This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31999Q0802
European Parliament: Rules of procedure (14th edition)
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Κανονισμός (14η έκδοση)
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Κανονισμός (14η έκδοση)
ΕΕ L 202 της 2.8.1999, p. 1–108
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
No longer in force, Date of end of validity: 31/01/2003
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Κανονισμός (14η έκδοση)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 202 της 02/08/1999 σ. 0001 - 0108
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (14η έκδοση) Σημείωμα προς τον αναγνώστη: Τα κείμενα με πλάγια στοιχεία αφορούν τις ερμηνείες (άρθρο 180) του παρόντος Κανονισμού. ΠIΝΑΚΑΣ ΠΕΡIΕΧΟΜΕΝΩΝ >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> ΚΕΦΑΛΑIΟ I ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ Άρθρο 1 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η συνέλευση που εκλέγεται, βάσει των Συνθηκών, βάσει της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση και καθολική ψηφοφορία, και των εθνικών νομοθεσιών που έχουν θεσπισθεί κατ' εφαρμογή των Συνθηκών. 2. Οι εκλεγμένοι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιπρόσωποι ονομάζονται: "Medlemmer af Europa-Parlamentet" στα δανικά, "Mitglieder des Europäischen Parlaments" στα γερμανικά, "Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου" στα ελληνικά, "Members of the European Parliament" στα αγγλικά, "Diputados al Parlamento Europeo" στα ισπανικά, "Euroopan parlamentin jäsenet" στα φινλανδικά, "Députés au Parlement européen" στα γαλλικά, "Deputati al Parlamento europeo" στα ιταλικά, "Leden van het Europees Parlement" στα ολλανδικά, "Deputados ao Parlamento europeu" στα πορτογαλικά, "Ledamöter av Europaparlamentet" στα σουηδικά. Άρθρο 2 Ανεξαρτησία της εντολής Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκούν την εντολή τους ελευθέρως. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από εντολή. Άρθρο 3 Προνόμια και ασυλίες 1. Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει επισυναφθεί ως παράρτημα στη Συνθήκη της 8ης Απριλίου 1965 περί ιδρύσεως ενός ενιαίου Συμβουλίου και μιας ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Οι άδειες ελευθέρας διακινήσεως που εξασφαλίζουν στους βουλευτές την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου αμέσως μόλις του γνωστοποιηθεί η εκλογή τους. 3. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελλο που βρίσκεται στη κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλλων και λογαριασμών τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνον οι ίδιοι οι αφορώμενοι βουλευτές. Άρθρο 4 Συμμετοχή στις συνεδριάσεις και τις ψηφοφορίες 1. Σε κάθε συνεδρίαση εκτίθεται κατάλογος παρουσίας προς υπογραφήν από τους βουλευτές. 2. Τα ονόματα των βουλευτών των οποίων η παρουσία πιστοποιείται από τον εν λόγω κατάλογο αναγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδριάσεως. 3. Σε περίπτωση ψηφοφορίας δι' ονομαστικής κλήσεως, τα Συνοπτικά Πρακτικά αναφέρουν ποιοι βουλευτές συμμετείχαν και πώς εψήφισαν. Άρθρο 5 Πληρωμή εξόδων και αποζημιώσεις Το Προεδρείο ρυθμίζει τα της πληρωμής των εξόδων και την αποζημίωση των βουλευτών. Άρθρο 6 Άρση της ασυλίας 1. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρo από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτού ανακοινώνεται σε συνεδρίαση ολομελείας και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή. 2. Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις χωρίς καθυστέρηση και με τη σειρά υποβολής τους. 3. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την αρχή που υπέβαλε την αίτηση όσες πληροφορίες ή διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες για να σχηματίσει γνώμη σχετικά με την άρση της ασυλίας. Ακούει το βουλευτή του οποίου ζητείται η άρση της ασυλίας, εφόσον το ζητήσει, o οποίος και μπορεί να υποβάλει όσα έγγραφα και άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί προσήκοντα για το σχηματισμό της γνώμης αυτής. Μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλο βουλευτή. 4. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει πρόταση απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας. Ωστόσο, όταν η αίτηση άρσης της ασυλίας στηρίζεται σε περισσότερες κατηγορίες, κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής πρότασης απόφασης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η έκθεση της επιτροπής μπορεί να εισηγείται η άρση της ασυλίας να αναφέρεται αποκλειστικά στην ποινική δίωξη χωρίς να μπορεί να ληφθεί κατά του βουλευτή, ενόσω δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, οποιοδήποτε μέτρο κράτησης, προφυλάκισης ή οποιοδήποτε άλλo μέτρο που θα τον παρεμποδίζει στην εκτέλεση των καθηκόντων που συνεπάγεται η ιδιότητά του. Όταν η αίτηση άρσεως της ασυλίας συνεπάγεται τη δυνατότητα υποχρέωσης του βουλευτή να εμφανισθεί ως μάρτυρας ή εμπειρογνώμων, στερούμενος της ελευθερίας του, η κοινοβουλευτική επιτροπή: - θα μεριμνήσει, πριν προτείνει την άρση της ασυλίας, ώστε o βουλευτής να μην υποχρεωθεί να εμφανισθεί σε ημέρα ή ώρα που παρεμποδίζει ή δυσκολεύει το κοινοβουλευτικό του έργο ή ακόμη ότι θα μπορέσει να καταθέσει εγγράφως ή υπό άλλη μορφή που δεν θα δυσκολεύει την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών του υποχρεώσεων, - θα ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με το αντικείμενο της κατάθεσης, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να υποχρεωθεί ο βουλευτής να καταθέσει σχετικά με πληροφορίες που του δόθηκαν εμπιστευτικώς λόγω της ιδιότητάς του, τις οποίες δεν κρίνει σκόπιμο να αποκαλύψει. 5. Η επιτροπή δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη ενοχή του βουλευτή ούτε για το σκόπιμο ή μη σκόπιμο της ποινικής διώξεως για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που του καταλογίζονται, ακόμη και σε περίπτωση που η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση. 6. Η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται αυτεπαγγέλτως στην αρχή της ημερησίας διατάξεως της πρώτης συνεδριάσεως μετά την κατάθεσή της. Δεν θα γίνει δεκτή οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση ή τις προτάσεις απόφασης. Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 122, o βουλευτής για τον οποίο ζητείται η άρση της ασυλίας, δεν μπορεί να λάβει μέρος στη συζήτηση. Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της ώρας των ψηφοφοριών που ακολουθεί τη συζήτηση. Μετά από εξέταση από το Κοινοβούλιο ακολουθεί, μία και μοναδική ψηφοφορία επί κάθε μιας από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απορρίψεως μιας προτάσεως, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση. 7. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στην αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερωθεί σχετικά με τις δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε περίπτωση άρσης της βουλευτικής ασυλίας. Μόλις o Πρόεδρος λάβει την πληροφορία αυτή, την κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο. 8. Σε περίπτωση συλλήψεως ή διώξεως βουλευτού για αυτόφωρο αδίκημα, κάθε άλλος βουλευτής μπορεί να ζητήσει την αναστολή της ασκηθείσης ποινικής διώξεως ή κρατήσεως. Ο Πρόεδρος θα μεριμνήσει ώστε να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος όταν η σύλληψη ή δίωξη έχου ως αντικείμενο να υποχρεώσουν το βουλευτή να εμφανισθεί ως μάρτυρας ή εμπειρογνώμων παρά τη θέλησή του, χωρίς προηγουμένως να έχει αρθεί η ασυλία του. Άρθρο 7 Ελεγχος της εντολής 1. Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους. 2. Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον o τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απορρέουν από το άρθρο 6 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και το παράρτημα I του παρόντος Κανονισμού. Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτού του. 3. Εφόσον o διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και του άρθρου 8, παράγραφος 3, του παρόντος Κανονισμού. 4. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της εντολής βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση αναφέρεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού. Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, o Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί. 5. Όσο δεν έχει γίνει έλεγχος της εντολής τους και εφόσον δεν έχει ληφθεί απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεώς της, οι βουλευτές συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου και των οργάνων του με πλήρη δικαιώματα. 6. Στην αρχή κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, o Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Άρθρο 8 Διάρκεια της εντολής 1. Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Εκτός αυτού, η εντολή λήγει σε περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως. 2. Κάθε βουλευτής παραμένει εν ενεργεία μέχρι την έναρξη της πρώτης συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές. 3. Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί την παραίτησή του στον Πρόεδρο, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή η οποία τηv εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τη λήψη του εν λόγω εγγράφου. Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα ή το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ενημερώνει το Κοινοβούλιο, προκειμένου αυτό να αποφασίσει eάν θα διαπιστώσει ή όχι τη χηρεία. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαπίστωση της χηρείας πραγματοποιείται από της ημερομηνίας που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο πρακτικό παραίτησης. Το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε ψηφοφορία επί του θέματος. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, κυρίως δε στην περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες περίοδοι συνόδου επρόκειτο να διεξαχθούν στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η παραίτηση και της πρώτης συνεδριάσεως της αρμόδιας επιτροπής, πράγμα το οποίο θα στερούσε, λόγω της μη διαπίστωσης της χηρείας της θέσεως, από την πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει o βουλευτής που έχει παραιτηθεί, τη δυνατότητα της αντικαταστάσεως του τελευταίου κατά τις εν λόγω περιόδους συνόδου, θεσπίζεται μία απλοποιημένη διαδικασία. Με τη διαδικασία αυτή ανατίθεται στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, που είναι επιφορτισμένος με τα θέματα αυτά, να εξετάσει χωρίς καθυστέρηση κάθε παραίτηση η οποία έχει κοινοποιηθεί δεόντως και, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η οιαδήποτε καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, να ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3: - είτε, να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι η χηρεία της έδρας μπορεί να διαπιστωθεί, - είτε, να συγκαλέσει έκτακτη συνδερίαση της επιτροπής του για να εξετάσει κάθε ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετώπισε ο εισηγητής. 4. Το ασυμβίβαστο που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες γνωστοποιείται στο Κοινοβούλιο το οποίο λαμβάνει γνώση. Όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμούς σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, o Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο το οποίο διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας. 5. Οι αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για κάθε αποστολή που προτίθενται να αναθέσουν σε βουλευτή. Ο Πρόεδρος αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή να εξετάσει το συμβατό της σχεδιαζόμενης αποστολής με το γράμμα και το πνεύμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Ανακοινώνει τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στην Ολομέλεια, στο βουλευτή και στις ενδιαφερόμενες αρχές. 6. Λογίζεται ως ημερομηνία λήξεως της εντολής και ενάρξεως ισχύος της χηρείας: - σε περίπτωση παραιτήσεως: η ημερομηνία κατά την οποία το Κοινοβούλιο διαπίστωσε τη χηρεία της έδρας, σύμφωνα με το πρακτικό παραιτήσεως, - σε περίπτωση διορισμού σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είτε κατά τον εθνικό εκλογικό νόμο, είτε κατά το άρθρο 6 της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976: η ημερομηνία γνωστοποιήσεως από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης. 7. Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. 8. Κάθε αμφισβήτηση του κύρους ήδη ελεγχθείσης εντολής βουλευτού παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία οφείλει να υποβάλει έκθεση αμέσως στo Κοινοβούλιο το αργότερο μέχρι την έναρξη της επομένης περιόδου συνόδου. 9. Το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται, στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναινέσεως, vα χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας. Άρθρο 9 Κανόνες συμπεριφοράς 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων συμπεριφοράς των βουλευτών του. Οι κανόνες αυτοί εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 2 και επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό(1). Οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θίγουν ή να περιορίζουν την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ' αυτήν. 2. Οι Κοσμήτορες είναι αρμόδιοι για την έκδοση ονομαστικών αδειών εισόδου με διάρκεια ισχύος ενός έτους κατ' ανώτατο όριο στα πρόσωπα που επιθυμούν να έχουν συχνή πρόσβαση στους χώρους του Κοινοβουλίου με στόχο την πληροφόρηση των μελών του στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής τους εντολής προς το συμφέρον των ίδιων ή τρίτων. Σε αντιστάθμιση, τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να: - τηρούν τον κώδικα συμπεριφοράς που περιλαμβάνεται σε παράρτημα στον Κανονισμό(2). - εγγράφονται σε μητρώο το οποίο τηρούν οι Κοσμήτορες. Το μητρώο αυτό τίθεται στη διάθεση του κοινού κατόπιν αιτήσεως σε όλους τους τόπους εργασίας του Κοινοβουλίου και, με μορφή που καθορίζεται από τους Κοσμήτορες, στα γραφεία πληροφοριών του Οργάνου στα κράτη μέλη. Οι διατάξεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου διευκρινίζονται σε παράρτημα(3). 3. Οι κανόνες συμπεριφοράς, τα δικαιώματα και τα προνόμια τέως βουλευτών καθορίζονται με απόφαση του Προεδρείου. Δεν γίνεται διάκριση στη μεταχείριση πρώην βουλευτών. ΚΕΦΑΛΑIΟ II ΣΥΝΟΔΟI ΤΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ Άρθρο 10 Σύγκληση του Κοινοβουλίου 1. Κοινοβουλευτική περίοδος είναι η προβλεπόμενη από την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 διάρκεια της εντολής των βουλευτών. Σύνοδος είναι η περίοδος ενός έτους όπως προκύπτει από την εν λόγω Πράξη και τις Συνθήκες. Περίοδος συνόδου είναι η κατά κανόνα μηνιαία σύγκληση του Κοινοβουλίου που υποδιαιρείται σε ημερήσιες συνεδριάσεις. Οι συνεδριάσεις ολομελείας του Κοινοβουλίου που διεξάγονται την ίδια ημέρα θεωρούνται σαν μία μόνη συνεδρίαση. 2. Το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους και κυριαρχικά αποφασίζει για τη διάρκεια των διακοπών της συνόδου. 3. Το Κοινοβούλιο συνέρχεται εξάλλου αυτοδικαίως την πρώτη Τρίτη μετά παρέλευση μηνός από το τέλος της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. 4. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να τροποποιεί τη διάρκεια των διακοπών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, με αιτιολογημένη απόφαση η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των μελών του, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες από την προκαθορισμένη από το Κοινοβούλιο ημερομηνία επαναλήψεως της συνόδου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες. 5. Κατόπιν αιτήσεως είτε της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, είτε της Επιτροπής, ή του Συμβουλίου, o Πρόεδρος αφού συμβουλευθεί τη Διάσκεψη των Προέδρων, συγκαλεί εκτάκτως το Κοινοβούλιο. Εκτός αυτού, o Πρόεδρος έχει την ευχέρεια, με την συναίνεση της Διάσκεψης των Προέδρων, να συγκαλέσει εκτάκτως το Κοινοβούλιο κατόπιν αιτήσεως του ενός τρίτου των βουλευτών του. Άρθρο 11 Τόπος των συνεδριάσεων 1. Οι συνεδριάσεις Ολομελείας του Κοινοβουλίου καθώς και οι συνεδριάσεις των επιτροπών του διεξάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών. Για την έγκριση των προτάσεων για πρόσθετες περιόδους συνόδου στις Βρυξέλλες, καθώς και των τροποποιήσεων στις προτάσεις αυτές, απαιτείται ψηφοφορία με απλή πλειοψηφία. 2. Κάθε επιτροπή μπορεί με απόφασή της να ζητήσει την διεξαγωγή μιας ή περισσοτέρων συνεδριάσεών της σε άλλο τόπο. Η αιτιολογημένη αίτησή της διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, o οποίος την υποβάλλει στο Προεδρείο. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, o Πρόεδρος μπορεί να λάβει μόνος του την απόφαση. Οι αποφάσεις του Προεδρείου ή του Προέδρου, όταν είναι αρνητικές, πρέπει να είναι αιτιολογημένες. ΚΕΦΑΛΑIΟ III ΑΞIΩΜΑΤΟΥΧΟI Άρθρο 12 Πρεσβύτερος βουλευτής 1. Στη συνεδρίαση που προβλέπεται από το άρθρο 10 παράγραφος 3, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου, o πρεσβύτερος από τους παρόντες βουλευτές ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακήρυξη της εκλογής του Προέδρου. 2. Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του πρεσβυτέρου βουλευτού. Αν προκύψει θέμα σχεκτικό με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του πρεσβυτέρου βουλευτού, αυτός το παραπέμπει στην επιτροπή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής. Άρθρο 13 Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις 1. Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και οι Κοσμήτορες εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 136. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων. Υποβάλλονται από πολιτική ομάδα ή από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. Όταν όμως o αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι μπορούν να εκλέγουν και δια βοής. 2. Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να λαμβάνεται γενικά υπόψη μια δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών καθώς και των πολιτικών τάσεων. Άρθρο 14 Εκλογή του Προέδρου - Εναρκτήριος λόγος 1. Πρώτα εκλέγεται o Πρόεδρος. Πριν από κάθε ψηφοφορία οι υποψηφιότητες πρέπει να υποβάλλονται στον πρεσβύτερο βουλευτή, o οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν μόνον οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία τον μεγαλύτερο αριθμό των ψήφων· σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς o πρεσβύτερος από τους υποψηφίους. 2. Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, o πρεσβύτερος βουλευτής του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον o εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο. Άρθρο 15 Εκλογή των Αντιπροέδρων 1. Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι με ένα μόνο ψηφοδέλτιο. Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά την σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν. Αν o αριθμός των εκλεγέντων Αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους. Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς το άρθρο 14, παράγραφος 1, η υποβολή νέων υποψηφιοτήτων μεταξύ των διαφόρων γύρων ψηφοφορίας δεν προβλέπεται ρητώς κατά την εκλογή των Αντιπροέδρων, αυτή ισχύει αυτοδικαίως ως απορρέουσα από κυριαρχικό δικαίωμα της Συνέλευσης που πρέπει να μπορεί να αποφασίζει επί κάθε δυνατής υποψηφιότητας, και αυτό εφόσον η έλλειψη της εν λόγω δυνατότητας θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην καλή διεξαγωγή της εκλογής. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 18, παράγραφος 1, η σειρά των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία. Όταν η εκλογή δεν διεξάγεται με μυστική ψηφοφορία, η σειρά καθορίζεται από τη σειρά της εκφωνήσεως των ονομάτων από τον Πρόεδρο. Άρθρο 16 Εκλογή των Κοσμητόρων Μετά την εκλογή των Αντιπροέδρων, το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες. Η εκλογή αυτή διεξάγεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται και στην εκλογή των Αντιπροέδρων. Άρθρο 17 Διάρκεια της θητείας 1. Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί δυόμισι έτη. Όταν ένας βουλευτής αλλάξει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας του των δυόμισι ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή στο Σώμα των Κοσμητόρων. 2. Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος, o εκλεγόμενος σε αντικατάσταση βουλευτής ασκεί τα καθήκοντά του για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου του. Άρθρο 18 Χηρεύοντα αξιώματα 1. Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί o Πρόεδρος, ένας από τους Αντιπροέδρους ή ένας Κοσμήτωρ, o διάδοχός τους εκλέγεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις. Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του αντικαθισταμένου. 2. Εάν η έδρα που χηρεύει είναι η έδρα του Προέδρου, o πρώτος Αντιπρόεδρος ασκεί καθήκοντα Προέδρου μέχρι την εκλογή του νέου Προέδρου. Άρθρο 19 Καθήκοντα του Προέδρου 1. Ο Πρόεδρος διευθύνει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό, το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους. Μεταξύ των εξουσιών αυτών, περιλαμβάνεται και η εξουσία του να θέτει τα κείμενα σε ψηφοφορία με σειρά διαφορετική από τη σειρά ψηφοφοριών που καθορίζεται στο έγγραφο που αποτελεί το αντικείμενο της ψηφοφορίας. Κατ' αναλογία προς τις διατάξεις του άρθρου 130, παράγραφος 7, ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει επί τούτου την προηγούμενη συγκατάθεση του Σώματος. 2. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Διασφαλίζει την τήρηση του Κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών. Διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. 3. Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιο σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ' αυτό· αν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε μια συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σε αυτήν πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση. 4. Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις διοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, o οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες του. Άρθρο 20 Καθήκοντα των Αντιπροέδρων Αν o Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 15. ΚΕΦΑΛΑIΟ IV ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ Άρθρο 21 Σύνθεση του Προεδρείου 1. Το Προεδρείο αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους δεκατέσσερες Αντιπροέδρους του Κοινοβουλίου. 2. Οι Κοσμήτορες είναι μέλη του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο. 3. Κατά τις συνεδριάσεις του Προεδρείου, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Άρθρο 22 Καθήκοντα του Προεδρείου 1. Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει o Κανονισμός. 2. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του. 3. Το Προεδρείο, ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων. 4. Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 30. 5. Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού. 6. Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της καταστάσεως των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου. 7. Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες σύμφωνα με το άρθρο 25. 8. Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή εγκρίσεως διεξαγωγής συνεδριάσεων επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων καθώς και ταξιδιών μελέτης και εξετάσεως, τις οποίες πραγματοποιούν οι εισηγητές. 9. Το Προεδρείο διορίζει τον Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 182. 10. Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι ασκήσεως των εν λόγω καθηκόντων. 11. Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, το απερχόμενο Προεδρείο συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου. Άρθρο 23 Σύνθεση της Διασκέψεως των Προέδρων 1. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο πρόεδρος μιας πολιτικής ομάδος μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδος του. 2. Στις συνεδριάσεις της Διασκέψεως των Προέδρων οι μη εγγεγραμμένοι εκπροσωπούνται από δύο μη εγγεγραμμένους βουλευτές, οι οποίοι συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου. 3. Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναινέσεως σχετικά με θέματα περί των οποίων της ζητείται να αποφανθεί. Σε περίπτωση αδυναμίας επιτεύξεως συναινέσεως, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία επί τη βάσει της δυνάμεως εκάστης πολιτικής ομάδος. Άρθρο 24 Καθήκοντα της Διασκέψεως των Προέδρων 1. Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει o Κανονισμός. 2. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου. 3. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά όργανα και υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών. Το Προεδρείο ορίζει δύο αντιπροέδρους οι οποίοι επιφορτίζονται με την παρακολούθηση των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια και υποβάλουν τακτικά στη Διάσκεψη των Προέδρων έκθεση των δραστηριοτήτων τους στον τομέα αυτό. 4. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά όργανα ή οργανισμούς εκτός Κοινότητος. 5. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερησίας διατάξεως των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου. 6. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών και των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών καθώς και των μεικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών, των μονίμων αντιπροσωπειών και των ειδικών αντιπροσωπειών. 7. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 31. 8. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση εκπονήσεως εκθέσεων πρωτοβουλίας. 9. Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά προβλήματα και τα προβλήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες. Άρθρο 25 Καθήκοντα των Κοσμητόρων Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσεως θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο. Άρθρο 26 Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών 1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή προσωρινών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της. 2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερησίας διατάξεως των περιόδων συνόδου. 3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών. Άρθρο 27 Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών 1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της. 2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών. 3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών. Άρθρο 28 Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων 1. Τα Πρακτικά του Προεδρείου και της Διασκέψεως των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες, τυπώνονται και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου, εκτός εάν, κατ' εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά για να διαφυλάξουν τo απόρρητο. 2. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του Προεδρείου, της Διασκέψεως των Προέδρων και των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στο Δελτίο του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους. ΚΕΦΑΛΑIΟ V ΠΟΛIΤIΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ Άρθρο 29 Σχηματισμός των πολιτικών ομάδων 1. Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση. 2. Μια πολιτική ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές περισσοτέρων του ενός κρατών μελών. Ο ελάχιστος αριθμός βουλευτών που είναι απαραίτητος για το σχηματισμό μιας πολιτικής ομάδας καθορίζεται σε είκοσι τρεις βουλευτές εάν ανήκουν σε δύο κράτη μέλη, σε δεκαοκτώ βουλευτές εάν ανήκουν σε τρία κράτη μέλη και σε δεκατέσσερεις βουλευτές εάν ανήκουν σε τέσσερα ή περισσότερα κράτη μέλη. 3. Κάθε βουλευτής δεν μπορεί να ανήκει παρά σε μία μόνο πολιτική ομάδα. 4. Ο σχηματισμός μιας πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να αναφέρει το όνομα της ομάδας, το όνομα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της. 5. Η δήλωση περί σχηματισμού πολιτικής ομάδας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 30 Οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές 1. Οι βουλευτές που δεν ανήκουν σε καμία πολιτική ομάδα έχουν στη διάθεσή τους γραμματεία. Τις λεπτομέρειες ρυθμίζει το Προεδρείο κατόπιν προτάσεως του Γενικού Γραμματέα. 2. Το Προεδρείο ρυθμίζει επίσης το καθεστώς και τα κοινοβουλευτικά δικαιώματα των εν λόγω βουλευτών. Άρθρο 31 Κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων των πολιτικών ομάδων, των μη εγγεγραμμένων βουλευτών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην αίθουσα συνεδριάσεων. ΚΕΦΑΛΑIΟ VI ΣΧΕΣΕIΣ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜIΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρο 32 Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής 1. Αφού οι κυβερνήσεις των κρατών μελών συμφωνήσουν όσον αφορά την πρόταση για τον ορισμό Προέδρου της Επιτροπής, o Πρόεδρος ζητεί από τον προταθέντα υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να παρουσιάσει τις πολιτικές του κατευθύνσεις ενώπιον της Ολομέλειας. Τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση. Το Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση. 2. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει ή απορρίπτει την πρόταση για τον oρισμό υποψηφίου με την πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν. Η ψηφοφορία γίνεται δι' ονομαστικής κλήσεως. 3. Εάν o υποψήφιος εκλεγεί, o Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθώς και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και καλεί τις εν λόγω κυβερνήσεις και τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής να ορίσουν με κοινή συμφωνία τους υποψηφίους για τις διάφορες θέσεις Επιτρόπων. 4. Εάν το Κοινοβούλιο δεν εγκρίνει τον ορισμό, o Πρόεδρος ζητεί από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να υποδείξουν νέο υποψήφιο. Άρθρο 33 Εκλογή της Επιτροπής 1. Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους που έχουν προταθεί για τις διάφορες θέσεις της Επιτροπής, να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τον πιθανό τομέα της αρμοδιότητάς τους. Οι εν λόγω ακροάσεις είναι δημόσιες. 2. Κάθε επιτροπή καλεί τον ορισθέντα υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. 3. Ο εκλεγείς ως Πρόεδρος παρουσιάζει το Σώμα των Επιτρόπων και το πρόγραμμά τους ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν όλα τα Μέλη του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση. 4. Μετά τη συζήτηση, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εν προκειμένω εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 37. Το Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία επί της προτάσεως ψηφίσματος, εκλέγει ή απορρίπτει την Επιτροπή με την πλειοψηφία των ψηφισάντων. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την επόμενη σύνοδο. Η ψηφοφορία γίνεται δι' ονομαστικής κλήσεως. 5. Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στις κυβερνήσεις των κρατών μελών την εκλογή ή την απόρριψη της Επιτροπής. 6. Σε περίπτωση μεταβολής των χαρτοφυλακίων στο πλαίσιο της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, τα μέλη της Επιτροπής τα οποία αφορά η αλλαγή αυτή, καλούνται να εμφανισθούν ενώπιον των επιτροπών που είναι επιφορτισμένες με τους τομείς αρμοδιότητάς τους. Άρθρο 34 Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής 1. Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής. 2. Η πρόταση μομφής πρέπει να φέρει την ένδειξη "πρόταση μομφής" και να είναι αιτιολογημένη. Διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή. 3. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της προτάσεως αμέσως μετά την παραλαβή της. 4. Η συζήτηση σχετικά με την μομφή πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση στους βουλευτές της καταθέσεως της προτάσεως μομφής. 5. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζητήσεως. 6. Η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της προτάσεως μομφής. 7. Η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που εψήφισαν και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και στον Πρόεδρο της Επιτροπής. Άρθρο 35 Διορισμός των Μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου 1. Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως Μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της. 2. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί o προτεινόμενος υποψήφιος. 3. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της προτάσεως, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. 4. Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, o Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο. Άρθρο 36 Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 1. Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της. 2. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον η προτεινόμενη υποψηφιότητα πρέπει να εγκριθεί ή να απορριφθεί. 3. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της προτάσεως, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. 4. Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά, o Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο. 5. Η ίδια διαδικασία ισχύει για τους υποψηφίους στα αξιώματα του Αντιπροέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. ΔΗΛΩΣΕΙΣ Άρθρο 37 Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 1. Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση και εάν αυτή τη δήλωση ακολουθεί πλήρης συζήτηση ή ημίωρη υποβολή σύντομων και σαφών ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών. 2. Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει κατά πόσον θα περατώσει ή όχι τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν το πράττει, σε περίπτωση που αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός και εάν o Πρόεδρος υποβάλει, κατ' εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει μια συζήτηση με ψήφισμα, μια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. 3. Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία την ίδια ημέρα. Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτόν. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου. 4. Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές. 5. Μετά την έγκριση προτάσεως ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης προτάσεως, εφόσον o Πρόεδρος δεν λάβει κατ' εξαίρεση, άλλη απόφαση. Άρθρο 38 Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Διάσκεψη των Προέδρων, μπορεί να προσκαλέσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον αρμόδιο για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Επίτροπο ή κατόπιν συμφωνίας έναν άλλο Επίτροπο, να προβεί σε δήλωση προς το Κοινοβούλιο μετά από κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής και να εξηγήσει τις κυριότερες αποφάσεις της. Τη δήλωση επακολουθεί τουλάχιστον ημίωρη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές μπορούν να θέσουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις. Άρθρο 39 Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου 1. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να λάβει το λόγο για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει την διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου ιδίως όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση. Άρθρο 40 Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 1. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους. 2. Το Κοινοβούλιο διεξάγει γενική συζήτηση μετά την εν λόγω παρουσίαση. 3. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσκαλείται να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο, προκειμένου να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. 4. Ύστερα από αίτησή τους ή αίτηση του Κοινοβουλίου, o Πρόεδρος, o Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να παραστούν σε άλλες συνεδριάσεις. Άρθρο 41 Σύσταση σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών 1. Η σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή η οποία υποβάλλει έκθεση στην Ολομέλεια. 2. Το Συμβούλιο καλείται να ενημερώσει το Κοινοβούλιο σχετικά με το περιεχόμενο της σύστασής του και με τη θέση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Άρθρο 42 Προφορικές ερωτήσεις 1. Μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή την Επιτροπή και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου. Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, o οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν και σε ποιά σειρά θα εγγραφούν οι ερωτήσεις στην ημερήσια διάταξη. 2. Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζονται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί. 3. Για ερωτήσεις, που αφορούν τομείς αναφερόμενους στα άρθρα 17 και 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου. To Συμβούλιο πρέπει να απαντήσει εντός ευλόγου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο. 4. Ενας από τους συντάκτες της ερωτήσεως μπορεί να μιλήσει επί πέντε λεπτά για να αναπτύξει την ερώτηση. Ενα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση. Ο συντάκτης της ερώτησης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όλη την προαναφερθείσα διάρκεια του χρόνου αγόρευσης. 5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ' αναλογία το άρθρο 37, παράγραφοι 2, 3, 4 και 5. Άρθρο 43 Ώρα των ερωτήσεων 1. Η ώρα των ερωτήσεων προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή λαμβάνει χώρα σε κάθε περίοδο συνόδου και σε χρόνο που καθορίζει το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως της Διασκέψεως των Προέδρων. Εν προκειμένω μπορεί να προβλεφθεί χρόνος για ερωτήσεις στον Πρόεδρο και σε μεμονωμένα μέλη της Επιτροπής. 2. Κάθε βουλευτής μπορεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου συνόδου να απευθύνει μόνο μία ερώτηση προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή. 3. Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, o οποίος αποφασίζει ως προς το παραδεκτό και τη σειρά με την οποία θα εξετασθούν. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται αμέσως στον συντάκτη της ερωτήσεως. 4. Η ακολουθητέα διαδικασία για τη διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων αποτελεί αντικείμενο οδηγιών(4). Άρθρο 44 Γραπτές ερωτήσεις 1. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή με αίτημα γραπτής απαντήσεως. 2. Οι ερωτήσεις, υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, o οποίος τις διαβιβάζει στο ερωτώμενο όργανο. 3. Οι ερωτήσεις, με τις απαντήσεις τους, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 4. Όταν δεν δίδεται απάντηση εμπροθέσμως, τότε, κατόπιν αιτήσεως του συντάκτη της ερωτήσεως, εγγράφεται η ερώτησή του στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδριάσεως της αρμόδιας επιτροπής, εφαρμόζεται δε κατ'αναλογίαν η διαδικασία του άρθρου 43. 5. Ερωτήσεις, οι οποίες απαιτούν άμεση απάντηση, αλλά όχι λεπτομερή έρευνα (ερωτήσεις με προτεραιότητα), απαντώνται εντός τριών εβδομάδων. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μια τέτοια ερώτηση προτεραιότητας μια φορά το μήνα. 6. Λοιπές ερωτήσεις (ερωτήσεις χωρίς προτεραιότητα) απαντώνται εντός έξι εβδομάδων. 