This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32002D0759
2002/759/EC: Commission Decision of 5 December 2001 relating to a proceeding under Article 81 of the EC Treaty (Case COMP/37.800/F3 — Luxembourg Brewers) (Text with EEA relevance) (notified under document number C(2001) 3914)
2002/759/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/37800/F3 — Ζυθοποιίες Λουξεμβούργου) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 3914]
2002/759/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/37800/F3 — Ζυθοποιίες Λουξεμβούργου) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 3914]
ΕΕ L 253 της 21.9.2002, p. 21–41
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
In force
2002/759/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/37800/F3 — Ζυθοποιίες Λουξεμβούργου) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 3914]
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 253 της 21/09/2002 σ. 0021 - 0041
Απόφαση της Επιτροπής της 5ης Δεκεμβρίου 2001 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/37800/F3 - Ζυθοποιίες Λουξεμβούργου) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 3914] (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2002/759/ΕΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1216/1999(2), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 2, την απόφαση της Επιτροπής, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας για την παρούσα υπόθεση, Αφού κάλεσε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων της Επιτροπής που διατυπώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ' εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ(3), Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, Λαμβάνοντας υπόψη την τελική έκθεση του υπευθύνου ακροάσεων για την υπόθεση αυτή, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: 1. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ 1.1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ (1) Η παρούσα υπόθεση αφορά συμφωνία (στη συνέχεια "η συμφωνία") που συνήφθη στις 8 Οκτωβρίου 1985 μεταξύ πέντε επιχειρήσεων παραγωγής ζύθου εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο, με στόχο να διασφαλιστεί η τήρηση και η αμοιβαία προστασία των "ρητρών ζύθου" βάσει των οποίων ευνοούνται οι εν λόγω ζυθοποιίες από καταστήματα επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών του Λουξεμβούργου. Με τη "ρήτρα ζύθου" ή "ρήτρα ζυθοποιίας", πρέπει να εννοήσουμε ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας ορισμένων κατηγοριών ζύθου η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών και μιας ζυθοποιίας, με αντάλλαγμα διάφορα χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα που παρέχονται από τη ζυθοποιία στον ιδιοκτήτη του καταστήματος. (2) Το κείμενο της συμφωνίας(4) κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 16 Φεβρουαρίου 2000 από την Interbrew S.A. (στη συνέχεια "Interbrew"). Αφού ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη της συμφωνίας, η Interbrew επιβεβαίωσε ότι είχε δώσει εντολή στις θυγατρικές της, Brasserie de Diekirch και Brasseries Réunies Mousel et Clausen να θέσουν τέρμα στην εφαρμογή της. Επικαλέστηκε επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περίπτωση συμπράξεων(5). 1.2. ΟΙ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (3) Όλες οι σημαντικότερες επιχειρήσεις ζυθοποιίας που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο ήταν μέρη της συμφωνίας. Επρόκειτο για τις ακόλουθες επιχειρήσεις: α) Την S.A. Brasserie Nationale-Bofferding (στη συνέχεια "Bofferding"). Το 1999, ο κύκλος εργασιών της ανήλθε σε [30-50] εκατ. ευρώ και η παραγωγή της ζύθου ήταν [120000-180000] εκατόλιτρα, εκ των οποίων [50000-70000](6) εκατόλιτρα διατέθηκαν στον τομέα "Horeca"(7) του Λουξεμβούργου(8). β) Την S.A. Brasserie de Diekirch (στη συνέχεια "Diekirch"). Το 1999, ο κύκλος εργασιών της ανήλθε σε 12,8 εκατ. ευρώ και παρήγαγε 141600 εκατόλιτρα ζύθου, εκ των οποίων τα [40000-50000] εκατόλιτρα πωλήθηκαν στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου(9). γ) Την Brasseries Réunies de Luxembourg Mousel et Clausen S.A. (στη συνέχεια "Mousel"), με κύκλο εργασιών 11,4 εκατ. ευρώ το 1999 και παραγωγή 108.000 εκατολίτρων ζύθου, εκ των οποίων τα [40000-50000] εκατόλιτρα πωλήθηκαν στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου(10). δ) Την Brasserie De Wiltz (στη συνέχεια "Wiltz"), η οποία είχε κύκλο εργασιών 2,3 εκατ. ευρώ το 1999 και παρήγαγε [20000-30000] εκατόλιτρα ζύθου, εκ των οποίων τα [0-10000] εκατόλιτρα διατέθηκαν στον τομέα "Horeca" στο Λουξεμβούργο(11). ε) Την Brasserie Battin (στη συνέχεια "Battin"), η οποία παρήγαγε [10000-20000] εκατόλιτρα ζύθου το 1999, πραγματοποιώντας κύκλο εργασιών 1,8 εκατ. ευρώ και οι πωλήσεις της κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου ανήλθαν σε [0-10000] εκατόλιτρα(12). (4) Στις 27 Σεπτεμβρίου 1999, η Interbrew απέκτησε τον έλεγχο της Mousel μέσω της εταιρείας χαρτοφυλακίου BM Investments. Μέσω αυτής της πράξης, η Interbrew απέκτησε επίσης τον αποκλειστικό έλεγχο της Diekirch. Πράγματι, από τον Ιανουάριο του 1986, οι Interbrew και Mousel κατείχαν η κάθε μία μεταξύ του [...] % και του [...] % του κεφαλαίου της Diekirch. Τέλος, στις 28 Ιουλίου 2000, η Diekirch έγινε θυγατρική της Mousel κατά [...] %, εφόσον η Mousel αγόρασε τις μετοχές της Diekirch που κατείχε η Interbrew. Με την ευκαιρία αυτή, η Mousel άλλαξε επίσης την εμπορική επωνυμία της και μετονομάστηκε σε Brasserie de Luxembourg Mousel-Diekirch SA (στη συνέχεια "Brasserie de Luxembourg"). 1.3. Ο ΤΟΜΕΑΣ "HORECA" ΣΤΟ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ (5) Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των μερών, ο συνολικός όγκος των πωλήσεων ζύθου στο Λουξεμβούργο ανήλθε περίπου σε 490000 εκατόλιτρα το 1999 (από τα οποία τα 320000 εκατόλιτρα παρήχθησαν από τα μέρη(13) και περίπου 168000 εκατόλιτρα εισήχθησαν)(14). Σύμφωνα με τα μέρη, ο τομέας "Horeca" απορρόφησε από μόνος του ποσότητα περίπου 207000 εκατολίτρων, δηλαδή ποσοστό άνω του 40 % του συνόλου των πωλήσεων. Στον τομέα αυτό, τα μέρη διέθεσαν περίπου 162000 εκατόλιτρα της παραγωγής τους το 1999(15) και περίπου 45000 εκατόλιτρα ζύθου εισήχθησαν(16), εκ των οποίων περίπου τα 18000 εκατόλιτρα εισήχθησαν από τα μέρη ή από τις θυγατρικές τους εταιρείες διανομής(17). Κατά συνέπεια, το 75 % περίπου της συνολικής ποσότητας ζύθου που πωλήθηκε στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου το 1999 παρήχθη από τα μέρη και, αν ληφθεί υπόψη και η ποσότητα εισαχθέντων ζύθων την οποία διέθεσαν στην αγορά, ποσοστό άνω του 85 % των συνολικών πωλήσεων σε αυτό τον τομέα ήταν υπό τον έλεγχό τους. (6) Όσον αφορά τα καταστήματα επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών που βρίσκονται στο Λουξεμβούργο, τα περισσότερα μέρη υπολογίζουν ότι ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 3500 και 3800(18). Από αυτά, άνω των 2100 είναι συνδεδεμένα με τις πέντε ζυθοποιίες που υπέγραψαν συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας. Ο αριθμός καταστημάτων λιανικής πώλησης που συνδέονται με την κάθε ζυθοποιία εξελίχθηκε ως ακολούθως από το 1990 έως το 1999: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 1.4. ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ (7) Η συμφωνία την οποία συνήψαν στις 8 Οκτωβρίου 1985 οι πέντε προαναφερθείσες επιχειρήσεις ζυθοποιίας "έχει στόχο την πρόληψη και διευθέτηση των διαφωνιών οι οποίες θα μπορούσαν να παρουσιαστούν, στο Μεγάλο Δουκάτο, όσον αφορά την τήρηση και την αμοιβαία προστασία των ρητρών ζυθοποιίας που είναι γνωστές ως ρήτρες ζύθου" (άρθρο 1). (8) Το άρθρο 2 της συμφωνίας ορίζει ότι με τον όρο ρήτρα ζύθου νοείται "κάθε γραπτή συμφωνία, ανεξαρτήτως της νομικής της εγκυρότητας, ή/και της διάρκειάς της ή/και του αντιτάξιμού της, με την οποία μια από τις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες έχει συμφωνήσει με έναν ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών ότι αυτός θα προμηθεύεται κατ αποκλειστικότητα ζύθους Λουξεμβούργου που αποτελούν ίδιο προϊόν ή παρασκευάζονται βάσει αδείας εκμετάλλευσης από ζυθοποιία του Λουξεμβούργου ή/και πωλούνται από λουξεμβούργια ζυθοποιία για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή/και για καθορισμένη ποσότητα ζύθου". (9) Εξάλλου, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης της ομοσπονδίας των ζυθοποιών του Λουξεμβούργου, της 7ης Οκτωβρίου 1986(19), όπως τροποποιήθηκε από το πρακτικό της συνεδρίασης της 2ας Δεκεμβρίου 1986(20), τα μέρη συμφώνησαν να δώσουν στον όρο "ρήτρα ζύθου" ευρύτερη ερμηνεία σε σχέση με τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 της συμφωνίας. Σύμφωνα με τα πρακτικά, που δόθηκαν από την ομοσπονδία, "[...] συμφωνήθηκε να γίνουν αποδεκτά και να ενσωματωθούν στη 'ρήτρα ζύθου' - η πράξη που συνίσταται στη σύναψη συμβάσεως μίσθωσης και στη χρηματοδοτική συνεισφορά για τον εξοπλισμό ενός καφενείου χωρίς να υπάρχει ρητή αναφορά σε 'ρήτρα ζύθου': π.χ. η ζυθοποιία X μισθώνει ένα κτίριο και συμμετέχει χρηματοδοτικά στην αναβάθμιση του κτιρίου ανάλογα με την προβλεπόμενη χρήση του, αλλά δεν συνάπτει ή δεν κατορθώνει να συνάψει υποχρέωση με τον ιδιοκτήτη· - η απόκτηση από μια ζυθοποιία αδείας εκμετάλλευσης καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών(21), χωρίς να υπάρχει ρητή αναφορά σε 'ρήτρα ζύθου'. Οι δύο ανωτέρω ερμηνείες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των υφισταμένων ρυθμίσεων σε αυτό τον τομέα". Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται με επιστολή της 23ης Οκτωβρίου 1991, που απέστειλε η Wiltz στην ομοσπονδία των ζυθοποιών του Λουξεμβούργου(22): "[...] οι ζυθοποιοί κάνουν αποδεκτή και ενσωματώνουν στη 'ρήτρα ζύθου' - την πράξη της σύναψης μισθωτηρίου συμβολαίου· - την παραχώρηση υπό οποιαδήποτε μορφή από μια ζυθοποιία αδείας εκμετάλλευσης καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών". Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το καθένα από τα προαναφερόμενα πρακτικά συνεδρίασης επισημαίνει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα αυτών των ερμηνειών της συμφωνίας. Επιπλέον, στα πρακτικά της συνεδρίασης της 7ης Οκτωβρίου 1986 αναφέρεται ότι οι ζυθοποιοί συμφώνησαν να μην επικαλούνται τα έγγραφα ερμηνείας της συμφωνίας και "[...] να υλοποιούν τις πράξεις που αφορούν τη ρήτρα ζύθου χωρίς να αναφέρονται σε αυτήν". (10) Το άρθρο 3 της συμφωνίας απαριθμεί τις διάφορες κατηγορίες ιδιοκτητών καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών που είναι δυνατό να υπόκεινται στην εφαρμογή μιας ρήτρας ζύθου. Στις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνονται οι ιδιοκτήτες καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης ποτών, οικογενειακών πανσιόν, εγκαταστάσεων κατασκήνωσης ή κάθε άλλου χώρου στον οποίο πωλείται ζύθος, καθώς και οι αντιπρόσωποι ζυθοποιίας. (11) Το άρθρο 4 ορίζει ότι "οι συμβαλλόμενες ζυθοποιίες απαγορεύουν στις ίδιες και αναλαμβάνουν τη δέσμευση να απαγορεύσουν αυστηρά στους αντιπροσώπους τους κάθε πώληση ζύθου σε κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης το οποίο, βάσει των όρων της παρούσας συμφωνίας, είναι 'κατοχυρωμένο' σε μια από τις άλλες υπογράφουσες ζυθοποιίες". (12) Επιπλέον, το άρθρο 4 διευκρινίζει ότι σε περίπτωση επανειλημμένης μη συμμόρφωσης του αντιπροσώπου, θα ακολουθείται η εξής διαδικασία: "η συμβαλλόμενη ζυθοποιία διαπιστώνει την πώληση ζύθου της ανταγωνιστικής ζυθοποιίας από τον πελάτη της και του επιδίδει, δια κάθε νόμιμη χρήση, τη συμφωνία προμήθειας. Επιδίδει επίσης τη συμφωνία στον αντιπρόσωπο και τον προειδοποιεί να απέχει από κάθε προμήθεια ζύθων. Ταυτόχρονα, ζητεί από την ανταγωνίστρια ζυθοποιία να καλέσει τον αντιπρόσωπό της και να του δώσει επίσημη εντολή να σταματήσει κάθε προμήθεια του πελάτου ο οποίος συνδέεται μέσω σύμβασης με τον συνάδελφό του, για να αποτραπεί οποιαδήποτε συνενοχή της ανταγωνίστριας ζυθοποιίας με τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου της". (13) Βάσει του άρθρου 5 της συμφωνίας, κάθε συμβαλλόμενη ζυθοποιία "αναλαμβάνει τη δέσμευση, πριν να συνάψει σύμβαση ή/και προμηθεύσει με ζύθο έναν ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης ποτών, ο οποίος προηγουμένως εφοδιαζόταν από άλλη ζυθοποιία, να ενημερώνεται εκ των προτέρων από αυτήν αν υπάρχει προς όφελός της 'ρήτρα ζύθου'". Η ζυθοποιία η οποία δεν υποβάλλει εκ των προτέρων αίτηση παροχής πληροφοριών θα οφείλει στην προμηθεύτρια ζυθοποιία του ιδιοκτήτη του καταστήματος πρόστιμο ποσού ίσου προς την αξία 100 εκατολίτρων ζύθου "Pils" (άρθρο 6). (14) Σε περίπτωση κατά την οποία μια συμβαλλόμενη ζυθοποιία, αν και είναι εις γνώση των υφισταμένων δεσμεύσεων, συνάπτει σύμβαση ή προμηθεύει τους ζύθους της σε ιδιοκτήτη καταστήματος ο οποίος εφοδιάζεται ήδη από άλλη συμβαλλόμενη ζυθοποιία, το άρθρο 7 της συμφωνίας προβλέπει ότι η νέα συμβαλλόμενη ζυθοποιία θα οφείλει στον προηγούμενο προμηθευτή αποζημίωση ίση προς την αξία 750 εκατολίτρων ζύθου "Pils", με επιφύλαξη συμπληρωματικής αποζημίωσης το ποσό της οποίας θα καθορισθεί με διαιτησία. (15) Σε περίπτωση αμφισβητήσεων ή διαφορών, προβλέπεται ότι, κατόπιν αιτήσεως μιας από τις ζυθοποιίες, ο διευθυντής της ομοσπονδίας των λουξεμβούργιων ζυθοποιών καλεί τα μέρη για συμβιβασμό και, σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται φιλική διευθέτηση, η διαφορά θα επιλύεται στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτησίας (άρθρα 8 και 9). (16) Το άρθρο 11 της συμφωνίας προβλέπει ότι, σε περίπτωση συγχώνευσης μιας από τις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες με μια ζυθοποιία της αλλοδαπής ή σε περίπτωση κατά την οποία η κατοχή πλειοψηφικού πακέτου μετοχών επιτρέπει σε ζυθοποιία της αλλοδαπής να διαχειρίζεται μια συμβαλλόμενη ζυθοποιία, είναι δυνατή η καταγγελία της συμφωνίας ανά πάσα στιγμή έναντι της ζυθοποιίας της αλλοδαπής. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση συνεργασίας μιας των συμβαλλόμενων ζυθοποιιών με αλλοδαπή ζυθοποιία η οποία θα επέτρεπε τη διανομή ζύθων της αλλοδαπής σε καταστήματα επιτόπου κατανάλωσης στο Λουξεμβούργο. (17) Σύμφωνα με το άρθρο 12 της συμφωνίας, η διάρκειά της είναι απεριόριστη. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11, οι συμβαλλόμενες ζυθοποιίες είναι δυνατό να καταγγείλουν τη συμφωνία μόνο μέσω συστημένης επιστολής με προειδοποίηση δώδεκα μηνών. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι πριν από την παρούσα συμφωνία υπήρξαν πολλές άλλες διαδοχικές συμφωνίες από το 1938 και μετά, οι οποίες είχαν τον ίδιο στόχο και στις οποίες συμμετείχαν τα ίδια μέρη(23). (18) Στη συμφωνία προσαρτάται δήλωση προθέσεων, η οποία υπεγράφη επίσης στις 8 Οκτωβρίου 1985 από τις πέντε συμβαλλόμενες ζυθοποιίες(24), που καθορίζει ότι η Battin "δεν παραβιάζει το άρθρο 2 [...] διανέμοντας τους ζύθους του δικαιοπαρόχου της 'Bitburger Brauerei Th. Simon', ΟΔΓ, με τις μορφές και τις τρέχουσες μεθόδους διανομής". Η δήλωση διευκρινίζει ότι "εάν, στο μέλλον, τροποποίηση είτε των μορφών και μεθόδων αυτής της διανομής, είτε σημαντική αύξηση των ποσοτήτων διετάρασσε τη σημερινή ισορροπία της διανομής, [...] είναι δυνατό να καταγγελθεί η παρούσα συμφωνία ανά πάσα στιγμή έναντι της ζυθοποιίας Battin". (19) Τέλος, στις 2 Δεκεμβρίου 1986, προσαρτήθηκε στη συμφωνία δεύτερη δήλωση προθέσεων(25) η οποία ορίζει ότι οι συμβαλλόμενες ζυθοποιίες "δηλώνουν ότι παραχωρούν προτεραιότητα όσον αφορά την αναζήτηση πελατών και τη σύναψη ρήτρας εφοδιασμού σε μια από τις λουξεμβούργιες ζυθοποιίες, σε περίπτωση κατά την οποία από έγγραφα στοιχεία της ζυθοποιίας η οποία είναι κάτοχος της σύμβασης συνάγεται ότι ένας αλλοδαπός ζυθοποιός [...] έχει έλθει σε επαφή και επιδιώκει να συνάψει συμφωνία με έναν από τους πελάτες της". Επιπλέον, η δήλωση αυτή προβλέπει μηχανισμό αντιστάθμισης όταν, χάρη σε αυτό το σύστημα προτεραιότητας, μια συμβαλλόμενη ζυθοποιία επιτυγχάνει να συνάψει σύμβαση προμηθείας με έναν παλαιό πελάτη άλλης συμβαλλόμενης ζυθοποιίας. Στην περίπτωση αυτή, η ζυθοποιία που συνάπτει σύμβαση προμηθείας θα προσφέρει, ως αντάλλαγμα στη ζυθοποιία που κατείχε προηγουμένως τη σύμβαση, έναν από τους πελάτες της που βρίσκεται σε παρόμοια θέση. 1.5. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ (20) Από τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή συνάγεται ότι όλα τα μέρη, με εξαίρεση την Wiltz, έχουν εφαρμόσει το άρθρο 5 της συμφωνίας (υποχρέωση ενημέρωσης για την ύπαρξη ρήτρας ζύθου πριν από την προμήθεια ενός καταστήματος)(26). Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε: α) την ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Bofferding και της Diekirch, τον Απρίλιο του 1989(27), σχετικά με την ύπαρξη ρήτρας ζύθου για κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης ποτών στο Differdange· β) την επιστολή της 20ής Μαΐου 1996(28) της Bofferding στην Diekirch, με την οποία την ενημερώνει για την ενδεχόμενη ύπαρξη ρήτρας ζύθου για κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών στο Rosport· γ) την επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 1997(29) που απηύθυνε η Bofferding στη Mousel, ζητώντας επιβεβαίωση για το εάν το κατάστημα κατανάλωσης ποτών (όνομα καταστήματος) είχε πάψει να δεσμεύεται από ρήτρα ζύθου, και τη θετική απάντηση που απέστειλε η τελευταία στις 21 Φεβρουαρίου 1997(30)· δ) την απάντηση της Battin στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής(31), στην οποία η εν λόγω ζυθοποιία αναγνωρίζει ότι ενημερώθηκε δύο ή τρεις φορές από άλλη ζυθοποιία για το αν ένας πελάτης ήταν συνδεδεμένος με σύμβαση και "[...] σε απάντησή της με φαξ, η εξεταζόμενη ζυθοποιία μας παρείχε τις πληροφορίες που ζητήσαμε και μας υπεδείκνυε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να δράσουμε"· ε) την απάντηση της Bofferding στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής(32), στην οποία η εν λόγω ζυθοποιία διευκρινίζει ότι "[...] ο κανόνας της εκ των προτέρων ενημέρωσης εφαρμοζόταν στις περισσότερες περιπτώσεις". (21) Όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 8 και 9 της συμφωνίας, τα οποία αφορούν την διαδικασία συμβιβασμού και τη διαδικασία διαιτησίας, η Diekirch αναφέρεται, από την πλευρά της, σε τέσσερις διαφορές(33) με την Bofferding που αφορούσαν την ύπαρξη ή την εφαρμογή ρήτρας ζύθου υπέρ της μιας ή της άλλης από αυτές τις δύο ζυθοποιίες. Οι διαφορές αυτές εξελίχθηκαν κατά τις εξής περιόδους: α) από τον Δεκέμβριο του 1992 έως τον Αύγουστο του 1996 [υπόθεση (όνομα καταστήματος) στο Kayl]· β) από τον Ιανουάριο του 1996 έως τον Αύγουστο του 1996 [υπόθεση (όνομα καταστήματος)]· γ) από τον Ιούνιο του 1996 έως τον Αύγουστο του 1996 [υπόθεση (όνομα καταστήματος) στο Differdange]· δ) από το Νοέμβριο του 1993 έως τον Απρίλιο του 1998 [υπόθεση (όνομα καταστήματος) στο Diekirch]. (22) Η Bofferding επιβεβαιώνει την προσφυγή στο άρθρο 8 της συμφωνίας στο πλαίσιο της διαφοράς (όνομα καταστήματος)(34), διευκρινίζοντας ότι η διαφορά αυτή επιλύθηκε τον Οκτώβριο του 1996, βάσει συμβιβασμού που προέβλεπε ανταλλαγή καταστημάτων πώλησης ανάμεσα στις δύο ζυθοποιίες. (23) Η Mousel έδωσε επίσης πρακτικό συνεδρίασης της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου 1988(35), η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5 της συμφωνίας και αποκαλύπτει ότι, στο πλαίσιο διαφοράς ανάμεσα σε δύο ζυθοποιίες, παρενέβη ο διευθυντής της ομοσπονδίας για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. (24) Η ανταλλαγή αλληλογραφίας ανάμεσα στα μέρη, επ' ευκαιρία αυτών των διαφορών, περιέχει πολλές υπενθυμίσεις των επιβαλλόμενων από τη Συμφωνία υποχρεώσεων, και ιδίως της κύρωσης η οποία προβλέπεται από το άρθρο 7, σε περίπτωση μη τήρησης του άρθρου 4 (εγγύηση των ρητρών ζύθου). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, στην επιστολή της στις 30 Ιουλίου 1996(36), η Diekirch κατηγορεί την Bofferding ότι τοποθέτησε διαφήμιση έξω από το (όνομα καταστήματος) στο Diekirch, κατάστημα που συνδέεται με την Diekirch. Η επιστολή συνεχίζει αναφέροντας "Η συμπεριφορά σας είναι προδήλως αντίθετη με τη συμφωνία μεταξύ των ζυθοποιών. Κατ εφαρμογή του άρθρου 7 της εν λόγω συμφωνίας, σας καλούμε να μας καταβάλετε με την παραλαβή της παρούσης την προβλεπόμενη αποζημίωση των 750 εκατολίτρων × 4590 = 3442500 φράγκων". Στις 5 Ιουνίου 1996(37), η Diekirch κατηγορεί την Bofferding για "κατάφωρη παραβίαση [...] της συμφωνίας μεταξύ των ζυθοποιών" όσον αφορά ένα καφενείο στο Differdange και ζητεί την πληρωμή της "προβλεπόμενης από το άρθρο 7 της εν λόγω συμφωνίας αποζημίωσης". Τέλος, στην επιστολή του διευθυντή της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών, της 16ης Απριλίου 1996(38), σχετικά με το καφενείο "Am Chalet" στο Wahlhausen, η Bofferding εμμένει "στην εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπονται στην συμφωνία μεταξύ των ζυθοποιών" έναντι της Diekirch. (25) Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης συμβιβασμού μεταξύ των αντιπροσώπων της Bofferding και της Diekirch, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαρτίου 1996, με την παρουσία του διευθυντού της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών, ο τελευταίος δήλωσε, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης(39): "[...] αν και οι διατάξεις της συμφωνίας μεταξύ των ζυθοποιών δεν έχουν νομική ισχύ, υπερισχύει το πνεύμα της συμφωνίας. Πρέπει να αποφύγουμε τον αλληλοσπαραγμό ανάμεσα στις ζυθοποιίες και, κυρίως, μια ενδεχόμενη καταδίκη από τα δικαστήρια και τη μαζική διείσδυση αλλοδαπών εταιρειών ζυθοποιίας στην αγορά μας". (26) Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι καμία από τις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες δεν κατήγγειλε επίσημα τη συμφωνία(40) πριν από την αποστολή της κοινοποίησης αιτιάσεων της Επιτροπής, στις 2 Οκτωβρίου 2000. 2. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ (27) Μετά την κοινοποίηση του κειμένου της συμφωνίας από την Interbrew(41), η Επιτροπή απέστειλε αιτήσεις παροχής πληροφοριών στα μέρη και στην ομοσπονδία λουξεμβούργιων ζυθοποιών. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων κατά των τεσσάρων επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η παρούσα απόφαση. Όλα τα μέρη, πλην της Battin, υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους απαντώντας στις αιτιάσεις της Επιτροπής. Στις 13 Μαρτίου 2001, πραγματοποιήθηκε προφορική ακρόαση στην οποία οι Bofferding και Wiltz παρουσίασαν προφορικές παρατηρήσεις. Οι βασικές παρατηρήσεις των μερών συνοψίζονται ως ακολούθως. 2.1. ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΝΑ ΣΥΝΙΣΤΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 2.1.1. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΡΗΤΡΩΝ ΖΥΘΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΖΥΘΟΠΟΙΙΕΣ ΠΟΥ ΥΠΕΓΡΑΨΑΝ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (28) Οι Bofferding και Wiltz επισημαίνουν ότι στόχος της συμφωνίας ήταν η "πρόληψη και ρύθμιση των διαφορών" σχετικά με την τήρηση και την αμοιβαία προστασία των ρητρών ζύθου (άρθρο 1 της συμφωνίας). Υποστηρίζουν, ιδίως, ότι η συμφωνία είχε στόχο να ρυθμίσει ορισμένα προβλήματα που δημιούργησε η νομολογία του Λουξεμβούργου όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των ρητρών (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 33). (29) Οι Bofferding και Wiltz παραδέχονται, εντούτοις, ότι η συμφωνία εφαρμόζεται επίσης και όσον αφορά ορισμένες σχέσεις μεταξύ ζυθοποιού-ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης ποτών, έστω και αν δεν υφίσταται σύμβαση προμήθειας ή ρήτρα ζύθου, όταν η ζυθοποιία περιορίζεται στο να χρηματοδοτήσει τον εξοπλισμό ενός καταστήματος ή να αποκτήσει άδεια καταστήματος κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών, χωρίς να συνάψει σύμβαση με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος ή χωρίς να του επιβάλλει ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας(42). Η Bofferding αναφέρει ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση κατόπιν αιτήσεως του νομικού συμβούλου της Diekirch, ο οποίος φοβόταν ότι η Bofferding θα επένδυε σε καταστήματα υπό μίσθωση και θα συνήπτε σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας με τη γερμανική ζυθοποιία Binding (με την οποία διατηρούσε καλές σχέσεις). Η Bofferding προσθέτει ότι δεν είχε την πρόθεση να πράξει κάτι τέτοιο και ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. (30) Όσον αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας στις συμβάσεις προμήθειας που περιλαμβάνουν ρήτρα ζύθου, κατά την έννοια του άρθρου 2, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις. Η πρώτη αφορά συμβάσεις που είχαν καταστεί άκυρες βάσει τρέχουσας νομολογίας του Λουξεμβούργου, κατά τα πρότυπα της νομολογίας γαλλικών δικαστηρίων. Πράγματι, την εποχή που συνήφθη η συμφωνία, τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου ακύρωναν τις ρήτρες ζύθου επειδή δεν προσδιόριζαν ποσότητες ή τιμές, δηλαδή όταν οι ποσότητες που έπρεπε να παραδώσει ο ζυθοποιός ή οι τιμές τις οποίες έπρεπε να καταβάλει ο ιδιοκτήτης του καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης ποτών ούτε καθορίζονταν, ούτε ήταν δυνατό να προσδιοριστούν. Σύμφωνα με την Bofferding, μετά από μεταστροφή της νομολογίας των γαλλικών δικαστηρίων την 1η Δεκεμβρίου 1995(43), σταμάτησε να γίνεται επίκληση του επιχειρήματος περί απροσδιοριστίας των ποσοτήτων ή των τιμών στο Λουξεμβούργο και μια απόφαση πρωτοδικείου του Μαρτίου του 1996(44), επισφράγισε τη μεταστροφή της γαλλικής νομολογίας. Λόγω αυτής της προγενέστερης νομολογίας, ένας αναξιόπιστος ιδιοκτήτης καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών, ο οποίος είχε λάβει χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα από μια ζυθοποιία, με την οποία συνδεόταν με ρήτρα ζύθου, μπορούσε να αποκρύψει την ύπαρξη αυτής της ρήτρας και να συνάψει δεύτερη σύμβαση με μια άλλη ζυθοποιία με χαμηλότερο κόστος. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος γνώριζε ότι η πρώτη ζυθοποιία δεν είχε τη δυνατότητα να αποζημιωθεί, εφόσον η σύμβασή της ήταν νομικά άκυρη. Κατά την άποψη των μερών, η συμφωνία εφαρμοζόταν σε κάθε ρήτρα ζύθου "[...] ανεξάρτητα από τη νομική της εγκυρότητα ή/και τη διάρκειά της ή/και το αντιτάξιμό της [...]" (άρθρο 2 της συμφωνίας), με αποκλειστικό σκοπό να αποτραπούν ενδεχόμενες διαφορές που θα απέρρεαν από αυτή τη νομολογία. Κατά συνέπεια, θεωρούν ότι αυτή η φράση δεν προσέθετε τίποτε στις υποχρεώσεις των μερών. (31) Η Bofferding προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα άρθρα 8 και 9 της συμφωνίας σχετικά με τη διαδικασία συμβιβασμού και διαιτησίας υπερίσχυαν του άρθρου 2 στο πλαίσιο αυτής της πρώτης κατάστασης. Σε περίπτωση διαφοράς, τα άρθρα αυτά θα διασφάλιζαν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου, περιλαμβανομένων και αυτών που διέπουν την εγκυρότητα των ρητρών ζύθου. Τέλος, η Bofferding επιβεβαιώνει ότι, όταν εφάρμοζε το σύστημα της εκ των προτέρων ενημέρωσης που προβλέπεται από το άρθρο 5, ζητούσε αντίγραφο κάθε ρήτρας ζύθου την οποία της αντιπαρέθετε κάποια άλλη ζυθοποιία και εφάρμοζε μόνο τις τρέχουσες και έγκυρες συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας (με την επιφύλαξη του ζητήματος του μη προσδιορισμού των ποσοτήτων και των τιμών). (32) Η δεύτερη κατάσταση αφορά συμβάσεις προμήθειας που θεωρούνται έγκυρες κατά το αστικό δίκαιο του Λουξεμβούργου. Όσον αφορά τις εν λόγω συμβάσεις, η Bofferding εξηγεί ότι η λουξεμβούργια νομολογία έθετε, και εξακολουθεί να θέτει, και άλλα προβλήματα. Καταρχάς, μια ζυθοποιία που συνάπτει ρήτρα ζύθου με ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών ο οποίος έχει ήδη συνάψει έγκυρη ρήτρα ζύθου με μια άλλη ζυθοποιία -π.χ. επειδή ο κάτοχος του καταστήματος αποκρύπτει την ύπαρξη αυτής της ρήτρας- εκθέτει τον εαυτό της στον κίνδυνο να της ασκηθεί αγωγή. Η εν λόγω ζυθοποιία καθίσταται συνένοχη στην παραβίαση της πρώτης σύμβασης εκ μέρους του ιδιοκτήτη του καταστήματος και υπέχει ευθύνη εις ολόκληρον με αυτόν. Επιπλέον, οι ζυθοποιίες του Λουξεμβούργου δεν θα διέθεταν αποτελεσματικά μέσα βάσει της νομολογίας για να διασφαλίσουν την τήρηση των συνηφθεισών ρητρών ζύθου. Πιο συγκεκριμένα, ο αστικός κώδικας του Λουξεμβούργου προβλέπει μόνο την πληρωμή αποζημιώσεων για την παραβίαση αυτών των ρητρών και δεν επιτρέπει, γενικά, στον ζυθοποιό να επιβάλλει την τήρηση της σύμβασης ασκώντας αγωγή με αξίωση την εκτέλεση της σύμβασης. Η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων θα ήταν αποτελεσματικό μέσο και η εξέταση επί της ουσίας του θέματος θα συνεπαγόταν διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει τουλάχιστον τρία έτη. (33) Όσον αφορά τις έγκυρες συμβάσεις προμήθειας, η Bofferding θεωρεί ότι, εάν υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού, αυτός απορρέει αποκλειστικά από την περιεχόμενη στις εν λόγω συμβάσεις δέσμευση αποκλειστικής αγοράς του ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών και όχι από τη συμφωνία. Κατά την άποψη της Bofferding, δεν υφίστατο καμία προστασία μετά την εκπνοή μιας ρήτρας ζύθου και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος μπορούσε πάντα να διακόψει τη σύμβασή του δεχόμενος τις ανάλογες συνέπειες. Προσθέτει ότι ούτε ο στόχος, αλλά ούτε και το αποτέλεσμα των κανόνων ανταγωνισμού είναι δυνατό να διευκολύνουν την παραβίαση των συμβάσεων. (34) Επιπλέον, η Bofferding θεωρεί ότι η συμφωνία δεν θα μπορούσε να αποτελεί "εξ αντικειμένου" παράβαση, εφόσον οι εξ αντικειμένου περιορισμοί του ανταγωνισμού περιορίζονται κατά κανόνα στις συμφωνίες για τις τιμές ή στην πλήρη κατανομή γεωγραφικών αγορών. Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να συμπεράνει ότι υφίσταται εξ αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού, χωρίς να εξετάσει το νομικό και οικονομικό πλαίσιο της συμφωνίας καθώς και τη συμπεριφορά των μερών. Για να στηρίξει αυτό το επιχείρημα αναφέρεται στις αποφάσεις IAZ(45) και Volkswagen(46). 2.1.2. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΕΣ ΖΥΘΟΠΟΙΙΕΣ (ΤΡΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ) (35) Όσον αφορά τα άρθρα 11 και 12 της συμφωνίας αναφορικά με τους αλλοδαπούς ζυθοποιούς, η Bofferding παρατηρεί ότι τα άρθρα αυτά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Εκτιμά ότι η παρατήρηση του διευθυντή της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών(47) όσον αφορά τους αλλοδαπούς ζυθοποιούς είναι άνευ σημασίας και δεσμεύει μόνο τον ίδιο. (36) Η Wiltz διερωτάται πώς οι συμβαλλόμενες ζυθοποιίες θα μπορούσαν να διατηρήσουν για τον εαυτό τους την προτεραιότητα αναζήτησης πελατών μέσω της διαδικασίας διαβούλευσης, εφόσον μια σύμβαση ζύθου συνάπτεται μεταξύ μιας ζυθοποιίας και ενός ιδιοκτήτη καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών και ο τελευταίος είναι ελεύθερος να συνεργαστεί με τον πλειοδότη, ανεξάρτητα αν αυτός είναι μια λουξεμβούργια ή αλλοδαπή ζυθοποιία. (37) Η Wiltz υποστηρίζει εξάλλου ότι το άρθρο 11, το οποίο επιτρέπει την καταγγελία της συμφωνίας έναντι ενός μέρους που συγχωνεύεται ή συνεργάζεται με έναν αλλοδαπό ζυθοποιό, δεν έχει επίπτωση στον ανταγωνισμό, εφόσον συνιστά προαιρετική δυνατότητα και όχι υποχρέωση. Όπως και η Bofferding, θεωρεί ότι η παρατήρηση του διευθυντή της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών είναι άνευ αντικειμένου. 2.2. ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (38) Η Bofferding θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει ότι υφίστανται σημαντικοί περιορισμοί του ανταγωνισμού και ότι παρέλειψε να προσδιορίσει τη σχετική αγορά, να αναλύσει τη δομή της αγοράς και τη θέση των μερών σε αυτή την αγορά. (39) Οι Bofferding και Wiltz επικαλούνται επίσης την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 85, παράγραφος 1 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(48) (στη συνέχεια "ανακοίνωση de minimis"), και ιδίως την παράγραφο 19, από την οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θα εφαρμόσει το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης στις συμφωνίες μεταξύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ("ΜΜΕ"). Επιπλέον, η Bofferding ισχυρίζεται ότι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 20 της ανακοίνωσης de minimis επιφύλαξη, η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να παρεμβαίνει σε συμφωνίες μεταξύ ΜΜΕ, όταν αυτές παρεμποδίζουν ουσιαστικά τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της εν λόγω αγοράς, δεν είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση. 2.3. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ (40) Η Bofferding ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή της συμφωνίας περιορίστηκε στον κανόνα της εκ των προτέρων ειδοποίησης και σε μία μόνο περίπτωση συμβιβασμού και ότι οι διατάξεις που αφορούν τους αλλοδαπούς ζυθοποιούς δεν εφαρμόστηκαν. (41) Η Wiltz υποστηρίζει ότι δεν έχει εφαρμόσει καμία διάταξη της συμφωνίας και παρατηρεί ότι το άρθρο 11 δεν εφαρμόστηκε εναντίον των Diekirch και Mousel, παρά τη συνεργασία τους με την Interbrew. 2.4. ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ (42) Η Bofferding θεωρεί ότι η συμφωνία δεν είχε καμία επίπτωση, ούτε στον ανταγωνισμό μεταξύ των μερών ούτε στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Όσον αφορά τις πραγματικές επιπτώσεις, βασίζεται κυρίως στη διακύμανση των μεριδίων αγοράς ορισμένων συμβαλλόμενων εταιρειών ζυθοποιίας και στην αύξηση των εισαγωγών κατά την περίοδο που καλύπτεται από τη συμφωνία καθώς και στο σχετικά υψηλό επίπεδο των εισαγωγών σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη. Η Wiltz παρατηρεί, αφενός, ότι από το 1989 έως το 1998 οι εισαγωγές ζύθου στο Λουξεμβούργο αυξήθηκαν κατά 200 % και, αφετέρου, ότι, παρά τη συμφωνία, η Interbrew κατόρθωσε να διεισδύσει στην αγορά του Λουξεμβούργου. (43) Όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις στο διακρατικό εμπόριο, η Bofferding θεωρεί ότι, για να είναι δυνατό μια συμφωνία, η εκτέλεση της οποίας περιορίζεται στην επικράτεια ενός μόνο κράτους μέλους, να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο, πρέπει να υπάρξουν επιπτώσεις στις τιμές ή να ενισχύσει τη στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς. Ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί αποκλειστικά στο αντικείμενο της συμφωνίας ή στο μερίδιο πωλήσεων των συμβαλλόμενων μερών στον εξεταζόμενο τομέα. Τέλος, θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν κατέδειξε με ποιον τρόπο οι συμφωνηθέντες περιορισμοί μεταξύ των εταιρειών ζυθοποιίας έναντι των ιδιοκτητών καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών θα μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. 3. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ 3.1. ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 81 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ (44) Η παράγραφος 1 του άρθρου 81 της συνθήκης ορίζει ότι "Είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων [...] που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται [...] στην κατανομή των αγορών [...]". 3.1.1. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (45) Η εξεταζόμενη συμφωνία αποτελεί συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. (46) Οι πέντε αναφερόμενες στην αιτιολογική σκέψη 3 επιχειρήσεις που υπέγραψαν τη συμφωνία (εκ των οποίων οι δύο έχουν στο μεταξύ συγχωνευθεί) είναι επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.1.2. ΕΞ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (47) Η συμφωνία έχει ως αντικείμενο, πρωτίστως, τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των συμβαλλόμενων εταιρειών ζυθοποιίας, μέσω της διατήρησης των πελατών της κάθε μιας στον τομέα "Horeca" στο Λουξεμβούργο. Αυτό προκύπτει από τα άρθρα 4 και 5 της συμφωνίας, καθώς και από τα άρθρα 6 και 7 που προβλέπουν κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης αυτών των διατάξεων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 66). Επιπλέον, η συμφωνία έχει στόχο να εμποδίσει τις αλλοδαπές ζυθοποιίες να διεισδύσουν στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου. Αυτός ο δεύτερος περιοριστικός του ανταγωνισμού στόχος προκύπτει κυρίως από τη δεύτερη δήλωση που προσαρτάται στη συμφωνία (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 73). 3.1.2.1. Περιορισμός του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών ζυθοποιίας του Λουξεμβούργου (48) Το άρθρο 4 της συμφωνίας απαγορεύει αυστηρά σε κάθε συμβαλλόμενη ζυθοποιία και στους αντιπροσώπους της να προμηθεύουν ζύθο στα καταστήματα επιτόπου κατανάλωσης τα οποία είναι "κατοχυρωμένα" στις άλλες ζυθοποιίες του Λουξεμβούργου(49). Η Επιτροπή θα εξηγήσει, καταρχάς, ότι η απαγόρευση αυτή εφαρμόζεται σε τρεις εναλλακτικές καταστάσεις και συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού σε κάθε μία από αυτές: 1. στην περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται καμία σύμβαση προμήθειας ή ρήτρα ζύθου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 50 και 51)· 2. στην περίπτωση άκυρης ή μη αντιτάξιμης ρήτρας ζύθου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 52 έως 55)· 3. στην περίπτωση που υφίσταται έγκυρη ρήτρα ζύθου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 58). Η Επιτροπή θα υποστηρίξει στη συνέχεια ότι οι εν λόγω περιορισμοί του ανταγωνισμού πρέπει να χαρακτηρισθούν ως εξ αντικειμένου περιορισμοί, παρά το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει, κατά την άποψη των μερών, να ενταχθούν (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 59 έως 63). (49) Το άρθρο 5 της συμφωνίας σχετικά με τη διαδικασία της εκ των προτέρων ενημέρωσης πρέπει να αναγνωσθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 4, εφόσον αποσκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του άρθρου αυτού (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64). 