Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013D0665

    2013/665/ΕΕ: Απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013 , για την κρατική ενίσχυση SA.33726 (11/C) [πρώην SA.33726 (11/NN)] — την οποία χορήγησε η Ιταλία (Αναβολή πληρωμής της εισφοράς επί του γάλακτος στην Ιταλία) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 4046]

    ΕΕ L 309 της 19.11.2013, p. 40–48 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 309 της 19.11.2013, p. 28–36 (HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2013/665/oj

    19.11.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 309/40


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 17ης Ιουλίου 2013

    για την κρατική ενίσχυση SA.33726 (11/C) [πρώην SA.33726 (11/NN)] — την οποία χορήγησε η Ιταλία (Αναβολή πληρωμής της εισφοράς επί του γάλακτος στην Ιταλία)

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 4046]

    (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (2013/665/ΕΕ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Αφού έλαβε γνώση της έναρξης ισχύος, στις 27 Φεβρουαρίου 2011, του νόμου μετατροπής του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 225 της 29ης Δεκεμβρίου 2010, που χορηγεί αναβολή της καταβολής μιας δόσης από τις εισφορές επί του γάλακτος τις οποίες οφείλουν οι Ιταλοί παραγωγοί γάλακτος σύμφωνα με το πρόγραμμα καταβολής της οφειλής σε δόσεις, το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση 2003/530/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 2003, για τη συμβατότητα με την κοινή αγορά μιας ενίσχυσης την οποία προτίθεται να χορηγήσει η Ιταλική Δημοκρατία στους παραγωγούς γάλακτος (1), (2), η Επιτροπή, με επιστολή της 17ης Μαρτίου 2011, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές συμπληρωματικές πληροφορίες για τη σχετική έκθεση.

    (2)

    Με επιστολή της 24ης Ιουνίου 2011, που πρωτοκολλήθηκε την 29η Ιουνίου 2011, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις ζητηθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες.

    (3)

    Με φαξ της 14ης Οκτωβρίου 2011, οι υπηρεσίες της Επιτροπής, αφού εξέτασαν τις διευκρινίσεις που παρείχαν οι ιταλικές αρχές και έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι η αναβολή της προαναφερθείσας καταβολής τέθηκε σε ισχύ χωρίς να έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή και να έχει εγκριθεί από αυτήν, ανακοίνωσαν στις αρχές το άνοιγμα φακέλου μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης, με αριθμό SA.33726 (2011/NN).

    (4)

    Με την επιστολή της 11ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ιταλία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης όσον αφορά την ως άνω αναβολή της καταβολής και το πρόγραμμα καταβολής της οφειλής σε δόσεις που εγκρίθηκε με την απόφαση 2003/530/ΕΚ, η οποία τροποποιήθηκε με την προσθήκη της παράτασης, που αποτελεί νέα ενίσχυση [(ενίσχυση SA.33726 (11/C)]) και κάλεσε τις ιταλικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την κίνηση της διαδικασίας εντός διορίας ενός μηνός.

    (5)

    Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για την εν λόγω ενίσχυση.

    (6)

    Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από πλευράς τρίτων ενδιαφερομένων, τις οποίες διαβίβασε στην Ιταλία, παρέχοντας σε αυτήν τη δυνατότητα να τις σχολιάσει.

    (7)

    Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Φεβρουαρίου 2012, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή επιστολή των ιταλικών αρχών με την οποία αυτές ζητούσαν παράταση δύο μηνών για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στην κίνηση της διαδικασίας. Με φαξ της 21ης Φεβρουαρίου 2012 ανακοινώθηκε η χορήγηση της εν λόγω παράτασης της προθεσμίας.

    (8)

    Με τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2012 και της 27ης Απριλίου 2012, η Μόνιμη αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε στην Επιτροπή την απάντηση των ιταλικών αρχών στην κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

    (9)

    Οι ιταλικές αρχές δεν παρείχαν κανένα σχόλιο στις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών.

    II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

    (10)

    Η απόφαση 2003/530/ΕΚ αναφέρει στο άρθρο 1:

    «Η ενίσχυση την οποία η Ιταλική Δημοκρατία σκοπεύει να χορηγήσει στους παραγωγούς γάλακτος αναλαμβάνοντας η ίδια να καταβάλει στην Κοινότητα το ποσό που οφείλουν οι εν λόγω παραγωγοί στην Κοινότητα δυνάμει της πρόσθετης εισφοράς επί του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων για την περίοδο 1995/96 έως 2001/02 και επιτρέποντας στους παραγωγούς αυτούς να αποπληρώσουν το χρέος τους με αναβολή της πληρωμής χωρίς τόκο στη διάρκεια ορισμένων ετών, θεωρείται κατ' εξαίρεση συμβατή με την κοινή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι:

    η πλήρης αποπληρωμή γίνεται με ίσες ετήσιες δόσεις,

    η περίοδος αποπληρωμής δεν υπερβαίνει τα 14 έτη, από 1ης Ιανουαρίου 2004.»

    (11)

    Ο νόμος αριθ. 10/2011 προβλέπει στο άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος της 29ης Δεκεμβρίου 2010, αριθ. 225, ένα εδάφιο 12ια που αναβάλλει έως την 30ή Ιουνίου 2011 την καταβολή της δόσης των εισφορών επί του γάλακτος με λήξη την 31η Δεκεμβρίου 2010. Το κόστος της αναβολής καταλογίζεται σε συνολικό κονδύλι 5 εκατομμυρίων ευρώ που προορίζονται για πολλαπλούς σκοπούς.

    (12)

    Στην επιστολή τους της 24ης Ιουνίου 2011 οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι το ισοδύναμο επιχορήγησης του εν λόγω μέτρου θα καταλογιστεί στην ενίσχυση ήσσονος σημασίας η οποία προβλέπεται για την Ιταλία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ (4) στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας («de minimis») στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (5).