7. Οι βουλευτές διευκρινίζουν για τι είδους ερώτηση πρόκειται. Τη σχετική απόφαση λαμβάνει o Πρόεδρος. ΕΚΘΕΣΕΙΣ Άρθρο 45 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής Η ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής για τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζεται στις επιτροπές, οι οποίες μπορούν να φέρουν ειδικά και ουσιώδη θέματα ενώπιον της Ολομελείας, βάσει των υφισταμένων διαδικασιών. Άρθρο 46 Ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου 1. Η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη της Κοινότητας διαβιβάζεται στις εκάστοτε αρμόδιες επιτροπές. Εκάστη των εν λόγω επιτροπών μπορεί να διαβιβάσει τη γνωμοδότησή της στην αρμόδια επί των νομικών θεμάτων επιτροπή, η οποία υποβάλλει σχετική έκθεση στην Ολομέλεια. 2. Το εγκριθέν από την Ολομέλεια ψήφισμα και η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα Κοινοβούλια των κρατών μελών. Άρθρο 47 Άλλες εκθέσεις και ετήσιες εκθέσεις από άλλα θεσμικά όργανα 1. Άλλες εκθέσεις και ετήσιες εκθέσεις από άλλα θεσμικά όργανα, σχετικά με τις οποίες οι Συνθήκες προβλέπουν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ή σχετικά με τις οποίες η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά τη γνωμοδότηση αυτή απαραίτητη, διεκπεραιώνονται ως έκθεση που υποβάλλεται στην Ολομέλεια. 2. Άλλες εκθέσεις και ετήσιες εκθέσεις από άλλα θεσμικά όργανα, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή η οποία μπορεί να προτείνει την εκπόνηση έκθεσης βάσει του άρθρου 163 ή βάσει του άρθρου 62. ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ Άρθρο 48 Προτάσεις ψηφίσματος 1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να έχει περισσότερες από 200 λέξεις. 2. Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας. Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει την πρόταση ψηφίσματος από κοινού με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις. Μπορεί επίσης να εγκρίνει γνωμοδότηση ενδεχομένως υπό μορφήν επιστολής. Μπορεί επίσης να λάβει απόφαση ως προς την εκπόνηση εκθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται η έγκριση της Διασκέψεως των Προέδρων. 3. Οι συντάκτες προτάσεως ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις της επιτροπής και της Διασκέψεως των Προέδρων. 4. Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας προτάσεως ψηφίσματος. 5. Οι γνωμοδοτήσεις υπό μορφήν επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο. 6. Ο συντάκτης ή oι συντάκτες προτάσεως ψηφίσματος που υποβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 37, παράγραφος 2, 42, παράγραφος 5, ή 50, παράγραφος 2, έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία επ' αυτής. 7. Πρόταση ψηφίσματος που κατετέθη βάσει της παραγράφου 1, μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση, πριν αποφασίζει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ' αυτής. Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνον η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει μέχρι την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας. 8. Την πρόταση ψηφίσματος που αποσύρθηκε μπορεί να αναδεχθεί και να υποβάλει αμέσως εκ νέου ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή, ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την υποβολή της. Εναπόκειται στις επιτροπές να φροντίσουν ώστε οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και ανταποκρίνονται στους όρους που έχουν καθορισθεί, να αποτελέσουν το αντικείμενο συνέχειας και να μνημονευθούν δεόντως στα έγγραφα με τα οποία υλοποιείται αυτή η συνέχεια. Άρθρο 49 Συστάσεις προς το Συμβούλιο 1. Τουλάχιστον τριάντα δύο βουλευτές ή μια πολιτική ομάδα μπορούν να υποβάλουν πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο, σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στους τίτλους V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όταν το Κοινοβούλιο δεν έχει κληθεί να γνωμοδοτήσει σχετικά με διεθνή συμφωνία στο πλαίσιο του άρθρου 97 ή του άρθρου 98. 2. Οι προτάσεις αυτές παραπέμπονται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Εφόσον η εν λόγω επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, ζητεί από το Κοινοβούλιο να αποφανθεί στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από τον παρόντα Κανονισμό διαδικασιών. 3. Όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συντάξει έκθεση, αποστέλλει στο Κοινοβούλιο πρόταση συστάσεως προς το Συμβούλιο, καθώς και σύντομη αιτιολογική έκθεση και, ενδεχομένως, τη γνωμοδότηση των επιτροπών των οποίων τη γνώμη εζήτησε. Η εφαρμογή της παραγράφου αυτής δεν απαιτεί προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων. 4. Στην περίπτωση κατεπείγοντος εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 104 και 107. Άρθρο 50 Συζητήσεις επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων 1. Μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί ένα επίκαιρο, επείγον και σημαντικό θέμα (άρθρο 110, παράγραφος 3). 2. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα III, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή για την επόμενη συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διαγραφεί ένα προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα ή/και να περιληφθεί στη συζήτηση ένα μη προβλεπόμενο θέμα χωρίς ωστόσο να υπάρξει υπέρβαση του μεγίστου αριθμού θεμάτων που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Οι προτάσεις ψηφίσματος επί των επιλεγέντων θεμάτων κατατίθενται το αργότερo το απόγευμα της έγκρισης της ημερήσιας διάταξης, ενώ o Πρόεδρος ορίζει επακριβώς την προθεσμία για την κατάθεση των αντιστοίχων προτάσεων ψηφίσματος. 3. Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ' ανώτατο όριο τις 3 ώρες ανά περίοδο συνόδου, o συνολικός χρόνος αγορεύσεως των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 120, παράγραφοι 2 και 3. Ο υπόλοιπος χρόνος αγορεύσεως αφού αφαιρεθεί o χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, τις ψηφοφορίες καθώς και o συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων. 4. Στο τέλος της συζητήσεως διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 137 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή. ΟΙ ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 50 μπορούν να διοργανώνονται σε συλλογική βάση κάτω από την ευθύνη του Προέδρου και της Διάσκεψης των Προέδρων. 5. Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος, δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία βάσει του άρθρου 37 παράγραφος 4. 6. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μία πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων. Οι διατάξεις των άρθρων 143, 144 και 146 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερησία διάταξη για συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων. Οι προτάσεις ψηφίσματος για τη συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων κατατίθενται μόνο μετά την έγκριση του καταλόγου των θεμάτων. Όλα τα ψηφίσματα τα οποία δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπετγαι για τη συζήτηση αυτή, καθίστανται άκυρα. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίεσ, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Εννοείται ότι οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου τις προτάσεις ψηφίσματος αυτέσ, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 48, ή να εγγραφούν στη συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων της επομένης περιόδου συνόδου. Ένα θέμα δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων εάν υπάρχει ήδη στην νμερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου. Καμία διάταξη του Κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση προτάσεως ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 και εκθέσεως που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο. *** Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 126, παάγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρέπει να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες. Άρθρο 51 Γραπτές δηλώσεις 1. Το πολύ πέντε βουλευτές δύνανται να υποβάλουν γραπτή δήλωση 200 λέξεων το πολύ, η οποία αφορά ένα θέμα που εμπίπτει στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι γραπτές δηλώσεις τυπώνονται στις επίσημες γλώσσες και διανέμονται. Περιλαμβάνονται με τα ονόματα των προσυπογραφόντων σε πρωτόκολλο. 2. Κάθε βουλευτής μπορεί να προσυπογράψει μία τέτοια δήλωση. 3. Όταν μια δήλωση προσυπογράφεται από την πλειοψηφία των μελών του, o Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο. 4. Μια τέτοια δήλωση, διαβιβάζεται στο τέλος της επομένης συνόδου στα θεσμικά όργανα που αναφέρει με ένδειξη του ονόματος των προσυπογραφόντων. Περιλαμβάνεται στα Πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της εν λόγω περιόδου συνόδου. Με τη δημοσίευση αυτή περατούται η διαδικασία. 5. Γραπτή δήλωση που παρέμεινε πλέον των τριών μηνών στο πρωτόκολλο και δεν έχει υπογραφεί από το ήμισυ τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ακυρούται. Άρθρο 52 Διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή 1. Μια επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί προβλημάτων γενικής φύσεως ή επί ειδικών θεμάτων. Η επιτροπή πρέπει να καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτεί η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. 2. Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εγκρίνονται από την Ολομέλεια χωρίς συζήτηση. Άρθρο 53 Διαβολευση με την Επιτροπή των Περιφερειών 1. Μια επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών επί προβλημάτων γενικής φύσεως ή επί ειδικών θεμάτων. Η επιτροπή πρέπει να καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτεί η Επιτροπή των Περιφερειών. 2. Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών εγκρίνονται από την Ολομέλεια χωρίς συζήτηση. Άρθρο 54 Διοργανικές συμφωνίες Το Κοινοβούλιο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με άλλα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της εφαρμογής των Συνθηκών ή προκειμένου να βελτιώσει ή διασαφηνίσει τις διαδικασίες. Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να έχουν τη μορφή κοινών δηλώσεων, ανταλλαγών επιστολών ή κωδίκων συμπεριφοράς ή άλλων κατάλληλων μέσων. Υπογράφονται από τον Πρόεδρο μετά την έγκριση του Κοινοβουλίου. Επισυνάπτονται, ενδεχομένως, για ενημέρωση, ως παραρτήματα στον Κανονισμό. ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΣΧΕΣΕIΣ ΜΕ ΤΑ ΕΘΝIΚΑ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΑ Άρθρο 55 Ανταλλαγή πληροφοριών, επαφές και αμοιβαίες διευκολύνσεις 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνει τακτικά τα κοινοβούλια των κρατών μελών για τις δραστηριότητές του. 2. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αναθέτει στov Πρόεδρο την εντολή να διαπραγματεύεται διευκολύνσεις με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών στη βάση της αμοιβαιότητας και να προτείνει κάθε άλλο μέτρο για τη διευκόλυνση των επαφών με τα εθνικά κοινοβούλια. Άρθρο 56 Διάσκεψη των οργάνων που ασχολούνται ειδικώς με τα κοινοτικά θέματα (COSAC) 1. Κατόπιν προτάσεως του Προέδρου, η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τα μέλη της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην COSAC και μπορεί να τους αναθέσει εντολή. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας τίθεται ένας εκ των αντιπροέδρων που είναι επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια. 2. Τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας επιλέγονται με βάση τα θέματα που θα συζητηθούν στη συνεδρίαση της COSAC, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της συνολικής πολιτικής ισορροπίας εντός του Κοινοβουλίου. Μετά από κάθε συνεδρίαση, η αντιπροσωπεία υποβάλλει έκθεση. ΚΕΦΑΛΑIΟ VIII ΝΟΜΟΘΕΤIΚΕΣ ΔIΑΔIΚΑΣIΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 57 Ετήσιο νομοθετικίο πρόγραμμα 1. Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο, ως προς τον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2. Η Επιτροπή καταθέτει, τον Οκτώβριο, το ετήσιο νομοθετικό της πρόγραμμα, το οποίο περιέχει και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του νομοθετικού προγράμματος του προηγουμένου έτους. 3. Το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα αφορά: α) όλες τις προτάσεις νομοθετικού χαρακτήρα, β) τις συμφωνίες με τρίτες χώρες. Το πρόγραμμα συμπεριλαμβάνει εξάλλου όλες τις προτάσεις και τα έγγραφα νομοθετικού περιεχομένου, που ζητήθηκαν από τo Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο και που η Επιτροπή δέχτηκε να παρουσιάσει. Κάθε πράξη που περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα πρέπει να προσδιορίζει τη νομική της βάση και το χρονοδιάγραμμα έγκρισής της. 4. Το Κοινοβούλιο, πριν από το τέλος κάθε έτους, εγκρίνει ψήφισμα με το οποίο καθορίζει τις πολιτικές προτεραιότητες ως προς το νομοθετικό πρόγραμμα. 5. Σε περίπτωση επειγουσών και απροβλέπτων περιστάσεων, ένα θεσμικό όργανο μπορεί, κατόπιν ιδίας του πρωτοβουλίας, και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες στις συνθήκες, να προτείνει να προστεθεί ένα νομοθετικό μέτρο, πέραν αυτών που προτείνονται στο νομοθετικό πρόγραμμα. 6. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια. Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει επί του ετησίου νομοθετικού προγράμματος της Επιτροπής καθώς και επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου. 7. Σε περίπτωση που ένα θεσμικό όργανο αδυνατεί να σεβασθεί το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στο άλλο θεσμικό όργανο τους λόγους της καθυστερήσεως και προτείνει ένα νέο χρονοδιάγραμμα. 8. Το Κοινοβούλιο προβαίνει σε ανασκόπηση της προόδου επί της εφαρμογής του ετήσιου νομοθετικού προγράμματος κάθε έξι μήνες. Το πρόγραμμα μπορεί να αναθεωρηθεί στην αρχή του δεύτερου εξαμήνου του έτους. Άρθρο 58 Εξέταση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας καθώς και των οικονομικών επιπτώσεων Κατά την εξέταση νομοθετικής προτάσεως, το Κοινοβούλιο δίνει ιδιαίτερη προσοχή στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Εξάλλου, εάν η πρόταση έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται ή όχι επαρκείς οικονομικοί πόροι. Άρθρο 59 Νομοθετική πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 192 της Συνθήκης ΕΚ 1. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει κάθε κατάλληλη νομοθετική πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 192, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, με την έγκριση ψηφίσματος βάσει εκθέσεως πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, η οποία εξουσιοδοτείται σύμφωνα με το άρθρο 163. Το ψήφισμα εγκρίνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα αν ορίσει προθεσμία για την υποβολή της προτάσεως. 2. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας που ορίζεται από το άρθρο 163, η αρμόδια επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει ότι καμία πρόταση του είδους αυτού δεν βρίσκεται στη φάση της προετοιμασίας, ήτοι ότι: α) είτε καμμία πρόταση του είδους αυτού δεν περιέχεται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα, β) ή δεν έχει ξεκινήσει η προετοιμασία παρόμοιας προτάσεως ή έχει καθυστερήσει αδικαιολογήτως, γ) ή η Επιτροπή δεν έχει απαντήσει θετικά σε προγενέστερες αιτήσεις της επιτροπής ή σε αιτήσεις που εμπεριέχονται σε ψηφίσματα, τα οποία εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο με απλή πλειοψηφία. 3. Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από λεπτομερείς συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της αιτούμενης προτάσεως, η οποία θα πρέπει να σέβεται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα. 4. Εάν η αιτούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη. 5. Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε νομοθετικής προτάσεως που εκπονείται κατόπιν ειδικής αιτήσεως του Κοινοβουλίου. Άρθρο 60 Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων 1. Προτάσεις της Επιτροπής ή άλλα έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση. Οταν μία πρόταση περιέχεται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, o οποίος θα παρακολουθήσει την εκπόνηση της προτάσεως. Οι διαβουλεύσεις που ζητεί το Συμβούλιο ή οι αιτήσεις γνωμοδοτήσεως εκ μέρους της Επιτροπής διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση της σχετικής προτάσεως. Οι διατάξεις για την πρώτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 58, 63 έως 73, εφαρμόζονται στις νομοθετικές προτάσεις, είτε απαιτούν μία ή δύο ή τρεις αναγνώσεις. 2. Οι κοινές θέσεις του Συμβουλίου παραπέμπονται, για εξέταση, στην αρμόδια επιτροπή σε πρώτη ανάγνωση. Οι διατάξεις για τη δεύτερη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 74 έως 80, εφαρμόζονται στις κοινές θέσεις. 3. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή. Οι διατάξεις για την τρίτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 81 έως 83, εφαρμόζονται στη διαδικασία συνδιαλλαγής. 4. Τα άρθρα 62, 67, παράγραφοι 1 και 3, 68, 69, 144, 158, 159 και 162 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση 5. Αν η διάταξη του Κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του Κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση. Άρθρο 61 Διαβούλευση σχετικά με προτάσεις που υποβάλλονται από κράτος μέλος Οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί από ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ και για τις οποίες στη συνέχεια έχει κληθεί να γνωμοδοτήσει το Κοινοβούλιο, εξετάζονται σύμφωνα με τα άρθρα 58, 60, 62, 63 και 67 του Κανονισμού. Άρθρο 62 Μεταβίβαση της αρμοδιότητος αποφάσεως σε επιτροπή 1. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας επιτροπής, να παραπέμψει σε αυτή με δυνατότητα λήψεως αποφάσεως τη διαβούλευση, την αίτηση γνωμοδοτήσεως, την έκθεση πρωτοβουλίας (άρθρο 163) ή την έκθεση βάσει προτάσεως ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφοι 1 έως 5. 2. Εάν, μετά την παραπομπή για απόφαση, που έγινε σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα τρίτο των εν ενεργεία μελών της επιτροπής ζητήσει να ανακτήσει η Ολομέλεια την αρμοδιότητα αποφάσεως, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που διέπουν τη συζήτηση και την τροποποίηση των εκθέσεων επιτροπής στην Ολομέλεια. 3. Η συνεδρίαση κατά την οποία λαμβάνει απόφαση η επιτροπή, είναι δημόσια. 4. Η προθεσμία για την κατάθεση των τροπολογιών δημοσιεύεται στο Δελτίο του Κοινοβουλίου. 5. Αφού η επιτροπή εγκρίνει την έκθεσή της και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 117, παράγραφος 1 και του άρθρου 118, o Πρόεδρος την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της επομένης περιόδου συνόδου. Το ψήφισμα και οι τυχόν τροπολογίες θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί και εγγράφονται στα Πρακτικά, εκτός και εάν εκφράσει την αντίθεσή του γραπτώς, πριν από την έναρξη της δεύτερης ημέρας της περιόδου συνόδου, το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, που προέρχεται από τρεις τουλάχιστον πολιτικές ομάδες. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει την εν λόγω αντίθεση κατά την έναρξη της δεύτερης συνεδριάσεως της περιόδου συνόδου· στην περίπτωση αυτή, η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της εν λόγω περιόδου συνόδου ή της επομένης, και εξετάζεται με τη συνήθη διαδικασία. Ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών. Η αίτηση του ενός τρίτου των εν ενεργεία μελών μιας επιτροπής με σκοπό να ανακτηθεί και πάλι από την Ολομέλεια η αρμοδιότητα απόφασης, μπορεί να διατυπωθεί γραπτώς εκτός του πλαισίου της συνεδριάσης μιας επιτροπής με την προϋπόθεση ωστόσο ότι θα υποβληθεί πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης κατά την οποία η επιτροπή διορίζει τον εισηγητή επί του θέματος για το οποίο ζητείται να ανακτήσει η Ολομέλεια την αρμοδιότητα απόφασης. *** Οι κανονιστικές διατάξεις που λαμβάνονται υπόψη για την κατάθεση τροπολογιών είναι αυτές που περιέχονται στο άρθρο 139, παράγραφος 1, στο άρθρο 165, παράγραφος 4, που παραπέμπουν στο άρθρο 139, καθώς και στο άρθρο 62, και ειδικότερα η παράγραφος 4, βάσει της οποίας η ενδεχόμενη προθεσμία καθέσεως τροπολογιών πρέπει να δημοσιεύεται στο Δελτίο του Κοινοβουλίου· κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα να καταθέτει τροπολογίες σ' όλες τις επιτροπές σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 1 του Κανονισμού· ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο όταν η κοινοβουλευτική επιτροπή εξετάζει ζητήματα που της παραπέμφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 62. ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΕ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Άρθρο 63 Έλεγχος της νομικής βάσεως 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα τη νομική βάση για κάθε πρόταση της Επιτροπής, ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα. 2. Εάν η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσεως, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής. 3. Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση των προτάσεων που υποβλήθηκαν από την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επιτροπή. 4. Εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσεως, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ' αυτών πριν από την ψηφοφορία επί της ουσίας της προτάσεως. 5. Οι τροπολογίες που υποβάλλονται στην Ολομέλεια με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή ή η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή να έχουν αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, είναι απαράδεκτες. 6. Εάν η Επιτροπή δεν δέχεται να τροποποιήσει την πρότασή της ώστε να ευθυγραμμίζεται με τη νομική βάση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, o εισηγητής ή o πρόεδρος της επιτροπής για τα νομικά θέματα ή της αρμόδιας επιτροπής μπορούν να προτείνουν την αναβολή της ψηφοφορίας επί της ουσίας της προτάσεως για προσεχή συνεδρίαση. Άρθρο 64 Διαφάνεια στη νομοθετική διαδικασία 1. Καθ' όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας το Κοινοβούλιο και οι επιτροπές του ζητούν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τις προτάσεις της Επιτροπής υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για το Συμβούλιο και τις ομάδες εργασίας του. 2. Κατά την εξέταση μιας ειδικής προτάσεως της Επιτροπής, η αρμόδια επιτροπή καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να την κρατούν ενήμερη σχετικά με την πορεία της προτάσεως στα πλαίσια του Συμβουλίου και των ομάδων εργασίας του, ιδίως όσον αφορά τυχόν συμβιβασμούς, οι οποίοι θα επιφέρουν ουσιαστική τροποποίηση της αρχικής πρότασης της Επιτροπής, ή για την πρόθεση της Επιτροπής να αποσύρει την πρότασή της. Άρθρο 65 Τροποποίηση της προτάσεως της Επιτροπής 1. Εάν η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο ή εάν η αρμόδια επιτροπή πληροφορείται με άλλο τρόπο ότι η Επιτροπή προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της, η αρμόδια επιτροπή αναβάλλει την εξέταση του θέματος έως ότου λάβει τη νέα πρόταση ή τις τροποποιήσεις της Επιτροπής. 2. Εάν το Συμβούλιο τροποποιεί ουσιαστικά την πρόταση της Επιτροπής, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 71. Άρθρο 66 Θέση της Επιτροπής και του Συμβουλίου επί των τροπολογιών 1. Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί προτάσεως της Επιτροπής, ζητεί από την τελευταία να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, οι οποίες εγκρίθηκαν από την επιτροπή, και από το Συμβούλιο να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις του. 2. Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε τέτοια ανακοίνωση ή εάν δηλώσει ότι δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί όλες τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν από την αρμόδια επιτροπή, η τελευταία μπορεί να αναβάλει την τελική ψηφοφορία. 3. Εφόσον συντρέχει λόγος, η θέση της Επιτροπής περιέχεται στην έκθεση. ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Άρθρο 67 Περάτωση της πρώτης αναγνώσεως 1. Με επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 62, 114 και 158, παράγραφος 1, το Κοινοβούλιο εξετάζει τη νομοθετική πρόταση βάσει εκθέσεως, την οποία έχει εκπονήσει η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 159. 2. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει αρχικά επί των τροπολογιών που αφορούν την πρόταση στην οποία βασίζεται η έκθεση της αρμοδίας επιτροπής, κατόπιν επί της ενδεχομένως κατ' αυτόν τον τρόπο τροποποιηθείσης προτάσεως, εν συνεχεία επί των τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος, τέλος δε, επί του συνόλου του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, το οποίο περιέχει μόνο δήλωση, η οποία αναφέρει εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίπτει ή προτείνει τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής, και τυχόν αιτήματα επί της διαδικασίας. Η διαδικασία διαβουλεύσεων περατώνεται εάν το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος εγκριθεί. Εάν το Κοινοβούλιο δεν εγκρίνει το νομοθετικό ψήφισμα, η πρόταση παραπέμπεται εκ νέου στην αρμόδια επιτροπή. Κάθε έκθεση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 60, 63 και 159. Η υποβολή μη νομοθετικού ψηφίσματος από επιτροπή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο μιας ειδικής παραπομπής όπως προβλέπεται στα άρθρο 154 ή 163. 3. Το κείμενο της προτάσεως, με τη μορφή που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο, και το σχετικό ψήφισμα διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, ως γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου. Άρθρο 68 Απόρριψη προτάσεως της Επιτροπής 1. Αν πρόταση της Επιτροπής δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν, o Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να ανακαλέσει την πρότασή της πριν το Κοινοβούλιο ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. 2. Αν η Επιτροπή ανακαλέσει κατόπιν αυτού την πρότασή της, o Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία διαβουλεύσεως σχετικά με αυτή την πρόταση είναι άνευ αντικειμένου και πληροφορεί σχετικά το Συμβούλιο. 3. Αν η Επιτροπή δεν ανακαλέσει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο παραπέμπει εκ νέου το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή χωρίς να ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που ορίζεται από αυτό και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες. 4. Σε περίπτωση που η αρμόδια επιτροπή δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία, οφείλει να ζητήσει την εκ νέου παραπομπή σε επιτροπή βάσει του άρθρου 144, παράγραφος 1. Αν είναι απαραίτητο, το Κοινοβούλιο μπορεί να ορίσει νέα προθεσμία βάσει του άρθρου 144, παράγραφος 4. Εάν, δεν γίνει δεκτή η αίτηση της επιτροπής, το Κοινοβούλιο προβαίνει στη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. Άρθρο 69 Εγκριση τροπολογιών επί προτάσεως της Επιτροπής 1. Αν η πρόταση της Επιτροπής γίνει δεκτή στο σύνολό της, με τροπολογίες όμως που εγκρίθηκαν συγχρόνως, η ψηφοφορία επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος αναβάλλεται, έως ότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη θέση της για κάθε μία από τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου. Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοια δήλωση μετά το τέλος της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου επί της προτάσεώς της, η Επιτροπή ενημερώνει τον Πρόεδρο ή την αρμόδια επιτροπή για το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη δήλωση· η πρόταση εγγράφεται τότε στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αυτό το χρονικό σημείο. 2. Εφόσον η Επιτροπή ανακοινώσει ότι δεν προτίθεται να υιοθετήσει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, o εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής ή, εφόσον αυτός παραλείπει, o Πρόεδρος αυτής της επιτροπής υποβάλλει επίσημη πρόταση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά την σκοπιμότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. Πριν την υποβολή της προτάσεως αυτής, o εισηγητής ή o Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να αναστείλει την εξέταση του εν λόγω θέματος. Εφόσον το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία, το θέμα λογίζεται ως αναπεμφθέν στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει, προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν είναι σε θέση να τηρήσει την προθεσμία αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 68, παράγραφος 4. Μόνον οι τροπολογίες που κατατίθενται από την αρμόδια επιτροπή και αποβλέπουν στην επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή είναι παραδεκτές στο στάδιο αυτό. 3. Η εφαρμογή της παραγράφου 2 δεν στερεί από οιονδήποτε βουλευτή τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση αναπομπής σύμφωνα με το άρθρο 144. Σε περίπτωση παραπομπής επί τη βάσει της παραγράφου 2, η αρμόδια επιτροπή, οφείλει κατά πρώτον, σύμφωνα με την εντολή που της έχει δοθεί να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και, ενδεχομένως, να υποβάλει τροπολογίεσ, με στόχο την επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή, χωρίς υποχρέωση να επανεξετάσει στο σύνολό τους τις διατάξεις που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο. Υπ' αυτήν ωστόσο, την ιδιότητα λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος της παραπομπής, η επιτροπή είναι απολύτως ελεύθερη, εάν το θεωρεί απαραίτητο για την επίτευξη συμβιβασμού, να προτείνει την επανεξέταση των διατάξεων που έχουν υπερψηφισθεί στην Ολομέλεια. Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι είναι παραδεκτές μόνο οι συμβιβαστικές τροπολογίες της επιτροπής, και προκειμένου να μη θιγεί η κυριαρχία της Συνέλευσης, η έκθεση της παραγράφου 2, πρέπει να αναφέρει σαφώς τις διατάξεις που έχουν ήδη εγκριθεί και οι οποίες θα ακυρωθούν εφόσον υιοθετηθούν οι προτεινόμενεσ τροπολογίες. ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΓ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ Άρθρο 70 Παρακολούθηση γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλιου 1. Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της γνωμοδοτήσεώς του επί της προτάσεως της Επιτροπής o πρόεδρος και o εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση της προτάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου μεριμνώντας ιδίως ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τις τροπολογίες του. 2. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν με αυτή το εν λόγω ζήτημα. 3. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται σ' αυτό το άρθρο να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος βάσει του παρόντος άρθρου με το οποίο να συνιστά στο Κοινοβούλιο: - να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της ή - να καλέσει την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να ζητήσουν εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το Άρθρο 71 ή να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει μια νέα πρόταση ή - να αποφασίσει να λάβει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής. Άρθρο 71 Επαναλαμβανόμενη παραπομπή στο Κοινοβούλιο Διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης ΕΚ 1. Ο Πρόεδρος, κατόπιν αιτήσεως της αρμοδίας επιτροπής, καλεί την Επιτροπή να παραπέμψει εκ νέου την πρότασή της στο Κοινοβούλιο: - εάν κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου η Επιτροπή ανακαλέσει την αρχική της πρόταση για να την αντικαταστήσει με άλλο κείμενo, εκτός εάν η ανάκληση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ενσωματωθούν οι τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ή - εάν η Επιτροπή τροποποιήσει ή προτίθεται να επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αρχική της πρόταση, εκτός εάν η τροποποίηση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ενσωματωθούν οι τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ή - εάν λόγω παρόδου του χρόνου η αλλαγής των περιστάσεων, μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση, ή - εάν από τότε που το Κοινοβούλιο έλαβε θέση έχουν διεξαχθεί νέες εκλογές για το Κοινοβούλιο και εάν η Διάσκεψη των Προέδρων κρίνει τούτο ευκταίο. Διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση άλλων πράξεων 2. Κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας επιτροπής, o Πρόεδρος καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου κάτω από τις ίδιες συνθήκες και υπό τους ιδίους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, και επίσης όταν το Συμβούλιο τροποποιεί ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την αρχική πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο είχε γνωμοδοτήσει, εκτός εάν αυτό συμβαίνει προκειμένου να ενσωματωθούν οι τροπολογίες του Κοινοβουλίου. 3. Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης να παραπεμφθεί εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση για την έκδοση πράξεως, βάσει των οριζομένων σ'αυτό το άρθρο, εάν λάβει σχετικά απόφαση το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτών. Άρθρο 72 Διαδικασία συνεννοήσεως η οποία περιλαμβάνεται στη διοργανική συμφωνία του 1975 1. Για ορισμένες σημαντικές κοινοτικές αποφάσεις το Κοινοβούλιο μπορεί, κατά την έκδοση της γνωμοδοτήσεώς του, να κινήσει με ενεργό συμμετοχή της Επιτροπής διαδικασία συνεννοήσεως με το Συμβούλιο, όταν αυτό προτίθεται να απομακρυνθεί από τη γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου. 2. Η διαδικασία αυτή τίθεται σε εφαρμογή με πρωτοβουλία είτε του Κοινοβουλίου είτε του Συμβουλίου. 3. Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της αντιπροσωπείας και την ακολουθούμενη διαδικασία στην επιτροπή συνεννοήσεως, εφαρμόζεται το άρθρο 82, παράγραφοι 1 έως 7. 4. Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει έκθεση επί των αποτελεσμάτων της συνεννοήσεως. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψήφιση. Άρθρο 73 Έγκριση των τροπολογιών του Κοινοβουλίου από το Συμβούλιο 1. Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, το Συμβούλιο ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι εγκρίνει τις τροπολογίες του χωρίς, ωστόσο, να επιφέρει άλλες τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής ή όταν κανένα από αμφότερα τα θεσμικά όργανα δεν έχει τροποποιήσει την πρόταση της Επιτροπής, o Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η πρόταση έχει οριστικά εγκριθεί. 2. Προτού προβεί στην ανακοίνωση αυτή, o Πρόεδρος εξακριβώνει ότι τυχόν τεχνικές προσαρμογές του Συμβουλίου δεν επηρεάζουν την ουσία της προτάσεως. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ζητεί την γνώμη της αρμόδιας επιτροπής. Εάν οι τυχόν αλλαγές θεωρούνται ουσιαστικές, o Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι το Κοινοβούλιο θα προβεί σε δεύτερη ανάγνωση μόλις πληρωθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 74. 3. Ο Πρόεδρος, αφού προβεί στην ανακοίνωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο 1, υπογράφει μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου την προτεινόμενη πράξη και φροντίζει για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 84. ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Άρθρο 74 Ανακοίνωση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου 1. Η ανακοίνωση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου, σύμφωνα με τα άρθρα 251 και 252 της Συνθήκης EK, πραγματοποιείται όταν o Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία σε συνεδρίαση Ολομελείας. Ο Πρόεδρος προβαίνει στην αναγγελία αφού λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την κοινή θέση, όλες τις δηλώσεις στα Πρακτικά του Συμβουλίου όταν καθόρισε την κοινή θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων αυτών. Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Πρόεδρος εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής ή/και τον εισηγητή, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα κοινής θέσης και ότι δεν υφίστανται οι ακραίες περιπτώσεις του άρθρου 71. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο την κατάλληλη λύση. 2. Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμοδίας επιτροπής. Άρθρο 75 Παράταση των προθεσμιών 1. Κατόπιν αιτήσεως του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη δεύτερη ανάγνωση, ή κατόπιν αιτήσεως της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην Επιτροπή συνδιαλλαγής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη συνδιαλλαγή, o Πρόεδρος παρατείνει τις εν λόγω προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 7 της Συνθήκης ΕΚ. Για κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 252, στοιχείο ζ) της Συνθήκης ΕΚ, o Πρόεδρος ζητεί τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου. 2. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε αποφασισθείσα παράταση των προθεσμιών, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 7, της Συνθήκης ΕΚ κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου. 3. 3. Ο Πρόεδρος, κατόπιν διαβουλεύσεως με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, δύναται να συμφωνεί με αίτημα του Συμβουλίου για παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 252, στοιχείο ζ) της Συνθήκης ΕΚ. Άρθρο 76 Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία 1. Κατά την ημέρα της ανακοινώσεως του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 74, παράγραφος 1, η κοινή θέση λογίζεται αυτομάτως παρεπεμφθείσα στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και στις γνωμοδοτικές επιτροπές που είχαν επιληφθεί κατά την πρώτη ανάγνωση. 2. Η κοινή θέση εγγράφεται, ως πρώτο θέμα της ημερησίας διατάξεως κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμοδίας επί της ουσίας επιτροπής η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοινώσεώς της. Το Συμβούλιο μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει την κοινή θέση. 3. Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής o εισηγητής της πρώτης αναγνώσεως. 4. Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 80, παράγραφοι 2, 3 και 5, που αφορούν τη δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο· μόνον τακτικά μέλη ή μόνιμοι αναπληρωτές αυτής της επιτροπής μπορούν να καταθέσουν προτάσεις απορρίψεως ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων. 5. Πριν από την ψηφοφορία, η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο και τον εισηγητή να εξετάσει με τον πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον εκπρόσωπό του και μαζί με τον παρόντα αρμόδιο επίτροπο τις τροπολογίες που υποβλήθηκαν στην επιτροπή. Ο εισηγητής μπορεί να καταθέσει συμβιβαστικές τροπολογίες μετά την εξέταση αυτή. 6. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει Σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση με την oποία προτείνει την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη της κοινής θέσεως που καθόρισε το Συμβούλιο. Η Σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινομένης αποφάσεως. ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Άρθρο 77 Περάτωση της δεύτερης αναγνώσεως 1. Η κοινή θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η Σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της αρμοδίας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου εκείνης, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 75, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου. Επειδή οι συστάσεις για τη δεύτερη ανάγνωση είναι κείμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με αιτιολογική έκθεση με την η οποία κοινοβουλευτική επιτροπή αιτιολογεί τη στάση της ως προς την κοινή θέση του Συμβουλίου, δεν διενεργείται ψηφοφορία επ' αυτών των κειμένων. 