διαδικασία επί παρεμπίπτοντος ζητήματος αφορώντος ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου ή απορρίπτεται αίτηση παρεμβάσεως·

γ)

όταν το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται υποθέσεων που εγείρουν, εντός αναλόγου πραγματικού πλαισίου, ένα ή πλείονα πανομοιότυπα νομικά ζητήματα, μία δε ή περισσότερες από αυτές μπορούν να εκδικαστούν ως πιλοτικές υποθέσεις·

δ)

κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή ενός εξ αυτών·

ε)

σε άλλες ειδικές περιπτώσεις, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

2.   Ο πρόεδρος αποφασίζει μετά από ακρόαση των διαδίκων. Ο πρόεδρος μπορεί να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ. Σε περίπτωση διατυπώσεως αντιρρήσεως, η απόφαση περί αναστολής της διαδικασίας λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη.

3.   Η απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας πριν τη λήξη της αναστολής ή η απόφαση κατά το άρθρο 43, παράγραφος 3, λαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο.

Άρθρο 43

Διάρκεια και αποτελέσματα της αναστολής

1.   Η αναστολή της διαδικασίας ισχύει από την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση ή στη διάταξη περί αναστολής ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως ή της διατάξεως.

2.   Κατά τη διάρκεια της αναστολής, ουδεμία δικονομική προθεσμία εκπνέει, εκτός της προθεσμίας ασκήσεως παρεμβάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 86, παράγραφος 1.

3.   Αν στην απόφαση ή στη διάταξη περί αναστολής δεν έχει οριστεί ημερομηνία λήξεως της αναστολής, η αναστολή λήγει την ημερομηνία που αναφέρεται στην απόφαση ή τη διάταξη περί επαναλήψεως της διαδικασίας ή, ελλείψει σχετικής ενδείξεως, την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως ή της διατάξεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας.

4.   Από την ημερομηνία επαναλήψεως της διαδικασίας κατόπιν αναστολής, οι διακοπείσες δικονομικές προθεσμίες αντικαθίστανται από νέες προθεσμίες οι οποίες αρχίζουν να τρέχουν από την ημερομηνία της επαναλήψεως αυτής.

Άρθρο 44

Συνεκδίκαση, χωρισμός υποθέσεων και χωρισμός δικογράφου

1.   Δύο ή πλείονες υποθέσεις μπορούν να ενωθούν λόγω συνάφειας προς διευκόλυνση της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη.

Τη συνεκδίκαση αποφασίζει οποτεδήποτε ο πρόεδρος, αφού ακούσει τους διαδίκους. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη σε περίπτωση διατυπώσεως αντιρρήσεως. Ο πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα αυτό στο Δικαστήριο ΔΔ.

2.   Υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, δεύτερο εδάφιο, ο πρόεδρος μπορεί να χωρίσει εκ νέου προηγουμένως ενωθείσες υποθέσεις ή, επί ομαδικής προσφυγής, να χωρίσει το δικόγραφο της προσφυγής ως προς έναν ή πλείονες προσφεύγοντες.

3.   Οι εκπρόσωποι των διαδίκων στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις μπορούν να λαμβάνουν γνώση στη γραμματεία των διαδικαστικών εγγράφων που έχουν επιδοθεί στους διαδίκους στο πλαίσιο των λοιπών συνεκδικαζομένων υποθέσεων. Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, ο πρόεδρος μπορεί εντούτοις, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 47, παράγραφοι 1 και 2, να εξαιρέσει από αυτήν τη δυνατότητα προσβάσεως τα απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία.

Τμήμα 5

Διαδικαστικά έγγραφα, λοιπά έγγραφα και στοιχεία

Άρθρο 45

Κατάθεση των διαδικαστικών εγγράφων

1.   Τα διαδικαστικά έγγραφα χρονολογούνται. Για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά και μόνον η ημερομηνία και ώρα καταθέσεως του πρωτοτύπου στη γραμματεία.

Στα διαδικαστικά έγγραφα επισυνάπτεται φάκελος με τα στοιχεία και έγγραφα των οποίων γίνεται επίκληση συνοδευόμενος από κατάσταση των στοιχείων και εγγράφων αυτών.

Αν, λόγω του όγκου ενός στοιχείου ή εγγράφου, στο διαδικαστικό έγγραφο επισυνάπτονται μόνον αποσπάσματα, κατατίθεται στη γραμματεία το στοιχείο ή έγγραφο αυτούσιο ή πλήρες αντίγραφό του.

Τα όργανα προσκομίζουν επίσης, εντός των προθεσμιών που τάσσει το Δικαστήριο ΔΔ, μεταφράσεις των δικών τους διαδικαστικών εγγράφων στις άλλες γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

2.   Το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου σε χαρτί πρέπει να φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκπροσώπου ή του δικηγόρου του διαδίκου.

Το πρωτότυπο, συνοδευόμενο από όλα τα συνημμένα που αναφέρει, κατατίθεται με πέντε αντίγραφα για το Δικαστήριο ΔΔ και ισάριθμα των διαδίκων αντίγραφα. Τα αντίγραφα επικυρώνονται από τον διάδικο που τα καταθέτει.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία και ώρα κατά την οποία το αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου, περιλαμβανομένης και της καταστάσεως των στοιχείων και εγγράφων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, περιέρχεται στη γραμματεία με φαξ, υπό τον όρον ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου, συνοδευόμενο από τα συνημμένα και τα αντίγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, θα κατατεθεί στη γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την παραλαβή του αντιγράφου. Το άρθρο 38 δεν έχει εφαρμογή στη δεκαήμερη αυτή προθεσμία.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει, με απόφαση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα διαδικαστικό έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται ηλεκτρονικώς στη γραμματεία λογίζεται ως το πρωτότυπο του εγγράφου αυτού. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 46

Έκταση των διαδικαστικών εγγράφων

Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, με απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 132, να ορίσει τη μέγιστη επιτρεπόμενη έκταση των διαδικαστικών εγγράφων που κατατίθενται ενώπιόν του. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 47

Εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων και στοιχείων

1.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 44, παράγραφος 3, και του άρθρου 87, παράγραφος 3, το Δικαστήριο ΔΔ λαμβάνει υπόψη μόνον έγγραφα και στοιχεία των οποίων οι εκπρόσωποι, σύμβουλοι ή δικηγόροι των διαδίκων έχουν λάβει γνώση και ως προς τα οποία τους έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να λάβουν θέση.

2.   Όταν το Δικαστήριο ΔΔ καλείται να ελέγξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα, έναντι ενός ή πλειόνων διαδίκων, ενός εγγράφου που ενδέχεται να είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί της διαφοράς, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους διαδίκους πριν το πέρας αυτού του ελέγχου.

3.   Όταν ένα έγγραφο, την πρόσβαση στο οποίο έχει αρνηθεί ένα όργανο, προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ στο πλαίσιο προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους λοιπούς διαδίκους.

Άρθρο 48

Ανωνυμία

1.   Ο προσφεύγων ενημερώνεται, ευθύς μετά την άσκηση της προσφυγής, σχετικά με το ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ αποτελούν αντικείμενο δημοσιεύσεως στο διαδίκτυο. Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο ΔΔ παραλείπει, στις δημοσιεύσεις του, το όνομα του προσφεύγοντος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, άλλα δεδομένα, αν θεμιτοί λόγοι δικαιολογούν την ανωνυμία αυτή.

Το πρώτο εδάφιο έχει εφαρμογή στους παρεμβαίνοντες, όταν αυτοί είναι φυσικά πρόσωπα.

2.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να παραλείψει, στα έγγραφα που προέρχονται από το ίδιο, το όνομα του προσφεύγοντος ή άλλων προσώπων ή οντοτήτων που μνημονεύονται στο πλαίσιο της δίκης ή και ορισμένα στοιχεία που τους αφορούν, αν θεμιτοί λόγοι δικαιολογούν να παραμείνουν εμπιστευτικά το όνομα αυτών των προσώπων ή οντοτήτων ή το περιεχόμενο αυτών των στοιχείων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινή διαδικασία

Τμήμα 1

Έγγραφη διαδικασία

Άρθρο 49

Γενικός κανόνας

Η έγγραφη διαδικασία περιλαμβάνει την κατάθεση της προσφυγής και του υπομνήματος αντικρούσεως, καθώς και, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 55, την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως και υπομνήματος ανταπαντήσεως.

Άρθρο 50

Δικόγραφο της προσφυγής

1.   Το δικόγραφο της προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Οργανισμού περιέχει:

α)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του προσφεύγοντος·

β)

προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του υπογράφοντος·

γ)

προσδιορισμό του καθού·

δ)

το αντικείμενο της διαφοράς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος·

ε)

σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των προβαλλομένων νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων·

στ)

ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

2.   Στο δικόγραφο της προσφυγής επισυνάπτονται, κατά περίπτωση:

α)

η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση·

β)

η κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων διοικητική ένσταση και η απόφαση που εκδόθηκε επ' αυτής, με αναφορά των ημερομηνιών υποβολής και κοινοποιήσεως.

3.   Για τις ανάγκες της δίκης, το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει:

προσδιορισμό τόπου επιδόσεων και ορισμό αντικλήτου,

ή τη συναίνεση του δικηγόρου του προσφεύγοντος για τη διενέργεια επιδόσεων με τα ηλεκτρονικά μέσα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 36, παράγραφος 4, ή με φαξ·

ή ακόμη τους τρεις ως άνω τρόπους διενέργειας των επιδόσεων.

4.   Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, όλες οι επιδόσεις για τις ανάγκες της δίκης προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική αποστολή προς τον εκπρόσωπο του διαδίκου. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36, παράγραφος 1, ως νομότυπη επίδοση λογίζεται στην περίπτωση αυτή η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Δικαστήριο ΔΔ.

5.   Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος υποχρεούται να επισυνάψει στο δικόγραφο της προσφυγής το κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, αποδεικτικό νομιμοποιήσεως.

