This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32000D0117
2000/117/EC: Commission Decision of 26 October 1999 concerning a proceeding pursuant to Article 81 of the EC Treaty Case IV/33.884 - Nederlandse Federative Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied and Technische Unie (FEG and TU) (notified under document number C(1999) 3439) (Only the Dutch text is authentic)
2000/117/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ - Υπόθεση IV/33.884 - Nederlandse Federative Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (FGE) και Technische Unie (TU) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 3439] (Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
2000/117/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ - Υπόθεση IV/33.884 - Nederlandse Federative Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (FGE) και Technische Unie (TU) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 3439] (Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
ΕΕ L 39 της 14.2.2000, p. 1–28
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
In force
2000/117/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 1999, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ - Υπόθεση IV/33.884 - Nederlandse Federative Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (FGE) και Technische Unie (TU) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 3439] (Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 039 της 14/02/2000 σ. 0001 - 0028
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 26ης Οκτωβρίου 1999 σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ Υπόθεση IV/33.884 - Nederlandse Federative Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (FGE) και Technische Unie (TU) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 3439] (Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (2000/117/ΕΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1216/1999(2), και ιδίως το άρθρο 3 και το άρθρο 15 παράγραφος 2, την καταγγελία που υπέβαλε η City Electrical Factors Holdings Limited και η ολλανδική θυγατρική της Dutch Subsidiary City Electrical Factors BV στις 19 Μαρτίου 1991, Έχοντας παράσχει στις οικείες επιχειρήσεις την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 σε συνδυασμό με τον κανονισμό αριθ. 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου(3), Αφού συμβουλεύθηκε τη συμβουλευτική επιτροπή περιοριστικών πρακτικών και δεσποζουσών θέσεων, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: I. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Α. Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ (1) Στις 19 Μαρτίου 1991, η City Electrical Factors (στο εξής: CEF UK), διανομέας χονδρεμπορίου ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, από κοινού με την ολλανδική θυγατρική της, τη City Electrical Factors BV (στο εξής: CEF), υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή βάσει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ. Η καταγγελία στρέφεται κατά τριών ολλανδικών ενώσεων στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, συγκεκριμένα της Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (στο εξής: FEG), της Nederlandse Vereniging van Alleen Vertegenwoordigers op Elektrotechnisch Gebied (στο εξής: NAVEG) και της Unie van Elektrotechnische Ondernemers (στο εξής: UNETO), καθώς και των μελών αυτών των ενώσεων. (2) Κατά τους καταγγέλλοντες, οι εν λόγω τρεις ενώσεις και τα μέλη τους έχουν συνάψει αμοιβαίες συλλογικές συμφωνίες αποκλειστικής αντιπροσωπείας σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας διανομής ηλεκτροτεχνικών εξαρτημάτων στις Κάτω Χώρες. Οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν ότι, εάν δεν είναι μέλη στη FEG, είναι πρακτικά αδύνατον για τους διανομείς χονδρεμπορίου ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων να εισέλθουν στην ολλανδική αγορά, εφόσον οι κατασκευαστές και οι αντιπρόσωποι/εισαγωγείς τους εφοδιάζουν μόνο μέλη της FEG και οι εργολάβοι ηλεκτρικών εγκαταστάσεων αγοράζουν μόνον από μέλη της FEG. Καίτοι η καταγγελία αφορά ολόκληρη την αλυσίδα διανομής, εστιάζεται κυρίως στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου και ειδικότερα στη FEG, η οποία φέρεται να διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στις συμφωνίες. (3) Η CEF, με επιστολή της 22ας Οκτωβρίου 1991, ανέπτυξε την καταγγελία της. Σήμερα περιλαμβάνει εικαζόμενες συμφωνίες μεταξύ της FEG και των μελών της όσον αφορά τιμές και εκπτώσεις, καθώς και εικαζόμενες συμφωνίες βάσει των οποίων αποκλειόταν η συμμετοχή της CEF σε ορισμένα έργα. Από τον Ιανουάριο του 1992, η CEF προσέφυγε επίσης σχετικά με ορισμένες κάθετες συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών μεταξύ ορισμένων κατασκευαστών ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων και χονδρεμπόρων FEG. Β. ΤΑ ΜΕΡΗ 1. Η FEG (4) Η FEG συστάθηκε το 1918 ως ένωση αναγνωρισθείσα βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας. Στόχος της είναι, βάσει του καταστατικού της ένωσης, η προστασία των κοινών συμφερόντων των χονδρεμπόρων που διατηρούν αποθέματα ηλεκτρολογικών προϊόντων, προωθώντας "κανονικές σχέσεις αγοράς υπό την ευρύτερη έννοια του όρου" και συνάπτοντας συμφωνίες συνεργασίας με άλλα όργανα ή οργανισμούς που συμμετέχουν στη διανομή χονδρεμπορίου ηλεκτρολογικών προϊόντων(4). (5) Οι χονδρέμποροι που διατηρούν αποθέματα ηλεκτρολογικών προϊόντων και μπορούν να αποδείξουν ότι, κατά την τριετία πριν από την υποβολή της αίτησής τους, είχαν ετήσιο κύκλο εργασιών στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων τουλάχιστον 5 εκατομμύρια ολλανδικά φιορίνια (2,26 εκατομμύρια ευρώ), δύνανται να γίνουν μέλη της ένωσης(5). Μέχρι τις 23 Ιουνίου 1994, λαμβανόταν υπόψη μόνον ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιείτο στις Κάτω Χώρες(6). (6) Το 1994, τα τότε 52 μέλη της FEG είχαν κοινό κύκλο εργασιών περίπου 2,35 ολλανδικά φιορίνια (1,06 δισεκατομμύρια ευρώ) εκ των οποίων το 83 % (περίπου 0,88 δισεκατομμύρια ευρώ) προέρχεται από ηλεκτρολογικά εξαρτήματα και το 17 % (περίπου 0,18 δισεκατομμύρια ευρώ) από ηλεκτρολογικά καταναλωτικά προϊόντα, όπως οπτικοακουστικός εξοπλισμός. Για την περίοδο 1986-1994 τα σχετικά δεδομένα είναι τα ακόλουθα(7): >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (7) Το 1985 η FEG συνέστησε διάφορες επιτροπές προϊόντων, συγκεκριμένα τις επιτροπές για τα καλώδια και σύρματα, τον φωτισμό, τις τεχνικές εγκαταστάσεις, τα εξαρτήματα (από τα μέσα του 1993 "Stichting Schakel naar Schoonheid"), τους πλαστικούς σωλήνες και τους πίνακες διανομής. Οι δύο τελευταίες επιτροπές διαλύθηκαν το 1993(8). (8) Στο πλαίσιο των επιτροπών προϊόντων που, σύμφωνα με το άρθρο 13 του καταστατικού της ένωσης, προεδρεύονται από μέλη του διοικητικού συμβουλίου της FEG, πραγματοποιούνται σε τακτική βάση συζητήσεις με κατασκευαστές/προμηθευτές ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων. Οι επιτροπές προϊόντων χρονολογούνται από την εποχή της σύναψης των "συμφωνιών ρύθμισης της αγοράς". Στην εισαγωγή του εγχειριδίου που εκδόθηκε για τις επιτροπές προϊόντων αναφέρεται: "Προκειμένου να σχηματίζεται ακριβής εικόνα των όσων συμβαίνουν στην αγορά, η γνωστοποίηση του κύκλου εργασιών και των περιθωρίων είναι αποφασιστικής σημασίας. Χωρίς τη γνώση αυτών των στοιχείων, είναι ανέφικτη οιαδήποτε ενέργεια για τον επηρεασμό της αγοράς."(9) 2. Η Technische Unie (9) Η Technische Unie BV (TU) είναι ο μεγαλύτερος διανομέας χονδρεμπορίου ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στις Κάτω Χώρες και, τοιουτοτρόπως, ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέλος της FEG. Η TU διαθέτει ένα εθνικό δίκτυο 26 γραφείων πωλήσεων με κύκλο εργασιών, το 1993, μεταξύ 400-500 εκατομμυρίων ολλανδικών φιορινιών (182-226 εκατομμύρια ευρώ). Γ. Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΣΑ (10) Η CEF UK, συσταθείσα το 1951 στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι χονδρέμπορος ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων με πλέον των 500 υποκαταστημάτων και θυγατρικών στην Κοινότητα (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία) και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η CEF UK έχει συνολικό κύκλο εργασιών περίπου 333 εκατομμύρια λίρες στερλίνες (478 εκατομμύρια ευρώ) (1989/1990) και τοιουτοτρόπως είναι, σύμφωνα με δήλωσή της, ο μεγαλύτερος χονδρέμπορος ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο. (11) Τον Μάιο του 1989, η CEF UK αποφάσισε να εισέλθει στην ολλανδική αγορά και να ιδρύσει, στο Ρότερνταμ, μία θυγατρική εταιρεία, την CEF. Η CEF γνωστοποίησε την πρόθεσή της να ανοίξει περίπου 60 υποκαταστήματα, γεγονός που θα την καθιστούσε έναν από τους μεγαλύτερους χονδρέμπορους ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στις Κάτω Χώρες. Μπορεί να αναφερθεί ότι, μέχρι το 1997, η CEF είχε οκτώ υποκαταστήματα στις Κάτω Χώρες. Δ. Η ΑΓΟΡΑ 1. Η αγορά του σχετικού προϊόντος (12) Η καταγγελία αφορά τον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων. Ο εν λόγω τομέας καλύπτει μια ομάδα προϊόντων που χρησιμοποιούνται ιδίως στη βιομηχανία, σε οργανισμούς κοινής ωφέλειας και στην κατασκευή κατοικιών και υποδιαιρούνται σε διάφορες ομάδες προϊόντων, όπως εξαρτήματα (π.χ. καλώδια και σύρματα, σωλήνες PVC, συστήματα στήριξης καλωδίων), τεχνικό υλικό (π.χ. διακόπτες, ηλεκτρονόμοι, ηλεκτρομαγνητικοί διακόπτες και διακόπτες προστασίας κυκλώματος), φωτισμός (π.χ. πηγές φωτισμού, κονσόλες και φωτισμός κινδύνου) και άλλος εξοπλισμός (π.χ. συστήματα ασφάλειας και τηλεφωνία)(10). Οι χονδρέμποροι, όμως, δεν τηρούν μία ομοιόμορφη κατάταξη των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, πράγμα που σημαίνει στην πράξη ότι χρησιμοποιούνται και άλλες κατατάξεις(11). (13) Εκ πρώτης όψεως, στην παρούσα υπόθεση είναι πιθανοί διάφοροι ορισμοί της αγοράς. Η εφαρμογή ενός ορισμού της αγοράς υπό τη στενή έννοια σημαίνει ότι μεγάλος αριθμός αγορών προϊόντων μπορούν να διαφοροποιηθούν, εκάστη των οποίων περιλαμβάνει συγκεκριμένο ηλεκτρολογικό εξάρτημα. Θεωρούμενο υπό το πρίσμα του καταναλωτή, έκαστο αυτών των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων ανταποκρίνεται σε μία ειδική λειτουργία, ικανοποιεί μία ειδική ζήτηση και δεν είναι ανταλλάξιμο, ή, είναι σε πολύ μικρό βαθμό, με άλλα ηλεκτρολογικά εξαρτήματα. (14) Εάν, όμως, υποτεθεί ένας ορισμός της αγοράς υπό ευρύτερη έννοια, είναι δυνατή η διάκριση περιορισμένου αριθμού αγορών προϊόντων, εκάστη των οποίων περιλαμβάνει μία διαφοροποιημένη ομάδα ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, όπως εξαρτήματα, τεχνικό εξοπλισμό και φωτισμό (βλέπε αιτιολογική σκέψη 12). Θεωρούμενα υπό το πρίσμα του καταναλωτή, τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πλαίσιο μιας τέτοιας αγοράς προϊόντων δεν είναι υποκαταστήσιμα ή είναι σε πολύ μικρό βαθμό. Μολονότι, θεωρούμενα από την πλευρά της διάθεσης, υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασης. Πολλοί κατασκευαστές είναι σε θέση να κατασκευάσουν, ή κατασκευάζουν ήδη, το σύνολο ή μεγάλο μέρος των προϊόντων που ανήκουν σε συγκεκριμένη ομάδα προϊόντων. Επί παραδείγματι, όσον αφορά την ομάδα προϊόντων φωτισμού, αυτό συμβαίνει με την Philips. (15) Η ευρύτερη αγορά που μπορεί να διακριθεί αφορά την αγορά σε επίπεδο χονδρικής πώλησης. Στην αγορά αυτή υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ μεμονομένων χονδρεμπόρων οι οποίοι πωλούν μεγάλο φάσμα προϊόντων που εμπίπτουν στην κατηγορία των "ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων". Παρά το ότι τα προϊόντα αυτά από την σκοπιά τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς δεν είναι κατ' ανάγκη υποκαταστήσιμα, βάσιμοι λόγοι οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα αυτά αποτελούν μέρος ενιαίας αγοράς. Για να οδηγηθεί κανείς σ' αυτό το συμπέρασμα πρέπει να εξεταστεί η ειδική λειτουργία που εκπληρώνει το χονδρεμπόριο για μεγάλο αριθμό πελατών του, όπως οι εφαρμοστές και το λιανεμπόριο στον ηλεκτρολογικό τομέα. Αυτή η λειτουργία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποθεματοποίηση ενός ευρέος φάσματος ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων. Για την εκτέλεση ενός έργου, οι εφαρμοστές, επί παραδείγματι, χρειάζονται συχνά μεγάλη ποσότητα διαφόρων προϊόντων και, για ποικίλους λόγους, προτιμούν αυτά τα προϊόντα να προέρχονται από έναν χονδρέμπορο παρά από έναν προμηθευτή που επικεντρώνεται σε ένα προϊόν ή μία ομάδα προϊόντων. Αυτό απλουστεύει την προμηθευτική πολιτική τους και ενδείκνυται περισσότερο από άποψη διοικητικής μέριμνας και χρηματοοικονομική άποψη. Από αυτή την άποψη, ανταγωνισμός παρατηρείται ιδίως μεταξύ μεμονωμένων χονδρεμπόρων(12). Αναμφιβόλως, και οι χονδρέμποροι υφίστανται ανταγωνισμό από άμεσους προμηθευτές, αλλά σε πιο περιορισμένη κλίμακα(13). (16) Δεδομένης επίσης της πάγιας πρακτικής της Επιτροπής, ο τελευταίος ορισμός της αγοράς του σχετικού προϊόντος φαίνεται ο πλέον πρόδηλος(14). Ωστόσο, ανεξαρτήτως του επιλεγέντος ορισμού της αγοράς, ασκεί περιορισμένη επίδραση στην παρούσα υπόθεση εφόσον τα μέλη της FEG, όπως φαίνεται κατωτέρω, διαθέτουν από ισχυρή έως πολύ ισχυρή θέση σε εκάστη των διάφορων αγορών. 2. Η σχετική γεωγραφική αγορά (17) Στην παρούσα υπόθεση, η σχετική γεωγραφική αγορά είναι εθνικού ή ακόμη και περιφερειακού χαρακτήρα. Αυτό είναι συνέπεια του ειδικού χαρακτήρα της αγοράς χονδρεμπορίου. Ένα από τα χαρακτηριστικά της αγοράς χονδρεμπορίου είναι ότι οι πελάτες απαιτούν ταχεία παράδοση, συνήθως εντός 24 ωρών, από τους προμηθευτές τους. Τέτοια υπηρεσία παρέχεται, κατά κανόνα, μόνον εφόσον ο προμηθευτής στο οικείο κράτος μέλος ή στη σχετική περιφέρεια διαθέτει ίδια οργάνωση των πωλήσεων ή μπορεί να διαθέτει τα προϊόντα του μέσω του εθνικού συστήματος χονδρεμπορίου. (18) Η περιγραφή της γεωγραφικής αγοράς ως εθνικής ή περιφερειακής οφείλεται επίσης εν μέρει στο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί κανόνες εναρμόνισης (μεταξύ άλλων, η οδηγία 73/23/ΕΟΚ για τα όρια τάσεως) δεν έχουν οδηγήσει στην τυποποίηση όλων των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων. Ορισμένα προϊόντα δεν εμπίπτουν στο πεδίο της οδηγίας ή εξαιρούνται από αυτή(15). Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η τυποποίηση έχει οδηγήσει σε ομοιόμορφα προϊόντα, μπορεί να υπάρχουν διάφορες εθνικές γεωγραφικές αγορές, π.χ. διότι οι καταναλωτές επιλέγουν προϊόντα που φέρουν ένα αναγνωρισμένο εθνικό σήμα ποιότητας παρά παρεμφερή προϊόντα που φέρουν ξένο σήμα ποιότητας. 3. Δίκτυο διανομής 3.1. Κατασκευαστές/αντιπρόσωποι/εισαγωγείς (19) Σύμφωνα με τη FEG, περίπου το 30 % των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στην ολλανδική αγορά είναι ξένης προέλευσης, κυρίως από τη Γερμανία και το Βέλγιο(16). Η TU εκτιμά αυτό το ποσοστό σε 52 %(17). Τα εν λόγω εξαρτήματα διανέμονται στην ολλανδική αγορά κυρίως μέσω αντιπροσώπων, εισαγωγέων και θυγατρικών. Οι συγκεκριμένοι αντιπρόσωποι/εισαγωγείς έχουν συγχωνευτεί σε μεγάλο βαθμό στη NAVEG, μία ένωση αναγνωρισθείσα βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας και ιδρυθείσα το 1929(18). (20) Αντικείμενο της NAVEG, βάσει του καταστατικού της ένωσης, είναι η προστασία των συμφερόντων των ενδιάμεσων και των εισαγωγέων/αποκλειστικών αντιπροσώπων στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, μεταξύ άλλων πραγματοποιώντας συνεδριάσεις για τη συζήτηση κοινών συμφερόντων και αναπτύσσοντας τη συνεργασία με ενώσεις που επιδιώκουν παρεμφερείς στόχους και συμφέροντα, τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη κλίμακα. (21) Τα περίπου 30 μέλη της NAVEG αντιπροσωπεύουν 400 κατά προσέγγιση - κυρίως ξένους - κατασκευαστές ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στην ολλανδική αγορά, ως επί το πλείστον σε αποκλειστική βάση. Τα συγκεκριμένα προϊόντα είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, προϊόντα υψηλής ποιότητας από φημιζόμενους παραγωγούς(19). Το 1993, τα μέλη της NAVEG είχαν συνολικό κύκλο εργασιών περίπου 185,5 εκατομμύρια NLG (84 εκατομμύρια ευρώ)(20). (22) Εν γένει, μπορεί να υποτεθεί ότι για όλες σχεδόν τις ομάδες προϊόντων η αγορά κυριαρχείται από περιορισμένο αριθμό κατασκευαστών. Οι βασικοί προμηθευτές παρατίθενται στο παράρτημα. (23) Ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών στην ολλανδική αγορά εφοδιασμού σε ηλεκτρολογικά εξαρτήματα εκτιμάται μεταξύ 3 και 4 δισεκατομμυρίων ολλανδικών φιορινιών (1,36 και 1,82 δισεκατομμύρια ευρώ) για την περίοδο 1992-1994. Τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται από μεγάλους εργολάβους ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και προμηθευτικούς ομίλους διατίθενται συχνά απευθείας από τους κατασκευαστές ή τους αντιπροσώπους/εισαγωγείς τους χωρίς τη διαμεσολάβηση χονδρεμπόρων. Το υπόλοιπο, περίπου το ήμισυ κατά τις εκτιμήσεις της FEG, διανέμεται μέσω χονδρεμπόρων(21). Τα μέλη της NAVEG προτιμούν εν γένει να διαθέτουν τα προϊόντα τους μέσω του χονδρεμπορίου(22). Κατά τις εκτιμήσεις της FEG, το μερίδιό τους στη συνολική αγορά εφοδιασμού ανέρχεται το πολύ σε 10 %(23). Όμως, το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται σε 20 %, εάν υποτεθεί ότι η σχετική αγορά αποτελείται από την αγορά ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων σε επίπεδο χονδρεμπορίου, περίπτωση κατά την οποία μπορούν συνεπώς να μην ληφθούν υπόψη οι προμήθειες από προμηθευτές και τους αντιπροσώπους/εισαγωγείς τους. 3.2. Χονδρέμποροι (24) Όπως συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 23, ο συνολικός κύκλος εργασιών στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων την περίοδο 1992-1994 κυμαινόταν μεταξύ 1,5 και 2 δισεκατομμυρίων ολλανδικών φιορινιών (0,68 και 0,91 δισεκατομμύρια ευρώ). Το μεγαλύτερο μέρος του καλύπτεται από τα μέλη της FEG, των οποίων το συνολικό μερίδιο αγοράς ανέρχεται περίπου σε 96 %(24). Εάν συμπεριληφθούν οι άμεσες προμήθειες από προμηθευτές/κατασκευαστές, το συνολικό μερίδιο της αγοράς ανέρχεται περίπου σε 50 %. Το μερίδιο αγοράς των πέντε μεγαλύτερων μελών της FEG (TU, Bernard, Conelgro, Brinkman & Germeraad, και Wolff) ανέρχεται περίπου σε 62 %, ενώ τα δέκα πρώτα μέλη της FEG καλύπτουν σχεδόν το 80 % της αγοράς χονδρεμπορίου. Μεταξύ των μελών της FEG, η TU έχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. (25) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 