2. Η δεύτερη ανάγνωση περατώνεται όταν εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους στα άρθρα 251 και 252 της Συνθήκης ΕΚ, το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίψει ή τροποποιήσει την κοινή θέση. Άρθρο 78 Εγκριση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου χωρίς τροπολογίες Εφόσον δεν υιοθετηθεί πρόταση για απόρριψη της κοινής θέσεως και δεν εγκριθούν τροπολογίες στην κοινή θέση σύμφωνα με τα άρθρα 79 και 80 εντός των προθεσμιών που ορίζονται για την υποβολή και ψήφιση τροπολογιών ή προτάσεων απορρίψεως, o Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η προτεινόμενη πράξη έχει οριστικά εγκριθεί. Η πρόταση υπογράφεται από τον Πρόεδρο και από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου· o Πρόεδρος μεριμνά για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 84. Άρθρο 79 Απόρριψη της κοινής θέσεως του Συμβουλίου 1. Η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές μπορούν, εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Πρόεδρο, να καταθέσει εγγράφως πρόταση απορρίψεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου. Αυτή η πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει, για να εγκριθεί, την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πρόταση για την απόρριψη της κοινής θέσεως πρέπει να ψηφισθεί πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών. 2. Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της προτάσεως για την απόρριψη της κοινής θέσεως, το Κοινοβούλιο μπορεί κατόπιv συστάσεως του εισηγητού, να εξετάσει περαιτέρω πρόταση απορρίψεως αφού ψηφίσει επί των τροπολογιών και ακούσει δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 5. 3. Εάν η κοινή θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, o Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί. 4. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, εάν η απόρριψη από το Κοινοβουλίου εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 252 της Συνθήκης ΕΚ, o Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, o Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί. Άρθρο 80 Τροπολογίες στην κοινή θέση του Συμβουλίου 1. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της κοινής θέσεως του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις ολομελείας. 2. Οι τροπολογίες στην κοινή θέση θεωρούνται παραδεκτές μόνον αν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 και αποσκοπούν α) στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσεως που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση ή β) στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου, ή γ) στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της κοινής θέσεως που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση χωρίς να συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση υπό την έννοια του άρθρου 71. δ) να λάβουν υπόψη ένα γεγονός ή μια νέα νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την πρώτη ανάγνωση. Η απόφαση του Προέδρου να κηρύξει τροπολογία παραδεκτή ή μη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. 3. Εάν, μετά την πρώτη ανάγνωση, έχουν λάβει χώρα εκλογές, χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοσθεί το άρθρο 71, o Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των περιορισμών του παραδεκτού που προβλέπονται στην παράγραφο 2. 4. Τροπολογία εγκρίνεται μόνον εφόσον συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. 5. Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών o Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να προβεί σε παρατηρήσεις. ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ Άρθρο 81 Σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής Αν το Συμβούλιο αδυνατεί να εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου στην κοινή θέση, o Πρόεδρος, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους προέδρους των πολιτικών ομάδων καθώς και με τον πρόεδρο και τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, μπορεί να συναινέσει για την ημερομηνία και τον τόπο της πρώτης συνεδριάσεως της επιτροπής συνδιαλλαγής. Η προθεσμία των έξι εβδομάδων για την επιτροπή συνδιαλλαγής να συμφωνήσει σε κοινό σχέδιο αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία συνεδριάζει για πρώτη φορά η επιτροπή. Άρθρο 82 Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής 1. Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου. 2. Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την συγκροτούν. 3. Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών των ενδιαφερομένων επιτροπών, εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικώv αντιπροσωπειών για μια περίοδο 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο πρόεδρος και o εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας. 4. Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες ορίζουν αναπληρωτές. 5. Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο η κάθε μια στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας. 6. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι o Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη. 7. Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της δεν είναι δημόσιες. Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής. 8. Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής, μαζί με τυχόν προταθείσες τροπολογίες ή προτάσεις συμβιβασμού, για να μπορέσει το τελευταίο να προβεί σε περαιτέρω διαδικαστικές ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ. ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ Άρθρο 83 Κοινό σχέδιο 1. Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται εν ευθέτω χρόνω στην ημερήσια διάταξη συνόδου Ολομελείας που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων, ή, εάν δοθεί παράταση, εντός οκτώ εβδομάδων, από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της. 2. Ο πρόεδρος ή ένα άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση επί του κοινού σχεδίου. Μετά τη δήλωση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί σύντομη συζήτηση. 3. Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο. 4. Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μιας και μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων. 5. Οταν δεν επιτυγχάνεται συμφωνία επί ενός κοινού σχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, o πρόεδρος ή ένα άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση. Μετά τη δήλωση αυτή πραγματοποιείται συζήτηση. Άρθρο 84 Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων 1. Τα κείμενα των πράξεων που εκδίδουν από κοινού το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπογράφονται από τον Πρόεδρο και από τον Γενικό Γραμματέα, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί. 2. Οι κανονισμοί, οι οδηγίες ή οι αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τιτλοφορούνται ανάλογα "κανονισμός", "οδηγία" ή "απόφαση", φέρουν αύξοντα αριθμό, την ημερομηνία της έγκρισης τους και κάνουν μνεία του αντικειμένου τους. 3. Οι κανονισμοί, οι οδηγίες ή οι αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο περιλαμβάνουν: α) αντιστοίχως, τον τύπο "Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης"· β) μνεία των διατάξεων δυνάμει των οποίων εκδίδονται o κανονισμός, η οδηγία ή η απόφαση, προηγουμένης της φράσεως "έχοντας υπόψη"· γ) τα "υπόψη" που αφορούν τις υποβληθείσες προτάσεις, καθώς και τις γνώμες και διαβουλεύσεις που έχουν συλλεγεί· δ) το σκεπτικό του κανονισμού, της οδηγίας ή απόφασης, που αρχίζει με τη λέξη "εκτιμώντας"· ε) αντιστοίχως, τον τύπο "εξέδωσαν τον παρόντα κανονισμό", "εξέδωσαν την παρούσα οδηγία", ή "εξέδωσαν την παρούσα απόφαση", των οποίων έπεται το κυρίως σώμα του κανονισμού, της οδηγίας ή της απόφασης. 4. Οι κανονισμοί, οι οδηγίες ή οι αποφάσεις διαιρούνται σε άρθρα, που ενδεχομένως, συνενώνονται σε κεφάλαια και τμήματα. 5. Το τελευταίο άρθρο ενός κανονισμού, μιας οδηγίας ή μιας απόφασης ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος στην περίπτωση κατά την οποία είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της εικοστής ημέρας μετά τη δημοσίευση. 6. Έπεται του τελευταίου άρθρου ενός κανονισμού, μιας οδηγίας ή μιας απόφασης: - η δέουσα διατύπωση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης, όσον αφορά τη θέση σε ισχύ της πράξης αυτής· - o τύπος "Έγινε στ... στις...", ακολουθούμενος από την ημερομηνία εκείνη κατά την οποία εκδίδεται o κανονισμός, η οδηγία ή η απόφαση· - o τύπος "Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, o Πρόεδρος", "Για το Συμβούλιο, o Πρόεδρος", ακολουθούμενος από τα ονόματα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του εν ενεργεία Προέδρου του Συμβουλίου τη στιγμή που υιοθετήθηκε o κανονισμός, η οδηγία ή η απόφαση. 7. Οι προαναφερθείσες πράξεις δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τη φροντίδα του Γενικού Γραμματέα του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΠΙ ΣΥΣΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Άρθρο 85 Διαδικασία γνωμοδότησης κατά την έννοια του άρθρου 121, της Συνθήκης ΕΚ 1. Το Κοινοβούλιο, όταν καλείται να δώσει τη γνώμη του επί των συστάσεων που διατύπωσε το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 121, παράγραφοι 2 και 4, της Συνθήκης ΕΚ, μετά από την παρουσίαση τους στην Ολομέλεια από το Συμβούλιο, αποφαίνεται με βάση πρόταση που υποβλήθηκε προφορικά από την αρμόδια επιτροπή του και η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη των συστάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της διαβούλευσης. 2. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει στη συνέχεια επί όλων μαζί των εν λόγω συστάσεων, επί των οποίων δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΜΦΩΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ Άρθρο 86 Περάτωση της διαδικασίας σύμφωνης γνώμης 1. Το Κοινοβούλιο, όταν του ζητηθεί, παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του σε διεθνή συμφωνία ή νομοθετική πρόταση ή σε περίπτωση διαπίστωσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΕ, σοβαρής και διαρκούς παραβίασης εκ μέρους κράτους μέλους των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της Συνθήκης ΕΕ (αρχή της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου), αποφασίζοντας βάσει συστάσεως της αρμόδιας επιτροπής του, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη του εγγράφου το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διαβούλευσης. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει στη συνέχεια σε μία και μοναδική ψηφοφορία επ' αυτού του εγγράφου, στο οποίο δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες. Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση της σύμφωνης γνώμης είναι η προβλεπόμενη στο αντίστοιχο άρθρο της Συνθήκης ΕΚ ή της Συνθήκης ΕΕ. 2. Για τις Συνθήκες προσχωρήσεως, τις διεθνείς συμφωνίες και τις περιπτώσεις διαπίστωσης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των κοινών αρχών εκ μέρους κράτους μέλους εφαρμόζονται αντιστοίχως τα άρθρα 96, 97 και 108. 3. Για τις νομοθετικές προτάσεις η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, προκειμένου να διευκολυνθεί η θετική έκβαση της διαδικασίας, την υποβολή στο Κοινοβούλιο προσωρινής εκθέσεως επί της προτάσεως της Επιτροπής μαζί με σχέδιο ψηφίσματος, που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της εν λόγω προτάσεως. Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει τουλάχιστον μία σύσταση με την ίδια πλειοψηφία που απαιτείται για τη σύμφωνη γνώμη, o Πρόεδρος ζητεί τη συνέχιση της εξέτασης με το Συμβούλιο. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει στην τελική της σύσταση για τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, ανάλογα με την έκβαση της εξέτασης με το Συμβούλιο. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ Άρθρο 87 Διαδικασίες σε σχέση με τον κοινωνικό διάλογο 1. Κάθε έγγραφo που συντάσσει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 138 της Συνθήκης ΕΚ και κάθε συμφωνία στην οποία έχουν καταλήξει οι κοινωνικοί εταίροι βάσει του άρθρου 139, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, καθώς και οι προτάσεις που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο για εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. 2. Όταν οι κοινωνικοί εταίροι ενημερώνουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να κινήσουν τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 139 της Συνθήκης ΕΚ, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να εκπονήσει έκθεση επί της ουσίας του προβλήματος. 3. Όταν οι κοινωνικοί εταίροι έχουν καταλήξει σε συμφωνία και ζητούν από κοινού την εφαρμογή της συμφωνίας με απόφαση του Συμβουλίου κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, η αρμόδια επιτροπή υποβάλει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος. ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ Άρθρο 88 Εκτελεστικές εξουσίες 1. Όταν η Επιτροπή διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο σχέδιο εκτελεστικού μέτρου, o Πρόεδρος διαβιβάζει το εν λόγω έγγραφο στην αρμόδια επιτροπή για την πράξη από την οποία απορρέουν οι εκτελεστικές διατάξεις. 2. Ο πρόεδρος, ή άλλο ορισθέν μέλος της αρμόδιας επιτροπής, μπορεί να προβεί σε διάλογο με την Επιτροπή. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να προτείνει στο Κοινοβούλιο να αντιταχθεί στο εκτελεστικό μέτρο. Εάν το Κοινοβούλιο αντιτίθεται στο εν λόγω μέτρο, o Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να αποσύρει ή να τροποποιήσει το μέτρο αυτό ή να υποβάλει πρόταση με βάση την ενδεδειγμένη νομοθετική διαδικασία. 3. Σε περίπτωση που ένα εκτελεστικό μέτρο παραπέμπεται στο Συμβούλιο και, συνεπώς, στο Κοινοβούλιο, το τελευταίο εφαρμόζει τη διαδικασία του άρθρου 112, παράγραφος 2. Άρθρο 89 Επίσημη κωδικοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας 1. Όταν μία πρόταση της Επιτροπής, για επίσημη κωδικοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας, υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Εφόσον διαπιστώνεται ότι η πρόταση δεν επιφέρει τροποποίηση επί της ουσίας της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας, ακολουθείται η κατά το άρθρο 158 διαδικασία. 2. Κατά την εξέταση και επεξεργασία της προτάσεως περί κωδικοποιήσεως μπορεί να συμμετέχει o πρόεδρος της επί της ουσίας αρμόδιας επιτροπής ή o υπ'αυτής οριζόμενος εισηγητής. Ενδεχομένως, η επί της ουσίας αρμόδια επιτροπή μπορεί προηγουμένως να εκφέρει τη γνώμη της. 3. Κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στο άρθρο 158, παράγραφος 3, η διαδικασία χωρίς έκθεση επί της προτάσεως επισήμου κωδικοποιήσεως, δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί εάν αντιταχθεί η πλειοψηφία των μελών της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, ή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. Άρθρο 90 Συνέπειες παραλείψεως ενεργείας του Συμβουλίου μετά από έγκριση ζης κοινής θέσεώς του στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας Εάν εντός τριμήνου προθεσμίας ή με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου εντός τετραμήνου κατ' ανώτατο όριο από την ανακοίνωση της κοινής θέσεως σύμφωνα με το άρθρο 252 της Συνθήκης ΕΚ, το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει ή τροποποιήσει την κοινή θέση του Συμβουλίου και εάν το Συμβούλιο δεν εγκρίνει την προτεινόμενη νομοθετική διάταξη σύμφωνα με την κοινή θέση, o Πρόεδρος μετά από διαβούλευση με την αρμόδια για τις νομικές υποθέσεις επιτροπή μπορεί να κινήσει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου τη διαδικασία προσφυγής κατά του Συμβουλίου στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 232 της Συνθήκης ΕΚ. Άρθρο 91 Προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου 1. Το Κοινοβούλιο εξετάζει την κοινοτική νομοθεσία εντός των προθεσμιών που ορίζουν οι Συνθήκες και o Οργανισμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για άσκηση προσφυγής των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και φυσικών ή νομικών προσώπων με σκοπό την εξασφάλιση του πλήρους σεβασμού των δικαιωμάτων του. 2. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει, εν ανάγκη προφορικώς έκθεση στο Κοινοβούλιο όταν έχει υπόνοιες ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του. ΚΕΦΑΛΑIΟ IX ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓIΣΜΟΥ Άρθρο 92 Γενικός προϋπολογισμός Οι διαδικασίες που ακολουθούνται για την εξέταση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των συμπληρωματικών προϋπολογισμών σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις των ιδρυτικών συνθηκών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υιοθετούνται από το Κοινοβούλιο με ψήφισμα και προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό(5). Άρθρο 93 Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού Οι διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με την απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις των ιδρυτικών συνθηκών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Δημοσιονομικό Κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμ(6). Το εν λόγω παράρτημα εγκρίθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 181 παράγραφος 2 του παρόντος Κανονισμού. Άρθρο 94 Ελεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτελέσεως του προϋπολογισμού 1. Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτελέσεως του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στην αρμόδια επιτροπή του για τον έλεγχο του προϋπολογισμού, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές. 2. Ωστόσο, εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως, βάσει προτάσεως ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την πρώτη ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος. ΚΕΦΑΛΑIΟ X ΣΥΝΘΗΚΕΣ Άρθρο 95 Τροποποίηση της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ 1. Οι προτάσεις τροποποιήσεως, που συντάσσονται από την Επιτροπή και το Συμβούλιο σε εφαρμογή του Άρθρου 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ, τυπώνονται συγχρόνως με τη σχετική θετική γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τα έγγραφα αυτά διανέμονται και παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή. Η επιτροπή, με την έκθεσή της, προτείνει την έγκριση ή απόρριψη του συνόλου της προτάσεως τροποποιήσεως. 2. Καμιά τροπολογία δεν είναι παραδεκτή και δεν επιτρέπονται ψηφοφορίες κατά τμήματα. Για να εγκριθεί το σύνολο της προτάσεως τροποποιήσεως απαιτείται πλειοψηφία των τριών τετάρτων των βουλευτών που εψήφισαν και πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. 3. Κάθε βουλευτής μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος προτείνοντας στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο τροποποιήσεις της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ κατά το άρθρο 95 της εν λόγω Συνθήκης. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος τυπώνεται, διανέμεται και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή. Εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο μόνο με την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν. Άρθρο 96 Συνθήκες προσχωρήσεως 1. Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. 2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμοδίας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας, ή τριάντα δύο τουλάχιστov βουλευτών, να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχει σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος. 3. Καθ'όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά πλήρη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή σχετικά με την πρόοδό τους, εάν δε χρειασθεί, σε εμπιστευτική βάση. 4. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι συστάσεις αυτές απαιτούν την ίδια πλειοψηφία με τη σύμφωνη γνώμη. 5. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οποιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για σύμφωνη γνώμη. 6. Το Κοινοβούλιο εκφράζει σύμφωνη γνώμη στην αίτηση ενός ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν, βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του. ΚΕΦΑΛΑIΟ XI ΔIΕΘΝΕIΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΕΞΩΤΕΡIΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑI ΚΟIΝΗ ΕΞΩΤΕΡIΚΗ ΠΟΛIΤIΚΗ ΚΑI ΠΟΛIΤIΚΗ ΑΣΦΑΛΕIΑΣ Άρθρο 97 Διεθνείς συμφωνίες 1. Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών σε ειδικούς τομείς, όπως τα νομισματικά θέματα ή το εμπόριο, η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου από την Επιτροπή σχετικά με τις συστάσεις της τελευταίας για διαπραγματευτική εντολή, εάν χρειασθεί εμπιστευτικά. 2. Το Κοινοβούλιο, βάσει προτάσεως της αρμοδίας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής. 3. Κατά την στιγμή όπου πρόκειται να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται από την Επιτροπή για την επιλεγείσα νομική βάση σχετικά με τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας που μνημονεύεται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την επιλεγείσα νομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 63. Εάν η Επιτροπή παραλείπει να υποδείξει νομική βάση, ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την καταλληλότητά της, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 63. 4. Καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά πλήρη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή σχετικά με την πρόοδό τους, εάν δε χρειασθεί, σε εμπιστευτική βάση. 5. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του και αφού εξετάσει όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 49, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας. 6. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για γνωμοδότηση ή σύμφωνη γνώμη. Για τη διαδικασία σύμφωνης γνώμης εφαρμόζεται το άρθρο 86. 7. Το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, εκδίδει γνωμοδότηση ή σύμφωνη γνώμη για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας ή χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. 8. Εάν η γνωμοδότηση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο είναι αρνητική, o Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία. 9. Εάν το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, αρνηθεί να δώσει τη σύμφωνη γνώμη του για διεθνή συμφωνία, o Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι δεν μπορεί να συναφθεί η σχετική συμφωνία. Άρθρο 98 Διαδικασίες που βασίζονται στο άρθρο 300 της Συνθήκης ΕΚ σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής ή αναστολής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμού της θέσης της Κοινότητας σε όργαν που συνιστάται από διεθνή συμφωνία Όταν η Επιτροπή ή/και το Συμβούλιο υποχρεούνται να ενημερώσουν αμέσως και εμπεριστατωμένα το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 300, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, διατυπώνεται δήλωση και πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 97 ή το άρθρο 104. Άρθρο 99 Διορισμός του Υπάτου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας 1. Πριν από τον ορισμό Ύπατου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, o Πρόεδρος καλεί τον ασκούντα την Προεδρία του Συμβουλίου να προβεί σε δήλωση ενώπιον του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 21 της Συνθήκης ΕΕ. Ο Πρόεδρος καλεί τον Πρόεδρο της Επιτροπής να προβεί επίσης σε δήλωση. 2. Μόλις διορισθεί o νέος Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 207 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, και πριν αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του, o Πρόεδρος καλεί τον Ύπατο Εκπρόσωπο να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσει στις ερωτήσεις της. 3. Μετά τη δήλωση και τις απαντήσεις για τις οποίες γίνεται μνεία στις παραγράφους 1 και 2 και με πρωτοβουλία της αρμόδιας επιτροπής ή σύμφωνα με το άρθρο 49, το Κοινοβούλιο δύναται να διατυπώσει σύσταση. Άρθρο 100 Διορισμός των ειδικών εκπροσώπων για τους σκοπούς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας 1. Όταν το Συμβούλιο προτίθεται να διορίσει ειδικό εκπρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΕ, o Πρόεδρος, αιτήσει της αρμόδιας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την εντολή, τους στόχους και άλλα συναφή θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα και τον ρόλο που θα διαδραματίσει o ειδικός εκπρόσωπος. 2. Μόλις διορισθεί o ειδικός εκπρόσωπος, αλλά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, o διορισθείς καλείται να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. 3. Εντός τριών μηνών από την ακρόαση αυτή, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διατυπώσει, σύμφωνα με το άρθρο 49, σύσταση που σχετίζεται άμεσα με την δήλωση του ειδικού εκπροσώπου και τις απαντήσεις του. Εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 62, παράγραφος 5. 4. Ο ειδικός εκπρόσωπος καλείται να τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως και συνεχώς ενήμερο σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της εντολής του. Άρθρο 101 Δηλώσεις του Ύπατου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας και άλλων ειδικών εκπροσώπων 1. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας μπορεί να κληθεί να προβεί σε δήλωση. Εν προκειμένω εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 37. 2. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος καλείται, τουλάχιστον τέσσερις φορές κατ έτος, να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής, να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος μπορεί επίσης να κληθεί σε άλλες περιπτώσεις, όποτε η επιτροπή το θεωρήσει απαραίτητο ή μετά από δική του πρωτοβουλία. 3. Όταν διορίζεται ειδικός εκπρόσωπος από το Συμβούλιο, με εντολή για συγκεκριμένα πολιτικά θέματα, μπορεί να καλείται να προβεί σε δήλωση στην αρμόδια επιτροπή, μετά από πρωτοβουλία του Κοινοβουλίου ή δική του. Άρθρο 102 Διεθνής Εκπροσώπηση 1. Όταν ορισθεί o υποψήφιος επικεφαλής εξωτερικής αντιπροσωπείας της Επιτροπής, μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Κοινοβουλίου για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. 2. Εντός τριών μηνών από την ακρόαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια επιτροπή μπορεί ή να εγκρίνει ψήφισμα ή να διατυπώσει σύσταση που σχετίζεται άμεσα με την πραγματοποιηθείσα δήλωση και τις δοθείσες απαντήσεις. Εν προκειμένω εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 62, παράγραφος 5. Άρθρο 103 Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας 1. Οταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 21 της Συνθήκης ΕΕ, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να διατυπώσει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 104 του παρόντος Κανονισμού. 2. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές εξασφαλίζουν ότι o Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή τους παρέχουν τακτική και έγκαιρη ενημέρωση για τις εξελίξεις και την εφαρμογή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και την Πολιτικής Ασφάλειας της Ένωσης, σχετικά με το προβλεπόμενο κόστος, κάθε φορά που εγκρίνεται μια απόφαση στο πεδίο της εν λόγω πολιτικής, η οποία συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις, και σχετικά με όλες τις άλλες δημοσιονομικές πλευρές που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων της εν λόγω πολιτικής. Κατ' εξαίρεση, μια επιτροπή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή του Υπάτου Εκπροσώπου, να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών. 3. Διεξάγεται, σε ετήσια βάση, συζήτηση σχετικά με το έγγραφο διαβούλευσης που εκπονεί το Συμβούλιο όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εν προκειμένω εφαρμόζονται οι διαδικασίες του άρθρου 37. (Βλ. επίσης την ερμηνεία υπό το άρθρο 49.) Άρθρο 104 Συστάσεις στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας 1. Η επιτροπή, που είναι αρμόδια για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή κατόπιν προτάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 49, έχει δικαίωμα να διατυπώσει συστάσεις στο Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της. 2. Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, η άδεια που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να χορηγηθεί από τον Πρόεδρο, o οποίος μπορεί επίσης να επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής. 3. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως των συστάσεων αυτών, οι οποίες πρέπει να τίθενται σε ψηφοφορία υπό τη μορφή γραπτού κειμένου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 117 και επιτρέπεται η κατάθεση προφορικών τροπολογιών. Η μη εφαρμογή του άρθρου 117 δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε επιτροπή και σε επείγουσα περίπτωση. Στις συνεδριάσεις επιτροπής που δεν χαρακτηρίζονται ως επείγουσες, και στην συνεδρίαση Ολομελείας, δεν επιτρέπεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 117. Η διάταξη που επιτρέπει την υποβολή προφορικών τροπολογιών έχει το νόημα ότι ένας βουλευτής δεν μπορεί να αντιταχθεί στη θέση σε ψηφοφορία προφορικών τροπολογιών σε επιτροπή. 4. Οι συστάσεις, που διατυπώνονται με τον τρόπο αυτό, εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της αμέσως επομένης περιόδου συνόδου που ακολουθεί την υποβολή τους. Σε περίπτωση κατεπείγοντος που αποφασίζεται από τον Πρόεδρο, οι συστάσεις μπορούν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη της τρέχουσας περιόδου συνόδου. Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός εάν, τουλάχιστον το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο εκφράσει, πριv από την έναρξη της περιόδου συνόδου, γραπτώς την αντίρρησή του· στην περίπτωση αυτή, οι συστάσεις της αρμόδιας επιτροπής εξετάζονται και τίθενται σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια κάθε μία στο σύνολό της κατά τη διάρκεια της αυτής περιόδου συνόδου. Μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες. ΚΕΦΑΛΑIΟ XII ΑΣΤΥΝΟΜIΚΗ ΚΑI ΔIΚΑΣΤIΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣIΑ ΣΕ ΠΟIΝIΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕIΣ Άρθρο 105 Ενημέρωση του Κοινοβουλίου στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. 1. Η επιτροπή που είναι αρμόδια μεριμνά για την πλήρη και τακτική ενημέρωση του Κοινοβουλίου όσον αφορά τις δραστηριότητες που ανακύπτουν από την εν λόγω συνεργασία καθώς και για να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι γνωμοδοτήσεις του όταν το Συμβούλιο υιοθετεί κοινές θέσεις καθορίζοντας τη στάση της Ένωσης ως προς συγκεκριμένο θέμα, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο α), της Συνθήκης ΕΕ. 2. Η συζήτηση που προβλέπεται στο άρθρο 39, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΕ διεξάγεται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από το άρθρο 37, παράγραφοι 2,3 και 4 του παρόντος Κανονισμού. 3. Κατ' εξαίρεση, με αίτημα της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, μια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών. Άρθρο 106 Διαβούλευση με το Κοινοβούλιο στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχεία β), γ) και δ) της Συνθήκης ΕΕ διεξάγεται βάσει των διατάξεων των άρθρων 58, 60, 62, 63, και 67 του παρόντος Κανονισμού. Κατά περίπτωση, η εξέταση της πρότασης εγγράφεται το αργότερο στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως Ολομελείας η οποία έχει ορισθεί να διεξαχθεί αμέσως πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ. Άρθρο 107 Συστάσεις στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων 1. Η επιτροπή, που είναι αρμόδια για τις διάφορες πλευρές της συνεργασίας στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή κατόπιν προτάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 49, έχει δικαίωμα να διατυπώνει συστάσεις στο Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της. 2. Σε επείγουσες περιπτώσεις, την άδεια για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 μπορεί να χορηγεί o Πρόεδρος, o οποίος μπορεί επίσης να δώσει άδεια για έκτακτη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής. 3. Οι συστάσεις που εγκρίνονται με τον τρόπο αυτό εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της αμέσως επόμενης περιόδου συνόδου. (Βλ. επίσης την ερμηνεία που περιέχεται υπό το άρθρο 49.) ΚΕΦΑΛΑIΟ XIII ΔIΑΠIΣΤΩΣΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΚΑI ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΠΑΡΑΒIΑΣΗΣ ΑΠΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΚΟIΝΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ (ΕΛΕΥΘΕΡIΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑ, ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠIΝΩΝ ΔIΚΑIΩΜΑΤΩΝ ΚΑI ΤΩΝ ΘΕΜΕΛIΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡIΩΝ, ΚΡΑΤΟΣ ΔIΚΑIΟΥ) Άρθρο 108 Διαπίστωση της παραβίασης 1. Κατόπιν αιτήσεως του ενός δεκάτου των βουλευτών που το απαρτίζουν, το Κοινοβούλιο μπορεί να διεξαγάγει συζήτηση και να ψηφίσει επί μιας προτάσεως ψηφίσματος που καλεί την Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΕ. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί προηγουμένως να ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής. 2. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι έχει λάβει αίτηση του Συμβουλίου για τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης του επί προτάσεως που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΕ, μαζί με τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Ταυτόχρονα προτείνει την προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας θα πρέπει να λάβει χώρα η ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο. Αυτό το διάστημα δεν πρέπει να είναι μικρότερο από ένα μήνα μετά την ανακοίνωση της παραλαβής της αιτήσεως, εκτός από επείγουσες και αιτιολογημένες περιπτώσεις. 3. Η σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου εγκρίνεται εάν συγκεντρώσει πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων που αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. 4. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, με βάση πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, να καταθέσει συνοδευτική πρόταση ψηφίσματος στην οποία καταγράφονται οι απόψεις του Κοινοβουλίου για τις κατάλληλες κυρώσεις και για τα κριτήρια βάσει των οποίων αυτές οι κυρώσεις αυτές θα τροποποιηθούν αργότερα ή θα ανακληθούν. 5. Η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και, εάν χρειάζεται, τη δυνατότητά του να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με όλα τα μέτρα που δίδουν συνέχεια στη σύμφωνη γνώμη του, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το Συμβούλιο καλείται να αναφέρει όλες τις σχετικές εξελίξεις. Κατόπιν προτάσεως της αρμοδίας επιτροπής, διατυπούμενης με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο. ΚΕΦΑΛΑIΟ XIV ΕΝIΣΧΥΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣIΑ Άρθρο 109 Διαδικασίες στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου 1. Οι προτάσεις της Επιτροπής για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών παραπέμπονται από τον Πρόεδρο, για εξέταση, στην αρμόδια επιτροπή. Εφαρμόζονται τα άρθρα 60 και 63 έως 72. 2. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 11 της Συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 40, 43 και 44 της Συνθήκης ΕΕ και των διατάξεων του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3. Οι πράξεις που προτείνονται μετέπειτα στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, όταν αυτή έχει καθιερωθεί, αντιμετωπίζονται από το Κοινοβούλιο βάσει των ίδιων διαδικασιών με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται η ενισχυμένη συνεργασία. ΚΕΦΑΛΑIΟ XV ΔIΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣIΩΝ ΤΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ Άρθρο 110 Σχέδιο ημερησίας διατάξεως 1. Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερησίας διατάξεως καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διασκέψεως των προέδρων των επιτροπών και λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος ετησίου νομοθετικού προγράμματος που προβλέπεται στο άρθρο 57. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να παρίστανται στη σύσκεψη της Διάσκεψης των Προέδρων για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μετά από πρόσκληση του Προέδρου. 2. Το σχέδιο ημερησίας διατάξεως μπορεί να αναφέρει το χρόνο της ψηφοφορίας επί ορισμένων από τα σημεία, των οποίων προβλέπει την εξέταση. 3. Το σχέδιο ημερησίας διατάξεως μπορεί να προβλέπει ένα ή δύο χρονικά διαστήματα μεγίστης συνολικής διαρκείας τριών ωρών για συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 50. 4. Το τελικό σχέδιο της ημερησίας διατάξεως διανέμεται στους βουλευτές τουλάχιστον τρεις ώρες πριν την έναρξη της περιόδου συνόδου. Άρθρο 111 Εγκριση και τροποποίηση της ημερησίας διατάξεως 1. Στην αρχή κάθε περιόδου συνόδου το Κοινοβούλιο αποφασίζει για το τελικό σχέδιο της ημερήσιας διατάξεως. Προτάσεις τροποποίησης μπορούν να υποβληθούν από μία επιτροπή, πολιτική ομάδα ή από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. Οι προτάσεις τροποποίησης πρέπει να περιέλθουν στον Πρόεδρο μία τουλάχιστον ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Ο Πρόεδρος μπορεί να παραχωρήσει το λόγο, για κάθε πρόταση, στο συντάκτη της, σε έναν αγορητή υπέρ και σε έναν κατά. Ο χρόνος αγορεύσεως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό. 2. Αφού εγκριθεί η ημερήσια διάταξη, δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί παρά μόνοv κατ' εφαρμογήν των άρθρων 112 και 143 έως 147 ή κατόπιν προτάσεως του Προέδρου. Αν μια πρόταση επί της διαδικασίας, αποβλέπουσα στην τροποποίηση της ημερησίας διατάξεως, απορριφθεί, δεν είναι δυνατόν να επανεισαχθεί κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου συνόδου. 3. Πριν κηρύξει τη λήξη της συνεδριάσεως, o Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία, την ώρα και την ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδριάσεως. Άρθρο 112 Κατεπείγον 1. Το κατεπείγον μιας συζητήσεως επί προτάσεως για την οποία απαιτείται η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1, μπορεί να προταθεί στο Κοινοβούλιο από τον Πρόεδρο, από επιτροπή, από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές, από μια πολιτική ομάδα, από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη. 2. Ο Πρόεδρος, μόλις του υποβληθεί αίτηση για κατεπείγουσα συζήτηση, ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο· η ψηφοφορία επί της αιτήσεως αυτής διεξάγεται κατά την έναρξη της συνεδριάσεως που ακολουθεί τη συνεδρίαση κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόταση στην οποία αναφέρεται η αίτηση έχει διανεμηθεί στις επίσημες γλώσσες. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις για κατεπείγουσα συζήτηση επί του ιδίου θέματος, η έγκριση ή η απόρριψη του κατεπείγοντος ισχύει για όλες τις αιτήσεις επί του θέματος αυτού. 3. Πριν από την ψηφοφορία μπορούν να λάβουν το λόγο μόνον o συντάκτης της αιτήσεως, ένας αγορητής υπέρ και ένας κατά, καθώς και o Πρόεδρος ή/και o εισηγητής της αρμοδίας επιτροπής και επί τρία λεπτά o καθένας κατ'ανώτατο όριο. 4. Τα θέματα τα οποία αποφασίσθηκαν ως κατεπείγοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ζητημάτων της ημερησίας διατάξεως. Ο χρόνος της συζητήσεως και της ψηφοφορίας επ'αυτών ορίζεται από τον Πρόεδρο. 