EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002D0893

2002/893/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία σε ορισμένες νεοσύστατες επιχειρήσεις στην αυτόνομη κοινότητα της Ναβάρα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1762] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 314 της 18.11.2002, p. 17–25 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2002/893/oj

32002D0893

2002/893/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία σε ορισμένες νεοσύστατες επιχειρήσεις στην αυτόνομη κοινότητα της Ναβάρα [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1762] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 314 της 18/11/2002 σ. 0017 - 0025


Απόφαση της Επιτροπής

της 11ης Ιουλίου 2001

σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που εφάρμοσε η Ισπανία σε ορισμένες νεοσύστατες επιχειρήσεις στην αυτόνομη κοινότητα της Ναβάρα

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 1762]

(Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2002/893/EΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 63 παράγραφος 2 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Βάσει κυρίως των πληροφοριών που ελήφθησαν μετά την κίνηση των διαδικασιών που προκάλεσαν οι υποβληθείσες καταγγελίες σχετικά με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στην εταιρεία Daewoo Electronics Manufacturing España SA(2) και στις επιχειρήσεις Ramondin SA και Ramondin Cápsulas SA(3), η Επιτροπή έλαβε γνώση σχετικά με την ύπαρξη καθεστώτος μη κοινοποιηθεισών επενδυτικών ενισχύσεων στην Άλαβα της Ισπανίας, υπό μορφή φορολογικών ενισχύσεων που συνίστανται στη μείωση της φορολογητέας βάσης για ορισμένες νεοσύστατες επιχειρήσεις. Επίσης, έλαβε ανεπίσημες πληροφορίες βάσει των οποίων ανάλογα μέτρα ίσχυαν και στη Ναβάρα δεδομένου ότι η εν λόγω περιοχή απολαμβάνει της ίδιας φορολογικής αυτονομίας με την Άλαβα.

(2) Με επιστολή της 17ης Αυγούστου 1999, SG(99)D/6865, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ισπανία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ έναντι της ενίσχυσης αυτής.

(3) Με επιστολή της επίσημης αντιπροσωπείας τους της 26ης Αυγούστου 1999, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 30 Αυγούστου 1999, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν παράταση της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων. Με επιστολή της επίσημης αντιπροσωπείας τους της 24ης Ιανουαρίου 2000, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2000, οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στα πλαίσια της παραπάνω διαδικασίας.

(4) Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(4). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση εντός μηνός από την ημερομηνία της δημοσίευσης.

(5) Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις ενδιαφερομένων.

(6) Μέσω του περιφερειακού νόμου 8/2001 της 10ης Απριλίου 2001(5), καταργήθηκε, από το οικονομικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2001, το πρώτο μέρος του κεφαλαίου II του περιφερειακού νόμου 24/1996 της 30ής Δεκεμβρίου 1996(6), που είχε αποτελέσει τη νομική βάση για τη χορήγηση των εξεταζόμενων ενισχύσεων.

II. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(7) Βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, το εν λόγω καθεστώς κρατικών ενισχύσεων δημιουργήθηκε με τα άρθρα 52 έως 56 του κεφαλαίου του περιφερειακού νόμου 24/1996 της 30ής Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με το φόρο εταιρειών(7). Το κείμενο του άρθρου 26 αναφέρει τα ακόλουθα(8):

"Μέρος 1ο.

Κίνητρα προς τις νεοσύστατες επιχειρήσεις

Άρθρο 52. Φορολογικές ελαφρύνσεις

Οι επιχειρήσεις που ξεκινούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος περιφερειακού νόμου απολαμβάνουν ελάφρυνση ίση με το 50 % του φόρου που τους αναλογεί επί τέσσερα διαδοχικά οικονομικά έτη, αρχής γενομένης από το πρώτο έτος κατά το οποίο εμφανίζουν θετική φορολογητέα βάση, εντός επτά ετών από την έναρξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

[...]

Άρθρο 53. Προϋποθέσεις.

1. Προκειμένου να τύχουν της μείωσης αυτής, οι επιχειρήσεις πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[...]

στ) Να πραγματοποιήσουν, κατά τα δύο πρώτα έτη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, επενδύσεις ελάχιστου ποσού 100 εκατομμυρίων πεσετών σε νέα ακίνητα υλικά στοιχεία που προορίζονται για την εν λόγω δραστηριότητα [...].

[...]

ζ) πρέπει να δημιουργήσουν τουλάχιστον δέκα νέες θέσεις εργασίας εντός έξι μηνών από την έναρξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και να διατηρήσουν το μέσο ετήσιο εργατικό δυναμικό στο επίπεδο αυτό από τη στιγμή εκείνη και μέχρι το έτος εκπνοής του δικαιώματός τους για φορολογική ελάφρυνση.

[...]

Άρθρο 54. Ασυμβίβαστο

Οι υποκείμενοι φόρου που τυγχάνουν της προβλεπόμενης φορολογικής ελάφρυνσης δεν έχουν δικαίωμα να αξιώσουν τις φοροαπαλλαγές ή τα κίνητρα που θεσπίζει ο παρών περιφερειακός νόμος σχετικά με επενδύσεις ή δημιουργία θέσεων απασχόλησης, κατά το διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ του οικονομικού έτους εκκίνησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και του τελευταίου οικονομικού έτους κατά το οποίο δικαιούνται φορολογική ελάφρυνση.

Άρθρο 55. Αρνητικές φορολογητέες βάσεις

[...]

Άρθρο 56. Αιτήσεις και μη τήρηση υποχρεώσεων

[...]".

(8) Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το αντικείμενο των εξεταζόμενων φορολογικών ενισχύσεων είναι ο φόρος εταιρειών που απορρέει από την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας ορισμένων επιχειρήσεων. Στην παρούσα περίπτωση, δικαιούχοι είναι οι επιχειρήσεις που έχουν ξεκινήσει την εμπορική τους δραστηριότητα μετά την 1η Ιανουαρίου 1997, ημερομηνία έναρξης ισχύος του προαναφερθέντος περιφερειακού νόμου, έχουν επενδύσει σε πάγια υλικά στοιχεία του ενεργητικού τουλάχιστον 100 εκατ. ισπανικών πεσετών (601012 ευρώ) και έχουν δημιουργήσει τουλάχιστον 10 νέες θέσεις απασχόλησης. Το διάστημα κατά το οποίο δύνανται να τύχουν της μείωσης φόρου είναι τα πρώτα επτά έτη μετά την έναρξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

(9) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εξεταζόμενη φορολογική ενίσχυση δεν απευθύνεται σε επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συγκεκριμένες δραστηριότητες ή που ανήκουν σε συγκεκριμένους τομείς, αφού οποιαδήποτε δραστηριότητα ή τομέας μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμοι για ενίσχυση. Ούτε απευθύνεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, π.χ. ΜΜΕ, δεδομένου ότι οποιαδήποτε επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί επιλέξιμη, εφόσον πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια.