15, το χονδρεμπόριο εκπληρώνει διάφορες λειτουργίες. Από τη συνολική διάθεση προϊόντων, συγκεντρώνει ένα ευρύ, αντιπροσωπευτικό φάσμα χιλιάδων προϊόντων που προέρχονται από πολλούς προμηθευτές. Όλα αυτά φυλάσσονται ως αποθέματα ή μπορούν να παραδοθούν στον πελάτη εντός 24 ωρών. Άλλες λειτουργίες που εκτελεί το χονδρεμπόριο αφορούν την παροχή τεχνικών πληροφοριών, τους τεχνικούς υπολογισμούς και τη χορήγηση χρηματοδότησης(25). (26) Κατά τη σύνθεση του φάσματος των προϊόντων του, ο χονδρέμπορος δεν προσπαθεί, εν γένει, μόνο να προσφέρει μία κατά το δυνατόν ευρεία επιλογή προϊόντων. Δίνει επίσης προσοχή στην κατάλληλη σύνθεση. Σε κάθε περίπτωση, το φάσμα πρέπει να περιλαμβάνει διακόπτες και ρευματοδότες - προϊόντα βασικά για κάθε ηλεκτρική εγκατάσταση. Παρομοίως, σημαντικά προϊόντα είναι τα καλώδια ηλεκτροδότησης, οι σωλήνες PVC, συστήματα ζεύξης, διακόπτες φωτισμού και διακόπτες προστασίας κυκλώματος. Τα προϊόντα αυτά αποτελούν μέρος σχεδόν κάθε ηλεκτρικής εγκατάστασης(26). Το μέσο φάσμα προϊόντων ενός χονδρέμπορου ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων συγκροτείται ως εξής: φωτισμός 22 %, καλώδια 18 %, εξαρτήματα και διακόπτες 9 %, πίνακες διανομής 7 %, βιομηχανικοί διακόπτες 9 %, συστήματα ζεύξης και στήριξης 5 %, άλλος εξοπλισμός 19 % και διάφορα άλλα 11 %(27). (27) Όσον αφορά τη διανομή μέσω του χονδρεμπορίου, οι περισσότεροι κατασκευαστές απαιτούν να μην εφαρμόζονται ειδικές πολιτικές επιλεκτικής ή αποκλειστικής διανομής(28). Όμως, ορισμένοι κατασκευαστές φαίνεται να χρησιμοποιούν ένα δίκτυο "προτιμώμενων διανομέων". Ενδεικτικά αναφέρουμε: - Draka Kabel, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής καλωδίων και συρμάτων στις Κάτω Χώρες έχει συνάψει ειδικές συμφωνίες εκπτώσεων και αντισταθμισμάτων με ορισμένους χονδρέμπορους, γνωστούς ως "εταίρους Draka". Οι εν λόγω χονδρέμποροι είναι όλοι μέλη της FEG(29). - Van Geel Systems, ο σημαντικότερος κατασκευαστής, μεταξύ άλλων, συστημάτων στήριξης καλωδίων στις Κάτω Χώρες, διανέμει τα προϊόντα του "σε αποκλειστική βάση" μέσω δώδεκα επιλεγμένων "χονδρεμπόρων Van Geel", όλοι τους μέλη της FEG, με τους οποίους έχει συνάψει συμφωνία πελατειακής σχέσης κατά την οποία ο Van Geel αναλαμβάνει να διαθέτει τα προϊόντα του αποκλειστικά μέσω των χονδρεμπόρων Van Geel άρθρο 1α). Κάθε επέκταση του δικτύου διανομής πραγματοποιείται μόνο κατόπιν συζήτησης του θέματος (άρθρο 4)(30). - Gira, γερμανός προμηθευτής ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, που διανέμει τα προϊόντα του στην ολλανδική αγορά αποκλειστικά μέσω του μεγαλύτερου μέλους της FEG, της TU. Η Gira δεν διαθέτει τα προϊόντα της απευθείας σε εργολάβους ηλεκτρικών εγκαταστάσεων. - Merlin Gerin, κατασκευάζει διακόπτες καθώς και άλλα προϊόντα, πραγματοποιεί τη διανομή μέσω των "επίσημων διανομέων Merlin Gerin", που είναι όλοι τους μέλη της FEG πλην ενός (που δεν είναι χονδρέμπορος). Η Merlin Gerin και ο βασικός διανομέας της, η TU, έχουν συνάψει συμφωνία βάσει της οποίας το δίκτυο χονδρεμπορίου και ο αριθμός των απευθείας πελατών μπορούν να επεκταθούν μόνον κατόπιν συμφωνίας της TU(31). - Peha, γερμανός κατασκευαστής διακοπτών, που διανέμει τα προϊόντα του στις Κάτω Χώρες (με τον αντιπρόσωπό του Hofte) μέσω 30 χονδρεμπόρων συνδεδεμένων με τη FEG(32). 3.3. Εργολάβοι ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων (28) Οι αγορές χονδρεμπορίου είναι διαφόρων ειδών. Αποτελούνται κυρίως από εργολάβους ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και, σε μικρότερο βαθμό, από το λιανεμπόριο, τα καταστήματα DIY, τους εμπόρους δομικού υλικού, καταστήματα που πωλούν τοις μετρητοίς (cash & carry), βιομηχανικές εταιρείες που κάνουν τη δική τους εγκατάσταση, (ημι)κρατικούς οργανισμούς και νοσοκομεία. Τα μέλη της FEG καλύπτονταν από έναν ειδικό κανόνα από την έννοια ότι, μέχρι τον Νοέμβριο του 1993, δεν μπορούσαν κατ' αρχήν να εφοδιάζουν τελικούς χρήστες και αγοραστικές ομάδες. Ως αποτέλεσμα της "δεσμευτικής απόφασης της FEG για τις προμήθειες σε άτομα και αγοραστικές ομάδες", που ήρθη την προαναφερθείσα ημερομηνία, οι απευθείας πωλήσεις και προμήθειες από χονδρεμπόρους σε άτομα και αγοραστικές ομάδες θεωρούνται ως ακατάλληλη άσκηση των καθηκόντων του χονδρεμπορίου: αντιβαίνουν με την επιδίωξη των καλών σχέσεων αγοράς και συνεπώς απαγορεύονται. Σύμφωνα με την εξήγηση που δόθηκε, σκοπός της συμφωνίας ήταν να εξασφαλίσει ότι τα μέλη της FEG είχαν λογικά μεικτά περιθώρια κέρδους(33). (29) Υπάρχουν περίπου 3800 εργολάβοι ηλεκτρικών εγκαταστάσεων που ασκούν τη δραστηριότητά τους στην ολλανδική αγορά ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων. Οι περισσότεροι από αυτούς, περίπου 3500, είναι μέλη της UNETO - ένωση συσταθείσα το 1964 βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας με αντικείμενο την προώθηση των συμφερόντων των εργολάβων ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων και λιανοπωλητών που πωλούν ηλεκτρολογικά καταναλωτικά προϊόντα. Συνολικά, το 75 % των εργολάβων ηλεκτρικών εγκαταστάσεων είναι μικρές εταιρείες, το 20 % εταιρείες μεσαίου μεγέθους και το 5 % μεγάλες εταιρείες(34). (30) Οι βασικές αγορές πωλήσεων για εφαρμοστές είναι η βιομηχανία (περίπου 55 %), οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας (περίπου 33 %) και οι κατασκευές κατοικιών (περίπου 12 %). Το 1991 ο συνολικός κύκλος εργασιών στην ολλανδική αγορά εξαρτημάτων ανήλθε περίπου σε 8 δισεκατομμύρια ολλανδικά φιορίνια (3,6 δισεκατομμύρια ευρώ)(35). Ε. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (31) Στις 16 Σεπτεμβρίου 1991, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού γωνστοποίησε εγγράφως στη FEG τις αιτιάσεις για την πίεση που ασκείται σε προμηθευτές να μην εφοδιάζουν τη CEF, τις εναρμονισμένες πρακτικές όσον αφορά τιμές και εκπτώσεις και το κριτήριο του κύκλου εργασιών που ισχύει για την προσχώρηση στη FEG(36). Την περίοδο 1991-1996, διάφορες αιτήσεις πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού αριθ. 17 εστάλησαν στις FEG, NAVEG, UNETO, σε ορισμένα μέλη τους και διάφορους κατασκευαστές. Στις 8 και 9 Δεκεμβρίου 1994 διενεργήθηκαν επιθεωρήσεις σε διάφορες εταιρείες (ενώσεις εταιρειών) για εικαζόμενη συμμετοχή στις συμφωνίες(37). Στις 3 Ιουλίου 1996 η Επιτροπή εξέδωσε αιτιάσεις που αφορούσαν τη FEG και επτά μέλη της, συγκεκριμένα τις εταιρείες Bernard, Brinkman & Germeraad, Conelgro, Schiefelbusch, TU και Wolff. Επακολούθησε, στις 19 Νοεμβρίου 1997, ακρόαση. Από τον έλεγχο σχετικά με τις γραπτές απαντήσεις στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και τις προφορικές εξηγήσεις που δόθηκαν στη διάρκεια της ακρόασης καθίσταται σαφές ότι, όσον αφορά τα έξι από τα επτά μέλη της FEG που έλαβαν κοινοποιήσεις αιτιάσεων, η ατομική συμμετοχή δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας, ή ότι η ατομική συμμετοχή τους, όπου μπορούσε να διαπιστωθεί, ήταν περιορισμένου χαρακτήρα. Γι' αυτούς τους λόγους, αποφασίστηκε η συνέχιση της διαδικασίας μόνο κατά της FEG και της TU. (32) Όσον αφορά τη διαδικασία που ξεκίνησε για την παρούσα υπόθεση, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τον έλεγχο, η CEF απέστειλε στην Επιτροπή μαγνητοταινίες και μεταγραφές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που είχε με ορισμένες εταιρείες. Οι εν λόγω μαγνητοταινίες και μεταγραφές έγιναν κρυφά και χωρίς τη συγκατάθεση των συγκεκριμένων εταιρειών. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι έπρεπε να επιστρέψει άμεσα στη CEF τις μαγνητοταινίες και μεταγραφές. Αυτό έγινε, όμως, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Η Επιτροπή επιθυμεί να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι οι μαγνητοταινίες και μεταγραφές δεν διαδραμάτισαν κανένα ρόλο στη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση και ουδόλως επηρέασαν το περιεχόμενο της απόφασης. ΣΤ. ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ FEG ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ (33) Αφότου η CEF εισήλθε το 1989 στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου, αντιμετώπισε δυσχέρειες όσον αφορά την προμήθεια ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων για την ολλανδική αγορά. Σύμφωνα με τη CEF, αυτό οφείλετο στο γεγονός ότι δεν ήταν μέλος της FEG. ΕΙδικότερα, οι προμηθευτές ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων που ανήκουν στην NAVEG (αντιπρόσωποι/εισαγωγείς, σε μεγάλο βαθμό, ξένων κατασκευαστών), από κοινού με ορισμένους προμηθευτές που δεν είναι μέλη της NAVEG (κυρίως ολλανδοί κατασκευαστές), φαίνεται να εφοδιάζουν μόνο χονδρέμπορους που είναι μέλη της FEG. (34) Για χονδρέμπορους που δεν είναι μέλη της FEG, η προμήθεια ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων απευθείας από το εξωτερικό δεν είναι απλή εναλλακτική λύση, εν μέρει για λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 18. Επιπλέον, σύμφωνα με τη CEF, πολλοί ξένοι προμηθευτές διστάζουν να διακυβεύσουν τις καλές σχέσεις τους με τη FEG στις Κάτω Χώρες διαθέτοντας προϊόντα εξωτερικού τα οποία προορίζονται για την ολλανδική αγορά. Τελικώς, το κόστος μεταφοράς μπορεί να καθιστά μη ελκυστική την απευθείας αγορά προϊόντων από το εξωτερικό. (35) Εν πάση περιπτώσει, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 1993 ήταν περιορισμένη η δυνατότητα για τα μέλη της CEF και άλλους που δεν είναι μέλη της FEG να εφοδιάζονται με προϊόντα εμμέσως στις Κάτω Χώρες μέσω άλλων χονδρεμπόρων. Οι λόγοι γι' αυτό πρέπει να αναζητηθούν σε σύσταση της FEG προς τα μέλη της-που αποτελούν το κύριο μέρος της αγοράς χονδρεμπορίου- να ερμηνεύουν την απαγόρευση εφοδιασμού σε άτομα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 28) ως συμπεριλαμβάνουσα, σε όλες τις περιπτώσεις, "συναδέλφους που δεν είναι μέλη της FEG"(38). Προδήλως, δεν υπάρχουν αιτιάσεις σε μέλη της FEG που εφοδιάζουν άλλα μέλη της FEG. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στις περιπτώσεις όπου μέλη της FEG, αντίθετα προς τη σύσταση που εξέδωσε η FEG, προβαίνουν σε διάθεση, οι όροι είναι συνήθως λιγότερο ελκυστικοί εφόσον απαιτείται ένας επιπλέον σύνδεσμος στην αλυσίδα. (36) Η κατάσταση αυτή εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η CEF υπέβαλε, το 1990, αίτηση για να γίνει μέλος της FEG. Η αίτησή της, όμως, δεν έγινε δεκτή διότι δεν πληρούσε ένα από τα κριτήρια, συγκεκριμένα ετήσιο κύκλο εργασιών στην ολλανδική αγορά ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων της τάξης των 5 εκατομμυρίων ολλανδικών φιορινών (2,26 εκατομμύρια ευρώ) κατά την τριετία που προηγείτο της αίτησής της(39). Ο κύκλος εργασιών ύψους 478 εκατομμυρίων ευρώ της CEF UK δεν ελήφθη υπόψη. (37) Τα μέρη επισημαίνουν ότι κάθε εταιρεία που εισέρχεται σε μία νέα (γεωγραφική) αγορά αντιμετωπίζει δυσχέρειες στα αρχικά στάδια και ότι ορισμένοι προμηθευτές ενδεχομένως είναι διστακτικοί ή απρόθυμοι να συνάψουν σχέσεις με έναν νεοεισερχόμενο στην αγορά. Αυτό δεν είναι αβάσιμο. Εν προκειμένω, όμως, το ζήτημα είναι ότι η FEG δημιουργεί επιπλέον εμπόδια που δυσχεραίνουν περαιτέρω την πρόσβαση στην ολλανδική αγορά χονδρικού εμπορίου. Το ότι, στο μεταξύ, η FEG άνοιξε οκτώ υποκαταστήματα στην ολλανδική αγορά δεν αλλάζει το γεγονός ότι με τις ενέργειες της FEG η διείσδυση νεοεισερχομένων στην αγορά, όπως η CEF, επιβραδύνεται και αποθαρρύνεται. Αυτό ασφαλώς αντικατοπτρίζεται άμεσα στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των οικείων εταιρειών. Εν προκειμένω η CEF επεσήμανε κατά την ακρόαση ότι, μετά την είσοδό της στην ολλανδική αγορά, τα αποτελέσματα της εταιρείας ήσαν, για το 1989 και εξής, απογοητευτικά(40). (38) Μόνο κατόπιν των επιθεωρήσεων που διενήργησε η Επιτροπή, στα τέλη του 1994, η κατάσταση στην ολλανδική αγορά ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, σύμφωνα με τη CEF, ομαλοποιείται κάπως και οι προμηθευτές δείχνουν να επιθυμούν, σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό, να εφοδιάζουν εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG(41). Οι επιπτώσεις αυτού στην τάση του κύκλου εργασιών της CEF είναι αισθητές. 1. FEG-NAVEG 1.1. Ιστορικό (39) Διάφορα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή δείχνουν ότι οι αρνήσεις εφοδιασμού εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG δεν είναι μονομερούς χαρακτήρα αλλά είναι αποτέλεσμα συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας, βασισμένης σε συμφωνία κυρίων μεταξύ της FEG και της NAVEG και σε εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ μεμονωμένων προμηθευτών και της FEG, αφενός, και των μελών της, αφετέρου. Ένα από τα χαρακτηριστικά της εν λόγω συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας είναι ότι τα συμμετέχοντα μέλη της NAVEG και οι προμηθευτές είναι αποκλειστικά εξουσιοδοτημένοι να εφοδιάζουν χονδρέμπορους που είναι μέλη της FEG. (40) Ο λόγος για τον οποίο η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας βασίζεται σε συμφωνία κυρίων και όχι σε επίσημη γραπτή συμφωνία είναι ιστορικός και βασίζεται στη νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Η FEG και η NAVEG διατηρούσαν παλαιόθεν στενούς δεσμούς. Την περίοδο 1928-1959, αμφότερες οι ενώσεις αποτελούσαν μέρη μιας συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας. Εκτός από τις εν λόγω ενώσεις, μέρος της συμφωνίας αποτελούσε και μία δεύτερη ολλανδική ένωση χονδρεμπορίου, η BOGETA. (41) Η συμφωνία ήταν γνωστή ως "Agenten-Grossiers-Contract" (AGC). Περιλάμβανε δύο ρήτρες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον παρόντα έλεγχο. Το άρθρο 1 της AGC προέβλεπε αμοιβαία συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας. Βάσει αυτού, τα μέλη της NAVEG είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα να εφοδιάζουν χονδρέμπορους που ήσαν μέλη της FEG ή της BOGETA. Τα μέλη της FEG και της BOGETA ήσαν, με τη σειρά τους, υποχρεωμένα να προμηθεύονται τα προϊόντα που αναφέρονταν στη συμφωνία αποκλειστικά από μέλη της NAVEG(42). Το άρθρο 2 επέκτεινε το αποτέλεσμα της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας. Βάσει αυτού του άρθρου, τα τρία προαναφερόμενα μέρη ανελάμβαναν να καταβάλουν προσπάθειες και να επεκτείνουν τη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας που προβλέπετο στο άρθρο 1 σε κατασκευαστές και αντιπροσώπους που δεν ήσαν μέλη της NAVEG(43). (42) Ούτε η FEG ούτε τα μέλη της αρνούνται ότι κατά το παρελθόν υπήρξε μία συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας βασισμένη σε επίσημη συμφωνία(44). Στο στρατηγικό σχέδιο της FEG για το 1993 υπάρχει σιωπηρή αναφορά στην εν λόγω συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας: "το σύνθημα ήταν ότι μόνο τα μέλη της FEG πρέπει να εφοδιάζονται"(45). Δεδομένου ότι η συμφωνία περιόριζε τον ανταγωνισμό, ο τότε ολλανδός υπουργός Οικονομικών δήλωσε, στις 11 Δεκεμβρίου 1957, ότι η AGC έπρεπε να είναι μη δεσμευτική διότι έθιγε το δημόσιο συμφέρον. (43) Η δήλωση, όμως, δεν επέφερε την καταγγελία, στην πράξη, της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας. Πολύ σύντομα μετά τη δήλωση, τα διοικητικά συμβούλια των FEG, NAVEG και BOGETA συμφώνησαν να συζητήσουν τη νέα κατάσταση. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης της BOGETA της 24ης Ιανουαρίου 1958, τα μέρη δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν στην ίδια βάση. Όμως, για ευνόητους λόγους, η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας δεν βασιζόταν πλέον σε επίσημη συμφωνία αλλά, αντ' αυτής, σε συμφωνία κυρίων(46): "Συνέβη αυτό που αναμενόταν. Αφότου κατέστη σαφές στις συνομιλίες με τον υπουργό Zijlstra, ότι η AGC θα καθίστατο αργά ή γρήγορα ανίσχυρη, τα διοικητικά συμβούλια των Ned. Ver. (FEG), NAVEG και BOGETA συμφώνησαν να καθορίσουν μία ακολουθητέα πορεία δράσης σε περίπτωση που η AGC κηρύσσετο πράγματι ανίσχυρη. Στην πραγματικότητα, ελάχιστες αλλαγές θα επέλθουν, αντί της AGC θα υπάρξει μία συμφωνία κυρίων μεταξύ κατασκευαστών, αντιπροσώπων και αναγνωρισμένων χονδρεμπόρων. Η Agenten-Grossiers-Contract γίνεται μία Agenten-Grossiers-Contact. Κατά γενική ομολογία το παλαιό εμπορικό καθεστώς ήταν επαρκές και λειτουργούσε ικανοποιητικά". 1.2. FEG-NAVEG 1986-94 (44) Τα προαναφερόμενα γεγονότα εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή, την περίοδο με την οποία σχετίζεται το παρόν μέρος του ελέγχου, δηλαδή 1986-1994, δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπήρχε επίσημη γραπτή συμφωνία αλλά διαπιστώθηκαν μόνον αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης μιας συμφωνίας κυρίων. (45) Το περιεχόμενο της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας έχει υποστεί κάποιες αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Η AGC ήταν μία αμοιβαία συμφωνία. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Βάσει της παρούσας συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας, τα μέλη της FEG είναι κατ' αρχήν ελεύθερα να προμηθεύονται προϊόντα και από εταιρείες που δεν αποτελούν μέρη της συμφωνίας. (46) Καίτοι οι αποδείξεις της ύπαρξης της συμφωνίας κυρίων αποτελούνται από όλα τα έγγραφα που παρατίθενται κατωτέρω και τις σχέσεις μεταξύ τους, τα ακόλουθα έγγραφα ειδικότερα είναι ενδεικτικά: - η έκθεση της γενικής συνέλευσης των μελών της NAVEG που πραγματοποιήθηκε στις 24 Απριλίου 1989, στην οποία γίνεται μνεία σε συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της FEG (που τότε απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Brinkman & Germeraad, TU, Waagmeester, Bliek, Schiefelbusch, Schuurman και Wolff) και του διοικητικού συμβουλίου της NAVEG. Η FEG ζήτησε από τη NAVEG να συστήσει στα μέλη της να σταματήσουν τις προμήθειες σε περίπτωση αποχώρησης από τη FEG. Διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση για τα μέλη της NAVEG να εφοδιάζουν μέλη της FEG, αλλά ότι "ο εφοδιασμός βασίζεται σε συμφωνία κυρίων, εφόσον είναι αντιληπτό ότι ο εφοδιασμός εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG μπορεί να αποτελεί κώλυμα"(47), - η έκθεση της NAVEG σχετικά με τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της FEG (που τότε απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Brinkman & Germeraad, TU, Waagmeester, Bliek, Schiefelbusch, Schuurman και Wolff) και της NAVEG στις 28 Φεβρουαρίου 1989, σύμφωνα με την οποία, ως απάντηση στο ερώτημα που έθεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της FEG (ο εκπρόσωπος του μέλους της FEG Schuurman) "Πώς θα ενεργούσε η NAVEG σε περίπτωση που ένας χονδρέμπορος της FEG έπαυε να είναι μέλος της;" η NAVEG απάντησε: "Η σύσταση θα ήταν διακοπή του εφοδιασμού". Η έκθεση της FEG σχετικά με τις συνεδριάσεις αναφέρει το ίδιο(48), - η έκθεση της γενικής συνέλευσης της NAVEG της 28ης Απριλίου 1986, που αναφέρεται στη συμφωνία μεταξύ του διοικητικού συμβουλίου της FEG και του διοικητικού συμβουλίου της NAVEG της 11ης Μαρτίου 1986: "Στο πλαίσιο των συμφωνιών μεταξύ αμφοτέρων των ενώσεων, ο εφοδιασμός των εταιρειών Nedeximpo, Dego, van de Meerakker και Hagro είναι ανεπιθύμητος"(49). Καμία από τις εν λόγω εταιρείες δεν ήταν μέλος της FEG τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. (47) Η FEG και η NAVEG δεν έχουν την ίδια ισχύ. Η FEG, με μερίδιο αγοράς των μελών γύρω στο 96 % και κύκλο εργασιών στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων γύρω στα 0,8 δισκατομμύρια ευρώ, είναι στην πράξη η ισχυρότερη των δύο μερών. Τα μέλη της NAVEG, δεδομένης της προτίμησής τους να εφοδιάζονται από χονδρέμπορους, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη FEG για τον κύκλο εργασιών τους. Καίτοι πολλοί προμηθευτές που αντιπροσωπεύονται από μέλη της NAVEG κατέχουν ισχυρή θέση στην αγορά -η αγορά κυριαρχείται συνήθως από περιορισμένο αριθμό εταιρειών- η προκύπτουσα οικονομική δύναμη δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει την αντίστοιχη των μελών της FEG συλλογικά. Τα γεγονότα αυτά εξηγούν επίσης την ευχέρεια της NAVEG και των μελών της να συνεργάζονται στο πλαίσιο της συμφωνίας κυρίων και, ταυτόχρονα, την οικονομική σημασία αυτής της ενέργειας γι' αυτούς. Τα ακόλουθα συμπεράσματα το επιβεβαιώνουν: - επιστολή που απέστειλε η Hofte, μέλος της NAVEG, στις 23 Αυγούστου 1991, στην εταιρεία Paul Hochköpper & Co., κατασκευαστή διακοπτών Peha, σχετικά με την αίτηση πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή στη Hofte στις 25 Ιουλίου 1991: "[...]Η NAVEG βρίσκεται ασφαλώς σε κάπως δυσχερέστερη θέση, εφόσον, καίτοι δεν έχει ουδεμία επίσημη σχέση με τη FEG, έχει εντούτοις κάποια θεωρητική. Όμως, η θέση μας στις Βρυξέλλες είναι: 'Στα έγγραφά σας αναφέρετε ότι τα μέλη της FEG καλύπτουν το 98 % της αγοράς. Είναι συνεπώς αδύνατο για μας ως αντιπρόσωπους της NAVEG να μην λαμβάνουμε υπόψη τις επιθυμίες της FEG, εφόσον αποτελεί σχεδόν το συνολικό κύκλο εργασιών μας. Συνεπώς, εάν αντιμετωπίζετε προβλήματα εν προκειμένω, μπορείτε να αποταθείτε αποκλειστικά στη FEG.'"(50). Η TU υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να υπάρχει πλέον ουδείς δεσμός μεταξύ της FEG και της NAVEG και παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα από την επιστολή(51): "Καθόσον μπορούμε να κρίνουμε προς το παρόν, αυτό που θα συμβεί είναι ότι η UNETO θα παύσει να αποτελεί αντικείμενο εικασιών και πιθανόν να διενεργηθεί έλεγχος ως προς τις νομικές πτυχές των δεσμών μεταξύ FEG και NAVEG -ευτυχώς, δεν είχαμε στην πραγματικότητα δεσμούς τέτοιου είδους με τη FEG- τελικώς, μόνον η FEG θα βρεθεί πιθανόν σε δυσχερή θέση, αλλά αυτό όντως δεν μας αφορά". Ωστόσο, το απόσπασμα αυτό μπορεί επίσης να ερμηνευτεί από διαφορετική σκοπιά, δηλαδή ως επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η συλλογική αποκλειστική αντιπροσωπεία δεν βασίζεται πλέον σε επίσημη γραπτή συμφωνία αλλά, αντ' αυτής, σε "θεωρητική σχέση". - η έκθεση της γενικής συνέλευσης της NAVEG της 9ης Μαΐου 1988: "Εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών των αντιπροσώπων μελών δημιουργείται με μέλη της FEG, είναι πολύ μεγάλη η σημασία της ορθής συνεργασίας"(52). (48) Για να λειτουργήσει η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας, είναι σημαντικό τα μέρη να διεξάγουν κατά διαστήματα συνομιλίες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Τα έγγραφα που βρήκε η Επιτροπή στη διάρκεια του ελέγχου δείχνουν ότι όντως πραγματοποιήθηκαν οι συζητήσεις αυτές μεταξύ FEG και NAVEG. Στη διάρκεια των συζητήσεων, η FEG αποκάλυψε τα ονόματα των χονδρεμπόρων που δεν ήσαν πλέον μέλη της FEG(53). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η FEG, και ρητώς μάλιστα, παρότρυνε τη NAVEG να ενημερώσει μέλη της NAVEG σχετικά με τις αλλαγές στο αρχείο των μελών της FEG. Η ίδια η NAVEG ερευνά επίσης το κατά πόσον ορισμένοι χονδρέμποροι είναι μέλη της FEG. Η NAVEG κατέστησε διαθέσιμες αυτές τις πληροφορίες προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της συμφωνίας κυρίων. Επιπλέον, η NAVEG προέβη σε συστάσεις προς τη FEG σχετικά με την προσχώρηση νέων μελών στη FEG. Ο λόγος γι' αυτό είναι επίσης σαφής. Όσο περισσότεροι χονδρέμποροι είναι μέλη της FEG, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες πωλήσεων για τα μέλη της NAVEG στο πλαίσιο της συμφωνίας κυρίων. (49) Η TU υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να αποδίδεται σημασία στην προαναφερόμενη ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τα μέλη, εφόσον αυτές οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων ή για τη δημιουργία τομεακών συστημάτων διευθέτησης και πληροφόρησης(54). Οι πληροφορίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται γι' αυτούς τους σκοπούς, αλλά είναι περισσότερο ευλογοφανές ότι ανταλλάσσονταν με σκοπό την αποφυγή του εφοδιασμού εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG κατά τη συμφωνία κυρίων. Τα ακόλουθα παραδείγματα το επεξηγούν: - επιστολή της NAVEG, της 27ης Σεπτεμβρίου 1989, προς τη γραμματεία της FEG με την οποία ζητά πληροφορίες σχετικά με την αίτηση προσχώρησης της CEF στη FEG. Η NAVEG επισημαίνει ότι: "Διάφορα ξένα εργοστάσια, που αντιπροσωπεύονται από μέλη μας, εφοδιάζουν αυτό τον οργανισμό σε άλλες χώρες και επιθυμούν να το πράξουν και στις Κάτω Χώρες. Όμως, εφόσον η εταιρεία City δεν έχει προσχωρήσει στη FEG, το διοικητικό συμβούλιο συνιστά στα μέλη της να μην εφοδιάζουν ασφαλώς την εταιρεία". Το ακόλουθο απόσπασμα καθιστά σαφείς τους εμπορικούς κινδύνους που συνεπάγεται μία τέτοια σύσταση: "Στο παρελθόν, διάφορα μέλη ενήργησαν κατά της Nedeximpo σύμφωνα με παρεμφερή σύσταση, αλλά σήμερα που η Nedeximpo είναι μέλος της FEG διαπιστώνουν ότι δεν είναι πλέον αποδεκτοί ως προμηθευτές"(55). - σύμφωνα με την έκθεση των συζητήσεων μεταξύ της FEG και της NAVEG της 28ης Φεβρουαρίου 1989, συμφωνήθηκε να δώσει η NAVEG στη FEG τις διευθύνσεις των χονδρεμπόρων που η NAVEG θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν μέλη της FEG(56). (50) Τα μέλη της NAVEG φαίνεται να εφαρμόζουν στην πράξη τις "συστάσεις" που εξέδωσε η ένωση. Επί παραδείγματι, η Hateha, ένα μέλος της NAVEG που αντιπροσωπεύει μεγάλους κατασκευαστές όπως η Mennekes και Jung στην ολλανδική αγορά, ενημέρωσε ρητώς τη CEF ότι προμηθεύει μόνο μέσω χονδρεμπόρων που είναι μέλη της FEG και συνεπώς προμήθειες προς τη CEF δεν γίνονταν δεκτές(57). Η παρατήρηση των μερών ότι η Hateha χρησιμοποιεί το κριτήριο της ιδιότητας του μέλους της FEG για να εδραιώσει το αξιόχρεο της οικείας εταιρείας δεν είναι πειστική, ειδικότερα εφόσον υπάρχουν άλλες ορθότερες μέθοδοι για την εξακρίβωση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας μιας εταιρείας: η ιδιότητα του μέλους της FEG καθαυτή δεν παρέχει απόλυτη εγγύηση εν προκειμένω. Τελικώς, ο τότε αρμόδιος για τη διαχείριση διευθυντής της Hateha ήταν επίσης γραμματέας της NAVEG και η έδρα της NAVEG ήταν στην ίδια διεύθυνση με αυτή της Hateha. Επιπλέον, η Hateha είχε ήδη στη δεκαετία του 1980 ενημερώσει ένα άλλο μέλος της FEG, τη Frige, ότι δεν μπορούσε να την εφοδιάζει επειδή δεν ήταν μέλος της FEG(58). (51) Ένα άλλο μέλος της NAVEG, η Hemmink, που αντιπροσωεπύει μεταξύ άλλων την Wiska και την Pflitsch, αρνήθηκε επίσης -κατόπιν συζητήσεων με τη FEG, το μέλος της FEG Schiefelbusch και άλλα μέλη της NAVEG- να εφοδιάζει απευθείας μία εταιρεία που δεν είναι μέλος της FEG (Van den Meerakker). Ο αρμόδιος για τη διαχείριση διευθυντής της Hemmink ήταν εκείνη την περίοδο γραμματέας της NAVEG και η έδρα της NAVEG ήταν στην ίδια διεύθυνση με αυτή της Hemmink(59). Το επιχείρημα που προέβαλαν τα μέρη ότι πρόκειται για μία απλή μονομερή πράξη της Hemmink που δεν έχει σχέση με πιθανή συμφωνία κυρίων μεταξύ της FEG και της NAVEG δεν λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου συνέβη(60). Ο αρμόδιος για τη διαχείριση διευθυντής της Hemmink ήταν, ως γραμματέας της NAVEG, αναμφισβήτητα ενήμερος για τις συστάσεις της NAVEG προς τα μέλη της να εφοδιάζουν μόνο μέλη της FEG. Η προαναφερόμενη τακτική, δηλαδή να εξακριβώνεται κατά πόσον ένας χονδρέμπορος είναι μέλος της FEG προτού αποφασιστεί ο εφοδιασμός του, είναι σύμφωνη με αυτή την πολιτική. (52) Προδήλως, τα μέλη της NAVEG δεν υποχρεούνταν να αποκαλύψουν στον πιθανό πελάτη τους λόγους της άρνησης εφοδιασμού του. Το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερόμενη επιστολή του μέλους της NAVEG Hofte προς την εταιρεία Paul Hochkörper & Co είναι επεξηγηματικό εν προκειμένω. Όσον αφορά την καταγγελία που υπέβαλε η CEF στην Επιτροπή, η Hofte παρατηρεί ότι: "Επιπλέον, έχει ασφαλώς αποστείλει έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων, δυστυχώς, ορισμένων αντιπροσώπων της NAVEG που ενήργησαν απερίσκεπτα, τα οποία αναφέρουν ότι η εταιρεία δεν μπορεί να εφοδιάζεται επειδή δεν είναι μέλος της FEG"(61). 2. FEG - άλλοι προμηθευτές (53) Διάφορα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή δείχνουν ότι η FEG επεδίωξε να επεκτείνει τη συμφωνία κυρίων σε προμηθευτές που δεν εκπροσωπούνται στη NAVEG μέσω αντιπροσώπων ή εισαγωγέων. Αυτή η συμπεριφορά συνάδει με το άρθρο 2 της μη δεσμευτικής "AGC" του 1957 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 41). Επιπλέον, είναι δύσκολο να καταδειχτεί πόσοι από τους προμηθευτές που δεν εκπροσωπούνται στη NAVEG συμμετέχουν στη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας δεδομένης της πρωτίστως άτυπης φύσης της συνεργασίας. Από το σχέδιο επιστολής που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 62, είναι επίσης ευνότητο ότι τα μέλη της FEG είναι πεπεισμένα ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι προμηθευτές. Από τα έγγραφα που έλαβε η Επιτροπή στη διάρκεια του ελέγχου, είναι σαφές ότι οι οικείοι προμηθευτές είναι σημαντικοί για το τμήμα του προϊόντος τους (π.χ. Draka Polva, Holec, Hager, Klöckner Moeller και ΑΒΒ). Στο πλαίσιο αυτό, τα ακόλουθα παραδείγματα είναι επεξηγηματικά. (54) Στην έκθεση της εσωτερικής συνεδρίασης της TU της 12ης Σεπτεμβρίου 1990, αναφέρεται ότι η Draka Polva επιθυμούσε να διαθέτει προϊόντα στη CEF σε καθορισμένη τιμή. Η έκθεση δείχνει ότι η FEG δεν μπορούσε να συμφωνήσει με αυτό: "Η FEG αντέδρασε εν προκειμένω εφόσον η συγκεκριμένη πρόταση αντιβαίνει στη συμφωνία μεταξύ των μελών και της FEG"(62). Η TU, μέλος της FEG, είχε διαμαρτυρηθεί σχετικά με τις προμήθειες της Draka Polva στη CEF με επιστολή που απέστειλε στις 16 Ιουλίου 1990, στην οποία αναφέρει ότι "θεωρούμε την απόφασή σας ως απειλή για το χονδρεμπόριο που δημιουργεί αποθέματα και συνεπώς θεωρούμε τη συμμετοχή σας ανεπιθύμητη"(63). Η παρέμβαση της FEG και της TU ήταν εμφανώς επιτυχής διότι η έκθεση της συνεδρίασης της TU της 9ης Οκτωβρίου 1990 ανέφερε ότι: "Κατόπιν των συνομιλιών που διεξήγαγε η Draka Polva με τον κ. van der Meijden, ήραν την αναγγελθείσα πρόθεσή τους περί εφοδιασμού της CEF"(64). Επιπλέον, είναι απολύτως πρόδηλο ποια ήταν η πολιτική της TU έναντι της CEF. Περιγράφηκε εκ νέου με σαφή και απλό τρόπο στην έκθεση της εσωτερικής συνεδρίασης της TU της 13ης Δεκεμβρίου 1989: "τελικώς καταλήγουμε ότι πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να αποφευχθεί ο εφοδιασμός της CEF από κατασκευαστές της TU"(65). (55) Η πρόθεση της FEG να επεκτείνει τη συμφωνία αποκλειστικής αντιπροσωπείας σε προμηθευτές που δεν εκπροσωπούνται στη NAVEG δεν περιοριζόταν μόνο σε ηλεκτρολογικά προϊόντα αλλά περιλάμβανε επίσης καταναλωτικά ηλεκτρονικά προϊόντα(66). Το ακόλουθο παράδειγμα, με το οποίο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της FEG (εκπρόσωπος της Bliek) διατύπωσε επείγουσα έκκληση στην επιτροπή χονδρεμπόρων Philips να συμμορφούται προς τις "ισχύουσες συμφωνίες", επεξηγεί ότι: "Όπως γνωρίζετε, έγινα προσφάτως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της FEG. Κύριος σκοπός μου εν προκειμένω είναι να προωθήσω τα σημφέροντα των χονδρεμπόρων εξοπλισμού. Δεν μπορείτε σήμερα να με αφήσετε αβοήθητο. Όλοι οι χονδρέμποροι Philips πρέπει τουλάχιστον να είναι (ή να παραμείνουν) μέλη της FEG". [...] "Εάν εμείς ως χονδρέμποροι Philips είμαστε όλοι μέλη του εποπτεύοντος οργανισμού που είναι η FEG θα καλύπτουμε, από κοινού με ορισμένους χονδρέμπορους εκτός της Philips που είναι μέλη της FEG, το κύριο μέρος της αγοράς χονδρεμπορίου. Μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να λαμβάνουμε από κοινού αποφάσεις που θα δίνουν ίσως στους προμηθευτές μας αφορμή για σκέψη"(67). (56) Όχι μόνον η ίδια η FEG αλλά και τα μέλη της βολιδοσκόπησαν προμηθευτές σε σχέση με προμήθειες σε εταιρείες που δεν είναι μέλη. Ορισμένοι προμηθευτές κατέδειξαν ότι όντως βολιδοσκοπήθηκαν. Επί παραδείγματι, η εταιρεία Hager, κατασκευαστής πινάκων, αναφέρει στην απάντησή της τής 19ης Μαΐου 1993(68) σε αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής ότι: "Η Hager-Nederland, ως νέα επιχείρηση, βολιδοσκοπήθηκε επανειλημμένα κατά την τελευταία διετία με επικριτικές τάσεις όσον αφορά την πολιτική μας στον τομέα της διανομής και σχεδόν όλα τα μέλη της FEG κρατούν επικριτική στάση έναντι εταιρειών που δεν είναι μέλη". Αυτή η επικριτική στάση προέκυψε από το γεγονός ότι και η Hager εφοδιάζει εταιρείες που δεν είναι μέλη και μπορεί να θεωρηθεί ως απόπειρα από μέλη της FEG να επεκτείνουν την ισχύουσα συμφωνία αποκλειστικής αντιπροσωπείας σε νέους συμμετέχοντες. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απάντηση της Hager φαίνεται να το επιβεβαιώνει: "Δεδομένου ότι, όταν συστάθηκε η Hager, η CEF ήταν ένα 'καυτό θέμα' στην αγορά, σχεδόν όλα της μέλη της FEG αναμένουν από τη Hager να λάβει επικριτική στάση όσον αφορά τις προμήθειες προς την CEF". Τα μέρη επισημαίνουν ότι κανένα μέλος της FEG ουδέποτε απείλησε τη Hager με αντίποινα. Όμως, αυτό δεν αποσπάται από το γεγονός ότι ασκήθηκε πίεση στη Hager να απέχει από τον εφοδιασμό της CEF και συνεπώς να συμμετέχει στη συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας(69). (57) Από όλα τα μέλη της FEG, η TU ανέπτυξε τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στην προσέγγιση μεμονωμένων προμηθευτών. Εκτός από το περιστατικό που σχετίζεται με τη Draka Polva και περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 54, υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα. Επί παραδείγματι, η TU και η Holec, οι βασικοί κατασκευαστές πινάκων διανομής στις Κάτω Χώρες, διεξήγαγαν συνομιλίες στις 2 Ιουλίου 1991 κατά τις οποίες αμφότερα τα μέρη συμφώνησαν, εκ πρώτης όψεως, στο βαθμό που διαφαίνεται από την έκθεση αυτών των συνομιλιών, ότι μόνον οι χονδρέμποροι FEG είναι επιλέξιμοι για προμήθειες(70). Η TU απαιτεί αυτή η παρατήρηση να ισχύει αποκλειστικά για τη Holec(71). Όμως, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει, δεδομένου ότι η έκθεση υποδηλώνει ότι η απόφαση περί μη εφοδιασμού εταιρειών που δεν είναι μέλη είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων μεταξύ της Holec και της TU. Επιπλέον, είναι ασαφές το τι συμφέρον θα είχε η Holec για να λάβει μία τέοια απόφαση μονομερώς. (58) Η ΑΒΒ, κατασκευαστής τεχνικού εξοπλισμού, πιέστηκε επίσης από την TU να διακόψει τον εφοδιασμό της CEF. Μία έκθεση της TU υποδηλώνει ότι η ΑΒΒ υπερασπίστηκε τις θέσεις της κατά της TU αναφέροντας ότι είχε διαθέσει "μόνο μία παρτίδα -γνωστή ως συναλλαγή άνευ αξίας- στη CEF". Ως ελαφρυντικό, η ΑΒΒ επεσήμανε επίσης τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε λαμβανομένης υπόψη της σχέσης της με τη μητρική εταιρεία της CEF στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τελικώς, επικράτησε η οικονομική σημασία των καλών σχέσεων με την TU, όπως αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα στην έκθεση της TU: "Εάν η ΑΒΒ προσεγγιστεί εκ νέου, η CEF θα εφοδιάζεται σε τιμές εργολάβου ηλεκτρικών εγκαταστάσεων"(72). (59) Αυτό δείχνει προπάντων ότι η ΑΒΒ εκτίμησε ότι η πλήρης διακοπή του εφοδιασμού της CEF, όπως ζήτησε η TU, είναι ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη. Συνεπώς, αναζητήθηκε λύση με την οποία η ΑΒΒ συνέχισε να δείχνει προθυμία εφοδιασμού της CEF, αλλά τα προσφερόμενα προϊόντα ("μια άνευ αξίας συναλλαγή") ή οι όροι υπό τους οποίους διατίθεντο ήσαν τέτοιοι που καθιστούσαν τη συναλλαγή εξαιρετικά μη ελκυστική για τη CEF. Το επιχείρημα που προέβαλαν τα μέρη ότι η προσέγγιση της TU για την ΑΒΒ ήταν το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι έπρεπε να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια απ' ό,τι για τη CEF για την επίτευξη ορισμένων εκπτώσεων από την ΑΒΒ δεν είναι πειστικό δεδομένου ότι δεν έχουν καταδειχτεί διαφορές στις καταβληθείσες προσπάθειες και ότι το αίτημα της TU σχετικά με διακοπή του συνολικού εφοδιασμού της CEF ήταν εν πάση περιπτώσει μία δυσανάλογη αντίδραση και θα οδηγούσε σε νέα ανισότητα(73). 