5. Η συζήτηση με διαδικασία κατεπείγοντος μπορεί να διεξαχθεί χωρίς έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 158 παράγραφος 1 ή, κατ' εξαίρεση, βάσει προφορικής εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής. Άρθρο 113 Κοινή συζήτηση Κοινή συζήτηση θεμάτων της αυτής φύσεως ή που εκ των πραγμάτων συνδέονται μπορεί να αποφασισθεί οποτεδήποτε. Άρθρο 114 Διαδικασία χωρίς συζήτηση 1. Αν η αρμόδια επιτροπή ζητήσει από το Κοινοβούλιο να ψηφίσει επί της εκθέσεώς της χωρίς συζήτηση ή αν η αρμόδια επιτροπή έχει γνωμοδοτήσει για πρόταση της Επιτροπής χωρίς έκθεση, σύμφωνα με το άρθρο 158 παράγραφος 1, ή ακολουθώντας την απλοποιημένη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρo 158 παράγραφος 2, τότε αυτή η πρόταση ή έκθεση εγγράφεται στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής. 2. Επί της προτάσεως της Επιτροπής και, αν συντρέχει λόγος, επί του νομοθετικού ψηφίσματος που περιέχεται στην έκθεση της επιτροπής, διεξάγεται ψηφοφορία χωρίς συζήτηση εφόσον δεν αντιταχθούν προηγουμένως τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. Στην τελευταία περίπτωση, η έκθεση εγγράφεται στο σχέδιο της ημερησίας διατάξεως μιας από τις επόμενες περιόδους συνόδου, ως έκθεση με συζήτηση. Ωστόσο σε περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας χωρίς έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 158, παράγραφος 1, η πρόταση της Επιτροπής διαβιβάζεται προς επανεξέταση στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η διαδικασία χωρίς συζήτηση εφαρμόζεται όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν έχει καταθέσει τροπολογίες ή οι κατατεθείσες τροπολογίες έχουν εγκριθεί όλες με λιγότερες από τέσσερις ψήφους κατά. Άρθρο 115 Προθεσμίες Εκτός από τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που προβλέπονται στα άρθρα 50 και 112, δεν είναι δυνατόν να αρχίσει συζήτηση και ψηφοφορία επί κειμένου παρά μόνον αν το κείμενο αυτό έχει διανεμηθεί τουλάχιστον ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα. ΚΕΦΑΛΑIΟ XVI ΓΕΝIΚΟI ΚΑΝΟΝΕΣ ΔIΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡIΑΣΕΩΝ Άρθρο 116 Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων 1. Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην αίθουσα συνεδριάσεων εκτός από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, τo Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, τα μέλη του προσωπικού που πρέπει να παρίστανται για υπηρεσιακούς λόγους και τους εμπειρογνώμονες ή τους υπαλλήλους της Ενωσης. 2. Μόνον όσοι κατέχουν δελτίο εισόδου, εκδοθέν κανονικά προς τούτο από τον Πρόεδρο ή το Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, γίνονται δεκτοί στα θεωρεία. 3. Όσοι από το κοινό γίνονται δεκτοί στα θεωρεία οφείλουν να μένουν καθιστοί και να σιωπούν. Οποιος εκφράζει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία αποβάλλεται αμέσως από τους κλητήρες. Άρθρο 117 Γλώσσες 1. Όλα τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες. 2. Οι ομιλίες που γίνονται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας διερμηνεύονται ταυτόχρονα σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κρίνει αναγκαίο το Προεδρείο. Όταν διαπιστωθεί, μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας, ότι υπάρχει διαφορετική διατύπωση του κειμένου στις διάφορες γλώσσες, ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 5. Αν θεωρήσει έγκυρο το αποτέλεσμα, θα αποφασίσει ποία διατύπωση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί. Παρ' όλα αυτά, η διατύπωση του πρωτοτύπου κειμένου δεν υμπορεί να θεωρείται ως το επίσημο κείμενο κατά γενικό κανόνα, διότι μπορεί να προκύψει περίπτωση στην οποία η διατύπωση σε όλες τις άλλες γλώσσεις να διαφέρει από το πρωτότυπο κείμενο. Άρθρο 118 Διανομή εγγράφων Τα έγγραφα επί των οποίων βασίζονται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου τυπώνονται και διανέμονται στους βουλευτές. Κατάλογος των εγγράφων αυτών δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των Συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι βουλευτές και οι πολιτικές ομάδες έχουν άμεση πρόσβαση στο εσωτερικό σύστημα πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να συμβουλεύονται οποιοδήποτε μη εμπιστευτικό προπαρασκευαστικό έγγραφο (σχέδιο έκθεσης, σχέδιο σύστασης, σχέδιο γνωμοδότησης, έγγραφο εργασίας, τροπολογίες που έχουν κατατεθεί σε επιτροπή). Άρθρο 119 Παραχώρηση του λόγου και περιεχόμενο των παρεμβάσεων 1. Κανένας βουλευτής δεν μπορεί να λάβει το λόγο χωρίς να κληθεί από τον Πρόεδρo. Ο αγορητής αγορεύει από τη θέση του και απευθύνεται στον Πρόεδρο· o Πρόεδρος μπορεί να τον καλέσει να ανέλθει στο βήμα. 2. Αν o αγορητής απομακρυνθεί από το θέμα του, o Πρόεδρος τον επαναφέρει. Αν ένας αγορητής επαναφερθεί δύο φορές στο θέμα του κατά την ίδια συζήτηση, o Πρόεδρος έχει το δικαίωμα, την τρίτη φορά, να του αφαιρέσει το λόγο μέχρι το τέλος της συζητήσεως επί του ιδίου θέματος. 3. Ο Πρόεδρος, με την επιφύλαξη των άλλων πειθαρχικών εξουσιών του, μπορεί να διατάξει να διαγραφούν από τα Πρακτικά των συνεδριάσεων οι παρεμβάσεις των βουλευτών που δεν έλαβαν προηγουμένως κανονικά το λόγο ή αυτών που εξακολουθούν να αγορεύουν πέραν του χρόνου που τους έχει παραχωρηθεί. 4. Δεν επιτρέπεται να διακόπτεται ένας αγορητής παρά μόνον από τον Πρόεδρο. Ο ίδιος πάντως μπορεί, με την άδεια του Προέδρου, να διακόψει την αγόρευσή του για να επιτρέψει σε άλλο βουλευτή, στην Επιτροπή ή το Συμβούλιο να του θέσει ερώτηση επί συγκεκριμένου σημείου της παρεμβάσεώς του. Άρθρο 120 Κατανομή του χρόνου αγορεύσεως 1. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να προτείνει, ενόψει της διεξαγωγής μιας συζητήσεως, την κατανομή του χρόνου αγορεύσεως. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει χωρίς συζήτηση επί της προτάσεως αυτής. 2. Ο χρόνος αγορεύσεως κατανέμεται με τα εξής κριτήρια: α) ένα πρώτο κλάσμα του χρόνου αγορεύσεως κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ όλων των πολιτικών ομάδων, β) ένα δεύτερο κλάσμα του χρόνου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων αναλόγως του συνολικού αριθμού των μελών τους, γ) στους μη εγγεγραμμένους κατανέμεται συνολικά χρόνος αγορεύσεως που υπολογίζεται βάσει των κλασμάτων που παραχωρήθηκαν σε κάθε πολιτική ομάδα σύμφωνα με τα ανωτέρω α) και β) στοιχεία. 3. Αν, για δύο ή περισσότερα θέματα της ημερησίας διατάξεως, διατεθεί ένας συνολικός χρόνος αγορεύσεως, οι πολιτικές ομάδες γνωστοποιούν στον Πρόεδρο πόσο από το χρόνο τους θα κατανείμουν στο κάθε θέμα. Ο Πρόεδρος μεριμνά για την τήρηση της κατανομής αυτής του χρόνου αγορεύσεως. 4. Ο χρόνος αγορεύσεως περιορίζεται σε ένα λεπτό για τις παρεμβάσεις επί των Συνοπτικών Πρακτικών, για τις αιτήσεις επί της διαδικασίας, για τις τροποποιήσεις επί του τελικού σχεδίου ημερήσιας διατάξεως ή της ημερήσιας διατάξεως. Άρθρο 121 Κατάλογος αγορητών 1. Τα ονόματα των βουλευτών που ζητούν το λόγο εγγράφονται στον κατάλογο αγορητών κατά τη σειρά που τον εζήτησαν. 2. Ο Πρόεδρος δίνει το λόγο μεριμνώντας να ακούονται, κατά το δυνατόν εναλλάξ, οι αγορητές διαφόρων πολιτικών τάσεων και γλωσσών. 3. Προτεραιότητα αγορεύσεως μπορεί πάντως να δοθεί, εφόσον το ζητήσουν, στον εισηγητή της αρμοδίας επιτροπής και στους προέδρους των πολιτικών ομάδων που εκφράζονται εξ ονόματος των ομάδων τους ή στους αγορητές που τους αναπληρούν. 4. Κανένας δεν μπορεί να λάβει το λόγο περισσότερες από δύο φορές επί του αυτού θέματος, εκτός αν του το επιτρέψει o Πρόεδρος. Πάντως, o πρόεδρος και o εισηγητής των ενδιαφερομένων επιτροπών λαμβάνουν το λόγο, εφόσον τον ζητήσουν, για διάρκεια που καθορίζεται από τον Πρόεδρο. 5. Στα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου δίδεται o λόγος κατά τη συζήτηση μιας εκθέσεως κατά κανόνα αμέσως μετά την παρουσίασή της στην οποία προβαίνει o εισηγητής. Εκτός αυτού τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου λαμβάνουν το λόγο όποτε τον ζητήσουν. Εάν κατά τη γενική συζήτηση κατατεθούν τροπολογίες επί των οποίων η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει θέση, η Επιτροπή μπορεί να λάβει το λόγο πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί της προτάσεως επί της οποίας κατατίθενται οι τροπολογίες. Άρθρο 122 Παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος 1. Κάθε βουλευτής που ζητεί το λόγο για προσωπικό ζήτημα ακούεται στο τέλος της συζητήσεως επί του θέματος της ημερησίας διατάξεως που συζητείται ή κατά την έγκριση των Συνοπτικών Πρακτικών της συνεδριάσεως στην οποία αναφέρεται η αίτηση παρεμβάσεως. Ο αγορητής δεν ομιλεί επί του αντικειμένου της συζητήσεως αλλά οφείλει να περιορισθεί στο να αντικρούσει είτε λεχθένα κατά τη συζήτηση που τον αφορούν προσωπικά, είτε απόψεις που του αποδόθηκαν ή στο να διευκρινίσει προηγούμενες δηλώσεις του. 2. Εκτός αντιθέτου αποφάσεως του Κοινοβουλίου, καμία παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος δεν διαρκεί περισσότερο από τρία λεπτά. Άρθρο 123 Μέτρα για την τήρηση της τάξεως 1. Ο Πρόεδρος ανακαλεί στην τάξη κάθε βουλευτή που διαταράσσει τη συνεδρίαση. 2. Σε περίπτωση υποτροπής, o Πρόεδρος ανακαλεί και πάλι τον βουλευτή στην τάξη με σχετική εγγραφή στα Συνοπτικά Πρακτικά. 3. Σε περίπτωση νέας υποτροπής, o Πρόεδρος μπορεί να αποβάλει τον βουλευτή από την αίθουσα μέχρι το τέλος της συνεδριάσεως. Ο Γενικός Γραμματέας μεριμνά για την άμεση εκτέλεση αυτού του πειθαρχικού μέτρου, επικουρούμενος από τους κλητήρες και, εφόσον είναι απαραίτητο, από το προσωπικό ασφαλείας του Κοινοβουλίου. Άρθρο 124 Αποκλεισμός βουλευτών από την αίθουσα συνεδριάσεων 1. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις διαταράξεως της τάξεως, o Πρόεδρος, αφού πρώτα ανακαλέσει επισήμως στην τάξη τον παρεκτρεπόμενο, μπορεί να προτείνει στο Κοινοβούλιο, είτε αμέσως είτε το αργότερο, κατά τη διάρκεια της αμέσως επομένης περιόδου συνόδου την απαγγελία μομφής, η οποία συνεπάγεται την άμεση αποβολή του υπαιτίου από την αίθουσα και απαγόρευση της παρουσίας του σε αυτήν για διάστημα δύο έως πέντε ημερών. 2. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει σχετικά με το πειθαρχικό αυτό μέτρο σε χρονική στιγμή οριζόμενη από τον Πρόεδρο. Η σχετική ψηφοφορία διεξάγεται κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως κατά την οποία έλαβε χώρα η διατάραξη της τάξεως ή το αργότερο κατά την προσεχή περίοδο συνόδου. Ο βουλευτής κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση έχει το δικαίωμα να λάβει το λόγο πριν από την ψηφοφορία. Ο χρόνος της ομιλίας του δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε λεπτά. 3. Η λήψη του εν λόγω πειθαρχικού μέτρου αποφασίζεται χωρίς συζήτηση και με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας. Οι αιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 126, παράγραφος 3, ή το άρθρο 134, παράγραφος 1 του Κανονισμού δεν γίνονται δεκτές. Άρθρο 125 Αταξία στο Κοινοβούλιο Σε περίπτωση αταξίας στο Κοινοβούλιο, η οποία απειλεί να διαταράξει την ομαλή διεξαγωγή των συζητήσεων, o Πρόεδρος κηρύσσει τη διακοπή για ορισμένο χρονικό διάστημα ή τη λήξη της συνεδριάσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Αν δεν είναι δυνατόν να εισακουσθεί, εγκαταλείπει την έδρα, πράγμα το οποίο συνεπάγεται διακοπή της συνεδριάσεως. Η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου. ΚΕΦΑΛΑIΟ XVII ΑΠΑΡΤIΑ ΚΑI ΨΗΦΟΦΟΡIΑ Άρθρο 126 Απαρτία 1. Το Κοινοβούλιο συνεδριάζει, καταρτίζει την ημερήσια διάταξή του και εγκρίνει τα Συνοπτικά Πρακτικά, οποιοσδήποτε και αν είναι o αριθμός των παρόντων βουλευτών του. 2. Απαρτία υπάρχει όταν το ένα τρίτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο είναι παρόν στην αίθουσα συνεδριάσεων. 3. Κάθε ψηφοφορία είναι έγκυρη, οποιοσδήποτε και αν είναι o αριθμός των βουλευτών που ψηφίζουν, εκτός και αν κατά την ψηφοφορία o Πρόεδρος, κατόπιν αιτήσεως τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτών υποβληθείσης προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας, διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας. Αν η ψηφοφορία δείξει έλλειψη απαρτίας, η ψηφοφορία εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδριάσεως. Αίτηση διαπιστώσεως της απαρτίας, μπορεί να υποβληθεί μόνον από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. Αίτηση η οποία υποβάλλεται εξ ονόματος πολιτικής ομάδας δεν γίνεται δεκτή. Για τον καθορισμό του αποτελέσματος της ψηφοφορίας πρέπει να υπολογίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2, όλοι οι βουλευτές που είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων και, σύμφωνα με την παράγραφο 4, όλοι οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπιστώσεως απαρτίας. Για τη διαπίστωση απαρτίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας και δεν επιτρέπεται να είναι κλειστές οι θύρες της αίθουσας συνεδριάσεων. Εάν δεν υπάρχει ο απαραίτητος για την απαρτία αριθμός παρόντων, ο Πρόεδρος δεν ανακοινώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αλλά διαπιστώνει την έλλειψη απαρτίας. Η παράγραφος 3 τελευταία φράση δεν εφαρμόζεται στις εφαρμόζεται για αιτήσεις επί της διαδικασίας, αλλά μόνο στην ψηφοφορία επί της ουσίας. 4. Οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπιστώσεως απαρτίας συνυπολογίζονται στην καταμέτρηση των παρόντων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ακόμα και αν δεν βρίσκονται πλέον στην αίθουσα συνεδριάσεων. 5. Αν είναι παρόντες λιγότεροι από τριάντα δύο βουλευτές, o Πρόεδρος μπορεί να διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας. Άρθρο 127 Διαδικασία ψηφοφορίας 1. Το Κοινοβούλιο εφαρμόζει, σε ψηφοφορίες επί εκθέσεων, την ακόλουθη διαδικασία: α) αρχικά, ψηφοφορία επί των ενδεχομένων τροπολογιών του κειμένου στο οποίο αναφέρεται η έκθεση της αρμοδίας επιτροπής, β) κατόπιν, ψηφοφορία επί του συνόλου του τυχόν τροποποιηθέντος κειμένου, γ) εν συνεχεία, ψηφοφορία επί των τροπολογιών στην πρόταση ψηφίσματος ή στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος. δ) τέλος, ψηφοφορία επί του συνόλου της προτάσεως ψηφίσματος ή του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος (τελική ψηφοφορία). Το Κοινοβούλιο δεν ψηφίζει επί της αιτιολογικής εκθέσεως που περιέχεται στην έκθεση. (Για τη διαδικασία ψηφοφορίας επί γνωμοδοτήσεως, βλ. ερμηνεία υπό το άρθρο 165) 2. Η διαδικασία που εφαρμόζεται στη δεύτερη ανάγνωση είναι η ακόλουθη: α) εάν δεν υποβληθεί πρόταση απορρίψεως ή τροποποιήσεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου, η κοινή θέση λογίζεται ως εγκριθείσα σύμφωνα με το άρθρο 78, β) η ψηφοφορία επί της προτάσεως απορρίψεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου διεξάγεται προ της ψηφοφορίας επί των τυχόν τροπολογιών (βλ. άρθρο 79, παράγραφος 1), γ) εάν κατατεθούν πολλές τροπολογίες στην κοινή θέση πρέπει να τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με τη σειρά που προβλέπεται στο άρθρο 130, δ) εάν το Κοινοβούλιο προέβη σε ψηφοφορία περί τροποποιήσεως της κοινής θέσεως, περαιτέρω ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου μπορεί να διενεργηθεί, μόνον σύμφωνα με το άρθρο 79, παράγραφος 2. 3. Στην τρίτη ανάγνωση εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 83. 4. Κατά την ψηφοφορία επιτρέπεται να ομιλήσει μόνον o εισηγητής, προκειμένου να εκθέσει με συντομία την άποψη της επιτροπής του για τις τροπολογίες που τίθενται σε ψηφοφορία. Άρθρο 128 Iσοψηφία 1. Εάν υπάρχει ισοψηφία στο πλαίσιο του άρθρου 127, παράγραφος 1, στοιχείο β) ή στοιχείο δ), το κείμενο στο σύνολό του αναπέμπεται στην επιτροπή. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 και τις τελικές ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 152 και 168, εξυπακουομένου ότι όσον αφορά τα δύο αυτά τελευταία Αρθρα η αναπομπή γίνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων. 2. Εάν υπάρξει ισοψηφία όσον αφορά την ημερήσια διάταξη στο σύνολό της (άρθρο 111) ή τα Πρακτικά στο σύνολό τους (άρθρο 148) ή κείμενο που έχει τεθεί σε ψηφοφορία κατά τμήματα σύμφωνα με το άρθρο 131, το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι εγκρίνεται. 3. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισοψηφίας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων που απαιτούν ειδική πλειοψηφία, το κείμενο ή η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι απορρίπτεται. Άρθρο 129 Βάσεις της ψηφοφορίας 1. Βάση της ψηφοφορίας επί των εκθέσεων αποτελεί μια σύσταση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. Η επιτροπή αυτή μπορεί να αναθέσει το έργο αυτό στον πρόεδρο και τον εισηγητή της. 2. Η επιτροπή μπορεί να συστήσει, να ψηφισθούν όλες ή μεμονωμένες τροπολογίες μαζί, να εγκριθούν ή να απορριφθούν ή να θεωρηθούν ότι καταπίπτουν. Μπορεί να προτείνει επίσης συμβιβαστικές τροπολογίες. 3. Εφόσον συστήσει να ψηφισθούν οι τροπολογίες όλες μαζί, τότε διεξάγεται κατ'αρχάς η ψηφοφορία εφ'όλων αυτών μαζί των τροπολογιών. 4. Εφόσον προτείνει συμβιβαστική τροπολογία, διενεργείται επ'αυτής ψηφοφορία κατά προτεραιότητα. 5. Επί τροπολογίας, για την οποία έχει ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία διενεργείται μεμονωμένη ψηφοφορία. 6. Σε ψηφοφορία πολλών τροπολογιών μαζί ή επί συμβιβαστικής τροπολογίας δεν επιτρέπεται ψηφοφορία κατά τμήματα. Άρθρο 130 Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες 1. Οι τροπολογίες έχουν προτεραιότητα έναντι του κειμένου στο οποίο αναφέρονται και τίθενται σε ψηφοφορία πριν από αυτό. 2. Αν δύο ή περισσότερες τροπολογίες οι οποίες αλληλοαναιρούνται αναφέρονται στο ίδιο τμήμα του κειμένου, εκείνη που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο έχει την προτεραιότητα και τίθεται πρώτη σε ψηφοφορία. Η έγκρισή της συνεπάγεται την ακύρωση των άλλων τροπολογιών. Αν όμως απορριφθεί αυτή, τίθεται σε ψηφοφορία η τροπολογία η οποία ακολουθεί κατά σειρά προτεραιότητος και ούτω καθ' εξής για κάθε μία από τις επόμενες τροπολογίες. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την προτεραιότητα, αποφασίζει o Πρόεδρος. Εάν απορριφθούν όλες οι τροπολογίες, το αρχικό κείμενο θεωρείται εγκριθέν, εκτός εάν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία εντός της καθορισμένης προθεσμίας. 3. Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία πρώτα το αρχικό κείμενο ή να θέσει σε ψηφοφορία την τροπολογία που αποκλίνει λιγότερο από αυτό, πριν από την τροπολογία που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο. Αν κάποιο από τα κείμενα συγκεντρώσει την πλειοψηφία, όλες οι άλλες τροπολογίες που αναφέρονται στο ίδιο κείμενο καθίστανται άκυρες. 4. Κατ' εξαίρεση, κατόπιν προτάσεως του Προέδρου, τροπολογίες που κατατίθενται μετά τη λήξη της συζητήσεως είναι δυνατόν να τεθούν σε ψηφοφορία αν πρόκειται για συμβιβαστικές τροπολογίες ή αν ανακύπτουν προβλήματα τεχνικής φύσεως. Ο Πρόεδρος θα πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου προκειμένου να τις θέσει σε ψηφοφορία. Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 3, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό των τροπολογιών. Για μια συμβιβαστική τροπολογία που κατατίθεται μετά το πέρος της συζητήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 4, το Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό κατά περίπτωση, βεβαιούμενος για το συμβιβαστικό χαρακτήρα της τροπολογίας. Ως γενικά κριτήρια περί του παραδεκτού μπορούν να θεωρηθούν: - ότι, κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες δεν μπορούν να αναφέρονται σε τμήματα του κειμένου που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο τροπολογιών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση τροπολογιών, - ότι, κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες προέρχονται από τις πολιτικές ομάδες, τους προέδρους ή τους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή τους συντάκετες άλλων τροπολογιών, - ότι, κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες έχουν ως αποτέλεσμα να αποσύρονται άλλες τροπολογίες για το ίδιο σημείο. Μόνον ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει να ληφθεί υπόψη μια συμβιβαστική τροπολογία. Για να θέσει την τροπολογίια σε ψηφοφορία ο Πρόεδρος πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου· ερωτά δηλαδή αν υπάρχουν αντιρρήσεις να τεθεί σε ψηφοφρία μια συμβιβαστική τροπολογία. Στην περίπτωση αυτή, το Κοινοβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. 5. Εάν η αρμόδια επιτροπή έχει καταθέσει σειρά τροπολογιών σε ένα κείμενο που αποτελεί αντικείμενο της έκθεσης, o Πρόεδρος τις θέτει όλες μαζί σε ψηφοφορία, εκτός εάν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία από μία πολιτική ομάδα ή από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές ή εάν έχουν κατατεθεί άλλες τροπολογίες. 6. Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες μαζί όταν αυτές αλληλοσυμπληρώνονται. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 5. 7. Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, μετά την έγκριση ή απόρριψη μιας συγκεκριμένης τροπολογίας, να θέσει σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες μαζί, με παρόμοιο περιεχόμενο ή παρόμοιους στόχους. Πριν εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή o Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου. Μια τέτοια δέσμη τροπολογιών μπορεί να αφορά διαφορετικά μέρη του αρχικού κειμένου. 8. Σε περίπτωση που κατατίθενται δύο ή περισσότερες ταυτόσημες τροπολογίες από διαφορετικούς συντάκτες, τίθενται σε ψηφοφορία ως ενιαία τροπολογία. Άρθρο 131 Ψηφοφορία κατά τμήματα 1. Οταν το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία περιέχει δύο ή περισσότερες διατάξεις ή αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα ζητήματα ή προσφέρεται σε χωρισμό σε δύο ή περισσότερα μέρη με ανεξάρτητη λογική έννοια ή ιδία κανονιστική ισχύ, μπορεί να υποβληθεί αίτηση ψηφοφορίας κατά τμήματα από μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. 2. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται το προηγούμενο της ψηφοφορίας απόγευμα, εκτός εάν o Πρόεδρος καθορίσει άλλη προθεσμία. Ο Πρόεδρος αποφασίζει όσον αφορά την αίτηση. Άρθρο 132 Δικαίωμα ψήφου Το δικαίωμα ψήφου είναι προσωπικό. Οι βουλευτές ψηφίζουν μεμονωμένως και προσωπικώς. Οποιαδήποτε παραβίαση του παρόντος άρθρου θα θεωρείται ως σοβαρή διατάραξη της συνεδριάσεως υπό την έννοια του άρθρου 124, παράγραφος 1 και θα έχει τις έννομες συνέπειες που αναγράφονται στο άρθρο αυτό. Άρθρο 133 Ψηφοφορία 1. To Κοινοβούλιο ψηφίζει γενικά δι' ανατάσεως. 2. Εάν o Πρόεδρος κρίνει ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι αμφίβολο, το Κοινοβούλιο ψηφίζει με ηλεκτρονική ψηφοφορία. Σε περίπτωση που το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας βρίσκεται εκτός λειτουργίας, το Κοινοβούλιο ψηφίζει δι' αναστάσεως. 3. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής καταγράφεται. Άρθρο 134 Ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως 1. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 32 παράγραφος 2, 33, παράγραφος 5 και 34, παράγραφος 5, η ψηφοφορία γίνεται δι' ονομαστικής κλήσεως αν, το απόγευμα πριν από την έναρξή της, το ζητήσουν εγγράφως μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές, εκτός αν o Πρόεδρος ορίσει διαφορετική προθεσμία. 2. Η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά και αρχίζει από το βουλευτή του οποίου το όνομα κληρώθηκε. Ο Πρόεδρος ψηφίζει τελευταίος. Η ψηφοφορία γίνεται μεγαλοφώνως και εκφράζεται με "ναι", "όχι" ή "αποχή". Για την υιοθέτηση ή την απόρριψη προτάσεως μόνο οι ψήφοι "υπέρ" και "κατά" υπολογίζονται. Ο Πρόεδρος διαπιστώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και το ανακοινώνει. Οι ψήφοι καταγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδριάσεως με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών που αναφέρονται ανάλογα με την πολιτική τους ομάδα. Άρθρο 135 Ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα 1. Ο Πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος για τις ψηφοφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 133, 134 και 136. Αν η χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, τότε η ψηφοφορία γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 133, 134 παράγραφος 2 ή 136. Οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρησιμοποιήσεως του συστήματος αυτού ρυθμίζονται με οδηγίες του Προεδρείου. 2. Σε περίπτωση ψηφοφορίας με ηλεκτρονικό σύστημα μόνο το αριθμητικό αποτέλεσμά της καταγράφεται. Αν πάντως ζητηθεί ψηφοφορία δι'ονομαστικής κλήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 134, το αποτέλεσμά της καταγράφεται ονομαστικά και καταχωρείται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδριάσεως με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών. 3. Η ψηφοφορία δι'ονομαστικής κλήσεως διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 134, παράγραφος 2, κάθε φορά που η πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών το ζητεί. Για να διαπιστωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σύστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Άρθρο 136 Μυστική ψηφοφορία 1. Για τους διορισμούς, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 13 παράγραφος 1, 152 παράγραφος 1 και 157 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, η ψηφοφορία είναι μυστική. Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων. 2. Η ψηφοφορία μπορεί να είναι επίσης μυστική αν αυτό ζητηθεί από το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν την έναρξη της ψηφοφορίας. 3. Αίτηση για μυστική ψηφοφορία έχει προτεραιότητα έναντι αιτήσεως για ονομαστική ψηφοφορία. 4. Η διαλογή των ψήφων σε κάθε μυστική ψηφοφορία διενεργείται από δύο έως έξι ψηφολέκτες που ορίζονται με κλήρο μεταξύ των βουλευτών. Σε ψηφοφορίες που διεξάγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι υποψήφιοι δεν μπορούν να είναι και ψηφολέκτες. Τα ονόματα των βουλευτών που πήραν μέρος σε μυστική ψηφοφορία καταγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδριάσεως κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε η ψηφοφορία. Άρθρο 137 Αιτιολόγηση της ψήφου 1. Οταν η γενική συζήτηση περατωθεί, μπορεί κάθε βουλευτής να προβεί σε προφορική αιτιολόγηση ψήφου επί της τελικής ψηφοφορίας, που επιτρέπεται να διαρκέσει κατ' ανώτατο όριο ένα λεπτό, ή σε σύντομη γραπτή δήλωση 200 λέξεων κατά ανώτατο όριο, η οποία περιλαμβάνεται στα Πλήρη Πρακτικά της συνεδριάσεως. Μια πολιτική ομάδα μπορεί να προβεί σε αιτιολόγηση διαρκείας δύο λεπτών κατ' ανώτατο όριο. Αιτήσεις αιτιολογήσεως της ψήφου, που υποβάλλονται μετά την έναρξη της πρώτης αιτιολογήσεως της ψήφου, δεν γίνονται πλέον δεκτές. Αιτιολογήσεις ψήφου γίνονται δεκτές στην τελική ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος που υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο. Ο όρος "τελική ψηφοφορία" δεν προδικάζει το είδος της ψηφοφορίας, αλλά σημαίνει την τελευταία ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος. 2. Αιτιολόγηση της ψήφου δεν γίνεται δεκτή σε περίπτωση ψηφοφορίας επί θεμάτων διαδικασίας. 3. Οταν η ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει πρόταση της Επιτροπής ή έκθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 62, παράγραφος 5 ή 114, οι βουλευτές μπορούν να προβούν σε γραπτή αιτιολόγηση της ψήφου, σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι αιτιολογήσεις ψήφου, τροφορικές ή γραπτές, πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία. Άρθρο 138 Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας 1. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε ξεχωριστής ψηφοφορίας. 2. Εφ' όσον o Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη μιας ψηφοφορίας, μόνον o ίδιος μπορεί να παρέμβει πριν κηρύξει τη λήξη της. 3. Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού σχετικά με την εγκυρότητα μιας ψηφοφορίας είναι δυνατόν να γίνουν, αφού κηρυχθεί η λήξη της ψηφοφορίας. 4. Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας δι' ανατάσεως, μπορεί να ζητηθεί επαλήθευση με το ηλεκτρονικό σύστημα. 5. Ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος. Η απόφασή του είναι αμετάκλητη. Άρθρο 139 Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών 1. Κάθε βουλευτής μπορεί να καταθέσει τροπολογίες για εξέταση σε επιτροπή. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον τριάντα δύο βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες για εξέταση στην Ολομέλεια. Οι τροπολογίες πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως και να υπογράφονται από τους συντάκτες τους. 2. Με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο Άρθρο 140, μία τροπολογία μπορεί να αποσκοπεί στην τροποποίηση οιουδήποτε μέρους ενός κειμένου ή στη διαγραφή, προσθήκη ή αντικατάσταση λέξεων ή αριθμών. Σ' αυτό και το επόμενο άρθρο ο όρος "κείμενο" σημαίνει το σύνολο μιας προτάσεως/σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος ή προτάσεως αποφάσεως ή προτάσεως της Επιτροπής. 3. Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών. 4. Μια τροπολογία μπορεί να υποστηριχθεί κατά τη συζήτηση από το συντάκτη της ή από οποιονδήποτε άλλο βουλευτή που o συντάκτης ορίζει ως αντικαταστάτη. 5. Οταν μία τροπολογία αποσυρθεί από το συντάκτη της, καθίσταται άκυρη, εκτός αν την αναδεχθεί αμέσως άλλος βουλευτής. 6. Εκτός αντιθέτου αποφάσεως του Κοινοβουλίου, οι τροπολογίες δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία παρά μόνον αν έχουν τυπωθεί και διανεμηθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Δεν είναι δυνατόν να ληφθεί παρόμοια απόφαση εάν δώδεκα τουλάχιστον βουλευτές εκφράσουν την αντίθεσή τους. Προφορικές τροπολογίες που κατατέθηκαν σε επιτροπή μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία, εφόσον δεν έχει αντίρρηση ένας βουλευτής της επιτροπής. Άρθρο 140 Το παραδεκτό των τροπολογιών 1. Καμία τροπολογία δεν γίνεται παραδεκτή: α) αν το περιεχόμενό της δεν έχει άμεση σχέση με το κείμενο στου οποίου την τροποποίηση αποσκοπεί, β) αν αποσκοπεί στη διαγραφή ή αντικατάσταση του συνόλου του κειμένου, γ) εάν αποσκοπεί στην τροποποίηση περισσοτέρων του ενός άρθρων ή περισσοτέρων της μιας παραγράφων του κειμένου στο oποίο αναφέρεται. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις συμβιβαστικές τροπολογίες, ούτε τις τροπολογίες οι οποίες επιφέρουν ταυτόσημες τροποποιήσεις σε ειδικές εκφράσεις σε ολόκληρο το κείμενο, δ) αν αποδειχθεί ότι σε μία τουλάχιστον από τις επίσημες γλώσσες η διατύπωση του κειμένου στο οποία αναφέρεται δεν έχει ανάγκη τροποποιήσεως στην περίπτωση αυτή o Πρόεδρος αναζητεί από κοινού με τους ενδιαφερομένους την αρμόζουσα γλωσσική λύση. 2. Κάθε τροπολογία καθίσταται άκυρη αν αντιβαίνει σε προηγούμενες αποφάσεις επί του αυτού κειμένου που έχουν ληφθεί κατά την αυτή ψηφοφορία. 3. Το παραδεκτό των τροπολογιών κρίνει o Πρόεδρος. Η απόφαση του Προέδρου, που λαμβάνεται βάσει της παραγράφου 3, σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών δεν λαμβάνεται μόνο βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αλλά βάσει των διατάξεων του Κανονισμού γενικά. ΚΕΦΑΛΑIΟ XVIII ΠΑΡΕΜΒΑΣΕIΣ ΕΠI ΤΗΣ ΔIΑΔIΚΑΣIΑΣ Άρθρο 141 Αιτήσεις επί της διαδικασίας 1. Ο λόγος δίνεται στους βουλευτές κατά προτεραιότητα για τις ακόλουθες αιτήσεις επί της διαδικασίας: α) αίτηση απορρίψεως συζητήσεως λόγω απαραδέκτου (άρθρο 143), β) αίτηση αναπομπής σε επιτροπή (άρθρο 144), γ) αίτηση τερματισμού της συζητήσεως (άρθρο 145), δ) αίτηση αναβολής της συζητήσεως (άρθρο 146), ε) αίτηση διακοπής ή λήξεως της συνεδριάσεως (άρθρο 147). Σε ό,τι αφορά τις αιτήσεις αυτές μπορούν να λάβουν το λόγο, εκτός από τον αιτούντα, μόνον ένας αγορητής υπέρ και ένας αγορητής κατά καθώς επίσης και o πρόεδρος ή o εισηγητής της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. 2. Ο χρόνος αγορεύσεως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό. Άρθρο 142 Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού 1. Ένας βουλευτής μπορεί να λάβει το λόγο, για να επιστήσει την προσοχή του Προέδρου σε παράβαση του Κανονισμού. Κατά την έναρξη της παρεμβάσεώς του πρέπει o βουλευτής να αναφέρει το άρθρο, το οποίο επικαλείται. 2. Κάθε παρέμβαση επί της εφαρμογής του Κανονισμού έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων παρεμβάσεων. 3. Ο χρόνος αγορεύσεως ανέρχεται σε ένα λεπτό κατ' ανώτατο όριο. 4. Ο Πρόεδρος αποφασίζει αμέσως επί των "παρατηρήσεων επί της εφαρμογής του Κανονισμού", σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού και ανακοινώνει την απόφασή του αμέσως μετά την παρατήρηση επί του Κανονισμού. Δεν διενεργείται ψηφοφορία επ' αυτής της αποφάσεως. 5. Ο Πρόεδρος μπορεί, κατ' εξαίρεση, να δηλώσει ότι η σχετική απόφαση θα ανακοινωθεί αργότερα αλλά οπωσδήποτε εντός 24 ωρών από της "παρατηρήσεως επί της εφαρμογής του Κανονισμού" και εφόσον η αναβολή της αποφάσεως δεν αναστέλλει τη διεξαγόμενη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή o Πρόεδρος μπορεί να υποβάλει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή. Άρθρο 143 Απόρριψη συζητήσεως λόγω απαραδέκτου 1. Κατά την έναρξη της συζητήσεως επί συγκεκριμένου θέματος της ημερησίας διατάξεως, μπορεί να υποβληθεί αίτηση απορρίψεως του σχετικού θέματος συζητήσεως ως απαραδέκτου. Η ψηφοφορία επί της αιτήσεως αυτής διεξάγεται αμέσως. 2. Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί αμέσως στο επόμενο θέμα της ημερησίας διατάξεως. Άρθρο 144 Αναπομπή σε επιτροπή 1. Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί να ζητηθεί από μια πολιτική ομάδα ή από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές κατά τον καθορισμό της ημερήσιας διατάξεως, πριν από την έναρξη της συζητήσεως ή της τελικής ψηφοφορίας. 2. Η αίτηση αναπομπής σε επιτροπή μπορεί να υποβληθεί μια μόνο φορά κατά τη διάρκεια καθεμιάς από τις τρεις αυτές φάσεις της διαδικασίας. 3. Με την αναπομπή σε επιτροπή αναβάλλεται η συζήτηση επί του υπό εξέταση θέματος. 4. Το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει στην επιτροπή προθεσμία, εντός της οποία πρέπει να υποβάλει αυτή τα πορίσματά της. Άρθρο 145 Περάτωση της συζητήσεως 1. Η περάτωση της συζητήσεως πριν εξαντληθεί o κατάλογος των αγορητών μπορεί να προταθεί από τον Πρόεδρο ή από μια πολιτική ομάδα ή από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως ή της αιτήσεως αυτής διεξάγεται αμέσως. 2. Αν η πρόταση ή αίτηση αυτή γίνει δεκτή, επιτρέπεται να ομιλήσει μόνον ένας βουλευτής από κάθε ομάδα στην οποία δεν έχει ακόμα παραχωρηθεί o λόγος. 3. Αφού γίνουν οι παρεμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η συζήτηση λήγει και το Κοινοβούλιο προχωρεί στην ψηφοφορία επί του εξεταζομένου θέματος και εφόσον δεν έχει καθορισθεί προηγουμένως συγκεκριμένος χρόνος ψηφοφορίας. 4. Αν η αίτηση ή η πρόταση απορριφθούν, δεν μπορούν να υποβληθούν και πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας συζητήσεως παρά μόνο από τον Πρόεδρο. Άρθρο 146 Αναβολή της συζητήσεως 1. Κατά την έναρξη της συζητήσεως επί συγκεκριμένου θέματος της ημερησίας διατάξεως, μπορεί μια πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές να ζητήσουν την αναβολή της συζητήσεως μέχρις ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Η σχετική ψηφοφορία διεξάγεται αμέσως. 2. Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί στο επόμενο θέμα της ημερησίας διατάξεως. Η αναβληθείσα συζήτηση συνεχίζεται κατά το καθορισθέν συγκεκριμένο χρονικό σημείο. 3. Αν απορριφθεί η αίτηση, δεν μπορεί να υποβληθεί και πάλι κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου συνόδου. Απόφαση του Κοινοβουλίου, που αναβάλλει μία συζήτηση για μεταγενέστερη περίοδο συνόδου, πρέπει να αναφέρει την περίοδο συνόδου στην ημερήσια διάταξη της οποίας πρέπει να εγγραφεί η συζήτηση, νοουμένου βέβαια ότι η ημερήσια διάταξη αυτής της περιόδου συνόδου καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111 του Κανονισμού. Άρθρο 147 Διακοπή ή λήξη Κατά τη διάρκεια συζητήσεως ή ψηφοφορίας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί ή να λήξει αν το αποφασίσει το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως του Προέδρου ή αιτήσεως πολιτικής ομάδος ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτών. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως ή της αιτήσεως αυτής διεξάγεται αμέσως. ΚΕΦΑΛΑIΟ XIX ΔΗΜΟΣIΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣIΩΝ Άρθρο 148 Συνοπτικά Πρακτικά 1. Τα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδριάσεως, που περιέχουν τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου και τα ονόματα των αγορητών, διανέμονται τουλάχιστον μισή ώρα πριν από την έναρξη της επομένης συνεδριάσεως. Ως "αποφάσεις" κατά την νωτέρω έννοια θεωρούνται επίσης στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας όλες οι τροπολογιες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ακόμα και εάν έχει απορριφθεί η σχετική πρόταση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1, ή η κοινή θέση του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 89, παράγραφος 3. Τα κείμενα που εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο διανέμονται χωριστά. Οσάκις κείμενα νομοθετικού χαρακτήρα που εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο περιλαμβάνουν τροπολογίες, δημοσιεύονται ως ενοποιημένο κείμενο. 2. Στην αρχή κάθε συνεδριάσεως, o Πρόεδρος υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση τα Συνοπτικά Πρακτικά της προηγουμένης συνεδριάσεως. 3. Αν τα Συνοπτικά Πρακτικά αμφισβητηθούν, το Κοινοβούλιο αποφασίζει, αν συντρέχει λόγος, κατά πόσο πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Κανένας βουλευτής δεν επιτρέπεται να ομιλήσει περισσότερο από ένα λεπτό επί των Συνοπτικών Πρακτικών. 4. Τα Συνοπτικά Πρακτικά φέρουν την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα και φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός μηνός. Άρθρο 149 Πλήρη Πρακτικά 1. Πλήρη Πρακτικά των συζητήσεων κάθε συνεδριάσεως συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες. 2. Οι αγορητές οφείλουν να επιστρέφουν τα κείμενα των αγορεύσεών τους στη Γραμματεία, το αργότερο μία ημέρα μετά τη λήψη τους. 3. Τα Πλήρη Πρακτικά δημοσιεύονται ως Παράρτημα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. ΚΕΦΑΛΑIΟ XX ΕΠIΤΡΟΠΕΣ Άρθρο 150 Σύσταση των επιτροπών 1. Κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες επιτροπές οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονται σε Παράρτημα του Κανονισμού(7). Τα μέλη τους εκλέγονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και, εκ νέου, μετά από δυόμισυ χρόνια. 