Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R0463

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 463/2005 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2005, για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ταϊλάνδης

ΕΕ L 77 της 23.3.2005, p. 1–3 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 334M της 12.12.2008, p. 110–118 (MT)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 07/06/2008

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/463/oj

23.3.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 77/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 463/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Μαρτίου 2005

για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ταϊλάνδης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχoντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κoινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Προηγούμενη διαδικασία και ισχύοντα μέτρα

(1)

Το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 584/96 (2), επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ταϊλάνδης. Μετά τη διεξαγωγή ενδιάμεσης επανεξέτασης, τα μέτρα που επεβλήθησαν στις εισαγωγές από την Thai Benkan Co. Ltd, παραγωγό-εξαγωγέα της Ταϊλάνδης, καταργήθηκαν τον Ιούλιο του 2000 με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1592/2000 του Συμβουλίου (3). Στη συνέχεια, μετά τη διεξαγωγή επανεξέτασης ενόψει της λήξεως των ισχυόντων μέτρων και ενδιάμεσης επανεξέτασης, τα μέτρα που ίσχυαν για τους υπόλοιπους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ταϊλάνδης διατηρήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 964/2003 του Συμβουλίου (4) και τροποποιήθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1496/2004 του Συμβουλίου (5).

2.   Αίτηση επανεξέτασης

(2)

Η επιτροπή άμυνας του κλάδου παραγωγής συγκολλημένων κατ’ άκρον εξαρτημάτων από χάλυβα της Ευρωπαϊκής Ένωσης («η αιτούσα») υπέβαλε αίτηση μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης που περιοριζόταν στο ντάμπινγκ όσον αφορά την εταιρεία Thai Benkan Co. Ltd, εξ ονόματος τεσσάρων παραγωγών της Κοινότητας οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο της κοινοτικής παραγωγής του οικείου προϊόντος.

(3)

Η αιτούσα ισχυριζόταν ότι το ντάμπινγκ είχε αυξηθεί, βασιζόμενη σε σύγκριση των εγχώριων τιμών της εταιρείας Thai Benkan Co. Ltd με τις τιμές εξαγωγής ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων, από σίδηρο ή χάλυβα, στην Κοινότητα. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αυτούς, το περιθώριο ντάμπινγκ που υπολογίστηκε είναι αισθητά υψηλότερο από εκείνο που είχε διαπιστωθεί κατά την προηγούμενη έρευνα, η οποία οδήγησε στην κατάργηση των μέτρων όσον αφορά τις εισαγωγές από την Thai Benkan Co. Ltd.

3.   Έρευνα

(4)

Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση περιείχε επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή, με κοινοποίηση της 21ης Απριλίου 2004 (6), κίνησε διαδικασία μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης για το ντάμπινγκ, όσον αφορά την εταιρεία Thai Benkan Co. Ltd, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(5)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα την αιτούσα και τον οικείο παραγωγό-εξαγωγέα, τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής καθώς και τις αρχές της Ταϊλάνδης για την έναρξη της διαδικασίας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(6)

Για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για την έρευνά της, η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο στην εταιρεία Thai Benkan Co. Ltd και την πληροφόρησε ότι τυχόν άρνηση συνεργασίας ήταν δυνατόν να οδηγήσει στην εφαρμογή του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν επίσης σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

(7)

Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο απεστάλησαν εντός της ταχθείσης προθεσμίας. Η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπια επαλήθευση στις εγκαταστάσεις της εταιρείας.

(8)

Η αιτούσα γνωστοποίησε τις απόψεις της και έγινε δεκτή σε ακρόαση.

(9)

Η έρευνα αφορούσε την περίοδο από την 1η Απριλίου 2003 έως τις 31 Μαρτίου 2004.

B.   ΟΙΚΕΙΟ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(10)

Το οικείο προϊόν είναι, όπως ορίζεται στην έρευνα που οδήγησε στην επιβολή των υφιστάμενων μέτρων, ορισμένα εξαρτήματα σωληνώσεων (εκτός από τα χυτά εξαρτήματα, τους συζευκτήρες και τους συζευκτήρες με βόλτες), από σίδηρο ή χάλυβα (μη συμπεριλαμβανομένου του ανοξείδωτου χάλυβα), με μέγιστη εξωτερική διάμετρο που δεν υπερβαίνει τα 609,6 mm, από αυτά που χρησιμοποιούνται για συγκόλληση κατ’ άκρον ή για άλλους σκοπούς, καταγωγής Ταϊλάνδης («οικείο προϊόν»), τα οποία συνήθως δηλώνονται ως υπαγόμενα στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 93 11, ex 7307 93 19, ex 7307 99 30 και ex 7307 99 90.