2.1. Klöckner Moeller (60) Η κατάσταση όσον αφορά την Klöckner Moeller (ΚΜ), τον κυριότερο κατασκευαστή διακοπτών προστασίας κυκλώματος στις Κάτω Χώρες, αξίζει να τύχει ξεχωριστής αντιμετώπισης. Όπως προκύπτει από τα ακόλουθα, η ΚΜ πιέστηκε σημαντικά από ορισμένα μέλη της FEG. (61) Αυτό οφείλετο στο ότι μέλη του προμηθευτικού ομίλου CEGRO (που απαρτίζεται από έξι μέλη FEG - Brinkman & Germeraad, Conelgro, Elgro, Oscar Keip, Rolff και Schiefelbusch) ανακάλυψαν ότι η CEF είχε προϊόντα ΚΜ στο πακέτο της. Σε επιστολή της 11ης Ιουνίου 1990, ζητήθηκε από την ΚΜ να παράσχει εξηγήσεις. Η ΚΜ απάντησε με επιστολή της 16ης Ιουλίου 1990 ότι δεν εφοδίασε το υποκατάστημα της CEF στις Κάτω Χώρες και ότι η CEF Κάτω Χωρών μπορούσε να έχει προμηθευτεί προϊόντα ΚΜ μέσω των υποκαταστημάτων της CEF στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία ή τη Γαλλία, που είναι σημαντικοί πελάτες της ΚΜ(74). Προφανώς αυτό δεν καθησύχασε τη CEGRO, εφόσον σε επιστολή της 23ης Μαΐου 1991 προς το μέλος της FEG Bernard συνιστά ότι πρέπει "να σταλεί εκ νέου κοινή επιστολή προς τη διαχείριση της ΚΜ"(75). Επισυνάφθηκε σχετικό σχέδιο, που εκπονήθηκε από την TU και εστάλη σε άλλα μέλη της FEG προς ενημέρωση(76). (62) Η εν λόγω επιστολή φέρει δύο ζητήματα στο προσκήνιο: το γεγονός ότι η ΚΜ ήταν ένας από τους πρώτους μεγάλους προμηθευτές που εφοδίασαν εταιρεία που δεν είναι μέλος -το οποίο δείχνει ότι οι περισσότεροι μεγάλοι προμηθευτές αρνήθηκαν προφανώς να εφοδιάσουν εταιρείες που δεν είναι μέλη κατά τη συμφωνία κυρίων- και το γεγονός ότι οι προμήθειες σε τιμή κατώτερη αυτής της CEF μπορούσε να συμπιέσει τα κέρδη των μελών της FEG, πράγμα που θεωρείται απειλή για τα κοινά συμφέροντά τους. Το τελευταίο ζήτημα συνδέεται άμεσα με τις συμφωνίες για τιμές της FEG που εξετάζονται κατωτέρω (αιτιολογικές σκέψεις 71-87), που αποσκοπούν να δημιουργήσουν ένα σταθερό επίπεδο τιμών με "λογικό" περιθώριο για τα μέλη της FEG. Τα δύο αυτά ζητήματα επεξηγούνται στα ακόλουθα αποσπάσματα της επιστολής: "Με ενδιαφέρον θα μελετήσουμε την απόφασή σας περί δημιουργίας επιχειρηματικών σχέσεων με την εταιρεία CEF στις Κάτω Χώρες. Το ενδιαφέρον μας απορρέει, αφενός, από το γεγονός ότι είστε ένας από τους πρώτους μεγάλους προμηθευτές στον ηλεκτρολογικό τομέα που εφοδιάζει εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG. [...] Καθόσον γνωρίζουμε, η CEF εφαρμόζει τον ίδιο τύπο εμπορίας στις Κάτω Χώρες, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία. Το κύριο στοιχείο αυτού του τύπου είναι να προσφέρει ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές ή/και όρους. [...] Δημιουργώντας σήμερα μία άμεση σχέση με τη CEF, τα προϊόντα σας εμπίπτουν στον εφαρμοζόμενο τύπο εκπτώσεων. Η αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι ότι οι τιμές και, συνεπώς, τα περιθώρια θα συμπιέζονται συνεχώς". (63) Η επιστολή καταλήγει με μία απόπειρα για τερματισμό όλων των προμηθειών προς τη CEF. Προκειμένου να ισχυροποιηθεί αυτό το επιχείρημα, επισείεται η απειλή αντιποίνων: "[...] Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι θεωρούμε οιαδήποτε επιχειρηματική σχέση από μέρους σας με τη CEF ως απειλή για τον υπάρχοντα όμιλο χονδρεμπόρων Klöckner Moeller και το χονδρεμπόριο της FEG εν γένει. Συνεπώς, σας συνιστούμε έντονα να επανεξετάσετε την απόφασή σας, πράγμα που σημαίνει τον μη εφοδιασμό της CEF από την αποθήκη σας ή την εκτέλεση παραγγελιών για λογαριασμό τους. Εάν θεωρείτε ότι πρέπει να συνεχίσετε οιαδήποτε σχέση, ανεξαρτήτως των όρων, οι μεμονωμένοι χονδρέμποροι Klockner Moeller θα εξετάσουν τη θέση του πακέτου ΚΜ στο πλαίσιο των διάφορων φασμάτων. Τότε θα πρέπει να εξεταστεί σε ποιο βαθμό το φάσμα σας πρέπει να συνεχίσει να τυγχάνει ενεργούς εμπορικής εξέτασης"(77). (64) Τα μέρη ερμήνευσαν με διαφορετικό τρόπο αυτό το σχέδιο επιστολής. Κατά τη γνώμη τους, επρόκειτο για μία αντίδραση των χονδρεμπόρων ΚΜ στο γεγονός ότι η CEF πέτυχε κάποια έκπτωση από την ΚΜ την οποία δεν δικαιούτο σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί εκπτώσεων της ΚΜ(78). Αυτό, όπως υποστηρίζεται, θεωρήθηκε από άλλους χονδρέμπορους ΚΜ ως διάκριση και ήταν η εξήγηση για την επιστολή. Το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι επίσης απαράδεκτο, δεδομένου ότι αυτό το ζήτημα ουδόλως εθίγετο στην επιστολή. Εάν αυτό αποτέλεσε τον πραγματικό λόγο για την επιστολή, περισσότερα θα είχαν επιτευχθεί εάν ζητείτο από την ΚΜ να εφαρμόσει ορθά τον κανόνα της περί εκπτώσεων αντί να της ζητηθεί η καθ' ολοκληρία διακοπή του εφοδιασμού. Από το σχέδιο φαίνεται επίσης ότι τα μέλη της FEG ούτε κατ' ελάχιστο ενδιαφέρονταν για την ορθή εφαρμογή του κανόνα περί εκπτώσεων. Όντως η επιστολή αναφέρει ότι κάθε εφοδιασμός της CEF αποτελεί, "ανεξαρτήτως των όρων", επαρκή λόγο για τη διακοπή της αγοράς προϊόντων ΚΜ. (65) Μια κάπως τροποποιημένη μορφή της επιστολής, της 24ης Μαΐου 1991, αποκαλύπτει ότι η επιστολή έπρεπε να υπογραφεί από 26 χονδρέμπορους, όλοι μέλη της FEG(79). Προφανώς κατόπιν νομικής συμβουλής αποφασίστηκε να μην αποσταλεί η επιστολή· αντ' αυτής, αντιπροσωπεία της FEG επισκέφθηκε, στις 27 Ιουνίου 1991, την ΚΜ. Η αντιπροσωπεία αποτελείτο από τα ακόλουθα μέλη της FEG: TU, Bernard, Kasdorp και Imagro (έναν προμηθευτικό όμιλο αποτελούμενο από οκτώ μέλη της FEG, συγκεκριμένα τις εταιρείες Bolderhey, Elauma, Electro Metaal, Ehrbecker, De Koning Elektrotechniek, Polimex, Vibo Electro και Waagmeester). Το μέγεθος και η σύνθεση αυτής της αντοπροσωπείας -η TU και η Bernard είναι ασυγκρίτως τα μεγαλύτερα μέλη της FEG και, το 1991, εκπροσωπούνταν από κοινού με την Waagmeester, στο διοικητικό συμβούλιο της FEG (ο εκπρόσωπος της TU ήταν τότε πρόεδρος της FEG)(80)- και το γεγονός ότι αναφερόταν ήδη στο σχέδιο επιστολής ότι ο εφοδιασμός της CEF θεωρείτο ως απειλή από χονδρεμπόρους FEG εν γένει, επιβεβαιώνουν το συμπέρασμα ότι η επίσκεψη μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στα οικεία μέλη της FEG αλλά και στη FEG συνολικά. (66) Σύμφωνα με τη CEF, στη διάρκεια αυτής της επίσκεψης οι αντιπρόσωποι της FEG υπέβαλαν αναφορά συνοδευόμενη από την απειλή ότι, εάν η ΚΜ συνέχιζε να εφοδιάζει τη CEF, τα προϊόντα της δεν θα αγοράζονταν πλέον. Τα μέρη διέψευσαν την ύπαρξη της εν λόγω αναφοράς, αλλά όχι και την πραγματοποιηθεία επίσκεψη(81). Η επίσκεψη ήταν, εκ πρώτης όψεως, επιτυχής, εφόσον η απάντηση που έδωσε η ΚΜ στις 2 Σεπτεμβρίου 1993 σε αίτηση πληροφοριών που υποβλήθηκε στις 27 Απριλίου 1993 αναφέρει ότι όλοι οι χονδρέμποροι που εφοδιάζουν την ΚΜ είναι μέλη της FEG(82). 3. Η FEG και το μεγαλύτερο μέλος της, η TU, ως κεντρικοί φορείς (67) Η FEG διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην άρνηση εφοδιασμού εταιρειών που δεν είναι μέλη της. Συνδυάζοντας μία αυστηρή πολιτική προσχώρησης με μία συμφωνία αποκλειστικής αντιπροσωπείας που αποσκοπεί να στερήσει τις εταιρείες που δεν είναι μέλη από τις πηγές εφοδιασμού τους, η FEG υπονομεύει τη θέση εταιρειών που δεν είναι μέλη της και μπορεί να διατηρήσει και να ενισχύσει την κυρίαρχη θέση της στην αγορά χονδρεμπορίου. Βάσει της συμφωνίας αποκλειστικής αντιπροσωπείας, η FEG διατήρησε τις αναγκαίες επαφές με τη NAVEG και εξασφάλισε ότι ανταλλάγησαν μεταξύ των δύο οργανισμών οι αναγκαίες πληροφορίες για την εφαρμογή της συμφωνίας. Εν προκειμένω δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία σχετικά με το σκοπό των προσπαθειών της FEG. Περιγράφεται σαφώς στην έκθεση μιας περιφερειακής συνεδρίασης της FEG που πραγματοποιήθηκε στις 28 Αυγούστου 1995: "Πρέπει να αποφεύγεται η παροχή στήριξης σε ανταγωνιστές. Συνεπώς αποφασίστηκε ότι ουδείς συνεργάζεται γι' αυτό(83)." (68) Επίσης καταφανές είναι το γεγονός ότι τα μεμονωμένα μέλη της FEG δεν θεωρούνται μεταξύ τους ως ανταγωνιστές. Αυτή η εντύπωση επιβεβαιώνεται από το γεγονός, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 35, ότι επιτρέπονται οι προμήθειες μεταξύ των μελών της FEG ενώ αποθαρρύνονται οι προμήθειες σε χονδρέμπορους που δεν είναι μέλη(84). (69) Πλάι στη FEG, η TU, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέλος της, διαδραματίζει ρόλο στη συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας που λόγω της σημασίας της πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένα. Αυτό δεν είναι εντυπωσιακό εφόσον τα συμφέροντα της FEG και της TU είναι λίγο πολύ συναφή. Κατά την περίοδο 1989-1995, η TU εκπροσωπείτο διαρκώς στο διοικητικό συμβούλιο της FEG και όντως το 1990/91 ασκούσε την προεδρία(85). Επιπλέον, η TU είχε διαρκώς ισχυρή εκπροσώπηση στις επιτροπές προϊόντων της FEG(86). Ως αποτέλεσμα της πολυετούς συμμετοχής της στο διοικητικό συμβούλιο της FEG και σε διάφορες επιτροπές προϊόντων, η TU επηρέασε σημαντικά την πολιτική της FEG. Από την άποψη αυτή, μπορεί να αναφερθεί το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος της TU στο διοικητικό συμβούλιο της FEG συμμετείχε στις διάφορες συνομιλίες μεταξύ της FEG και της NAVEG σχετικά με τις λεπτομέρειες της συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας(87). (70) Η TU έχει επίσης ασκήσει πίεση, καθεαυτή, σε διάφορους προμηθευτές σε μία προσπάθεια να τους πείσει να μην εφοδιάζουν εταιρείες που δεν είναι μέλη(88). Μπορούσε να ενεργήσει τοιουτοτρόπως λόγω του μεγέθους του μεριδίου της στην αγορά. Άλλα γεγονότα που δείχνουν τον ενεργό ρόλο της TU είναι το σχέδιο επιστολής της στην ΚΜ και η συμμετοχή της στην αντιπροσωπεία της FEG που επισκέφθηκε την ΚΜ. Ζ. ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ FEG (71) Είναι σαφές ότι η FEG και τα μέλη της επεδίωξαν με διάφορα μέσα να επηρεάσουν την τιμολογιακή πολιτική των μελών της FEG, ειδικότερα σε δύο αποφάσεις της FEG, τις κατευθυντήριες τιμές που διένειμε η FEG και τις διαβουλεύσεις για τις τιμές και τις εκπτώσεις μεταξύ των μελών της FEG. 1. Δεσμευτικές αποφάσεις της FEG (72) Δυνάμει του άρθρου 7 του καταστατικού της ένωσης, η FEG εξέδωσε, τη δεκαετία του 1980, ορισμένες δεσμευτικές αποφάσεις σχετικά με τις τιμές που πρέπει να χρεώνουν τα μέλη. Τα νέα μέλη της FEG οφείλουν να υπογράφουν αμφότερες τις αποφάσεις κατά την προσχώρησή τους στη FEG(89). Τυχόν παραβίαση αυτών των αποφάσεων μπορεί, δυνάμει του άρθρου 5 του καταστατικού της, να οδηγήσει σε αναστολή ή άρση της ιδιότητας του μέλους. 1.1. Δεσμευτική απόφαση για σταθερές τιμές (73) Βάσει της δεσμευτικής απόφασης για σταθερές τιμές της 2ας Νοεμβρίου 1984, τα μέλη της FEG οφείλουν να διαβιβάζουν στους πελάτες τους τυχόν αυξήσεις των τιμών που εφαρμόζει ο προμηθευτής μετά την παραγγελία καθορισμένων ποσοτήτων προϊόντων. Για το σκοπό αυτό, αναπτύχθηκε ένα σύστημα το οποίο αναφέρεται στην απόφαση. Η απόφαση έχει ως εξής(90): "1. Όταν πραγματοποιηθεί μία προσαρμογή τιμών, τα παραγγελθέντα υλικά που δεν έχουν ακόμη διατεθεί, εντός τριών μηνών από την προσαρμογή των τιμών, διατίθενται στις πραγματικές τιμές της ημερομηνίας παραγγελίας. 2. Όταν λήξει η τρίμηνη περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 1, οι προσαρμογές τιμών των παραγγελθέντων υλικών που δεν έχουν ακόμη διατεθεί ανέρχονται, το επόμενο εξάμηνο του έτους, σε ένα μέγιστο καθοριστέο ποσό, εξαιρουμένων των περιόδων κρίσεων. 3. Το μέγιστο ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 2 καθορίζεται ανά εξάμηνο από τη FEG κατόπιν διαβούλευσης με την Uneto βάσει προσαρμογών των τιμών κατά την τελευταία διετία, που αφορούν αναλυτικά τις διατάξεις μεταγωγής και διανομής, το φωτισμό, την καλωδίωση, τους μικρούς διακόπτες και άλλο εξοπλισμό. 4. Κατά παρέκκλιση των άρθρων 1, 2 και 3, σταθερές τιμές αναφέρονται μόνο για τρεις μήνες για τα καλώδια και σύρματα, με τη συνήθη ρήτρα αύξησης/μείωσης. 5. Όταν ο εφαρμοστής δικαιούται βάσει εκτίμησης του κινδύνου να προβεί σε προσαρμογές των τιμών που υπερβαίνουν το μέγιστο ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 2, ο χονδρέμπορος δύναται επίσης να προβεί σε δικές του προσαρμογές τιμών μέχρι το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό για τον εφαρμοστή". (74) Η απόφαση νοείται ως ρύθμιση για την επέκταση του κινδύνου των αυξήσεων των τιμών που μπορεί να ανακύψουν στη διάρκεια μακροπρόθεσμων έργων κατασκευής μεταξύ χονδρεμπόρων και εφαρμοστών(91). (75) Η απόφαση είναι, όπως υποδηλώνει η ονομασία της, δεσμευτική και προβλέπει την επιβολή προστίμου ύψους 10000 ολλανδικών φιορινιών (4531 ευρώ) σε περίπτωση παράβασης. Μετά από εννέα έτη, στη γενική συνέλευση των μελών της 23ης Νοεμβρίου 1993 η απόφαση καταργήθηκε(92). 1.2. Δεσμευτική απόφαση για τις δημοσιεύσεις (76) Στη δεσμευτική απόφαση για τις δημοσιεύσεις της 2ας Αυγούστου 1978, η FEG απαγορεύει στα μέλη της την πώληση ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων σε ιδιαίτερα μειωμένες ή κάτω του κόστους τιμές. Η FEG επιβεβαιώνει επίσης εν γένει την απροθυμία της όσον αφορά τον ανταγωνισμό των τιμών. Η απόφαση έχει ως εξής: "Τα μέλη της FEG, εκτιμώντας ότι έχει μεγάλη σημασία το χονδρεμπόριο που διατηρεί αποθέματα ηλεκτρολογικών προϊόντων να εκπληρώνει σωστά την αποστολή του στην κοινωνία, μεταξύ άλλων μέσω της δέουσας καθοδήγησης της αγοράς· ότι ενεργώντας τοιουτοτρόπως, προάγουν τα συμφέροντα των πελατών τους, δηλώνουν ότι: - είναι ανεπιθύμητο να δημιουργείται, να ενθαρρύνεται ή να επιτρέπεται απότομη πτώση των τιμών, παρεμπόδιση της αγοράς, απώλεια κερδών και ασυγκράτητος αλληλοκτόνος ανταγωνισμός, - ιδίως, είναι ανεπιθύμητη η διανομή σε εργολάβους ηλεκτρικών εγκαταστάσεων δημοσιεύσεων που περιλαμβάνουν άρθρα από το φάσμα των εγγράφων για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις σε τιμές κάτω του κόστους ή ιδιαίτερα μειωμένες τιμές, αποφασίζουν: δυνάμει του άρθρου 16 του καταστατικού της FEG: 1. δεν επιτρέπονται τέτοιες δημοσιεύσεις· 2. το καθήκον παρακολούθησης της συμμόρφωσης με την παρούσα απόφαση ανατίθεται στη γραμματεία· 3. τυχόν πληροφορίες ή/και λεπτομερέστερες ερμηνείες που αποστέλλονται γραπτώς στα μέλη από ή εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου θεωρούνται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης" (93). (77) Η γραμματεία FEG είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την απόφαση. Οι παραβάσεις της απόφασης παρακολουθούνται επίσης στην πράξη φαινομενικά από τα ίδια τα μέλη της FEG και αναφέρονται στη γραμματεία της FEG, η οποία ζητεί εξηγήσεις από το μέλος που διέπραξε την παράβαση(94). (78) Επεξήγηση αυτού παρέχεται από την αντίδραση της Wolff της 6ης Απριλίου 1990 στην επίπληξη της FEG όσον αφορά την εφαρμογή ειδικών μειωμένων τιμών με σκοπό να "μην επαναληφθεί η δημοσίευση τέτοιων τιμών"(95). Η δεσμευτική απόφαση για τις δημοσιεύσεις ανακλήθηκε τελικώς μετά από 15 χρόνια στη γενική συνέλευση της FEG της 23ης Νοεμβρίου 1993. 2. Συζήτηση μεταξύ των μελών της FEG σχετικά με τιμές και εκπτώσεις (79) Μεταξύ των μελών της FEG διεξάγονται, σε τακτική βάση, συζητήσεις σχετικά με τις εφαρμοστέες τιμές και εκπτώσεις, συχνά σε περιφερειακές συνεδριάσεις της FEG ή στις συνεδριάσεις των επιτροπών προϊόντων της FEG. (80) Όσον αφορά τα μέλη της επιτροπής της FEG για τα καλώδια και σύρματα, θα μπορούσε να υπάρξει κάποια αμφιβολία ως προς το σκοπό της επιτροπής. Στην έκθεση της συνεδρίασής της, της 16ης Μαΐου 1990, ο πρόεδρος επισημαίνει ότι σκοπός της είναι "να καταβάλει προσπάθειες για τη διατήρηση της ηρεμίας της αγοράς και τη συγκράτηση των τιμών. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι αναγκαία η τακτική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών"(96). (81) Η συναίνεση μεταξύ των μελών της FEG δεν σχετιζόταν αποκλειστικώς με το επίπεδο των τιμών αλλά αφορούσε και τις εκπτώσεις που χορηγούσαν μέλη της FEG στους πελάτες τους. Τα μέλη ισχυρίζονται ότι η εν λόγω συναίνεση είναι στην πράξη αδύνατη. Αναφέρονται εν προκειμένω σε έκθεση της συνεδρίασης της επιτροπής της FEG για τα σύρματα και καλώδια της 6ης Δεκεμβρίου 1989, στην οποία ο πρόεδρος σχολιάζει ότι η πολυπλοκότητα της αγοράς αποτρέπει τη θέσπιση ορθών κανόνων όσον αφορά τις εκπτώσεις(97). Ωστόσο, ευθύς μετά από αυτή την παρατήρηση, η ίδια έκθεση αναφέρει ότι(98). "Κατόπιν σύντομης συζήτησης, αποφασίστηκε ότι, κατά την προσεχή συνεδρίαση, όλα τα μέλη της επιτροπής προϊόντων θα προσκομίσουν τιμοκαταλόγους που ισχύουν το μήνα που προηγείται της προσεχούς συνεδρίασης [...]. Οι αναγραφόμενες τιμές θα είναι αυτές που καταβάλλει στην πραγματικότητα ο πελάτης. Βάσει αυτών των τιμών, θα εξετάζεται κατά πόσον υπήρξε κάποια σκοπιμότητα στη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις εκπτώσεις". Αυτό έγινε προφανώς, δεδομένου ότι η έκθεση της περιφερειακής συνεδρίασης της FEG της 14ης Φεβρουαρίου 1990 αναφέρει ότι "η επιτροπή καλωδίων και συρμάτων ασχολείται με την εκπόνηση κανόνων σχετικά με τις εκπτώσεις"(99). Ο ισχυρισμός των μερών ότι δεν υπήρξε συναίνεση ή συμφωνία εκ μέρους της FEG ή των μελών της για την ανάληψη δράσης στον τομέα των εκπτώσεων δεν είναι συνεπώς πειστικός(100). (82) Στις συνεδριάσεις της FEG καταβλήθηκαν περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου η πολιτική των μελών της FEG σχετικά με τις τιμές και τις εκπτώσεις να επηρεαστεί με άλλα μέσα. Στην έκθεση της περιφερειακής συνεδρίασης της 14ης Φεβρουαρίου 1990, αναφέρεται ότι ο πρόεδρος είχε ζητήσει από τα μέλη της FEG να είναι περισσότερο συγκρατημένα όσον αφορά τη χορήγηση εκπτώσεων στους καλούς πελάτες συναδέλφων χονδρεμπόρων. Στην ίδια έκθεση αναφέρεται η συμφωνία που επιτεύχθηκε την προηγούμενη συνεδρίαση βάσει της οποίας οι χονδρέμποροι FEG αλληλοενημερώνονται σχετικά με το κατά πόσον άλλοι χονδρέμποροι έχουν χορηγήσει μεγαλύτερες από τις επιτρεπόμενες εκπτώσεις σε δεδομένη συναλλαγή(101). (83) Ακολουθεί παράδειγμα συμφωνίας σχετικά με εκπτώσεις που επιτεύχθηκε στην πραγματικότητα σε σχέση με τη FEG: Η έκθεση για τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της FEG (που απαρτίζετο τότε από εκπροσώπους των Brinkman & Germeraad, Vibo, TU, Waagmeester, Heco-Frans Hamers, Bernard, Schuurman και Alcoo) που πραγματοποιήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1993 αναφέρει: "Στις 13 Οκτωβρίου εστάλη στα μέλη επιστολή σχετικά με ομοιόμορφους όρους εφαρμοστέους σε εξαρτήματα που διαθέτουν χονδρέμποροι σε σχολές VBO. Τέθηκε το ερώτημα στα μέλη κατά πόσον ήσαν έτοιμα να προσφέρουν μία βασική έκπτωση της τάξης του 35 % για εξαρτήματα εξαιρουμένων των PLS"(102). (84) Εάν οι συμφωνίες σχετικά με τις εκπτώσεις δεν τηρούνταν, θα παρέμβαινε η FEG: Η έκθεση για την περιφερειακή συνεδρίαση της FEG που πραγματοποιήθηκε στις 28 Μαΐου 1991 (την οποία παρακολούθησαν εκπρόσωποι των Bernard, Claessen, Hategro, Helms, Kasdorp, De Koning, Polimex, Schiefelbusch, Schotman Electro, Schuurman, Slabbers, TU, Vibo Electro και Wolff) επισημαίνει ότι ορισμένοι χονδρέμποροι χορήγησαν εκπτώσεις σε τελικούς καταναλωτές. "Η συνεδρίαση το κατήγγειλε. Ο γραμματέας θα επικοινωνήσει με τους οικείους χονδρέμπορους"(103). Τα μέρη ισχυρίζονται ότι η FEG ενήργησε τοιουτοτρόπως επειδή οι εν λόγω προμήθειες προορίζονταν για ιδιώτες(104). Ωστόσο, η ανωτέρω καθορισθείσα τιμή δεν φαίνεται να το υποδηλώνει. Υπό συζήτηση δεν τέθηκαν οι προμήθειες αλλά μάλλον οι εκπτώσεις. 