    III.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (13)

    Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ για τους εξής λόγους:

    οι ιταλικές αρχές εξεδήλωσαν την πρόθεση να καταλογίσουν το ισοδύναμο επιχορήγησης της εξεταζόμενης αναβολής της καταβολής στο καθεστώς ενισχύσεων ήσσονος σημασίας («de minimis») που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1535/2007· ωστόσο, όχι μόνον η εφαρμοσιμότητα του εν λόγω κανονισμού ήταν νομικά αμφισβητήσιμη, καθώς οι ιταλικές αρχές δεν είχαν παράσχει καμία διευκρίνιση όσον αφορά την τήρηση των ανώτατων ορίων των ατομικών και εθνικών ενισχύσεων που προβλέπονται από τον κανονισμό, αλλά ο ίδιος ο κανονισμός απαγορεύει τη χορήγηση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που θα είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι κρατικές ενισχύσεις πέραν του μέγιστου αποδεκτού ύψους και, καθώς η ενίσχυση που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο αποτελούσε τη μέγιστη ενίσχυση που μπορούσε να χορηγηθεί από την Ιταλία στους γαλακτοπαραγωγούς της, η προσθήκη του ισοδύναμου επιχορήγησης της αναβολής της καταβολής που υπάγεται στο καθεστώς ενισχύσεων ήσσονος σημασίας συνεπάγεται υπέρβαση του μέγιστου ύψους ενίσχυσης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο·

    επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει την ύπαρξη ενός στοιχείου ενίσχυσης στην αναβολή (η οποία θα ισοδυναμούσε με άτοκο δάνειο, εφεξής «συνδεδεμένη ενίσχυση») και καμία από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τις ιταλικές αρχές δεν επέτρεπε να δικαιολογηθεί με βάση τους κανόνες που ισχύουν σε θέματα κρατικών ενισχύσεων στον γεωργικό κλάδο (Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007-2013) (6)·

    η αναβολή επιφέρει παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ (δεδομένου ότι ένας από τους όρους της – ίσες ετήσιες δόσεις – δεν τηρείται πλέον) και επομένως μετατρέπει, για αυτούς που επωφελήθηκαν από αυτή, το όλο σύστημα σταδιακής καταβολής των δόσεων σε νέα ενίσχυση (αφού αυτό δεν περιλαμβάνεται στο πλαίσιο της απόφασης 2003/530/ΕΚ), που δεν φαίνεται να είναι αποδεκτή από καμία διάταξη των προαναφερόμενων κατευθυντήριων γραμμών.

    IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (14)

    Στην επιστολή που διαβίβασαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2012, οι ιταλικές αρχές αρχικά προχώρησαν σε επισκόπηση της εφαρμογής του συστήματος σταδιακής καταβολής των εισφορών επί του γάλακτος το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση 2003/530/ΕΚ. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, οι δικαιούχοι του συστήματος ανέρχονται σε 11 271. Εξ αυτών, 9 965 (δηλαδή το 88,41 % του συνόλου) κατέβαλαν εμπρόθεσμα τη δόση των εισφορών που όφειλαν για την 31η Δεκεμβρίου 2010, 1 291 επωφελήθηκαν της παράτασης και 15 δεν προέβησαν σε καμία καταβολή, με αποτέλεσμα να αποκλειστούν από το πρόγραμμα καταβολής σε δόσεις.

    (15)

    Οι ιταλικές αρχές στη συνέχεια διευκρίνισαν ότι, για να υπολογιστεί το ισοδύναμο επιχορήγησης των ενισχύσεων που έλαβαν αυτοί που επωφελήθηκαν από την αναβολή ελήφθησαν υπόψη τα επιτόκια κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2011 έως την ημερομηνία πραγματικής καταβολής της δόσης για την οποία ίσχυσε η αναβολή, βάσει του επιτοκίου Euribor τριμήνου την 1η Οκτωβρίου 2010, επαυξημένο κατά 100 μονάδες βάσης (1,942 %). Τα αποτελέσματα που ελήφθησαν δείχνουν ότι το ισοδύναμο επιχορήγησης της αναβολής ποικίλλει από 0,08 ευρώ έως 694,19 ευρώ και ότι από τους 1 291 δικαιούχους της αναβολής, οι 1 187 έλαβαν ενίσχυση ύψους μικρότερου των 100,00 ευρώ. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι η αναβολή της καταβολής που προβλέπεται με τον νόμο αριθ. 10/2011 δεν διακύβευσε την καλή εκτέλεση του προγράμματος καταβολής σε δόσεις, το οποίο παραμένει σύμφωνο με το περιεχόμενο της απόφασης 2003/530/ΕΚ, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από αυτό επωφελήθηκε μόνον το 11,45 % των παραγωγών που συμμετέχουν στο εξεταζόμενο πρόγραμμα.

    (16)

    Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι ιταλικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι, όπως διευκρινίστηκε στην επιστολή της 24ης Ιουνίου 2011 (βλ. σημείο 13), η παράταση που χορηγήθηκε για την καταβολή της δόσης των εισφορών αποτελεί ενίσχυση ήσσονος σημασίας. Οι ιταλικές αρχές προσθέτουν επιπλέον ότι έλεγξαν την τήρηση, σε απόλυτους όρους, του ανώτατου ορίου ανά επιχείρηση το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1535/2007, καθώς και του μέγιστου ποσού των 320 505 000 ευρώ σε περίοδο τριών οικονομικών ετών το οποίο είχε καθοριστεί για την Ιταλία με τον ίδιο κανονισμό, καθώς το ισοδύναμο επιχορήγησης της αναβολής της καταβολής ανέρχεται πράγματι σε ύψος 50 877,41 ευρώ. Τέλος, οι ιταλικές αρχές ελέγχουν επί του παρόντος αν τηρούνται τα ανωτέρω μέγιστα όρια λαμβάνοντας υπόψη τις άλλες ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγήθηκαν κατά τα οικονομικά έτη 2009, 2010 και 2011.