(10) Όσον αφορά το συνδυασμό με άλλες ενισχύσεις, διευκρινίζεται ότι οι εν λόγω φορολογικές ενισχύσεις δεν μπορούν να συνδυαστούν με άλλα φορολογικά πλεονεκτήματα που ενδέχεται να χορηγηθούν για την ελάχιστη επένδυση ή για την ελάχιστη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ο συνδυασμός της ενίσχυσης με άλλες ενισχύσεις μη φορολογικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων επιχορηγήσεων, επιδοτούμενων δανείων, εγγυήσεων, εξαγορών μετοχικού κεφαλαίου κ.λπ., που σχετίζονται με τις ίδιες επενδύσεις. Ούτε αποκλείεται ο ενδεχόμενος συνδυασμός τους με άλλες φορολογικές ενισχύσεις το γενεσιουργό αίτιο των οποίων, δηλαδή η συνθήκη που οδηγεί στη χορήγηση κάθε ενίσχυσης, είναι διαφορετικό. Τούτο ισχύει για παράδειγμα για τις φορολογικές ενισχύσεις που λαμβάνουν τη μορφή έκπτωσης φόρου.

(11) Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή υπενθυμίζει, κατά το παρόν στάδιο, ότι, για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων, δεν λαμβάνεται υπόψη ο φορολογικός χαρακτήρας των εξεταζόμενων μέτρων, δεδομένου ότι το άρθρο 87 εφαρμόζεται σε μέτρα ενίσχυσης "υπό οποιαδήποτε μορφή". Η Επιτροπή τονίζει, ωστόσο, ότι για να θεωρηθούν ενισχύσεις τα μέτρα πρέπει να πληρούν και τα τέσσερα κριτήρια του άρθρου 87 τα οποία παρουσιάζονται παρακάτω.

(12) Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το παρόν στάδιο η μείωση του φόρου κατά 50 % παρέχει στους δικαιούχους πλεονέκτημα, εφόσον μειώνονται οι επιβαρύνσεις που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό τους, μέσω της μερικής μείωσης της συνήθους φορολογικής τους υποχρέωσης.

(13) Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η μείωση συνεπάγεται απώλεια φορολογικών εσόδων και κατά συνέπεια ισοδυναμεί με κατανάλωση κρατικών πόρων υπό μορφή φορολογικών δαπανών.

(14) Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε, στην παρούσα φάση, ότι η μείωση του φόρου κατά 50 % επηρεάζει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Δεδομένου ότι οι δικαιούχοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες συνεπάγονται ενδεχομένως ενδοκοινοτικές συναλλαγές, η ενίσχυση ενισχύει τη θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Συνεπώς, επηρεάζονται οι συναλλαγές αυτές. Επιπλέον, η αύξηση του καθαρού κέρδους των δικαιούχων επιχειρήσεων (κέρδος μετά την επιβολή του φόρου) βελτιώνει την κερδοφορία τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι σε θέση να ανταγωνίζονται επιχειρήσεις οι οποίες στερούνται του πλεονεκτήματος αυτού.

(15) Ομοίως, η Επιτροπή έκρινε, στην παρούσα φάση, ότι η μείωση φόρου είναι ειδική ή επιλεκτική κατά την έννοια ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι όροι χορήγησης των ενισχύσεων αποκλείουν από το πλεονέκτημα αυτό τις επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 1997, ημερομηνία έναρξης ισχύος του προαναφερθέντος περιφερειακού νόμου, τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις χαμηλότερες του κατωφλίου των 100 εκατομμυρίων ispanikωn pesetωn (601012 ευρώ) και εκείνες που δημιουργούν λιγότερες από 10 θέσεις απασχόλησης. Επίσης, η Επιτροπή έκρινε προσωρινά ότι η εν λόγω φορολογική ενίσχυση δεν δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος.

(16) Εξάλλου, η Επιτροπή έκρινε, κατά το παρόν στάδιο, ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας της ενίσχυσης οφείλεται και στη διακριτική ευχέρεια των φορολογικών αρχών. Η ενίσχυση δεν χορηγείται αυτομάτως, δεδομένου ότι η αίτηση του δικαιούχου εξετάζεται από το Περιφερειακό Συμβούλιο της Ναβάρα, το οποίο μετά την εξέταση, δύναται, κατά περίπτωση, να αποφασίσει αν θα χορηγήσει την ενίσχυση.

(17) Εν κατακλείδι, η Επιτροπή έκρινε, κατά το παρόν στάδιο, ότι η μείωση της φορολογητέας βάσης αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, δεδομένου ότι πληροί σωρευτικά τα κριτήρια που συνιστούν πλεονέκτημα, δηλαδή χορηγείται από το κράτος με κρατικούς πόρους, επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νοθεύει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις.

(18) Δεδομένου ότι οι φορολογικές ενισχύσεις δεν υπόκεινται, στον όρο μη υπέρβασης του ποσού των 100000 ευρώ για τριετές χρονικό διάστημα, η Επιτροπή έκρινε, κατά το παρόν στάδιο, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκεινται στον κανόνα de minimis(9).

(19) Η Επιτροπή ανακοίνωσε, εισαγωγικά, ότι, όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις που δεν διέπονται από τον κανόνα de minimis, υπόκεινται στην υποχρέωση εκ των προτέρων κοινοποίησης όπως ορίζεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης καθώς και στο άρθρο 62 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι ισπανικές αρχές δεν τήρησαν, ωστόσο, την υποχρέωση αυτή, και επομένως η Επιτροπή έκρινε, κατά το παρόν στάδιο, ότι οι εν λόγω ενισχύσεις θεωρούνται παράνομες.

(20) Η Επιτροπή διαπίστωσε, εισαγωγικά, ότι, παρότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν με την προϋπόθεση πραγματοποίησης ελάχιστων επενδύσεων και δημιουργίας ελάχιστου αριθμού θέσεων απασχόλησης, οι φορολογικές ρυθμίσεις δεν εγγυώνται την τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας περί περιφερειακών ενισχύσεων. Προς τούτο η Επιτροπή έκρινε ότι στο παρόν στάδιο οι ενισχύσεις δεν συγκαταλέγονται στις επενδυτικές ενισχύσεις ούτε στις ενισχύσεις για την απασχόληση.

(21) Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι οι εν λόγω φορολογικές ενισχύσεις έχουν τα χαρακτηριστικά των ενισχύσεων λειτουργίας. Στόχος τους είναι να ανακουφίσουν μία επιχείρηση από τις δαπάνες που θα έπρεπε υπό φυσιολογικές συνθήκες να επωμισθεί κατά την τρέχουσα διαχείριση ή τις συνήθεις δραστηριότητές της.

(22) Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας καταρχήν απαγορεύονται. Μπορούν, ωστόσο, να χορηγηθούν κατ' εξαίρεση, ήτοι στις περιφέρειες που τυγχάνουν περιφερειακών παρεκκλίσεων εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Εντούτοις, οι παρούσες ενισχύσεις δεν υπόκεινται στις εν λόγω προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε, κατά το παρόν στάδιο, ότι υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον οι φορολογικές ενισχύσεις συμβιβάζονται με τους κανόνες για τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(23) Η μείωση φόρου, η οποία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τομέα, μπορεί να χορηγηθεί σε επιχειρήσεις που υπόκεινται σε τομεακούς κοινοτικούς κανόνες. Έτσι η Επιτροπή εξέτασε, κατά το παρόν στάδιο, κατά πόσον οι ενισχύσεις είναι συμβιβάσιμες όταν ο δικαιούχος ανήκει σε τομέα που υπόκειται σε ειδικούς κοινοτικούς κανόνες.