3. Αποστολή εκ μέρους της FEG συστάσεων σχετικών με τις τιμές προς τα μέλη της (85) Παράλληλα με τις συζητήσεις που διεξήχθησαν στις συνεδριάσεις της FEG, έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλες μέθοδοι προκειμένου να επηρεαστούν οι τιμές που χρεώνουν τα μέλη της FEG. Όσον αφορά την τιμολόγηση ορισμένων ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, όπως κουτιά σύνδεσης, κεντρικοί και εντοιχισμένοι πίνακες, η FEG και το μεγαλύτερο μέλος της, η TU, ανέλαβαν πρωτοβουλίες. Η FEG αποστέλλει σε τακτική βάση καταλόγους των πλέον πρόσφατων μεικτών και καθαρών τιμών που έχει υπολογίσει η TU για τα συγκεκριμένα προϊόντα(105). Για τους σωλήνες PVC, η FEG αποστέλλει στα μέλη της τιμοκαταλόγους που αναγράφουν νέες μεκτές, μετά από κάθε άνοδο ή πτώση, τιμές. Οι κατάλογοι αυτοί δείχνουν τα ποσοστά κατά τα οποία συνιστά στα μέλη της να αυξήσουν ή να μειώσουν τις καθαρές τιμές τους. Ενδεικτικά, μπορεί να αναφερθεί μία επιστολή την οποία απέστειλε η FEG στα μέλη της στις 21 Δεκεμβρίου 1988: "Οι κατασκευαστές σας ενημέρωσαν πρόσφατα ότι χρειάστηκε να προβούν σε αυξήσεις των τιμών των λείων σωλήνων PVC, των σωλήνων HOSTALIT-Z και των εύκαμπτων σωλήνων, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Σε σχέση με αυτή την αύξηση των τιμών, σας συνιστούμε διά της παρούσης να προσαρμόσετε τις τιμές σας και να αλλάξετε τις καθαρές τιμές που χρεώνετε. [...] Εάν προσφέρονται καθαροί όροι (τα λεγόμενα 'επιχειρήματα αγοράς'), σας προτείνουμε να τις αυξήσετε κατά τα ακόλουθα ποσά [...](106)." (86) Στο πλαίσιο αυτό, οι μεικτές τιμές πρέπει να καταστούν αντιληπτές ως έχουσες την έννοια της συνιστώμενης τιμής στον τελικό καταναλωτή που ο κατασκευαστής εκτιμά ότι μπορεί να χρεώσει μέσω του εφαρμοστή στον πελάτη του (τον τελικό χρήστη)(107). Η τιμή αυτή χρησιμοποιείται σε διαπραγματεύσεις μεταξύ του κατασκευαστή και των χονδρεμπόρων για τον υπολογισμό της τιμής προμήθειας από το χονδρεμπόριο. Η τιμή προμήθειας από το χονδρεμπόριο επιτυγχάνεται μειώνοντας τη μεικτή τιμή κατά ορισμένο ποσοστό. Η μεικτή τιμή χρησιμοποιείται επίσης για τον καθορισμό της τιμής που χρεώνουν οι χονδρέμποροι στους πελάτες τους (εφαρμοστές). Η τιμή πώλησης για το χονδρεμπόριο επιτυγχάνεται επίσης μειώνοντας τη μεικτή τιμή κατά ορισμένο ποσοστό, καίτοι το τελευταίο είναι μικρότερο απ' ό,τι στην περίπτωση της τιμής προμήθειας από το χονδρεμπόριο. Τέλος, ο εφαρμοστής χρησιμοποιεί τη μεικτή τιμή για να καθορίσει την τιμή που χρεώνει στον πελάτη του. Συνεπώς, η πραγματική (καθαρή) τιμή καθορίζεται σε κάθε στάδιο της κάθετης αλυσίδας μειώνοντας τη μεικτή τιμή κατά ποσοστό έκπτωσης που ισχύει για το συγκεκριμένο επίπεδο. (87) Καίτοι τα μέρη υποστηρίζουν ότι αυτές οι τιμές είναι μόνο συνιστώμενες τιμές, πρέπει να επισημανθεί ότι, από τη συγκεκριμένη αλληλογραφία, απουσιάζει οιαδήποτε αναφορά στο συνιστώμενο καθεστώς τους(108). Οπωσδήποτε, υπάρχει μία περίπτωση όπου είναι σαφές ότι οι "συνιστώμενες" τιμές δεν ήσαν εντελώς προαιρετικές. Ευθύς μετά την αποστολή της προαναφερόμενης επιστολής της 21ης Δεκεμβρίου 1988, στην έκθεση της περιφερειακής συνεδρίασης της FEG της 2ας Μαρτίου 1989 περιλαμβάνεται η ακόλουθη αναφορά(109): "Οι αυξήσεις των τιμών για τους πλαστικούς σωλήνες (Δεκέμβριος 1988) προκάλεσε αναταραχή στην αγορά. Η συνεδρίαση είχε την άποψη ότι εάν ο καθένας έμενε προσκολλημένος στις συνιστώμενες τιμές, αυτό θα οδηγούσε σε βελτιωμένα κέρδη". 4. Πανομοιότυποι τιμοκατάλογοι (88) Τα μεγαλύτερα μέλη της FEG, όπως TU, Bernard και Wolff, εκδίδουν τιμοκαταλόγους για τους πελάτες τους βάσει πληροφοριών που συγκεντρώνουν από τους προμηθευτές τους. Οι κατάλογοι αυτοί δείχνουν τις μεικτές τιμές και τις βασικές εκπτώσεις τους. Σύμφωνα με τη CEF, οι μικρότεροι χονδρέμποροι που δεν μπορούν να έχουν τα μέσα για την έκδοση δικών τους τιμοκαταλόγων χρησιμοποιούν συχνά αυτούς τους καταλόγους(110). Η σύγκριση των καταλόγων της TU, της Bernard και της Wolff, δείχνει ότι είναι παρεμφερείς σε μεγάλο βαθμό. Όχι μόνον οι αναγραφόμενες μεικτές τιμές αλλά και οι εκπτώσεις είναι ταυτόσημες για μεγάλο αριθμό προϊόντων. Οι κατάλογοι δημοσιεύονται επίσης τον ίδιο μήνα και οι προσαρμογές των τιμών εισάγονται σχεδόν ταυτόχρονα(111). (89) Η TU αναγνωρίζει ότι τα μέλη της FEG, η Wolff, η Bernard και η TU, δημοσιεύουν ταυτόχρονα πανόμοιους τιμοκαταλόγους(112). Σύμφωνα με τα μέρη, αυτό δεν είναι κάτι το απρόσμενο, δεδομένου ότι οι εν λόγω κατάλογοι δεν αναγράφουν καθαρές τιμές αλλά μόνο μεικτές τιμές. Αυτές αναφέρονται απλώς ως τιμές αναφοράς και υπαγορεύονται από προμηθευτές(113). (90) Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι πλήρης, εφόσον οι τιμοκατάλογοι δεν αναγράφουν μόνο ταυτόσημες μεικτές τιμές αλλά και ταυτόσημες εκπτώσεις. Το γεγονός αυτό δεν διαψεύδεται από την TU. Ισχυρίζεται, όμως, ότι οι βασικές εκπτώσεις που αναγράφονται στους καταλόγους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίχτυ ασφαλείας για το ενδεχόμενο που δεν υπάρχει ατομική συμφωνία για έκπτωση μεταξύ του χονδρέμπορου και του πελάτη του(114). Αυτό ισχύει, όπως ισχυρίζεται η TU, ειδικότερα στην αρχή μιας εμπορικής σχέσης ή στην περίπτωση μικρών αγορών για τις οποίες δεν τίθεται ζήτημα συμφωνηθέντων ειδικών όρων επειδή αυτό θα αύξανε το κόστος της συναλλαγής(115). Σε άλλες περιπτώσεις, εφαρμόζονται διάφορες εκπτώσεις, όπως έχει συμφωνηθεί μεταξύ της TU και του πελάτη της. Κατά τον καθορισμό της εφαρμοστέας έκπτωσης, λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η ποσότητα του αγοραζόμενου προϊόντος ανά συναλλαγή και η συνολική αγοραζόμενη ποσότητα σε διάστημα ενός έτους. 5. Ενημέρωση (91) Η FEG και, εν πάση περιπτώσει, ορισμένα μέλη της είναι, επιπλέον, πλήρως ενήμεροι ότι οι συμφωνίες για τις τιμές αποτελούν παράβαση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Επί παραδείγματι, ανακοίνωση με τίτλο "Νομοθεσία περί οικονομικού ανταγωνισμού" της 30ής Αυγούστου 1993, την οποία η γραμματεία της FEG απέστειλε στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της FEG (που τότε απαρτιζόταν από εκπροσώπους των TU, Bernard, Brinkman & Germeraad, Vibo, Waagmeester, Heco-Frans Hamers, Schuurman and Alcoo), περιγράφει τους νέους κανόνες του καρτέλ στις Κάτω Χώρες βάσει των άρθρων 85 και 86 (σήμερα 81 και 82) της συνθήκης και στη συνέχεια αναφέρει: "Όσον αφορά τη FEG, αυτό σημαίνει ότι, κατά την άποψή μου, απαγορεύεται ο καθορισμός των συνιστώμενων τιμών για κυτία σύνδεσης, διατάξεις μεταγωγής, εντοιχισμένους πίνακες, και πιθανόν η δεσμευτική απόφαση για σταθερές τιμές, η δεσμευτική απόφαση για δημοσιεύσεις και οι ρυθμίσεις για τις περικοπές των τιμών"(116). 6. Ο ρόλος της FEG και του μεγαλύτερου μέλους της, της TU (92) Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι η FEG διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις συμφωνίες για τις τιμές. Με τη δεσμευτική συμφωνία για τις σταθερές τιμές και τη δεσμευτική συμφωνία για τις δημοσιεύσεις, καθώς και την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών για τις τιμές, επιδιώκετο η παρεμπόδιση της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών. Επιπλέον, η FEG συνέβαλε στη σύναψη συμφωνιών μεταξύ των μελών σχετικά με τις τιμές και τις εκπτώσεις χρησιμεύοντας ως φόρουμ για το σκοπό αυτό. (93) Παράλληλα με τη FEG, η TU, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέλος της, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις συμφωνίες για τις τιμές. Για πολλά χρόνια, η TU εκπροσωπείτο στο διοικητικό συμβούλιο της FEG και συνεπώς γνώριζε ή όντως συμμετείχε ενεργά στην προαναφερόμενη πολιτική της FEG. Παρείχε επίσης στη FEG πληροφόρηση για τις τιμές βάσει της οποίας η FEG ήταν σε θέση να ενημερώνει τα μέλη της για αλλαγές στις μεικτές και καθαρές τιμές ορισμένων προϊόντων. Ειδικότερα, αυτό σήμαινε ότι η TU, εξ ονόματος ολόκληρου του τομέα, μετέτρεπε την πληροφόρηση που παρείχε ο κατασκευαστής σχετικά με τις τροποποιημένες καθαρές τιμές σε ομοιόμορφες μεικτές τιμές και, στην συνέχεια, διαβίβαζε αυτή την πληροφόρηση στη FEG(117). Η TU ήταν η μόνη εταιρεία που διέθετε τότε το απαραίτητο δυναμικό μηχανοργάνωσης για την εκτέλεση αυτών των υπολογισμών. II. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ Α. ΑΡΘΡΟ 81 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 1. Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων ή/και αποφάσεις από ενώσεις επιχειρήσεων (94) Η FEG είναι μία ένωση βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας. Μέλη της είναι επιχειρήσεις που ασχολούνται με το χονδρεμπόριο ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων (βλέπε άρθρο 3 του καταστατικού της ένωσης). Η FEG είναι συνεπώς μία ένωση επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 και τα μέλη της είναι επιχειρήσεις υπό την έννοια αυτού του άρθρου. (95) Το καταστατικό της ένωσης της FEG, που είναι οι βασικοί κανόνες λειτουργίας της FEG και διέπουν τις έννομες σχέσεις μεταξύ της FEG και των μελών της, είναι συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. Οι εσωτερικοί κανονισμοί και οι δεσμευτικές αποφάσεις της FEG, που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 16 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του καταστατικού της ένωσης, είναι αποφάσεις που έχει λάβει μία ένωση επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. (96) Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος α) του καταστατικού της ένωσης της FEG, τα μέλη πρέπει να τηρούν τις διατάξεις του καταστατικού της ένωσης, τους εσωτερικούς κανονισμούς και τις αποφάσεις που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο και οι συνελεύσεις. Συμπεριφορά που παραβαίνει αυτούς τους κανόνες μπορεί να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην επιβολή προστίμων ή στην αποπομπή (άρθρο 5 του καταστατικού της ένωσης). (97) Η NAVEG είναι επίσης μία ένωση βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας. Τα μέλη της είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν ως αντιπρόσωποι, εισαγωγείς ή μόνο διανομείς που συναλλάσσονται στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων (βλέπε άρθρο 51 παράγραφος 1 του καταστατικού της ένωσης)(118). Συνεπώς η NAVEG είναι μία ένωση επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 και τα μέλη της είναι επιχειρήσεις υπό την έννοια αυτού του άρθρου. (98) Το καταστατικό της ένωσης της NAVEG, που είναι οι βασικοί κανόνες λειτουργίας και διέπουν τις έννομες σχέσεις μεταξύ της NAVEG και των μελών της αποτελούν συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. Οι αποφάσεις και οι κανονισμοί της NAVEG, που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 ή το άρθρο 24 του καταστατικού της ένωσης, είναι αποφάσεις που έχει λάβει μία ένωση επιχειρήσεων υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. (99) Βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του καταστατικού της ένωσης της NAVEG, τα μέλη πρέπει να εξυπηρετούν τα συμφέρονται της ένωσης και να συμπεριφέροντα σύμφωνα με το καταστατικό, τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της ένωσης. Συμπεριφορά που παραβαίνει αυτούς τους κανόνες μπορεί να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε αποπομπή ([άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο δ)] του καταστατικού της ένωσης). (100) Οι οδηγίες που εκδίδει η NAVEG για τα μέλη της σχετικά με την αποφυγή εφοδιασμού εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG είναι επίσης αποφάσεις υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1(119). Καίτοι τα μέλη της NAVEG είναι κατ' αρχήν ελεύθερα να μην τηρούν αυτές τις οδηγίες, τα γεγονότα που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 48-50 υποδηλώνουν ότι αυτό σπάνια συμβαίνει. Αυτό εν μέρει επεξηγείται από τον έλεγχο που ασκεί η NAVEG και τα μέλη μεταξύ τους. Επιπλέον, τα μέλη της NAVEG έχουν επίσης εμπορικά συμφέροντα από την τήρηση των οδηγιών που λαμβάνουν διότι εξαρτώνται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών τους, από μέλη της FEG. Τελικώς, οιαδήποτε αποκλίνουσα συμπεριφορά αποθαρρύνεται γνωρίζοντας ότι είναι σχετικά εύκολο να ανακαλυφθεί από μέλη της FEG, περίπτωση κατά την οποία τα μέλη της NAVEG εκτίθενται στην πιθανότητα κυρώσεων. (101) Η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας συνίσταται από δύο μέρη. Η συμφωνία κυρίων μεταξύ της FEG και της NAVEG σχετικά με το μη εφοδιασμό εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. Οι συμφωνίες μεταξύ μεμονωμένων προμηθευτών ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων και της FEG και μεμονωμένων μελών της για το μη εφοδιασμό εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG πρέπει να θεωρούνται ως εναρμονισμένες πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. (102) Οι συζητήσεις μεταξύ της FEG και των μελών της και μεταξύ των ίδιων των μελών σχετικά με τιμές και εκπτώσεις και η αποστολή εκ μέρους της FEG συστάσεων σχετικών με τις τιμές προς τα μέλη της πρέπει να θεωρηθούν ως εναρμονισμένες πρακτικές υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1. 2. Περιορισμός του ανταγωνισμού 2.1. Συλλογή αποκλειστική εμπορία (103) Από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 44-52, είναι σαφές ότι κατά την περίοδο 28 Απριλίου 1986-25 Φεβρουαρίου 1994 ίσχυε συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας στην ολλανδική αγορά ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, που ενσωματώθηκε σε μία συμφωνία κυρίων. Βάσει αυτής της συμφωνίας, η NAVEG εξασφάλισε ότι η FEG θα συμβούλευε τα μέλη της να εφοδιάζουν μόνο χονδρέμπορους που ήσαν μέλη της FEG. Αυτή η συλλογική αποκλειστική εμπορία δεν ήταν αμοιβαία: τα μέλη της FEG δεν υποχρεούνταν να προμηθεύονται μόνον από μέλη της NAVEG. (104) Η FEG και τα μέλη της, ιδίως η TU, επεδίωξαν να διευρύνουν την εφαρμογή της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας. Την περίοδο 29 Αυγούστου 1989-2 Σεπτεμβρίου 1993 μεμονωμένοι προμηθευτές που δεν εκπροσωπούνται στη NAVEG από αντιπροσώπους ή εισαγωγείς ή αποκλειστικούς διανομείς δέχτηκαν πιέσεις για να μην εφοδιάζουν εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG. Από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 53-66 φαίνεται ότι αυτή η προσπάθεια της FEG και των μελών της ήταν επιτυχής, καθώς σημαντικός αριθμός προμηθευτών ενήργησαν σύμφωνα με τη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας. (105) Η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής αντιπροσωπείας όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 103 και 104 έχει ως στόχο ή αποτέλεσμά της τον περιορισμό του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1(120). Η συμφωνία περιορίζει την ελευθερία των προμηθευτών να καθορίζουν οι ίδιοι ποιους χονδρέμπορους επιθυμούν να εφοδιάζουν. Το αποτέλεσμα είναι ότι τόσο οι προμηθευτές όσο και οι χονδρέμποροι που δεν ανήκουν στη FEG βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. (106) Υπάρχει περιορισμένος αριθμός προμηθευτών ή αντιπροσώπων προμηθευτών προς τους οποίους μπορούν να απευθύνονται εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG. Τα μέλη της NAVEG έχουν κατ' εκτίμηση μερίδιο αγοράς στον εφοδιασμό του χονδρεμπορίου της τάξης του 20 %. Το κοινό μερίδιο αγοράς των μεμονωμένων προμηθευτών που επίσης συμμετέχουν στη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αλλά, όπως φαίνεται από τον πίνακα του παραρτήματος, οι προμηθευτές στους οποίους η FEG και τα μέλη της, ιδίως η TU, ασκούσαν πίεση να μην εφοδιάζουν εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG ήσαν όλοι βασικοί προμηθευτές στην ομάδα προϊόντων τους (βλέπε αναφορές στην Draka Polva, Hager, Holec, Klockner Moeller και ΑΒΒ στις αιτιολογικές σκέψεις 53-66). Η επιστολή που συνέταξε η TU με παραλήπτη την Klockner Moeller είναι επίσης ενδεικτική: τονίζει ότι η Klockner Moeller βρίσκεται στην πρώτη σειρά των μεγάλων προμηθευτών ηλεκτρολογικών προϊόντων που εφοδιάζουν εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG(121). Αυτό υποδηλώνει ότι στη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας συμμετέχει σημαντικός αριθμός προμηθευτών. (107) Οι αρνήσεις εφοδιασμού καθιστούν δυσχερή για χονδρέμπρους που δεν είναι μέλη της FEG τη συγκέντρωση ενός φάσματος επαρκώς ευρέος που να περιλαμβάνει προϊόντα βασικά για κάθε χονδρέμπορο ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, δηλαδή προϊόντα που χρειάζονται για να τοποθετηθούν σε ένα ηλεκτρικό σύστημα(122). Δεδομένου ότι η αγορά στις περισσότερες μεμονωμένες κατηγορίες ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων κυριαρχείται από περιορισμένο αριθμό κατασκευαστών, είναι σαφές ότι η άρνηση εφοδιασμού από κάποιον εξ αυτών οδηγεί άμεσα σε συσσώρευση δυσχερειών για εταιρείες που δεν είναι μέλη της FEG. (108) Η αυστηρή πολιτική σχετικά με την προσχώρηση που εφαρμόζει η FEG καθιστά την πρόσβαση στην αγορά ακόμη δυσκολότερη για τους νεοεισερχόμενους. Καίτοι η FEG είναι της γνώμης ότι τα κριτήρια προσχώρησης που έχει καθορίσει είναι αντικειμενικά, και ότι το κριτήριο του κύκλου εργασιών που εφαρμόζει, της τάξης των 5 εκατομμυρίων ολλανδικών φιορινιών (2,26 εκατομμύρια ευρώ) στην ολλανδική αγορά, είναι εξαιρετικά χαμηλό(123), είναι προφανές ότι διάφορα μέλη της FEG δεν ικανοποιούσαν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή την απαιτήση του κύκλου εργασιών(124). Σύμφωνα με τη FEG, το κριτήριο του κύκλου εργασιών εξασφαλίζει ότι η εταιρεία έχει "δοκιμαστεί" στην αγορά. Αλλά ακριβώς ως αποτέλεσμα της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους νεοεισερχόμενους να "δοκιμαστούν" στην αγορά και να επιτύχουν τον κύκλο εργασιών που θα τους επιτρέψει να γίνουν μέλη της FEG. Και εταιρείες που έχουν φήμη ως χονδρέμποροι ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων σε άλλο κράτος μέλος έχουν πράγματι δοκιμαστεί ότι μπορούν να λειτουργούν ως τέτοιες. Μέχρι τις 23 Ιουνίου 1994, όμως, λαμβάνετο υπόψη μόνον ο κύκλος εργασιών στην ολλανδική αγορά. Τοιουτοτρόπως καθίστατο δυσχερέστερο για τους υπάρχοντες ξένους χονδρέμπορους να επεκτείνουν το πεδίο των δραστηριοτήτων τους στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου. (109) Επιπλέον, η απαίτηση για τον κύκλο εργασιών δεν ήταν σαφώς το μόνο κριτήριο που εφάρμοσε η FEG κατά την απόρριψη αιτήσεων υποψήφιων μελών. Στην πράξη, ως λόγος άρνησης αναφέρεται και το κριτήριο του "συμφέροντος της ένωσης"(125). Καίτοι ορίζεται ρητώς ότι εν προκειμένω δύνανται να εφαρμόζονται μόνον "αντικειμενικοί, δίκαιοι και μη εισάγοντες διακρίσεις κανόνες", το συγκεκριμένο κριτήριο προσφέρει στο διοικητικό συμβούλιο της FEG -που δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3 του καταστατικού της ένωσης πρέπει να αποφασίζει ομόφωνα για την προσχώρηση νέων μελών- τέτοιες ευρείες διακριτικές εξουσίες που είναι αδύνατο να ελεγχθεί κατά πόσον τα μέλη δεν έχουν απορρίψει την προσχώρηση για μη αντικειμενικούς λόγους(126). Στην πράξη, δύναται να διαπιστωθεί ότι αιτήσεις προσχώρησης υποβάλλονται στα μέλη της FEG, που μπορούν να παρεμποδίσουν την προσχώρηση ανεπιθύμητων ανταγωνιστών(127). Κατ' αυτό τον τρόπο, ενισχύονται οι επιπτώσεις της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας. (110) Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και ιδίως του συνολικού κύκλου εργασιών στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων σε επίπεδο χονδρεμπορίου στις Κάτω Χώρες (μεταξύ 0,68 και 0,91 δισεκατομμυρίων ευρώ την περίοδο 1992-1994), του μεριδίου αγοράς που κατέχει η FEG και τα μέλη της (96 %) και των κατ' εκτίμηση μεριδίων αγοράς των προμηθευτών, αντιπροσώπων και αποκλειστικών διανομέων που συμμετέχουν στη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας (άνω του 20 %), οι συγκεκριμένοι περιορισμοί του ανταγωνισμού είναι υπολογίσιμοι. 