6.   Αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 46 ή στην παράγραφο 1, στοιχεία α', β' και γ', στην παράγραφο 2 ή στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

Άρθρο 51

Επίδοση του δικογράφου της προσφυγής και ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα

1.   Το δικόγραφο της προσφυγής επιδίδεται στον καθού. Στις περιπτώσεις του άρθρου 50, παράγραφος 6, η επίδοση γίνεται ευθύς μετά την τακτοποίηση ή, αν δεν γίνει τακτοποίηση, μόλις το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει την προσφυγή παραδεκτή.

2.   Στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσιεύεται ανακοίνωση που αναφέρει την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής, τον καθού, το αντικείμενο και την περιγραφή της διαφοράς και τα αιτήματα του δικογράφου.

Άρθρο 52

Αρχική ανάθεση της υποθέσεως σε δικαστικό σχηματισμό

Ευθύς μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αναθέτει την υπόθεση σε τριμελές τμήμα σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 13, παράγραφος 2.

Ο πρόεδρος του τμήματος αυτού προτείνει στον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ, για κάθε ανατεθείσα υπόθεση, εισηγητή δικαστή. Συναφώς αποφασίζει ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ.

Άρθρο 53

Υπόμνημα αντικρούσεως

1.   Εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής, ο καθού καταθέτει υπόμνημα αντικρούσεως. Το υπόμνημα αυτό περιέχει:

α)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του καθού·

β)

προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του υπογράφοντος·

γ)

τα αιτήματα του καθού·

δ)

το νομικό πλαίσιο της υποθέσεως, σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των προβαλλομένων νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων·

ε)

ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

2.   Το άρθρο 50, παράγραφοι 3 και 4, έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

3.   Ο εκπρόσωπος του καθού, καθώς και ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος που τον επικουρεί, οφείλουν να καταθέσουν, το αργότερο μαζί με το υπόμνημα αντικρούσεως, τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 31.

Στο υπόμνημα αντικρούσεως επισυνάπτονται τα μη δημοσιευμένα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κείμενα τα οποία αποτελούν το νομικό πλαίσιο της υποθέσεως, με μνεία των ημερομηνιών της εκδόσεως των πράξεων, της ενάρξεως της ισχύος τους και, ενδεχομένως, της καταργήσεώς τους.

4.   Αν το υπόμνημα αντικρούσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 46 ή στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον καθού προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος.

5.   Η προθεσμία της παραγράφου 1 μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως του καθού ή αυτεπαγγέλτως προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Άρθρο 54

Διαβίβαση εγγράφων

Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι διάδικοι σε μια υπόθεση, το Δικαστήριο ΔΔ τούς διαβιβάζει αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης και του υπομνήματος αντικρούσεως, όχι όμως και τα συνημμένα σ' αυτά, για να τους παράσχει τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο γίνεται επίκληση του ανεφάρμοστου μιας πράξεώς τους, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

Άρθρο 55

Δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων

1.   Κατ' εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του προσφεύγοντος, ότι προς συμπλήρωση του φακέλου απαιτείται δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να περιορίσει τη δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων μόνο στα νομικά ή πραγματικά ζητήματα που το ίδιο προσδιορίζει.

3.   Αν το υπόμνημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 46 ή στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που το υπέβαλε προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος.

Τμήμα 2

Ισχυρισμοί και απόδειξη κατά τη διάρκεια της δίκης

Άρθρο 56

Νέοι ισχυρισμοί

1.   Μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

2.   Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ένας διάδικος προβάλει νέον ισχυρισμό, ο πρόεδρος μπορεί, μετά την εκπνοή των συνήθων δικονομικών προθεσμιών, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, να χορηγήσει στον αντίδικο προθεσμία για να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτόν.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει επί του παραδεκτού των νέων ισχυρισμών με την απόφαση η οποία περατώνει τη δίκη.

Άρθρο 57

Προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων και πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων

Οι διάδικοι μπορούν, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα μέχρι το πέρας της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογούν δεόντως την καθυστερημένη προσκόμιση ή πρόταση. Στους λοιπούς διαδίκους παρέχεται η δυνατότητα να λάβουν θέση επί των στοιχείων αυτών.

Τμήμα 3

Προκαταρκτική έκθεση

Άρθρο 58

Προκαταρκτική έκθεση

1.   Μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, ο πρόεδρος καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία ο εισηγητής δικαστής υποβάλλει στο Δικαστήριο ΔΔ την προκαταρκτική έκθεση.

2.   Στην προκαταρκτική έκθεση διατυπώνονται προτάσεις ως προς το αν η υπόθεση απαιτεί τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων, ως προς την ενδεχόμενη παράλειψη της επ' ακροατηρίου συζητήσεως, ως προς τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού της διαφοράς, καθώς και ως προς την ενδεχόμενη παραπομπή της υποθέσεως στην ολομέλεια, στο πενταμελές τμήμα ή στον εισηγητή δικαστή αποφαινόμενο ως μονομελές τμήμα.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή.

Τμήμα 4

Προφορική διαδικασία

Άρθρο 59

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

1.   Υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού που επιτρέπουν στο Δικαστήριο ΔΔ να αποφαίνεται με διάταξη καθώς και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαδικασία περιλαμβάνει επ' ακροατηρίου συζήτηση.

2.   Οσάκις έχει λάβει χώρα δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων και το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαία η διεξαγωγή επ' ακροατηρίου συζητήσεως, μπορεί να αποφασίσει, εφόσον συμφωνούν οι διάδικοι, να αποφανθεί χωρίς επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Άρθρο 60

Ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

Ο πρόεδρος ορίζει την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.

Άρθρο 61

Κοινή επ' ακροατηρίου συζήτηση

Εφόσον οι ομοιότητες μεταξύ διαφόρων υποθέσεων το επιτρέπουν, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει την οργάνωση κοινής επ' ακροατηρίου συζητήσεως για τις υποθέσεις αυτές.

Άρθρο 62

Απουσία των διαδίκων από την επ' ακροατηρίου συζήτηση

1.   Οι εκπρόσωποι των διαδίκων, οι οποίοι έχουν νομοτύπως κληθεί στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, υποχρεούνται να πληροφορήσουν εγκαίρως το Δικαστήριο ΔΔ ότι δεν θα παραστούν σ' αυτή.

Η μη δικαιολογημένη απουσία εκπροσώπου διαδίκου ο οποίος έχει κληθεί νομοτύπως δεν εμποδίζει τη διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.

2.   Αν οι εκπρόσωποι όλων των διαδίκων δηλώσουν ότι δεν θα παραστούν στην επ' ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να κρίνει περατωθείσα την προφορική διαδικασία.

Άρθρο 63

Διεξαγωγή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

1.   Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη των συζητήσεων, τις διευθύνει και φροντίζει για την ευταξία στο ακροατήριο.

2.   Η απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών, που προβλέπεται στο άρθρο 31 του Οργανισμού, συνεπάγεται απαγόρευση της δημοσιεύσεως των συζητήσεων.

3.   Οι διάδικοι μπορούν να αναπτύσσουν τους ισχυρισμούς τους μόνο μέσω του εκπροσώπου ή του δικηγόρου τους.

4.   Ο πρόεδρος και κάθε δικαστής μπορούν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων:

α)

να θέτουν ερωτήσεις στις εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους των διαδίκων·

β)

να καλούν τους διαδίκους αυτοπροσώπως να λάβουν θέση επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς.

Άρθρο 64

Λήξη της προφορικής διαδικασίας και επανάληψή της

1.   Μετά το πέρας των συζητήσεων, ο πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της προφορικής διαδικασίας.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Άρθρο 65

Πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

Ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά κάθε συζητήσεως. Τα πρακτικά αυτά υπογράφονται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο και επιδίδονται στους διαδίκους.

Άρθρο 66

Ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως

Ο πρόεδρος μπορεί, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως, να επιτρέψει σε διάδικο να ακούσει, σε χώρο του Δικαστηρίου, την ηχητική εγγραφή της επ' ακροατηρίου συζητήσεως στη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο ομιλητής κατά τη συζήτηση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και αποδεικτικά μέσα

Τμήμα 1

Σκοποί

Άρθρο 67

Σκοποί

Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και τα αποδεικτικά μέσα αποβλέπουν στην υπό τους καλύτερους όρους προετοιμασία των υποθέσεων, στην καλή διεξαγωγή της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας, καθώς και στη διευκόλυνση της αποδεικτικής διαδικασίας και της επιλύσεως των διαφορών.

Τμήμα 2

Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας

Άρθρο 68

Αντικείμενο

Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί μεταξύ άλλων:

α)

να θέσει ερωτήσεις στους διαδίκους·

β)

να καλέσει τους διαδίκους να λάβουν γραπτώς ή προφορικώς θέση επί ορισμένων πτυχών της διαφοράς και, ιδίως, να καταστήσουν σαφές το περιεχόμενο των αιτημάτων τους καθώς και των ισχυρισμών και επιχειρημάτων τους ή να διευκρινίσουν τα σημεία που αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς·

γ)

να ζητήσει από τους διαδίκους να παράσχουν πληροφορίες ή ενημερωτικά στοιχεία·

δ)

να ζητήσει από τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα ή οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση·

ε)

να καλέσει τους συμμετέχοντες στην επ' ακροατηρίου συζήτηση να επικεντρώσουν τις αγορεύσεις τους ειδικά σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα ζητήματα·

στ)

να καλέσει τους διαδίκους σε σύσκεψη.

Άρθρο 69

Διαδικασία

1.   Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας μπορούν να ληφθούν ή να τροποποιηθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Ενδεχομένως αποφασίζονται αυτεπαγγέλτως.