(24) Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε, κατά το παρόν στάδιο, το συμβιβάσιμο των φορολογικών ενισχύσεων με την κοινή αγορά βάσει των παρεκκλίσεων του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης. Οι εν λόγω ενισχύσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α), δεν προορίζονται για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) και δεν υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο γ) όσον αφορά ορισμένες περιοχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Όσον αφορά τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 πέραν των παρεκκλίσεων των στοιχείων α) και γ) οι οποίες έχουν ήδη αναφερθεί, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έχουν στόχο να προωθήσουν την επίτευξη ενός σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή να άρουν σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους, όπως ορίζει το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β). Οι εν λόγω ενισχύσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) σχετικά με τις "ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ..." αφού δεν σχετίζονται επ' ουδενί με τις δραστηριότητες των δικαιούχων επιχειρήσεων. Τέλος, δεν είναι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού ή της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

(25) Η Επιτροπή μαζί με την πρόσκληση που απηύθυνε στις ισπανικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, τις κάλεσε επίσης να διαβιβάσουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση των φορολογικών ενισχύσεων που εμφανίζονται με τη μορφή μείωσης της φορολογητέας βάσης ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Ναβάρα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι σχετικές πληροφορίες που ζητήθηκαν είναι οι εξής: αντίγραφα όλων των αποφάσεων για τη χορήγηση της μείωσης της φορολογητέας βάσης, καθώς και στοιχεία για τις επενδύσεις που πραγματοποίησε κάθε δικαιούχος, τις θέσεις απασχόλησης που δημιούργησε, το εταιρικό του κεφάλαιο, το μέγεθος της μείωσης που δικαιούται κάθε επιχείρηση, καθώς και το υπόλοιπο που πρέπει να καταβληθεί.

III. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(26) Οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της επίσημης αντιπροσωπείας τους της 24ης Ιανουαρίου 2000. Ουσιαστικά εκτιμούν ότι η μείωση φόρου δεν συνιστά κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης, αλλά ένα γενικό μέτρο το οποίο δεν υπόκειται στους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι το εν λόγω μέτρο, επειδή έχει περιορισμένη διάρκεια, δεν θα έχει κατ' ανάγκη σημαντικό αντίκτυπο στη δραστηριότητα των δικαιούχων επιχειρήσεων. Εξάλλου, υπάρχουν άλλα κρατικά όργανα, όπως π.χ. η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης, που έχουν ισχυρότερο αντίκτυπο από τα φορολογικά μέτρα όσον αφορά την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων ως προς το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Όσον αφορά τα φορολογικά όργανα, οι ισπανικές αρχές αναφέρουν ότι η επίπτωσή τους στις επιχειρήσεις δεν είναι, ομοιόμορφη, αφού πάντοτε ορισμένες επιχειρήσεις επωφελούνται περισσότερο από άλλες. Δεν είναι όμως αυτός λόγος να συμπεραίνουμε ότι οι επιχειρήσεις αυτές βελτιώνουν έτσι την ανταγωνιστική τους θέση. Εξάλλου, οι φορολογικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, την έρευνα ή την κατάρτιση δεν θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις και, κατά συνέπεια, δεν θεωρείται ότι νοθεύουν τον ανταγωνισμό, και τούτο παρά το γεγονός ότι μόνον ορισμένες επιχειρήσεις επωφελούνται από αυτές.

(27) Επίσης, οι ισπανικές αρχές αναφέρουν ότι η εξεταζόμενη φορολογική δεν μπορεί να συνδυαστεί με άλλα φορολογικά πλεονεκτήματα του περιφερειακού νόμου 24/1996. Από τις τέσσερις δικαιούχους επιχειρήσεις, η μία, η επένδυση της οποίας ξεκίνησε το 1998, έλαβε μείωση ύψους 17,45 εκατ. ισπανικών πεσετών δεύτερη, η επένδυση της οποίας ξεκίνησε το 1996, έλαβε μείωση 0,45 εκατ. ισπανικών πεσετών, ενώ οι δύο άλλες επιχειρήσεις, η επένδυση των οποίων ξεκίνησε το 1997, δεν έχουν λάβει ακόμη καμία μείωση. Και οι τέσσερις επιχειρήσεις μαζί πραγματοποίησαν επενδύσεις ύψους 2362 εκατ. ισπανικών πεσετών σε νέα υλικά στοιχεία του ενεργητικού, δημιούργησαν 142 θέσεις απασχόλησης και έχουν καταβλητέο μερίδιο κεφαλαίου 465 εκατ. ισπανικές πεσέτες. Αντιθέτως, εάν οι επιχειρήσεις αυτές είχαν επωφεληθεί από όλα τα άλλα φορολογικά πλεονεκτήματα που θεσπίζει ο περιφερειακός νόμος, οι φορολογικές ενισχύσεις θα είχαν ανέλθει σε 528 εκατ. ισπανικές πεσέτες (ελάφρυνση λόγω επένδυσης: 236 εκατ. ισπανικές πεσέτες, δημιουργία θέσεων απασχόλησης: 99 εκατ. ισπανικές πεσέτες αντιστάθμιση αρνητικών φορολογητέων βάσεων: 193 εκατ. ισπανικές πεσέτες). Ωστόσο, σύμφωνα με το κριτήριο της Επιτροπής, οι ενισχύσεις αυτές, οι οποίες ανέρχονται σε 528 εκατ. ισπανικές πεσέτες, δεν θα νόθευαν τον ανταγωνισμό, ενώ, αντιθέτως, η Επιτροπή διαβεβαιώνει ότι η μείωση φόρου, η οποία ανέρχεται σε 17,9 εκατ. ισπανικές πεσέτες, νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Εξάλλου εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών επειδή οι δικαιούχοι επιχειρήσεις πραγματοποιούν δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο των συναλλαγών αυτών, αυτό σημαίνει ότι και όλα τα άλλα φορολογικά πλεονεκτήματα που προβλέπει ο περιφερειακός νόμος επηρεάζουν επίσης τις συναλλαγές.

(28) Σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές, η φορολογική ελάφρυνση είναι ανοικτή για όλες τις επιχειρήσεις, δεδομένου ότι δεν απευθύνεται σε επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συγκεκριμένες δραστηριότητες, ανήκουν σε συγκεκριμένους τομείς ή σε συγκεκριμένες κατηγορίες (όπως οι ΜΜΕ). Επομένως, η φορολογική ελάφρυνση είναι ένα γενικό μέτρο όπως και όλα τα λοιπά φορολογικά πλεονεκτήματα του υπόψη περιφερειακού νόμου.