    (17)

    Όσον αφορά τη θέση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία η εγκριθείσα ενίσχυση με την απόφαση 2003/530/ΕΚ πρέπει να θεωρηθεί, λόγω της φύσης και του εξαιρετικού χαρακτήρα της, ως εφάπαξ μέγιστη ενίσχυση μη σωρεύσιμη με κανέναν άλλο τύπο παρέμβασης, οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν ιδίως ότι η εν λόγω απόφαση αναγνώρισε την ύπαρξη ιδιαίτερων συνθηκών που οδήγησαν το Συμβούλιο να κρίνει την εν λόγω ενίσχυση συμβατή με το άρθρο 107 της Συνθήκης, εφόσον είχαν τηρηθεί ορισμένες προϋποθέσεις, Οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν επιπλέον ότι από τους διενεργηθέντες ελέγχους προκύπτει ότι το πρόγραμμα καταβολής της οφειλής σε δόσεις είναι σύμφωνο με τις διατάξεις της απόφασης 2003/530/ΕΚ, καθώς όλοι οι παραγωγοί έφθασαν στην καταβολή της έβδομης δόσης, πλην 15 παραγωγών οι οποίοι είχαν ήδη αποκλειστεί από το πρόγραμμα. Κατά την κρίση τους, ο εξαιρετικός χαρακτήρας των συνθηκών που οδήγησαν στην έγκριση της απόφασης 2003/530/ΕΚ δεν αποτελεί από μόνος του στοιχείο που αποκλείει τη δυνατότητα πρόσβασης σε οποιαδήποτε άλλη στήριξη για τους αποδέκτες της ενίσχυσης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο: η Συνθήκη περιορίζεται στην αναφορά των εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες, χωρίς να επιβάλλουν όρια όσον αφορά τη φύση ή άλλες λεπτομέρειες εφαρμογής των επιτρεπόμενων ενισχύσεων, ορίζουν απλώς ότι η παρέκκλιση από το άρθρο 107 και τους κανονισμούς που υπόκεινται στο άρθρο 109 της Συνθήκης επιτρέπεται εφόσον εγκριθεί από το Συμβούλιο με ομοφωνία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εξαιρετικός χαρακτήρας των περιστάσεων που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης 2003/530/ΕΚ αντανακλάται πλήρως στις λεπτομέρειες της έγκρισης της ίδιας της απόφασης, δηλαδή στην ύπαρξη ομοφωνίας, και πρέπει να αναζητηθεί στις συνθήκες που προσδιορίζουν την έγκρισή της και όχι στην ίδια την ενίσχυση.

    (18)

    Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, επιπλέον, η αναβολή της καταβολής αποτελεί ενίσχυση ήσσονος σημασίας και πρέπει συνεπώς να αξιολογηθεί ως μεμονωμένο μέτρο, δεδομένης της χαμηλής συμμετοχής εκ μέρους των παραγωγών, του μικρού ύψους των σχετικών ποσών, και της μη τροποποίησης του προγράμματος καταβολής των οφειλών σε δόσεις, το οποίο παραμένει ακέραιο όσον αφορά τη δομή του, από την άποψη τόσο του συνολικού αριθμού δόσεων όσο και της λήξης του.

    (19)

    Τέλος, οι ιταλικές αρχές υπενθυμίζουν ότι το υπουργικό διάταγμα της 30ής Ιουλίου 2003 περί εφαρμογής της απόφασης του Συμβουλίου προβλέπει ότι οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα καταβολής της οφειλής σε δόσεις αναλαμβάνουν να μην ασκήσουν καμία προσφυγή κατά της πληρωμής των οφειλόμενων εισφορών και ότι οι οφειλέτες που δεν καταβάλλουν τις δόσεις αποκλείονται από το πρόγραμμα. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, η προϋπόθεση αυτή επιφέρει την κίνηση διαδικασιών αναγκαστικής ανάκτησης, που θα οδηγήσουν τους παραγωγούς να προβούν σε νέες προσφυγές. Θα ήταν επομένως εύλογο να αποφευχθούν διενέξεις για την ανάκτηση ασήμαντων ποσών, με διαδικασίες για τις οποίες η δαπάνη θα ήταν μεγαλύτερη από τα προς ανάκτηση ποσά. Από αυτή την άποψη, οι ιταλικές αρχές παραπέμπουν στο άρθρο 32 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (7), βάσει του οποίου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην επιδιώξουν ανάκτηση εάν το σύνολο των πραγματοποιηθέντων και των προβλεπόμενων εξόδων ανάκτησης υπερβαίνει το προς ανάκτηση ποσό. Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, η ανωτέρω διάταξη θα έπρεπε να εφαρμοστεί κατ’αναλογία για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση, μια ανάλογη διάταξη προβλέπεται και στο άρθρο 25 εδάφιο 4 του νόμου αριθ. 289/2002 (δημοσιονομικός νόμος 2003), βάσει του οποίου το ποσό των 12 ευρώ θεωρείται μικρού ύψους και δεν υποβάλλεται σε είσπραξη. Μεταξύ των δικαιούχων της αναβολής, οι 559 έλαβαν ενίσχυση μικρότερη από το εν λόγω ποσό.

    (20)

    Στην επιστολή που διαβίβασαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2012, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν τον κατάλογο των δικαιούχων της αναβολής της καταβολής και το ποσό ενίσχυσης που είχε λάβει κάθε δικαιούχος.

    V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (21)

    Στις 7 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή έλαβε από τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος παρατηρήσεις σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας.

    (22)

    Σε αυτές τις παρατηρήσεις, το ενδιαφερόμενο μέρος ζητά ουσιαστικά να γνωρίσει τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή περιόρισε την κίνηση της διαδικασίας στην προβλεπόμενη από τον νόμο αριθ. 10/2011 αναβολή πληρωμής και δεν την επέκτεινε στις διατάξεις του άρθρου 40α του νόμου αριθ. 122/2010, που προβλέπει αναβολή της πληρωμής μίας από τις προς καταβολή δόσεις στο πλαίσιο ενός συμπληρωματικού προγράμματος καταβολής της οφειλής σε δόσεις που θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 33/2009 και την προτρέπει να προβεί στις ανάλογες ενέργειες. Επ’αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι μια καταγγελία σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 40α του νόμου αριθ. 122/2010 είχε ήδη υποβληθεί σε αυτήν και είχε αρχειοθετηθεί.

    (23)

    Στις 10 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή έλαβε από ένα ακόμη τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος παρατηρήσεις σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας.