2.   Τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας αποφασίζονται από τον εισηγητή δικαστή, εκτός αν αυτός παραπέμψει το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ λόγω του περιεχομένου των μέτρων που πρόκειται να ληφθούν ή της σημασίας τους για την επίλυση της διαφοράς.

3.   Κάθε διάδικος μπορεί να προτείνει τη λήψη ή την τροποποίηση μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

4.   Οι διάδικοι λαμβάνουν γνώση των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας με φροντίδα του γραμματέα.

5.   Αν οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που τις υπέβαλε προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο των εν λόγω παρατηρήσεων.

Τμήμα 3

Αποδεικτικά μέσα

Άρθρο 70

Αντικείμενο

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 του Οργανισμού, στα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνονται:

α)

η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων·

β)

η αίτηση προς τρίτους να παράσχουν πληροφορίες ή ενημερωτικά στοιχεία·

γ)

η αίτηση προς τρίτους να προσκομίσουν έγγραφα ή οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση·

δ)

η εξέταση μαρτύρων·

ε)

η πραγματογνωμοσύνη·

στ)

η αυτοψία·

ζ)

η αίτηση προς διάδικο να προσκομίσει έγγραφα ή οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με την υπόθεση, όταν ο διάδικος αυτός αρνείται να συμμορφωθεί με προς τούτο ληφθέν μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.

Άρθρο 71

Διαδικασία

1.   Τα απαραίτητα για την επίλυση της διαφοράς αποδεικτικά μέσα μπορούν να διαταχθούν ή να τροποποιηθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Αποφασίζονται, ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως, από το Δικαστήριο ΔΔ.

2.   Κάθε διάδικος μπορεί να προτείνει να διαταχθούν ή να τροποποιηθούν αποδεικτικά μέσα αναφέροντας με σαφήνεια το αντικείμενό τους και τους σχετικούς δικαιολογητικούς λόγους. Προτού ληφθεί απόφαση για τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ακούγονται οι λοιποί διάδικοι.

3.   Όταν οι περιστάσεις της διαδικασίας το απαιτούν, οι διάδικοι καλούνται να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αποδεικτικών μέσων που προτίθεται να διατάξει το Δικαστήριο ΔΔ και τα οποία αναφέρονται στα στοιχεία α', β', γ ' και ζ' του άρθρου 70.

4.   Η απόφαση όσον αφορά:

τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 70, στοιχεία α', β' και γ', γνωστοποιείται στους διαδίκους με φροντίδα του γραμματέα,

τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 70, στοιχεία δ', ε' και στ', λαμβάνεται, αφού ακουστούν οι διάδικοι, με την έκδοση διατάξεως που καθορίζει τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά,

το αποδεικτικό μέσο του άρθρου 70, στοιχείο ζ', λαμβάνεται με την έκδοση διατάξεως.

5.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει τη διεξαγωγή αποδείξεων και δεν προβεί το ίδιο στη διεξαγωγή αυτή, την αναθέτει στον εισηγητή δικαστή.

6.   Οι διάδικοι μπορούν να παρίστανται κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων.

7.   Ο διάδικος έχει πάντοτε τη δυνατότητα της ανταποδείξεως και της συμπληρώσεως των αποδείξεων.

Άρθρο 72

Κλήτευση των μαρτύρων

Οι μάρτυρες των οποίων η εξέταση κρίνεται αναγκαία κλητεύονται από το Δικαστήριο ΔΔ. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 71, παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση, διάταξη περιλαμβάνει:

α)

το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων·

β)

την ημερομηνία και τον τόπο της εξετάσεως·

γ)

τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες·

δ)

ενδεχομένως, μνεία των μέτρων που έχει λάβει σύμφωνα με το άρθρο 78 το Δικαστήριο ΔΔ για την καταβολή των εξόδων των μαρτύρων, καθώς και μνεία των κυρώσεων που επιβάλλονται στους λιπομάρτυρες δυνάμει του άρθρου 74.

Άρθρο 73

Εξέταση των μαρτύρων

1.   Μετά την εξακρίβωση της ταυτότητας των μαρτύρων, ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής στον οποίο το Δικαστήριο ΔΔ έχει αναθέσει την εξέταση των μαρτύρων τούς καλεί να πουν την αλήθεια και εφιστά την προσοχή τους επί των συνεπειών που προβλέπονται από την εθνική τους νομοθεσία σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως αυτής.

2.   Εκτός αν απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή, μετά από ακρόαση των διαδίκων, οι μάρτυρες δίνουν, πριν από την κατάθεσή τους, τον ακόλουθο όρκο:

«Ορκίζομαι να πω την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.»

3.   Οι μάρτυρες εξετάζονται από το Δικαστήριο ΔΔ ή από τον εισηγητή δικαστή, αφού κληθούν οι διάδικοι. Μετά την κατάθεση, το Δικαστήριο ΔΔ ή ο εισηγητής δικαστής μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, να θέσει ερωτήσεις στους μάρτυρες.

Ο πρόεδρος ή ο εισηγητής δικαστής μπορεί να επιτρέψει στους εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στους μάρτυρες.

4.   Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά της καταθέσεως των μαρτύρων.

Τα πρακτικά υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή δικαστή, καθώς και από τον γραμματέα. Πριν από τις υπογραφές αυτές, παρέχεται η δυνατότητα στους μάρτυρες να ελέγξουν το περιεχόμενο των πρακτικών και να τα υπογράψουν.

Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο. Επιδίδονται στους διαδίκους.

Άρθρο 74

Υποχρεώσεις των μαρτύρων

1.   Οι μάρτυρες των οποίων η κλήτευση έγινε προσηκόντως οφείλουν, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση, να εμφανιστούν στο ακροατήριο.

2.   Αν ένας μάρτυρας του οποίου η κλήτευση έγινε προσηκόντως δεν εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ χωρίς εύλογη αιτία, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να του επιβάλει χρηματική κύρωση μέχρι 5 000 ευρώ και να διατάξει νέα κλήτευσή του με έξοδα του μάρτυρα.

3.   Η ίδια κύρωση μπορεί να επιβληθεί σε μάρτυρα ο οποίος χωρίς εύλογη αιτία αρνείται να καταθέσει ή να ορκιστεί.

4.   Ο μάρτυρας μπορεί, εφόσον προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ βάσιμη δικαιολογία την οποία αδυνατούσε να προβάλει προηγουμένως, να απαλλαγεί από τη χρηματική κύρωση που του επιβλήθηκε. Η επιβληθείσα χρηματική κύρωση μπορεί να μειωθεί κατόπιν αιτήσεως του μάρτυρα, εφόσον αυτός αποδείξει ότι η κύρωση είναι δυσανάλογη προς τα εισοδήματά του.

Άρθρο 75

Πραγματογνωμοσύνη

1.   Η διάταξη με την οποία το Δικαστήριο ΔΔ διορίζει τον πραγματογνώμονα προσδιορίζει το έργο του και του τάσσει προθεσμία για την υποβολή της εκθέσεώς του.

2.   Ο πραγματογνώμονας παραλαμβάνει αντίγραφο της διατάξεως καθώς και όλα τα αναγκαία στοιχεία για την εκτέλεση του έργου του. Καλείται να πει την αλήθεια και να περατώσει το έργο του με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία, εφιστάται δε η προσοχή του επί των συνεπειών που προβλέπονται από την εθνική του νομοθεσία σε περίπτωση παραβάσεως αυτών των υποχρεώσεων.

3.   Ο πραγματογνώμονας υπόκειται στον έλεγχο του εισηγητή δικαστή, ο οποίος μπορεί να παρίσταται στη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και ενημερώνεται για την πορεία των εργασιών του πραγματογνώμονα.

4.   Κατόπιν αιτήσεως του πραγματογνώμονα, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73.

5.   Ο πραγματογνώμονας γνωμοδοτεί μόνον επί των ζητημάτων που του υποβλήθηκαν ρητώς.

6.   Ο πραγματογνώμονας, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ τον απαλλάξει από την υποχρέωση αυτή αφού ακούσει τους διαδίκους, δίνει, πριν από την υποβολή της εκθέσεώς του, τον ακόλουθο όρκο:

«Ορκίζομαι ότι περάτωσα το έργο μου με ευσυνειδησία και απόλυτη αμεροληψία.»

7.   Μετά την υποβολή της εκθέσεως και την επίδοσή της στους διαδίκους, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει την ακρόαση του πραγματογνώμονα αφού κληθούν οι διάδικοι.

8.   Ο πρόεδρος και κάθε δικαστής μπορεί να θέσει ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα. Ο πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει στους εκπροσώπους των διαδίκων να θέσουν ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα.

9.   Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά της καταθέσεως του πραγματογνώμονα. Τα πρακτικά υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί η ακρόαση του πραγματογνώμονα, καθώς και από τον γραμματέα. Πριν από τις υπογραφές αυτές, παρέχεται η δυνατότητα στον πραγματογνώμονα να ελέγξει το περιεχόμενο των πρακτικών και να τα υπογράψει. Τα πρακτικά αποτελούν δημόσιο έγγραφο. Επιδίδονται στους διαδίκους.

Άρθρο 76

Ψευδορκία και παράβαση όρκου

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει να καταγγείλει κάθε ψευδορκία μάρτυρα ή ψευδή ένορκη δήλωση πραγματογνώμονα ενώπιόν του στην αναφερόμενη στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου αρμόδια αρχή του κράτους μέλους οι δικαστικές αρχές του οποίου είναι αρμόδιες για την ποινική δίωξη.

2.   Ο γραμματέας φροντίζει για τη διαβίβαση της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Η απόφαση εκθέτει τα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων βασίζεται η καταγγελία.

Άρθρο 77

Εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα

1.   Αν ένας διάδικος ζητήσει την εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα για ανικανότητα, ανεπιτηδειότητα ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή αν ένας μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αρνηθεί να καταθέσει ή να ορκιστεί, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει σχετικά με αιτιολογημένη διάταξη.