(29) Εξάλλου, οι ισπανικές αρχές εξετάζουν το χαρακτήρα διακριτικής ευχέρειας των εξεταζόμενων μέτρων, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις χορηγούνται αυτομάτως εφόσον τηρούνται οι προαναφερθείσες αντικειμενικές προϋποθέσεις. Το Περιφερειακό Συμβούλιο της Ναβάρα περιορίζεται επομένως μόνο να ελέγξει αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις χωρίς να μπορεί να τροποποιήσει την ενίσχυση ούτε να προσθέσει όρους για τη χορήγησή της.

(30) Για τους παραπάνω λόγους, οι ισπανικές αρχές εκτιμούν ότι τα εξεταζόμενα φορολογικά μέτρα δεν πληρούν τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια για να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης.

IV. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

V. Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(31) Η Επιτροπή σημειώνει ότι για την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ουδόλως ενδιαφέρει ο φορολογικός χαρακτήρας των μέτρων, δεδομένου ότι το άρθρο 87 της συνθήκης εφαρμόζεται σε μέτρα ενίσχυσης "υπό οποιαδήποτε μορφή". Η Επιτροπή τονίζει, ωστόσο, ότι για να θεωρηθούν ενισχύσεις τα εξεταζόμενα μέτρα πρέπει να πληρούν και τα τέσσερα κριτήρια που ορίζει το άρθρο 87 και τα οποία επεξηγούνται παρακάτω.

(32) Πρώτον, το μέτρο πρέπει να προσφέρει στους δικαιούχους πλεονέκτημα που τους απαλλάσσει από τις επιβαρύνσεις οι οποίες φυσιολογικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό τους. Το πλεονέκτημα μπορεί να χορηγηθεί με μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της επιχείρησης με διάφορους τρόπους, και συγκεκριμένα με συνολική ή μερική μείωση του ποσού του φόρου. Η μείωση φόρου κατά 50 % πληροί το κριτήριο αυτό στο μέτρο που μειώνει τη φορολογική επιβάρυνση των δικαιούχων επιχειρήσεων. Πράγματι, χωρίς τη μείωση του φόρου κατά 50 %, η δικαιούχος επιχείρηση θα έπρεπε να καταβάλει τον συγκεκριμένο φόρο στο 100 % της φορολογητέας βάσης. Η μείωση του φόρου συνεπάγεται έτσι εξαίρεση στο εφαρμοστέο κοινό φορολογικό σύστημα.

(33) Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά ότι η μείωση του φόρου συνεπάγεται απώλεια φορολογικών εσόδων και, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί με την κατανάλωση κρατικών πόρων με τη μορφή φορολογικών δαπανών(10). Το εν λόγω κριτήριο εφαρμόζεται επίσης στις ενισχύσεις που χορηγούν περιφερειακοί και τοπικοί φορείς στα κράτη μέλη. Εξάλλου, η παρέμβαση του κράτους μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο μέσω φορολογικών διατάξεων νομικού, κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα όσο και μέσω των πρακτικών των φορολογικών αρχών. Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, η παρέμβαση του κράτους επαφίεται στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Ναβάρα μέσω νομοθετικής διάταξης.

(34) Τρίτον, το μέτρο πρέπει να επηρεάζει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι στο κεφάλαιο 2.4 του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Ναβάρα(11), η περιφερειακή οικονομία εμφανίζεται εξαιρετικά ενσωματωμένη στις διεθνείς αγορές· έτσι, οι βιομηχανικές εξαγωγές αντιστοιχούσαν το 1995 στο 36 % της ακαθάριστης παραγωγής. Οι κυριότεροι πελάτες είναι τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία το 1997 απορρόφησαν το 84 % του συνόλου των εξαγωγών. Το ποσοστό αυξήθηκε κατά 20 εκατοστιαίες μονάδες μετά την ένταξη της Ισπανίας. Επίσης, ο όγκος των εισαγωγών από τα κράτη μέλη είναι μεγαλύτερος από τον όγκο των εξαγωγών προς αυτά. Επίσης το περιφερειακό εμπορικό ισοζύγιο ήταν σαφώς πλεονάζον κατά την περίοδο 1994-1998. Εν κατακλείδι, η οικονομία της Ναβάρα είναι πολύ ανοικτή προς το εξωτερικό. Από τα παραπάνω χαρακτηριστικά της περιφερειακής οικονομίας απορρέει ότι οι δικαιούχοι επιχειρήσεις ασκούν οικονομικές δραστηριότητες που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση ενισχύει τη θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Επομένως επηρεάζονται οι συναλλαγές. Επιπλέον, η αύξηση του καθαρού κέρδους των δικαιούχων επιχειρήσεων (κέρδος μετά την επιβολή του φόρου) βελτιώνει την κερδοφορία τους. Τούτο τους παρέχει τη δυνατότητα να ανταγωνίζονται επιχειρήσεις που δεν είναι επιλέξιμες για φορολογικές ενισχύσεις.

(35) Οι ισπανικές αρχές τονίζουν ότι λόγω του μικρού μεγέθους των φορολογικών ενισχύσεων που καταβάλλονται στο πλαίσιο της μείωσης του φόρου, η επίπτωση τους στο ενδοκοινοτικό εμπόριο είναι ελάχιστη ή μηδενική. Η Επιτροπή σημειώνει σχετικά ότι τα συμπεράσματα των ισπανικών αρχών βασίζονται σε ατελή στοιχεία. Τα στοιχεία δεν καλύπτουν εξ ολοκλήρου τα τέσσερα χρόνια κατά τα οποία οι επιχειρήσεις είναι επιλέξιμες για τη μείωση (αρχής γενομένης από το πρώτο εκ των επτά ετών μετά την έναρξη των δραστηριοτήτων κατά το οποίο σημειώνονται κέρδη). Επομένως δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί το οριστικό ποσό των ενισχύσεων μέχρι το τέλος της τετραετούς περιόδου χάριτος που διαθέτει κάθε δικαιούχος. Εξάλλου, ενδέχεται οι αρχές της Ναβάρα να έχουν χορηγήσει και άλλες μειώσεις μετά την ημερομηνία υποβολής των παρατηρήσεων από τις ισπανικές αρχές. Συνεπώς δεν μπορεί να διατυπώνονται υποθέσεις σχετικά με το μέγεθος των μειώσεων για τις οποίες ήταν επιλέξιμες οι επιχειρήσεις. Τέλος, η Επιτροπή σημειώνει ότι, εν πάση περιπτώσει, το σχετικά μικρό μέγεθος των ενισχύσεων δεν αποκλείει εκ των προτέρων την πιθανότητα να θίγονται οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Αναφέρει σχετικά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί του θέματος(12).

(36) Επίσης οι ισπανικές αρχές εφιστούν την προσοχή στην πιθανή ανακολουθία που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη μείωση του φόρου, αλλά όχι σε άλλα πολύ μεγαλύτερα φορολογικά πλεονεκτήματα που έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο επί του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή αισθάνεται υποχρεωμένη να αποκρούσει αυτό το επιχείρημα δεδομένου ότι η μείωση φόρου πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των ιδίων χαρακτηριστικών της. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου(13), δεν μπορεί να γίνεται επίκληση ούτε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ούτε στην αρχή της προστασίας των νόμιμων προσδοκιών προκειμένου να δικαιολογηθεί η επανάληψη της εσφαλμένης ερμηνείας ενός μέτρου.

