Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003D0829

    2003/829/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 2003, για τις εθνικές διατάξεις για τη χρήση αζωχρωμάτων, οι οποίες κοινοποιήθηκαν από τη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 4356]

    ΕΕ L 311 της 27.11.2003, p. 46–52 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/829/oj

    32003D0829

    2003/829/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 2003, για τις εθνικές διατάξεις για τη χρήση αζωχρωμάτων, οι οποίες κοινοποιήθηκαν από τη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 4356]

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 311 της 27/11/2003 σ. 0046 - 0052


    Απόφαση της Επιτροπής

    της 25ης Νοεμβρίου 2003

    για τις εθνικές διατάξεις για τη χρήση αζωχρωμάτων, οι οποίες κοινοποιήθηκαν από τη Γερμανία σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 4356]

    (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2003/829/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95 παράγραφος 6,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

    (1) Με επιστολή της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της 21ης Mαΐου 2003, η γερμανική κυβέρνηση, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, κοινοποίησε στην Επιτροπή τις εθνικές διατάξεις που διέπουν τη χρήση αζωχρωμάτων τις οποίες θεωρεί αναγκαίο να διατηρηθούν ύστερα από την έγκριση της οδηγίας 2002/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για τη δέκατη ένατη τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου που αφορά περιορισμούς της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων (αζωχρωστικές ουσίες)(1).

    1. Κοινοτική νομοθεσία

    1.1. Άρθρο 95 παράγραφοι 4 και 6 της συνθήκης ΕΚ

    (2) Το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ αναφέρει τα εξής: "Όταν, αφού το Συμβούλιο ή η Επιτροπή θεσπίσουν ένα μέτρο εναρμόνισης, ένα κράτος μέλος θεωρεί αναγκαίο να διατηρήσει εθνικές διατάξεις που δικαιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες που προβλέπονται στο άρθρο 30 ή διατάξεις σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, τις κοινοποιεί στην Επιτροπή, καθώς και τους λόγους διατήρησής τους."

    (3) Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6, η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από τις κοινοποιήσεις, εγκρίνει ή απορρίπτει τις εν λόγω εθνικές διατάξεις, αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδια στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    1.2. Οδηγία 2002/45/ΕΚ

    (4) Η οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27 Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων(2), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/53του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(3), προβλέπει την απαγόρευση και τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και παρασκευασμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται στις επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα που παρατίθενται στο παράρτημα Ι.

    (5) Το άρθρο 2 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι επικίνδυνες ουσίες και τα παρασκευάσματα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι να μην δύνανται να κυκλοφορούν στην αγορά ή να χρησιμοποιούνται παρά μόνον υπό τους όρους που προβέπονται στο παράρτημα.

    (6) Η οδηγία 76/769/EΟΚ τροποποιήθηκε πολλές φορές, μεταξύ άλλων για να προστεθούν νέες επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα στο παράρτημα Ι της οδηγίας, θεσπίζοντας έτσι τους περιορισμούς για την κυκλοφορία στην αγορά ή τη χρησιμοποίησή τους που είναι απαραίτητοι για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλονται περιορισμοί και στην εμπορία ή τη χρήση προϊόντων που έχουν τύχει επεξεργασίας ή περιέχουν τέτοιες ουσίες και παρασκευάσματα.

    (7) Έχοντας εκδοθεί με νομική βάση το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, η οδηγία 2002/61/ΕΚ εισήγαγε στο παράρτημα Ι της οδηγίας 76/769/EΟΚ ένα νέο σημείο 43 σχετικό με τα αζωχρώματα, ορίζοντας κανόνες για την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρησιμοποίηση των ουσιών αυτών.

    (8) Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 4 της οδηγίας υπενθυμίζουν το ιστορικό της οδηγίας αναφέροντας ότι "κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα είδη περιέχοντα ορισμένα αζωχρώματα έχουν την ιδιότητα να απελευθερώνουν ορισμένες αρυλαμίνες που ενδέχεται να είναι καρκινογόνες"(4), ότι "οι διατάξεις τις οποίες έχουν θεσπίσει ή σκοπεύουν να θεσπίσουν ορισμένα κράτη μέλη προς περιορισμό της χρήσης ορισμένων κλωστοϋφαντουργικών και δερμάτινων ειδών βαμμένων με αζωχρώματα αφορούν άμεσα την ολοκλήρωση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι, επομένως, απαραίτητο να υπάρξει προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα αυτό και, κατά συνέπεια, να τροποποιηθεί το παράρτημα Ι της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου"(5) και ότι "η επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον (ΕΕΤΟΠ), που κλήθηκε να γνωμοδοτήσει από την Επιτροπή, επιβεβαίωσε ότι το ενδεχόμενο πρόκλησης νεοπλασιών από κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα τα οποία έχουν βαφεί με ορισμένα αζωχρώματα προκαλεί όντως ανησυχίες"(6).