2.   Η εξαίρεση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα προτείνεται εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διατάξεως με την οποία κλητεύεται ο μάρτυρας ή διορίζεται ο πραγματογνώμονας. Η αίτηση εξαιρέσεως περιέχει τους σχετικούς λόγους, καθώς και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

Άρθρο 78

Έξοδα των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ, όταν διατάσσει εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμοσύνη, μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους ή από έναν από αυτούς την κατάθεση, στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ, προκαταβολής για την κάλυψη των εξόδων των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων. Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει το ποσό της προκαταβολής.

2.   Στους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες καταβάλλονται τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής τους. Προκαταβολή για την κάλυψη των εξόδων αυτών μπορεί να τους χορηγηθεί από το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Στους μάρτυρες χορηγείται αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και στους πραγματογνώμονες αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Τα ποσά αυτά καταβάλλονται από το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες μετά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 79

Αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

1.   Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να ζητήσει από άλλες αρχές την εξέταση μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων.

2.   Η αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων εκδίδεται με διάταξη· η διάταξη περιέχει το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων ή πραγματογνωμόνων, προσδιορίζει τα περιστατικά για τα οποία θα εξεταστούν οι μάρτυρες ή θα γνωμοδοτήσουν οι πραγματογνώμονες, αναφέρει τα ονόματα των διαδίκων, τους εκπροσώπους, συμβούλους ή δικηγόρους τους καθώς και την κατοικία τους και εκθέτει συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς.

3.   Ο γραμματέας αποστέλλει τη διάταξη στην αναφερόμενη στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρέπει να διεξαχθεί η απόδειξη με μάρτυρες ή πραγματογνώμονες. Όπου απαιτείται, η διάταξη συνοδεύεται από μετάφραση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται.

Η αρχή που ορίζεται κατ' εφαρμογή του πρώτου εδαφίου διαβιβάζει τη διάταξη στην αρμόδια δικαστική αρχή σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο.

Η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελεί τις διαδικαστικές πράξεις, των οποίων η διενέργεια ζητήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού της δικαίου. Μετά την εκτέλεση των σχετικών προς την αίτηση πράξεων, η αρμόδια δικαστική αρχή διαβιβάζει στην αρχή που ορίζεται κατ' εφαρμογή του πρώτου εδαφίου τη διάταξη που περιέχει την αίτηση για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, τα στοιχεία που προέκυψαν από την εκτέλεση αυτών των πράξεων και κατάσταση των εξόδων. Τα έγγραφα αυτά αποστέλλονται στον γραμματέα.

4.   Ο γραμματέας φροντίζει για τη μετάφραση των εγγράφων στη γλώσσα της διαδικασίας.

5.   Το Δικαστήριο ΔΔ, όταν εκδίδει αίτηση διενέργειας διαδικαστικών πράξεων, μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους ή από έναν από αυτούς την κατάθεση, στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ, προκαταβολής για την κάλυψη των εξόδων της εν λόγω αιτήσεως διενέργειας διαδικαστικών πράξεων. Το Δικαστήριο ΔΔ καθορίζει το ποσό της προκαταβολής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ενστάσεις και παρεμπίπτοντα ζητήματα

Άρθρο 80

Παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού, εάν το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει ότι η προσφυγή της οποίας έχει επιληφθεί εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, την παραπέμπει στο Δικαστήριο ή στο Γενικό Δικαστήριο.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη.

Άρθρο 81

Προσφυγή προδήλως απορριπτέα

Όταν το Δικαστήριο ΔΔ είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή ορισμένων αιτημάτων της ή όταν η προσφυγή είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως νόμω αβάσιμη, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

Άρθρο 82

Απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως

Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως. Αν το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς, μπορεί, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

Άρθρο 83

Αίτηση προς το Δικαστήριο ΔΔ για να αποφανθεί χωρίς να εισέλθει στην ουσία

1.   Αν ένας διάδικος ζητήσει από το Δικαστήριο ΔΔ να κρίνει επί του απαραδέκτου, της ελλείψεως αρμοδιότητας ή επί παρεμπίπτοντος ζητήματος χωρίς να εισέλθει στην ουσία, υποβάλλει την αίτησή του με χωριστό δικόγραφο.

Η αίτηση περιέχει έκθεση των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών επί των οποίων βασίζεται, τα αιτήματα και, συνημμένως, τα προς υποστήριξή της στοιχεία.

2.   Ευθύς μετά την κατάθεση της αιτήσεως, o πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο προκειμένου να διατυπώσει γραπτώς τα αιτήματά του και τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματά του.

Η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει το ταχύτερο δυνατόν επί της αιτήσεως με αιτιολογημένη διάταξη ή, αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις, επιφυλάσσεται να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

Αν το Δικαστήριο ΔΔ απορρίψει την αίτηση ή επιφυλαχθεί να την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως, o πρόεδρος ορίζει νέες προθεσμίες για τη συνέχιση της δίκης.

Όταν η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο ΔΔ παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 80.

Άρθρο 84

Παραίτηση

Αν ο προσφεύγων γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο ΔΔ, γραπτώς ή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ότι παραιτείται από τη δίκη, ο πρόεδρος, αφού ακούσει τους διαδίκους, διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως από το πρωτόκολλο και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 5.

Άρθρο 85

Κατάργηση της δίκης

1.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί, μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να καταργήσει τη δίκη με αιτιολογημένη διάταξη.

2.   Το Δικαστήριο ΔΔ, αν ο προσφεύγων παύσει να ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις του, μπορεί να διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί και να την καταργήσει με αιτιολογημένη διάταξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Παρέμβαση

Άρθρο 86

Αίτηση παρεμβάσεως

1.   Η αίτηση παρεμβάσεως κατατίθεται πριν από την παρέλευση προθεσμίας έξι εβδομάδων, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 51, παράγραφος 2.

2.   Η αίτηση παρεμβάσεως περιέχει:

α)

μνεία της υποθέσεως·

β)

μνεία των κύριων διαδίκων·

γ)

το ονοματεπώνυμο και την κατοικία του παρεμβαίνοντος·

δ)

προσδιορισμό της ιδιότητας και της διευθύνσεως του υπογράφοντος·

ε)

ορισμό αντικλήτου του παρεμβαίνοντος ή τη συναίνεση του εκπροσώπου του για την προς αυτόν διενέργεια επιδόσεων με τα ηλεκτρονικά μέσα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 36, παράγραφος 4, ή με φαξ·

στ)

τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος προς υποστήριξη ή προς απόρριψη των αιτημάτων του προσφεύγοντος·

ζ)

έκθεση των περιστάσεων που θεμελιώνουν το δικαίωμα παρεμβάσεως δυνάμει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ή βάσει ειδικής διατάξεως.

3.   Αν η αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο ε', όλες οι επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας προς τον ενδιαφερόμενο διάδικο, επί όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η παράλειψη αυτή, πραγματοποιούνται με συστημένη ταχυδρομική αποστολή προς τον εκπρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 36, παράγραφος 1, ως νομότυπη επίδοση λογίζεται στην περίπτωση αυτή η κατάθεση του συστημένου εγγράφου στο ταχυδρομείο του τόπου όπου εδρεύει το Δικαστήριο ΔΔ.

4.   Ο παρεμβαίνων εκπροσωπείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού.

5.   Ο εκπρόσωπος, ο σύμβουλος ή ο δικηγόρος του παρεμβαίνοντος υποχρεούται να επισυνάψει στην αίτηση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31 έγγραφα.

6.   Αν η αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον παρεμβαίνοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως.

Άρθρο 87

Απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως

1.   Η αίτηση παρεμβάσεως επιδίδεται στους κύριους διαδίκους προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν γραπτώς ή προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και να υποδείξουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα στοιχεία που θεωρούν απόρρητα ή εμπιστευτικά και των οποίων, κατά συνέπεια, δεν επιθυμούν την κοινοποίηση στους παρεμβαίνοντες.

2.   Αν οι κύριοι διάδικοι δεν διατυπώσουν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως παρεμβάσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή δεν επισημάνουν, εντός της ίδιας προθεσμίας, απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία ή έγγραφα η κοινοποίηση των οποίων στον παρεμβαίνοντα θεωρούν ότι μπορεί να τους βλάψει, η παρέμβαση γίνεται δεκτή με απόφαση του προέδρου.

3.   Στις λοιπές περιπτώσεις, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη επί της αιτήσεως παρεμβάσεως και, ενδεχομένως, επί της κοινοποιήσεως των στοιχείων ή εγγράφων για τα οποία ετέθη ζήτημα απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα. Μπορεί επίσης να φέρει τα ζητήματα αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, το οποίο αποφαίνεται με τον ίδιο τρόπο.

Άρθρο 88

Υποβολή των υπομνημάτων και των επ' αυτών παρατηρήσεων

1.   Αν επιτραπεί η παρέμβαση, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

2.   Στον παρεμβαίνοντα κοινοποιούνται όλα τα έγγραφα της διαδικασίας που έχουν επιδοθεί στους κύριους διαδίκους, πλην των στοιχείων ή εγγράφων που αναγνωρίστηκαν ως απόρρητα ή εμπιστευτικά κατ' εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 3.

3.   Ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση των κατά την παράγραφο 2 διαδικαστικών εγγράφων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον πρόεδρο κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως του παρεμβαίνοντος.

Το υπόμνημα παρεμβάσεως περιέχει:

α)

τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος·

β)

σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών κατά χρονολογική σειρά, καθώς και χωριστή, ακριβή και κατά ενότητες διαρθρωμένη έκθεση των νομικών ισχυρισμών και επιχειρημάτων του παρεμβαίνοντος·

γ)

ενδεχομένως, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα.

4.   Τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος είναι παραδεκτά μόνον αν σκοπούν στην ολική ή μερική υποστήριξη των αιτημάτων ενός των κύριων διαδίκων.