(37) Δεδομένου ότι στην παρούσα υπόθεση οι εξεταζόμενες φορολογικές ρυθμίσεις έχουν γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, η Επιτροπή αναφέρει ότι η αναλυτική εξέταση της επίπτωσής τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο, χωρίς να είναι δυνατό να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη επίπτωση σε μία αγορά, τομέα ή ειδικό προϊόν, όπως βλέπουμε και στις προαναφερθείσες παρατηρήσεις τρίτων. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(14).

(38) Όσον αφορά τον ειδικό χαρακτήρα που μπορεί να έχουν οι κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή εκτιμά ότι η μείωση της φορολογητέας βάσης είναι ειδική ή επιλεκτική κατά την έννοια ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι όροι χορήγησης των ενισχύσεων αναφέρουν συγκεκριμένα ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες ιδρύθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω περιφερειακού νόμου δεν είναι επιλέξιμες, καθώς και οι επιχειρήσεις με επενδύσεις χαμηλότερες του κατωφλίου των 100 εκατ. ισποινικών πεσετών (601012 ευρώ), καθώς και εκείνες που δημιουργούν λιγότερες από δέκα νέες θέσεις απασχόλησης. Η Επιτροπή σημειώνει σχετικά ότι, σύμφωνα με την πέμπτη έκθεση για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη(15) το 1995 οι επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το προσωπικό των οποίων απαρτιζόταν από 0-10 εργαζομένους ανέρχονταν σε 16767000, ή 92,89 % του συνόλου(16). Στην περίπτωση της Ισπανίας, το ποσοστό ήταν ακόμη υψηλότερο, ανερχόμενο σε 95 % περίπου(17). Τα ποσοστά αυτά ενδεχομένως να είναι υψηλότερα στην περίπτωση των νεοσύστατων επιχειρήσεων, αφού συνήθως μία επιχείρηση ξεκινά με προσωπικό το οποίο αυξάνεται καθώς η επιχείρηση σταθεροποιείται και επιταχύνει την οικονομική της ανάπτυξη. Τούτο συνέβη στην Ισπανία, το 1995, οπότε το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη υψηλότερο, και κυμαινόταν στο 98 % περίπου(18). Συνεπώς, όλα φανερώνουν, καταρχήν, ότι ένας από τους όρους επιλεξιμότητας των ενισχύσεων συνεπάγεται, αφεαυτού, τον αποκλεισμό της πλειονότητας των επιχειρήσεων. Επιπλέον, ο αντικειμενικός χαρακτήρας του κατωφλίου δεν το εμποδίζει, όπως υποστηρίζουν ορισμένα τρίτα μέρη στις παρατηρήσεις του, να είναι επιλεκτικός και να αποκλείει επιχειρήσεις που δεν πληρούν τους ζητούμενους όρους.

(39) Όσον αφορά την πιθανή διακριτική ευχέρεια των φορολογικών αρχών, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εξεταζόμενη ενίσχυση δεν χορηγείται αυτομάτως. Η αίτηση που υποβάλλει ο δικαιούχος εξετάζεται προηγουμένως από το Περιφερειακό Συμβούλιο της Ναβάρα, το οποίο μετά τη διενέργεια της εξέτασης ενδέχεται, κατά περίπτωση, να χορηγήσει την ενίσχυση. Σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές, πρόκειται απλώς για έναν έλεγχο ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια. Δεν εξηγούν, ωστόσο, γιατί ο έλεγχος πρέπει να πραγματοποιηθεί εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων όπως είναι η συνήθης πρακτική διαχείρισης των φορολογικών εσόδων.

(40) Όσον αφορά την επίκληση της φύσης ή της οικονομίας του φορολογικού συστήματος για να δικαιολογηθεί η μείωση της φορολογητέας βάσης, η Επιτροπή τονίζει ότι αυτό που προέχει είναι να γνωρίζουμε εάν τα εξεταζόμενα φορολογικά μέτρα πληρούν τους στόχους που εμπεριέχονται στο ίδιο το φορολογικό σύστημα, ή εάν, αντιθέτως, επιδιώκουν άλλους, ενδεχομένως θεμιτούς στόχους εκτός του φορολογικού συστήματος. Εναπόκειται, ωστόσο, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποφανθεί εάν τα εξεταζόμενα φορολογικά μέτρα υπακούουν στην εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος(19). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ισπανικές αρχές δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο σχετικά. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στο προοίμιο του περιφερειακού νόμου 24/1996 αναφέρεται ότι ο στόχος ορισμένων φορολογικών μέτρων που περιέχει είναι η δημιουργία οικονομικών κινήτρων για την ανάπτυξη της παραγωγικής δραστηριότητας και της πραγματικής οικονομίας. Ο χαρακτήρας αυτός δεν είναι επαρκές τεκμήριο για να δικαιολογήσει ότι το μέτρο ανταποκρίνεται στον αρχικό στόχο που εμπεριέχεται σε κάθε φορολογικό σύστημα, δηλαδή να συγκεντρώνει τα έσοδα που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των δαπανών του κράτους, ούτε στις αρχές της ισότητας και της προοδευτικότητας που εμπεριέχονται στο ισπανικό φορολογικό σύστημα(20). Επομένως η Επιτροπή εκτιμά ότι, εφόσον δεν έχει καταδειχθεί από τις ισπανικές αρχές ότι η λογική των εν λόγω μέτρων συμβαδίζει με την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος, η εξεταζόμενη φορολογική ελάφρυνση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος. Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εν λόγω ελάφρυνση ανταποκρίνεται σε στόχους εκτός του φορολογικού συστήματος.

(41) Εν κατακλείδι, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η μείωση της φορολογητέας βάσης αποτελεί κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, καθώς και του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, δεδομένου ότι πρόκειται για ενίσχυση που χορηγεί το κράτος, με κρατικούς πόρους, η οποία ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

VI. Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΑΦΡΥΝΣΗΣ

(42) Δεδομένου ότι το αναφερθέν καθεστώς δεν απαιτεί δέσμευση των ισπανικών αρχών να χορηγούν τις ενισχύσεις βάσει των όρων που ισχύουν για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis)(21), η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω ενισχύσεις υπόκεινται στους κανόνες αυτούς. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι οι ισπανικές αρχές ουδέποτε υποστήριξαν, στα πλαίσια της διαδικασίας, ότι οι ενισχύσεις είχαν εν όλω ή εν μέρει τον χαρακτήρα ενισχύσεων. Επιπλέον, οι εξεταζόμενες ενισχύσεις δεν τηρούν τους κανόνες de minimis, εφόσον συγκεκριμένα δεν υπάρχει εγγύηση ότι δεν θα επιτευχθεί το όριο των 100000 ευρώ. Ούτε έχουν χαρακτήρα υφιστάμενων ενισχύσεων, αφού δεν πληρούν τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης(22).