    (9) Κατά συνέπεια, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 5, "προκειμένου να προστατευθεί αποτελεσματικά η ανθρώπινη υγεία, επιβάλλεται να απαγορευθεί η χρήση επικίνδυνων αζωχρωμάτων και η εμπορία ορισμένων προϊόντων τα οποία έχουν χρωματισθεί με τέτοιες βαφές".

    (10) Σύμφωνα με το σημείο 43.1, αζωχρώματα που απελευθερώνουν, με αναγωγική διάσπαση μίας ή περισσοτέρων αζωομάδων, μία ή περισσότερες από τις αρωματικές αμίνες που αναφέρονται στο παράρτημα(7), σε συγκεντρώσεις που, σύμφωνα με τη μέθοδο δοκιμής που καθορίζεται με βάση το άρθρο 2α της εν λόγω οδηγίας, υπερβαίνουν τα 30 ppm στα τελικά προϊόντα ή στα χρωματισμένα μέρη τους, απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται σε κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα τα οποία ενδέχεται να έλθουν σε άμεση και παρατεταμένη επαφή με το δέρμα ή τη στοματική κοιλότητα, όπως:

    - ενδύματα, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, είδη για τα μαλλιά, περούκες, καπέλα, πάνες και άλλα είδη ατομικής υγιεινής, υπνόσακοι,

    - υποδήματα, γάντια, λουράκια ρολογιών χειρός, τσάντες, πορτοφόλια κάθε είδους, χαρτοφύλακες, καλύμματα καθισμάτων,

    - υφασμάτινα ή δερμάτινα παιχνίδια και παιχνίδια τα οποία περιλαμβάνουν υφασμάτινα ή δερμάτινα ενδύματα,

    - ίνες, νήματα και υφάσματα που προορίζονται για χρήση από τον τελικό καταναλωτή(8).

    (11) Το σημείο 43.2 αναφέρει ότι "επιπλέον, απαγορεύεται η εμπορία των κλωστοϋφαντουργικών και δερμάτινων προϊόντων που αναφέρονται στο σημείο 1, εφόσον δεν συμμορφούνται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εν λόγω σημείο", προβλέποντας συγχρόνως χρονικά περιορισμένη απαλλαγή για τα προϊόντα υφαντουργίας που κατασκευάζονται από ανακυκλωμένες ίνες οι οποίες έχουν βαφεί προηγουμένως με αζωχρώματα.

    (12) Εξάλλου, το σημείο 43.3 προβλέπει ότι το αργότερο στις 11 Σεπτεμβρίου 2005 η Επιτροπή, υπό το πρίσμα των νέων επιστημονικών γνώσεων, θα επανεξετάσει τις διατάξεις για τα αζωχρώματα σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 9 η οποία αναφέρει ότι "oι διατάξεις για ορισμένες αζωχρωστικές ουσίες θα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα των νέων επιστημονικών γνώσεων, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη να περιληφθούν και άλλα υλικά, όταν δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, και άλλες αρωματικές αμίνες. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στους δυνητικούς κινδύνους για τα παιδιά".

    (13) Το άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο στις 11 Σεπτεμβρίου 2003, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά και εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 11 Σεπτεμβρίου 2003.

    2. Εθνικές διατάξεις που κοινοποιήθηκαν

    (14) Οι εθνικές διατάξεις που κοινοποίησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας θεσπίστηκαν με το δεύτερο διάταγμα για την τροποποίηση του διατάγματος σχετικά με τα καταναλωτικά αγαθά [Bedarfsgegenständeverordnung] της 15ης Ιουλίου 1994. Η απαγόρευση της χρήσης επιβλαβών αζωχρωμάτων σε οκτώ ομάδες ειδών που βρίσκονται σε παρατεταμένη επαφή με το σώμα επιβλήθηκε για την προστασία των καταναλωτών από κινδύνους για την υγεία τους, δεδομένου ότι οι χρωστικές αυτές ουσίες μπορεί να διασπαστούν σε ουσίες οι οποίες είναι ενδεχομένως καρκινογόνες.