    (24)

    Σε αυτές τις παρατηρήσεις, το ενδιαφερόμενο μέρος εφιστά την προσοχή της Επιτροπής στις διατάξεις του άρθρου 1 εδάφιο 4 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 16/2012 που επιτρέπει στον οφειλέτη τον επιμερισμό της καταβολής των οφειλόμενων ποσών σε ισόποσες δόσεις, για τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Το μέρος ζητά να παρέμβει η Επιτροπή διαπιστώνοντας την ασυμβατότητα αυτών των διατάξεων με την εσωτερική αγορά.

    (25)

    Στις 14 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή έλαβε από ένα επιπλέον τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος παρατηρήσεις σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας.

    (26)

    Στις παρατηρήσεις του, το τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρεται και αυτό στο νομοθετικό διάταγμα αριθ. 16/2012, υπογραμμίζοντας τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εκτροφέων που δημιουργεί το εν λόγω διάταγμα, καθώς και στην ακρίβεια των στοιχείων που χρησιμοποίησε η AGEA (Agenzia per le Erogazioni in Agricoltura – ιταλικός οργανισμός πληρωμών) για τον υπολογισμό της πρόσθετης εισφοράς.

    VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

    VI.1.   Ύπαρξη ενίσχυσησ

    (27)

    Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και οι οποίες νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών εμπορικές συναλλαγές.

    (28)

    Το εξεταζόμενο μέτρο, δηλαδή η ενίσχυση που συνδέεται με την αναβολή της καταβολής (χορήγηση του ισοδυνάμου άτοκου δανείου – βλέπε σημείο 13, δεύτερη περίπτωση), αλλά και η νέα ενίσχυση που προκύπτει από την παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ (τόκοι που δεν έχουν καταβληθεί για τις καταβληθείσες ετήσιες δόσεις καθώς και κεφάλαιο και τόκοι που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στις εναπομένουσες ετήσιες δόσεις έως τη λήξη του προγράμματος καταβολής των οφειλών σε δόσεις, δηλαδή έως την 31η Δεκεμβρίου 2017) (νέα ενίσχυση – βλέπε σημείο 13, τρίτη περίπτωση) αντιστοιχεί στον ακόλουθο ορισμό:

    (29)

    Το μέτρο αποδίδεται στο κράτος επειδή προκύπτει από εθνικό νόμο και χρηματοδοτείται με κρατικούς πόρους, υπό την έννοια ότι το ιταλικό κράτος, επειδή χορήγησε αναβολή της καταβολής της ετήσιας δόσης η οποία είχε καθοριστεί με την απόφαση 2003/530/ΕΚ και δημιούργησε, μέσω της αναβολής, νέα ενίσχυση, στερήθηκε επί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ένα εισόδημα που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.

    (30)

    Το μέτρο ευνοεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις, ιδίως γεωργικές εκμεταλλεύσεις γαλακτοπαραγωγής.

    (31)

    Το μέτρο μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές, εάν ληφθεί υπόψη η θέση της Ιταλίας στην αγορά (8).

    (32)

    Το μέτρο θα μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού, καθώς οι επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν απέκτησαν εκ των πραγμάτων πλεονέκτημα (η αναβολή δεν παράγει τόκους και ισοδυναμεί επομένως με δάνειο με μηδενικό επιτόκιο) που δεν θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση από άποψη ανταγωνισμού, σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δεν έτυχαν του μέτρου (9).

    (33)

    Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις συμπληρωματικές πληροφορίες που παρείχαν οι ιταλικές αρχές ως απάντηση στην κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης, είναι σκόπιμο να ελεγχθεί εάν το εξεταζόμενο μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ως καθεστώς ενισχύσεων ήσσονος σημασίας σύμφωνο προς τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 και, κατά συνέπεια, να μην θεωρηθεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

    (34)

    Στην επιστολή που διαβίβασαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2012, οι ιταλικές αρχές απέδειξαν ότι οι τόκοι που συνδέονται με την αναβολή της καταβολής της δόσης κυμαίνονται μεταξύ 0,08 ευρώ έως 694,19 ευρώ. Διευκρίνισαν επίσης ότι σύμφωνα με τον έλεγχο δεν υπήρξε υπέρβαση του μέγιστου ποσού που είχε καθοριστεί για την Ιταλία επί τρία οικονομικά έτη, αλλά ότι οφείλουν ακόμη να ελέγξουν εάν παραμένει ο κίνδυνος υπέρβασης του ανώτατου ορίου σε περίπτωση σώρευσης ενισχύσεων ήσσονος σημασίας για τα οικονομικά έτη 2009, 2010 και 2011.

    (35)

    Η Επιτροπή μπορεί αναμφίβολα να διαπιστώσει ότι το ύψος των τόκων που σχετίζονται με την αναβολή, υπολογιζόμενο χωριστά, δεν υπερβαίνει τα 7 500 ευρώ που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 και λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το συνολικό ύψος των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με την αναβολή, δηλαδή 50 877,41 ευρώ, δεν οδήγησε σε υπέρβαση του ανώτατου ορίου των 320 505 000 ευρώ το οποίο προβλεπόταν για την Ιταλία στο παράρτημα του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα νέο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση υπέρβαση του ανώτατου ορίου των 7 500 ευρώ ανά επιχείρηση, εάν συνυπολογιστούν και όλες οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που έλαβε ο ίδιος δικαιούχος κατά τη διάρκεια τριών οικονομικών ετών, δεδομένου ότι η Επιτροπή, από την 26η Απριλίου και κατόπιν, δεν έχει πλέον λάβει καμία πληροφορία από πλευράς των ιταλικών αρχών οι οποίες διενεργούσαν τον σχετικό έλεγχο. Η Επιτροπή επομένως δεν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ανώτατο όριο ενίσχυσης ανά επιχείρηση το οποίο προαναφέρθηκε έχει τηρηθεί σε κάθε περίπτωση, ακόμη περισσότερο επειδή οφείλει να λάβει επίσης υπόψη τη νέα ενίσχυση που προκύπτει από την παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ. Η Επιτροπή οφείλει πράγματι να εξετάσει συνολικά το εξεταζόμενο μέτρο (ενίσχυση συνδεόμενη με την αναβολή καταβολής – χορήγηση του ισοδυνάμου άτοκου δανείου – και νέα ενίσχυση που προκύπτει από την παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ). Σημαντικός αριθμός δικαιούχων (πλέον των 1 250) επωφελήθηκαν της αναβολής της καταβολής των δόσεων και το ύψος της ενίσχυσης περιλαμβάνει επίσης ένα τμήμα του κεφαλαίου (αυτό που αντιστοιχεί στις ετήσιες δόσεις που λήγουν την 31η Δεκεμβρίου των ετών 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017) με τόκους, υπερβαίνοντας σε μεγάλο βαθμό τους τόκους από την αναβολή της πληρωμής τους οποίους έλαβαν υπόψη οι ιταλικές αρχές για να υποστηρίξουν την επιχειρηματολογία τους.