(43) Η Επιτροπή αναφέρει ότι οι κρατικές ενισχύσεις που δεν διέπονται από τον κανόνα de minimis και δεν είναι ήδη υφιστάμενες ενισχύσεις υπόκεινται στην υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης, όπως προβλέπει το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 62 παράγραφος 3 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι ισπανικές αρχές δεν τήρησαν, ωστόσο, την εν λόγω υποχρέωση, και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εν λόγω ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθούν παράνομες. Η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για την αθέτηση εκ μέρους των ισπανικών αρχών της υποχρέωσής τους να κοινοποιήσουν εκ των προτέρων τις ενισχύσεις.

(44) Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι δεδομένου ότι η εξεταζόμενη φορολογική ελάφρυνση ουδέποτε κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί εάν και κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Προς τούτο, ελλείψει παροχής συγκεκριμένης εγγύησης εκ μέρους της Επιτροπής, ούτε οι ισπανικές αρχές ούτε οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διατηρούν βάσιμες ελπίδες σχετικά με τη νομιμότητα και το συμβιβάσιμο των ενισχύσεων αυτών. Κατά συνέπεια, οι δικαιούχοι δεν μπορούν να βασίζονται στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ή την ασφάλεια του δικαίου όσον αφορά το χαρακτηρισμό της φορολογικής ελάφρυνσης ως κρατικής ενίσχυσης. Πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι "κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα να αξιώσει την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες [...]. Αντιστρόφως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις"(23).

VII. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

(45) Δεδομένου ότι το εξεταζόμενο καθεστώς ενισχύσεων καλύπτει μόνο το ΣΟΕΕ (NUTS) II(24) της Ναβάρα, πρέπει να εξεταστεί εάν οι ενισχύσεις στην περιοχή αυτή μπορούν να τύχουν των περιφερειακών παρεκκλίσεων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή στοιχείο γ) της συνθήκης. Όσον αφορά την επιλεξιμότητα της αυτόνομης κοινότητας της Ναβάρα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η εν λόγω αυτόνομη κοινότητα ουδέποτε κρίθηκε επιλέξιμη για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α), δεδομένου ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ(25) υπερέβαινε πάντοτε το 75 % του κοινοτικού μέσου όρου. Σύμφωνα με τους κανόνες για τις περιφερειακές ενισχύσεις(26), οι όροι επιλεξιμότητας για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης πληρούνται μόνον εάν η περιοχή, στην περίπτωση του NUTS II, έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο του 75 % του κοινοτικού μέσου όρου.

(46) Όσον αφορά την επιλεξιμότητα της ενίσχυσης για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η Επιτροπή τονίζει ότι, στην απόφασή της της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την τροποποίηση του χάρτη περιφερειακών ενισχύσεων της Ισπανίας(27), πρότεινε στις ισπανικές αρχές, βάσει της διαδικασίας που θεσπίζεται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 της συνθήκης, να αναθεωρήσουν το χάρτη και να θεωρείται εφεξής ότι ολόκληρη η Ναβάρα αποτελεί μία περιοχή στην οποία οι ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Αντιθέτως, οι ενισχύσεις για περιφερειακή ανάπτυξη στην υπόλοιπη Ναβάρα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης. Με επιστολή της επίσημης αντιπροσωπείας τους της 26ης Σεπτεμβρίου 1995, οι ισπανικές αρχές αποδέχθηκαν την πρόταση. Ο νέος χάρτης τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία αυτή. Όσον αφορά το μεταγενέστερο διάστημα, η Επιτροπή τονίζει ότι, στην απόφασή της τής 11ης Απριλίου 2000, ενέκρινε τον ισπανικό περιφερειακό χάρτη ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα για την περίοδο 2000-2006. Σύμφωνα με τον εν λόγω χάρτη, ορισμένα μέρη της Ναβάρα θεωρούνται ως περιοχή στην οποία οι ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δυνάμει της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, εφόσον δεν υπερβαίνουν το μέγιστο ανώτατο όριο του 20 % ΚΙΕ. Αντιθέτως, οι ενισχύσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη στην υπόλοιπη Ναβάρα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

(47) Οι κρατικές ενισχύσεις που προσλαμβάνουν τη μορφή της φορολογικής ελάφρυνσης έχουν ως αποτέλεσμα να προωθούν τη δημιουργία, στη Ναβάρα, νέων επιχειρήσεων με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ότι το αρχικό ποσό της επένδυσης και ο αριθμός των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης υπερβαίνουν καθορισμένα όρια. Ωστόσο, παρά την επίτευξη της ελάχιστης επένδυσης και της ελάχιστης δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, οι εξεταζόμενες φορολογικές ενισχύσεις δεν έχουν τον χαρακτήρα επενδυτικών ενισχύσεων ή ενισχύσεων απασχόλησης. Οι ενισχύσεις αυτές δεν βασίζονται στο ποσό της επένδυσης, στον αριθμό των θέσεων απασχόλησης, ούτε στις αντίστοιχες δαπάνες των ημερομισθίων, αλλά στο φορολογητέο εισόδημα. Εξάλλου, δεν καταβάλλονται μέχρις ενός ορίου το οποίο εκφράζεται σε ποσοστό του ποσού της επένδυσης, του αριθμού των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης ή των αντίστοιχων δαπανών των ημερομισθίων, αλλά μέχρις ενός ορίου το οποίο εκφράζεται ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματος. Η Επιτροπή τονίζει σχετικά ότι το παράρτημα Ι των κατευθυντηρίων γραμμών για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (98/C 74/06) αναφέρει ότι "οι φορολογικές ενισχύσεις δύνανται να θεωρηθούν επενδυτικές ενισχύσεις όταν η ενίσχυση συνιστά τη φορολογητέα βάση τους. Επιπλέον, στην κατηγορία αυτή μπορεί να ενταχθεί οποιαδήποτε φορολογική ενίσχυση, εάν το ποσό της ενίσχυσης ανταποκρίνεται σε ένα ανώτατο όριο που εκφράζεται ως ποσοστό της επένδυσης". Επομένως, οι φορολογικές ενισχύσεις οι οποίες, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν επενδυτικές ενισχύσεις.

(48) Αντιθέτως, οι εν λόγω ενισχύσεις, εφόσον μειώνουν εν μέρει το φόρο που καταβάλλουν οι δικαιούχοι επιχειρήσεις επί των κερδών τους, έχουν το χαρακτήρα ενισχύσεων λειτουργίας. Πράγματι, ο φόρος εταιρειών είναι μία φορολογική επιβάρυνση την οποία οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε αυτόν οφείλουν να καταβάλλουν τακτικά και υποχρεωτικά στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής τους. Επομένως, είναι πλέον ενδεδειγμένο να εξεταστούν οι φορολογικές ενισχύσεις σε σχέση με τυχόν παρεκκλίσεις που εφαρμόζονται στις εξεταζόμενες ενισχύσεις λειτουργίας.