    (15) Η παράγραφος 3 του διατάγματος σχετικά με τα καταναλωτικά αγαθά, με τίτλο "απαγορευμένες ουσίες" αναφέρει ότι "απαγορεύεται η χρήση ουσιών που αναφέρονται στο παράρτημα 1 για την εμπορική παραγωγή ή επεξεργασία υλικών και ειδών τα οποία προσδιορίζονται στο εν λόγω παράρτημα". Το παράρτημα 1 αφορά τις ουσίες, η χρήση των οποίων απαγορεύεται στην παραγωγή ή την επεξεργασία ορισμένων ειδών. Το σημείο 7 του παραρτήματος 1 περιλαμβάνει μεταξύ των απαγορευμένων ουσιών "αζωχρώματα τα οποία μπορεί να σχηματίσουν μια από τις ακόλουθες αμίνες(9) μέσω διάσπασης σε μία ή περισσότερες αζωομάδες, με εξαίρεση χρωστικές ύλες στις οποίες καμία από τις αμίνες που αναφέρονται κατωτέρω δεν μπορεί να ανιχνευθεί με τη χρήση των μεθόδων που προβλέπονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο παράρτημα 10 σημείο 7". Απαγορεύεται η χρήση αυτών των αζωχρωμάτων στην παραγωγή ή την επεξεργασία των ακόλουθων κατηγοριών προϊόντων, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα 1:

    1. ενδύματα, υλικά για την κατασκευή ενδυμάτων·

    2. κλινοσκεπάσματα, κουβέρτες, μαξιλάρια, υπνόσακοι·

    3. πετσέτες χεριών, ψάθες παραλίας, φουσκωτά στρώματα·

    4. μάσκες, περούκες, εξαρτήματα για τα μαλλιά, ψεύτικες βλεφαρίδες·

    5. κοσμήματα που φορώνται επάνω στην επιδερμίδα, περιβραχιόνια·

    6. βαλάντια, σακίδια·

    7. χαλάκια για βρέφη, καλύμματα για καθίσματα και για ξαπλώστρες βρεφών και νηπίων·

    8. πάνες, σερβιέτες, σερβιετάκια, ταμπόν.

    II. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (16) Με επιστολή της 21ης Mαΐου 2003, η μόνιμη αντιπροσωπεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι, σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προτίθεται να διατηρήσει τις εθνικές διατάξεις της σχετικά με τη χρήση αζωχρωμάτων που αποκλίνουν από τις διατάξεις της οδηγίας 2002/61/ΕΚ η οποία τροποποιεί την οδηγία 76/769/EΟΚ που αφορά την κυκλοφορία στην αγορά και τη χρήση αζωχρωστικών ουσιών. Η Επιτροπή παρέλαβε την επιστολή στις 26 Μαΐου 2003.

    (17) Με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τη γερμανική κυβέρνηση ότι είχε παραλάβει την κοινοποίηση βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ και ότι η εξάμηνη χρονική περίοδος για την εξέταση της εν λόγω κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 άρχιζε στις 27 Μαΐου 2003, δηλαδή την επόμενη ημέρα από την παραλαβή της κοινοποίησης.

    (18) Με επιστολή της 1ης Αυγούστου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τα υπόλοιπα κράτη μέλη σχετικά με την κοινοποίηση που έλαβε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Η Επιτροπή δημοσίευσε επίσης ανακοίνωση σχετικά με την κοινοποίηση αυτή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(10) προκειμένου να ενημερώσει τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τις εθνικές διατάξεις τις οποίες προτίθεται να διατηρήσει η Γερμανία, καθώς και τους λόγους που επικαλέστηκε για τη διατήρησή τους.

    III. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

    1. Εξέταση της δυνατότητας αποδοχής

    (19) Το άρθρο 95 παράγραφος 4 αφορά περιπτώσεις στις οποίες οι εθνικές διατάξεις κοινοποιούνται σε σχέση με ένα κοινοτικό μέτρο εναρμόνισης, θεσπίζονται και τίθενται σε ισχύ πριν από την έκδοση του εν λόγω μέτρου και των οποίων η διατήρηση θα ήταν να ασυμβίβαστη με το μέτρο.

    (20) Η γερμανική κοινοποίηση, την οποία η Επιτροπή παρέλαβε στις 26 Μαΐου 2003, αποσκοπεί στην έγκριση της διατήρησης εθνικών διατάξεων που παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της οδηγίας 2002/61/EΚ, η οποία αποτελεί μέτρο για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών με σκοπό την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και εγκρίθηκε βάσει του άρθρου 95 της συνθήκης ΕΚ. Επιπλέον, αυτές οι εθνικές διατάξεις εγκρίθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ το 1994, δηλαδή πριν από την έγκριση της εν λόγω οδηγίας.