(11)

Από την έρευνα προέκυψε ότι το οικείο προϊόν που εξάγεται στην Κοινότητα από την Ταϊλάνδη και τα εξαρτήματα σωληνώσεων από σίδηρο ή χάλυβα, τα οποία παράγονται και πωλούνται στην εγχώρια αγορά της Ταϊλάνδης έχουν τα ίδια φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες χρήσεις. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αυτά πρέπει να θεωρούνται ομοειδή, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Κανονική αξία

(12)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αρχικά κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ήταν αντιπροσωπευτικές, δηλαδή αν ο συνολικός όγκος των πωλήσεων αυτών αντιστοιχούσε τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου εξαγωγικών πωλήσεων του παραγωγού στην Κοινότητα. Από την έρευνα προέκυψε ότι οι εγχώριες πωλήσεις ήταν αντιπροσωπευτικές.

(13)

Για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας, οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά σε εταιρεία που συνδέεται με την Thai Benkan Co. Ltd δεν ελήφθησαν υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(14)

Στη συνέχεια, η Επιτροπή προσδιόρισε τους τύπους του ομοειδούς προϊόντος που πωλούνταν από την εταιρεία σε ανεξάρτητους αγοραστές στην εγχώρια αγορά και οι οποίοι ήταν πανομοιότυποι ή άμεσα συγκρίσιμοι με τους τύπους που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα.

(15)

Για κάθε τύπο προϊόντος που πωλήθηκε από τον παραγωγό-εξαγωγέα στην εγχώρια αγορά και ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν άμεσα συγκρίσιμος με τον τύπο προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Κοινότητα, καθορίστηκε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις σε ανεξάρτητους αγοραστές ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου του ομοειδούς προϊόντος θεωρήθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές όταν, κατά την περίοδο έρευνας, ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου αντιστοιχούσε τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου πωλήσεων συγκρίσιμου τύπου του οικείου προϊόντος που εξήχθη στην Κοινότητα. Διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες πωλήσεις ήταν αντιπροσωπευτικές για τους περισσότερους από τους τύπους του προϊόντος.

(16)

Στη συνέχεια, εξετάστηκε κατά πόσο ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι τύποι προϊόντων που αναφέρονται πιο πάνω, στην αιτιολογική σκέψη 14, πωλήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, με τον προσδιορισμό του ποσοστού των πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν με κέρδος. Στις περιπτώσεις που ο όγκος των πωλήσεων ενός τύπου προϊόντος, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε καθαρή τιμή πώλησης ίση ή μεγαλύτερη από το υπολογισθέν κόστος παραγωγής, αντιστοιχούσε στο 80 % τουλάχιστον του συνολικού όγκου των πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος, και όταν η μέση σταθμισμένη τιμή αυτού του τύπου προϊόντος ήταν ίση ή μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση την πραγματική εγχώρια τιμή, που αντιστοιχούσε στο μέσο σταθμισμένο όρο των τιμών όλων των εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν με κέρδος ή όχι. Στις περιπτώσεις που ο όγκος προσοδοφόρων πωλήσεων ενός τύπου προϊόντος αντιστοιχούσε σε ποσοστό ίσο ή μικρότερο του 80 % του συνολικού όγκου πωλήσεων αυτού του τύπου, ή όταν η σταθμισμένη μέση τιμή αυτού του τύπου προϊόντος ήταν κατώτερη από το κόστος παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή, που αντιστοιχούσε στο μέσο σταθμισμένο όρο των προσοδοφόρων πωλήσεων μόνο αυτού του τύπου προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πωλήσεις αντιστοιχούσαν στο 10 % τουλάχιστον των συνολικών πωλήσεων αυτού του τύπου προϊόντος. Για τους περισσότερους τύπους προϊόντος, κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθούν οι εγχώριες τιμές για τον προσδιορισμό της κανονικής αξίας.