1. Απουσία σύμβασης προμήθειας ή ρήτρας ζύθου (50) Η απαγόρευση του άρθρου 4 εφαρμόζεται καταρχάς όταν μια συμβαλλόμενη ζυθοποιία χρηματοδοτεί τον εξοπλισμό ενός καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης ή αποκτά άδεια καταστήματος κατανάλωσης οινοπνευματωδών, αλλά δεν συνάπτει σύμβαση με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος ούτε του επιβάλλει ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας(50). Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι προφανής: η συμφωνία εμποδίζει έναν ιδιοκτήτη καταστήματος ο οποίος εφοδιάζεται από ζυθοποιία του Λουξεμβούργου, χωρίς να δεσμεύεται με ρήτρα αποκλειστικής προμήθειας, να εφοδιαστεί από άλλες ζυθοποιίες του Λουξεμβούργου. Έτσι, από τη μία πλευρά, η πρώτη ζυθοποιία διατηρεί την πελατεία της και, από την άλλη πλευρά, περιορίζεται η ελευθερία δράσης του ιδιοκτήτη του καταστήματος και των τρίτων εταιρειών ζυθοποιίας. (51) Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος τον οποίο επικαλείται η Bofferding για την εφαρμογή της συμφωνίας στο πλαίσιο αυτής της πρώτης περίπτωσης δεν είναι πειστικός(51). Καταρχάς, είναι δύσκολο να κατανοηθεί τι συμφέρον θα είχε η Diekirch να επεκτείνει την προστασία που παρέχει η συμφωνία σε συμβάσεις που χρηματοδοτούνται από την ανταγωνίστριά της Bofferding και συνάπτονται από μια αλλοδαπή ζυθοποιία, την Binding. Στη συνέχεια, η τροποποίηση δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τον υποτιθέμενο στόχο: αντί να εστιάζεται ρητά στις συναλλαγές με μια τρίτη ζυθοποιία, διευρύνει τον ορισμό μιας ρήτρας ζύθου με τρόπο γενικότερο. Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι οι δικαιολογίες που επικαλέστηκε η Bofferding σχετικά με την επίπτωση της νομολογίας δεν καλύπτουν αυτή την πρώτη περίπτωση. 2. Ύπαρξη άκυρης ή μη αντιτάξιμης ρήτρας ζύθου (52) Η απαγόρευση του άρθρου 4 εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση που μια συμβαλλόμενη ζυθοποιία συνάπτει σύμβαση αποκλειστικής αγοράς η οποία δεν είναι νομικά έγκυρη ούτε αντιτάξιμη ("ανεξάρτητα από τη νομική εγκυρότητά της ή/και τη διάρκειά της ή/και το αντιτάξιμό της")(52). Στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία υπερβαίνει τους επιβαλλόμενους από το νόμο περιορισμούς, εφόσον υποχρεώνει τους συμβαλλόμενους να τηρούν ρήτρες ζύθου οι οποίες είτε δεν έχουν εγκυρότητα βάσει των κανόνων του εθνικού αστικού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισμού, είτε δεν είναι αντιτάξιμες, παραδείγματος χάρη λόγω παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του ζυθοποιού έναντι του ιδιοκτήτη καταστήματος. Έτσι, οι συμβαλλόμενοι περιορίζουν την ελευθερία δράσης τους και παραχωρούν μεταξύ τους πλεονεκτήματα, σε όρους διατήρησης της πελατείας τους και ασφάλειας του δικαίου, τα οποία δεν θα ήταν δυνατό να εξασφαλίσουν υπό τις φυσιολογικές συνθήκες ανταγωνισμού. (53) Είναι, κατ' αρχάς, ανακριβής ο ισχυρισμός -όπως αυτός της Bofferding(53)- ότι το άρθρο 2 δεν προσθέτει τίποτε στις νομικές υποχρεώσεις των μερών. Αντίθετα, εάν η Συμφωνία υποχρεώνει τους συμβαλλόμενους να τηρούν συμβάσεις αποκλειστικής αγοράς οι οποίες ήταν άκυρες βάσει της νομολογίας του Λουξεμβούργου κατά την εποχή εκείνη, υπερβαίνει σαφώς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αστικό δίκαιο, όπως έχουν ερμηνευθεί από τα εθνικά δικαστήρια. Επιπλέον, η Bofferding αντιφάσκει όταν ισχυρίζεται, αφενός, ότι ο αποκλειστικός σκοπός του άρθρου 2 ήταν να ξεπεραστεί το πρόβλημα της ακύρωσης των συμβάσεων από τη νομολογία και, αφετέρου, ότι σε περίπτωση διαφοράς οι ρήτρες σχετικά με τη διαδικασία συμβιβασμού και διαιτησίας υπερισχύουν αυτού του άρθρου και, κατά συνέπεια, ότι θα εφαρμόζονταν οι κανόνες του δικαίου, περιλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με την εγκυρότητα των συμβάσεων(54). (54) Επιπλέον, από το Μάρτιο του 1996(55) και μετά, δεν εκδόθηκαν στο Λουξεμβούργο δικαστικές αποφάσεις που να ακυρώνουν συμβάσεις λόγω μη καθορισμού των τιμών ή ποσοτήτων. Όμως, τα μέρη δεν έθεσαν, παρόλα αυτά, τέρμα στην εφαρμογή της συμφωνίας εκείνη τη χρονική στιγμή. (55) Εξάλλου, σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις των μερών(56), η έκφραση "ανεξάρτητα από τη νομική της εγκυρότητα ή/και τη διάρκειά της ή/και το αντιτάξιμό της" δεν αφορά αποκλειστικά τις συμβάσεις που κατέστησαν άκυρες λόγω μη καθορισμού των τιμών ή των προς παράδοση ποσοτήτων. Πράγματι, αυτή η γενική διατύπωση επεκτείνει την εγγύηση που παρέχει το άρθρο 4 σε συμβάσεις οι οποίες θα ήταν άκυρες ή μη αντιτάξιμες και για άλλους λόγους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δικηγόρος της Bofferding επικαλέστηκε την εφαρμογή της συμφωνίας(57) σε διαφορά που αφορούσε την πρόωρη καταγγελία μιας ρήτρας ζύθου από τον ιδιοκτήτη καταστήματος(58) και όχι την ακύρωσή της λόγω μη καθορισμού των τιμών ή των ποσοτήτων. Έτσι, διαψεύδεται ο ισχυρισμός της Bofferding σύμφωνα με τον οποίο θα εφάρμοζε τη συμφωνία αποκλειστικά στις υφιστάμενες και νομικά έγκυρες συμβάσεις (με την επιφύλαξη του ζητήματος του μη καθορισμού των τιμών ή των ποσοτήτων)(59). Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη μιας συμφωνίας επιλέγει μονομερώς να περιορίσει την εφαρμογή της σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επηρεάζει την ερμηνεία αυτής της συμφωνίας. Εάν τα μέρη είχαν ως αποκλειστικό στόχο το πρόβλημα που δημιουργείται από την εν λόγω νομολογία, θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιήσει μια καλύτερα προσαρμοσμένη διατύπωση. 3. Ύπαρξη έγκυρης ρήτρας ζύθου (56) Το άρθρο 4 εφαρμόζεται επίσης σε ρήτρες ζύθου οι οποίες είναι έγκυρες και αντιτάξιμες από νομική άποψη. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η συμφωνία είναι περισσότερο περιοριστική από τους κανόνες του εθνικού αστικού δικαίου. Κατά κύριο λόγο, η απαγόρευση που επιβάλλεται στις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες από το άρθρο 4 είναι ευρύτερη από την υποχρέωση μη ανταγωνισμού η οποία επιβάλλεται σε ορισμένους ιδιοκτήτες καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης. Πράγματι, φαίνεται ότι οι ρήτρες ζύθου που έχουν συναφθεί από ορισμένα μέρη(60) συντάχθηκαν με βάση τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών αποκλειστικής προμήθειας(61), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1582/97(62), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 1. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση που επιβάλλεται στον ιδιοκτήτη καταστήματος να μην πωλεί ζύθους τρίτων ζυθοποιών περιορίζεται στους ζύθους της ίδιας κατηγορίας και στους ζύθους τους οποίους του προμηθεύει ο συμβαλλόμενος ζυθοποιός. Το άρθρο 4 της συμφωνίας είναι περισσότερο περιοριστικό, εφόσον απαγορεύει "κάθε πώληση ζύθου σε ένα κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης το οποίο είναι 'κατοχυρωμένο' [...] σε κάποια άλλη από τις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες", ανεξάρτητα από την κατηγορία του ζύθου. Κατά συνέπεια, με βάση τους όρους της σύμβασής του, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος ήταν ελεύθερος να αγοράζει από τρίτους ζυθοποιούς τις κατηγορίες ζύθου που δεν προσδιορίζονται σε αυτή τη σύμβαση, αλλά η συμφωνία απαγόρευε στις άλλες ζυθοποιίες του Λουξεμβούργου να του προμηθεύουν τις άλλες κατηγορίες ζύθου. (57) Δεύτερον, η συμφωνία απαγορεύει κατηγορηματικά κάθε προμήθεια σε κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης το οποίο είναι "κατοχυρωμένο" σε άλλη συμβαλλόμενη ζυθοποιία, ενώ η προβλεπόμενη από το αστικό δίκαιο