5.   Μετά την κατάθεση του υπομνήματος παρεμβάσεως, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία εντός της οποίας οι κύριοι διάδικοι μπορούν να απαντήσουν γραπτώς επί του υπομνήματος ή τους καλεί να υποβάλουν την απάντησή τους κατά την προφορική διαδικασία.

6.   Αν το υπόμνημα παρεμβάσεως ή οι γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο των εν λόγω εγγράφων.

Άρθρο 89

Κλήση προς παρέμβαση

1.   Ο πρόεδρος μπορεί, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, αφού ακούσει τους διαδίκους, να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο, όργανο ή κράτος μέλος που έχει συμφέρον από την επίλυση της διαφοράς να δηλώσει στο Δικαστήριο ΔΔ, εντός της προθεσμίας που αυτό του τάσσει, αν επιθυμεί να παρέμβει στη δίκη. Στην κλήση γίνεται μνεία της κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2, ανακοινώσεως.

2.   Το πρόσωπο, το όργανο ή το κράτος μέλος που επιθυμεί να παρέμβει υποβάλλει σχετική αίτηση στο Δικαστήριο ΔΔ εντός της ταχθείσας δυνάμει της παραγράφου 1 προθεσμίας. Το άρθρο 86, παράγραφοι 2, στοιχεία α' έως στ', και 3 έως 6, έχει εφαρμογή στην αίτηση αυτή.

3.   Η αίτηση παρεμβάσεως επιδίδεται στους κύριους διαδίκους προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να υποδείξουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα στοιχεία που θεωρούν απόρρητα ή εμπιστευτικά και των οποίων, κατά συνέπεια, δεν επιθυμούν την κοινοποίηση στους παρεμβαίνοντες.

Αν οι κύριοι διάδικοι δεν επισημάνουν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, απόρρητα ή εμπιστευτικά στοιχεία ή έγγραφα η κοινοποίηση των οποίων στον παρεμβαίνοντα θεωρούν ότι μπορεί να τους βλάψει, η παρέμβαση γίνεται δεκτή με απόφαση του προέδρου.

Στις λοιπές περιπτώσεις, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη επί της αιτήσεως παρεμβάσεως και, ενδεχομένως, επί της κοινοποιήσεως των στοιχείων ή εγγράφων για τα οποία ετέθη ζήτημα απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα. Μπορεί επίσης να φέρει τα ζητήματα αυτά ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, το οποίο αποφαίνεται με τον ίδιο τρόπο.

4.   Το άρθρο 88 έχει εν προκειμένω εφαρμογή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Φιλικός διακανονισμός των διαφορών

Άρθρο 90

Τρόπος επιδιώξεως του φιλικού διακανονισμού

1.   Το Δικαστήριο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να εξετάζει τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού της όλης διαφοράς ή μέρους αυτής μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού.

Το Δικαστήριο ΔΔ αναθέτει στον εισηγητή δικαστή, επικουρούμενο από τον γραμματέα, να επιδιώξει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.

2.   Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να προτείνει μία ή περισσότερες λύσεις ικανές να θέσουν τέρμα στη διαφορά, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τη διευκόλυνση του φιλικού διακανονισμού της και να εφαρμόσει τα μέτρα που αποφάσισε για τον σκοπό αυτόν.

Ο εισηγητής δικαστής μπορεί ιδίως:

να καλεί τους διαδίκους να παράσχουν πληροφορίες ή ενημερωτικά στοιχεία,

να καλεί τους διαδίκους να προσκομίσουν έγγραφα,

να καλεί σε συσκέψεις τους εκπροσώπους των διαδίκων ή τους ίδιους τους διαδίκους ή κάθε υπάλληλο του οργάνου εξουσιοδοτημένο να διαπραγματευτεί ενδεχόμενη συμφωνία,

να έχει, επ' ευκαιρία των κατά την τρίτη παύλα συσκέψεων, κατ' ιδίαν επαφές με κάθε έναν από τους διαδίκους, εφόσον αυτοί συναινούν,

να προτείνει στους διαδίκους τον διορισμό διαμεσολαβητή.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Άρθρο 91

Συμφωνία των διαδίκων

1.   Αν ο προσφεύγων και ο καθού συμφωνήσουν, ενώπιον του εισηγητή δικαστή, στη λύση της διαφοράς, οι όροι της συμφωνίας αυτής μπορούν να διατυπωθούν με πράξη που υπογράφεται από τον εισηγητή δικαστή, καθώς και από τον γραμματέα. Η πράξη αυτή επιδίδεται στους διαδίκους και αποτελεί δημόσιο έγγραφο.

Η υπόθεση διαγράφεται από το πρωτόκολλο με αιτιολογημένη διάταξη του προέδρου.

Ο πρόεδρος διαλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως του προσφεύγοντος και του καθού, τους όρους της συμφωνίας στη διάταξη περί διαγραφής.

2.   Αν ο προσφεύγων και ο καθού ενημερώσουν το Δικαστήριο ΔΔ ότι κατέληξαν σε συμφωνία, εκτός Δικαστηρίου ΔΔ, για τη λύση της διαφοράς και ότι παραιτούνται από κάθε αξίωση, ο πρόεδρος διατάσσει τη διαγραφή της υποθέσεως.

3.   Ο πρόεδρος αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων κατά τους όρους της συμφωνίας ή, ελλείψει αυτών, κατά την κρίση του.

Άρθρο 92

Φιλικός διακανονισμός και ένδικη διαδικασία

Το Δικαστήριο ΔΔ και οι διάδικοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας τις εκφρασθείσες απόψεις, τις διατυπωθείσες εισηγήσεις, τις κατατεθείσες προτάσεις, τις παραχωρήσεις που έγιναν ή τα έγγραφα που συντάχθηκαν για τους σκοπούς του φιλικού διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αποφάσεις και διατάξεις

Άρθρο 93

Ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως

Οι διάδικοι ενημερώνονται για την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως.

Άρθρο 94

Περιεχόμενο της αποφάσεως

Η απόφαση περιέχει:

μνεία ότι εκδίδεται από το Δικαστήριο ΔΔ,

μνεία του δικαστικού σχηματισμού,

την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της,

τα ονόματα του προέδρου και των δικαστών που μετέσχον στη διάσκεψη, με μνεία του εισηγητή δικαστή,

το όνομα του γραμματέα,

τον προσδιορισμό των διαδίκων,

τα ονόματα των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων των διαδίκων,

τα αιτήματα των διαδίκων,

εφόσον συντρέχει περίπτωση, την ημερομηνία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως,

συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών,

το σκεπτικό,

το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει και τα κριθέντα περί των δικαστικών εξόδων.

Άρθρο 95

Δημοσίευση και επίδοση της αποφάσεως

1.   Η απόφαση δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση.

2.   Το πρωτότυπο της αποφάσεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο, τους δικαστές που μετέσχον στη διάσκεψη και τον γραμματέα, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Στους διαδίκους επιδίδεται αντίγραφο με φροντίδα του γραμματέα.

Άρθρο 96

Περιεχόμενο της διατάξεως

1.   Κάθε διάταξη περιέχει:

μνεία ότι εκδίδεται από το Δικαστήριο ΔΔ, από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ ή από τον πρόεδρο,

την ημερομηνία εκδόσεώς της,

μνεία της νομικής βάσεώς της,

τα ονόματα του προέδρου και, αναλόγως της περιπτώσεως, των δικαστών που μετέσχον στην έκδοσή της, με μνεία του εισηγητή δικαστή,

το όνομα του γραμματέα,

τον προσδιορισμό των διαδίκων,

τα ονόματα των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων των διαδίκων,

το διατακτικό, το οποίο περιλαμβάνει, ενδεχομένως, και τα κριθέντα περί των δικαστικών εξόδων.

2.   Όταν ο παρών κανονισμός προβλέπει ότι η διάταξη πρέπει να είναι αιτιολογημένη, αυτή περιέχει επιπλέον:

τα αιτήματα των διαδίκων,

συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών,

το σκεπτικό.

Άρθρο 97

Υπογραφή και επίδοση της διατάξεως

Το πρωτότυπο της διατάξεως, υπογεγραμμένο από τον πρόεδρο, σφραγίζεται και κατατίθεται στη γραμματεία. Στους διαδίκους επιδίδεται αντίγραφο με φροντίδα του γραμματέα.

Άρθρο 98

Ισχύς των αποφάσεων και διατάξεων

1.   Η απόφαση αποκτά ισχύ από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού.

2.   Οι διατάξεις αποκτούν ισχύ από την ημερομηνία επιδόσεώς τους, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού.

Άρθρο 99

Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Για τις αποφάσεις ή διατάξεις του Δικαστηρίου ΔΔ που περατώνουν τη δίκη δημοσιεύεται σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Δικαστικά έξοδα

Άρθρο 100

Απόφαση για τα έξοδα

Το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για τα έξοδα με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

Άρθρο 101

Γενικός κανόνας για την κατανομή των εξόδων

Υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Καταδικάζεται, επίσης, στα έξοδα που οφείλονται, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 105, στοιχεία α' ή β'.

Άρθρο 102

Επιείκεια και έξοδα προκαλούμενα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως

1.   Όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει μεν τα δικαστικά έξοδά του, πλην όμως καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα του αντιδίκου, ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα αυτά.

2.   Ο νικήσας διάδικος μπορεί να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να αναλάβει εν μέρει ή στο σύνολό τους τα έξοδα του αντιδίκου, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης, ειδικότερα αν ανάγκασε τον αντίδικό του να υποβληθεί σε έξοδα κρινόμενα ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

3.   Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει να κατανείμει τα έξοδα που οφείλονται, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 105, στοιχεία α' ή β', ή να καταδικάσει τον νικήσαντα διάδικο στο σύνολο των εξόδων αυτών.