2. Το Κοινοβούλιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να συστήσει προσωρινές επιτροπές, των οποίων οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η λήξη της θητείας καθορίζονται ταυτόχρονα με τη λήψη της αποφάσεως περί συστάσεως της επιτροπής· η θητεία της επιτροπής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, εκτός αν το Κοινοβούλιο παρατείνει τη διάρκεια της θητείας μετά τη λήξη της. Εάν, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού, οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η θητεία των προσωρινών επιτροπών καθορισθούν ταυτόχρονα με την απόφαση της σύστασής τους, το Κοινοβούλιο δεν θα μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει τροποποίηση των αρμοδιοτήτων τους, είτε αυτό αφορά τον περιορισμό είτε τη διεύρυνσή τους. *** οι διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπουν ότι μόνο για τις προσωρινές επιτροπές είναι δυνατό να καθορρίζονται οι αρμοδιότητές τους ταυτόχρονα με την απόφαση για τη σύστασή τους. Αντίθετα, οι αρμοδιότηετς των μονίμων επιτροπών, που αποτελούν το αντικείμενο Παραρτήματος στον Κανονισμό, απορρέουν από ξεχωριστή διαδικασία και δύνανται συνεπώς να καθορισθούν, σε ημερομηνία διαφορετική από αυτή της σύστασής τους. Άρθρο 151 Πρσωρινές εξεταστικές επιτροπές 1. Το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του ενός τετάρτου των βουλευτών, μπορεί να συνιστά μια προσωρινή εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει τις καταγγελίες παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου ή περιστατικά κακής διοικήσεως κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, τα οποία καταλογίζονται σε όργανο ή υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή σε δημόσια διοίκηση ενός κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα στα οποία το κοινοτικό δίκαιο αναθέτει την εντολή της εφαρμογής του. Η απόφαση για τη σύσταση προσωρινής εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύεται εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει εξάλλου κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου η απόφαση αυτή να καταστεί όσο το δυνατόν περισσότερο γνωστή. 2. Οι τρόποι λειτουργίας μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται στις επιτροπές, πλην των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το παρόν Άρθρο και από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 1995 σχετικά με τους τρόπους για την άσκηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων, που επισυνάπτεται στον παρόντα Κανονισμό(8). 3. Η αίτηση για τη σύσταση προσωρινής εξεταστικής επιτροπής θα πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας και να περιλαμβάνει μια λεπτομερή αιτιολογική έκθεση που να την υποστηρίζει. Το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, αποφασίζει σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής και, αν αποφασίσει τη σύστασή της, σχετικά με τη σύνθεσή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 152. 4. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή περατώνει τις εργασίες της με την υποβολή έκθεσής εντός ανώτατης περιόδου δώδεκα μηνών. Το Κοινοβούλιο δύναται να αποφασίσει να παρατείνει δύο φορές την προθεσμία αυτή για άλλους τρεις μήνες. Εντός της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής έχουν δικαίωμα ψήφου μόνο τα τακτικά μέλη ή, κατά την απουσία τους, οι μόνιμοι αναπληρωτές τους. 5. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της και δύο αντιπροέδρους και ορίζει έναν ή περισσότερους εισηγητές. Εξάλλου, η επιτροπή μπορεί επίσης να αναθέσει στα μέλη της αποστολές, ειδικά καθήκοντα ή αρμοδιότητες, τα οποία στη συνέχεια της υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση. Στη διάρκεια που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνεδριάσεων, το προεδρείο ασκεί, σε περιπτώσεις κατεπείγοντος ή ανάγκης, τις εξουσίες της επιτροπής, με την προϋπόθεση ότι θα επικυρωθούν στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση. 6. Όταν μια προσωρινή εξεταστική επιτροπή θεωρεί ότι κάποιο δικαίωμά της δεν έχει γίνει σεβαστό, προτείνει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. 7. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί να αποταθεί στα όργανα ή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, με σκοπό τη διεξαγωγή ακροάσεων ή την παραλαβή εγγράφων. Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των μελών και των υπαλλήλων των κοινοτικών οργάνων και υπηρεσιών επιβαρύνουν τις αντίστοιχες κοινοτικές υπηρεσίες. Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των άλλων προσώπων που καταθέτουν ενώπιον μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής θα επιστρέφονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τους όρους που εφαρμόζονται για τις ακροάσεις των εμπειρογνωμόνων. Κάθε άτομο που καλείται να καταθέσει ενώπιον προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που θα είχε ως μάρτυρας ενώπιον μιας δικαστικής αρχής της χώρας προελεύσεώς του και θα πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με τα δικαιώματα αυτά πριν από την κατάθεσή του. Όσον αφορά τη χρήση των γλωσσών, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή θα εφαρμόζει το άρθρο 117. Ωστόσο, το προεδρείο της επιτροπής: - μπορεί να περιορίσει τη διερμηνεία στις επίσημες γλώσσες όσων πρέπει να συμμετάσχουν στις εργασίες, εάν το κρίνει απαραίτητο για λόγους εμπιστευτικότητας και, - αποφασίζει σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων που παραλαμβάνει, κατά τρόπο ώστε η επιτροπή να μπορεί να διεξάγει τις εργασίες της με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα, με σεβασμό του απαιτούμενου απορρήτου και της εμπιστευτικότητας. 8. Ο πρόεδρος της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, μεριμνά μαζί με τα μέλη του προεδρείου, για την τήρηση του απορρήτου ή του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εργασιών, προειδοποιώντας σχετικώς εν ευθέτω χρόνω τα μέλη. Επίσης, υπενθυμίζει ρητώς τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 της προαναφερθείσας απόφασης. Εφαρμόζεται το παράρτημα VII του Κανονισμού. 9. Η εξέταση των εγγράφων που διαβιβάζονται με τη διαδικασία του απορρήτου ή εμπιστευτικώς διεξάγεται με τη βοήθεια τεχνικών μέσων που εξασφαλίζουν την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στα έγγραφα αυτά μόνο των ειδικώς επιφορτισμένων για τον σκοπό αυτό βουλευτών. Οι εν λόγω βουλευτές πρέπει να αναλάβουν την επίσημη δέσμευση να μην επιτρέψουν σε κανέναν άλλον την πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απόρρητες ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το παρόν άρθρο και να τις χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για το σκοπό της εκπόνησης της εκθέσεώς τους για την προσωρινή εξεταστική επιτροπή. Οι συνεδριάσεις θα διεξάγονται σε αίθουσες με ειδική εγκατάσταση κατά τρόπο που να μην επιτρέπεται η ακρόαση εκ μέρους μη εξουσιοδοτημένων προσώπων. 10. Όταν λήξουν οι εργασίες της, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο έκθεση επί των πορισμάτων των εργασιών της, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από γνώμες της μειοψηφίας υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 161. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται. Κατόπιν αιτήσεως της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο διεξάγει συζήτηση επί της τελικής έκθεσης αυτής κατά την αμέσως επόμενη από την υποβολή της έκθεσης περίοδο συνόδου. Η επιτροπή αυτή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο σχέδιο συστάσεως προοριζόμενο για θεσμικά όργανα ή υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή των κρατών μελών. 11. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αναθέτει, στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το παράρτημα VI του Κανονισμού, να εξακριβώσει τη συνέχεια που δόθηκε στα πορίσματα της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής και, ενδεχομένως, την εκπόνηση σχετικής έκθεσης. Λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που θεωρείται σκόπιμο προκειμένου να προωθηθεί η ουσιαστική εφαρμογή των πορισμάτων των ερευνών. Μόνον στην πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων σχετικά με τη σύνθεση προσωρινής εξεταστικής επιτροπής (παράγραφος 3) είναι δυνατούν να υποβληθούν τροπολογίες σύμφωνα με το άρθρο 152, παράγραφος 2. Στο αντικείμενο της έρευνας, όπως προσδιορίζεται από το ένα τέταρτο των βουλευτών του Κοινοβουλίου (παράγραφος 3), ούτε και στην περίοδο που καθορίζεται στην παράγραφο 4 δεν είναι δυνατόν να υποβληθούν τροπολογίες. Άρθρο 152 Σύνθεση των επιτροπών 1. Η εκλογή των μελών των επιτροπών και των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει προτάσεις στο Κοινοβούλιο. Η σύνθεση των επιτροπών αντικατοπτρίζει στο μέτρο του δυνατού τη σύνθεση του Κοινοβουλίου. Όταν ένας βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας του των δυόμισι ετών, τις έδρες που κατέχει στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Εν τούτοις, αν η αλλαγή αυτή της πολιτικής ομάδας διαταράσσει τη δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών απόψεων σε μία επιτροπή, τότε η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει νέες προτάσεις για τη σύνθεση της επιτροπής αυτής, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στη δεύτερη πρόταση της παραγράφου 1, με την προϋπόθεση της διατηρήσεως των ατομικών δικαιωμάτων του εν λόγω βουλευτού. 2. Τροπολογίες στις προτάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων γίνονται παραδεκτές, υπό τον όρο να έχουν κατατεθεί από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές. Το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μυστική ψηφοφορία επί των τροπολογιών αυτών. 3. Εκλέγονται οι βουλευτές που αναφέρονται στις προτάσεις της Διασκέψεως των Προέδρων, όπως έχουν ενδεχομένως τροποποιηθεί βάσει της παραγράφου 2. 4. Αν η πολιτική ομάδα δεν υποβάλει υποψηφιότητες σε προσωρινή εξεταστική επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εντός προθεσμίας που ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, η τελευταία θα υποβάλει στο Κοινοβούλιο μόνο τις μέχρι εκείνη τη στιγμή υποβληθείσες υποψηφιότητες. 5. Η πλήρωση κενών θέσεων σε επιτροπές είναι δυνατόν να αποφασισθεί προσωρινά από τη Διάσκεψη των Προέδρων με τη συναίνεση των βουλευτών που πρόκειται να διορισθούν και λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της παραγράφου 1. 6. Οι τροποποιήσεις αυτές υποβάλλονται προς επικύρωση στο Κοινοβούλιο κατά την επόμενη συνεδρίασή του. Άρθρο 153 Αναπληρωτές 1. Οι πολιτικές ομάδες και οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να ορίσουν για κάθε επιτροπή έναν αριθμό μονίμων αναπληρωτών ίσο προς τον αριθμό των τακτικών μελών που εκπροσωπούν τις διάφορες πολιτικές ομάδες και τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές στο πλαίσιο της επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά. Οι μόνιμοι αναπληρωτές δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, να λαμβάνουν το λόγο και, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους, να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες. 2. Εκτός τούτου, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους και αν δεν έχουν διορισθεί μόνιμοι αναπληρωτές ή αν αυτοί απουσιάζουν, το τακτικό μέλος της επιτροπής μπορεί να αναπληρωθεί στις συνεδριάσεις από άλλο βουλευτή της ιδίας πολιτικής ομάδος με δικαίωμα συμμετοχής στις ψηφοφορίες. Το όνομα του αναπληρωτού πρέπει να γνωστοποιείται στον πρόεδρο της επιτροπής πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται αναλογικά στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές. Η προηγουμένη γνωστοποίηση που προβλέπεται από την παράγραφο 2, τελευταία φράση, πρέπει να γίνει πριν από το πέρας της συζητήσεως ή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σημείου ή επί των σημείων για τα οποία το τακτικό μέλος αναπληρώνεται. *** Οι διατάξεις αυτές θεμελιώνονται σε δύο στοιχεία σαφώς καθορισμένα με βάση το εν λόγω κείμενο: - μια πολιτική ομάδα δεν μπορεί να έχει περισσότερα μόνιμα αναπληρωματικά μέλη από τα τακτικά της μέλη σε μία επιτροπή, - μόνο οι πολιτικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν μόνιμα αναπληρωματικά μέλη με την μόνη προϋπόθεση να ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο. Συμπερασματικά: - η ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωτή απορρέει αποκλειστικά από τη συμμετοχή στην καθορισμένη ομάδα, - όταν o αριθμός των τακτικών μελών που διαθέτει μία πολιτική ομάδα σε μία επιτροπή μεταβάλλεται, o ανώτατος αριθμός των μονίμων αναπληρωματικών μελών που μπορεί να διορίσει στην επιτροπή αυτή μεταβάλλεται αναλόγως, - όταν ένα μέλος αλλάζει πολιτική ομάδα, δεν δύναται να διατηρήσει την ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωματικού μέλους που κατείχε στην αρχική του ομάδα, - σε καμία περίπτωση ένα μέλος της επιτροπής δεν μπορεί να είναι αναπληρωτής συναδέλφου που ανήκει σε άλλη πολιτική ομάδα. Άρθρο 154 Καθήκοντα των επιτροπών 1. Οι μόνιμες επιτροπές έχουν ως αποστολή την εξέταση των ζητημάτων που τους παραπέμπονται από το Κοινοβούλιο ή, κατά τις διακοπές της συνόδου, από τον Πρόεδρο εξ ονόματος της Διάσκεψης των Προέδρων. Τα καθήκοντα των προσωρινών και των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών καθορίζονται όταν συνιστώνται, και δεν δικαιούνται να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές. (Βλ. ερμηνεία του άρθρου 150, παράγραφος 2) 2. Σε περίπτωση που μια μόνιμη επιτροπή αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια για την εξέταση ενός ζητήματος ή σε περίπτωση συγκρούσεως αρμοδιοτήτων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μονίμων επιτροπών, το ζήτημα της αρμοδιότητος, κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων ή αιτήσεως μιας από τις ενδιαφερόμενες μόνιμες επιτροπές, εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου. 3. Σε περίπτωση που περισσότερες από μία μόνιμες επιτροπές είναι αρμόδιες για την εξέταση ενός ζητήματος, μία επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια επί της ουσίας και οι άλλες ως γνωμοδοτικές. Ο αριθμός πάντως των επιτροπών που επιλαμβάνονται ταυτόχρονα ενός ζητήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εκτός αν, για εύλογες αιτίες, αποφασισθεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1. 4. Δύο ή περισσότερες επιτροπές ή υποεπιτροπές μπορούν να προβούν σε από κοινού εξέταση ζητημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, χωρίς όμως να μπορούν να λάβουν απόφαση. 5. Κάθε επιτροπή μπορεί, με τη συναίνεση του Προεδρείου, να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της αποστολή μελέτης ή ενημερώσεως. Άρθρο 155 Επιτροπή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής Μεταξύ των επιτροπών που συγκροτούνται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό, μία επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής και την προεργασία των αποφάσεων που αφορούν τις αμφισβητήσεις των εκλογών. Άρθρο 156 Υποεπιτροπές 1. Με προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, κάθε μόνιμη ή προσωρινή επιτροπή μπορεί, αν το απαιτούν οι εργασίες της, να συγκροτήσει μεταξύ των μελών της μία ή περισσότερες υποεπιτροπές, τη σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 152 και την αρμοδιότητα των οποίων καθορίζει η ίδια. Οι υποεπιτροπές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στην επιτροπή η οποία τις έχει συγκροτήσει. 2. Η διαδικασία που ισχύει για τις επιτροπές εφαρμόζεται και στις υποεπιτροπές. 3. Οι αναπληρωτές γίνονται δεκτοί στις συνεδριάσεις των υποεπιτροπών με τους ίδιους όρους όπως και στις συγκεντρώσεις των επιτροπών. 4. Η εφαρμογή αυτών των διατάξεων πρέπει να κατοχυρώνει τη σχέση εξάρτησης μεταξύ μιας υποεπιτροπής και της επιτροπής εκείνης στο πλαίσιο της οποίας η υποεπιτροπή έχει συσταθεί. Προς το σκοπό αυτό, όλα τα τακτικά μέλη μιας υποεπιτροπής επιλέγονται μεταξύ εκείνων που είναι μέλη της κυρίας επιτροπής. Άρθρο 157 Προεδρείο των επιτροπών 1. Κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής που ακολουθεί την εκλογή των μελών των επιτροπών, σύμφωνα με το άρθρο 152, η επιτροπή εκλέγει έναν πρόεδρο και με χωριστές ψηφοφορίες ένα, δύο ή τρεις αντιπροέδρους που αποτελούν το προεδρείο της επιτροπής. 2. Στην περίπτωση που o αριθμός των υποψηφίων αντιστοιχεί στον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, η εκλογή μπορεί να γίνεται δια βοής. Στην αντίθετη περίπτωση ή κατόπιν αίτησης του ενός έκτου των μελών της επιτροπής, η εκλογή γίνεται με μυστική ψηφοφορία. Στην περίπτωση που υπάρχει ένας μόνον υποψήφιος, η εκλογή του πραγματοποιείται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών που εψήφισαν, υπολογιζομένων μόνον των ψήφων υπέρ και κατά. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι υποψήφιοι κατά τον πρώτο γύρο ψηφοφορίας, εκλέγεται o υποψήφιος που λαμβάνει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών που εψήφισαν, όπως αυτή ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο. Κατά το δεύτερο γύρο, εκλέγεται o υποψήφιος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό των ψήφων. Σε περίπτωση ισοψηφίας εκλέγεται o πρεσβύτερος υποψήφιος. Σε περίπτωση που απαιτείται δεύτερος γύρος ψηφοφορίας, μπορούν να υποβληθούν νέες υποψηφιότητες. Άρθρο 158 Διαδικασία χωρίς έκθεση, απλοποιημένη διαδικασία 1. Σε κάθε συνεδρίαση επιτροπής, o πρόεδρος υποβάλλει στην επιτροπή κατάλογο με τις προτάσεις, οι οποίες κατά τη γνώμη του ή/και κατόπιν συστάσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου θα έπρεπε να εγκριθούν χωρίς έκθεση. Κάθε πρόταση αυτού του καταλόγου υποβάλλεται από τον πρόεδρο για απόφαση σε επιτροπή. Αν δεν αντιταχθεί τουλάχιστον το ένα πέμπτο των μελών της επιτροπής, o πρόεδρος της επιτροπής πληροφορεί τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για την έγκριση αυτής της προτάσεως. 2. Κατόπιν συστάσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου είτε προτάσεως του προεδρεύοντος της επιτροπής, μπορεί αυτή να γνωμοδοτήσει κατά μία απλοιποιημένη διαδικασία. Αν τουλάχιστον το ένα πέμπτο των μελών της επιτροπής δεν αντιταχθεί στην εφαρμογή της απλοποιημένης διαδικασίας, o πρόεδρος της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει ορισθεί εισηγητής. Στα μέλη της επιτροπής διαβιβάζεται τo σχέδιο εκθέσεως το οποίο αποτελείται από ένα τμήμα που αναφέρει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, ένα νομοθετικό ψήφισμα και μια σύντομη αιτιολογική έκθεση. Αν, εντός προθεσμίας δύο τουλάχιστον εβδομάδων από της διαβιβάσεως, δεν αντιταχθεί τουλάχιστον το ένα πέμπτο των μελών της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή διεξάγεται ψηφοφορία στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 114, χωρίς συζήτηση επί της προτάσεως ψηφίσματος που περιέχεται στην έκθεση. 3. Αν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των μελών της επιτροπής αντιταχθεί στη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2, τότε εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 159 (διαδικασία με έκθεση). Άρθρο 159 Εκθέσεις των επιτροπών σχετικά με τις διαβουλεύσεις 1. Ο Πρόεδρος της επιτροπής, στην οποία έχει παραπεμφθεί πρόταση της Επιτροπής, προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία. 2. Μετά από τη λήψη της αποφάσεως επί της ακολουθητέας διαδικασίας, και εάν το άρθρο 158, δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως της Επιτροπής μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του ετησίου νομοθετικού προγράμματος που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 57. 3. Η έκθεση της επιτροπής θα αποτελείται από: α) τις ενδεχόμενες προτάσεις τροπολογίας της προτάσεως μαζί με σύντομες αιτιολογήσεις των τροπολογιών αυτών, β) το νομοθετικό ψήφισμα όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 67, παράγραφος 2, γ) αιτιολογική έκθεση, εφόσον κρίνεται απαραίτητο. Άρθρο 160 Μη νομοθετικές εκθέσεις 1. Όταν μια επιτροπή εκπονεί μη νομοθετική έκθεση, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών. 2. Ο εισηγητής αναλαμβάσει την εκπόνηση της εκθέσεως της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής. 3. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει: α) πρόταση ψηφίσματος, β) αιτιολογική έκθεση, γ) τα κείμενα οποιωνδήποτε προτάσεων ψηφίσματος συμπεριλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48, παράγραφος 4. Άρθρο 161 Αιτιολογική έκθεση και προθεσμίες 1. Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με την ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της προτάσεως ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση o πρόεδρος της επιτροπής δύναται να διαγράψει την αιτιολογική έκθεση. 2. Στην έκθεση αναφέρεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της. Αν, εξάλλου, κατά την ώρα της ψηφοφορίας, το ζητήσει το ένα τρίτο των παρόντων μελών, η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους. 3. Αν η επιτροπή δεν αποφάσισε ομόφωνα, τότε πρέπει η έκθεση να αναφέρει επίσης τις απόψεις της μειοψηφίας. Οι απόψεις της μειοψηφίας, κατά την ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου, μπορούν, αιτήσει αυτών που τις διετύπωσαν, να αποτελέσουν αντικείμενο γραπτής δήλωσης 200 λέξεων κατ' ανώτατο όριο, η οποία επισυνάπτεται στην αιτιολογική έκθεση. Ο Πρόεδρος επιλύει τις διαφορές που μπορεί να γεννήσει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών. 4. Κατόπιν προτάσεως του Προεδρείου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία, εντός της οποίας o εισηγητής της θα υποβάλει το σχέδιο της εκθέσεώς του. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, ή μπορεί να ορισθεί νέος εισηγητής. 5. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που παραπέμφθηκε σ' αυτή στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής εκθέσεως της ενδιαφερομένης επιτροπής. Άρθρο 162 Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών 1. Όταν μια επιτροπή, στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε ένα ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση μιας άλλης επιτροπής ή όταν μια άλλη επιτροπή επιθυμεί να γνωμοδοτήσει επί του αντικειμένου της εκθέσεως της επιτροπής που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 154 παράγραφος 3, να ορισθεί η μια ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική. 2. Η γνωμοδότηση περιέχει στην περίπτωση νομοθετικών κειμένων, προτάσεις τροποποιήσεως του κειμένου το οποίο έχει παραπεμφθεί σε επιτροπή, ή σε περίπτωση μη νομοθετικών κειμένων, επιμέρους προτάσεις για την πρόταση ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή τις θέτει σε ψηφοφορία. Εν ανάγκη η επιτροπή μπορεί να υποβάλλει σύντομες γραπτές αιτιολογήσεις για τις προτάσεις που περιέχονται στη γνωμοδότηση. 3. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας η γνωμοδοτική επιτροπή πρέπει να υποβάλει τη γνωμοδότησή της ούτως ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία γνωστοποιεί πάραυτα στις γνωμοδοτικές επιτροπές οιεσδήποτε τροποποιήσεις στο ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση αυτής της προθεσμίας. 4. Όλες οι εγκριθείσες γνωμοδοτήσεις επισυνάπτονται στην έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. (Για τη διαδικασία ψηφοφορίας επί γνωμοδοτήσεως, βλ. ερμηνεία στο άρθρο 165) 5. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να καταθέτει τροπολογίες στην Ολομέλεια. 6. Ο πρόεδρος και o εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής μπορούν vα λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμοδίας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος. Άρθρο 163 Εκθέσεις πρωτοβουλίας 1. Αν μία επιτροπή, χωρίς να της έχει υποβληθεί αίτηση διαβουλεύσεως, αίτηση γνωμοδοτήσεως ή πρόταση ψηφίσματος, προτίθεται να εκπονήσει έκθεση επί αντικειμένου της αρμοδιότητός της και να υποβάλει σχετικό ψήφισμα στην Ολομέλεια, πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διασκέψεως των Προέδρων. Κάθε ενδεχόμενη άρνηση πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη. Η Διάσκεψη των Προέδρων δύναται να ορίσει, τη στιγμή κατά την οποία παρέχει την εξουσιοδότηση, ότι η αρμοδιότητα αποφάσεως μεταβιβάζεται συμφώνως προς το άρθρο 62. Η προϋπόθεση που καθορίζεται από το άρθρο αυτό στο πρώτο εδάφιό του, (σύμφωνα με την οποία το εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται παρά μόνο όταν από την αιτούσα επιτροπή δεν ζητηθεί διαβούλευση, γνωμοδότηση ή πρόταση ψηφίσματος,) πρέπει να γίνει αυστηρά σεβαστή δεδομένου ότι προστατεύει το δικαίωμα πρωτοβουλίας των μελών επιτρέποντας την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 48 το οποία παρέχει, εξάλλου, μεγάλα περιθώρια στην αρμόδια επιτροπή όσον αφορά τις συνέχειες που θα δοθούν στις προτάσεις ψηφίσματος που της έχουν διαβιβασθεί. 2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Συνθήκες χορηγούν το δικαίωμα πρωτοβουλίας στο Κοινοβούλιο. Άρθρο 164 Όρα των ερωτήσεων στις επιτροπές Όρα των ερωτήσεων είναι δυνατόν να προβλεφθεί και σε συνεδρίαση επιτροπής, εφόσον η επιτροπή το αποφασίσει. Κάθε επιτροπή αποφασίζει για τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων στις συνεδριάσεις της. Άρθρο 165 Διαδικασία στις επιτροπές 1. Μια επιτροπή μπορεί να ψηφίσει έγκυρα όταν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελούν είναι όντως παρόν. Σε περίπτωση όμως που το έκτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή το ζητήσει πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, αυτή είναι έγκυρη μόνον αν o αριθμός των ψηφιζόντων αντιπροσωπεύει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της επιτροπής. 2. Η ψηφοφορία στην επιτροπή διεξάγεται δι' ανατάσεως της χειρός εκτός αν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελεί απαιτήσει ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως. 3. Ο πρόεδρος της επιτροπής συμμετέχει στις συζητήσεις και στις ψηφοφορίες χωρίς όμως η ψήφος του να υπερισχύει. 4. Τα άρθρα 12, 13, 14, 17, 18, 117, 118, 119, 121, παράγραφος 1, 123, 125, 127, 128, 130, 131, 132, 133, 134, 136, 138, 139, 140, 141, 142, 143, 146 και 147 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις συνεδριάσεις των επιτροπών. 5. Λαμβανομένων υπόψη των κατατεθεισών τροπολογιών η επιτροπή μπορεί, αντί να προβεί σε ψηφοφορία, να ζητήσει από τον εισηγητή να εκπονήσει νέο σχέδιο στο οποίο να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερες τροπολογίες. Σε μία τέτοια περίπτωση ορίζεται νέα προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών στο νέο σχέδιο αυτό. (άρθρα 127 και 162) Η διαδικασία ψηφοφορίας επί γνωμοδοτήσεως έχει ως εξής: 1. Η γνωμοδοτική Επιτροπή αφού ψηφίσει - αν συντρέχει λόγος - επί κάθε πορίσματος ξεχωριστά, ψηφίζει επί του συνόλου των πορισμάτων της γνωμοδοτήσεως. Εάν δεν έχουν εγκριθεί τα πορίσματα, η γνωμοδότηση που απευθύνεται προς την αμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποτελείται αποκλειστικά από τις ενδεχόμενες τροπολογίες που εγκρίθηκαν επί του κειμένου επί του οποίου κλήθηκε η επιτροπή να γνωμοδοτήσει. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου των πορισμάτων ή των τροπολογιών αναφέρεται στη γνωμοδότηση. 2. Κατόπιν της ψηφοφορίας αυτής μπορεί να απαιτηθεί η αναπροσαρμογή του κειμένου που προηγείται των τροπολογιών ή των πορισμάτων της γνωμοδοτήσεως (το κείμενο δηλαδή που μπορεί να θεωρηθεί σαν αιτιολογική έκθεση). Επί του κειμένου αυτού, ωστόσο, δεν διεξάγεται ψηφοφορία. 3. Η επιτροπή δεν ψηφίζει επί του συνόλου της προτάσεως της Επιτροπής. Άρθρο 166 Συνεδριάσεις των επιτροπών 1. Οι επιτροπές συνεδριάζουν με πρόσκληση του προέδρου τους ή με πρωτοβουλία του Προέδρου του Κοινοβουλίου. 2. Με πρόσκληση του προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής, o οποίος ενεργεί εξ ονόματός της, η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν vα συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής. Με ειδική απόφαση της επιτροπής, και άλλα άτομα μπορούν να προσκληθούν να παρευρεθούν σε συνεδρίαση και να λάβουν το λόγο. Κατ' αναλογία, η απόφαση όσον αφορά την παρουσία των προσωπικών βοηθών των μελών στις συνεδριάσεις των επιτροπών εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε επιτροπής. Μια αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί, νε την επιφύλαξη της εγκρίσεως του Προεδρείου, να οργανώσει ακρόαση εμπειρογνωμόνων όταν κρίνει ότι η ακρόαση αυτή είναι απαραίτητη για την καλή διεξαγωγή των εργασιών της, επί συγκεκριμένου θέματος. Οι γνωμοδοτικές επιτροπές μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετάσχουν στην ακρόαση. 3. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 162, παράγραφος 6 και εφ'όσον δεν αποφασίσει αντίθετα η ενδιαφερόμενη επιτροπή, οι βουλευτές μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις των επιτροπών των οποίων δεν είναι μέλη, χωρίς όμως δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες τους. Οι βουλευτές αυτοί μπορούν πάντως να λάβουν από την επιτροπή άδεια συμμετοχής στις εργασίας της με συμβουλευτική ψήφο. Άρθρο 167 Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών Τα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδριάσεως επιτροπής διανέμονται σε όλα τα μέλη της επιτροπής και υποβάλλονται για έγκριση κατά την αμέσως επομένη συνεδρίαση. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXI ΔIΑΚΟIΝΟΒΟΥΛΕΥΤIΚΕΣ ΑΝΤIΠΡΟΣΩΠΕIΕΣ Άρθρο 168 Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών 1. Το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες, των οποίων o αριθμός των μελών καθορίζεται ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους. Τα μέλη του προεδρείου εκλέγονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και, εκ νέου, μετά από δυόμισι χρόνια. 2. Η εκλογή των μελών του προεδρείου των αντιπροσωπειών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων στη Διάσκεψη των Προέδρων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προτάσεις εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών και των πολιτικών τάσεων. Iσχύουν αντιστοίχως οι παράγραφοι 2, 3, 5 και 6 του άρθρου 152. 3. Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατόπιν προτάσεως των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών, ορίζει τα άλλα μέλη των αντιπροσωπείων, εξασφαλίζοντας μια δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών και των πολιτικών απόψεων. 4. Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων αντιπροσωπειών καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί οποτεδήποτε να αποφασίσει επέκταση ή περιορισμό αυτών των αρμοδιοτήτων. 5. Οι εκτελεστικές διατάξεις, που απαιτούνται για τον καθορισμό των δραστηριοτήτων των αντιπροσωπειών, εγκρίνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από πρόταση της Διάσκεψης των προέδρων των αντιπροσωπειών. 6. Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας υποβάλλει έκθεση δραστηριοτήτων στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές υποθέσεις και την ασφάλεια. Άρθρο 169 Συνεργασία με την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης 1. Τα όργανα του Κοινοβουλίου και ιδιαίτερα οι επιτροπές, συνεργάζονται με τα αντίστοιχα όργανα της κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, με στόχο ιδιαίτερα τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εργασιών τους και την αποφυγή της επικάλυψης εργασιών. 2. Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατόπιν κοινής συμφωνίας με τις αρμόδιες αρχές της κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθορίζει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Άρθρο 170 Μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συνιστά μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές με τα ομόλογα κοινοβούλια κρατών τα οποία είναι συνδεδεμένα με την Κοινότητα ή κρατών με τα οποία έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την προσχώρησή τους. Οι επιτροπές αυτές μπορούν να υποβάλλουν συστάσεις στα συμμετέχοντα κοινοβούλια. Οι συστάσεις αυτές παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία υποβάλλει προτάσεις για την περαιτέρω εξέτασή τους. 2. Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων μεικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τις ίδιες τις τρίτες χώρες. 3. Για τις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές ισχύουν οι διαδικαστικές διατάξεις που καθορίζονται στην εκάστοτε συμφωνία. Η σύνθεσή τους βασίζεται στην ίση εκπροσώπηση της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομόλογου κοινοβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζει τους εκπροσώπους του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 168. 4. Οι μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές καταρτίζουν εσωτερικό κανονισμό και τον υποβάλλουν προς έγκριση στο Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομόλογου κοινοβουλίου. 5. Οι αντιπροσωπείες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις μεικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές συγκροτούνται ταυτόχρονα και σύμφωνα με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τις μόνιμες επιτροπές. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXII ΔΗΜΟΣIΟΤΗΤΑ ΚΑI ΔIΑΦΑΝΕIΑ Άρθρο 171 Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου 1. Το Κοινοβούλιο μεριμνά για τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. 2. Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως. 3. Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως. Ωστόσο οι επιτροπές μπορούν να αποφασίσουν, το αργότερο κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης της σχετικής συνεδρίασης, να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη μιας συγκεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών. Άρθρο 172 Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα 1. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει, ύστερα από πρόταση του Προεδρείου, τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφά του, σύμφωνα με το άρθρο 255 της Συνθήκης ΕΚ και τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου αυτού(9). 2. Τα έγγραφα των επιτροπών δίδονται στη δημοσιότητα, εκτός αν η οικεία επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά. Το καθεστώς των εγγράφων προσδιορίζεται σαφώς. 3. Όλα τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καλύπτονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 συμπεριλαμβάνονται σε δημόσιο μητρώο. Το Προεδρείο αποφασίζει σχετικά με τις διατάξεις που διέπουν τo εν λόγω μητρώο. Άρθρο 173 Εμπιστευτικότητα Βάσει προτάσεως της αρμόδιας επιτροπής, και με την επιφύλαξη των άρθρων 28, 151 και 179 και των Παραρτημάτων VII και VIII του παρόντος Κανονισμού, το Κοινοβούλιο θεσπίζει κριτήρια για τον ορισμό των εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXIII ΑΝΑΦΟΡΕΣ Άρθρο 174 Δικαίωμα αναφοράς 1. Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και το οποίο τους αφορά άμεσα. 2. Οι αναφορές προς το Κοινοβούλιο πρέπει να περιέχουν το όνομα, την ιδιότητα, την ιθαγένεια και την κατοικία καθενός από τους αναφέροντες. 3. Οι αναφορές πρέπει να συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αναφορές, οι οποίες έχουν συνταχθεί σε μια άλλη γλώσσα, εξετάζονται τότε μόνο, εάν o αναφέρων έχει επισυνάψει μετάφραση ή περίληψη του περιεχομένου, η οποία έχει συνταχθεί σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και οι οποίες χρησιμεύουν ως βάση της εργασίας του Κοινοβουλίου. Η αλληλογραφία του Κοινοβουλίου με τον αναφέροντα πραγματοποιείται στην επίσημη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η μετάφραση ή η περίληψη του περιεχομένου. 4. Οι αναφορές καταχωρούνται σε ένα γενικό πρωτόκολλο κατά σειρά παραλαβής, αν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2· αν δεν τις τηρούν, αρχειοθετούνται και o λόγος γνωστοποιείται στον αναφέροντα. 5. Οι αναφορές, που εγγράφονται στο γενικό πρωτόκολλο, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή, η οποία εξετάζει κατά πόσον οι αναφορές εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. 6. Οι αναφορές, που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή, αρχειοθετούνται· η αιτιολογημένη απόφαση κοινοποιείται στον αναφέροντα. 7. Στην περίπτωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, η επιτροπή μπορεί να συστήσει στον αναφέροντα να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. 8. Εφόσον o αναφέρων δεν ζητήσει εμπιστευτική εξέταση της αναφοράς του, η αναφορά καταχωρείται σε δημόσιο πρωτόκολλο. 9. Η επιτροπή μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλει το θέμα στον διαμεσολαβητή. 10. Οι αναφορές που απευθύνουν στο Κοινοβούλιο φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε έχουν ως τόπο κατοικίας ή έδρα κράτος μέλος, πρωτοκολλούνται και αρχειοθετούνται χωριστά. Κάθε μήνα o Πρόεδρος διαβιβάζει κατάλογο των αναφορών του είδους αυτού που έλαβε το Κοινοβούλιο κατά τον προηγούμενο μήνα, με περίληψη του περιεχομένου τους, στην αρμόδια για την εξέταση των αναφορών επιτροπή, η οποία μπορεί ακολούθως να ζητήσει να της διαβιβασθούν εκείνες τις οποίες κρίνει σκόπιμο να εξετάσει. Άρθρο 175 Εξέταση των αναφορών 1. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, για τις αναφορές που έχει χαρακτηρίσει ως παραδεκτές, τη σύνταξη εκθέσεων ή να πάρει θέση με όποιον άλλο τρόπο θέλει. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 162, ιδιαίτερα προκειμένου περί αναφορών που τείνουν στην τροποποίηση ισχύοντος κανόνος δικαίου. 2. Για την εξέταση των αναφορών η επιτροπή μπορεί να οργανώνει ακροάσεις ή να αποστέλλει μέλη της για επιτόπια διαπίστωση. 3. Για την προετοιμασία της γνωμοδότησεώς της η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή την επίδειξη εγγράφων, την παροχή πληροφοριών και την πρόσβαση στις υπηρεσίες της. 4. Η επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, αν συντρέχει λόγος, προτάσεις ψηφίσματος επί των αναφορών για τις οποίες της έχει ζητηθεί να γνωμοδοτήσει. Η επιτροπή μπορεί, εκτός αυτού, να ζητήσει να διαβιβασθεί η γνωμοδότησή της από τον Πρόεδρο στην Επιτροπή ή το Συμβούλιο. 5. Η επιτροπή πληροφορεί κάθε εξάμηνο το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα των εργασιών της. Η επιτροπή πληροφορεί ειδικότερα το Κοινοβούλιο για τα μέτρα τα οποία έλαβε το Συμβούλιο ή η Επιτροπή σχετικά με τις αναφορές που διαβιβάσθηκαν από το Κοινοβούλιο. 6. Στους αναφέροντες γνωστοποιούνται από τον Πρόεδρο οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί επί των αναφορών καθώς και η αιτιολόγησή τους. Άρθρο 176 Γνωστοποίηση των αναφορών 1. Οι αναφορές που καταχωρήθηκαν στο γενικό πρωτόκολλο που αναφέρει το άρθρο 174, παράγραφος 4, καθώς και οι σημαντικότερες διαδικαστικές αποφάσεις επί της εξετάσεως των σχετικών αναφορών, γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως ολομελείας. Οι ανακοινώσεις αυτές εγγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδριάσεως. 2. Ο τίτλος και η περίληψη των εγγεγραμμένων στο γενικό πρωτόκολλο αναφορών καθώς και οι γνωμοδοτήσεις που συνοδεύουν την εξέταση της αναφοράς καθώς και οι σημαντικότερες αποφάσεις εισάγονται σε τράπεζα δεδομένων στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό, εφόσον συμφωνεί o αναφέρων. Οι αναφορές που εξετάζονται εμπιστευτικά φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου, όπου μπορεί να τα συμβουλευθεί οποιοσδήποτε βουλευτής. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXIV ΔIΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ Άρθρο 177 Διορισμός του διαμεσολαβητή 1. Κατά την έναρξη κάθε βουλευτικής περιόδου, αμέσως μετά την εκλογή του, ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, o Πρόεδρος ζητεί να υποβληθούν υποψηφιότητες για το διορισμό του Διαμεσολαβητή και ορίζει την προθεσμία για την κατάθεσή τους. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Οι υποψηφιότητες πρέπει να υποστηριχθούν από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές, από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποστηρίξει μία μόνο υποψηφιότητα. Οι υποψηφιότητες πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν σαφώς ότι o υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το καθεστώς του Διαμεσολαβητή. 