2.2. Οριζόντιες συμφωνίες για τις τιμές (111) Η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας συμπληρώνεται από εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των μελών της FEG και μεταξύ της FEG και των μελών της, και με δύο αποφάσεις FEG που επηρεάζουν τις τιμές και τις εκπτώσεις που προσφέρουν τα μέλη της FEG. Όλες αυτές οι αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές αποσκοπούν σε μία τεχνητή σταθερότητα των τιμών που χρησιμεύει κυρίως για να εξασφαλίζει ότι τα περιθώρια των μελών της FEG δεν προέρχονται από πίεση. Οι προθέσεις της FEG και των μελών της είναι σαφείς. Μπορούν να αναφερθούν διάφορα έγγραφα στα οποία εκφράζεται αυτή η πρόθεση: - το καταστατικό της ένωσης της FEG: αναφέρεται εν προκειμένω ότι στόχος της FEG είναι η προστασία των κοινών συμφερόντων των χονδρεμπόρων που διατηρούν αποθέματα ηλεκτρολογικών προϊόντων, μεταξύ άλλων προωθώντας "κανονικές σχέσεις της αγοράς υπό την ευρύτερη έννοια του όρου"(128), - το εγχειρίδιο που έχει εκδώσει η FEG για τις επιτροπές προϊόντων FEG: το εν λόγω εγχειρίδιο αναφέρει ότι "προκειμένου να σχηματίζεται ακριβής εικόνα των όσων συμβαίνουν στην αγορά, η γνωστοποίηση του κύκλου εργασιών και των περιθωρίων είναι αποφασιστικής σημασίας. Χωρίς τη γνώση αυτών των στοιχείων, είναι ανέφικτη οιαδήποτε δράση για τον επηρεασμό της αγοράς"(129), - τα πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής FEG για τα σύρματα και καλώδια της 16ης Μαΐου 1990: "στόχος της επιτροπής για τα συγκεκριμένα προϊόντα είναι να καταβάλει προσπάθειες για τη διατήρηση της ηρεμίας της αγοράς και τη συγκράτηση των τιμών"(130), - η δεσμευτική απόφαση της FEG για τις δημοσιεύσεις: στην αιτιολόγηση αυτής της απόφασης αναφέρεται ότι "είναι ανεπιθύμητο να δημιουργείται, να ενθαρρύνεται ή να επιτρέπεται απότομη πτώση των τιμών, παρεμπόδιση της αγοράς, απώλεια κερδών και ασυγκράτητος αλληλοκτόνος ανταγωνισμός"(131), - το σχέδιο επιστολής που συνέταξε η TU με αποδέκτη την ΚΜ και υπογράφουν 26 μέλη της FEG: "Δημιουργώντας σήμερα μία άμεση σχέση με τη CEF, τα προϊόντα σας εμπίπτουν στον εφαρμοζόμενο τύπο εκπτώσεων. Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η διαρκώς αυξανόμενη πίεση των τιμών και, συνεπώς, των περιθωρίων"(132). (112) Η FEG και τα μέλη της επεδίωξαν την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 111, εφαρμόζοντας ορισμένα μέσα σε μεγάλο βαθμό ταυτόχρονα, έκαστο των οποίων αποσκοπούσε, και πράγματι συνέβαλε, στον επηρεασμό της στρατηγικής τιμολόγησης των μελών της FEG και στον περιορισμό του μεταξύ τους ανταγωνισμού ως προς τις τιμές. Τα μέσα ήσαν η δεσμευτική απόφαση για σταθερές τιμές, η δεσμευτική απόφαση για τις δημοσιεύσεις, οι συζητήσεις μεταξύ των μελών για τις τιμές και τις εκπτώσεις και η αποστολή εκ μέρους της FEG προς τα μέλη της συστάσεων ως προς τις τιμές. (113) Βάσει της δεσμευτικής απόφασης για σταθερές τιμές, που ίσχυε από τις 2 Νοεμβρίου 1984 έως τις 23 Νοεμβρίου 1993, τα μέλη της FEG δεν μπορούσαν να αποφασίζουν ανεξάρτητα κατά πόσον και σε ποιο βαθμό επιθυμούσαν να καταλογίσουν στους πελάτες τους τυχόν αυξήσεις στις τιμές των προμηθευτών που σημειώθηκαν μετά την ημερομηνία της παραγγελίας. Τα περιθώρια εντός των οποίων έπρεπε να αυξηθούν οι τιμές σε αυτές τις περιπτώσεις, και οι χρονικές στιγμές κατά τις οποίες έπρεπε να πραγματοποιηθούν οι αυξήσεις, καθορίζονταν από τη FEG. Η μη τήρηση της απόφασης μπορούσε να οδηγήσει σε αποπομπή από την ένωση και την επιβολή προστίμων. Πρόκειται για απόφαση που έλαβε μία ένωση επιχειρήσεων όσον αφορά τις καταλογιστέες τιμές. Τέτοιες αποφάσεις περιορίζουν τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1, από τη φύση τους(133). Τα μέρη υποστηρίζουν ότι η απόφαση αποσκοπούσε στο να αποφευχθεί οι αυξήσεις των τιμών των προμηθευτών, μετά την παραγγελία από τον εφαρμοστή των εμπορευμάτων στο χονδρέμπορο, να είναι εις βάρος και με δυσμενές ενδεχόμενο για το χονδρεμπόριο(134). Δεν είναι σαφής ο λόγος για τον οποίον, για να επιτευχθούν τα ανωτέρω, έπρεπε να εκδοθεί απόφαση που να απαιτεί από όλα τα μέλη της FEG να αντιδρούν σχεδόν κατά τον ίδιο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση στερούσε από το μεμονωμένο μέλος της FEG τη δυνατότητα να απέχει από τον καταλογισμό της αύξησης συγκεκριμένης τιμής προκειμένου να διασφαλίζει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών του. (114) Βάσει άλλης απόφασης, της δεσμευτικής απόφασης για τις δημοσιεύσεις, που ίσχυε από τις 2 Αυγούστου 1978 έως τις 23 Νοεμβρίου 1993, η FEG απαγόρευε στα μέλη της να προσφέρουν τιμές κάτω του κόστους ή ιδιαίτερα μειωμένες τιμές σε διαφημίσεις και άλλα παρόμοια. Η μη τήρηση της απόφασης μπορούσε να οδηγήσει σε αποπομπή. Πρόκειται επίσης για απόφαση ληφθείσα από μία ένωση επιχειρήσεων όσον αφορά τις εφαρμοστέες τιμές. Από τη φύση της η απόφαση περιορίζει τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1(135). Στερεί από τα μέλη της FEG τη δυνατότητα να κερδίσουν πελάτες από ανταγωνιστές με περισσότερο ελκυστικές τιμές. Εν γένει η απόφαση αποτελεί μέρος της πολιτικής της FEG που αποσκοπεί στη μείωση του κινδύνου να εμπλακούν τα μέλη της FEG σε μία διαμάχη τιμών μεταξύ τους, γεγονός που θα ασκούσε πίεση στο επίπεδο των τιμών και στα περιθώρια του χονδρεμπορίου. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78 καθίσταται εμφανές ότι αυτή η απόφαση εφαρμόστηκε όντως στην πράξη. (115) Όπως επεξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 79-84, διεξάγονταν τακτικές συζητήσεις μεταξύ των μελών της FEG όσον αφορά τις εφαρμοστέες τιμές και εκπτώσεις, κατά τις τακτικές συνεδριάσεις της FEG, τις συνεδριάσεις των επιτροπών προϊόντων της FEG και τις περιφερειακές συνεδριάσεις της FEG. Σε κάθε περίπτωση, οι συζητήσεις διεξάγονταν την περίοδο μεταξύ 6 Δεκεμβρίου 1989 και 30 Νοεμβρίου 1993. Οι εν λόγω συνεδριάσεις αποτελούσαν ένα φόρουμ στο οποίο τα μέλη της FEG μπορούσαν να συζητούν για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων σχετικά με τιμές και εκπτώσεις. Μεταξύ των ζητημάτων που συζητήθηκαν ήταν ο καθορισμός των ποσοστών έκπτωσης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 83), η τήρηση των κατευθυντήριων γραμμών για τις τιμές της FEG (αιτιολογική σκέψη 87), καταγγελίες κατά άλλων μελών που δεν εφάρμοσαν ορισμένες συμφωνίες όσον αφορά τιμές και εκπτώσεις (αιτιολογική σκέψη 82) και μέτρα για τη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων για τις επιτρεπόμενες εκπτώσεις (αιτιολογική σκέψη 81). Σε κάθε περίπτωση, οι συζητήσεις αυτές είχαν την έννοια να καταστεί απολύτως σαφές στα μέλη της FEG ότι έπρεπε να αποφεύγουν οιονδήποτε έντονο ανταγωνισμό τιμών μεταξύ τους, λαμβανομένου υπόψη του αρνητικού αντίκτυπου που θα είχε στο επίπεδο των τιμών και των περιθωρίων των χονδρεμπόρων. Συνεπώς, οι συζητήσεις συνέβαλαν στον επηρεασμό της τιμολόγησης των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου και στον περιορισμένο ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1(136). (116) Την περίοδο 21 Δεκεμβρίου 1988-24 Απριλίου 1994, η FEG απέστειλε στα μέλη της τιμοκαταλόγους που δείχνουν καθαρές και μεικτές τιμές - τουλάχιστον για τα προϊόντα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 85. Τα μέρη υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω τιμοκατάλογοι είναι απλώς συμβουλευτικοί. Όπως καθίσταται εμφανές στην αιτιολογική σκέψη 87, ασκήθηκε πίεση στα μέλη της FEG για να τηρούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, γεγονός που καθιστά αμφίβολο τον εθελοντικό χαρακτήρα τους. Η FEG, με την αποστολή των τιμοκαταλόγων, επεδίωκε να εξασφαλίσει ότι τα μέλη της θα αντιδράσουν με ομοιόμορφο τρόπο σε αυξομειώσεις των τιμών των προμηθευτών τους. Τοιουτοτρόπως μειώθηκε ο κίνδυνος οι αυξομειώσεις των τιμών να πραγματοποιούνται από μεμονωμένα μέλη της FEG προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων μελών της FEG απέχοντας από τον καταλογισμό μιας αυξομείωσης στους πελάτες τους, ή καταλογίζοντάς την μόνον εν μέρει. Συμπεριφορές αυτού του είδους διαταράσσουν την ηρεμία της αγοράς που επιθυμεί η FEG και μπορούν να ανακινήσουν ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της FEG ως προς τις τιμές. (117) Η κοινή εφαρμογή των προαναφερόμενων μέσων είχε ως αποτέλεσμα στην πράξη να υπάρχει μόνο περιορισμένος ανταγωνισμός μεταξύ των μελών της FEG. Παράδειγμα αποτελούν οι τιμοκατάλογοι που εξέδωσαν οι μεγαλύτεροι χονδρέμποροι της FEG. Οι κατάλογοί τους ήσαν παρεμφερείς σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σε πολλές περιπτώσεις, τόσο οι μεικτές τιμές όσο και οι εκπτώσεις που αναγράφονται στους τιμοκαταλόγους των μελών της FEG, δηλαδή των TU, Bernard και Wolff, είναι πανομοιότυπες. Οι κατάλογοι δημοσιεύονταν τον ίδιο μήνα και οι αλλαγές των τιμών πραγματοποιούνταν σχεδόν ταυτόχρονα. Τα μέρη είναι της άποψης ότι δεν πρέπει να δίνεται σημασία στην ομοιότητα μεταξύ αυτών των τιμοκαταλόγων, διότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι εκπτώσεις που εφαρμόστηκαν στην πραγματικότητα δεν ήσαν οι κανονικά αναγραφόμενες στους τιμοκαταλόγους. Αλλά παραδέχονται ότι αυτό δεν ίσχυε για κάθε συναλλαγή. Στην πράξη, μπορεί να χορηγηθούν μεγαλύτερες εκπτώσεις, επί παραδείγματι όταν ο πελάτης αγοράζει μεγαλύτερες ποσότητες ή όταν υπάρχει μακρόχρονη σχέση με το συγκεκριμένο πελάτη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διακρίνουμε δύο καταστάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μεικτές τιμές και οι βασικές εκπτώσεις που αναγράφονται στους τιμοκαταλόγους εφαρμόστηκαν ως είχαν, και στις εν λόγω περιπτώσεις η ομοιότητα μεταξύ των τιμοκαταλόγων δείχνει την απουσία ανταγωνισμού ως προς τις τιμές μεταξύ των εταιρειών που εξέδωσαν τους καταλόγους. Σε άλλες περιπτώσεις, σημειώθηκαν παρεκκλίσεις από τις βασικές εκπτώσεις και η βασική έκπτωση λειτούργησε ως ελάχιστη έκπτωση. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε εν προκειμένω ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών που εξέδωσαν τους καταλόγους όσον αφορά το μέγεθος της ελάχιστης έκπτωσης(137). (118) Στην πράξη, οι μικρότεροι χονδρέμποροι, που δεν διαθέτουν πόρους για την έκδοση δικών τους καταλόγων, χρησιμοποιούν τους καταλόγους των TU, Bernard ή Wolff ως κατευθυντήρια γραμμή για τη δική τους τιμολόγηση, ούτως ώστε οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν εν προκειμένω σχετικά με την απουσία ανταγωνισμού των τιμών δεν ισχύουν μόνο για τους συγκεκριμένους τρεις χονδρέμπορους αλλά έχουν και γενικότερη σημασία. (119) Η απουσία ανταγωνισμού των τιμών μεταξύ των μελών της FEG είναι επίσης εμφανής από το επίπεδο των τιμών στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου. Υπάρχουν διάφορα αποδεικτικά στοιχεία ότι το επίπεδο των τιμών ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων είναι υψηλότερο στις Κάτω Χώρες απ' ό,τι στα άλλα κράτη μέλη. Στην έκθεση της TU "Έρευνα αγοράς για τα ηλεκτρολογικά εξαρτήματα", που χρονολογείται από το 1994, παρατηρείται ότι παράλληλες εισαγωγές, ιδίως από το Βέλγιο και τη Γερμανία, δείχνουν ανοδική πορεία(138). Σχολιάζοντας μία πραγματοποιηθείσα σύγκριση των τιμών, η επιτροπή προϊόντων φωτισμού της FEG εκτιμά ότι "οι ολλανδικές τιμές δεν είναι ασφαλώς οι χαμηλότερες στην Ευρώπη"(139). Άλλη επεξήγηση παρέχεται από το φυλλάδιο που εξέδωσε η Hokamo Import BV: συνδέει το επίπεδο των τιμών με το γεγονός ότι η ολλανδική αγορά είναι γνωστή ως "κλειστή αγορά": "Η Hokamo Import BV διαδραματίζει πρωτοπόρο ρόλο όσον αφορά την τιμολόγηση των ηλεκτρικών καλωδίων στις Κάτω Χώρες. Επίσης, καίτοι διαθέτουμε τα παραδοσιακά καλώδια Ymvk και Ymvk-as, τολμήσαμε να παρουσιάσουμε τα Nyy και Nyewy, γερμανικά καλώδια ποιότητας που είναι μέχρι 40 % φθηνότερα. Και αυτό συνέβη σε μία κλειστή αγορά [...]. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι ο ολλανδός εφαρμοστής μπορεί να ανταγωνιστεί καλύτερα όσον αφορά την τιμή και την ποιότητα"(140). (120) Από κοινού, οι πρακτικές που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 113-116 επιτρέπουν στη FEG και τα μέλη της, παράλληλα με τις προσπάθειες της FEG που περιγράφονται στη αιτιολογική σκέψη 111, να εναρμονίσουν την τιμολόγηση των μελών της και να σταθεροποιήσουν ή να αυξήσουν τις τιμές αγοράς των προϊόντων τους. Οι τιμές των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου διατηρούνται συνεπώς σε τεχνητό επίπεδο. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής και τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές όσον αφορά εφαρμοστέες τιμές ή εκπτώσεις περιορίζουν από τη φύση τους τον ανταγωνισμό υπό την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1(141). (121) Λαμβανομένου υπόψη του συνολικού κύκλου εργασιών στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στις Κάτω Χώρες (μεταξύ 0,68 και 0,91 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 1992-1994) και του μεριδίου της αγοράς που κατείχε η FEG και τα μέλη της (96 %), οι συγκεκριμένου περιορισμοί του ανταγωνισμού είναι υπολογίσιμοι. 2.3. Η σχέση μεταξύ της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας και των οριζόντιων συμφωνιών για τις τιμές (122) Στο πλαίσιο της FEG υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας και των συμφωνιών για τις τιμές. Όπως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 111, οι συμφωνίες για τις τιμές αποσκοπούν στον καθορισμό ενός τεχνητά σταθερού επιπέδου τιμών με "υγιή περιθώρια" για το χονδρεμπόριο. Αυτό επιτυγχάνεται μόνον εάν οι χονδρέμποροι συμμορφώνονται με ένα μέτρο πειθαρχίας ως προς τις τιμές. Η FEG ασκεί συνεπώς διάφορες μορφές πίεσης στα μέλη της προκειμένου να αποφεύγεται οιοσδήποτε έντονος ανταγωνισμός των τιμών. Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος έντονου ανταγωνισμού των τιμών ελλοχεύει μόνον από χονδρέμπορους εκτός της FEG. Η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας απέτρεψε παραδόσεις σε αυτές τις δυνάμει "κατώτερες τιμές", μειώνοντας τοιουτοτρόπως τον κίνδυνο πίεσης του τεχνητού επιπέδου τιμών. Κατ' αυτό τον τρόπο, η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας συνέβαλε στη στήριξη των συμφωνιών για τις τιμές. 3. Επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (123) Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 19, μεγάλο μέρος των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων που πωλούνται στην ολλανδική αγορά εισάγεται από άλλα κράτη μέλη (30-52 %), πρωτίστως από το Βέλγιο και τη Γερμανία. Μόνο τα μέλη της NAVEG, επί παραδείγματι, αντιπροσωπεύουν πλέον των 400 κυρίων ξένων κατασκευαστών στην ολλανδική αγορά. Είναι συνεπώς σαφές ότι τα ηλεκτρολογικά εξαρτήματα από τη φύση τους προσφέρονται για διεθνή συναλλαγή, ασφαλώς σήμερα που έχει λάβει χώρα η ευρωπαϊκή εναρμόνιση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 18). 3.1. Συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας (124) Η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας περιορίζει την πρόσβαση ξένων χονδρεμπόρων στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, όπως η CEF, στην ολλανδική αγορά χονδρεμπορίου. Περιορίζει επίσης τις δυνατότητες ανοίγματος σε κατασκευαστές από άλλα κράτη μέλη. Δεδομένου του συνδυασμένου μεριδίου αγοράς των μελών της FEG, η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας σημαίνει ότι οι εκτός της ένωσης αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πώληση των εμπορευμάτων τους στην ολλανδική αγορά μέσω δικτύων διανομής μη εγκεκριμένων από τη FEG(142). (125) Υπάρχει συνεπώς επίπτωση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Λαμβανομένου υπόψη του συνολικού κύκλου εργασιών στον τομέα των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων (μεταξύ 0,68 και 0,91 δισεκατομμυρίων ευρώ το 1992-1994) και του μεριδίου της αγοράς της FEG (96 %), η επίπτωση αυτή είναι υπολογίσιμη. 3.2. Οριζόντιες συμφωνίες για τις τιμές (126) Οι πρακτικές που θίγουν τις τιμές μπορεί να επηρεάσουν και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Όσον αφορά αυτή τη σχέση, γίνεται αναφορά στο πραγματικό περιστατικό που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 123 ότι σημαντικό μέρος των ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στην ολλανδική αγορά εισάγονται από άλλα κράτη μέλη. Λαμβανομένου υπόψη του συνολικού κύκλου εργασιών στο εμπόριο ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων (μεταξύ 0,68 και 0,91 δισεκατομμυρίων ευρώ την περίοδο 1994) και του μεριδίου αγοράς της FEG (96 %), η επίπτωση αυτή είναι υπολογίσιμη. Β. ΑΡΘΡΟ 81 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 1. Συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας (127) Η συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Ακόμη και αν επρόκειτο να κοινοποιηθεί, δεν πληροί τους όρους του άρθρου 81 παράγραφος 3, που εφαρμόζονται σωρευτικά. Δεν βελτιώνει την παραγωγή ή διανομή ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων, εφόσον το σύστημα συλλογικής αποκλειστικής εμπορίας έχει ως στόχο την προστασία της αγοράς προς όφελος των οικείων χονδρεμπόρων. Οι χονδρέμποροι που δεν είναι μέλη περιορίζονται αισθητά όσον αφορά τις πηγές εφοδιασμού τους και οι πωλήσεις μέσω δικτύων διανομής εκτός της FEG και των μελών της είναι περιορισμένες ή αποτρεπτικές. 