κύρωση για παρόμοιες προμήθειες περιορίζεται, κατά τα λεγόμενα των μερών, στην καταβολή αποζημίωσης(63). Για διαφόρους λόγους, όπως η υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχει η πρώτη συμβαλλόμενη ζυθοποιία, ή η ανάγκη νέου εξοπλισμού, προϊόντων ή υπηρεσιών τις οποίες ο εν λόγω ζυθοποιός δεν δύναται ή δεν επιθυμεί να παράσχει, είναι πιθανό ένας ιδιοκτήτης καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης να θελήσει να λύσει τη σύμβασή του προκειμένου να εφοδιαστεί από έναν ανταγωνιστή ζυθοποιό, αναλαμβάνοντας από κοινού τις οικονομικές συνέπειες. Όμως, η συμφωνία καθιστά άνευ αντικειμένου αυτή τη δυνατότητα εξεύρεσης καλύτερων όρων εκ μέρους των ιδιοκτητών καταστημάτων, εφόσον απαγορεύει στους ανταγωνιστές ζυθοποιούς να προμηθεύσουν τον εν λόγω ιδιοκτήτη καταστήματος. Χρησιμεύει, συνεπώς, στο να διατηρήσει μη αποδοτικές (inefficient) σχέσεις ζυθοποιού-ιδιοκτήτη καταστήματος. (58) Έτσι, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός, όπως αυτός της Bofferding(64), ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού απορρέει αποκλειστικά από τη σύμβαση αποκλειστικής προμήθειας ή ότι εφαρμόζονται οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού για να διευκολυνθεί η παραβίαση των συμβάσεων. Αντιθέτως, πρόκειται για παρεμπόδιση των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων να επιβάλουν μεταξύ τους περιορισμούς που εξέρχονται από το πεδίο των κανόνων του αστικού δικαίου. Κατά πάγια νομολογία, εάν ο ανταγωνισμός σε έναν τομέα περιορίζεται ήδη από μια εθνική νομοθεσία -παραδείγματος χάρη, από τον κανόνα της συνενοχής τρίτου ο οποίος επιβάλλει κυρώσεις σε έναν ζυθοποιό που προμηθεύει έναν ιδιοκτήτη καταστήματος κατά παράβαση ισχύουσας ρήτρας ζύθου- αυτό δεν δικαιολογεί συμφωνία η οποία επιβάλλει πρόσθετους περιορισμούς και κυρώσεις(65). (59) Το ότι η συμφωνία περιέχει εξ αντικειμένου περιορισμούς του ανταγωνισμού απορρέει, κατά κύριο λόγο, από το γεγονός (που δεν αμφισβητείται από τα μέρη) ότι εφαρμόζεται ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται καμία σύμβαση προμήθειας ή ρήτρα ζύθου και δεν είναι, συνεπώς, δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο οιασδήποτε διαφοράς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 50). (60) Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι της συμφωνίας της 8ης Οκτωβρίου 1985 προηγήθηκαν αρκετές άλλες συμφωνίες μεταξύ ζυθοποιών του Λουξεμβούργου(66), όπως π.χ. η συμφωνία της 1ης Σεπτεμβρίου 1966, στην οποία συμμετείχαν όλες οι εμπλεκόμενες στην παρούσα υπόθεση επιχειρήσεις, καθώς και οι συμφωνίες της 13ης Ιουνίου 1975 και της 28ης Απριλίου 1983 μεταξύ της Bofferding και της Mousel. Οι εν λόγω προηγούμενες συμφωνίες επέβαλλαν ήδη στις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες την πλήρη τήρηση της κατανομής των πελατών τους, χωρίς να γίνεται αναφορά σε ρήτρα αποκλειστικής αγοράς ούτε σε κάποιο πρόβλημα ανασφάλειας δικαίου. Η ερμηνεία της συμφωνίας δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί πλήρως από αυτό το ιστορικό πλαίσιο, βάσει του οποίου είναι δυνατό να αμφισβητηθεί η αιτιολογία της έλλειψης ασφάλειας δικαίου που επικαλούνται τα μέρη για να δικαιολογήσουν τη συμφωνία του 1985. (61) Τρίτον, η εκτίμηση του αντικειμένου μιας συμφωνίας σε σχέση με το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν εξαρτάται από τις υποκειμενικές προθέσεις των μερών. Εάν η συμφωνία συνιστά προδήλως περιορισμό ή νόθευση του ανταγωνισμού, αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέρη είχαν άλλους νόμιμους σκοπούς(67). (62) Τέταρτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το πρόβλημα της νομικής αβεβαιότητας που επικαλούνται τα μέρη δεν περιορίζεται στις συμβάσεις προμήθειας ζύθου στο Λουξεμβούργο. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες του εθνικού αστικού δικαίου, το πρόβλημα αυτού του τύπου επηρεάζει διάφορους τύπους συμβάσεων σε διαφόρους βιομηχανικούς τομείς και σε διαφορετικά κράτη μέλη. Εντάσσεται στο σύνολο των εμπορικών κινδύνων τους οποίους πρέπει να αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. Κάθε επιχείρηση οφείλει να αντιμετωπίζει αυτούς τους κινδύνους αυτοτελώς. Αυτό το πρόβλημα δεν δικαιολογεί τη σύναψη συμφωνίας της οποίας το όφελος περιορίζεται στις εθνικές επιχειρήσεις και, κατά συνέπεια, δεν δικαιολογεί εξαίρεση από το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, που αποτελεί διάταξη δημόσιας τάξης(68). (63) Για να ολοκληρώσει την επιχειρηματολογία της σχετικά με το άρθρο 4 της συμφωνίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι, απορρίπτοντας όλα τα επιχειρήματα των μερών, έλαβε υπόψη το νομικό πλαίσιο, όπως είχαν ζητήσει τα μέρη, παρότι δεν έχει την υποχρέωση να το πράξει όταν πρόκειται για "... συμφωνία συνεπαγόμενη κατάφωρους περιορισμούς του ανταγωνισμού, όπως τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή της αγοράς ή τον έλεγχο των πωλήσεων [...]"(69). Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι ο διευθυντής της ομοσπονδίας ζυθοποιών λουξεμβούργου, στον οποίο η συμφωνία αναθέτει καθοριστικό ρόλο σε περίπτωση διαφωνιών, αναγνώρισε ρητά ότι η συμφωνία δεν έχει νομική ισχύ. Πράγματι, σε συνεδρίαση για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης ανάμεσα στην Bofferding και την Diekirch, παρατήρησε ότι "[...] αν και οι διατάξεις της συμφωνίας μεταξύ εταιρειών ζυθοποιίας δεν έχουν νομική αξία, υπερισχύει το πνεύμα της συμφωνίας"(70). (64) Το άρθρο 5 της συμφωνίας προβλέπει διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των συμβαλλόμενων ζυθοποιών πριν από οιαδήποτε προμήθεια σε ένα νέο κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης και ενισχύει με τον τρόπο αυτό τον περιορισμό του ανταγωνισμού του άρθρου 4, εξασφαλίζοντας την αποτελεσματική εφαρμογή του. Πράγματι, καμία αίτηση ενός νέου πελάτη δεν θα είναι δυνατό να ικανοποιηθεί πριν ο συμβαλλόμενος ζυθοποιός δεν βεβαιωθεί ότι ο εν λόγω πελάτης δεν συνδέεται με κάποια άλλη συμβαλλόμενη ζυθοποιία. (65) Στην πραγματικότητα, το μόνο μέσο που είχαν στη διάθεσή τους τα μέρη για να επιβάλλουν την εφαρμογή της απαγόρευσης του άρθρου 4 και, ενδεχομένως, να κινήσουν τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 8 και 9 διαδικασίες συμβιβασμού και διαιτησίας, ήταν να ενημερώνονται αμοιβαία για την ύπαρξη ρήτρας ζύθου πριν να προβούν στην προμήθεια ενός νέου καταστήματος. Ο κεντρικός ρόλος του άρθρου 5 ως μέσου εφαρμογής της συμφωνίας προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά της συνεδρίασης της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών, της 29ης Μαρτίου 1988, στην οποία ο διευθυντής επεσήμανε τη σημασία της τήρησης αυτού του άρθρου στο πλαίσιο μιας διαφοράς που φέρει αντιμέτωπα δύο μέρη της συμφωνίας(71). Εξάλλου, η Bofferding διευκρίνισε ότι "[...] ο κανόνας της εκ των προτέρων ενημέρωσης εφαρμόστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις"(72). (66) Τέλος, η Επιτροπή θα ήθελε να παρατηρήσει ότι οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 6 και 7 της συμφωνίας(73) αποζημιώσεις και τα πρόστιμα συνιστούν "ιδιωτικές" κυρώσεις, που αποσκοπούν στην ενίσχυση των επιβαλλόμενων από τα άρθρα 4 και 5 της συμφωνίας υποχρεώσεων. Και στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω κυρώσεις υπερβαίνουν τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπει το αστικό δίκαιο σε περίπτωση παράβασης μιας ρήτρας ζύθου από έναν ιδιοκτήτη καταστήματος. Πράγματι, έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα προς τις αποζημιώσεις τις οποίες θα κατέβαλε ο εναγόμενος σε περίπτωση αγωγής κατά τρίτου για συνενοχή. Ακόμη και αν δεν εφαρμόστηκαν οι εν λόγω κυρώσεις, τα συμβαλλόμενα μέρη τις επικαλέστηκαν σε αρκετές περιπτώσεις(74). 