    (36)

    Επιπλέον, το άρθρο 3 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής προβλέπει ότι «Απαγορεύεται η σώρευση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας με άλλες κρατικές ενισχύσεις για τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες αν από τη σώρευση αυτή προκύπτει ένταση ενίσχυσης μεγαλύτερη από αυτήν που καθορίζεται από την κοινοτική νομοθεσία με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα κάθε περίπτωσης.»

    (37)

    Σχετικά με το θέμα αυτό η Επιτροπή έχει ήδη αναφέρει, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης, ότι η αναβολή πληρωμής έπρεπε να προστεθεί σε ενίσχυση που είχε εγκρίνει το Συμβούλιο, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως η μέγιστη επιτρεπτή σε αυτό το πλαίσιο.

    (38)

    Οι ιταλικές αρχές θεωρούν επιπλέον ότι η αναβολή της καταβολής πρέπει να αξιολογηθεί ως μεμονωμένο μέτρο, δεδομένης της χαμηλής συμμετοχής εκ μέρους των παραγωγών, του μικρού ύψους των σχετικών ποσών, και της μη τροποποίησης του προγράμματος καταβολής των οφειλών σε δόσεις, το οποίο παραμένει ακέραιο όσον αφορά τη δομή του, από την άποψη τόσο του συνολικού αριθμού δόσεων όσο και της λήξης του.

    (39)

    Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή. Πράγματι, είναι σαφές ότι η αναβολή της καταβολής συνδέεται απευθείας με αποπληρωμή της οποίας η καταβολή σε δόσεις καθορίστηκε λεπτομερώς με την απόφαση 2003/530/ΕΚ, της οποίας το άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτη περίπτωση αναφέρει σαφώς ότι η αποπληρωμή πρέπει να εκτελείται με ετήσιες δόσεις ίσου ύψους. Η αναβολή δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί εντελώς άσχετη με την καταβολή σε δόσεις που προβλέφθηκε με την απόφαση 2003/530/ΕΚ.

    (40)

    Οι ιταλικές αρχές αμφισβητούν επιπλέον το γεγονός ότι η επιτρεπόμενη από το Συμβούλιο ενίσχυση είναι το μέγιστο ποσό που επιτρέπεται να χορηγηθεί στους γαλακτοπαραγωγούς. Σύμφωνα με αυτές, η συγκεκριμένη απόφαση αναγνώρισε την ύπαρξη εξαιρετικών συνθηκών που οδήγησαν στην έγκριση του προγράμματος καταβολής της οφειλής σε δόσεις, αλλά ο εξαιρετικός χαρακτήρας αυτών των συνθηκών δεν αποτελεί αφ’εαυτού παράγοντα αποκλεισμού οποιασδήποτε δυνατότητας, για τους δικαιούχους, να λάβουν οποιαδήποτε άλλη στήριξη, εφόσον η Συνθήκη περιορίζεται στην αναφορά των εξαιρετικών συνθηκών χωρίς να επιβάλλει περιορισμούς σχετικά με τη φύση και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των επιτρεπόμενων ενισχύσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εξαιρετικός χαρακτήρας των περιστάσεων που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης 2003/530/ΕΚ αντανακλάται πλήρως στις λεπτομέρειες της έγκρισης της ίδιας της απόφασης, δηλαδή στην ύπαρξη ομοφωνίας, και πρέπει να αναζητηθεί στις συνθήκες που προσδιορίζουν την έγκρισή της και όχι στην ίδια την ενίσχυση.

    (41)

    Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμμεριστεί την άποψη που διατυπώνουν οι ιταλικές αρχές. Πράγματι, μολονότι αληθεύει ότι η Συνθήκη προβλέπει στο άρθρο 108 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο ότι «[…] το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει ομοφώνως ότι ενίσχυση (…) θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά […] αν εξαιρετικές περιστάσεις δικαιολογούν μια τέτοια απόφαση» καθώς και ότι στο σημείο 8 του προοιμίου της απόφασης 2003/530/ΕΚ αναγνωρίζεται ότι «[…] υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν το να θεωρηθεί η ενίσχυση […] ως συμβατή προς την κοινή αγορά», εντούτοις το ίδιο Συμβούλιο, στο διατακτικό της απόφασης, δήλωσε ότι η ενίσχυση θεωρείται «κατ’ εξαίρεση» συμβατή με την κοινή αγορά και όχι «λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις». Η εν λόγω έκφραση «κατ’ εξαίρεση» δείχνει σαφώς ότι το Συμβούλιο θέλησε να επισημάνει τη χορήγηση ενίσχυσης προσδίδοντάς της έναν εφάπαξ χαρακτήρα, παρά την ύπαρξη των εξαιρετικών συνθηκών που αναφέρονται στο σημείο 8 του προοιμίου και ότι η αναφορά στην ομοφωνία την οποία επισήμαναν οι ιταλικές αρχές, αν και αποδεικνύει πράγματι ότι πρόκειται για εξαιρετική διαδικασία, δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον εφάπαξ χαρακτήρα της ενίσχυσης που ορίζεται στην απόφαση.