(49) Η Επιτροπή υπενθυμίζει σχετικά ότι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές (98/C 74/06), οι περιφερειακές ενισχύσεις που έχουν χαρακτήρα ενισχύσεων λειτουργίας κατά κανόνα απαγορεύονται. Μπορεί, ωστόσο, κατ' εξαίρεση να χορηγηθούν παρόμοιες ενισχύσεις σε περιφέρειες επιλέξιμες για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α), εφόσον πληρούν ορισμένους όρους που θεσπίζονται στα σημεία 4.15 έως 4.17 των κατευθυντηρίων γραμμών, στις εξαιρετικά απομακρυσμένες περιοχές ή στις περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού, εάν έχουν σκοπό να αντισταθμίσουν τις πρόσθετες μεταφορικές δαπάνες. Ωστόσο, το επίπεδο NUTS II της Ναβάρα δεν είναι επιλέξιμο για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης και, εξάλλου, η χορήγηση των ενισχύσεων λειτουργίας δεν πληροί τους σχετικούς όρους. Επιπλέον, το NUTS II της Ναβάρα δεν έχει χαρακτήρα εξαιρετικά απομακρυσμένης περιοχής(28) ούτε περιοχής με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού(29). Για τον λόγο αυτόν, απαγορεύονται τα στοιχεία ενισχύσεων λειτουργίας στη μείωση της φορολογητέας βάσης ιδίως επειδή δεν χορηγούνται σε περιοχή που τυγχάνει της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης, ούτε σε περιοχή εξαιρετικά απομακρυσμένη, ούτε σε περιοχή με χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση, οι ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

(50) Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι το εξεταζόμενο καθεστώς φορολογικών ενισχύσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά σύμφωνα με τις περιφερειακές παρεκκλίσεις του άρθρου 87 στοιχεία α) και γ) της συνθήκης ΕΚ, στο μέτρο που δεν είναι σύμφωνο με τους κανόνες για τις περιφερειακές ενισχύσεις.

(51) Πέραν της εφαρμογής της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) σχετικά με την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων στις ανωτέρω περιπτώσεις, πρέπει να εξεταστεί η πιθανή εφαρμογή της παρέκκλισης αυτής και για άλλους σκοπούς. Προς τούτο συνάγεται ότι η μείωση του φόρου δεν έχει στόχο την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), ιδίως την ανάπτυξη δράσεων υπέρ μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την έρευνα και την ανάπτυξη, την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, ή την κατάρτιση σύμφωνα με τους αντίστοιχους κοινοτικούς κανόνες. Κατά συνέπεια, οι φορολογικές αυτές ενισχύσεις δεν μπορούν να τύχουν της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) για τους προαναφερθέντες στόχους.

(52) Ομοίως, ελλείψει τομεακών περιορισμών, η μείωση της φορολογητέας βάσης μπορεί να χορηγείται χωρίς κανένα περιορισμό σε επιχειρήσεις των ευαίσθητων κλάδων που υπόκεινται σε ειδικές κοινοτικές διατάξεις, όπως εκείνες που εφαρμόζονται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων του παραρτήματος I της συνθήκης, την αλιεία, την εξόρυξη άνθρακα, τη χαλυβουργία, τις μεταφορές, τη ναυπηγική βιομηχανία, τις συνθετικές ίνες και την αυτοκινητοβιομηχανία(30). Στις παρούσες συνθήκες, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι φορολογικές ενισχύσεις υπό μορφή μείωσης του φόρου δεν μπορούν να συμμορφώνονται με τις εν λόγω τομεακές διατάξεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μείωση της φορολογητέας βάσης δεν πληροί τον όρο ότι δεν προωθεί νέα παραγωγική ικανότητα ούτως ώστε να μην επιδεινώνει τα προβλήματα πλεονάζουσας ικανότητας από τα οποία έπασχαν ανέκαθεν οι εν λόγω κλάδοι. Συνεπώς, όταν ο δικαιούχος ανήκει σε έναν από τους προαναφερθέντες κλάδους, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι ενισχύσεις, εφόσον δεν υπόκεινται στους τομεακούς κανόνες, δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά και την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ σχετικά με την προώθηση ορισμένων δραστηριοτήτων.

(53) Οι εξεταζόμενες ενισχύσεις που δεν μπορούν να τύχουν των παρεκκλίσεων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ δεν μπορούν να τύχουν ούτε άλλων παρεκκλίσεων του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3. Δεν μπορούν να θεωρηθούν ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α), εφόσον δεν πρόκειται για ενισχύσεις που προορίζονται για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β). Επιπλέον, δεν έχουν ως στόχο την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε προορίζονται για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, όπως προβλέπει το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β). Εξάλλου, δεν δύνανται να τύχουν της παρέκκλισης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), εφόσον δεν προορίζονται για την προώθηση του πολιτισμού ή τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Συνεπώς, οι ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά.

(54) Εφόσον η φορολογική ελάφρυνση καλύπτει διάφορα οικονομικά έτη, ενδεχομένως θα υπήρχε ένα μέρος της ενίσχυσης που μένει ακόμη να καταβληθεί. Ωστόσο, οι ενισχύσεις είναι παράνομες και ασυμβίβαστες. Κατά συνέπεια, οι ισπανικές αρχές οφείλουν να άρουν την πληρωμή τυχόν υπολοίπου της μείωσης της φορολογητέας βάσης, η οποία ενδεχομένως οφείλεται ακόμη σε ορισμένους δικαιούχους.

(55) Όσον αφορά τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις που έχουν ήδη καταβληθεί, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω επιχειρήματα, οι δικαιούχοι δεν μπορούν να βασιστούν στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου όπως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ή η ασφάλεια του δικαίου. Κατά συνέπεια, μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 659/1999, βάσει του οποίου "σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο". Επομένως και στην παρούσα περίπτωση οι ισπανικές αρχές πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί έτσι ώστε να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν οι δικαιούχοι επιχειρήσεις εάν δεν είχαν χορηγηθεί οι παράνομες ενισχύσεις. Οι ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις διατάξεις της ισπανικής νομοθεσίας και πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους οφειλόμενους τόκους, υπολογιζόμενους από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής αποπληρωμής βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείτο κατά την ημερομηνία αυτή για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδυνάμου επιχορήγησης των περιφερειακών ενισχύσεων στην Ισπανία(31).

(56) Η παρούσα απόφαση αναφέρεται στο καθεστώς και είναι άμεσα εφαρμοστέα, περιλαμβανομένης της ανάκτησης οποιασδήποτε μεμονωμένης ενίσχυσης χορηγήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι, ως συνήθως, η παρούσα απόφαση εκδίδεται με την επιφύλαξη ότι μεμονωμένες ενισχύσεις δύνανται να θεωρηθούν, εν όλω ή εν μέρει, ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σε συνάρτηση με τα ίδια χαρακτηριστικά τους, είτε σε μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής είτε κατ' εφαρμογή των κανονισμών παρέκκλισης.