    (21) Η ανάγκη εναρμόνισης στον τομέα των αζωχρωστικών ουσιών γεννάται από το ενδεχόμενο πρόκλησης νεοπλασιών από κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα που έχουν βαφεί με ορισμένα αζωχρώματα, ενδεχόμενο το οποίο προκαλεί ανησυχία, όπως επιβεβαίωσε η επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον (ΕΕΤΟΠ) στη γνώμη που εξέδωσε στις 18 Ιανουαρίου 1999, και από τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για την απαγόρευση ορισμένων καρκινογόνων αζωχρωστικών ουσιών, τα οποία θεσπίστηκαν ή κοινοποιήθηκαν από αρκετά κράτη μέλη. Για το λόγο αυτό, η οδηγία 2002/61/EΚ επέβαλε περιορισμούς στη χρήση αζωχρωστικών ουσιών, απαγορεύοντας ορισμένα αζωχρώματα σε είδη που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες οι οποίες έχει αποδειχθεί σαφώς, βάσει επαρκών στοιχείων, ότι ενέχουν κινδύνους, δηλαδή είδη που παράγονται από υφαντικές ίνες ή δέρμα.

    (22) Σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία, ένα κοινοτικό μέτρο πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τους επιδιωκόμενους στόχους. Η οδηγία 2002/61/EΚ βασίζεται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 της συνθήκης, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για τη θέσπιση μέτρων εναρμόνισης που έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Από την αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας αυτής καθίσταται σαφές ότι κύριος στόχος της είναι να εξαλείψει τα εμπόδια για την ολοκλήρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τα οποία οφείλονται στους περιορισμούς που έχουν ήδη θεσπιστεί ή προγραμματίζονται από ορισμένα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση ορισμένων αζωχρωστικών ουσιών.

    (23) Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οδηγία 2002/61/EΚ πρέπει να ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι έχει καθιερώσει μια εναρμόνιση όλων των τρεχουσών χρήσεων των αζωχρωμάτων, εμποδίζοντας έτσι τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν εθνικούς περιορισμούς για τη χρήση των αζωχρωμάτων που υπερβαίνουν τα όρια που ορίζονται στην οδηγία αυτή.

    (24) Συγκρίνοντας τις διατάξεις της οδηγίας 2002/61/EΚ με τα εθνικά μέτρα που κοινοποίησε η Γερμανία, καθίσταται σαφές ότι η εθνική απαγόρευση της χρήσης των αζωχρωμάτων που θεωρούνται βλαβερά για την υγεία σε ορισμένα είδη διαφέρει από τις απαιτήσεις της οδηγίας 2002/61/EΚ. Οι γερμανικές διατάξεις (παράγραφος 3 από κοινού με το παράρτημα 1 σημείο 7) απαγορεύουν τη χρήση αζωχρωμάτων σε οκτώ ομάδες ειδών χωρίς να τα περιορίζουν σε κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα είδη όπως απαιτείται από την οδηγία 2002/61/EΚ.

    (25) Επιπλέον, το άρθρο 95 παράγραφος 4 απαιτεί να συνοδεύεται η κοινοποίηση των εθνικών διατάξεων από περιγραφή των λόγων των σχετικών με μία ή περισσότερες από τις επιτακτικές ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 30 ή την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας.

    (26) Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων μεγαλύτερης εμβέλειας από τις διατάξεις που προβλέπει η οδηγία 2002/61/ΕΚ, συνοδεύοντας την αίτησή της με σύντομη έκθεση στην οποία παρατίθενται οι λόγοι προστασίας της υγείας των καταναλωτών που υπαγορεύουν, κατά τη γνώμη της, τη διατήρηση των εν λόγω διατάξεων.

    (27) Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση που υπέβαλε η Γερμανία για να της επιτραπεί η διατήρηση των εθνικών της διατάξεων σχετικά με τα αζωχρώματα είναι παραδεκτή βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ.

    2. Αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων

    (28) Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 και παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώσει ότι πληρούνται όλοι οι όροι που παρέχουν τη δυνατότητα σε ένα κράτος μέλος να διατηρεί τις εθνικές του διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από ένα κοινοτικό μέτρο εναρμόνισης που προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, οι εθνικές διατάξεις πρέπει να αιτιολογούνται από τις επιτακτικές ανάγκες προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 30 της συνθήκης ή που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος ή του χώρου εργασίας, δεν πρέπει να αποτελούν μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και δεν πρέπει να συνιστούν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (29) Υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που επιβάλλει την περιοριστική ερμηνεία των όρων αποδοχής παρέκκλισης από τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη εισάγει εξαίρεση από τις αρχές της ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και της ενότητας της αγοράς, το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ πρέπει, όπως όλες οι διατάξεις που έχουν χαρακτήρα παρέκκλισης, να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να αποκλείει την επέκταση της εμβέλειάς του πέρα από τις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά. Όντας ακριβώς η έκφραση μιας τέτοιας παρέκκλισης, το άρθρο 95 πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και να μπορεί να λειτουργεί μόνο συνοδευόμενο από αυστηρούς όρους όσον αφορά το σύνολο των προβλεπόμενων λόγων.