    (42)

    Δεδομένου ότι η ενίσχυση που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο, λόγω του μοναδικού χαρακτήρα της, αποτελούσε το μέγιστο που μπορούσε να χορηγηθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δηλαδή το ισοδύναμο μιας ενίσχυσης σε ποσοστό 100 %, η προσθήκη μιας αναβολής καταβολής δόσης επιφέρει την αυτόματη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1535/2007, με αποτέλεσμα το ισοδύναμο επιχορήγησης της αναβολής της καταβολής να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω κανονισμού και να αντιπροσωπεύει επομένως ένα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης, του οποίου η συμβατότητα με την εσωτερική αγορά πρέπει να αναλυθεί υπό το φως των κανόνων ανταγωνισμού που ισχύουν τη στιγμή της αναβολής, όπως και η νέα ενίσχυση που προκύπτει από την παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ του Συμβουλίου.

    VI.2   Συμβατότητα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά

    (43)

    Οι κανόνες ανταγωνισμού που ίσχυαν τη στιγμή της χορήγησης της αναβολής περιέχονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007-2013.

    (44)

    Στην επιστολή που διαβίβασαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου 2012, οι ιταλικές αρχές βασίστηκαν στο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η αναβολή πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων ήσσονος σημασίας και, ως εκ τούτου, δεν αιτιολόγησαν καθόλου τη συμβατότητα της αναβολής της πληρωμής των δόσεων με την εσωτερική αγορά, ούτε τη συμβατότητα της νέας ενίσχυσης που θεσπίστηκε εκτός του πλαισίου της απόφασης 2003/530/ΕΚ, με βάση τους κανόνες που περιέχονται στις ως άνω κατευθυντήριες γραμμές.

    (45)

    Η Επιτροπή δεν διαθέτει επομένως κανένα νέο στοιχείο που να επιτρέπει την άρση των αμφιβολιών που εκφράστηκαν το στιγμή της κίνησης της διαδικασίας του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης. Η ενίσχυση που συνδέεται με την αναβολή των πληρωμών και, κατά συνέπεια, η νέα ενίσχυση που θεσπίστηκε χωρίς να τηρηθεί το πλαίσιο της απόφασης 2003/530/ΕΚ αποτελούν συνεπώς μονόπλευρες ενισχύσεις, προοριζόμενες απλώς για βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών χωρίς να συμβάλλουν καθ’οιονδήποτε τρόπο στην ανάπτυξη του κλάδου, πρόκειται δηλαδή για ενισχύσεις λειτουργίας, ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του σημείου 15 των ανωτέρω κατευθυντηρίων γραμμών.

    VI.3   Ανάκτηση

    (46)

    Σύμφωνα με τη Συνθήκη και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν διαπιστώνει την ασυμβατότητα της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή είναι αρμόδια για να αποφασίσει εάν το ενδιαφερόμενο κράτος πρέπει να καταργήσει ή να τροποποιήσει την ενίσχυση (10). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση του κράτους να καταργήσει μια ενίσχυση την οποία η Επιτροπή θεωρεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά αποβλέπει στην επανόρθωση της κατάστασης. Υπό την έννοια αυτή, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται όταν ο λαβών την ενίσχυση αποδώσει τα ποσά που χορηγήθηκαν ως παράνομη ενίσχυση, χάνοντας συνεπώς το πλεονέκτημα που απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του, και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής κατάσταση (11).

    (47)

    Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (12), προβλέπει ότι, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον αποδέκτη (στην προκειμένη περίπτωση, από όλους όσοι ευεργετήθηκαν από την αναβολή της πληρωμής των εισφορών).

    (48)

    Η Ιταλία επομένως οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους της ασυμβίβαστης χορηγηθείσας ενίσχυσης. Σύμφωνα με το σημείο 42 της ανακοίνωσης της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (13), η Ιταλία οφείλει να εκτελέσει τα προβλεπόμενα στην παρούσα απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της. Στα προς ανάκτηση ποσά εφαρμόζονται οι τόκοι οι οποίοι υπολογίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (14).

    (49)

    Η παρούσα απόφαση πρέπει να τεθεί αμέσως σε εφαρμογή, ιδίως όσον αφορά την ανάκτηση όλων των ασύμβατων μεμονωμένων ενισχύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν.

    (50)

    Λαμβανομένων υπόψη των πολύ ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση (προστέθηκε σε ένα πρόγραμμα που αποτελεί δέσμη εγκεκριμένη από το Συμβούλιο) και των συνεπειών της (παραβίαση των όρων της απόφασης 2003/530/ΕΚ για αυτούς που επωφελήθηκαν από την αναβολή καταβολής, ενώ η ενίσχυση έχει ήδη εγκριθεί από την απόφαση κατ’εξαίρεση), η ανάκτηση, από αυτούς που επωφελήθηκαν από την αναβολή πληρωμής, θα έπρεπε να αφορά τα ακόλουθα:

    α)

    τους τόκους που συνδέονται με την αναβολή της καταβολής της δόσης της εισφοράς που έληγε την 31η Δεκεμβρίου 2010, προσαυξημένους με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης·

    β)

    τους δεδουλευμένους τόκους στις ετήσιες δόσεις που έληγαν την 31η Δεκεμβρίου 2004, 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 (το κεφάλαιο αυτών των ετήσιων δόσεων καταβλήθηκε πριν η αναβολή πληρωμής επιφέρει παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ), προσαυξημένους με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης·

    γ)

    τους δεδουλευμένους τόκους στις ετήσιες δόσεις που έληγαν την 31η Δεκεμβρίου 2011 και 2012 (καμία πληροφορία δεν αποδεικνύει ότι το κεφάλαιο δεν καταβλήθηκε κατά τη λήξη), προσαυξημένους με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης·

    δ)

    το κεφάλαιο και τους τόκους που συνδέονται με τις ετήσιες δόσεις οι οποίες λήγουν την 31η Δεκεμβρίου 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017, καταληκτική ημερομηνία προβλεπόμενη με την απόφαση 2003/530/ΕΚ.