2. Οριζόντιες συμφωνίες για τις τιμές (128) Ούτε και οι συμφωνίες για τις τιμές έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι η συγκέντρωση εναρμονισμένων πρακτικών και αποφάσεων που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 121 συμβάλλει σε βελτιώσεις στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 3. Αφετέρου, έχει αποδειχθεί ότι χρησιμεύουν για τη μείωση του ανταγωνισμού των τιμών σημαντικά. Γ. ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17 (129) Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 αναφέρει ότι σε περιπτώσεις που η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παράβασης του άρθρου 81 δύναται με απόφαση να απαιτήσει από τις οικείες επιχειρήσεις την παύση της παράβασης. Τα αποδεικτικά στοιχεία στο φάκελο της Επιτροπής δείχνουν ότι οι παραβάσεις αφορούν μία περίοδο που φθάνει τουλάχιστον μέχρι το 1994. Δεν μπορεί να συναχθεί, όμως, κατά πόσον εξακολουθούν και μετά από αυτή την ημερομηνία, με την ίδια ή τροποποιημένη μορφή. Όσον αφορά τη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας, οι καταγγέλλουσες διαπίστωσαν ότι μετά το 1994 κάποιοι προμηθευτές ήσαν διαρκώς περισσότερο πρόθυμοι να εφοδιάζουν εταιρείες που δεν ήσαν μέλη της FEG, αλλά το γεγονός καθαυτό δεν επαρκεί για να συναχθεί ότι η συμφωνία έπαυσε να ισχύει στο σύνολό της(143). Στην περίπτωση των συμφωνιών για τις τιμές, επίσης, δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ότι έχουν καταγγελθεί. Η άρση των δύο δεσμευτικών αποφάσεων FEG αποτελεί, όντως, σχετική ένδειξη, αλλά δεν είναι αξιόπιστος οδηγός όσον αφορά τα άλλα μέσα επηρεασμού των τιμών. Δ. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17 (130) Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή δύναται με απόφαση να επιβάλει σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα από 1000 έως 1000000 ευρώ, ή μεγαλύτερο ποσό το οποίο όμως δεν υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών του οικονομικού έτους που προηγείται της συμμετοχής των επιχειρήσεων στην παράβαση όπου, είτε εκ προθέσεως είτε εξ αμελείας, παρέβησαν το άρθρο 81. Κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, και ιδίως τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης. 1. Πρόθεση ή αμέλεια (131) Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μία παράβαση τελέστηκε εκ προθέσεως δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση να είχε επίγνωση ότι παραβαίνει το άρθρο 81, αρκεί ότι η επιχείρηση αυτή δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί ότι η επίδικη συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς και ότι ήταν πράγματι πιθανόν να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών(144). (132) Η Επιτροπή έχει την άποψη ότι ούτε η FEG ούτε η TU μπορούσαν να αγνοούν ότι η συμπεριφορά τους είχε ως στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. (133) Συμφωνίες όπως η παρούσα συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας, που αποβλέπουν στο να θέσουν σε μειονεκτική θέση τους ανταγωνιστές που δεν συμμετέχουν στη συμφωνία στερώντας τους τις πηγές εφοδιασμού τους, θεωρούνται πάντοτε ύποπτες από την άποψη της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. (134) Το ίδιο σχύει όσον αφορά τις οριζόντιες συμφωνίες για τις τιμές. Η άμεση επαφή μεταξύ ανταγωνιστών για ζητήματα τιμολόγησης και εκπτώσεων, καθώς και η παρέμβαση εμπορικών ενώσεων στην τιμολογιακή πολιτική των μελών τους, θεωρούνται επίσης ύποπτες από την άποψη της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. (135) Συνοψίζοντας, μία αντικειμενική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παράβαση διεπράχθη εκ προθέσεως ή τουλάχιστον όχι εξ αμελείας. 2. Σοβαρότητα της παράβασης (136) Οι παραβάσεις στην παρούσα υπόθεση έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. (137) Μέσω της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας, σε συνδυασμό με μία περιοριστική πολιτική προσχώρησης, η πρόθεση ήταν να καταστεί δυσχερής η είσοδος στην ολλανδική αγορά ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων. Η συμφωνία αποσκοπούσε επίσης να περιορίσει τόσο τους εγχώριους όσο και τους ξένους προμηθευτές ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στην επιλογή τους για δίκτυα διανομής. Τελικώς, μπορεί να δοθεί προσοχή στο βοηθητικό ρόλο που διαδραμάτισε η συμφωνία στις οριζόντιες συμφωνίες για τις τιμές. (138) Οι οριζόντιες συμφωνίες για τις τιμές που συνήφθησαν στο πλαίσιο της FEG αποσκοπούσαν στον περιορισμό του ανταγωνισμού μέσω του συντονισμού της τιμολογιακής πολιτικής σε οριζόντιο επίπεδο. Σκοπός ήταν η δημιουργία ή διατήρηση ενός σταθερού επιπέδου τιμών με επαρκώς ευρύ περιθώριο για χονδρέμπορους. (139) Η προαναφερόμενη παράβαση διεπράχθη σε μία αγορά κυριαρχούμενη από μέλη της FEG, που είχαν κοινό μερίδιο αγοράς 96 %. (140) Ο αντίκτυπος της συλλογικής συμφωνίας αποκλειστικής εμπορίας στην αγορά δεν μπορεί να εκτιμηθεί επακριβώς. Είναι βέβαιο, όμως, ότι η παράβαση επιβράδυνε σημαντικά την είσοδο της CEF στην αγορά και την κατέστησε αισθητά δυσχερέστερη. Καίτοι υπάρχουν ενδείξεις ότι το επίπεδο τιμών ηλεκτρολογικών προϊόντων στην ολλανδική αγορά ήταν σχετικά υψηλό, πρέπει να επισημανθεί ότι ο αντίκτυπος των οριζόντιων συμφωνιών για τις τιμές είναι ακόμη δυσκολότερο να καθοριστεί με ακρίβεια. Εν γένει, η FEG και τα μέλη της δεν ενδιαφέρονταν τόσο για να καθορίσουν ομοιόμορφες τιμές για όλα τα ηλεκτρολογικά προϊόντα όσο για να διατηρήσουν το βαθμό του ανταγωνισμού των τιμών που υπήρχε υπό έλεγχο και εντός ορίων, προκειμένου να μην διακυβευτεί η σταθερότητα των τιμών και τα περιθώρια των χονδρεμπόρων. (141) Όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση της σχετικής αγοράς, πρέπει να επισημανθεί ότι περιοριζόταν στις Κάτω Χώρες ή σε ορισμένες περιφέρειές τους. (142) Υπό αυτές τις περιστάσεις, η Επιτροπή καταλήγει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν την παρούσα προσφυγή αποτελούν σοβαρή παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. (143) Η FEG διαδραμάτισε καθοδηγητικό ρόλο στην οργάνωση και παρακολούθηση της συμμόρφωσης τόσο με τη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας όσο και με τις συμφωνίες για τις τιμές. Ως βάση για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στη FEG, συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι ενδείκνυται να καθοριστεί το ποσό των 2,5 εκατομμυρίων ευρώ για τη σοβαρότητα της παράβασης. (144) Η TU είναι το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος της FEG. Λαμβανομένης υπόψη της επιρροής της στο εσωτερικό της FEG και του ειδικού ρόλου της στις παραβάσεις, η TU μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη όσον αφορά το μερίδιό της στους περιορισμούς του ανταγωνισμού. Ως βάση για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στη FEG, συνεπώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι ενδείκνυται να καθοριστεί το ποσό του 1,25 εκατομμυρίου ευρώ για τη σοβαρότητα της παράβασης. 3. Διάρκεια της παράβασης (145) Όσον αφορά τη συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας, η παράβαση που διέπραξαν η FEG και η TU μπορεί να τεκμηριωθεί τουλάχιστον από τις 11 Μαρτίου 1986, με διάρκεια, σε κάθε περίπτωση, μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 1994. (146) Όσον αφορά τη διάρκεια των συμφωνιών για τις τιμές, μπορούν να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις. Οι δύο δεσμευτικές αποφάσεις της FEG τέθηκαν σε ισχύ κατά τις περιόδους 1978-1993 και 1984-1993, αντίστοιχα. Οι συζητήσεις για τις τιμές και τις εκπτώσεις ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου 1989 το αργότερο, και τα αποτελέσματά τους εφαρμόζονταν τουλάχιστον μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 1993. Η αποστολή εκ μέρους της FEG συστάσεων σχετικών με τις τιμές στα μέλη της ξεκίνησε εν πάση περιπτώσει στις 21 Δεκεμβρίου 1988 και διήρκησε μέχρι τουλάχιστον τις 24 Απριλίου 1994. (147) Συνεπώς αυτές οι παραβάσεις διήρκεσαν οκτώ, δεκαπέντε, εννέα, τέσσερα και έξι έτη, αντιστοίχως. Για τους σκοπούς της πολιτικής περί προστίμων της Επιτροπής, οι παραβάσεις στην παρούσα υπόθεση κατατάσσονται ως παραβάσεις μεσαίας έως μακράς διάρκειας. (148) Το ποσό που ορίζεται για τη σοβαρότητα της παράβασης πρέπει αναλόγως να αυξηθεί κατά 2 εκατομμύρια ευρώ στην περίπτωση της FEG και κατά 1 εκατομμύριο ευρώ στην περίπτωση της TU. (149) Τα βασικά ποσά ανέρχονται συνεπώς σε 4,5 εκατομμύρια ευρώ για τη FEG και 2,25 εκατομμύρια ευρώ για την TU. 4. Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις (150) Κατά τον καθορισμό του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη τυχόν επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις. Από την έρευνα της Επιτροπής καθίσταται σαφές ότι, στην παρούσα υπόθεση, δεν υπάρχουν τέτοιες περιστάσεις. 5. Διαδικαστικές παρατυπίες (151) Στις γραπτές απαντήσεις τους στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και τις προφορικές εξηγήσεις που δόθηκαν στη διάρκεια της ακρόασης για την παρούσα υπόθεση, τα μέρη επεσήμαναν στην Επιτροπή ορισμένες παρατυπίες σχετικά με τη διαδικασία. Αφορούν ειδικότερα τη διάρκεια της προσφυγής και την ύπαρξη στο φάκελο της Επιτροπής μαγνητοταινιών και μεταγραφών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ της CEF και ορισμένων εταιρειών - που αναφέρθηκαν ήδη στην αιτιολογική σκέψη 32. (152) Όσον αφορά τη διάρκεια της προσφυγής, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις. Αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου ότι η Επιτροπή πρέπει να τηρεί εύλογη προθεσμία κατά την έκδοση αποφάσεων μετά το πέρας διοικητικών διαδικασιών σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού(145). Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, που ξεκίνησε το 1991, είναι σημαντική. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους, ορισμένοι εκ των οποίων μπορούν να αποδοθούν στην ίδια την Επιτροπή και κάποιοι άλλοι στα μέρη. Στο βαθμό που, εν προκειμένω, η Επιτροπή πρέπει να επικριθεί, αναγνωρίζει την ευθύνη της. (153) Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή μειώνει το ποσό του προστίμου σε 4,4 εκατομμύρια ευρώ για τη FEG και σε 2,15 εκατομμύρια ευρώ για την TU, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Η FEG παρέβη το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ συμμετέχοντας σε συλλογική συμφωνία αποκλειστικής εμπορίας που αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση του εφοδιασμού εταιρειών που δεν είναι μέλη της FEG, βάσει συμφωνίας με τη NAVEG και εναρμονισμένων πρακτικών με προμηθευτές που δεν εκπροσωπούνταν στην NAVEG. Άρθρο 2 Η FEG παρέβη το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ περιορίζοντας, με άμεσο και έμμεσο τρόπο, την ελευθερία των μελών της να καθορίζουν ανεξάρτητα τις τιμές πώλησης. Ενήργησε τοιουτοτρόπως μέσω της δεσμευτικής συμφωνίας για σταθερές τιμές, της δεσμευτικής συμφωνίας για τις δημοσιεύσεις, της αποστολής στα μέλη της κατευθυντήριων γραμμών για μεικτές και καθαρές τιμές, και παρέχοντας ένα φόρουμ στο οποίο τα μέλη της συζητούσαν θέματα τιμών και εκπτώσεων. Άρθρο 3 Η TU παρέβη το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις παραβάσεις που προσδιορίζονται στα άρθρα 1 και 2. Άρθρο 4 1. Η FEG υποχρεούται να παύσει πάραυτα τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρα 1 και 2, εάν δεν το έχει ήδη πράξει. 2. Η TU υποχρεούται να παύσει άμεσα τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, εάν δεν το έχει ήδη πράξει. Άρθρο 5 1. Για τις παραβάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, επιβάλλεται στη FEG πρόστιμο 4,4 εκατομμυρίων ευρώ. 2. Για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 επιβάλλεται στην TU πρόστιμο 2,15 εκατομμυρίων ευρώ. Άρθρο 6 Τα πρόστιμα που αναφέρονται στο άρθρο 5 καταβάλλονται σε ευρώ εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στον ακόλουθο τραπεζικό λογαριασμό: 310-0933000-43 Europeese Commissie Bank Brussel Lambert Europees Agentschap Schumanplein 5 B - 1040 Brussel Μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, καταβάλλονται αυτοδικαίως τόκοι, με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις δραστηριότητές της στις συμφωνίες επαναγοράς (repos) από την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα εντός του οποίου εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, προσαυξημένου κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι 6 %. Άρθρο 7 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις: 1. De Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (FEG) Reitseplein 1 5037 AA Tilburg Κάτω Χώρες 2. De Technische Unie BV Bovenkerkerweg 10-12 1185 XE Amstelveen Κάτω Χώρες Η παρούσα απόφαση είναι εκτελεστή δυνάμει του άρθρου 256 της συνθήκης ΕΚ. Βρυξέλλες, 26 Οκτωβρίου 1999. Για την Επιτροπή Mario MONTI Μέλος της Επιτροπής (1) ΕΕ 13 της 21.2.1962, σ. 204/62. (2) ΕΕ L 148 της 15.6.1999, σ. 5. (3) ΕΕ 127 της 20.8.1963, σ. 2268/63· κανονισμός που αντικαταστάθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1999 από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2842/98 (ΕΕ L 354 της 30.12.1998, σ. 18). (4) Άρθρο 2 παράγραφος 1 και άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχεία στ) και ζ) του καταστατικού της ένωσης FEG (φάκελος, σ. 2639-2640). (5) Το άρθρο 3 του καταστατικού της ένωσης FEG σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ) των εσωτερικών κανονισμών της FEG. Στη γενική συνέλευση της FEG, που πραγματοποιήθηκε στις 25 Μαΐου 1989, η ισχύουσα απαίτηση σχετικά με τον κύκλο εργασιών της τάξης των 3,2 εκατομμυρίων ολλανδικών φιορινιών (1,44 εκατομμύρια ευρώ) αυξήθηκε σε 5 εκατομμύρια ολλανδικά φιορίνια (2,26 εκατομμύρια ευρώ) (φάκελος, σ. 532). (6) Στις 23 Ιουνίου 1994, η γενική συνέλευση των μελών της FEG αποφάσισε, προδήλως ως αποτέλεσμα της αίτησης πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή στην Instalnet BV στις 10 Ιουνίου 1994 (υπόθεση IV/35.011), ότι θα λαμβάνεται επίσης υπόψη ο κύκλος εργασιών που σημειώνεται στις υπόλοιπες χώρες της Κοινότητας (βλέπε έκθεση σχετικά με τη γενική συνέλευση της 23ης Ιουνίου 1994, φάκελος, σ. I-1678, και την επιστολή της FEG προς την CEF της 23ης Ιουνίου 1994, φάκελος, σ. 1955). (7) Στοιχεία της FEG για το 1994 (φάκελος, σ. 2622). (8) Ετήσια έκθεση της FEG για το 1993 (φάκελος, σ. 2588-2608). (9) Υπόμνημα της 3ης Μαΐου 1991 της FEG (φάκελος, σ. I-5361-5362). (10) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 10 (φάκελος, σ. F-23-203). (11) Βλέπε γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 10-11 (φάκελος, σ. F-22-203/3). Η FEG διακρίνει μεταξύ των ακόλουθων ομάδων προϊόντων: φωτισμός, καλώδια, εξαρτήματα και διακόπτες, εγκαταστάσεις διανομής, βιομηχανικοί διακόπτες, συστήματα ζεύξης και στήριξης, άλλα εξαρτήματα και μία ανάμεικτη ομάδα προϊόντων. (12) Βλέπε γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 11 (φάκελος, σ. F-22-203), όπου αναφέρεται ότι οι χονδρέμποροι βρίσκονται σε ανταγωνισμό πρωτίστως με άλλους χονδρέμπορους. Μεταξύ των άλλων ανταγωνιστών περιλαμβάνονται εργολάβοι ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, εργολάβοι με εμπορικές δραστηριότητες, καταστήματα DIY, έμποροι δομικού υλικού, και κατασκευαστές που διαθέτουν τα προϊόντα τους απευθείας. (13) Βλέπε άρθρο στην έκδοση του Οκτωβρίου 1994 της "Installatie journaal" (φάκελος, σ. I-4634) και συνέντευξη του γραμματέα της FEG στις 7 Φεβρουαρίου 1989 (φάκελος, σ. I-2114). (14) Βλέπε την απόφαση 97/277/ΕΚ της Επιτροπής Kesko/Tuko (ΕΕ L 110 της 26.4.1997, σ. 53). (15) Βλέπε τις οδηγίες του Ιουλίου 1997 σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 73/23/ΕΟΚ (ΕΕ L 77 της 26.3.1973, σ. 1). (16) Η απάντηση της FEG στις 21 Οκτωβρίου 1991 στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1990 (φάκελος, σ. 808). (17) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 11 (φάκελος, σ. F-32.204). (18) Μέλη μπορεί να είναι μόνον ολλανδικά φυσικά ή νομικά πρόσωπα (άρθρο 3 και άρθρο 5 παράγραφος 1 του καταστατικού της ένωσης NAVEG). Η NAVEG έχει καθορίσει διάφορες ομάδες προϊόντων, όπως καλώδια και σύρματα, φωτισμός, διακόπτες και άλλες ομάδες εξαρτημάτων. Μόνον η ομάδα προϊόντων φωτισμού παραμένει εμφανώς λειτουργική προς το παρόν (φάκελος, σ. 28). (19) Απάντηση της NAVEG στις 28 Αυγούστου 1991 σε αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής (φάκελος, σ. 517). (20) Στατιστικά στοιχεία για τον κύκλο εργασιών της NAVEG (φάκελος, σ. I-2767). Ο υπολογισμός του κύκλου εργασιών βασίζεται σε δεδομένα μόνον 15 εκ των 30 μελών της NAVEG. Σύμφωνα με τη συνοδευτική επιστολή, στην περίπτωση των στατιστικών στοιχείων για τον κύκλο εργασιών, τα άλλα μέλη δεν παρείχαν σχετικά δεδομένα. Συνεπώς, με όλες τις πιθανότητες, ο πραγματικός κύκλος εργασιών των μελών της NAVEG είναι σημαντικά υψηλότερος από το αναφερόμενο ποσό. (21) Απάντηση της FEG στις 13 Αυγούστου 1991 σε αιτήσεις πληροφοριών που υποβλήθηκαν στις 27 Ιουνίου και 25 Ιουλίου 1991 (φάκελος, σ. 376). (22) Βλέπε απάντηση της NAVEG στις 28 Αυγούστου 1991 σε αιτήσεις πληροφοριών που υποβλήθηκαν στις 27 Ιουνίου και 25 Ιουλίου 1991 (φάκελος, σ. 519) και την έκθεση σχετικά με τις συνομιλίες μεταξύ του διοικητικού συμβουλίου της FEG και της NAVEG της 28ης Φεβρουαρίου 1989, σύμφωνα με τις οποίες η NAVEG δέχεται μόνο μέλη που διανέμουν μέσω χονδρεμπόρων (φάκελος, σ. 1411). (23) Βλέπε γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 17 (φάκελος σ. F-22.209). Το μερίδιο αγοράς που έχει επιτύχει η NAVEG βάσει του κύκλου εργασιών των 185,5 εκατομμυρίων ολλανδικών φιορινιών είναι χαμηλότερο και ανέρχεται περίπου σε 5 %. Από την υποσημείωση 25 φαίνεται, όμως, ότι αυτό το στοιχείο βασίζεται σε ελλιπή δεδομένα. Συνεπώς, η εκτίμηση της FEG σχετικά με το μερίδιο αγοράς των μελών της NAVEG -10 %- είναι μη ρεαλιστική. (24) Απάντηση της FEG στις 13 Αυγούστου 1991 στις αιτήσεις πληροφοριών της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου και 25ης Ιουλίου 1991 (φάκελος, σ. 377), το "στρατηγικό σχέδιο" της FEG του Φεβρουαρίου 1993 (φάκελος, σ. I-1965-2000), την έκθεση για το "στρατηγικό πλαίσιο" της εταιρείας Bernard, ενημερωμένη έκδοση (φάκελος, σ. I-5278-5282) και τη βασική έκθεση "ηλεκτρολογικά εξαρτήματα" της 4ης Ιουνίου 1991 (φάκελος, σ. I-3480 και I-3522). Σύμφωνα με άρθρο της "Elan" του Νοεμβρίου 1991, η FEG εκπροσωπεί περίπου 60 από τους 70 χονδρέμπορους ηλεκτρικών εξαρτημάτων στις Κάτω