    2.1. Το βάρος της απόδειξης

    (30) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, έχοντας υπόψη το χρονικό πλαίσιο που ορίζει το άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή, όταν εξετάζει εάν το σχέδιο εθνικών μέτρων που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 είναι αιτιολογημένο, πρέπει να λαμβάνει ως βάση "τους λόγους" που προβάλλει το κοινοποιόν κράτος μέλος. Αυτό σημαίνει ότι, βάσει των διατάξεων της συνθήκης ΕΚ, το βάρος της απόδειξης ότι τα εν λόγω μέτρα είναι αιτιολογημένα φέρει το κράτος μέλος που υποβάλλει την αίτηση για παρέκκλιση. Δεδομένου του διαδικαστικού πλαισίου που θεσπίζει το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ, ιδίως δε της αυστηρής προθεσμίας για την έκδοση απόφασης, η Επιτροπή πρέπει κανονικά να περιοριστεί στην εξέταση της σπουδαιότητας των στοιχείων που υποβάλλει το αιτούν κράτος μέλος, χωρίς να πρέπει η ίδια να αναζητήσει πιθανούς λόγους.

    (31) Επαφίεται στο κοινοποιόν κράτος μέλος να υποβάλει επαρκείς λόγους, γεγονότα και επιστημονικές αποδείξεις ώστε να μπορέσει να του χορηγηθεί άδεια παρέκκλισης(11). Είναι, επομένως, προς το συμφέρον του κράτους μέλους να επισυνάψει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε ουσιαστικά ή νομικά στοιχεία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την αίτησή του(12). Σε περίπτωση που δεν περιληφθούν τέτοια στοιχεία στην κοινοποίηση για τη διατήρηση ή τη θέσπιση εθνικών διατάξεων, η Επιτροπή θα θεωρήσει αβάσιμη την κοινοποίηση αυτή.

    (32) Στην επιστολή κοινοποίησης που απέστειλαν, οι γερμανικές αρχές επικαλούνται το στόχο της διασφάλισης της υγείας των καταναλωτών. Η Επιτροπή οφείλει, επομένως, να εξετάσει εάν οι εθνικές διατάξεις είναι σύμμετρες με το στόχο, δηλαδή αναγκαίες και αναλογικές με τον επιδιωκόμενο στόχο, καθώς το μέτρο εναρμόνισης που έχει ήδη ληφθεί, δηλαδή η οδηγία 2002/61/EΚ, έχει λάβει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 3 και επιδιώκει το στόχο αυτό με τρόπο αναλογικό.

    2.2. Αιτιολόγηση βάσει των επιτακτικών αναγκών που αναφέρονται στο άρθρο 30 ή των σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος ή του εργασιακού περιβάλλοντος

    2.2.1. Η θέση της Γερμανίας

    (33) Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προτίθεται να διατηρήσει την εθνική απαγόρευση ορισμένων αζωχρωμάτων για τις οκτώ ομάδες ειδών που έρχονται σε άμεση και παρατεταμένη επαφή με το σώμα, στο βαθμό που δεν αποτελούνται από ύφασμα ή δέρμα, υπερβαίνοντας έτσι τους περιορισμούς της οδηγίας 2002/61/ΕΚ η οποία αναφέρεται μόνο σε κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα είδη.

    (34) Για να δικαιολογήσουν τη διατήρηση των εθνικών τους διατάξεων, οι εθνικές αρχές υπέβαλαν επεξηγηματική δήλωση με τους ακόλουθους λόγους για τη διατήρησή τους.

    (35) Οι γερμανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι "η απαγόρευση των αζωχρωμάτων τα οποία είναι επικίνδυνα για την υγεία σε ορισμένα είδη που έρχονται σε παρατεταμένη επαφή με το σώμα, την οποία επέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1994, αποσκοπούσε στην προστασία της υγείας των καταναλωτών". Οι γερμανικές αρχές αναφέρουν ότι "ακόμη και τότε ήταν γνωστό ότι ορισμένα αζωχρώματα μπορούσαν να διασπαστούν σε καρκινογόνες αμίνες". Θεωρούν ότι "κατά συνέπεια, πρέπει να προληφθεί οποιαδήποτε άμεση επαφή του σώματος με αυτά τα αζωχρώματα, ασχέτως του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένο το προϊόν με το οποίο έρχεται σε παρατεταμένη επαφή ο καταναλωτής".

    (36) Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θεωρεί ότι ο κίνδυνος για την υγεία από τα αζωχρώματα, τα οποία ενδέχεται να διασπαστούν σε επιβλαβείς αμίνες, υπάρχει ανεξάρτητα από το εάν τα βαμμένα είδη είναι κατασκευασμένα από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό.