    (51)

    Η σημασία που αποδίδεται από τις ιταλικές αρχές στο μικρό ύψος των σχετικών ποσών προς ανάκτηση και ο κίνδυνος να προσφύγουν εκ νέου οι παραγωγοί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ουδόλως θίγουν το γεγονός ότι μια κρατική ενίσχυση που δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να επωφεληθεί από μία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 της Συνθήκης, και είναι επομένως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους ώστε να υπάρξει επαναφορά στην προτέρα κατάσταση από πλευράς ανταγωνισμού η οποία υπήρχε πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατάργηση μιας παράνομης ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά αποτελεί τη λογική συνέπεια του παράνομου χαρακτήρα και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προτέρας κατάστασης (15)· ο στόχος της αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης επιτυγχάνεται όταν οι παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις έχουν επιστραφεί από τον δικαιούχο και, επομένως, αυτός έχει απολέσει το πλεονέκτημα στην αγορά από το οποίο είχε επωφεληθεί σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές του και, συνεπώς, έχει αποκατασταθεί η κατάσταση που υπήρχε πριν από την καταβολή της ενίσχυσης (16).

    (52)

    Επιπλέον, όσον αφορά το μικρός ύψος των προς ανάκτηση ενισχύσεων, οι ιταλικές αρχές φαίνεται ότι περιορίζουν το πεδίο της ανάκτησης μόνον στους τόκους οι οποίοι πρέπει να προστεθούν στην ετήσια δόση που αποτελεί αντικείμενο της αναβολής πληρωμής. Όμως η ανάκτηση, η οποία αφορά αποκλειστικά εκείνους που πράγματι επωφελήθηκαν της αναβολής καταβολής, πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο της ενίσχυσης που κρίθηκε ασυμβίβαστη, προσαυξημένο με τους δεδουλευμένους τόκους (βλ. σχετικά το σημείο 50).

    (53)

    Τέλος, η θέση σύμφωνα με την οποία οι παραγωγοί θα μπορούσαν να προσφύγουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να θεωρηθεί προσήκουσα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς ο απλός φόβος για εσωτερικές δυσκολίες, έστω και ανυπέρβλητες, δεν μπορεί να αιτιολογήσει τη μη τήρηση από πλευράς ενός κράτους μέλους των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει του δικαίου της Ένωσης (17).

    (54)

    Κατόπιν τούτου, η Ιταλία θα μπορεί να εφαρμόσει τους κανόνες σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στον γεωργικό τομέα για την ανάκτηση της μεμονωμένης ενίσχυσης από τους δικαιούχους που, όταν χορηγήθηκε η παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση, πληρούν όλους τους όρους που καθορίζονται στο ισχύοντα κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1535/2007). Σύμφωνα προς τις διατάξεις του σημείου 49 της ανακοίνωσης της Επιτροπής «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (18), στην περίπτωση παράνομων και ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά καθεστώτων ενίσχυσης το κράτος μέλος οφείλει να διενεργεί ενδελεχή ανάλυση κάθε μεμονωμένης ενίσχυσης που έχει χορηγήσει βάσει του εν λόγω καθεστώτος. Για τον καθορισμό του ακριβούς ποσού της υπό ανάκτηση ενίσχυσης από κάθε αποδέκτη βάσει του καθεστώτος, η Ιταλία θα πρέπει να προσδιορίσει το βαθμό στον οποίο η ενίσχυση χορηγήθηκε σε συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο κατά το χρόνο που χορηγήθηκε η ενίσχυση πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις των κανονισμών απαλλαγής κατά κατηγορία ή σε καθεστώς ενισχύσεων που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή το κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει ακόμη και τα ουσιαστικά κριτήρια των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που ίσχυαν κατά τη χορήγηση της παράνομης και ασυμβίβαστης ενίσχυσης που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης ανάκτησης κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (19). Σύμφωνα με το εν λόγω κριτήριο, η μεμονωμένη ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο του εξεταζόμενου μέτρου δεν αποτελεί ενίσχυση για τους δικαιούχους οι οποίοι, κατά τη στιγμή της χορήγησης, πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον ισχύοντα κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1535/2007).

    VI.4   Αξιολόγηση των παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων σχετικά με άλλες διαδικασίες

    (55)

    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν από το πρώτο ενδιαφερόμενο μέρος (βλ. σημείο 22), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι στην αναβολή της καταβολής που προβλέπεται στο άρθρο 40 α του νόμου αριθ. 122/2010, για δόση προς καταβολή στο πλαίσιο του συμπληρωματικού προγράμματος καταβολής σε δόσεις που θεσπίστηκε με τον νόμο αριθ. 33/2009, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, καθώς δεν αφορά το συμπληρωματικό πρόγραμμα καταβολής σε δόσεις που θεσπίστηκε με την απόφαση 2003/530/ΕΚ.

    (56)

    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν από τα άλλα δύο ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 16/2012 (σημεία 24 και 26), η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος το κείμενο, αλλά κρίνει απαραίτητο να εξεταστούν χωριστά για λόγους διοικητικής αποτελεσματικότητας συνδεόμενους, μεταξύ άλλων, με το γεγονός ότι η συνένωση των δύο διαδικασιών με διεύρυνση της διαδικασίας και η εφαρμογή όλων των διοικητικών διατυπώσεων θα καθυστερούσε σημαντικά το κλείσιμο τη διαδικασίας που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

    VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (57)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ιταλία παράνομα προέβη στην εξεταζόμενη αναβολή καταβολής, καθιστώντας παράνομη και την ενίσχυση που συνδέεται με αυτήν (βλ. σημείο 13, δεύτερη περίπτωση) και το νέο καθεστώς ενίσχυσης που καθορίζεται από την παραβίαση της απόφασης 2003/530/ΕΚ (βλ. σημείο 13, τρίτη περίπτωση). Από την ανωτέρω ανάλυση αποδεικνύεται ότι καμία από τις εν λόγω ενισχύσεις δεν μπορεί να δηλωθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, καθώς οι ιταλικές αρχές δεν υπέβαλαν στοιχεία ικανά να αποδείξουν τη συμβατότητα βάσει των κανόνων ανταγωνισμού για τον γεωργικό τομέα (βλ. σημεία 43 έως 45) (οι ιταλικές αρχές περιορίστηκαν στην υποστήριξη της θέσης σύμφωνα με την οποία η αναβολή πληρωμής πρέπει να κριθεί μεμονωμένα, δηλαδή χωρίς να ληφθεί υπόψη η επίπτωσή της στην απόφαση 2003/530/ΕΚ, και μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο καθεστώς των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας). Η Επιτροπή δεν είναι επομένως σε θέση να άρει τις επιφυλάξεις που είχαν ήδη διατυπωθεί με την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