(17)

Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχαν εγχώριες πωλήσεις συγκρίσιμου τύπου προϊόντος σε ανεξάρτητους αγοραστές, ή στις περιπτώσεις που ο όγκος των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν με κέρδος αντιστοιχούσε σε λιγότερο από 10 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος, θεωρήθηκε ότι ο συγκεκριμένος τύπος προϊόντος πωλήθηκε σε ανεπαρκείς ποσότητες και ότι η εγχώρια τιμή δεν μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, χρησιμοποιήθηκε κατασκευασμένη κανονική αξία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(18)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με βάση το κόστος παραγωγής έκαστου παραγωγού-εξαγωγέα, στο οποίο προστέθηκε εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος. Δεδομένης της αντιπροσωπευτικότητας των εγχώριων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος, ο υπολογισμός αυτός βασίστηκε στα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα της εταιρείας. Όσον αφορά το περιθώριο κέρδους, σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, χρησιμοποιήθηκαν τα κέρδη από τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων.

(19)

Για ορισμένες από τις κατηγορίες των εξόδων πώλησης και των γενικών και διοικητικών εξόδων, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι η κατανομή των δαπανών που δηλώθηκε στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αντικατόπτριζε τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και τις πωλήσεις του οικείου προϊόντος. Η εταιρεία είχε την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επ’ αυτού κατά την επιτόπια επαλήθευση, αλλά δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τις ανακολουθίες. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, κατά τον καθορισμό του κόστους παραγωγής, η κατανομή των εν λόγω δαπανών πραγματοποιήθηκε με βάση τον κύκλο εργασιών.

2.   Τιμή εξαγωγής

(20)

Οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν βάσει των καταβληθεισών ή καταβλητέων τιμών του οικείου προϊόντος που πωλήθηκε στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη για κατανάλωση στην Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

3.   Σύγκριση

(21)

Για να διασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση της κανονικής αξίας με την τιμή εξαγωγής σε επίπεδο τιμής «εκ του εργοστασίου» και στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς και όπως αποδείχθηκε, επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Στις περιπτώσεις που κρίθηκε σκόπιμο και αιτιολογημένο, έγιναν προσαρμογές προκειμένου να ληφθεί υπόψη το κόστος μεταφοράς, ασφάλισης και διεκπεραίωσης καθώς και το κόστος των πιστώσεων.

4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(22)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε βάσει σύγκρισης της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας με τις μέσες σταθμισμένες τιμές εξαγωγής ανά τύπο προϊόντος, όπως καθορίζεται ανωτέρω.

(23)

Το περιθώριο ντάμπινγκ, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής CIF ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, διαπιστώθηκε ότι ήταν μικρότερο από το όριο του 2 % που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

Δ.   ΜΕΤΡΑ

(24)

Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, θεωρείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, πρέπει να περατωθεί η τρέχουσα επανεξέταση και να διατηρηθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ 0 % που έχει επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 964/2003 και επιβεβαιωθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1496/2004 στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος που παράγεται και εξάγεται στην Κοινότητα από την Thai Benkan Co. Ltd.

E.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(25)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιαστικά πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή σκοπεύει να περατώσει τη διαδικασία και είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Όλες οι παρατηρήσεις ελήφθησαν υπόψη αλλά καμία απ’ αυτές δεν ήταν ικανή να μεταβάλει τα ανωτέρω συμπεράσματα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Περατώνεται η μερική επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στις εισαγωγές ορισμένων εξαρτημάτων σωληνώσεων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ταϊλάνδης τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ ex 7307 93 11, ex 7307 93 19, ex 7307 99 30 και ex 7307 99 90, στο βαθμό που τα μέτρα αυτά αφορούν τον εξαγωγέα της Ταϊλάνδης Thai Benkan Co. Ltd.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 16 Μαρτίου 2005.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. ASSELBORN


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 84 της 3.4.1996, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 182 της 21.7.2000, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 139 της 6.6.2003, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 275 της 25.8.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 96 της 21.4.2004, σ. 38.


Top