    (37) Ως επιστημονικά δεδομένα η Γερμανία αναφέρει απλώς δύο γνώμες της ΕΕΤΟΠ (επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον): τη γνώμη με τίτλο "κίνδυνος πρόκλησης καρκίνου από κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα που έχουν βαφεί με αζωχρώματα", της 18ης Ιανουαρίου 1999, και τη γνώμη για την έκθεση (τελικό σχέδιο) σχετικά με την "αξιολόγηση των κινδύνων που προκαλούν στην ανθρώπινη υγεία οι αζωχρωστικές ουσίες στα παιχνίδια, στα γραφικά μελάνια και στα προϊόντα χάρτου, και ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων από τους περιορισμούς στην εμπορία και τη χρήση τους", της 12ης Ιουνίου 2001.

    (38) Στη συνέχεια, θα αξιολογηθούν οι δηλώσεις και οι θέσεις των γερμανικών αρχών βάσει των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 95 παράγραφος 4. Θα αναλυθούν ιδίως οι δύο γνώμες της ΕΕΤΟΠ στις οποίες η Γερμανία βασίζει το αίτημά της.

    2.2.2. Η γνώμη της ΕΕΤΟΠ του 1999

    (39) Η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει ότι οι συνέπειες των αζωχρωστικών ουσιών έχουν αξιολογηθεί τόσο στη μελέτη που ανέθεσε η Επιτροπή όσο και στη γνώμη της ΕΕΤΟΠ του 1999 κατά την προετοιμασία της οδηγίας 2002/61/EΚ.

    (40) Στις 18 Ιανουαρίου 1999, η επιστημονική επιτροπή για την τοξικότητα, την οικοτοξικότητα και το περιβάλλον (ΕΕΤΟΠ) εξέδωσε γνώμη(13), στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος πρόκλησης καρκίνου λόγω χρήσης ορισμένων αζωχρωμάτων αποτελεί λόγο ανησυχίας(14). Η ΕΕΤΟΠ επιβεβαίωσε ότι αζωχρώματα που κατά τη διάσπασή τους σχηματίζουν οιαδήποτε από τις καρκινογόνες αμίνες της κατηγορίας 1 ή 2, και επιπλέον οκτώ αμίνες του γερμανικού καταλόγου ΜΑΚ, προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η ΕΕΤΟΠ θεώρησε ότι η έκθεση που ανέθεσε η Επιτροπή πραγματοποίησε μια σωστή επισκόπηση της κατάστασης όσον αφορά τον κίνδυνο καρκίνου για τους καταναλωτές ως αποτέλεσμα της χρήσης υφασμάτων που έχουν βαφεί με αζωτούχες ενώσεις και ότι τα πορίσματα της έκθεσης ήταν γενικώς παραδεκτά. Η ΕΕΤΟΠ υποστήριξε τη σύσταση της έκθεσης να περιοριστεί η χρήση των αζωχρωμάτων χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των δεκατεσσάρων αμινών που έχουν ταξινομηθεί από την ΕΕ ως καρκινογόνες ουσίες της κατηγορίας Ι ή ΙΙ, αφενός, και των οκτώ αμινών που έχουν ταξινομηθεί από την επιτροπή MAK, αφετέρου, και θεώρησε ότι ο περιορισμός δεν θα πρέπει να επιβληθεί με την επιφύλαξη της εκ των προτέρων ανάπτυξης επικυρωμένης αναλυτικής μεθοδολογίας.

    (41) Συνεπώς, σύμφωνα με αυτές τις συστάσεις, η οδηγία 2002/61/EΚ έχει απαγορεύσει τη χρήση επικίνδυνων αζωχρωστικών ουσιών και τη διάθεση στην αγορά κλωστοϋφαντουργικών και δερμάτινων προϊόντων που έχουν βαφεί με τέτοιες ουσίες οι οποίες έχει αποδειχθεί σαφώς, βάσει επαρκών στοιχείων, ότι είναι επικίνδυνες. Η Γερμανία δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να βασιστεί στη γνώμη της ΕΕΤΟΠ του 1999 για τον περιορισμό της χρήσης αζωχρωμάτων σε υλικά διαφορετικά από τα κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα.

    2.2.3. Η γνώμη της ΕΕΤΟΠ του 2001

    (42) Στη γνώμη που εξέδωσε τον Ιούνιο του 2001(15), η ΕΕΤΟΠ ανέφερε ότι, παρόλο που ορισμένα προϊόντα τα οποία παράγονται από άλλα υλικά που έχουν βαφεί με αζωχρώματα θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν πηγές έκθεσης σε αζωχρώματα, υπάρχει σοβαρή έλλειψη ποσοτικών στοιχείων. Η Γερμανία δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να βασιστεί σε αυτή τη γνώμη για να δικαιολογήσει τον περιορισμό εκ μέρους της των αζωχρωμάτων σε υλικά άλλα από κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα.