Άρθρο 103

Ειδικοί κανόνες για την κατανομή των εξόδων

1.   Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

2.   Σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και, επιπλέον, καταδικάζεται σε μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

3.   Εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

4.   Τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Οι λοιποί παρεμβαίνοντες φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, εκτός εάν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίσει άλλως.

5.   Ο παραιτούμενος διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, καθώς και στα έξοδα που οφείλονται, ενδεχομένως, δυνάμει του άρθρου 105, στοιχείο α' ή β', εφόσον ο αντίδικος διατύπωσε σχετικό αίτημα με τις παρατηρήσεις του επί της παραιτήσεως. Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του παραιτουμένου διαδίκου, καταδικάζεται στα έξοδα ο αντίδικος, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του.

6.   Σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Δικαστήριο ΔΔ κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

7.   Σε περίπτωση συμφωνίας των διαδίκων ως προς τα έξοδα, λαμβάνεται απόφαση κατά τη συμφωνία.

Άρθρο 104

Έξοδα αναγκαστικής εκτελέσεως

Τα έξοδα στα οποία υποχρεώθηκε να υποβληθεί ο διάδικος για την αναγκαστική εκτέλεση καταβάλλονται από τον αντίδικο, σύμφωνα με τον κανονισμό τελών που ισχύει στο κράτος στο οποίο διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση.

Άρθρο 105

Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν

Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 108 και 109, θεωρούνται ως έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν:

α)

τα ποσά που οφείλονται στους μάρτυρες και πραγματογνώμονες δυνάμει του άρθρου 78·

β)

τα έξοδα για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων που ζητήθηκε από το Δικαστήριο ΔΔ δυνάμει του άρθρου 79·

γ)

τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

Άρθρο 106

Αμφισβήτηση σχετικά με τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα

1.   Σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος I του Οργανισμού, η διάταξη αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση.

2.   Οι διάδικοι μπορούν, προκειμένου να χωρήσει εκτέλεση, να ζητήσουν κεκυρωμένο αντίγραφο της διατάξεως αυτής.

Άρθρο 107

Τρόπος πληρωμής

1.   Το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ και οι οφειλέτες του διενεργούν τις πληρωμές τους σε ευρώ.

2.   Αν τα προς απόδοση έξοδα έγιναν σε άλλο νόμισμα και όχι σε ευρώ ή οι πράξεις που συνεπάγονται αποζημίωση έγιναν σε χώρα η οποία δεν έχει το ευρώ ως νόμισμά της, η μετατροπή γίνεται σύμφωνα με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της ημέρας της πληρωμής.

Άρθρο 108

Έξοδα διαδικασίας

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου χωρεί δωρεάν, υπό την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων:

α)

αν οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε το Δικαστήριο ΔΔ για την εξέταση προσφυγής ή κάθε άλλου διαδικαστικού εγγράφου, ή λόγω της συμπεριφοράς διαδίκου κατά τη διάρκεια της δίκης, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, ιδίως λόγω του προδήλως καταχρηστικού χαρακτήρα της προσφυγής, του διαδικαστικού εγγράφου ή της συμπεριφοράς αυτής, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να καταδικάσει τον διάδικο που τις προκάλεσε στην εν όλω ή εν μέρει πληρωμή τους, χωρίς όμως το καταβλητέο ποσό να μπορεί να υπερβεί τα 8 000 ευρώ·

β)

τα έξοδα για τις αντιγραφικές και μεταφραστικές εργασίες που έγιναν κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, αν θεωρηθούν από τον γραμματέα ως υπερβολικά, καταβάλλονται από τον διάδικο αυτόν σύμφωνα με τον κανονισμό τελών της γραμματείας που προβλέπεται στο άρθρο 22.

Άρθρο 109

Παρακαταθήκη λόγω καταχρηστικών προσφυγών

1.   Ο προσφεύγων που έχει επανειλημμένως ασκήσει προσφυγές ή υποβάλει αιτήσεις του άρθρου 115 των οποίων ο προδήλως καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώθηκε με τις αποφάσεις ή διατάξεις με τις οποίες περατώθηκε η δίκη μπορεί κατ' εξαίρεση, αν η νέα προσφυγή ή αίτησή του εμφανίζεται ως προδήλως καταχρηστική, να υποχρεωθεί από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ να παρακαταθέσει στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ ποσό 8 000 ευρώ κατ' ανώτατο όριο προς κάλυψη του ποσού στο οποίο θα καταδικαστεί ενδεχομένως κατ' εφαρμογήν του άρθρου 108.

Η διατάσσουσα την παρακαταθήκη απόφαση αιτιολογείται δεόντως. Με αυτήν προσδιορίζεται το ποσό που πρέπει να παρακατατεθεί.

2.   Η διαδικασία αναστέλλεται εν αναμονή της παρακαταθήκης.

Το παρακατατεθέν ποσό πλέον τόκων επιστρέφεται αν η απόφαση ή διάταξη που περατώνει τη δίκη δεν περιλαμβάνει καταδίκη του προσφεύγοντος κατά το άρθρο 108 ή καθόσον το παρακατατεθέν ποσό υπερβαίνει το ποσό της καταδίκης αυτής.

3.   Σε περίπτωση μη παρακαταθήκης του ποσού εντός της ταχθείσας από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου ΔΔ προθεσμίας, η δίκη περατώνεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 85, παράγραφος 2.

4.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ που έλαβε την κατά την παράγραφο 1 απόφαση απέχει από την εκδίκαση της προσφυγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Δικαστική αρωγή

Άρθρο 110

Ουσιαστικές προϋποθέσεις

1.   Κάθε πρόσωπο το οποίο, λόγω της οικονομικής του καταστάσεως, τελεί σε πλήρη ή μερική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα έξοδα της δίκης δικαιούται να τύχει δικαστικής αρωγής.

Η οικονομική κατάσταση εκτιμάται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, όπως είναι το εισόδημα, η περιουσία και η οικογενειακή κατάσταση.

2.   Η δικαστική αρωγή δεν χορηγείται αν αφορά ένδικο βοήθημα προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο ή αν το Δικαστήριο ΔΔ είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώσει ότι η διαφορά εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, η αίτηση δικαστικής αρωγής παραπέμπεται σε αυτό.

Άρθρο 111

Τυπικές προϋποθέσεις

1.   Η αίτηση δικαστικής αρωγής μπορεί να υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής ή ενόσω αυτή εκκρεμεί.

Η αίτηση δεν απαιτεί σύμπραξη δικηγόρου.

2.   Η αίτηση δικαστικής αρωγής υποβάλλεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που καθορίζεται βάσει του άρθρου 132 και είναι διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου ΔΔ. Υπογράφεται από τον αιτούντα ή, αν αυτός εκπροσωπείται, από δικηγόρο.

3.   Η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από κάθε στοιχείο και δικαιολογητικό έγγραφο βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η οικονομική κατάσταση του αιτούντος, όπως πιστοποιητικό αρμόδιας εθνικής αρχής που αποδεικνύει την εν λόγω οικονομική κατάσταση.

Αν η αίτηση υποβληθεί πριν από την άσκηση της προσφυγής, ο αιτών πρέπει να εκθέσει συνοπτικώς το αντικείμενο της προσφυγής που προτίθεται να ασκήσει, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και τα επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα.

Αν ο αιτών εκπροσωπείται από δικηγόρο, η αίτηση δικαστικής αρωγής συνοδεύεται από το κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, αποδεικτικό νομιμοποιήσεως.

Άρθρο 112

Διαδικασία και απόφαση

1.   Πριν αποφανθεί επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής, το Δικαστήριο ΔΔ ζητεί από τον αντίδικο να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις, εκτός αν προκύπτει ήδη από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί βάσει του άρθρου 110, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ή βάσει της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.

2.   Επί της αιτήσεως δικαστικής αρωγής αποφασίζει με διάταξη ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ, ή, αν η υπόθεση έχει ήδη ανατεθεί σε τμήμα, ο πρόεδρός του. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του τμήματος. Οφείλει να το θέσει στην κρίση του τμήματος αν προτίθεται να απορρίψει την αίτηση βάσει του άρθρου 110, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

Η διάταξη με την οποία απορρίπτεται η αίτηση δικαστικής αρωγής αιτιολογείται.

3.   Με τη διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής διορίζεται δικηγόρος για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο.

Αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει προτείνει ο ίδιος δικηγόρο ή δεν πρέπει να εγκριθεί η επιλογή του, ο γραμματέας διαβιβάζει τη διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής και αντίγραφο της αιτήσεως προς την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους η οποία αναφέρεται στον συμπληρωματικό κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος διορίζεται βάσει των προτάσεων της εν λόγω αρχής.

4.   Η διάταξη περί χορηγήσεως της δικαστικής αρωγής μπορεί να καθορίζει το ποσό το οποίο θα καταβληθεί στον δικηγόρο που θα εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο ή ένα ανώτατο ποσό το οποίο δεν μπορούν, καταρχήν, να υπερβούν οι δαπάνες και η αμοιβή του δικηγόρου. Η διάταξη αυτή μπορεί να προβλέπει συμμετοχή του ενδιαφερομένου στα έξοδα της δίκης, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής του καταστάσεως.

5.   Η υποβολή αιτήσεως δικαστικής αρωγής αναστέλλει την προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία επιδόσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής ή, στις περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3, της διατάξεως περί διορισμού του δικηγόρου στον οποίο ανατίθεται η εκπροσώπηση του αιτούντος.

6.   Οι εκδιδόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου διατάξεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο.

Άρθρο 113

Προκαταβολές και ανάληψη των εξόδων

1.   Σε περίπτωση χορηγήσεως του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ αναλαμβάνει, ενδεχομένως εντός των ορίων που καθορίστηκαν με την κατά το άρθρο 112, παράγραφοι 2 και 4, διάταξη, τα έξοδα εκπροσωπήσεως του αιτούντος ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

Ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση προκαταβολής προς τον διορισθέντα σύμφωνα με το άρθρο 112, παράγραφος 3, δικηγόρο, κατόπιν αιτήσεώς του.