3. Οι υποψηφιότητες διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους να παρουσιαστούν για ακρόαση. Οι ακροάσεις αυτές είναι ανοιχτές για όλους τους βουλευτές. 4. Ο αλφαβητικός κατάλογος των υποψηφιοτήτων που έχουν κριθεί παραδεκτές υποβάλλεται εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση. 5. Η ψηφοφορία αυτή διεξάγεται με μυστική ψηφοφορία και με την πλειοψηφία των ψηφισάντων. Εάν μετά τους δύο πρώτους γύρους δεν εκλεγεί κανείς υποψήφιος, συνεχίζουν μόνο οι δύο υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στον δεύτερο γύρο. Σε όλες τις περιπτώσεις ισοψηφίας επικρατεί o πρεσβύτερος των υποψηφίων. 6. Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, o Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόν τουλάχιστον το ήμισυ του αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. 7. Ο διορισθείς υποψήφιος καλείται αμέσως να ορκισθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. 8. Ο διαμεσολαβητής παραμένει εν ενεργεία έως ότου αναλάβει τα καθήκοντά του o διάδοχός του, εκτός περιπτώσεων θανάτου ή παύσεώς του. Άρθρο 178 Παύση του διαμεσολαβητή 1. Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, εάν αυτός παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα. 2. Η αίτηση διαβιβάζεται στο διαμεσολαβητή και στην αρμόδια επιτροπή. Αν η πλειοψηφία των μελών της κρίνει βάσιμους τους λόγους, υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο. Πριν από τη θέση σε ψηφοφορία της εκθέσεως πραγματοποιείται ακρόαση με το διαμεσολαβητή, εάν αυτός το ζητήσει. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει, μετά από συζήτηση, με μυστική ψηφοφορία. 3. Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, o Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόντες τουλάχιστον οι μισοί από τους βουλευτές που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. 4. Εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι υπέρ της παύσης του διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, και εφόσον o ίδιος δεν υποβάλει παραίτηση, o Πρόεδρος, το αργότερο μέχρι την περίοδο συνόδου που ακολουθεί εκείνη κατά την οποία διεξήχθη η ψηφοφορία, υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο να απαλλάξει τον διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, με αίτημα να αποφανθεί αμέσως. Αν o διαμεσολαβητής παραιτηθεί εκουσίως, διακόπτεται η διαδικασία. Άρθρο 179 Δράση του διαμεσολαβητή 1. Η απόφαση για το καθεστώς και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή και οι εκτελεστικές διατάξεις αυτής της απόφασης, όπως έχουν εγκριθεί από το διαμεσολαβητή, προσαρτώνται, προς ενημέρωση, στον παρόντα Κανονισμό(10). 2. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει το Κοινοβούλιο για κρούσματα κακής διοίκησης που ανακαλύπτει σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 6 και 7 της ανωτέρω απόφασης, για τα οποία η αρμόδια επιτροπή μπορεί να εκπονήσει έκθεση. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 8, της ανωτέρω απόφασης, υποβάλλει έκθεση προς το Κοινοβούλιο κατά τη λήξη κάθε συνόδου σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του. Προς τούτο η αρμόδια επιτροπή εκπονεί έκθεση την οποία υποβάλλει προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο. 3. Ο διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει την αρμόδια επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, ή, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, να γίνει δεκτός προς ακρόαση από αυτήν. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXV ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑI ΤΡΟΠΟΠΟIΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝIΣΜΟΥ Άρθρο 180 Εφαρμογή του Κανονισμού 1. Αν προκύψουν αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος Κανονισμού, o Πρόεδρος μπορεί, με την επιφύλαξη των σχετικών αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί, να παραπέμψει το ζήτημα προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Στην περίπτωση που πρέπει να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 142, o Πρόεδρος μπορεί επίσης να παραπέμψει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή. 2. Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει αν απαιτείται να γίνει πρόταση τροποποιήσεως του Κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 181. 3. Αν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει ότι αρκεί μια ερμηνεία των υφισταμένων διατάξεων του Κανονισμού, τότε διαβιβάζει αυτή την ερμηνεία στον Πρόεδρο, o οποίος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο. 4. Αν μία πολιτική ομάδα ή τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές, αντιταχθούν στην ερμηνεία της επιτροπής, το ζήτημα υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει επ' αυτού με σχετική πλειοψηφία εάν είναι παρόν τουλάχιστον το ένα τρίτο των βουλευτών του. Σε περίπτωση απορρίψεως, το ζήτημα παραπέμπεται εκ νέου στην επιτροπή. 5. Οι ερμηνείες για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί ένσταση και οι ερμηνείες που έχουν γίνει δεκτές από το Κοινοβούλιο προστίθενται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία σαν ερμηνευτικές σημειώσεις του άρθρου ή των αντίστοιχων άρθρων μαζί με τις σχετικές αποφάσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού. 6. Οι ερμηνευτικές αυτές σημειώσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελλοντική εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών άρθρων. 7. Οι διατάξεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού επανεξετάζονται τακτικά. 8. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του Κανονισμού παρέχουν ορισμένα δικαιώματα σ' έναν συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών, o αριθμός αυτός θα προσαρμόζεται αυτομάτως στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στο αυτό ποσοστό των βουλευτών του Κοινοβουλίου όταν το σύνολο των τελευταίων αυξάνεται, ιδίως λόγω διευρύνσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Άρθρο 181 Τροποποίηση του Κανονισμού 1. Κάθε βουλευτής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στον Κανονισμό και στα παραρτήματά του. Οι εν λόγω προτάσεις τροποποιήσεως μεταφράζονται, εκτυπώνονται, διανέμονται και αποστέλλονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία τις εξετάζει και αποφασίζει περί της υποβολής τους ή μη στο Κοινοβούλιο. Για την εφαρμογή των άρθρων 130, 139 και 140 στην εξέταση των εν λόγω προτάσεων στην Ολομέλεια, οι αναφορές που γίνονται στα άρθρα αυτά στο "αρχικό κείμενο" ή στην "πρόταση της Επιτροπής" θεωρούνται ότι παραπέμπουν στην ισχύουσα διάταξη. 2. Οι τροπολογίες επί του παρόντος Κανονισμού γίνονται δεκτές μόνον εφόσον λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν. 3. Εκτός προβλεπομένων εξαιρέσεων κατά την ψηφοφορία, οι τροποποιήσεις επί του παρόντος Κανονισμού και επί των παραρτημάτων του αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου, η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXVI ΓΕΝIΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕIΑ ΤΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ - ΛΟΓIΣΤΗΡIΟ Άρθρο 182 Γενική Γραμματεία 1. Το Κοινοβούλιο επικουρείται από ένα Γενικό Γραμματέα που διορίζεται από το Προεδρείο. Ο Γενικός Γραμματέας δίνει επίσημη υπόσχεση ενώπιον του Προεδρείου να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία. 2. Ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου διευθύνει τη Γραμματεία, της οποίας η σύνθεση και η οργάνωση καθορίζονται από το Προεδρείο. 3. Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού. Το Προεδρείο καθορίζει επίσης τις κατηγορίες των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού στους οποίους εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 12 έως 14 ου πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προβαίνει στις απαραίτητες ανακοινώσεις προς τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Άρθρο 183 Κατάσταση προβλέψεων του Κοινοβουλίου 1. Βάσει εκθέσεως που συντάσσεται από τον Γενικό Γραμματέα, το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο καταστάσεως προβλέψεων. 2. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το προσχέδιο αυτό στην αρμόδια επιτροπή, η οποία καταρτίζει το σχέδιο καταστάσεως προβλέψεων και υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο. 3. Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών επί του σχεδίου καταστάσεως προβλέψεων. Η αρμόδια επιτροπή γνωμοδοτεί επί των εν λόγω τροπολογιών. 4. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει την κατάσταση προβλέψεων. 5. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στην Επιτροπή και το Συμβούλιο. 6. Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις συμπληρωματικές καταστάσεις προβλέψεων. Άρθρο 184 Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών 1. Ο Πρόεδρος προβαίνει o ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο, εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της αρμοδίας επιτροπής. 2. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετησίων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή. 3. Βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής. ΚΕΦΑΛΑIΟ XXVII ΔIΑΦΟΡΕΣ ΔIΑΤΑΞΕIΣ Άρθρο 185 Εκκρεμή ζητήματα Στο τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές, θεωρούνται άκυρα όλα τα εκκρεμούντα ενώπιον του Κοινοβουλίου ζητήματα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου του παρόντος άρθρου. Στην αρχή κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί εκείνων των αιτιολογημένων αιτήσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών και των λοιπών θεσμικών οργάνων, θέμα των οποίων είναι η επανάληψη ή η συνέχιση της εξέτασης των ζητημάτων αυτών. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται για αναφορές ή κείμενα επί των οποίων δεν απαιτείται λήψη αποφάσεως. Άρθρο 186 Διάρθρωση των παραρτημάτων Τα παραρτήματα στον παρόντα Kανονισμό κατατάσσονται σύμφωνα με τις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: α) διατάξεις εφαρμογής των κανονιστικών διαδικασιών που εγκρίνονται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων (Παράρτημα VI)· β) διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογήν των ειδικών κανόνων που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανόνες πλειοψηφίας που προβλέπονται από αυτές (Παραρτήματα I, II, III, IV, V, VII και IX)· γ) διοργανικές συμφωνίες ή λοιπές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με τις Συνθήκες και εφαρμόζονται στο Κοινοβούλιο ή παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη λειτουργία του. Η εγγραφή σε παράρτημα αυτών των διατάξεων αποφασίζεται από το Κοινοβούλιο με την πλειοψηφία των ψηφισάντων κατόπιν προτάσεως της αρμόδιας επιτροπής του (Παραρτήματα VIII και X). (1) Βλέπε Παράρτημα I. (2) Βλ. Παράρτημα IX. (3) Βλέπε Παράρτημα IX. (4) Βλέπε Παράρτημα II. (5) Βλέπε Παράρτημα IV. (6) Βλέπε Παράρτημα V. (7) Βλέπε Παράρτημα VI. (8) Βλ. Παράρτημα VIII. (9) Εν αναμονή των εν λόγω μέτρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των αποφάσεων του Προεδρείου της 10ης Iουλίου 1997, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Κοινοβουλίου και της 17ης Απριλίου 1998, σχετικά με τις δαπάνες για την παράδοση πολύ μεγάλων εγγράφων. (10) Βλέπε Παράρτημα X. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 - ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ Άρθρο 1 1. Όταν λάβει το λόγο στο Κοινοβούλιο ή σε κάποιο από τα όργανά του, κάθε βουλευτής που έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, πρέπει να γνωστοποιήσει το συμφέρον αυτό προφορικά. 2. Προτού ένας βουλευτής αναλάβει εγκύρως αξίωμα στο Κοινοβούλιο ή σε όργανό του, σύμφωνα με τα άρθρα 13, 157 ή 168, παράγραφος 2, του Κανονισμού, ή συμμετάσχει σε επίσημη αντιπροσωπεία, σύμφωνα με το άρθρο 82 ή 168, παράγραφος 3, του Κανονισμού, οφείλει να έχει συμπληρώσει δεόντως τη δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 2. Άρθρο 2 Οι Κοσμήτορες τηρούν πρωτόκολλο στο οποίο κάθε βουλευτής δηλώνει προσωπικώς και με ακρίβεια: α) τις επαγγελματικές του δραστηριότητες καθώς και οιαδήποτε άλλα αμειβόμενα καθήκοντα ή δραστηριότητές του, β) οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών. Οι βουλευτές απαγορεύεται να λαμβάνουν οιαδήποτε άλλη συνεισφορά ή παροχή κατά την άσκηση της εντολής τους. Οι δηλώσεις στο πρωτόκολλο γίνονται υπό την προσωπική ευθύνη του βουλευτή και πρέπει να ενημερώνονται κάθε χρόνο. Το Προεδρείο μπορεί να εκδίδει περιοδικά κατάλογο των στοιχείων που πρέπει να δηλώνονται, κατά την άποψή του, στο πρωτόκολλο. Εφόσον ένας βουλευτής δεν εκπληρώσει, μετά από σχετική πρόσκληση, την υποχρέωσή του για υποβολή της δηλώσεως σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), τότε o Πρόεδρος τον καλεί εκ νέου να υποβάλει τη δήλωση εντός προθεσμίας δύο μηνών. Εφόσον παρέλθει η προθεσμία αυτή, χωρίς να υποβληθεί η δήλωση, τότε δημοσιεύεται το όνομα του βουλευτού με αναφορά της παράβασης στα Συνοπτικά Πρακτικά της πρώτης ημέρας συνεδριάσεως κάθε περιόδου συνόδου μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Εφόσον o βουλευτής αρνείται και μετά τη δημοσίευση της παραβάσεως να υποβάλει τη δήλωση, o Πρόεδρος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 124 του Κανονισμού προκειμένου να απαγορευθεί η παρουσία του εν λόγω βουλευτού στην αίθουσα συνεδριάσεων. Οι πρόεδροι ομάδων βουλευτών, είτε πρόκειται για διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών, υποχρεούνται να δηλώνουν κάθε βοήθημα, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. αποζημίωση γραμματείας), το οποίο, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου. Οι Κοσμήτορες είναι αρμόδιοι για την τήρηση πρωτοκόλλου και την κατάρτιση λεπτομερών κανόνων για τη δήλωση των εξωτερικών βοηθημάτων εκ μέρους των εν λόγω ομάδωv βουλευτών. Άρθρο 3 Το πρωτόκολλο είναι δημόσιο. Άρθρο 4 Εν αναμονή της θεσπίσεως καθεστώτος του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο θα αντικαταστήσει τους ποικίλους εθνικούς κανόνες, οι βουλευτές υπόκεινται, όσον αφορά τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων, στις υποχρεώσεις που προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχουν εκλεγεί. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 43 A. ΟΔΗΓΙΕΣ 1. Οι ερωτήσεις γίνονται παραδεκτές υπό τον όρο: - να είναι συνοπτικές και η διατύπωσή τους να επιτρέπει σύντομη απάντηση, - να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και την ευθύνη της Επιτροπής και του Συμβουλίου και να είναι γενικού ενδιαφέροντος, - να μην απαιτούν καμιά προκαταρκτική μελέτη ή εκτεταμένη έρευνα εκ μέρους του ερωτωμένου οργάνου, - η διατύπωσή τους να είναι σαφής και να αναφέρονται σε συγκεκριμένα θέματα, - να μην περιέχουν ούτε διαπίστωση ούτε κρίση, - να μην αφορούν στενά προσωπικό ζήτημα, - να μην αποβλέπουν στην παροχή στατιστικών πληροφοριών ή εγγράφων, - να διατυπώνονται υπό τύπον ερωτήσεως. 2. Ερώτηση σχετική με ζήτημα το οποίο ήδη περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη και για τη συζήτηση του οποίου προβλέπεται η συμμετοχή του ενδιαφερομένου οργάνου δεν γίνεται αποδεκτή. 3. Ερώτηση δεν γίνεται παραδεκτή, εάν κατά τους τρεις τελευταίους μήνες ετέθη και έλαβε απάντηση ίδια ή παρεμφερής ερώτηση. Στην περίπτωση αυτή, αντίγραφο της ερωτήσεως και της απαντήσεως διαβιβάζεται στο συντάκτη της. Συμπληρωματικές ερωτήσεις 4. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει για κάθε ερώτηση μια συμπληρωματική ερώτηση. Μπορεί να απευθύνει εν όλω μια μόνο συμπληρωματική ερώτηση στο Συμβούλιο και δύο συμπληρωματικές ερωτήσεις στην Επιτροπή. 5. Οι συμπληρωματικές ερωτήσεις υπόκεινται στους κανόνες παραδεκτού που αναφέρονται στις παρούσες οδηγίες. 6. Ο Πρόεδρος αποφαίνεται για το παραδεκτό των συμπληρωματικών ερωτήσεων και περιορίζει τον αριθμό τους, ώστε κάθε βουλευτής να μπορεί να λάβει απάντηση στην ερώτηση που υπέβαλε. Ο Πρόεδρος δεν είναι υποχρεωμένος να κηρύξει παραδεκτή μια συμπληρωματική ερώτηση, έστω και αν πληροί τους ανωτέρω όρους παραδεκτού, α) αν απειλείται η κανονική διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων, ή β) αν η κύρια ερώτηση, στην οποία αναφέρεται, έχει διευκρινισθεί επαρκώς με άλλες συμπληρωματικές ερωτήσεις, ή γ) αν δεν έχει άμεση σχέση με την κύρια ερώτηση. Απαντήσεις στις ερωτήσεις 7. Το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο μεριμνά ώστε οι απαντήσεις του να είναι σύντομες και να αναφέρονται στο αντικείμενο της ερωτήσεως. 8. Αν το περιεχόμενο των ερωτήσεων το επιτρέπει, o Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, αφού ακούσει τη γνώμη των συντακτών των ερωτήσεων αυτών, να δοθεί σε αυτές ταυτόχρονα απάντηση από το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο. 9. Η απάντηση δίνεται μόνο παρουσία του συντάκτη τους, εκτός αν αυτός, πριν από την έναρξη της ώρας των ερωτήσεων, γνωστοποιήσει εγγράφως στον Πρόεδρο τον αναπληρωτή του. 10. Σε περίπτωση απουσίας του ερωτώντος και του αναπληρωτού του, η ερώτηση εκπίπτει. 11. Ερωτήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να απαντηθούν από έλλειψη χρόνου, λαμβάνουν γραπτή απάντηση, εκτός αν o συντάκτης αποσύρει την ερώτησή του. 12. Η διαδικασία για τις γραπτές απαντήσεις διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 44 του Κανονισμού. Προθεσμίες 13. Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της ώρας των ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις οι οποίες δεν έχουν κατατεθεί εντός της προθεσμίας αυτής μπορούν να συζητηθούν κατά την ώρα των ερωτήσεων, εφόσον συναινέσει το ενδιαφερόμενο όργανο. Οι ερωτήσεις που έχουν γίνει παραδεκτές διανέμονται στους βουλευτές και διαβιβάζονται στα ενδιαφερόμενα όργανα. B. ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ (απόσπασμα του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 1986) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,1. εκφράζει την επιθυμία αυστηρότερης εφαρμογής των οδηγιών περί της διεξαγωγής της ώρας των ερωτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 43, και ιδιαίτερα της παραγράφου 1 του Κανονισμού περί του παραδεκτού των ερωτήσεων· 2. συνιστά τη συχνότερη χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 43, παράγραφος 3, του Κανονισμού στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ταξινομεί τις ερωτήσεις για την ώρα των ερωτήσεων σύμφωνα με το αντικείμενό τους. Θεωρεί, ωστόσο, ότι πρέπει να ταξινομούνται σε ομάδες μόνον οι ερωτήσεις που αναγράφονται στo πρώτο ήμισυ του καταλόγου ερωτήσεων μιας περιόδου συνόδου· 3. συνιστά όσον αφορά τις συμπληρωματικές ερωτήσεις, ότι, κατά γενικό κανόνα, o Πρόεδρος θα πρέπει να κάνει αποδεκτή την υποβολή μιας συμπληρωματικής ερωτήσεως από τον υποβάλλοντα κύρια ερώτηση και μιας ή, το πολύ, δύο συμπληρωματικών ερωτήσεων από βουλευτές προερχομένους, κατά προτίμηση, από άλλη πολιτική ομάδα ή/και άλλο κράτος μέλος από ότι o συντάκτης της κύριας ερωτήσεως· υπενθυμίζει ότι οι συμπληρωματικές ερωτήσεις πρέπει να είναι σύντομες και να διατυπώνονται υπό τύπον ερωτήσεως και προτείνει η διάρκειά τους να μην υπερβαίνει τα τριάντα δευτερόλεπτα· 4. καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο, να μεριμνούν, σύμφωνα με το παράρτημα II, παράγραφος 7, του Κανονισμού, ώστε οι απαντήσεις να είναι σύντομες και σαφείς. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 50 Κριτήρια προτεραιότητας 1. Πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στις προτάσεις ψηφίσματος που αποβλέπουν στο να επιτρέψουν στο Κοινοβούλιο να αποφανθεί με ψηφοφορία απευθυνόμενο στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, άλλα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς για ένα προβλεπόμενο γεγονός πριν αυτό επισυμβεί όταν η τρέχουσα σύνοδος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία για το Κοινοβούλιο να εκφράσει εγκαίρως την άποψή του. 2. Πρέπει να θεωρείται επίκαιρη, επείγουσα ή σημαντική κάθε πρόταση ψηφίσματος που ζητεί τοποθέτηση του Κοινοβουλίου (διαμαρτυρία, καταδίκη, συμπαράσταση, αγανάκτηση, κ.λπ.), επί ενός γεγονότος που προκάλεσε αίσθηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, στην περίπτωση που η τοποθέτηση αυτή θα είναι χρήσιμη μόνον εάν εκφρασθεί αμέσως. Οι εν λόγω προτάσεις ψηφίσματος δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 500 λέξεις. 3. Στα θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Ένωσης που προβλέπονται από τη Συνθήκη θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα υπό τον όρο ότι θα είναι ιδιαίτερα σημαντικά. 4. Ο αριθμός των επιλεγέντων θεμάτων πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να επιτρέπει τη διεξαγωγή συζητήσεως, και ανάλογος με τη σημασία των θεμάτων αυτών με ανώτατο όριο πέντε θέματα. Μεταξύ αυτών πρέπει κατά κανόνα να περιλαμβάνονται οι προτάσεις ψηφίσματος οι σχετικές με τα δικαιώματα του ανθρώπου θέμα στο οποίο δεν πρέπει να περιέχονται περισσότεροι από πέντε επιμέρους τίτλοι. Όροι εφαρμογής 5. Τα κριτήρια προτεραιότητας που εφαρμόστηκαν για την κατάρτιση του καταλόγου των θεμάτων προς εγγραφή για τη συζήτηση Επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων θα γνωστοποιούνται στο Κοινοβούλιο και τις πολιτικές ομάδες. Χρονική διάρκεια και κατανομή του χρόνου αγορεύσεως 6. Για να χρησιμοποιηθεί καλύτερα o διαθέσιμος χρόνος, o Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφού προηγηθούν διαβουλεύσεις με τους προέδρους των πολιτικών ομάδων συμφωνεί με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, σχετικά με τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας των ενδεχομένων παρεμβάσεων αυτών των δύο οργάνων στη συζήτηση επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων. Προθεσμία καταθέσεως τροπολογιών 7. Η προθεσμία καταθέσεως τροπολογιών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει τη διανομή των τροπολογιών στις επίσημες γλώσσες, o δε χρόνος συζητήσεως των ψηφισμάτων πρέπει να είναι αρκετός για τη δέουσα εξέταση των τροπολογιών εκ μέρους των βουλευτών και των πολιτικών ομάδων. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ Άρθρο 1 Εγγραφα συνεδριάσεως 1. Εκτυπώνονται και διανέμονται: α) η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον ανώτατο συντελεστή που προβλέπεται στις παραγράφους 9 των άρθρων: 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 272 της Συνθήκης ΕΚ και 177 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, β) η πρόταση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου περί καθορισμού νέου συντελεστού, γ) η έκθεση του Συμβουλίου επί του αποτελέσματος των συσκέψεών του σχετικά με τις εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες και προτάσεις τροποποιήσεως του σχεδίου προϋπολογισμού, δ) οι τροποποιήσεις που επέφερε το Συμβούλιο στις εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες του σχεδίου προϋπολογισμού, ε) η θέση του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό νέου ανωτάτου συντελεστή, στ) το νέο σχέδιο προϋπολογισμού που καταρτίσθηκε κατ'εφαρμογή τωv παραγράφων 8 των άρθρων: 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 272 της Συνθήκης ΕΚ και 177 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, ζ) τα σχέδια αποφάσεως σχετικά με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 78 β της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 273 της Συνθήκης ΕΚ και 178 της Συνθήκης ΕΚΑΕ προσωρινά δωδεκατημόρια. 2. Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει. 3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Άρθρο 2 Συντελεστής 1. Κάθε βουλευτής μπορεί, υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω, να παρουσιάσει και να αναπτύξει προτάσεις αποφάσεως καθορισμού νέου συντελεστού. 2. Οι προτάσεις αυτές, για να γίνουν παραδεκτές, πρέπει να υποβληθούν εγγράφως, να έχουν υπογραφεί από εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή να κατατεθούν εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδος ή επιτροπής. 3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία καταθέσεως των προτάσεων αυτών. 4. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή εκπονεί έκθεση για τις προτάσεις αυτές πριν από την εξέτασή τους από την Ολομέλεια. 5. Για τις προτάσεις αυτές αποφαίνεται εν συνεχεία το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο ανακοινώσει στο Κοινοβούλιο τη συναίνεσή του για τον καθορισμό νέου συντελεστού, o Πρόεδρος ανακοινώνει σε συνεδρίαση ολομελείας την εγκριθείσα τροποποίηση του συντελεστού. Σε αντίθετη περίπτωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή επιλαμβάνεται της θέσεως του Συμβουλίου. Άρθρο 3 Εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού - 1η φάση 1. Κάθε βουλευτής μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω, να υποβάλει και να υποστηρίξει: - σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού, - προτάσεις τροποποιήσεως του σχεδίου προϋπολογισμού. 2. Γίνονται παραδεκτά μόνον τα σχέδια τροπολογιών που υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται είτε εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδος είτε μιας επιτροπής· πρέπει δε να προσδιορίζουν το κονδύλι του προϋπολογισμού στο οποίο αναφέρονται και να τηρούν την αρχή της ισοσκελίσεως των εσόδων και εξόδων. Τα σχέδια τροπολογιών περιέχουν κάθε χρήσιμο στοιχείο σε σχέση με τις παρατηρήσεις που αναφέρονται στο αντίστοιχο κονδύλι του προϋπολογισμού. Το αυτό ισχύει και προκειμένου για προτάσεις τροποποιήσεως. Όλα το σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού και όλες οι προτάσεις τροποποιήσεως του σχεδίου προϋπολογισμού συνοδεύονται από γραπτή αιτιολόγηση. 3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία καταθέσεως των σχεδίων τροπολογιών και των προτάσεων τροποποιήσεως. Ο Πρόεδρος ορίζει δύο προθεσμίες καταθέσεως σχεδίων τροπολογιών και προτάσεων τροποποιήσεων, τη μία πριν και την άλλη μετά την έκριση της εκθέσεως από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. 4. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που έχουν υποβληθεί, πριν εξετασθούν στην Ολομέλεια. Τα σχέδια τροπολογιών και οι προτάσεις τροποποίησης που απορρίπτονται από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της Ολομέλειας, παρά μόνον εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει o Πρόεδρος, μια επιτροπή ή τουλάχιστον τριάντα δύο βουλευτές· η εν λόγω προθεσμία διαρκεί τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. 5. Τα σχέδια τροπολογιών επί της καταστάσεως προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της καταστάσεως προβλέψεων, εξετάζονται μόνον αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συνηγορεί σε αυτό. 6. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 67 του Κανονισμού, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με χωριστές και διαδοχικές ψηφοφορίες επί: - κάθε σχεδίου τροπολογίας και κάθε προτάσεως τροποποιήσεως, - κάθε τμήματος του σχεδίου προϋπολογισμού, - προτάσεως ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού. Ωστόσο εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 7 του άρθρου 130 του Κανονισμού. 7. Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί σχέδια τροπολογιών ή προτάσεις τροποποιήσεως. 8. Για να εγκριθούν: - τα σχέδια τροπολογιών που αφορούν τα έξοδα πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, - οι προτάσεις τροποποιήσεως πρέπει να λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν. 9. Αν οι εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες έχουν σαv αποτέλεσμα την αύξηση των προβλεπομένων εξόδων του σχεδίου προϋπολογισμού πέρα από τον καθορισθέντα ανώτατο συντελεστή αυξήσεως, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καλείται να υποβάλει στο Κοινοβούλιο πρόταση για τον καθορισμό ανωτάτου συντελεστού στα πλαίσια του τελευταίου εδαφίου των παραγράφων 9 των άρθρων: 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 272 της Συνθήκης ΕΚ και 177 της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως αυτής διεξάγεται μετά από την ψηφοφορία επί των διαφόρων τμημάτων του σχεδίου προϋπολογισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν. Σε περίπτωση απορρίψεως της εν λόγω προτάσεως, το σύνολο του σχεδίου προϋπολογισμού παραπέμπεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. 10. Αν το Κοινοβούλιο δεν τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού, ούτε εγκρίνει προτάσεις τροποποιήσεως, ή πρόταση απορρίψεως του σχεδίου προϋπολογισμού, o Πρόεδρος κηρύσσει σε συνεδρίαση ολομελείας, την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού. Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού ή εγκρίνει προτάσεις τροποποιήσεως, το σχέδιο προϋπολογισμού, τροποποιηθέν ή συνοδευόμενο από τις προτάσεις τροποποιήσεως, διαβιβάζεται στο Συμβούλιο. 11. Τα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδριάσεως κατά την οποία το Κοινοβούλιο απεφάνθη επί του σχεδίου προϋπολογισμού διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και την Επιτροπή. Άρθρο 4 Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού μετά από την πρώτη ανάγνωση Όταν το Συμβούλιο πληροφορήσει το Κοινοβούλιο ότι δεν μετέβαλε τις τροπολογίες του και ότι δέχθηκε ή δεν απέρριψε τις προτάσεις τροποποιήσεως, o Πρόεδρος κηρύσσει σε συνεδρίαση ολομελείας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 5 Εξέταση των αποτελεσμάτων των συσκέψεων του Συμβουλίου - 2η φάση 1. Αν το Συμβούλιο τροποποιήσει μία ή περισσότερες από τις εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες, το τροποποιηθέν από το Συμβούλιο κείμενο παραπέμπτεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. 2. Κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα, υπό τις κατωτέρω καθοριζόμενες προϋποθέσεις, να παρουσιάσει και να υποστηρίξει σχέδια τροπολογιών του τροποποιηθέντος από το Συμβούλιο κειμένου. 3. Γίνονται παραδεκτά μόνον τα σχέδια που υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας επιτροπής και τηρούν την αρχή της ισοσκελίσεως των εσόδων και εξόδων. Το άρθρο 162, παράγραφος 5 του Κανονισμού δεν εφαρμόζεται. Παραδεκτά γίνονται μόνο τα σχέδια τροπολογιών που αφορούν το κείμενο που τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο. 4. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία καταθέσεως των σχεδίων τροπολογιών. 5. Η αρμόδια επιτροπή αποφαίνεται επί των κειμένων που τροποποιήθηκαν από το Συμβούλιο και γνωμοδοτεί επί τωv σχεδίων τροπολογιών επί των κειμένων αυτών. 6. Τα σχέδια τροπολογιών που αφορούν τα τροποποιηθέντα από το Συμβούλιο κείμενα τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της ολομελείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν. Η έγκριση αυτών των σχεδίων συνεπάγεται την απόρριψη του τροποποιηθέντος από το Συμβούλιο κειμένου. Η απόρριψή τους ισοδυναμεί με την έγκριση του κειμένου που έχει τροποποιηθεί από το Συμβούλιο. 7. Επί της εκθέσεως του Συμβουλίου σχετικά με τα αποτελέσματα των συσκέψεών του επί των προτάσεων τροποποιήσεως που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, διεξάγεται συζήτηση η οποία μπορεί να περατωθεί με ψηφοφορία επί προτάσεως ψηφίσματος. 8. Οταν λήξει η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, o Πρόεδρος κηρύσσει σε συνεδρίαση ολομελείας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 6 Ολική απόρριψη 1. Τριάντα δύο τουλάχιστον βουλευτές ή μία επιτροπή μπορούν, αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι, να καταθέσουν πρόταση απορρίψεως του συνόλου του σχεδίου προϋπολογισμού. Η πρόταση αυτή γίνεται παραδεκτή μόνον εφόσον περιέχει γραπτή αιτιολόγηση και έχει κατατεθεί εντός της από τον Πρόεδρο καθορισθείσης προθεσμίας. Οι λόγοι απορρίψεως δεν πρέπει να είναι αντιφατικοί. 2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί της αποφάσεως αυτής πριν από τη σχετική ψηφοφορία στην Ολομέλεια. Η απόφαση του Κοινοβουλίου λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που το απαρτίζουν και των δύο τρίτων των βουλευτών που εψήφισαν. Η αποδοχή αυτής της προτάσεως συνεπάγεται την εκ νέου παραπομπή του συνόλου του σχεδίου προϋπολογισμού. Άρθρο 7 Ρύθμιση των προσωρινών δωδεκατημορίων 1. Κάθε βουλευτής μπορεί, για δαπάνες που δεν απορρέουν από τη Συνθήκη ή τις πράξεις που αποφασίσθηκαν δυνάμει αυτής, να υποβάλει, υπό τις κατωτέρω καθοριζόμενες προϋποθέσεις, πρόταση αποφάσεως που παρεκκλίνει από την απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπονται δαπάνες που υπερβαίνουν το προσωρινό δωδεκατημόριο. 2. Παραδεκτές γίνονται μόνον οι προτάσεις αποφάσεως οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδας ή μιας επιτροπής και είναι αιτιολογημένες. 3. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που υποβλήθηκαν, πριν αυτά εξετασθούν στην Ολομέλεια. 4. Η απόφαση του Κοινοβουλίου λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν. Άρθρο 8 Συντελεστής του κοινοτικού ΦΠΑ Κατά την έγκριση του προϋπολογισμού, το Κοινοβούλιο καθορίζει τον συντελεστή του ΦΠΑ (φόρου επί της προστιθεμένης αξίας). ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ Άρθρο 1 Έγγραφα 1. Τυπώνονται και διανέμονται τα ακόλουθα έγγραφα: α) o λογαριασμός διαχειρίσεως, η δημοσιονομική ανάλυση και o ισολογισμός που έχει υποβάλει η Επιτροπή, β) η ετήσια έκθεση και οι ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνοδευόμενες από τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων, γ) η δήλωση, με την οποία βεβαιούται η ακρίβεια των λογαριασμών καθώς και η νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων, στην οποία προβαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο βάσει του άρθρου 248 της Συνθήκης ΕΚ, δ) η σύσταση του Συμβουλίου. 2. Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει. 3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές, που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση, οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Άρθρο 2 Εξέταση της εκθέσεως 1. Το Κοινοβούλιο εξετάζει έκθεση της αρμοδίας επί της ουσίας επιτροπής σχετικά με την απαλλαγή έως την 30ή Απριλίου του έτους, που έπεται της εγκρίσεως της ετησίας εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως απαιτεί o Δημοσιονομικός Κανονισμός. 2. Τα άρθρα του Κανονισμού του Κοινοβουλίου τα σχετικά με τις τροπολογίες και την ψηφοφορία εφαρμόζονται, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παράρτημα αυτό. Οι τροπολογίες που είναι αντίθετες στην πρόταση της αρμόδιας επιτροπής δεν είναι παραδεκτές. Άρθρο 3 Χορήγηση ή μη χορήγηση απαλλαγής Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καταρτίζει έκθεση που περιλαμβάνει: α) πρόταση απόφασης σχετικά με τη χορήγηση ή μη χορήγηση απαλλαγής· β) πρόταση απόφασης που κλείνει τους λογαριασμούς της Κοινότητας σε ό,τι αφορά τα έσοδα, τις δαπάνες, το ενεργητικό και το παθητικό· γ) πρόταση ψηφίσματος που περιέχει τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση απαλλαγής, συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης της διαχείρισης του προϋπολογισμού εκ μέρους της Επιτροπής για το εν λόγω οικονομικό έτος και παρατηρήσεις σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών για το μέλλον· δ) αιτιολογική έκθεση. Άρθρο 4 Αναβολή της απαλλαγής 1. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος για την αναβολή της αποφάσεως απαλλαγής. Η εν λόγω πρόταση θα αναφέρει τους λόγους αναβολής. 2. Η πρόταση αυτή εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της συνόδου που ακολουθεί μετά την κατάθεσή τους. Άρθρο 5 Εξέταση στην ολομέλεια 1. Κάθε πρόταση ψηφίσματος για την απαλλαγή θα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επομένης περιόδου συνόδου που ακολουθεί την κατάθεσή της. 2. Μόνον η πρόταση ψηφίσματος που περιέχει τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν τις προτάσεις για απόφαση ή αναβολή της απόφασης για απαλλαγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο τροπολογιών στην ολομέλεια. 3. Η έγκριση της έκθεσης στην ολομέλεια γίνεται σύμφωνα με τη σειρά του άρθρου 3 του παρόντος παραρτήματος. 4. Η πρόταση για απόφαση που κλείνει τους λογαριασμούς ψηφίζεται, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της ψηφοφορίας για τη χορήγηση ή άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής [άρθρο 3, στοιχείο α)]. Εάν η εν λόγω πρόταση δεν εγκριθεί από την ολομέλεια, τότε η έκθεση θεωρείται ότι έχει παραπεμφθεί εκ vέου στην επιτροπή. 5. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει επί των προτάσεων αποφάσεως με την απόλυτη πλειοψηφία των δοθεισών ψήφων, σύμφωνα με το άρθρο 198 της Συνθήκης ΕΚ. Άρθρο 6 Εκτέλεση των αποφάσεων απαλλαγής 1. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει κάθε απόφαση ή ψήφισμα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με τα άρθρα 3 ή 4 στην Επιτροπή και στα υπόλοιπα θεσμικά όργανα. Μεριμνά για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Κοινοτήτων, στη σειρά που προορίζεται για πράξεις νομοθετικού χαρακτήρα. 2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν τις αποφάσεις απαλλαγής και τις άλλες παρατηρήσεις που περιέχονται στα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών. 3. Ο Πρόεδρος, ενεργώντας εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, και μετά από έκθεση της αρμόδιας σε θέματα ελέγχου του προϋπολογισμού επιτροπής, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά του ενεχομένου θεσμικού oργάνου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 232 της Συνθήκης ΕΚ, για μη εκτέλεση των υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση απαλλαγής ή τα άλλα ψηφίσματα σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI(1) ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ I. Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής και μιας πολιτικής αφοπλισμού (άρθρο 11 της Συνθήκης ΕΕ)· 2. τις σχέσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και ιδίως με τον Ύπατο Εκπρόσωπο για την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας· 3. τις πολιτικές πτυχές των σχέσεων με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς ως προς την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας της Ένωσης· 4. τον καθορισμό της θέσης εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο της εφαρμογής των μεγάλων προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας και χρηματοδοτικής στήριξης στις τρίτες χώρες, σε συνεργασία με τις Επιτροπές Προϋπολογισμών, Ελέγχου του Προϋπολογισμού, Ανάπτυξης και Συνεργασίας, Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Ερευνας και Ενέργειας· 5. την έναρξη, παρακολούθηση και ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την προσχώρηση ευρωπαϊκών κρατών στην Ένωση (άρθρο 49 της Συνθήκης ΕΕ), υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ειδικευμένων επιτροπών· 6. την έναρξη, παρακολούθηση και ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τις συμφωνίες σύνδεσης και σχέσεων (άρθρο 310 της ΣΕΚ) και άλλες διεθνείς συμφωνίες κυρίως πολιτικού χαρακτήρα· 7. θέματα που άπτονται του τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του εκδημοκρατισμού στις τρίτες χώρες συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με τους διεθνείς οργανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα· 8. τις σχέσεις με τη ΔΕΕ (άρθρο 17 της ΣΕΕ). 9. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. Αυτή η επιτροπή εξασφαλίζει τον συντονισμό των εργασιών των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών, των μεικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών και των επιτροπών συνεργασίας, καθώς και των αντιπροσωπειών ad hoc, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρητών σε εκλογικές διαδικασίες, τόσο στο στάδιο της προετοιμασίας όσο και στο στάδιο της συζήτησης των αποτελεσμάτων από τις επαφές τους. Για τα ζητήματα οικονομικής και εμπορικής φύσης, οι διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες θα συνεννοούνται με την αρμόδια για τα θέματα αυτά επιτροπή. II. Επιτροπή Προϋπολογισμών Η εν λόγω επιτροπή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τον ορισμό και την άσκηση των εξουσιών του Κοινοβουλίου σχετικά με τον προϋπολογισμό (άρθρα 268-273 της ΣΕΚ) και τους σχετικούς κανόνες που άπτονται της κατάρτισης του προϋπολογισμού· 2. των προϋπολογισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένου του προϋπολογισμού της ΕΚΑΧ και την εγγραφή στον προϋπολογισμό του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης· 3. τις πολυετείς προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και τις διοργανικές συμφωνίες που συνάπτονται στους τομείς αυτούς και την εφαρμογή της διαδικασίας συνεννόησης επί του προϋπολογισμού· 4. τους πόρους και τα χρηματοδοτικά μέσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης· 5. τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες της ΕΤΕ και των άλλων χρηματοδοτικών και δημοσιονομικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών (άρθρα 266 και 267) της ΣΕΚ· 6. τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των κοινοτικών πράξεων, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ειδικών επιτροπών· 7. τα κριτήρια διοικητικής και λογιστικής διαχείρισης, καθώς και της διαχείρισης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον δεν συνεπάγονται σημαντική επίπτωση σε επίπεδο Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων· 8. τις μεταφορές πιστώσεων· 9. τον προϋπολογισμό, τη διοικητική λειτουργία και τη λογιστική του Κοινοβουλίου (άρθρο 183 του Κανονισμού)· 10. τον Δημοσιονομικό Κανονισμό, εκτός από τα ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση, τη διαχείριση και τον έλεγχο των προϋπολογισμών (άρθρο 279 της ΣΕΚ)· Σε ό,τι αφορά τα σχετικά με τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου θέματα, το Προεδρείο και η Επιτροπή Προϋπολογισμών αποφασίζουν, σε διαδοχικά στάδια, για: α) το οργανόγραμμα, β) το προσχέδιο και το σχέδιο κατάστασης προβλέψεων. Οι αποφάσεις για το οργανόγραμμα λαμβάνονται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία: 1. το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα κάθε οικονομικού έτους,· 2. σε περίπτωση που η γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών διαφέρει από τις πρώτες αποφάσεις του Προεδρείου, κινείται διαδικασία συνεννοήσεως μεταξύ του Προεδρείου και της Επιτροπής Προϋπολογισμών· 3. μετά το πέρας της διαδικασίας, το Προεδείο είναι αρμόδιο να λάβει την τελική απόφαση για την κατάσταση προβλέψεων του οργανογράμματος, σύμφωνα με το άρθρο 182, παράγραφος 3 του Κανονισμού, με την επιφύλαξη των αποφάσεων που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 272 της Συνθήκης ΕK. Σε ό,τι αφορά την κατάσταση προβλέψεων, η διαδικασία προετοιμασίας αρχίζει μετά την τελική απόφαση του Προεδρείου επί του οργανογράμματος. Τα στάδια αυτής της διαδικασίας είναι αυτά που περιγράφονται στο άρθρο 183 του Κανονισμού, δηλαδή: 1. το Προεδρείο καταρτίζει προσχέδιο κατάστασης προβλέψεων εσόδων και δαπανών (παράγραφος 1)· 2. η Επιτροπή Προϋπολογισμών καταρτίζει το σχέδιο κατάστασης προβλέψεων εσόδων και δαπανών (παράγραφος 2)· 3. σε περίπτωση σοβαρής διάστασης απόψεων μεταξύ Επιτροπής Προϋπολογισμών και Προεδρείου, αρχίζει μία φάση συνεννοήσεως. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Επιτροπή Προϋπολογισμών συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού. III. Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τον έλεγχο των εκτελεστικών μέτρων χρηματοδοτικού, δημοσιονομικού και διοικητικού χαρακτήρα σχετικά με τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένου του ΕΤΑ)· 2. τον έλεγχο των χρηματοδοτικών και διοικητικών δραστηριοτήτων της ΕΚΑΧ και των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων της ΕΤΕ που εκτελούνται δυνάμει εντολής της Επιτροπής· 3. τον Δημοσιονομικό Κανονισμό για θέματα που αφορούν την εκτέλεση, την διαχείριση και τον έλεγχο των προϋπολογισμών (άρθρο 279 της ΣΕΚ)· 4. τις αποφάσεις για τη χορήγηση απαλλαγής που λαμβάνει το Κοινοβούλιο καθώς και τα μέτρα που συνοδεύουν ή που θέτουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις αυτές (άρθρο 276 της ΣΕΚ)· 5. λογαριασμούς και ισολογισμούς σχετικά με τις αποφάσεις για το κλείσιμο, την απόδοση και τον έλεγχο των εσόδων και δαπανών του Κοινοβουλίου, καθώς και μέτρα που συνοδεύουν ή θέτουν σε εφαρμογή αυτές τις αποφάσεις, ιδίως στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας απαλλαγής· 6. το κλείσιμο, την απόδοση και τον έλεγχο λογαριασμών και ισολογισμών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των θεσμικών οργάνων τους και οιουδήποτε οργανισμού που χρηματοδοτείται από αυτές, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής των πιστώσεων εις μεταφορά και τον καθορισμό των υπολοίπων· 7. τον συνακόλουθο έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχόντων προϋπολογισμών επί τη βάσει περιοδικών εκθέσεων που υποβάλλει η Επιτροπή, και τα μέτρα που λαμβάνονται για την εν λόγω εκτέλεση, από κοινού με τις ειδικευμένες επιτροπές ή, εναλλακτικώς, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ειδικευμένων επιτροπών δυνάμει του παρόντος Κανονισμού· 8. την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων κοινοτικών χρηματοδοτήσεων και του συντονισμού των διαφόρων χρηματοδοτικών μέσων, καθώς και την εκτίμηση της σχέσης κόστους/ωφέλειας κατά την εφαρμογή των πολιτικών που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση· 9. την εξέταση των όρων παροχής πιστώσεων, τωv μηχανισμών χρηματοδότησης και των διοικητικών δομών που αποσκοπούν στην εφαρμογή τους, μέσω της μελέτης των περιπτώσεων απάτης και παρατυπιών· 10. ρυθμίσεις ή τμήματα ρυθμίσεων σχετικά με την εκτέλεση των προϋπολογισμών· 11. την οργάνωση ελέγχων, την πρόληψη, τη δίωξη και την καταστολή περιπτώσεων απάτης και ατασθαλιών εις βάρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπέρ της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εν γένει (άρθρο 280 της ΣΕΚ)· 12. την εξέταση εκθέσεων και γνωμοδοτήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 248 της ΣΕΚ)· 13. τις σχέσεις με το Ελεγκτικό Συνέδριο και το διορισμό των μελών του, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Προέδρου του Κοινοβουλίου (άρθρο 247 της ΣΕΚ)· Η εν λόγω επιτροπή εξετάζει τα εμπιστευτικά έγγραφα που αφορούν κάποιο τομέα της αρμοδιότητάς της σεβόμενη πλήρως το Παράρτημα VII. IV. Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τα δικαιώματα των πολιτών καθώς και τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση· 2. τα απαιτούμενα μέτρα για την καταπολέμηση οιασδήποτε διάκρισης λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού (άρθρο 13 της ΣΕΚ), άλλων από εκείνες που αναφέρονται στο VIII· 3. την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία αυτών των δεδομένων (Συνθήκη ΕΚ, ειδικότερα το άρθρο 286 και Τίτλος VI της Συνθήκης ΕΕ)· 4. τα θέματα που συνδέονται με τη διατήρηση και την ανάπτυξη χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση της ΣΕΕ) και ιδίως: α) δυνάμει του πρώτου πυλώνα (Τίτλος IV της ΣΕΚ), μέτρα σχετικά με την είσοδο και την κυκλοφορία των προσώπων (πολιτικές μετανάστευσης, παροχής ασύλου, θεωρήσεις, διέλευση συνόρων, δικαίωμα διαμονής) (άρθρο 3, πρώτη παράγραφος, στοιχείο δ) της ΣΕΚ)· β) δυνάμει του τρίτου πυλώνα (Τίτλος VI της ΣΕΕ), την πρόληψη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και την καταπολέμηση του εγκλήματος, ιδίως της τρομοκρατίας, της σωματεμπορίας και των εγκλημάτων με θύματα παιδιά, του εμπορίου ναρκωτικών, του εμπορίου όπλων, της διαφθοράς και των περιπτώσεων απάτης, χάρις: - στη συνεχώς στενότερη συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών δυνάμεων, των τελωνειακών αρχών και των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, τόσο απευθείας όσο και μέσω της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (Europol), σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 32 της ΣΕΕ, - στη συνεχώς στενότερη συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών και των άλλων αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 31, στοιχεία α) έως δ), και το άρθρο 32 της ΣΕΕ· - στην προσέγγιση των κανόνων ποινικού δικαίου των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 31, στοιχείο ε) της ΣΕΕ (άρθρο 29 της ΣΕΕ)· 5. την ενισχυμένη συνεργασία του πρώτου και του τρίτου πυλώνα με σκοπό την υλοποίηση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης· 6. το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα φαινόμενα Ρατσισμού και Ξενοφοβίας. 7. το συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. V. Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τη σταδιακή υλοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης· 2. τον οικονομικό και νομισματικό προγραμματισμό σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση (άρθρα 98 έως 100 της ΣΕΚ)· 3. ζητήματα νομισματικής πολιτικής, ισοζυγίου πληρωμών, κυκλοφορίας κεφαλαίων και δανειοδοτικής και δανειοληπτικής πολιτικής (έλεγχος των κινήσεων κεφαλαίων που προέρχονται από τρίτες χώρες, μέτρα ενθάρρυνσης των εξαγωγών κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση· εφαρμογή των άρθρων 56 έως 60 και 101 έως 124 της Συνθήκης ΕΚ)· 4. τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα· 5. το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα· 6. την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, συμφωνιών και μονοπωλίων (άρθρα 81 έως 86 της ΣΕΚ), εφόσον δεν πρόκειται για εξειδικευμένα προβλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα άλλων επιτροπών· 7. ζητήματα που συνδέονται με τις κρατικές ενισχύσεις (άρθρα 87 έως 89 της ΣΕΚ, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων άλλων επιτροπών· 8. την εναρμόνιση στον φορολογικό τομέα και την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων σε ό,τι αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (άρθρα 90 έως 93 της ΣΕΚ)· 9. τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (άρθρο 51, παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ), καθώς και τις πτυχές που αφορούν τον προληπτικό έλεγχο και την εποπτεία των οικονομικών υπηρεσιών· 10. το συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. VI. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τις νομικές πλευρές της θέσπισης, ερμηνείας και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής της νομικής βάσης για τις κοινοτικές πράξεις και του σεβασμού των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας· 2. τις νομικές πτυχές της θέσπισης, ερμηνείας και εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, στο μέτρο που αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση· 3. οτιδήποτε σχετικό με την απλοποίηση του κοινοτικού δικαίου, ιδίως τις νομοθετικές προτάσεις που αποβλέπουν στην επίσημη κωδικοποίησή του· 4. τον συντονισμό, σε κοινοτικό επίπεδο, των εθνικών νoμοθεσιών στον τομέα της εσωτερικής αγοράς σχετικά με: α) την καθιέρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς (άρθρα 14 και 15 της ΣΕΚ), β) το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 43 έως 55 της ΣΕΚ), εκτός των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, γ) το Γραφείο Εναρμόνισης της εσωτερικής αγοράς· 5. τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας· 6. τη νομοθεσία περί αστικής ευθύνης, συμβατικών υποχρεώσεων και νομικών διαδικασιών, ανεξαρτήτως του αντιστοίχου τομέα· 7. τη νομική προστασία των καταναλωτών· 8. τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 283 της ΣΕΚ), με την εξαίρεση των θεμάτων μισθοδοσίας, εκτός και εάν έχουν ιδιαίτερη σημασία από πλευράς Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων· 9. την προστασία των δικαιωμάτων και των εξουσιών του Κοινοβουλίου και ιδίως τη συμετοχή του Κοινοβουλίου στις προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου· 10. ζητήματα δεοντολογίας σε ό,τι αφορά τις νέες τεχνολογίες σε ενισχυμένη συνεργασία με την/τις αρμόδια/ες επιτροπή/ές. 11. τον έλεγχο της εντολής των νεοεκλεγέντων βουλευτών και τη διευθέτηση κάθε διαφοράς που αφορά την εγκυρότητα της εντολής ενός βουλευτή· 12. τα προνόμια και τις ασυλίες· 13. το Καθεστώς των Βουλευτών· 14. το συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. VII. Επιτροπή Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την κοινοτική βιομηχανική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμογών σε συγκεκριμένους τομείς όπως είναι o τομέας των τηλεπικοινωνιών, των τεχνολογικών και οικονομικών πτυχών της κοινωνίας της πληροφόρησης, της διαστημικής βιομηχανίας, της τεχνολογίας των πληροφοριών και της βιοτεχνολογίας σχετικά με: α) την καθιέρωση και την ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των υποδομών των τηλεπικοινωνιών (άρθρα 154 έως 156 της ΣΕΚ), β) την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών σε συγκεκριμένους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών (προδιαγραφές, κανόνες ανταγωνισμού, ελεύθερη κυκλοφορία και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών καθώς και γενικά προβλήματα οργάνωσης στους διάφορους παραγωγικούς τομείς), γ) τα κοινοτικά πρότυπα και τις κοινοτικές τεχνικές προδιαγραφές (σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης)· 2. την παρακολούθηση της κοινής εμπορικής πολιτικής της Ένωσης (άρθρα 131 έως 134 της ΣΕΚ), και δή: α) τις διεθνείς συμφωνίες που διέπουν τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις τρίτες χώρες, β) τις οικονομικές και εμπορικές πτυχές του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου και των σχέσεων με την ΕΖΕΣ, γ) τα ζητήματα που αφορούν τον ΟΑΣΕ και τους περιφερειακούς οργανισμούς οικονομικής και εμπορικής ολοκλήρωσης που εδρεύουν εκτός της Κοινότητας, καθώς και τις συμφωνίες που υπογράφονται σε αυτό το πλαίσιο, δ) όλες τις πτυχές που αφορούν τον ΠΟΕ και τους άλλους διεθνείς οργανισμούς οικονομικού χαρακτήρα, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, τις επενδύσεις, τις δημόσιες συμβάσεις, τον ανταγωνισμό και την πνευματική ιδιοκτησία· ε) το κοινό δασμολόγιο και τις πρακτικές ντάμπινγκ που ασκούνται από τρίτες χώρες· στ) την οικονομική συνεργασία καθώς και τα μεγάλα προγράμματα τεχνικής βοήθειας και χρηματοδοτικής υποστήριξης προς τις τρίτες συνδεδεμένες χώρες (PHARE, TACIS, MEDA) και τις οικονομικές πτυχές των συμφωνιών σύνδεσης και εταιρικών σχέσεων· 3. τη θεμελιώδη ή προβιομηχανική έρευνα, το πρόγραμμα πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθώς και τα ειδικά προγράμματα (άρθρο 163 έως 173 της ΣΕΚ) και ειδικότερα: α) τις συμφωνίες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης με τρίτους, καθώς και τις εφαρμογές αυτών των εξελίξεων και των τεχνολογικών ερευνών, β) τη διάδοση των αποτελεσμάτων της έρευνας, γ) τις λεπτομέρειες εκτέλεσης ή συμμετοχής στο πρόγραμμα πλαίσιο στον ερευνητικό τομέα (άρθρα 168 έως 171 της ΣΕΚ)· 4. τις δραστηριότητες του ΚΚΕρ, το κεντρικό γραφείο πυρηνικών μετρήσεων, το JET, το ITER και άλλα προγράμματα του ιδίου τομέα· 5. την πολιτική ενέργειας εν γένει, και ειδικότερα τον ανεφοδιασμό σε ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας στο πλαίσιο των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ, ιδίως δε: α) τον Ενεργειακό Χάρτη, β) την καθιέρωση και ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα των υποδομών ενέργειας (άρθρα 154 έως 156 της Συνθήκης ΕΚ), γ) την πυρηνική ασφάλεια, δ) τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· 6. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. Οι διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και οι αντιπροσωπείες ad hoc συνεννούνται με αυτήν την επιτροπή σε ό,τι αφορά τα οικονομικά και εμπορικά ζητήματα στο πλαίσιo των σχέσεων με τις τρίτες χώρες. VIII. Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την πολιτική απασχόλησης (Τίτλος VIII της ΣΕΚ), συμπεριλαμβανομένων των μέτρων καταπολέμησης της ανεργίας, δημιουργίας θέσεων εργασίας και της επιτροπής απασχόλησης· 2. την κοινωνική πολιτική (άρθρα 136 έως 145 της ΣΕΚ, εκτός από το άρθρο 141 της ΣΕΚ) και ειδικότερα: α) την προστασία των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, στις οποίες περιλαμβάνεται το εργασιακό περιβάλλον σε ό,τι αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, β) την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εργαζομένους, γ) τη συλλογική προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων και των εργοδοτών, δ) την μισθολογική και συνταξιοδοτική πολιτική, ε) την κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική προστασία, στ) τον κοινωνικό αποκλεισμό και την κοινωνική συνοχή, ζ) τις συνθήκες απασχόλησης για τους νομίμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, η) τη στεγαστική πολιτική και την προώθηση της κατασκευής λαϊκών κατοικιών· 3. την κοινωνική διάσταση και τη διάσταση της αγοράς εργασίας στην κοινωνία των πληροφοριών 4. το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (άρθρα 146 έως 148 της ΣΕΚ)· 5. την επαγγελματική κατάρτιση (άρθρο 150 της ΣΕΚ) και ειδικότερα: α) την υλοποίηση της κοινοτικής πολιτικής στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης, β) την εναρμόνιση των επαγγελματικών προσόντων, 6. την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (άρθρα 39-42 της ΣΕΚ)· 7. τον κοινωνικό διάλογο· 8. τους ακόλουθους οργανισμούς: - το Κέντρο Ανάπτυξης και Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), - το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, - το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, - το Ευρωπαϊκό Γραφείο για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία· 9. κάθε μορφή διάκρισης που βασίζεται στο φύλο, τη φυλή ή την εθνική καταγωγή, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις, την αναπηρία, την ηλικία ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις (άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ), που έχει σχέση με τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα και την αγορά εργασίας· 10. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. IX. Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Προστασίας Καταναλωτών Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την πολιτική περιβάλλοντος και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος (άρθρο 174 της ΣΕΚ), δηλαδή: α) τη ρύπανση του αέρα, του εδάφους και των υδάτων, β) τις κλιματολογικές μεταβολές, γ) την ταξινόμηση, τη συσκευασία, τη σήμανση, τη μεταφορά και την χρησιμοποίηση επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων, δ) τον καθορισμό των αποδεκτών ορίων ήχου, ε) την κατεργασία και αποθήκευση αποβλήτων (συμπεριλαμβανομένης της ανακύκλωσης), στ) τα μέτρα και τις συμβάσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, ζ) τη διατήρηση της πανίδας και του περιβάλλοντός της, η) τις διατάξεις του δικαίου της θάλασσας που αφορούν το περιβάλλον, θ) την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος· 2. τη δημόσια υγεία (άρθρο 152 της ΣΕΚ), δηλαδή: α) τα προγράμματα στον τομέα της δημόσιας υγείας, β) τη σήμανση και την ασφάλεια των τροφίμων, γ) την κτηνιατρική νομοθεσία που αφορά την προστασία από τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία που προέρχονται από την ύπαρξη βακτηριδίων και καταλοίπων σε τρόφιμα ζωϊκής προέλευσης, τον υγειονομικό έλεγχο των προϊόντων διατροφής και των συστημάτων παραγωγής προϊόντων για τη διατροφή, δ) τα φαρμακευτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των κτηνιατρικών προϊόντων, ε) τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αξιολόγησης των Φαρμακευτικών Προϊόντων, στ) την ιατρική έρευνα, ζ) τα καλλυντικά, η) την προστασία των πολιτών, 3. Προστασία των καταναλωτών, δηλαδή: α) προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους που απειλούν την υγεία και την ασφάλειά τους, β) κατάλληλη διαβούλευση και εκπροσώπηση των καταναλωτών κατά την προπαρασκευαστική φάση των αποφάσεων που άπτονται των συμφερόντων τους, ιδίως δε των οικονομικών τους συμφερόντων, γ) βελτίωση της ενημέρωσης και διαφώτισης· 4. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. X. Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για τα ζητήματα που αφορούν: 1. τη λειτουργία και την ανάπτυξη της κοινής γεωργικής και δασοκομικής πολιτικής (άρθρα 32 έως 38 της ΣΕΚ και, ενδεχομένως, άρθρα 95 και 152 της ΣΕΚ)· 2. την ανάπτυξη της υπαίθρου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του τμήματος προσανατολισμού του ΕΓΤΠΕ· 3. τη νομοθεσία σχετικά με: - τα κτηνιατρικά και φυτοϋγειονομικά θέματα, - τις ζωοτροφές, στο βαθμό που παρουσιάζουν έντονη γεωργική πτυχή σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία που είναι δυνατό να προκύψουν· - την εκτροφή και καλή μεταχείριση των ζώων, 4. τον ανεφοδιασμό σε γεωργικές πρώτες ύλες· 5. το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών. 6. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανώv για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XI. Επιτροπή Αλιείας Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τη λειτουργία και την ανάπτυξη της κοινής αλιευτικής πολιτικής και τη διαχείρισή της· 2. τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων· 3. την κοινή οργάνωση της αγοράς αλιευτικών προϊόντων· 4. τη διΑρθρωτική πολιτική στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών μέσων προσανατολισμού της αλιείας (IFOP και PESCA)· 5. τις διεθνείς συμφωνίες αλιείας (που συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 37 και το άρθρο 300 της ΣΕΚ). 6. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XII. Επιτροπή Περιφερειακής Πολιτικής, Μεταφορών και Τουρισμού Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την κοινοτική περιφερειακή πολιτική, υπό την έννοια της διαρθρωτικής πολιτικής που αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη σύγκλιση των οικονομιών, την οικονομική και κοινωνική συνοχή, την αρμονική, ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη της Ένωσης (άρθρο 2 της ΣΕΚ) και τη μείωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων περιοχών της Ένωσης σχετικά με: α) την κατάρτιση, εφαρμογή και αξιολόγηση σχεδίων και δράσεων στον τομέα της κοινοτικής περιφερειακής πολιτικής τα οποία αφορούν ειδικότερα τις καθυστερημένες αναπτυξιακά περιοχές καθώς και τις ζώνες που αντιμετωπίζουν κοινωνικοοικονομικές μεταβολές στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών καθώς και τις αστικές ζώνες, β) τα προβλήματα των απομακρυσμένων και των νησιωτικών περιοχών (δήλωση αριθ. 30 της Συνθήκης του Αμστερνταμ), γ) τις επιπτώσεις των άλλων κοινοτικών πολιτικών στην οικονομική και κοινωνική συνοχή, δ) το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ταμείο Συνοχής και τα άλλα κοινοτικά μέσα περιφερειακής πολιτικής, ε) τον συντονισμό των κοινοτικών χρηματοδοτικών οργάνων διαρθρωτικής παρέμβασης, στ) την αξιοποίηση και τα αποτελέσματα των κοινοτικών περιφερειακών παρεμβάσεων στα κράτη μέλη και τον συντονισμό και την επίπτωση των εθνικών καθεστώτων ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, ζ) τη διασυνοριακή συνεργασία και τη διαπεριφερειακή συνεργασία, η) τις σχέσεις με την Επιτροπή των Περιφερειών, θ) τις σχέσεις με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές και τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση της περιφερειακής πολιτικής· 2. την κοινή πολιτική μεταφορών (άρθρα 70 έως 80 της ΣΕΚ) που περιλαμβάνει τις σιδηροδρομικές, οδικές και πλωτές μεταφορές, καθώς επίσης και την θαλάσσια και εναέρια ναυσιπλοΐα· ειδικότερα: α) τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και συγκεκριμένα την καθιέρωση και ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων στους τομείς των υποδομών μεταφορών (άρθρα 154 έως 156 της ΣΕΚ), β) την καθιέρωση κοινών κανόνων οι οποίοι να ισχύουν στις διεθνείς μεταφορές, γ) τις διακρίσεις, εναρμονίσεις και τον συντονισμό σε θέματα μεταφορών, δ) τη λιμενική και αερολιμενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης· 3. τον τουρισμό· 4. την ανάπτυξη ευρωπαϊκής πολιτικής χωροταξίας, συμπεριλαμβανομένης μιας πολιτικής υπέρ των αστικών κέντρων· 5. τις ταχυδρομικές υπηρεσίες· 6. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XIII. Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας Παιδείας, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την πολιτισμική πτυχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα τη βελτίωση της γνώσεως και της διάδοσης του πολιτισμού, αλλά και τη διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, τις πολιτιστικές ανταλλαγές και την καλλιτεχνική δημιουργία (άρθρο 151 της ΣΕΚ)· 2. την εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 149 της ΣΕΚ) σχετικά με: α) την εκμάθηση και τη διάδοση των γλωσσών των κρατών μελών, β) την κινητικότητα των φοιτητών και των εκπαιδευτικών, γ) την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δ) την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως και την εκμάθηση καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής, ε) την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου και την προώθηση του συστήματος ευρωπαϊκών σχολείων, 3. την πολιτική για τους νέους· τις ανταλλαγές νέων, εκτός από νέους εργαζόμενους, την εθελούσια ευρωπαϊκή υπηρεσία και τις άλλες πρωτοβουλίες που αφορούν τη σύνδεση της νεολαίας με την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, όπως είναι το ευρωπαϊκό Φόρουμ νέων· 4. τη βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων και τις πολιτιστικές και εκπαιδευτικές πτυχές της κοινωνίας της πληροφόρησης· 5. την πολιτική πληροφόρησης και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ενημέρωση της κοινής γνώμης σχετικά με τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και την ανάπτυξη των πολιτιστικών και παιδαγωγικών πτυχών της πολιτικής που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της κοινωνίας των πληροφοριών και της πολιτικής στον οπτικοακουστικό τομέα· 6. την ανάπτυξη πολιτικής αθλητισμού (δήλωση αριθ. 29 της Συνθήκης του Αμστερνταμ) και ψυχαγωγίας· 7. τη συνεργασία στους τομείς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης με τις τρίτες χώρες και τις αρμόδιες διεθνείς οργανώσεις, ιδίως δε το Συμβούλιο της Ευρώπης· 8. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XIV. Επτροπή Ανάπτυξης και Συνεργασίας Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την προώθηση, την εφαρμογή και τον έλεγχο της πολιτικής ανάπτυξης και συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (άρθρα 177 έως 181 της Συνθήκης ΕΚ), συμπεριλαμβανομένων: α) του πολιτικού διαλόγου με τις υπό ανάπτυξη χώρες· β) της οικονομικής, εμπορικής και επενδυτικής πολιτικής έναντι των υπό ανάπτυξη χωρών, συμπεριλαμβανομένου του Συστήματος Γενικευμένων Προτιμήσεων· γ) της ανθρωπιστικής, της έκτακτης και της επισιτιστικής βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες· δ) ε) άλλων τομεακών ζητημάτων, όπως η υγεία, η παιδεία, η βιομηχανική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της υπαίθρου· στ) της υποστήριξης της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, της ορθής διοίκησης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις υπό ανάπτυξη χώρες· 2. τη διαπραγμάτευση, σύναψη και εφαρμογή της Σύμβασης ΑΚΕ-ΕΚ· 3. τις σχέσεις με τις οικείες διεθνείς, πολυμερείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις· 4. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XV. Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, ιδίως στο πλαίσιο της προετοιμασίας και της διεξαγωγής των διακυβερνητικών διασκέψεων· 2. τις θεσμικές επιπτώσεις των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης· 3. την θέση σε εφαρμογή της Συνθήκης ΕΕ και την αποτίμηση της λειτουργίας της· 4. τις εν γένει σχέσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα και τις επικουρικές οργανώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης· 5. την εκπόνηση σχεδίου ενιαίας εκλογικής διαδικασίας (άρθρο 190, παράγραφος 4 της ΣΕΚ)· 6. την ανάπτυξη ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων (άρθρο 191 της ΣΕΚ)· 7. τη διαπίστωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης εκ μέρους κράτους μέλους των κοινών για όλα τα κράτη μέλη αρχών (άρθρο 7 της ΣΕΕ και άρθρο 309 της ΣΕΚ)· 8. τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ήτοι: α) τη διατύπωση του Κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων των του, β) την εξέταση των τροποποιήσεων που προτείνονται σύμφωνα με το Αρθρο 181 αυτού και τη σύνταξη σχετικών εκθέσεων, γ) την ερμηνεία του Κανονισμού σύμφωνα με τα άρθρα 142 και 180 αυτού· 9. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XVI. Επιτροπή για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν: 1. τον ορισμό, την εξέλιξη και την εφαρμογή των δικαιωμάτων της γυναίκας στην Ένωση καθώς επίσης στην προαγωγή των δικαιωμάτων της γυναίκας στις τρίτες χώρες· 2. την υλοποίηση και την περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτικής που αφορά την ενσωμάτωση της αρχής των ίσων ευκαιριών σε όλους τους τομείς (mainstreaming)· 3. την υλοποίηση και την αξιολόγηση όλων των πολιτικών και προγραμμάτων σε ό,τι αφορά τις γυναίκες· 4. την παρακολούθηση και την εφαρμογή των διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων που άπτονται των δικαιωμάτων των γυναικών (Ηνωμένα Έθνη, Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας)· 5. την πολιτική πληροφόρησης και τις μελέτες που αφορούν τις γυναίκες· 6. την πολιτική των ίσων ευκαιριών (άρθρο 141 της ΣΕΚ) η οποία περιλαμβάνει την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά τις ευκαιρίες που τους παρέχονται στην αγορά εργασίας και τη μεταχείρισή τους στον χώρο εργασίας (άρθρα 137, παρ. 1 εδάφιο 5, της ΣΕΚ)· 7. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. XVII. Επιτροπή Αναφορών Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για τα ζητήματα που αφορούν: 1. τις αναφορές (άρθρο 21 της ΣΕΚ), την εξέτασή τους και τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί, καθώς και για τις σχέσεις με τον Διαμεσολαβητή· 2. τον συνοδευτικό έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχουσών δαπανών για τις οποίες είναι αρμόδιες, βάσει των περιοδικών εκθέσεων που διαβιβάζει η Επιτροπή. (1) Εγκρίθηκε με απόφαση του Κοινοβουλίου στις 19 Μαΐου 1983, σύμφωνα με το άρθρο 150 και τροποποιήθηκε με αποφάσεις: της 25ης Iουλίου 1984, της 21ης Iανουαρίου 1987, της 26ης Iουλίου 1989, της 15ης Iανουαρίου 1992, της 21ης Iουλίου 1994, της 15ης Iανουαρίου 1997 και της 15ης Απριλίου 1999. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII(1) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 1. Οσάκις οι πληροφορίες ή τα έγγραφα διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη του εμπιστευτικού χειρισμού τους, o πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζει αυτοδικαίως την εμπιστευτική διαδικασία όπως προβλέπεται στο σημείο 3 κατωτέρω. 2. Κάθε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δύναται, κατόπιν γραπτής ή προφορικής αιτήσεως ενός των μελών της, να επιβάλει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας για πληροφορία ή έγγραφο που προσδιορίζει. Για να ληφθεί απόφαση περί εφαρμογής της εμπιστευτικής διαδικασίας απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών. 3. Οταν o πρόεδρος της επιτροπής κηρύξει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας, στη συζήτηση που ακολουθεί μπορούν να παραστούν μόνο τα μέλη της επιτροπής και οι απολύτως απαραίτητοι υπάλληλοι και εμπειρογνώμονες που έχουν ορισθεί από τον Πρόεδρο. Τα αριθμημένα έγγραφα διανέμονται στην αρχή της συνεδριάσεως και συγκεντρώνονται άμα τη λήξει της. Δεν λαμβάνονται σημειώσεις και, κατά μείζονα λόγο, δεν γίνονται φωτοαντίγραφα. Τα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως ουδεμία λεπτομέρεια αναφέρουν όσον αφορά την εξέταση του σημείου o χειρισμός του οποίου έγινε σύμφωνα με την εμπιστευτική διαδικασία. Μόνον η απόφαση, εφόσον υπάρξει, μπορεί να αναγράφεται στα πρακτικά. 4. Η εξέταση των περιπτώσεων παραβιάσεως του απορρήτου μπορεί να ζητηθεί από τρία μέλη της επιτροπής που κίνησε τη διαδικασία και να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη. Η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής μπορεί να αποφασίσει ότι η εξέταση της παραβιάσεως του απορρήτου θα περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδριάσεως μετά από την κατάθεση της αιτήσεως αυτής ενώπιον του προέδρου της επιτροπής. 5. Κυρώσεις: Σε περίπτωση παραβιάσεως του απορρήτου, o πρόεδρος της επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση με τους αντιπροέδρους, εγκρίνει με αιτιολογημένη απόφαση τις κυρώσεις (επίπληξη και προσωρινή, παρατεταμένη ή οριστική αποπομπή από την επιτροπή). Κατά της αποφάσεως αυτής, o θιγόμενος βουλευτής μπορεί να ασκήσει ένσταση μη ανασταλτικού χαρακτήρα. Η εν λόγω ένσταση εξετάζεται από κοινού από τη Διάσκεψη των Προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από το Προεδρείο της σχετικής επιτροπής. Η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και είναι ανέκκλητη. Αν αποδειχθεί ότι υπάλληλος δεν έχει τηρήσει το απόρρητο, εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων. (1) Εγκρίθηκε με απόφαση του Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 1989 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 1995 περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησηςτου δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο(1) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα και ιδίως το άρθρο της 20Β, έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο της 193, έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας και ιδίως το άρθρο 107Β, εκτιμώντας ότι οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να καθορισθούν τηρουμένων των διατάξεων οι οποίες προβλέπονται από τις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκτιμώντας ότι οι προσωρινές εξεταστικές επιτροπές πρέπει να διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους· ότι για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά και άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εκτέλεσης αυτών των καθηκόντων, εκτιμώντας ότι πρέπει να διαφυλάσσονται το απόρρητο και o εμπιστευτικός χαρακτήρας των εργασιών των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών, εκτιμώντας ότι οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων θα μπορεί να αναθεωρηθούν μετά το πέρας της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπό το φως της αποκτηθείσας πείρας και κατ' αίτηση ενός εκ των τριών ενδιαφερομένων θεσμικών οργάνων, ΕΝΕΚΡIΝΑΝ ΜΕ ΚΟIΝΗ ΣΥΜΦΩΝIΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 20 Β της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 193 της Συνθήκης ΕΚ και 107 Β της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Άρθρο 2 1. Υπό τους όρους και τους περιορισμούς που καθορίζονται από τις Συνθήκες που αναφέρονται στο άρθρο 1 και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, αιτήσει του ενός τετάρτου των μελών του, να συνιστά προσωρινή εξεταστική επιτροπή, για να εξετάσει τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, που καταλογίζονται είτε σε θεσμικό ή άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είτε στη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το κοινοτικό δίκαιο να το εφαρμόζουν. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθορίζει τη σύνθεση και τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών. Η απόφαση σύστασης μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, με την οποία διευκρινίζεται μεταξύ άλλων το αντικείμενό της και τάσσεται η προθεσμία υποβολής της έκθεσής της, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή εκτελεί τα καθήκοντά της σεβόμενη τις αρμοδιότητες που ανατίθενται από τις συνθήκες στα θεσμικά και άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα μέλη της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, στην αντίληψη του οποίου περιήλθαν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, γεγονότα, πληροφορίες, γνώσεις, έγγραφα ή αντικείμενα που καλύπτονται από το απόρρητο δυνάμει διατάξεων που θέσπισε κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Κοινότητας, οφείλουν ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους να τηρήσουν το απόρρητο έναντι κάθε μη εντεταλμένου προσώπου καθώς και έναντι του κοινού. Οι ακροάσεις και καταθέσεις μαρτύρων πραγματοποιούνται δημόσια. Αιτήσει όμως του ενός τετάρτου των μελών της εξεταστικής επιτροπής, ή των κοινοτικών ή εθνικών αρχών, ή εάν οι πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή είναι απόρρητες, πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών. Κάθε μάρτυς ή πραγματογνώμων έχει το δικαίωμα να καταθέσει κεκλεισμένων των θυρών. 3. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή δεν μπορεί να εξετάσει γεγονότα για τα οποία εκκρεμεί δίκη σε εθνικό ή κοινοτικό δικαστήριο μέχρις ότου ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία. Η Επιτροπή μπορεί, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών, είτε μετά από δημοσίευση γενομένη δυνάμει της παραγράφου 1, είτε αφότου λάβει γνώση καταγγελίας που έχει υποβληθεί ενώπιον μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, ότι κάποιο κράτος μέλος παρέβη το κοινοτικό δίκαιο, να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι ένα γεγονός, υποκείμενο στον έλεγχο προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, αποτελεί αντικείμενο κοινοτικής διαδικασίας που προηγείται της άσκησης προσφυγής· στην περίπτωση αυτή, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα που θα δώσουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται σύμφωνα με τις συνθήκες. 4. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή παύει να υφίσταται από τη στιγμή που καταθέτει την έκθεσή της, εντός της προθεσμίας που ορίζεται κατά τη σύστασή της, ή, το αργότερο, μετά πάροδο δώδεκα μηνών από τη σύστασή της και, οπωσδήποτε, κατά τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να παρατείνει δύο φορές με αιτιολογημένη απόφαση την προθεσμία των δώδεκα μηνών κατά τρεις μήνες. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 5. Δεν μπορεί να συσταθεί ή να ανασυσταθεί προσωρινή εξεταστική επιτροπή για πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής προ της παρόδου δώδεκα τουλάχιστον μηνών από την κατάθεση της σχετικής προς την έρευνα αυτή έκθεσης, ή το τέλος της αποστολής της, και εφόσον προκυψούν νέα πραγματικά περιστατικά. Άρθρο 3 1. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή προβαίνει στις απαραίτητες έρευνες για να εξακριβώσει το βάσιμο ή μη των καταγγελιών περί παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, υπό τους όρους που αναφέρονται κατωτέρω. 2. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί να απευθύνει πρόσκληση σε θεσμικό ή άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή σε κυβέρνηση κράτους μέλους, να ορίσει ένα μέλος του προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες της. 3. Κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής τα οικεία κράτη μέλη και τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζουν έναν μόνιμο ή μη υπάλληλο, τον οποίο εξουσιοδοτούν να εμφανιστεί ενώπιον της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής εφόσον σε αυτό δεν αντίκεινται λόγοι απόρρητου, ή δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, που επιβάλλονται από εθνική ή κοινοτική νομοθεσία. Οι εν λόγω μόνιμοι ή μη υπάλληλοι καταθέτουν εξ ονόματος και σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης ή του οργάνου όπου ανήκουν. Παραμένουν δεσμευμένοι από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους αντίστοιχους κανονισμούς περί υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων. 4. Οι αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή όταν τους το ζητήσει ή με δική τους πρωτοβουλία, τα έγγραφα τα απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν κωλύονται από λόγους απορρήτου, δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, που επιβάλλονται από εθνικές ή κοινοτικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις. 5. Οι παράγραφοι 3 και 4 δεν θίγουν τις άλλες διατάξεις κάθε κράτους μέλους οι οποίες αντίκεινται στην εμφάνιση υπαλλήλων ενώπιον της σχετικής επιτροπής ή στη διαβίβαση εγγράφων. Το εμπόδιο που προκύπτει από λόγους απορρήτου, δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας ή των διατάξεων που αναφέρονται το πρώτο εδάφιο, κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από έναν εκπρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύσει την κυβέρνηση του οικείου κράτους μέλους ή το θεσμικό όργανο. 6. Τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή τα έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος, μόνον αφού ενημερώσουν το εν λόγω κράτος. Της κοινοποιούν τα έγγραφα για τα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 5 μόνον αφού συμφωνήσει τα οικείο κράτος. 7. Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 εφαρμόζονται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα εντεταλμένα από το κοινοτικό δίκαιο για την εφαρμογή του. 8. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, να καλέσει κάθε άλλο πρόσωπο να καταθέσει ενώπιόν της. Εάν κατά τη διεξαγωγή της έρευνας γίνει αναφορά σε πρόσωπο η οποία είναι δυνατόν να το βλάψει, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή ενημερώνει το πρόσωπο αυτό και υποχρεούται να το ακούσει, εφόσον της το ζητήσει. Άρθρο 4 1. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνει η προσωρινή εξεταστική επιτροπή προορίζονται μόvo για την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Δεν δίδονται στη δημοσιότητα εάν περιέχουν στοιχεία που εμπίπτουν στο απόρρητο ή σε υποχρέωση εχεμύθειας, ή εάν αφορούν, ονομαστικώς, συγκεκριμένα πρόσωπα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και εκ του Κανονισμού του προβλεπόμενα μέτρα για να διασφαλίσει το απόρρητο και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εργασιών των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών. 2. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να αποφασίσει να τη δημοσιεύσει με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1. 3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να διαβιβάσει στα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή στα κράτη μέλη συστάσεις τις οποίες ενδεχομένως ενέκρινε βάσει της έκθεσης της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής. Τα εν λόγω κράτη και όργανα λαμβάνουν τις συστάσεις αυτές υπόψη τους κατά τον τρόπο που κρίνουν ως ενδεδειγμένο. Άρθρο 5 Οι κοινοποιήσεις στις εθνικές αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας απόφασης γίνονται μέσω των Μονίμων Αντιπροσωπειών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρθρο 6 Αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής οι διατάξεις που διατυπώνονται ανωτέρω μπορούν να αναθεωρηθούν μετά τη λήξη της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βάσει της αποκτηθείσας πείρας. Άρθρο 7 Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. (1) ΕΕ L 113 της 19.5.1995, σ. 2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 - ΟΜΑΔΕΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Άρθρο 1 Άδειες εισόδου 1. Οι άδειες εισόδου έχουν τη μορφή πλαστικών καρτών που φέρουν φωτογραφία του κατόχου, το ονοματεπώνυμό του καθώς και την εμπορική επωνυμία της επιχείρησης, του οργανισμού ή του φυσικού προσώπου για το οποίο εργάζεται. Ο κάτοχος της κάρτας εισόδου πρέπει να φέρει την κάρτα μονίμως και εμφανώς σε όλους τους χώρους του Κοινοβουλίου. Η μη τήρηση του όρου αυτού μπορεί να συνεπάγεται αφαίρεση της κάρτας. Οι κάρτες εισόδου διαφέρουν ως προς το σχήμα και το χρώμα από τις κάρτες που χορηγούνται στους περιστασιακούς επισκέπτες. 2. Οι άδειες εισόδου ανανεώνονται μόνον εφόσον οι κάτοχοί τους έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2. Σε περίπτωση που ένας βουλευτής διατυπώσει αντιρρήσεις ως προς τη δραστηριότητα εκπροσώπου ή ομάδας ειδικών συμφερόντων, αυτές γνωστοποιούνται στους Κοσμήτορες οι οποίοι εξετάζουν την περίπτωση και μπορούν να αποφασίζουν σχετικά με την ανανέωση ή την αφαίρεση της άδειας εισόδου. 3. Η άδεια εισόδου δεν παρέχει σε καμμία περίπτωση στον κάτοχό της, το δικαίωμα πρόσβασης στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του πλην των συνεδριάσεων που χαρακτηρίζονται ως δημόσιες· στην περίπτωση αυτή, ουδεμία παρέκκλιση επιτρέπεται στον κάτοχο της κάρτας από τους κανόνες πρόσβασης που ισχύουν για οποιονδήποτε άλλο πολίτη της Ένωσης. Άρθρο 2 Βοηθοί 1. Με την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, οι Κοσμήτορες ορίζουν τον ανώτατο αριθμό διαπιστευμένων βοηθών που δικαιούται κάθε βουλευτής. Με την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι διαπιστευμένοι βοηθοί καλούνται να υπογράψουν έγγραφη δήλωση σχετικά με τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες καθώς και οιαδήποτε καθήκοντα ή αμειβόμενη δραστηριότητα ασκούν. 2. Οι βοηθοί έχουν πρόσβαση στο Κοινοβούλιο με τους ίδιους όρους που ισχύουν για το προσωπικό της Γενικής Γραμματείας ή των πολιτικών ομάδων. 3. Οιοδήποτε άλλο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνεργάζονται άμεσα με τους βουλευτές υπόκειται, όσον αφορά την πρόσβαση στο Κοινοβούλιο, στις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 του Κανονισμού. Άρθρο 3 Κώδικας συμπεριφοράς 1. Στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το Κοινοβούλιο, τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2,· α) οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 και του παρόντος παραρτήματος· β) οφείλουν να δηλώνουν στους βουλευτές, το προσωπικό τους ή τους υπαλλήλους του οργάνου το συμφέρον ή τα συμφέροντα που εκπροσωπούν· γ) οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια με στόχο να λάβουν πληροφορίες ανεντίμως, δ) δεν μπορούν να επικαλούνται οιαδήποτε επίσημη σχέση με το Κοινοβούλιο σε οποιεσδήποτε συναλλαγές με τρίτους· ε) δεν μπορούν να διανέμουν σε τρίτους, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους, αντίγραφα εγγράφων που έχουν λάβει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· στ) οφείλουν να συμμορφώνονται αυστηρά προς τις διατάξεις του παραρτήματος I, άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο· ζ) οφείλουν να βεβαιώνονται οι ίδιοι ότι κάθε οικονομική υποστήριξη που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος I, άρθρο 2, δηλώνεται στο προβλεπόμενο πρωτόκολλο· η) οφείλουν να συμμορφώνονται, κατά την πρόσληψη πρώην μονίμων υπαλλήλων των οργάνων, με τις διατάξεις του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως· θ) οφείλουν να συμμορφώνονται προς τους κανόνες που έχει θεσπίσει το Κοινοβούλιο σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πρώην βουλευτών· ι) προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων, οφείλουν να λαμβάνουν την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του ή των ενδιαφερομένων βουλευτών όσον αφορά οιαδήποτε συμβατική σχέση με βοηθό ή κάθε πρόσληψη βοηθού και στη συνέχεια να μεριμνούν ότι αυτό έχει καταχωρηθεί στο προβλεπόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 2, μητρώο· 2. Κάθε παράβαση του κώδικα συμπεριφοράς μπορεί να οδηγήσει στην αφαίρεση της κάρτας εισόδου που χορηγείται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και, ενδεχομένως, στην επιχείρησή τους. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ A. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΕΝΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ(1) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας υπόψη τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 195, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 20 Δ παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 107 Δ παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής, έχοντας υπόψη την έγκριση του Συμβουλίου, εκτιμώντας ότι πρέπει να ορισθεί το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή, τηρουμένων των διατάξεων που προβλέπονται στις Συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκτιμώντας ότι πρέπει να καθορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες υποβάλλεται καταγγελία στο διαμεσολαβητή καθώς και οι σχέσεις μεταξύ της άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή και των δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών, εκτιμώντας ότι o διαμεσολαβητής, o οποίος μπορεί να ενεργεί και με δική του πρωτοβουλία, πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία τα αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων του· ότι, προς το σκοπό αυτόν, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα ή οργανισμοί υποχρεούνται να παρέχουν στον διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητά, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι απορρήτου δεόντως αιτιολογημένοι, και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του διαμεσολαβητή να μην τις κοινοποιεί· ότι οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να παρέχουν στο διαμεσολαβητή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν την κοινοποίησή τους· ότι εάν δεν λάβει τη βοήθεια που ζητά, o διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο να προβεί στα ενδεικνυόμενα διαβήματα, εκτιμώντας ότι πρέπει να ορισθεί ποιές διαδικασίες κινούνται όταν τα αποτελέσματα των ερευνών του διαμεσολαβητή καταδεικνύουν περιπτώσεις κακής διοίκησης· ότι πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι, στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, o διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πλήρη έκθεση, εκτιμώντας ότι o διαμεσολαβητής και οι υφιστάμενοί του είναι υποχρεωμένοι να τηρούν εχεμύθεια όσον αφορά τις πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους· ότι o διαμεσολαβητής, αντίθετα, είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές για τα γεγονότα, των οποίων έλαβε γνώση στα πλαίσια μιάς έρευνας και κρίνει ότι μπορεί να εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, εκτιμώντας ότι πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ του διαμεσολαβητή και των παρεμφερών αρχών που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών, εκτιμώντας ότι είναι έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ορίζει τον διαμεσολαβητή στην αρχή και για όλη τη διάρκεια της κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης και παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αρμοδιότητας, εκτιμώντας ότι πρέπει να προβλεφθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες παύουν τα καθήκοντα του διαμεσολαβητή, εκτιμώντας ότι o διαμεσολαβητής οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, πράγμα για το οποίο δεσμεύεται επίσημα ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του· ότι πρέπει να καθοριστούν οι δραστηριότητες που είναι ασυμβίβαστες με το λειτούργημα του διαμεσολαβητή, καθώς και οι αποδοχές, τα προνόμια και οι ασυλίες που του παρέχονται, εκτιμώντας ότι πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις σχετικές με τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της γραμματείας που επικουρεί τον διαμεσολαβητή, όπως και διατάξεις σχετικές με τον προϋπολογισμό της· ότι έδρα του διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκτιμώντας ότι o διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας απόφασης· ότι πρέπει να θεσπισθούν, εξάλλου, ορισμένες μεταβατικές διατάξεις για τον πρώτο διαμεσολαβητή που θα διορισθεί μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ: Άρθρο 1 1. Το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του διαμεσολαβητού καθορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 195, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 20 Δ παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και 107 Δ παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. 2. Ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του σεβόμενος τις εξουσίες που παρέχονται από τις Συνθήκες στα κοινοτικά θεσμικά όργανα ή οργανισμούς. 3. Ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να παρέμβει σε διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον δικαστικής αρχής, ούτε να αμφισβητήσει το βάσιμο μιας δικαστικής αποφάσεως. Άρθρο 2 1. Υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται στις προαναφερόμενες Συνθήκες, o διαμεσολαβητής συμβάλλει στη διαπίστωση κρουσμάτων κακής διοίκησης κατά τη δράση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, πλήν του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, όταν ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα, και στην υποβολή συστάσεων για την θεραπεία των κρουσμάτων αυτών. Η δράση οιασδήποτε άλλης αρχής ή προσώπου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο καταγγελίας στον διαμεσολαβητή. 2. Κάθε πολίτης της Ενώσεως ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος της Ενώσεως δικαιούται να υποβάλει στον διαμεσολαβητή απευθείας ή μέσω βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταγγελία σχετική με περίπτωση κακής διοικήσεως των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, πλην του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου όταν ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει το θεσμικό όργαvo ή οργανισμό αμέσως μόλις λάβει την καταγγελία. 3. Στην καταγγελία εμφαίνεται το θέμα της καθώς και η ταυτότητα του καταγγέλλοντος· αυτός μπορεί να ζητήσει η καταγγελία να παραμείνει εμπιστευτική. 4. Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται εντός δύο ετών αφότου o καταγγέλων έλαβε γνώση των γεγονότων προηγουμένως, πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί τα ενδεδειγμένα διοικητικά διαβήματα προς τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα, και οργανισμούς. 5. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να συμβουλεύσει τον καταγγέλοντα να απευθυνθεί σε άλλη αρχή. 6. Οι καταγγελίες που υποβάλλονται στον διαμεσολαβητή δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής. 7. Εάν o διαμεσολαβητής, λόγω εκκρεμούσας ή περατωθείσας δικαστικής διαδικασίας ως προς τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, οφείλει να κηρύξει την καταγγελία απαράδεκτη ή να θέσει τέλος στην εξέτασή της, τα αποτελέσματα των ερευνών τις οποίες ενδεχομένως διεξήγαγε προηγουμένως τίθενται στο αρχείο. 8. Δεν μπορεί να υποβληθεί στο διαμεσολαβητή καταγγελία σχετικά με τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ θεσμικών οργάνων της Κοινότητας και των μονίμων ή λοιπών υπαλλήλων τους παρά μόνο αν έχουν εξαντληθεί, από τον ενδιαφερόμενο, όλες οι εσωτερικές δυνατότητες απαιτήσεως ή διοικητικής προσφυγής, και ιδίως οι διαδικασίες του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταταστάσεως των Υπαλλήλων, και μετά τη λήξη των προθεσμιών απαντήσεως εκ μέρους της αρχής. 9. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τον καταγγέλλοντα σχετικά με την τύχη της καταγγελίας του. Άρθρο 3 1. Ο διαμεσολαβητής διενεργεί κάθε έρευνα που κρίνει αναγκαία για τη διαφώτιση ενδεχομένων περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά τη δράση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμώv, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας. Ενημερώνει σχετικώς το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, που μπορεί να απευθύνει στο διαμεσολαβητή κάθε χρήσιμη παρατήρηση. 2. Τα κοινοτικά θεσμικά όργανα ή οργανισμοί υποχρεούνται να παρέχουν στο διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητά, και να του επιτρέπουν την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Μπορούν να αρνηθούν μόνο για λόγους απορρήτου δεόντως αιτιολογημένους. Επιτρέπουν την πρόσβαση σε έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος και καλύπτονται από απόρρητο δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης, μόνο με τη συγκατάθεση του εν λόγω κράτους μέλους. Επιτρέπουν την πρόσβαση σε άλλα έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος αφού ειδοποιήσουν σχετικά το εν λόγω κράτος μέλος. Και στις δύο περιπτώσεις, και σύμφωνα με το άρθρο 4, o διαμεσολαβητής δεν μπορεί να κοινολογήσει το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων. Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών υποχρεούνται να καταθέτουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει o διαμεσολαβητής· ομιλούν εξ ονόματος και βάσει οδηγιών των διοικήσεων στις οποίες υπάγονται, και δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. 3. Οι αρχές των κρατών μελών, υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση του διαμεσολαβητή, όταν τους το ζητά, και μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπιών τους στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, όλες τις πληροφορίες που μπορούν να συμβάλουν στη διαλεύκανση περιπτώσεων κακής διοίκησης εκ μέρους κοινοτικών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από οιαδήποτε άλλη διάταξη εμποδίζει την κοινοποίησή τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει στο διαμεσολαβητή να λάβει γνώση αυτώv των πληροφοριών υπό τον όρον ότι θα δεσμευθεί να μην κοινοποιήσει το περιεχόμενό τους. 4. Εάν δεν του παρασχεθεί η αιτούμενη συνδρομή, o διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο και προβαίνει στα κατάλληλα διαβήματα. 5. Στο μέτρο του δυνατού, o διαμεσολαβητής αναζητεί, από κοινού με το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό, λύση ικανή να εξαλείψει τις περιπτώσεις κακής διοικήσεως και να ικανοποιήσει τον καταγγέλοντα. 6. Οταν o διαμεσολαβητής ανακαλύπτει κρούσμα κακοδιοίκησης, το θέτει υπόψη του σχετικού θεσμικού οργάνου ή οργανισμού, υποβάλλοντας, ενδεχομένως, σχέδια συστάσεων. Το θεσμικό όργανο ή οργανισμός πρέπει να του αποστείλει αιτιολογημένη σχετική γνώμη εντός προθεσμίας τριών μηνών. 7. Ο διαμεσολαβητής υποβάλει εν συνεχεία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο ή οργανισμό. Μπορεί να υποβάλει και σχετικές συστάσεις. Ο καταγγέλλων ενημερώνεται, με φροντίδα του διαμεσολαβητή, για το αποτέλεσμα της έρευνας, για τη γνώμη του ενδιαφερόμενου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού, καθώς και για τις συστάσεις που ενδεχομένως έχει υποβάλει o διαμεσολαβητής. 8. Στο τέλος κάθε ετήσιας συνόδου, o διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του. Άρθρο 4 1. Ο διαμεσολαβητής και το προσωπικό του - για τους οποίους ισχύουν τα άρθρα 287 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 47, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και 194 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας - υποχρεούνται να μην κοινολογούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των ερευνών τους. Είναι επίσης υποχρεωμένοι να τηρούν εχεμύθεια για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει τον καταγγέλοντα ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2. 2. Αν o διαμεσολαβητής λάβει γνώση, στο πλαίσιο των ερευνών του, γεγονότων που κρίνει ότι εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, ενημερώνει πάραυτα σχετικώς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθώς και, ενδεχομένως, το κοινοτικό όργανο στο οποίο υπάγεται o εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού και το οποίο μπορεί ενδεχομένως να εφαρμόσει το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που, από πειθαρχική άποψη, βαρύνουν τη συμπεριφορά υπαλλήλου τους ή μέλους του λοιπού προσωπικού τους. Άρθρο 5 Στο μέτρο που αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικών του ερευνών και να βελτιωθεί η διασφάλιση των δικαιωμάτων και συμφερόντωv των προσώπων που καταθέτουν καταγγελίες ενώπιόν του, o διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις αυτού τύπου αρχές που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών. Ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να απαιτήσει μέσω αυτής της οδού έγγραφα στα οποία δεν θα είχε πρόσβαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 3. Άρθρο 6 1. Ο διαμεσολαβητής διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από κάθε εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και για τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Η εντολή του είναι ανανεώσιμη. 2. Ο διαμεσολαβητής επιλέγεται μεταξύ προσωπικοτήτων που είναι πολίτες της Ένωσης, απολαύουν πλήρως των αστικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ανώτατης βαθμίδας ή διαθέτουν αναγνωρισμένη πείρα και ικανότητες για να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του διαμεσολαβητή. Άρθρο 7 1. Η άσκηση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή λήγει είτε με τη λήξη της θητείας του, είτε κατόπιν εκουσίας ή αναγκαστικής παραιτήσεως. 2. Πλην της περίπτωσης αναγκαστικής παραιτήσεως, o διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του έως ότου αντικατασταθεί. 3. Σε περίπτωση πρόωρης παύσης των καθηκόντων του διαμεσολαβητή, ορίζεται διάδοχός του εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της χηρείας, και τούτο αποκλειστικώς για το εναπομένον, έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου, χρονικό διάστημα. Άρθρο 8 Διαμεσολαβητής o οποίος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις τις απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του ή έχει υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα είναι δυνατόν να παυθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Άρθρο 9 1. Ο διαμεσολαβητής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, προς το γενικό συμφέρον των Κοινοτήτων και των πολιτών της Ένωσης. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό, απέχει δε από κάθε πράξη αντιβαίνουσα προς τη φύση των καθηκόντων του. 2. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, o διαμεσολαβητής δεσμεύεται επισήμως ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία, ότι θα τηρεί, καθ' όλη τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων του και μετά το πέρας της, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το λειτούργημά του, ιδίως δε την υποχρέωση να ενεργεί με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την ανάληψη, μετά την αποχώρησή του, ορισμένων δραστηριοτήτων ή την αποδοχή ορισμένων προνομίων. Άρθρο 10 1. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, o διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να ασκεί άλλα πολιτικά ή διοικητικά καθήκοντα, ή επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη. 2. Ο διαμεσολαβητής εξομοιούται, όσον αφορά τις αποδοχές, τις αποζημιώσεις και τη σύνταξη αρχαιότητας, προς δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 3. Τα άρθρα 12 έως και 15 και το άρθρο 18 του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται και για το διαμεσολαβητή και τους υπαλλήλους και λοιπά μέλη του προσωπικού της Γραμματείας του. Άρθρο 11 1. Ο διαμεσολαβητής επικουρείται από γραμματεία της οποίας διορίζει τον κύριο υπεύθυνο. 2. Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της γραμματείας του διαμεσολαβητή υπόκεινται στους κανονισμούς και κανόνες που ισχύουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο αριθμός τους καθορίζεται κάθε χρόνο στα πλαίσια της διαδικασίας του προϋπολογισμού. 3. Οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών που διορίζονται στη γραμματεία του διαμεσολαβητή αποσπώνται προς το συμφέρον της υπηρεσίας με την εγγύηση της αυτοδικαίας επανένταξής τους στο θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχονται. 4. Για όλα τα θέματα που αφορούν το προσωπικό του, o διαμεσολαβητής εξομοιώνεται με τα θεσμικά όργανα κατά την έννοια του άρθρου 1 του καθεστώτος υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 12 Ο προϋπολογισμός του διαμεσολαβητή περιέχεται στο Παράρτημα του τμήματος 1 (Κοινοβούλιο) του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 13 Έδρα του διαμεσολαβητή είναι η έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Άρθρο 14 Ο διαμεσολαβητής θεσπίζει τις εκτελεστικές διατάξεις της παρούσας απόφασης. Άρθρο 15 Ο πρώτος διαμεσολαβητής διορίζεται μετά την θέση σε ισχύ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και για το εναπομένον έως τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου χρονικό διάστημα. Άρθρο 16 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβλέπει στον προϋπολογισμό του το αναγκαίο προσωπικό και υλικό που θα επιτρέψουν στον πρώτο διαμεσολαβητή να ασκήσει, αφ'ής στιγμής διορισθεί, τα καθήκοντα που του ανατίθενται. Άρθρο 17 Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσής της. B. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΠΕΡΙ ΕΓΚΡΙΣΕΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ(2) Άρθρο 1 Ορισμοί 1. Στις παρούσες εκτελεστικές διατάξεις υπό την όρο "πολίτης"νοείται οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπo το οποίο υποβάλλει καταγγελία προς τον διαμεσολαβητή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως· 2. Υπό τον όρο "σχετικό θεσμικό όργανο" νοείται το θεσμικό όργανο ή οργανισμός της Κοινότητας το οποίο αποτελεί αντικείμενο καταγγελίας ή εξετάσεως πρωτοβουλίας· 3. Υπό τον όρo "καταστατικοί κανόνες" νοούνται οι διατάξεις και γενικοί όροι οι οποίοι διέπουν την άσκηση των καθηκόντων του διαμεσολαβητή. Άρθρο 2 Παραλαβή καταγγελιών 1. Ευθύς από της παραλαβής μιας καταγγελίας προσδιορίζεται η ταυτότητά της, η καταγγελία εγγράφεται σε μητρώο και λαμβάνει σχετικό αριθμό. 2. Ανακοίνωση παραλαβής αποστέλλεται στον πολίτη με γνωστοποίηση του αριθμού μητρώου της καταγγελίας και του νομικού υπαλλήλου που επιλαμβάνεται της υποθέσεως. 3. Αναφορά που διαβιβάζεται στον διαμεσολαβητή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη συγκαταθέσει του αναφέροντος θεωρείται ως καταγγελία. 4. Στις κατάλληλες περιπτώσεις και τη συγκαταθέσει του καταγγέλλοντος o διαμεσολαβητής μπορεί να διαβιβάσει καταγγελία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να αντιμετωπισθεί ως αναφορά. 5. Στις κατάλληλες περιπτώσεις και τη συγκαταθέσει του καταγγέλλοντος o διαμεσολαβητής μπορεί να διαβιβάσει καταγγελία σε άλλη αρμόδια αρχή. Άρθρο 3 Το παραδεκτό των καταγγελιών 1. Βάσει των κριτηρίων που καθορίζουν η Συνθήκη και οι καταστατικοί κανόνες o διαμεσολαβητής προσδιορίζει εάν μία καταγγελία εμπίπτει στο πεδίο της εντολής του και εάν κρίνεται παραδεκτή· προτού προβεί στα ανωτέρω δύναται να ζητήσει από τον πολίτη να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες ή έγγραφα. 2. Εάν μία καταγγελία είναι εκτός πεδίου εντολής του ή κρίνεται μη παραδεκτή, o διαμεσολαβητής κλείνει τον φάκελλο της καταγγελίας. Ενημερώνει τον πολίτη δηλώνοντας την απόφασή του και τους λόγους βάσει των οποίων ελήφθη. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να υποδείξει στον πολίτη να απευθυνθεί προς άλλην αρχή. Άρθρο 4 Εξέταση παραδεκτών καταγγελιών 1. Ο διαμεσολαβητής αποφαίνεται περί του εάν δικαιολογείται η διεξαγωγή εξετάσεως μιας παραδεκτής καταγγελίας. 2. Εάν δεν κρίνει ότι δικαιολογείται η διεξαγωγή εξετάσεως, o διαμεσολαβητής κλείνει τον φάκελλο της καταγγελίας και ενημερώνει σχετικώς τον πολίτη. 3. Εάν o διαμεσολαβητής κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι που δικαιολογούν τη διεξαγωγή εξετάσεως, πληροφορεί σχετικώς τον πολίτη και το σχετικό θεσμικό όργανο. Διαβιβάζει στο σχετικό θεσμικό όργανο αντίγραφο της καταγγελίας και το καλεί να υποβάλει γνώμη εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία κανονικώς δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Απευθυνόμενος προς το σχετικό θεσμικό όργανο μπορεί να επισημάνει ειδικώς ορισμένες πτυχές της καταγγελίας ή συγκεκριμένα θέματα στα οποία πρέπει να αναφερθεί η γνώμη. 4. Πλην των περιπτώσεων κατά τις οποίες το κρίνει άτοπο, o διαμεσολαβητής αποστέλλει την γνώμη στον πολίτη. Ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στον διαμεσολαβητή εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία κανονικώς δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. 5. Αφού εξετάσει την γνώμη και τις τυχόν παρατηρήσεις που διατυπώνει o πολίτης στον οποίον απεστάλη, o διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει να κλείσει την υπόθεση με τη λήψη αιτιολογημένης αποφάσεως ή να συνεχίσει την εξέταση της καταγγελίας. Την απόφασή του αυτή κοινοποιεί στον πολίτη και το σχετικό θεσμικό όργανο αντιστοίχως. Άρθρο 5 Εξουσίες για τη διεξαγωγή ερευνών 1. Με την επιφύλαξη των όρων που θέτουν οι καταστατικοί κανόνες o διαμεσολαβητής μπορεί να ζητήσει από θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας καθώς και από τις αρχές των κρατών μελών να παράσχουν εντός ευλόγου χρόνου πληροφορίες ή έγγραφα για τις ανάγκες μιας εξετάσεως. 2. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να ζητήσει από τους υπαλλήλους ή το λοιπό προσωπικό θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της Κοινότητας να καταθέσουν στοιχεία, όπως καθορίζουν οι καταστατικοί κανόνες. Εάν στην καταγγελία γίνεται μνεία ατομικώς υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, το εν λόγω άτομο καλείται κανονικώς να υποβάλει παρατηρήσεις. 3. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να ζητήσει από θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Κοινότητας να τον διευκολύνουν στη διεξαγωγή εξετάσεων επί τόπου. 4. Εάν το κρίνει απαραίτητο για την επιτυχή έκβαση μιας εξετάσεως, o διαμεσολαβητής μπορεί να αναθέσει την εκπόνηση μελετών ή εκθέσεων εμπειρογνωμόνων· το σχετικό κόστος επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του. Άρθρο 6 Διακανονισμός επί φιλικής βάσεως 1. Εάν διαπιστώσει ότι στοιχειοθετείται περίπτωση κακής διοικήσεως, o διαμεσολαβητής συνεργάζεται στο μέτρο του δυνατού με το σχετικό θεσμικό όργανο προς αναζήτηση τρόπου για την άρση της και για την ικανοποίηση του πολίτη μέσω διακανονισμού επί φιλικής βάσεως. 2. Εάν θεωρήσει ότι η ως άνω συνεργασία ήταν επιτυχής, o διαμεσολαβητής κλείνει την υπόθεση με τη λήψη αιτιολογημένης αποφάσεως. Την απόφασή του αυτή κοινοποιεί στον πολίτη και το σχετικό θεσμικό όργανο. 3. Εάν θεωρήσει ότι η επίτευξη διακανονισμού επί φιλικής βάσεως δεν είναι δυνατή ή ότι η αναζήτηση διακανονισμού επί φιλικής βάσεως απέτυχε, o διαμεσολαβητής είτε κλείνει την υπόθεση με τη λήψη αιτιολογημένης αποφάσεως, η οποία ενδεχομένως περιέχει τη διατύπωση επικρίσεως ή συντάσσει έκθεση με σχέδιο συστάσεων. Άρθρο 7 Επικρίσεις 1. Ο διαμεσολαβητής διατυπώνει επίκριση εάν θεωρεί: α) ότι δεν είναι πλέον δυνατόν το σχετικό θεσμικό όργανο ή οργανισμός να άρει την περίπτωση κακής διοικήσεως και β) η περίπτωση κακής διοικήσεως δεν έχει συνέπειες γενικού χαρακτήρα. 2. Όταν o διαμεσολαβητής κλείνει την υπόθεση με τη διατύπωση επικρίσεως, την απόφασή του αυτή κοινοποιεί στον πολίτη και το σχετικό θεσμικό όργανο. Άρθρο 8 Εκθέσεις με σχέδιο συστάσων 1. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει έκθεση με σχέδιο συστάσεων προς το σχετικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό εάν θεωρεί είτε α) ότι το σχετικό θεσμικό όργανο ή οργανισμός έχει τη δυνατότητα να άρει την περίπτωση κακής διοικήσεως, ή β) ότι η περίπτωση κακής διοικήσεως έχει συνέπειες γενικού χαρακτήρα. 2. Ο διαμεσολαβητής αποστέλλει αντίγραφο της εκθέσεως και του σχεδίου συστάσεων προς το σχετικό θεσμικό όργανο και τον πολίτη. 3. Το σχετικό θεσμικό όργανο αποστέλλει στον διαμεσολαβητή εμπεριστατωμένη γνώμη εντός τριμήνου. Η εμπεριστατωμένη γνώμη δύναται να συνίσταται σε αποδοχή της αποφάσεως του διαμεσολαβητή και περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται προς υλοποίηση των συστάσεων. 4. Εάν o διαμεσολαβητής κρίνει ότι η εμπεριστατωμένη γνώμη δεν είναι ικανοποιητική, συντάσσει έκθεση με θέμα την περίπτωση κακής διοικήσεως. Η έκθεση μπορεί να περιέχει συστάσεις. 5. Η έκθεση της προηγουμένης παραγράφου έχει τη μορφή ειδικής εκθέσεως προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο διαμεσολαβητής διαβιβάζει αντίγραφο της εκθέσεως στο σχετικό θεσμικό όργανο και τον πολίτη. Άρθρο 9 Εξετάσεις πρωτοβουλίας 1. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή εξετάσεων ιδία πρωτοβουλία. 2. Οι εξουσίες διερευνήσεως τις οποίες έχει o διαμεσολαβητής κατά τη διεξαγωγή εξετάσεων ιδία πρωτοβουλία ταυτίζονται με εκείνες τις οποίες έχει κατά τη διεξαγωγή εξετάσεων κατόπιν καταγγελίας. 3. Οι διαδικασίες που ακολουθούνται κατά τη διεξαγωγή εξετάσεων κατόπιν καταγγελίας ισχύουν κατ' αναλογίαν και στην περίπτωση εξετάσεων ιδία πρωτοβουλία. Άρθρο 10 Σημεία διαδικασίας 1. Εάν τούτο αποτελεί επιθυμία του πολίτη, o διαμεσολαβητής λαμβάνει μέτρα προς προστασία του απορρήτου της καταγγελίας. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει ιδία πρωτοβουλία να επιβάλει το απόρρητο σε μια καταγγελία, εάν κρίνει ότι τούτο απαιτείται προς προστασία των συμφερόντων του υποβαλόντος ή τρίτου. 2. Εάν το θεωρήσει ορθό, o διαμεσολαβητής μπορεί να προβεί σε ενέργειες προς διεκπεραίωση μιας καταγγελίας κατά προτεραιότητα. 3. Εάν κινηθεί διαδικασία ενώπιον της δικαιοσύνης σχετικά με θέματα που τελούν υπό διερεύνηση από αυτόν, o διαμεσολαβητής κλείνει την υπόθεση. Το αποτέλεσμα τυχόν εξετάσεων που έχει ήδη διεξαγάγει αρχειοθετείται χωρίς περαιτέρω ενέργειες. 4. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και, εάν το κρίνει ορθό, ένα θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας σχετικά με τα θέματα ποινικού δικαίου που υποπίπτουν στην αντίληψή του κατά μία εξέταση. Ο διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να κοινοποιήσει σε θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας στοιχεία τα οποία κατ' αυτόν μπορεί να δικαιολογούν την κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Άρθρο 11 Εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 1. Ο διαμεσολαβητής υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με θέμα τις δραστηριότητές του εν τω συνόλω, συμπεριλαμβανομένης και της εκβάσεως των εξετάσεων στις οποίες έχει προβεί. 2. Εκθεση που υποβάλλεται κατ' εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 4 έχει τη μορφή ειδικής εκθέσεως του διαμεσολαβητή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 3. Ο διαμεσολαβητής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο άλλες ειδικές εκθέσεις τις oποίες κρίνει ορθό να υποβάλει προς επιτέλεση των καθηκόντων του βάσει της Συνθήκης και των καταστατικών κανόνων. 4. Η ετήσια έκθεση και οι ειδικές εκθέσεις του διαμεσολαβητή εμπεριέχουν τις συστάσεις τις οποίες κρίνει ορθό να διατυπώσει προς επιτέλεση των καθηκόντων του βάσει της Συνθήκης και των καταστατικών κανόνων. 5. Ο διαμεσολαβητής δημοσιεύει την ετήσια έκθεση και τις ειδικές εκθέσεις που συντάσσει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Σειρά C). Άρθρο 12 Συνεργασία με τους διαμεσολαβητές των κρατών μελών Ο διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργασθεί με τους διαμεσολαβητές και τους παρομοίου είδους οργανισμούς των κρατών μελών προς καλλίτερη αποτελεσματικότητα των εξετάσεων στις οποίες προβαίνει και εκείνων που διεξάγουν οι διαμεσολαβητές και οι παρομοίου είδους οργανισμοί των κρατών μελών και προς αποτελεσματικότερη μέριμνα υπερ της εγγυήσεως των δικαιωμάτων και συμφερόντων των ευρωπαίων πολιτών. Άρθρο 13 Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που είναι στην κατοχή του διαμεσολαβητή 1. Αποτελούν δημόσια έγγραφα: α) το γενικό μητρώο των καταγγελιών που δεν καλύπτονται από το απόρρητο, β) οι καταγγελίες και τα έγγραφα που επισυνάπτει o πολίτης, γ) οι γνώμες και εμπεριστατωμένες γνώμες από τα σχετικά θεσμικά όργανα και οι τυχόν παρατηρήσεις που έχει διατυπώσει o πολίτης επ' αυτών, δ) οι αποφάσεις του διαμεσολαβητή για το κλείσιμο υποθέσεως, ε) οι εκθέσεις και τα σχέδια συστάσεων του άρθρου 8, παράγραφος 4. 2. Τα έγγραφα που αναφέρονται στα σημεία β) έως ε) της προηγουμένης παραγράφου αντιμετωπίζονται ως απόρρητα εάν η καταγγελία έχει χαρακτηρισθεί απόρρητη κατ' εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 1. 3. Οι εκθέσεις του διαμεσολαβητή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με θέμα μία απόρρητη καταγγελία δημοσιεύονται κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατός o προσδιορισμός της ταυτότητας του πολίτη. 4. Άλλα έγγραφα που είναι στην κατοχή του διαμεσολαβητή είναι δημόσια έγγραφα εκτός εάν o διαμεσολαβητής κρίνει ότι απαιτείται το απόρρητο είτε α) από τις Συνθήκες, τους καταστατικούς κανόνες του διαμεσολαβητή ή άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, ή β) προς προστασίαν του συμφέροντός του μέσω του απορρήτου των ενεργειών του ή του τρόπου λειτουργίας της υπηρεσίας του. 5. Ανταποκρινόμενος σε αιτήματα τα οποία προσδιορίζουν τα σχετικά έγγραφα επαρκώς, o διαμεσολαβητής παρέχει πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα που ευρίσκονται στην κατοχή της υπηρεσίας του. 6. Η πρόσβαση παρέχεται επί τόπου ή με τη χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να επιβάλει εύλογο τέλος για την παροχή αντιγράφων των εγγράφων. Για τον τρόπο υπολογισμού των τυχόν επιβαλλομένων τελών παρέχονται εξηγήσεις. 7. Η απόφαση επί αιτήματος για την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα λαμβάνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και οπωσδήποτε εντός 15 εργασίμων ημερών από της παραλαβής του αιτήματος. 8. Εάν το αίτημα για την πρόσβαση σε έγγραφο απορριφθεί καθ' όλου ή εν μέρει, παρέχονται λόγοι για την άρνηση. 9. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση δημοσιευθέντων εγγράφων συντάκτης των οποίωv δεν είναι o διαμεσολαβητής. Άρθρο 13 Γλώσσες 1. Μία καταγγελία μπορεί να υποβληθεί στον διαμεσολαβητή σε οιανδήποτε των επισήμων γλωσσών της Ενώσεως. Ο διαμεσολαβητής δεν υποχρεούται να επιληφθεί καταγγελιών που υποβάλλονται σε άλλες γλώσσες. 2. Η γλώσσα των εργασιών του διαμεσολαβητή είναι μία των επισήμων γλωσσών της Ενώσεως· στην περίπτωση καταγγελίας η ως άνω γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί. 3. Ο διαμεσολαβητής καθορίζει ποία έγγραφα συντάσσονται στη γλώσσα των εργασιών. 4. Η αλληλογραφία με τις αρχές των κρατών μελών διενεργείται στην επίσημη γλώσσα του συγκεκριμένου κράτους. 5. Η ετήσια έκθεση, οι ειδικές εκθέσεις και, εφόσον τούτο είναι δυνατόν, άλλα έγγραφα που δημοσιεύει o διαμεσολαβητής παρουσιάζονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες. (1) Εγκρίθηκε στις 9 Μαρτίου 1994. (2) Εγκρίθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1997.