    (43) Η δεύτερη γνώμη της ΕΕΤΟΠ δημοσιεύθηκε πριν εγκριθεί η οδηγία 2002/61/EΚ.

    (44) Η επέκταση του πεδίου της απαγόρευσης σε άλλα υλικά, για τα οποία δεν έχει αποδειχθεί σαφώς με επαρκή στοιχεία ότι είναι επικίνδυνα, δεν θα ήταν, επομένως, δικαιολογημένη.

    2.2.4. Συμπληρωματικές παρατηρήσεις

    (45) Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα ήθελε επίσης να υπογραμμίσει ότι, μολονότι ένα κράτος μέλος μπορεί να βασίσει αίτησή του για τη διατήρηση των υφισταμένων εθνικών διατάξεων σε αξιολόγηση του κινδύνου για τη δημόσια υγεία διαφορετική από αυτή που έχει κάνει δεκτή η κοινοτική νομοθεσία όταν ενέκρινε το μέτρο εναρμόνισης από το οποίο παρεκκλίνουν οι εθνικές διατάξεις, εναπόκειται στο αιτούν κράτος μέλος να αποδείξει την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των εν λόγω εθνικών διατάξεων.

    (46) Οι γερμανικές αρχές δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη εγνωσμένου κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία πέρα από τον κίνδυνο που έχει ήδη εντοπίσει η κοινοτική νομοθεσία, ούτε απέδειξαν ότι τα σχετικά εθνικά μέτρα δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία για την επίτευξη του προβλεπόμενου στόχου(16).

    (47) Όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, το υλικό και τα στοιχεία που υπέβαλαν οι γερμανικές αρχές προς υποστήριξη του αιτήματός τους για την εφαρμογή του άρθρου 95 παράγραφος 4 είναι πολύ περιορισμένα. Στην επεξηγηματική έκθεση που υπέβαλαν, οι γερμανικές αρχές δικαιολογούν τη διατήρηση των εθνικών τους διατάξεων για λόγους προστασίας των καταναλωτών. Ωστόσο, οι γερμανικές αρχές δεν παρέχουν περαιτέρω πληροφορίες ή στοιχεία για να τεκμηριώσουν τα επιχειρήματά τους. Δεν υπέβαλαν επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τους κινδύνους, τα οποία θα μπορούσαν να αποδείξουν την ανεπάρκεια του κοινοτικού μέτρου εναρμόνισης, ούτε άλλη αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία, όπως μια εκτίμηση της έκθεσης των καταναλωτών, η οποία θα τους επέτρεπε να δικαιολογήσουν τη διατήρηση των εθνικών τους διατάξεων. Δεν υπέβαλαν καν πληροφορίες για τη χρήση τέτοιων αζωχρωμάτων στην παραγωγή προϊόντων με υλικά που δεν είναι κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και δέρμα.

    (48) Όσον αφορά τα υπόλοιπα επιχειρήματα που εξέφρασαν οι γερμανικές αρχές, η Επιτροπή θα ήθελε να υπενθυμίσει ότι απαγόρευση προϊόντων αποτελεί περιορισμό του εμπορίου στην εσωτερική αγορά και, επομένως, σοβαρό εμπόδιο στο θεμελιώδη στόχο της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών. Κατά συνέπεια, για οποιοδήποτε περιορισμό τέτοιου είδους θα πρέπει να συντρέχουν πολύ σοβαροί λόγοι και η εξέταση του γερμανικού αιτήματος έδειξε ότι δεν έχουν υποβληθεί τέτοιοι λόγοι.

    (49) Γενικά, γίνεται αντιληπτό ότι τα έγγραφα που προσκόμισαν οι γερμανικές αρχές και τα επιχειρήματα που εξέφρασαν για να υποστηρίξουν την αίτησή τους για παρέκκλιση βάσει του άρθρου 95 παράγραφος 4 δεν τεκμηριώνουν ότι τα εθνικά μέτρα είναι δικαιολογημένα λόγω επιτακτικής ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ. Κατά συνέπεια, η αίτηση της Γερμανίας να διατηρήσει τα εθνικά της μέτρα δεν πληροί όλους τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ.

    2.3. Απουσία αυθαίρετης διάκρισης, συγκεκαλυμμένου περιορισμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και εμποδίου στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

    (50) Σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή εγκρίνει ή απορρίπτει τις εθνικές διατάξεις αφού εξακριβώσει εάν αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (51) Υπενθυμίζεται ότι οι αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ πρέπει να αξιολογούνται βάσει των προϋποθέσεων που προβλέπονται τόσο από την εν λόγω παράγραφο όσο και από την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου. Αν δεν πληρούται οποιαδήποτε από αυτές τις προϋποθέσεις η αίτηση είναι απορριπτέα, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων.