(57) Βάσει των προαναφερθέντων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:

- η Ισπανία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή, στην αυτόνομη κοινότητα της Ναβάρα, φορολογικές ελαφρύνσεις κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3,

- η φορολογική ελάφρυνση δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά,

- οι ισπανικές αρχές οφείλουν να άρουν την καταβολή τυχόν υπολοίπου των ενισχύσεων που ενδεχομένως οφείλεται σε ορισμένους δικαιούχους. Όσον αφορά τις ασυμβίβαστες ενισχύσεις που έχουν ήδη καταβληθεί, οι ισπανικές αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτησή τους, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η οικονομική κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν οι δικαιούχοι επιχειρήσεις χωρίς την χορήγηση των παράνομων ενισχύσεων.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση, με τη μορφή μείωσης της φορολογητέας βάσης, που έθεσε παράνομα σε εφαρμογή η Ισπανία στην Ιστορική Περιοχή της Ναβάρας, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, μέσω των άρθρων 52 έως 56 του περιφερειακού νόμου 24/1996 της 30ής Δεκεμβρίου 1996, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Η Ισπανία υποχρεούται να καταργήσει το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1, εφόσον αυτό εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα.

Άρθρο 3

1. Η Ισπανία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση από τους δικαιούχους των αναφερόμενων στο άρθρο 1 ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα στους δικαιούχους.

Η Ισπανία υποχρεούται να αναστείλει όλες τις καταβολές εκκρεμών ενισχύσεων.

2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης. Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδυνάμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων.

Άρθρο 4

Η Ισπανία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Ισπανίας.

Βρυξέλλες, 11 Ιουλίου 2001.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 340 της 27.11.1999, σ. 52.

(2) Απόφαση 1999/718/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 292 της 13.11.1999, σ. 1).

(3) Απόφαση 2000/795/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 318 της 16.12.2000, σ. 36).

(4) Βλέπε υποσημείωση 1.

(5) Δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ναβάρα αριθ. 51 της 25.4.2001.

(6) "Περιφερειακός νόμος 24/1996" που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ναβάρα αριθ. 159, της 31.12.1996.

(7) Επίσημη Εφημερίδα της Ναβάρα αριθ. 159 της 31.12.1996.

(8) Στο παρόν κείμενο παρατίθενται μόνο τα μέρη που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση της ενίσχυσης.

(9) Βλέπε σημείο 3.2 των κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στις ΜΜΕ (ΕΕ C 213 της 19.8.1992) και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον κανόνα ήσσονος σημασίας (de minimis) για τις κρατικές ενισχύσεις (ΕΕ C 68 της 6.3.1996).

(10) Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 14ης Οκτωβρίου 1987 στην υπόθεση 248/84, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 4013.

(11) Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού του στόχου αριθ. 2 της Ναβάρα, 2000-2006.

(12) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 32 της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-156/98, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής: "Όσον αφορά στις επιπτώσεις της διάταξης στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η σχετικά μικρή σημασία μιας ενίσχυσης ή το σχετικά περιορισμένο μέγεθος της δικαιούχου δεν αποκλείουν εκ των προτέρων το ενδεχόμενο να επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών". Βλέπε επίσης τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, της 21ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, "Tubemeuse" (Συλλογή 1990, σ. I-959, αιτιολογικής σκέψη 43), και της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92 έως C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-4103, αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 42).

(13) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 45 της απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 24ης Μαρτίου 1993, στην υπόθεση C-313/90, Διεθνής επιτροπή βισκόζης και συνθετικών ινών και λοιποί κατά Επιτροπής.

(14) Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 17ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97 ("Maribel") Βέλγιο κατά Επιτροπής, αιτιολογικές σκέψεις 48 και 51· της 15ης Ιουνίου 2000 στην υπόθεση T-298/97, Alzetta Mauro και λοιποί κατά Επιτροπής, αιτιολογικές σχέψεις 80 έως 82· τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Ruiz-Jarabo, της 17ης Μαΐου 2001, στην υπόθεση C-310/99 Ιταλία κατά Επιτροπής, παράγραφοι 54 και 55· και τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Saggio, της 27ης Ιανουαρίου 2000, στην υπόθεση C-156/98 Γερμανία κατά Επιτροπής, παράγραφος 31: "Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι στο πλαίσιο ενός γενικού συστήματος ενισχύσεων, για να είναι δυνατόν να καθοριστεί η επίπτωση ενός τέτοιου συστήματος επί των εμπορικών συναλλαγών, αρκεί, μέσω εκ των προτέρων εκτιμήσεως, να είναι δυνατόν να θεωρηθεί λογικά ότι η επίπτωση αυτή είναι ικανή να υλοποιηθεί. Αν η θέση μιας επιχειρήσεως (ή, όπως εν προκειμένω, ενός απεριόριστου αριθμού επιχειρήσεων) ενδυναμώνεται από ένα σύστημα ενισχύσεων, η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση είναι καταρχήν δυνατόν να επηρεάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών".

(15) Επιχειρήσεις στην Ευρώπη, πέμπτη έκθεση, Eurostat.

(16) Έχει ληφθεί από τα στοιχεία του πίνακα στη σελίδα 31 της έκθεσης.

(17) Έχει ληφθεί από τα στοιχεία του πίνακα στη σελίδα 224 της έκθεσης.

(18) Έχει ληφθεί από τα στοιχεία του πίνακα στη σελίδα 73 της έκθεσης.

(19) Βλέπε σχετικά παράγραφο 27 της γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα Ruiz-Jarabo στην υπόθεση C-6/97.

(20) Άρθρο 31 του ισπανικού συντάγματος.

(21) Το πόρισμα της αξιολόγησης των εξεταζόμενων ενισχύσεων είναι το αυτό ανεξαρτήτως εάν η αξιολόγηση βασίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τους κανόνες de minimis για τις κρατικές ενισχύσεις (ΕΕ C 68 της 6.3.1996)ή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 30).

(22) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(23) Παράγραφος 300 της απόφασης του Πρωτοδικείου, της 15ης Δεκεμβρίου 1999 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-132/96 και Τ-143/96, Freistaat Sachsen και λοιποί κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-3663).

(24) Στατιστική ονοματολογία εδαφικών ενοτήτων.

(25) Κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) υπολογιζόμενο σε Μονάδα Αγοραστικής Δύναμης (ΜΑΔ).

(26) Οι αναφορές στους περιφερειακούς κανόνες περιορίζονται, στις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις, στις κατευθυντήριες γραμμές των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα (98/C 74/06). Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των εξεταζόμενων ενισχύσεων δεν θα διέφερε εάν βασιζόταν στους προηγούμενους κανόνες. Βλέπε σημείο 3.5 των περιφερειακών κατευθυντήριων γραμμών (98/C 74/06).

(27) ΕΕ C 25 της 31.1.1996, σ. 3.

(28) Δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των εξαιρετικά απομακρυσμένων περιοχών του άρθρου 299 της συνθήκης.

(29) Σύμφωνα με το σημείο 3.14 των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις (98/C 74/06).

(30) Για τις τομεακές διατάξεις που ισχύουν σήμερα, εκτός από την Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βλέπε την ιστοθέση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού http://europa.eu.int/comm/ competition/state_aid/legislation/

(31) Επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη SG(91)D/4577 της 4ης Μαρτίου 1991. Βλέπε επίσης την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 21ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση 142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. I-950).

Top