2.   Αν, δυνάμει της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη, ο δικαιούχος του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής φέρει τα δικαστικά έξοδά του, ο πρόεδρος καθορίζει, με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, τις δαπάνες και την αμοιβή του δικηγόρου που βαρύνουν το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Αν, με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, το Δικαστήριο ΔΔ καταδίκασε άλλο διάδικο στα δικαστικά έξοδα του δικαιούχου του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, ο διάδικος αυτός υποχρεούται να αποδώσει στο ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ τα ποσά που προκαταβλήθηκαν στο πλαίσιο του ευεργετήματος.

Σε περίπτωση αμφισβητήσεως ή αν ο γραμματέας καλέσει τον διάδικο αυτόν να αποδώσει τα εν λόγω ποσά και αυτός δεν συμμορφώνεται, ο πρόεδρος αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

4.   Αν ηττηθεί ο δικαιούχος του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, για λόγους επιείκειας, αποφαινόμενο επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση που περατώνει τη δίκη, να διατάξει ότι ένας ή περισσότεροι από τους λοιπούς διαδίκους θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα ή ότι τα έξοδα αυτά θα βαρύνουν, εν όλω ή εν μέρει, το ταμείο του Δικαστηρίου ΔΔ στο πλαίσιο του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής.

Άρθρο 114

Ανάκληση του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής

1.   Αν οι συνθήκες που οδήγησαν στη χορήγηση της δικαστικής αρωγής μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρόεδρος μπορεί να ανακαλέσει το σχετικό ευεργέτημα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως, αφού ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος. Ο πρόεδρος μπορεί να θέσει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ.

2.   Η διάταξη περί ανακλήσεως του ευεργετήματος δικαστικής αρωγής αιτιολογείται και δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Ειδικές διαδικασίες

Τμήμα 1

Αναστολή εκτελέσεως και λοιπά προσωρινά μέτρα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων

Άρθρο 115

Αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων

1.   Αίτηση αναστολής εκτελέσεως της πράξεως οργάνου, σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 157 ΣΕΚΑΕ, είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την πράξη αυτή με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

Αίτηση για άλλα προσωρινά μέτρα μεταξύ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 279 ΣΛΕΕ είναι παραδεκτή μόνον αν προέρχεται από διάδικο σε υπόθεση ήδη εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ και αφορά την υπόθεση αυτή.

Οι αιτήσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου μπορούν να υποβάλλονται από της καταθέσεως της διοικητικής ενστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων, υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 91, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού προϋποθέσεις.

2.   Οι αιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται.

Οι αιτήσεις υποβάλλονται με χωριστό δικόγραφο και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 45 και 50.

Άρθρο 116

Διαδικασία

1.   Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ τάσσει σύντομη προθεσμία για την υποβολή των γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεών του.

2.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αποφαίνεται επί των αιτήσεων που υποβάλλονται κατ' εφαρμογήν του άρθρου 115, παράγραφος 1.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να δεχθεί την αίτηση και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Το μέτρο αυτό μπορεί μεταγενέστερα να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί ακόμα και αυτεπαγγέλτως.

Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αποφασίζει ενδεχομένως για τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθώς και για τη διεξαγωγή αποδείξεων.

3.   Τα έγγραφα και οι παρατηρήσεις που υποβάλλονται εκτός της διαδικασίας των παραγράφων 1 και 2 δεν κατατίθενται στη δικογραφία, πλην αντίθετης αποφάσεως του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ λόγω ιδιαιτέρων περιστάσεων.

Άρθρο 117

Απόφαση επί της αιτήσεως

1.   Απόφαση επί της αιτήσεως λαμβάνεται με αιτιολογημένη διάταξη. Η διάταξη αυτή επιδίδεται αμέσως στους διαδίκους.

2.   Η εκτέλεση της διατάξεως μπορεί να εξαρτηθεί από εγγυοδοσία του αιτούντος, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις.

3.   Η διάταξη μπορεί να καθορίζει ημερομηνία, μετά την πάροδο της οποίας το μέτρο παύει να ισχύει. Σε αντίθετη περίπτωση, το μέτρο παύει να ισχύει από τη δημοσίευση της αποφάσεως με την οποία τερματίζεται η δίκη.

4.   Η διάταξη έχει προσωρινό χαρακτήρα και ουδόλως προδικάζει την κρίση του Δικαστηρίου ΔΔ επί της κύριας υποθέσεως.

Άρθρο 118

Μεταβολή των περιστάσεων

Κατόπιν αιτήσεως διαδίκου, η διάταξη μπορεί οποτεδήποτε να μεταρρυθμιστεί ή να ανακληθεί λόγω μεταβολής των περιστάσεων.

Άρθρο 119

Νέα αίτηση

Η απόρριψη της αιτήσεως για τη λήψη προσωρινού μέτρου δεν κωλύει τον διάδικο που την είχε υποβάλει να καταθέσει άλλη αίτηση στηριζόμενη σε νέα περιστατικά.

Άρθρο 120

Αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως

1.   Η αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως αποφάσεως ή διατάξεως δικαιοδοτικού οργάνου του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή πράξεως του Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που υποβάλλεται δυνάμει των άρθρων 280 και 299 ΣΛΕΕ και 164 ΣΕΚΑΕ, διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος.

2.   Η διάταξη που κάνει δεκτή την αίτηση καθορίζει, ενδεχομένως, την ημερομηνία από την οποία το προσωρινό μέτρο παύει να ισχύει.

Τμήμα 2

Ερήμην αποφάσεις

Άρθρο 121

Ερήμην αποφάσεις

1.   Αν ο καθού, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν απαντήσει στην προσφυγή νομοτύπως και εμπροθέσμως, ο προσφεύγων μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο ΔΔ να του επιδικάσει τα αιτήματά του.

Η σχετική αίτηση επιδίδεται στον καθού. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας επί της αιτήσεως.

2.   Πριν εκδώσει ερήμην απόφαση, το Δικαστήριο ΔΔ εξετάζει το παραδεκτό της προσφυγής και εξακριβώνει κατά πόσον οι διατυπώσεις έχουν τηρηθεί κανονικά καθώς και αν τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα. Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

3.   Η ερήμην απόφαση είναι εκτελεστή.

Ωστόσο, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αναστείλει την εκτέλεσή της μέχρις ότου αποφανθεί επί της ανακοπής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 41 του Οργανισμού ή μπορεί να εξαρτήσει την εκτέλεση από εγγυοδοσία, το ποσό και οι όροι της οποίας καθορίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις. Η εγγύηση αποδίδεται αν δεν ασκηθεί ανακοπή ή σε περίπτωση απορρίψεώς της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Αιτήσεις και ένδικα μέσα που αφορούν τις αποφάσεις και διατάξεις

Τμήμα 1

Διόρθωση

Άρθρο 122

Διόρθωση αποφάσεων και διατάξεων

1.   Τα γραφικά ή λογιστικά λάθη ή προφανείς ανακρίβειες μπορούν να διορθωθούν με διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου υποβαλλομένης εντός δύο εβδομάδων από την επίδοση της διορθωτέας αποφάσεως ή διατάξεως.

2.   Όταν η αίτηση διορθώσεως αφορά το διατακτικό ή κάποιο σημείο του σκεπτικού που αποτελεί αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού, οι διάδικοι, αφού ειδοποιηθούν προσηκόντως, μπορούν να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις εντός προθεσμίας που τάσσεται από το Δικαστήριο ΔΔ.

3.   Το πρωτότυπο της διατάξεως περί διορθώσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως ή διατάξεως που διορθώνεται. Σημείωση της διατάξεως αυτής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αποφάσεως ή διατάξεως που διορθώνεται.

Τμήμα 2

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί

Άρθρο 123

Παράλειψη του Δικαστηρίου ΔΔ να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα

1.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ παρέλειψε να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο ΔΔ εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως ή διατάξεως.

2.   Η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.

3.   Μετά την υποβολή των παρατηρήσεων αυτών, το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει τόσο για το παραδεκτό όσο και για το βάσιμο του αιτήματος.

Τμήμα 3

Ανακοπή

Άρθρο 124

Ανακοπή

1.   Κατά το άρθρο 41 του Οργανισμού, η ερήμην απόφαση υπόκειται σε ανακοπή.

2.   Η ανακοπή ασκείται εντός μηνός από την επίδοση της αποφάσεως. Κατατίθεται σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 50.

3.   Η ανακοπή ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

4.   Μετά την επίδοση της ανακοπής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στον αντίδικο για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών του.

5.   Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

Αν το δικόγραφο της ανακοπής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον ανακόπτοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της ανακοπής. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για τις γραπτές παρατηρήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

6.   Το Δικαστήριο ΔΔ εκδίδει απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή. Το πρωτότυπο της αποφάσεως αυτής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην. Σημείωση της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερήμην αποφάσεως.

Τμήμα 4

Τριτανακοπή

Άρθρο 125

Τριτανακοπή

1.   Κατά το άρθρο 42 του Οργανισμού, μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή κατά αποφάσεως ή διατάξεως που εκδόθηκε χωρίς να έχει προσεπικληθεί ο τριτανακόπτων, εφόσον η απόφαση ή η διάταξη θίγει τα δικαιώματά του.

Η τριτανακοπή ασκείται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή της διατάξεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 45 και 50 έχουν εφαρμογή στην τριτανακοπή. Αυτή πρέπει επιπλέον να:

α)

προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη·

β)

αναφέρει κατά τι η προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη βλάπτει τα δικαιώματα του τριτανακόπτοντος·

γ)

αναφέρει τους λόγους για τους οποίους ο τριτανακόπτων δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ.

3.   Η τριτανακοπή στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων. Ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη.