    (52) Εφόσον η αίτηση της Γερμανίας δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 95 παράγραφος 4 (βλέπε μέρος III τμήμα 2.2 της παρούσας απόφασης), η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξακριβώσει εάν τα κοινοποιηθέντα εθνικά μέτρα αποτελούν ή όχι μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και εάν συνιστούν ή όχι εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (53) Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της για να προβεί στην αξιολόγηση του βάσιμου των αιτιολογήσεων προς υποστήριξη του κοινοποιηθέντος εθνικού μέτρου και υπό το φως των προαναφερομένων, η Επιτροπή κρίνει ότι το αίτηση της Γερμανίας για τη διατήρηση εθνικών διατάξεων οι οποίες παρεκκλίνουν από την οδηγία 2002/61/EΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ που αφορά περιορισμούς της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης μερικών αζωχρωμάτων και η οποία υποβλήθηκε στις 21 Μαΐου 2003:

    - είναι παραδεκτή,

    - δεν πληροί όλους τους όρους που ορίζει το άρθρο 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, καθώς η Γερμανία δεν δικαιολόγησε τη διατήρηση των εθνικών της διατάξεων επικαλούμενη επιτακτική ανάγκη προστασίας της υγείας των καταναλωτών.

    (54) Η Επιτροπή έχει, επομένως, λόγους να θεωρήσει ότι οι εθνικές διατάξεις που της κοινοποιήθηκαν δεν μπορούν να εγκριθούν σύμφωνα με το άρθρο 95 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Οι εθνικές διατάξεις με σκοπό τον περιορισμό της κυκλοφορίας στην αγορά και της χρήσης αζωχρωμάτων, τις οποίες κοινοποίησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δυνάμει του άρθρου 95 παράγραφος 4 της συνθήκης ΕΚ, απορρίπτονται.

    Άρθρο 2

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2003.

    Για την Επιτροπή

    Erkki Liikanen

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 15.

    (2) ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201.

    (3) ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 24.

    (4) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2002/61/EΚ.

    (5) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2002/61/EΚ.

    (6) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2002/61/EΚ.

    (7) Η οδηγία 2002/61/ΕΚ εισήγαγε στο παράρτημα της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ, στο "σημείο 43 - αζωχρωστικές ουσίες", κατάλογο με 22 αρωματικές αμίνες.

    (8) Το σημείο 43.1 προβλέπει μη εξαντλητικό κατάλογο των προϊόντων.

    (9) Το σημείο 7 του παραρτήματος 1 περιλαμβάνει κατάλογο 20 αμινών.

    (10) ΕΕ C 185 της 5.8.2003, σ. 3.

    (11) Όσον αφορά το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ, βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, στην υπόθεση C-192/01, παράγραφος 46.

    (12) Βλέπε "Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 95 (παράγραφοι 4, 5 και 6) της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας" [COM(2002) 760 τελικό της 23.12.2002), ιδίως την παράγραφο 13.

    (13) Γνώμη με τίτλο "κίνδυνος πρόκλησης καρκίνου από κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα προϊόντα που έχουν βαφεί με αζωχρώματα", η οποία διατυπώθηκε στην 7η ολομέλεια της ΕΕΤΟΠ στις 18 Ιανουαρίου 1999 στις Βρυξέλλες.

    (14) Όσον αφορά τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου, προκαλείται ανησυχία από την ικανότητα των αζωχρωμάτων να υφίστανται αναγωγική διάσπαση in vivo σχηματίζοντας αρωματικές αμίνες, περιλαμβανομένων των 22 αμινών που έχουν ταξινομηθεί από την ΕΕ ή την επιτροπή ΜΑΚ ως ουσίες οι οποίες αποδεδειγμένα προκαλούν, ή υπάρχουν υποψίες ότι προκαλούν, καρκίνο στον άνθρωπο.

    (15) Γνώμη σχετικά με την έκθεση (τελικό σχέδιο) για την "αξιολόγηση των κινδύνων που προκαλούν στην ανθρώπινη υγεία οι αζωχρωστικές ουσίες στα παιχνίδια, στα γραφικά μελάνια και στα προϊόντα χάρτου, και ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων από τους περιορισμούς στην εμπορία και τη χρήση τους", η οποία διατυπώθηκε στην 24η ολομέλεια της ΕΕΤΟΠ στις 12 Ιουνίου 2001 στις Βρυξέλλες.

    (16) Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 20ής Μαρτίου 2003 στην υπόθεση C-3/00: Βασίλειο της Δανίας κατά Επιτροπής, παράγραφοι 63 και 64, Συλλογή 2002, σ. Ι-2643.

    Top