Χώρες (φάκελος, σ. 981-982). (25) Βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 10 (φάκελος, σ. F-22-202). (26) Βλέπε την επιστολή του νομικού συμβούλου της FEG της 16ης Φεβρουαρίου 1996 (φάκελος, σ. 2263). (27) Βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 10 (φάκελος, σ. F-22-202). (28) Απαντήσεις διάφορων κατασκευαστών ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων στις αιτήσεις πληροφοριών της Επιτροπής που υποβλήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1991 (φάκελος, σ. 860 και εξής) και στις 27 Απριλίου 1993 (φάκελος, σ. 1614 και εξής). (29) Απάντηση της Draka Kabel της 15ης Ιουνίου 1993 στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής της 27ης Απριλίου 1991 (φάκελος, σ. 1614.107). (30) Επιστολές της Van Geel προς την CEF της 1ης Μαΐου 1990 (φάκελος, σ. 53) και 28ης Μαρτίου 1991 (φάκελος, σ. 205) και οι απαντήσεις της Van Geel την 1η Νοεμβρίου 1991 (φάκελος, σ. 915) και 23 Ιουλίου 1993 (φάκελος, σ. 1614.301) στις αιτήσεις πληροφοριών της Επιτροπής που υποβλήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1991 και 27 Απριλίου 1993 αντίστοιχα. (31) Επιστολή της 8ης Σεπτεμβρίου 1988 της Merlin Gerin προς την TU και επιστολές της 21ης Σεπτεμβρίου 1988 (φάκελος, σ. I-5162) και της 10ης Δεκεμβρίου 1990 (φάκελος, σ. I-5164-5165) της TU προς την Merlin Gerin, και επιστολή της 2ας Μαΐου 1990 της Merlin Gerin προς την CEF (φάκελος, σ. 60-61). (32) Εμπιστευτικό σχέδιο εμπορίας εξαρτημάτων Peha, Μάρτιος 1992 (φάκελος, σ. I-6094). (33) Φάκελος, σ. 2669. (34) Βλέπε την έκθεση της Rabobank "Στοιχεία και τάσεις", 1η Ιουλίου 1992 (επισυνάπτεται στην απάντηση της Draka Polva της 15ης Ιουνίου 1993 στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής που υπεβλήθη στις 27 Απριλίου 1993, φάκελος, σ. 1614.98). (35) Έκθεση Draka Polva, 9 Ιουλίου 1993 (φάκελος, σ. I-6342) και έκθεση Rabobank "Στοιχεία και τάσεις", 1η Ιουλίου 1992 (βλέπε υποσημείωση 34). (36) Φάκελος, σ. 741. (37) Πραγματοποιήθηκαν επιθεωρήσεις στη FEG, στα μέλη της FEG TU και Bernard, στη NAVEG, στα μέλη της NAVEG Hofte και Hemmink, και στον κατασκευαστή Draka Polva (φάκελος, σ. I-6481). (38) Μνημόνιο αριθ. 10219/Α της FEG για τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1991 (φάκελος, σ. Ι-229). (39) Επιστολές της FEG της 15ης Αυγούστου 1990 (φάκελος, σ. 39) και της 24ης Σεπτεμβρίου 1990 (φάκελος, σ. I-227). (40) Βλέπε φάκελο, σ. F-29-313. (41) Επιστολή της CEF της 5ης Απριλίου 1995 (φάκελος, σ. 2146). (42) Υπόμνημα του Υπουργείου Οικονομικών της 23ης Φεβρουαρίου 1959 όσον αφορά "τον έλεγχο στο πλαίσιο της πρώην συμφωνίας Agenten-Grossiers-Contract στον ηλεκτρολογικό τομέα" (φάκελος, σ. F-27-259). (43) Βλέπε υποσημείωση 42. (44) Βλέπε γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 29 (φάκελος, σ. F-22-220) και γραπτή απάντηση της TU, σ. 28 (φάκελος, σ. F-23-221). (45) Βλέπε την απάντηση της FEG της 13ης Αυγούστου 1991 στις αιτήσεις πληροφοριών που εκδόθηκαν στις 27 Ιουνίου και 25 Ιουλίου 1991 (φάκελος, σ. 378). Βλέπε επίσης στρατηγικό σχέδιο της FEG για το 1993 (φάκελος, σ. I-1965). (46) Βλέπε υποσημείωση 42 (φάκελος σ. F-27-265). (47) Φάκελος, σ. I-2647. (48) Φάκελος, σ. 1377 και σ. 1412. (49) Φάκελος, σ. 2660. (50) Φάκελος, σ. I-5727. (51) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 23 (φάκελος, σ. F-23-216). (52) Φάκελος, σ. I-2652. (53) Βλέπε επί παραδείγματι, την έκθεση της συνεδρίασης της FEG και της NAVEG της 28ης Φεβρουαρίου 1989 (φάκελος, σ. 1379α), την έκθεση των συζητήσεων μεταξύ της FEG και της NAVEG της 25ης Οκτωβρίου 1991 (φάκελος, σ. 1379β) , την επιστολή της FEG προς τη NAVEG της 18ης Νοεμβρίου 1991 (φάκελος, σ. 2672) και την επιστολή της NAVEG προς τα μέλη της, της 19ης Ιουνίου 1992 (φάκελος, σ. 5790). Όσον αφορά τη συμμετοχή της CEF στη FEG βλέπε επί παραδείγματι, την επιστολή της FEG προς τη NAVEG της 5ης Οκτωβρίου 1989 (φάκελος, σ. 919) και τα πρακτικά της εσωτερικής συνεδρίασης της TU της 18ης Οκτωβρίου 1989 (φάκελος, σ. I.3942). (54) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 21 (φάκελος, F-23.214). (55) Φάκελος, σ. I-2696. (56) Φάκελος, σ. 1379α και 1412. (57) Επιστολή της Hateha προς τη CEF της 24ης Μαΐου 1989 (φάκελος, σ. 63). (58) Επιστολές της Hateha της 24ης Μαΐου 1989 (φάκελος, σ. 63) και της 12ης Μαρτίου 1982 (φάκελος, σ. I-87). (59) Έκθεση της εσωτερικής συνεδρίασης της Hemmink της 25ης Φεβρουαρίου 1994 (φάκελος, σ. I-6250). (60) Βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 20 (φάκελος, σ. F-22.212). (61) Φάκελος, σ. I-5727. (62) Φάκελος, σ. I-4936. (63) Φάκελος, σ. I-5172. (64) Φάκελος, σ. I-4933. (65) Φάκελος, σ. I-4940. (66) Βλέπε τον πίνακα της αιτιολογικής σκέψης 6, που δείχνει ότι πολλά μέλη της FEG πραγματοποιούν μέρος του κύκλου εργασιών τους από την πώληση ηλεκτρονικών καταναλωτικών αγαθών. (67) Επιστολή της 29ης Αυγούστου 1989 (φάκελος, σ. I-946). (68) Φάκελος, σ. 1614.17. (69) Βλέπε γραπτή απάντηση της εταιρείας Bernard στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 25 (φάκελος, σ. F-23-116). (70) Φάκελος, σ. I-5134. (71) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 19 (φάκελος, σ. F-23-212). (72) Έκθεση συνεδρίασης της TU που πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου 1991 (φάκελος, σ. I-4952). (73) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 26 (φάκελος, F-23-219). (74) Φάκελος, σ. I-5357. (75) Φάκελος, σ. I-5358. (76) Φάκελος, σ. I-5359. (77) Φάκελος, σ. I-5357-5360. (78) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 25 (φάκελος, F-23-218). (79) Συγκεκριμένα: Alcoo BV, Bernard BV, Bolderheij BV, Brinkman & Germeraad BV, Conelgro BV, Cammaert BV, Van Egmond BV, Ehrbecker, Elauma BV, Eltema BV, Electro Metaal BV, Elgro BV, Den Hollander BV, Kasdorp, Oscar Keip BV, De Koning, Polimex, Rolff BV, Schiefelbusch, Schotman Elektro, Schuurman BV, Smelt BV, TU, Vibo, Waagmeester BV και Wolff (φάκελος, σ. I-287-289). (80) Βλέπε παράρτημα 4 της επιστολής του νομικού συμβούλου της FEG της 15ης Μαρτίου 1996 (φάκελος, σ. 2626). (81) Βλέπε τις απαντήσεις της Kasdorp στις 26 Αυγούστου 1991 (φάκελος, σ. 504), της Bernard στις 27 Αυγούστου 1991 (φάκελος, σ. 511) και της TU στις 28 Αυγούστου 1991 (φάκελος, σ. 525) στην κοινοποίηση των αιτιάσεων της 25ης Ιουλίου 1991. (82) Φάκελος, σ. 1614.316. (83) Φάκελος, σ. I-1805. (84) Φάκελος, σ. I-229. (85) Βλέπε παράρτημα 4 της επιστολής του νομικού συμβούλου της FEG της 15ης Μαρτίου 1996 (φάκελος, σ. 2625). (86) Βλέπε παράρτημα 5 της επιστολής του νομικού συμβούλου της FEG της 15ης Μαρτίου 1996 (φάκελος, σ. 2628). (87) Βλέπε επί παραδείγματι, τις εκθέσεις των συνεδριάσεων FEG-NAVEG της 28ης Φεβρουαρίου 1989 (φάκελος, σ. 1379α), την έκθεση της 24ης Απριλίου 1989 (φάκελος, σ. I-2647) και την έκθεση της 28ης Απριλίου 1986 (φάκελος, σ. I-2660). (88) Βλέπε τις εκθέσεις των συνεδριάσεων της TU της 13ης Δεκεμβρίου 1989 (φάκελος, σ. I-4940( και της 13ης Μαρτίου 1991 όσον αφορά την ΑΒΒ (φάκελος, σ. I-4952), την έκθεση της TU σχετικά με τη Holec (φάκελος, σ. I-5134) και την επιστολή της TU της 16ης Ιουλίου 1990 προς τη Draka Polva (φάκελος, σ. I-5172). (89) Βλέπε επιστολή της FEG της 4ης Δεκεμβρίου 1991 προς τη Smoka (φάκελος, σ. I-2063). (90) Φάκελος, σ. 2668. (91) Βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. (92) Βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG της 15ης Μαρτίου 1996 στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής της 16ης Φεβρουαρίου 1996 (φάκελος, σ. 2487). (93) Φάκελος, σ. 2667. (94) Βλέπε, επί παραδείγματι, το "φυλλάδιο Schotman για χαμηλότερη τιμή διάθεσης". Η Cegro (που αποτελείται από τα μέλη της FEG, Brinkman & Germeraad, Elgro, Keip, Rolff, Schiefelbusch και Wolff) ενημέρωσε τη FEG για τη φυλλάδα με επιστολή της 16ης Δεκεμβρίου 1991 και της ζήτησε να βολιδοσκοπήσει το συγκεκριμένο χονδρέμπορο επί του θέματος (φάκελος, σ. I-2038), όπερ και έπραξε η FEG με επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 1992 (φάκελος, σ. I-2037). Κατόπιν η Cegro ζήτησε πληροφορίες, με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με την αντίδραση που αντιμετώπισε η FEG όσον αφορά την επιστολή της προς την Schotman της 3ης Ιανουαρίου (φάκελος, σ. I-2041). Ενεργώντας τοιουτοτρόπως, η Cegro έθιξε επίσης το ζήτημα της FEG ως προς το κατά πόσον η FEG πρέπει να αντιδρά σε τιμές κάτω του κόστους ή μειωμένες τιμές. Η Cegro αναφέρει ότι "Επιθυμείτε να πληροφορηθείτε το σαφές αντικείμενο της συζήτησης σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Εάν με αυτό εννοείτε τη δεσμευτική απόφαση που εκδόθηκε προ ετών όσον αφορά τη διανομή 'φυλλαδίων για χαμηλότερη τιμή διάθεσης' η απάντηση είναι σαφής: Η συζήτηση των μέτρων που δύνανται να ληφθούν για την αποφυγή επανεμφανισης τέτοιων δημοσιεύσεων. Εν προκειμένω ενδείκνυται μία υπόμνηση". Στις 10 Φεβρουαρίου, η FEG απέστειλε υπόμνηση προς τη Schotman (φάκελος, σ. 2040). (95) Φάκελος, σ. I-800-808. (96) Φάκελος, σ. I-437. (97) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 33 (φάκελος, σ. F-23-226). (98) Φάκελος, σ. I-3304. (99) Φάκελος, σ. 563. Η FEG αμφισβητεί, όμως, τη θέση σε ισχύ των εν λόγω κανόνων, βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 35 (φάκελος, σ. F-22-226). (100) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 34 (φάκελος, σ. F-23-227). (101) Φάκελος, σ. I-1954. (102) Φάκελος, σ. I-5467. (103) Φάκελος, σ. 632. (104) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 34 (φάκελος, σ. F-23.227). (105) Βλέπε τις επιστολές της FEG της 18ης Ιουνίου 1990 (φάκελος, σ. I-729), της 12ης Δεκεμβρίου 1990 (φάκελος, σ. I-541) και της 29ης Απριλίου 1994 (φάκελος, σ. I-1881). (106) Φάκελος, σ. I-2089. Σε επιστολή της 28ης Φεβρουαρίου 1990, η FEG συνιστούσε στα μέλη της να αλλάξουν τις καθαρές τιμές τους για πλαστικούς σωλήνες κατόπιν μείωσης των τιμών από τους προμηθευτές. Εάν τα μέλη της FEG προσέφεραν καθαρές τιμές, τους συστήνετο να τις μειώσουν κατά 3 % (φάκελος, σ. I-2113). Αφότου εστάλη αυτή η Επιστολή, η FEG παρακολούθησε κατά πόσον τηρήθηκε η σύστασή της. Αναφέρεται εν προκειμένω η έκθεση της περιφερειακής συνεδρίασης της FEG της 22ας Μαρτίου 1990, στην οποία ο πρόεδρος ζητά να ενημερωθεί σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους τα μέλη τήρησαν την κατευθυντήρια γραμμή για τις τιμές της FEG. Κατά τη συνεδρίαση διαπιστώθηκε ότι, στην πράξη, τα μέλη τήρησαν τις συνιστώμενες μεικτές τιμές. Όμως η σύσταση για τις καθαρές τιμές δεν τηρήθηκε σε όλες τις περιπτώσεις. (107) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 29 (φάκελος, σ. F-23-222). (108) Βλέπε τις επιστολές της FEG προς τα μέλη της τής 18ης Ιουνίου 1990 (φάκελος, σ. I-729), της 12ης Δεκεμβρίου 1990 (φάκελος, σ. I-541) και της 29ης Απριλίου 1994 (φάκελος, σ. I-1881). (109) Φάκελος, σ. I-1813. (110) Βλέπε την επιστολή του νομικού συμβούλου της CEF της 20ής Ιουλίου 1993 (φάκελος, σ. 1712). (111) Βλέπε τιμοκαταλόγους των TU, Bernard και Wolff του Ιουλίου 1990 (φάκελος, σ. 881 και 1712). (112) Βλέπε έκθεση της ακρόασης, σ. 153 (φάκελος, F-29-432). (113) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 35 (φάκελος, σ. F-23-228). (114) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 31 (φάκελος, σ. F-23-224). (115) Βλέπε υποσημείωση 114. (116) Φάκελος, σ. I-4987. (117) Βλέπε τη γραπτή απάντηση της FEG στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 34 (φάκελος, σ. F-22-225). (118) Όπως εφαρμόστηκε στις 10 Ιουλίου 1990 (φάκελος, σ. 28). (119) Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1987 στην υπόθεση 45/85 Verband der Sachversicherer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 405, αιτιολογικές σκέψεις 29-33. (120) Βλέπε την πρώτη έκθεση της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό, που καλύπτει το 1971, σ. 35-36, σημείο 19, την τρίτη έκθεση για τον ανταγωνισμό, που καλύπτει το 1973, σ. 48, σημείο 53, την απόφαση 72/390/ΕΟΚ, Centrale Verwarming, (ΕΕ L 264 της 23.11.1972, σ. 327), την απόφαση 78/59/ΕΟΚ της Επιτροπής, Centraal Bureau voor de Rijwielhandel (ΕΕ L 20 της 25.1.1978, σ. 18), αιτιολογική σκέψη 21, την απόφαση 82/123/ΕΟΚ της Επιτροπής, VBBB/VBVB (ΕΕ L 54 της 25.2.1982, σ. 36) αιτιολογικές σκέψεις 39-40. (121) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 62. (122) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 26. (123) Βλέπε την απάντηση της FEG της 13ης Αυγούστου 1991 στις αιτήσεις πληροφοριών της Επιτροπής που υποβλήθηκαν στις 27 Ιουνίου και 25 Ιουλίου 1991 (φάκελος, σ. 379). (124) Βλέπε τους λογαριασμούς κερδών και ζημιών των μελών της FEG Vilters και Slabbers για το 1990/91 και 1986/87 (φάκελος, σ. 1003-1005). (125) Έκθεση σχετικά με τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της FEG της 29ης Ιουνίου 1993 (φάκελος, σ. I-1628). (126) Αυτό επεξηγείται από τις συζητήσεις σχετικά με την προσχώρηση της Van de Meerakker, που φαινομενικά πληρούσε όλα τα κριτήρια προσχώρησης, αλλά παρ' όλα αυτά δεν έγινε δεκτή ως μέλος. Βλέπε τις εκθέσεις σχετικά με τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της FEG που πραγματοποιήθηκαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1994 και 15 Νοεμβρίου 1994 (φάκελος, σ. I-1412 και I-1405). (127) Βλέπε για παράδειγμα, την έκθεση για τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της FEG που πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιουνίου 1990, σχετικά με τη Frige. Ομοίως αποκαλυπτικά είναι τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της FEG της 29ης Ιουνίου 1993 (φάκελος, σ. 1003-1005), που αναφέρουν ότι, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το τι θα συνέβαινε εάν κάθε υποβάλλων αίτηση προσχώρησης γινόταν δεκτός, ο πρόεδρος της FEG είπε: "Ορισμένα μέλη θα δυσαρεστούντο ιδιαίτερα". (128) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 4. (129) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 80. (130) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 80. (131) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 76. (132) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 62. (133) Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989στην υπόθεση 246/86 Belasco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2181, αιτιολογική σκέψη 15. (134) Βλέπε γραπτή απάντηση της TU στην κοινοποίηση των αιτιάσεων, σ. 29 (φάκελος, σ. F-23-222). (135) Βλέπε την απόφαση 82/367/ΕΟΚ της Επιτροπής, Hasselblad (ΕΕ L 161 της 12.6.1982, σ. 18), αιτιολογικές σκέψεις 39 και 65-66. (136) Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 40 έως 48, 50, 54 έως 56, 111, 113 και 114/73, Suiker Union κατά Επιτροπής, Συλλογή 1975, σ. 1663, αιτιολογικές σκέψεις 172-174 και απόφαση 89/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, Polypropylene (ΕΕ L 230 της 18.8.1986, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 87. (137) Απόφαση 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, βλέπε υποσημείωση 136 και ιδίως την αιτιολογική σκέψη 90 της εν λόγω απόφασης. (138) Markttverkenning electrotechnisch installatiemateriaal, φάκελος, σ. I-4649. Βλέπε επίσης το άρθρο "Internationalisering raakt vooral producent en grossier" (Η διεθνοποίηση επηρεάζει κυρίως τους κατασκευαστές και χονδρεμπόρους) στο περιοδικό Installatie Journall, Οκτώβριος 1994, όπου αναφέρεται ότι ολλανδοί ηλεκτρολόγοι στην παραμεθόριο περιοχή αγοράζουν τα υλικά τους από γερμανούς χονδρέμπορους λόγω των χαμηλότερων τιμών τους (φάκελος, σ. 4634). (139) Βλέπε την έκθεση για τις δραστηριότητες της επιτροπής προϊόντων φωτισμού της FEG, 30 Μαΐου 1988 (φάκελος, σ. 2046). (140) Επισυνάπτεται στην επιστολή της CEF προς την Επιτροπή, 7 Οκτωβρίου 1995 (φάκελος, σ. 2173). (141) Βλέπε για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972 στην υπόθεση 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή 1972, σ. 619, αιτιολογικές σκέψεις 115-116, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 1985, στηνυπόθεση123/83, BNIC κατά Clair, Συλλογή 1985, σ. 391, αιτιολογική σχέψη 29, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1985 στην υπόθεση 243/83, Binon κατά Agence et messageries de la presse, Συλλογή 1985, . 2015, αιτιολογική σκέψη 44 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Δεκεμβρίου 1997 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-13/95 και Τ-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997 II, σ. 1739, αιτιολογικές σκέψεις 158-164. (142) Βλέπε την πρώτη έκθεση της Επιτροπής για την πολιτική του ανταγωνισμού, που καλύπτει το 1971, σ. 36, αιτιολογική σκέψη 20 και την απόφαση 78/59/ΕΟΚ της Επιτροπής, Centraal Bureau voor de Rijwielhandel (ΕΕ L 20 της 25.1.1978, σ. 18), αιτιολική σκέψη 30. (143) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38. (144) Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1978 στην υπόθεση 19/77, Miller κατά Επιτροπής, Συλλογή 1978, σ. 131, αιτιολογική σκέψη 18, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 1990 στην υπόθεση C-279/87, Tipp-Ex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990 I, σ. 261, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995 στην υπόθεση Τ-29/92, Spo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. 289, αιτιολογικές σκέψεις 356-358 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Ιουλίου 1982 στην υπόθεση Τ-61/89, Dansk Pelsdyarvlerforening, Συλλογή 1992 II, σ. 1931, αιτιολογική σκέψη 157. (145) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουλίου 1997 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-213/95 και Τ-18/96, SCK and FNK, Συλλογή 1997 II, σ. 1739, αιτιολογική σκέψη 56 και απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998 στην απόφαση C-185/95 P, Baustahlgewebe, Συλλογή 1998 I, σ. 8485. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Οι σημαντικότεροι προμηθευτές των διάφορων ομάδων και υποομάδων ηλεκτρολογικών προϊόντων στην αγορά χονδρεμπορίου είναι(1): >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (1) Τα στοιχεία βασίζονται στην εμπιστευτική έκθεση "Έρευνα αγοράς για τα ηλεκτρολογικά εξαρτήματα" που εκπονήθηκε στις 17 Αυγούστου 1994 από την TU (φάκελος, σ. I-4655-4656) και στις απαντήσεις που έδωσαν διάφοροι κατασκευαστές/προμηθευτές σε αιτήσεις πληροφοριών που υποβλήθηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1991 και στις 27 Απριλίου 1993.