Μετά την επίδοση της τριτανακοπής, ο πρόεδρος τάσσει προθεσμία στους λοιπούς διαδίκους για την υποβολή των γραπτών παρατηρήσεών τους.

Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

Αν το δικόγραφο της τριτανακοπής δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον τριτανακόπτοντα προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της τριτανακοπής. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για τις γραπτές παρατηρήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

4.   Η προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη μεταρρυθμίζεται κατά το μέρος που γίνεται δεκτή η τριτανακοπή.

Το πρωτότυπο της αποφάσεως επί της τριτανακοπής επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της αποφάσεως επί της τριτανακοπής γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως.

5.   Όταν αναίρεση ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ τριτανακοπή βάλλουν κατά της ιδίας αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία.

6.   Κατόπιν αιτήσεως του τριτανακόπτοντος, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου, κεφάλαιο 10, τμήμα 1, έχουν εν προκειμένω εφαρμογή.

Τμήμα 5

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ

Άρθρο 126

Ερμηνεία των αποφάσεων και διατάξεων του Δικαστηρίου ΔΔ

1.   Κατά το άρθρο 43 του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων αποφάσεως ή διατάξεως, είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή θεσμικού οργάνου που έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο.

Η αίτηση ερμηνείας υποβάλλεται εντός δύο ετών από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την επίδοση της διατάξεως.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 45 και 50 έχουν εφαρμογή στην αίτηση ερμηνείας. Αυτή προσδιορίζει επιπλέον:

α)

την προς ερμηνεία απόφαση ή διάταξη·

β)

τα χωρία των οποίων ζητείται η ερμηνεία.

Η αίτηση στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων τους οποίους αφορά η απόφαση ή διάταξη της οποίας ζητείται η ερμηνεία. Ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την απόφαση ή διάταξη που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως.

3.   Το Δικαστήριο ΔΔ, αφού παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, αποφαίνεται εκδίδοντας απόφαση.

Το πρωτότυπο της ερμηνευτικής αποφάσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της ερμηνευομένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της ερμηνευτικής αποφάσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της ερμηνευομένης αποφάσεως ή διατάξεως.

4.   Όταν αναίρεση ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ αίτηση ερμηνείας αφορούν την ίδια απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία.

Τμήμα 6

Αναθεώρηση

Άρθρο 127

Αναθεώρηση

1.   Η αναθεώρηση αποφάσεως ή διατάξεως του Δικαστηρίου ΔΔ μπορεί να ζητηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Οργανισμού, μόνον εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο, πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεως ή την έκδοση της διατάξεως, ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο ΔΔ και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση.

Υπό την επιφύλαξη της δεκαετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 44, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, η αναθεώρηση ζητείται εντός τριών μηνών από την ημέρα που ο αιτών έλαβε γνώση του γεγονότος στο οποίο στηρίζεται η αίτηση αναθεωρήσεως.

2.   Οι διατάξεις των άρθρων 45 και 50 έχουν εφαρμογή στην αίτηση αναθεωρήσεως. Αυτή πρέπει επιπλέον να:

α)

προσδιορίζει την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη·

β)

αναφέρει τα σημεία στα οποία προσβάλλεται η απόφαση ή διάταξη·

γ)

περιγράφει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση·

δ)

καθορίζει τα μέσα με τα οποία μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη γεγονότων που δικαιολογούν την αναθεώρηση και από τα οποία συνάγεται ότι η προθεσμία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου έχει τηρηθεί.

Η αίτηση αναθεωρήσεως στρέφεται καθ' όλων των διαδίκων που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη.

Η αίτηση αναθεωρήσεως ανατίθεται στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη.

3.   Χωρίς να προδικάζει την ουσία, το Δικαστήριο ΔΔ, αφού λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων, εκδίδει διάταξη περί του παραδεκτού της αιτήσεως.

4.   Αν το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει την αίτηση παραδεκτή, η συνέχεια της διαδικασίας είναι προφορική, εκτός αν αποφασίσει άλλως το Δικαστήριο ΔΔ.

Όταν το Δικαστήριο ΔΔ αποφασίζει την κατάθεση υπομνημάτων, η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

Αν η αίτηση αναθεωρήσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως. Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν και για τις γραπτές παρατηρήσεις και τα υπομνήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

5.   Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται εκδίδοντας απόφαση.

Το πρωτότυπο της αποφάσεως επί της αναθεωρήσεως επισυνάπτεται στο πρωτότυπο της αναθεωρουμένης αποφάσεως ή διατάξεως. Σημείωση της αποφάσεως επί της αναθεωρήσεως γίνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της αναθεωρουμένης αποφάσεως ή διατάξεως.

6.   Όταν αναίρεση ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ αίτηση αναθεωρήσεως αφορούν την ίδια απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ, τούτο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία.

Τμήμα 7

Υποθέσεις που αναπέμπονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ κατόπιν αναιρέσεως

Άρθρο 128

Αναπομπή κατόπιν αναιρέσεως

Οσάκις το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί απόφαση ή διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ και αποφασίζει να αναπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο ΔΔ προς εκδίκαση δυνάμει του άρθρου 13 του παραρτήματος I του Οργανισμού, το Δικαστήριο ΔΔ επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως περί αναπομπής.

Άρθρο 129

Ανάθεση της αναπεμφθείσας υποθέσεως

1.   Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αναθέτει την υπόθεση είτε στον δικαστικό σχηματισμό που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση ή διάταξη είτε σε άλλο δικαστικό σχηματισμό, ορίζει δε εισηγητή δικαστή άλλον από τον δικαστή στον οποίο είχαν ανατεθεί τα συναφή καθήκοντα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβληθείσα απόφαση ή διάταξη.

2.   Αν η αναιρεθείσα απόφαση ή διάταξη είχε εκδοθεί από μονομελές τμήμα, ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ΔΔ αναθέτει την υπόθεση σε τριμελές τμήμα στο οποίο δεν μετέχει ο δικαστής του εν λόγω μονομελούς τμήματος.

Άρθρο 130

Διαδικασία εξετάσεως της αναπεμφθείσας υποθέσεως

1.   Εντός προθεσμίας δύο μηνών από την προς αυτόν επίδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα επί των νομικών ζητημάτων που δικαιολόγησαν την αναίρεση και την αναπομπή.

2.   Στον καθού επιδίδεται το υπόμνημα του προσφεύγοντος ή επιστολή του Δικαστηρίου ΔΔ η οποία ενημερώνει τον καθού ότι δεν κατατέθηκε τέτοιο υπόμνημα εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Εντός μηνός από την επίδοση αυτή, ο καθού μπορεί να καταθέσει υπόμνημα. Η τασσόμενη στον καθού προθεσμία καταθέσεως του υπομνήματός του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι βραχύτερη των δύο μηνών από την προς αυτόν επίδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

3.   Τα υπομνήματα του προσφεύγοντος και του καθού ή η επιστολή του Δικαστηρίου ΔΔ που ενημερώνει περί του ότι δεν κατατέθηκε υπόμνημα από αμφοτέρους τους διαδίκους ή από έναν εξ αυτών επιδίδονται ταυτοχρόνως στον παρεμβαίνοντα. Εντός μηνός από την επίδοση αυτή, ο παρεμβαίνων μπορεί να καταθέσει υπόμνημα.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 3, αν η ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ έγγραφη διαδικασία δεν είχε περατωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναπομπής, αυτή συνεχίζεται από το στάδιο στο οποίο βρισκόταν στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχε αποφασίσει το Δικαστήριο ΔΔ.

5.   Εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να επιτρέψει την κατάθεση συμπληρωματικών υπομνημάτων.

6.   Η διαδικασία συνεχίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 36 έως 48, 56 έως 85 και 90 έως 114.

7.   Αν ένα προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο υπόμνημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ή στο άρθρο 46, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο που το κατέθεσε προθεσμία για την τακτοποίηση. Αν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δεν γίνει η τακτοποίηση αυτή, το Δικαστήριο ΔΔ κρίνει κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο του υπομνήματος.

8.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 6, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αποφανθεί χωρίς επ' ακροατηρίου συζήτηση.

Άρθρο 131

Δικαστικά έξοδα κατόπιν αναπομπής

Το Δικαστήριο ΔΔ αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιόν του κινηθείσες διαδικασίες και, αφετέρου, τη διαδικασία της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αναιρέσεως.

ΤΙΤΛΟΣ 3

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 132

Εκτελεστικές διατάξεις

Το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, με χωριστή πράξη, να θεσπίσει διατάξεις για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 133

Κατάργηση

Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τον κανονισμό διαδικασίας του Δικαστηρίου ΔΔ της 25ης Ιουλίου 2007, όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά στις 18 Μαΐου 2011 (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 162 της 22ας Ιουνίου 2011, σ. 19).

Άρθρο 134

Δημοσίευση και έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού

Ο παρών κανονισμός, το κείμενο του οποίου είναι αυθεντικό στις γλώσσες διαδικασίας που αναφέρονται στον κανονισμό διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που έπεται της δημοσιεύσεώς του.

Λουξεμβούργο, 21 Μαΐου 2014.

Η Γραμματέας

W. HAKENBERG

Ο Πρόεδρος

S. VAN RAEPENBUSCH


(1)  Όπως τροποποιήθηκε, για τελευταία φορά, με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 741/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Αυγούστου 2012 (ΕΕ L 228 της 23.8.2012, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 265 της 29.9.2012, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 225 της 29.8.2007, σ. 1, με διορθωτικά στην ΕΕ L 69 της 13.3.2008, σ. 37, και στην ΕΕ L 162 της 22.6.2011, σ. 20, με τις τροποποιήσεις της 14ης Ιανουαρίου 2009, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 24 της 28.1.2009, σ. 10, της 17ης Μαρτίου 2010, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 92 της 13.4.2010, σ. 17, και της 18ης Μαΐου 2011, που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ L 162 της 22.6.2011, σ. 19.


Top