    (58)

    Οι ασύμβατες ενισχύσεις πρέπει επομένως να ανακτηθούν με τους σχετικούς τόκους από τους αντίστοιχους δικαιούχους, δηλαδή αυτούς που πράγματι επωφελήθηκαν από την αναβολή της εξεταζόμενης καταβολής,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    1.   Η αναβολή της καταβολής της δόσης των εισφορών επί του γάλακτος με λήξη την 31η Δεκεμβρίου 2010, η οποία εισήχθη ως εδάφιο 12ια στο άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 225 της 29ης Δεκεμβρίου 2010 με τον νόμο αριθ. 10/2011, και η οποία εφαρμόζεται παράνομα από την Ιταλία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

    2.   Η ενίσχυση που προκύπτει από τη μη τήρηση των όρων που έχουν καθοριστεί με την απόφαση 2003/530/ΕΚ η οποία συνίσταται στην αναβολή της καταβολής που αναφέρεται στο άρθρο 1, την οποία η Ιταλία εφαρμόζει παράνομα, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

    Άρθρο 2

    1.   Η Ιταλία οφείλει να φροντίσει να της επιστραφούν από τους αντίστοιχους δικαιούχους της αναβολής καταβολής που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 οι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2.

    2.   Επί των ποσών των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων έως τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

    3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

    4.   Η ανάκτηση, η οποία αφορά αποκλειστικά εκείνους που πράγματι επωφελήθηκαν της αναβολής καταβολής που αναφέρεται στο άρθρο 1 και έχουν επομένως λάβει την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 2, πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

    α)

    τους τόκους που συνδέονται με την αναβολή της καταβολής της δόσης της εισφοράς που έληγε την 31η Δεκεμβρίου 2010, προσαυξημένους με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης·

    β)

    τους δεδουλευμένους τόκους στις ετήσιες δόσεις που έληγαν την 31η Δεκεμβρίου 2004, 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 (το κεφάλαιο αυτών των ετήσιων δόσεων καταβλήθηκε πριν η αναβολή πληρωμής επιφέρει παραβίαση της απόφασης του Συμβουλίου), προσαυξημένους με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης·

    γ)

    τους δεδουλευμένους τόκους στις ετήσιες δόσεις που έληγαν την 31η Δεκεμβρίου 2011 και 2012 (καμία πληροφορία δεν αποδεικνύει ότι το κεφάλαιο δεν καταβλήθηκε κατά τη λήξη), προσαυξημένους με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας έως την ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης·

    δ)

    το κεφάλαιο και τους τόκους που συνδέονται με τις ετήσιες δόσεις οι οποίες λήγουν την 31η Δεκεμβρίου 2013, 2014, 2015, 2016 και 2017, καταληκτική ημερομηνία προβλεπόμενη με την απόφαση 2003/530/ΕΚ.

    5.   Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση εάν, κατά τον χρόνο χορήγησής τους, πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει κανονισμός που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ο οποίος ισχύει κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

    Άρθρο 3

    1.   Η ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 πρέπει να ανακτηθεί άμεσα και πραγματικά.

    2.   Η Ιταλία οφείλει να διασφαλίσει ότι η παρούσα απόφαση θα τεθεί σε εφαρμογή εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

    Άρθρο 4

    1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    τον κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν ενισχύσεις δυνάμει των καθεστώτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 και το συνολικό ποσό που εισέπραξε καθένας από αυτούς βάσει του καθεστώτος στο οποίο υπήχθη·

    β)

    το συνολικό ποσό (από κεφάλαιο και τόκους) που θα πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο, οι ενισχύσεις του οποίου δεν μπορούν να καλυφθούν από τον κανόνα για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας·

    γ)

    λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

    δ)

    έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

    2.   Η Ιταλία τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που χορηγήθηκε δυνάμει του καθεστώτος ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, με απλή αίτηση της Επιτροπής, στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί και τα μέτρα που προβλέπονται για τη συμμόρφωσή της προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

    Βρυξέλλες, 17 Ιουλίου 2013.

    Για την Επιτροπή

    Dacian CIOLOȘ

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  Σήμερα εσωτερική αγορά.

    (2)  ΕΕ L 184 της 23.7.2003, σ. 15.

    (3)  ΕΕ C 37 της 10.2.2012, σ. 30.

    (4)  Αναριθμηθέντα ως άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης.

    (5)  ΕΕ L 337 της 21.12.2007, σ. 35.

    (6)  ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1.

    (7)  ΕΕ L 209 της 11.8.2005, σ. 1.

    (8)  Το 2009, η Ιταλία κατείχε την πέμπτη θέση στην παραγωγή αγελαδινού γάλακτος στην Ένωση, με παραγωγή 11,364 εκατομμυρίων τόνων. Το 2010 εισήγαγε 1 330 602 τόνους και εξήγαγε 4 722 τόνους γάλακτος.

    (9)  Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το απλό γεγονός ότι η επιχείρηση αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκτήσει υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και του οποίου δεν επωφελούνται οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, αποτελεί επαρκή απόδειξη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού (υπόθεση 730/79), Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 2671).

    (10)  Υπόθεση C-70/72 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1973, σ. 813, σκέψη 13.

    (11)  Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92 Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή1994, σ. Ι-4103, σκέψη 75, υπόθεση C-75/97 Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή1999 σ. I-30671 σκέψεις 64-65.

    (12)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

    (13)  ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 4.

    (14)  EE L 140 της 30.4.2004, σ. 1.

    (15)  Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2012, Υπόθεση T-260/00, Cooperativa San Marco fra Lavoratori della Piccola Pesca – Burano Soc. Coop. RL και άλλοι κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σημείο 55.

    (16)  Υπόθεση C-348/93 της 4ης Απριλίου 1995, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I-673, σκέψη 27.

    (17)  Υπόθεση C-6/97 της 19ης Μαΐου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-2981, σκέψη 34.

    (18)  ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 4.

    (19)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.


    Top