3.1.2.2. Περιορισμός του ανταγωνισμού μεταξύ λουξεμβούργιων και αλλοδαπών εταιρειών ζυθοποιίας (67) Η συμφωνία έχει έναν δεύτερο στόχο που συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού: να εμποδίσει τη διείσδυση στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου σε αλλοδαπές ζυθοποιίες. Έτσι, σε περίπτωση που ένας αλλοδαπός ζυθοποιός επιδιώκει να συνάψει σύμβαση με κατάστημα επιτόπου κατανάλωσης που συνδέεται με ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, η δεύτερη δήλωση που έχει προσαρτηθεί στη συμφωνία(75) προβλέπει, καταρχάς, διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των μερών για να παραχωρηθεί η προτεραιότητα επαφής με τον πελάτη σε μια από τις "συμβαλλόμενες ζυθοποιίες του Λουξεμβούργου" και, στη συνέχεια, σε περίπτωση που η επαφή αυτή τελεσφορήσει, αντισταθμιστικό μηχανισμό ανταλλαγής καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης ανάμεσα στα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή η αθέμιτη συνεργασία μεταξύ των μερών έχει στόχο να εμποδίσει τη σύναψη συμβάσεων αποκλειστικής προμήθειας ανάμεσα σε αλλοδαπούς ζυθοποιούς και στους ιδιοκτήτες καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης του Λουξεμβούργου. (68) Ο σκοπός αυτός επιβεβαιώνεται από τις παρατηρήσεις του διευθυντή της ομοσπονδίας λουξεμβούργιων ζυθοποιών οι οποίες περιλαμβάνονται στο πρακτικό της συνεδρίασης της 19ης Μαρτίου 1996(76) για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης "Καταβάλλεται προσπάθεια να αποτραπεί [...] η μαζική διείσδυση αλλοδαπών εταιρειών ζυθοποιίας στην αγορά μας". Αν και οι παρατηρήσεις αυτές δεν δεσμεύουν τα μέρη, διατυπώθηκαν σε συνεδρίαση που αφορούσε την εφαρμογή της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της ερμηνείας της συμφωνίας. (69) Αυτός ο δεύτερος σκοπός της συμφωνίας δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από τον πρώτο, εφόσον η παρεμπόδιση της πρόσβασης αλλοδαπών εταιρειών ζυθοποιίας στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου συμβάλλει στη διατήρηση της σταθερότητας των σχέσεων ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας. Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, όταν μια αγορά είναι ανοικτή στις εισαγωγές, τα μέλη μιας συμφωνίας σε εθνικό επίπεδο είναι δυνατό να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητά της μόνον εάν προστατεύονται από τον ανταγωνισμό αλλοδαπών επιχειρήσεων(77). Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχουν δύο τύποι διατάξεων αμυντικού χαρακτήρα. Πρώτον, η διαδικασία διαβούλευσης και η παραχώρηση προτεραιότητας στην αναζήτηση πελατών έχει στόχο να παρεμποδίσει τις προσπάθειες αναζήτησης πελατών εκ μέρους των αλλοδαπών ζυθοποιών. Δεύτερον, οι διατάξεις αυτές ενισχύονται από το άρθρο 11, καθώς και από την πρώτη προσαρτηθείσα δήλωση σχετικά με τη διανομή ξένης μπύρας από την Battin(78), που εμποδίζουν τα μέρη να αναπτύξουν οποιαδήποτε συνεργασία με ξένες ζυθοποιίες και τους επιτρέπουν να τις αποκλείουν από τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας. (70) Αυτή η στενή σχέση ανάμεσα στους δύο στόχους της συμφωνίας εκφράζεται κυρίως σε δύο σημεία της συμφωνίας. Πρώτον, το σύστημα διαβούλευσης και παραχώρησης προτεραιότητας στην αναζήτηση πελατών συνδυάζεται με μηχανισμό αντιστάθμισης μεταξύ των μερών, για να εξισορροπείται ο αριθμός μεταξύ των συνδεδεμένων με την κάθε ζυθοποιία καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης. Δεύτερον, η δήλωση που αφορά τη διανομή ζύθων της αλλοδαπής από την Battin αποσκοπεί στη διατήρηση "της σημερινής ισορροπίας στο σύστημα διανομής", το οποίο σημαίνει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούσαν ότι ο εξεταζόμενος τομέας έπρεπε να διαθέτει σχετική ισορροπία η οποία άξιζε να προστατεύεται. (71) Όσον αφορά την παρατήρηση της Wiltz σχετικά με την υποτιθέμενη αναποτελεσματικότητα του συστήματος αμοιβαίας παραχώρησης προτεραιότητας στην αναζήτηση πελατών(79), η Επιτροπή υπενθυμίζει, πρώτον, ότι η αποτελεσματικότητα μιας συμφωνίας δεν αποτελεί όρο εφαρμογής του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. Δεύτερον, παρατηρεί ότι, ανεξάρτητα από την ελευθερία των ιδιοκτητών καταστημάτων, η εν λόγω διαδικασία διαβούλευσης αποτελούσε μέσο προειδοποίησης των μερών για τα σχέδια αναζήτησης πελατών εκ μέρους των αλλοδαπών ζυθοποιών και τους παρείχε τη δυνατότητα να αντιδράσουν. Δεν θα διέθεταν αυτό το πλεονέκτημα με τους συνήθεις όρους του ανταγωνισμού. (72) Και άλλες διατάξεις της συμφωνίας ενισχύουν αυτή τη δεύτερη δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού. Έτσι, το άρθρο 11, παρέχοντας τη δυνατότητα καταγγελίας της συμφωνίας έναντι συμβαλλόμενης ζυθοποιίας που θα συνεργαζόταν με αλλοδαπή ζυθοποιία, έχει στόχο να αποθαρρύνει κάθε συνεργασία που θα προκαλούσε αύξηση των εισαγωγών ανταγωνιστικών προϊόντων. Παρά την παρατήρηση της Wiltz(80), η Επιτροπή θεωρεί ότι η διάταξη αυτή, αν και δεν συνιστά αυτή καθαυτή περιορισμό του ανταγωνισμού, είναι δυνατό να ασκήσει αποτρεπτική επίδραση στη συμπεριφορά των συμβαλλόμενων. Έτσι, κάθε συμβαλλόμενος που προτίθεται να συνεργασθεί με μια αλλοδαπή ζυθοποιία γνωρίζει ότι αυτό θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του από τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας. (73) Επιπλέον, η πρώτη δήλωση που προσαρτάται στη συμφωνία αναφορικά με τη διανομή ενός ζύθου αλλοδαπής εταιρείας από την Battin(81) παρέχει στους συμβαλλόμενους το δικαίωμα να καταγγείλουν τη συμφωνία έναντι αυτής της ζυθοποιίας, εάν η διανομή αλλοδαπού ζύθου από την επιχείρηση αυτή τροποποιηθεί κατά τρόπο ώστε "να διαταράξει τη σημερινή ισορροπία του συστήματος διανομής". Η δήλωση αυτή αποδεικνύει την πρόθεση των μερών να ελέγχουν τη διανομή ζύθων αλλοδαπών εταιρειών στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου. 3.1.3. ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (74) Η Bofferding παρατηρεί ότι η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει ότι περιορίζεται σημαντικά ο ανταγωνισμός(82). Στο σημείο αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε, καταρχάς, ότι τα μέρη έχουν περιορίσει την εφαρμογή της συμφωνίας στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου. Από αυτό συνάγεται ότι θεωρούσαν ότι η θέση τους σε αυτό τον τομέα ήταν επαρκώς σημαντική και ότι οι όροι ανταγωνισμού σε αυτόν ήταν σημαντικά διαφορετικοί από αυτούς των άλλων τομέων και των γειτονικών χωρών για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας. (75) Δεύτερον, λαμβανομένης υπόψη της παραγωγής του κάθε μέρους και των ποσοτήτων εισαγόμενων ζύθων τις οποίες διανέμει, τα μέρη ελέγχουν περίπου το 85 % των πωλήσεων ζύθου στον εξεταζόμενο τομέα(83). Επιπλέον, περισσότερα από τα μισά καταστήματα επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών στο Λουξεμβούργο συνδέονται μαζί τους με ρήτρα ζύθου(84). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η συμφωνία μπορούσε να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό σε αυτό τον τομέα. (76) Όσον αφορά την παρατήρηση της Bofferding σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς(85), η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η εκτίμηση του οικονομικού πλαισίου και της διάρθρωσης της εξεταζόμενης αγοράς δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση κατά την οποία μια συμφωνία συνιστά κατάφωρο περιορισμό του ανταγωνισμού, όπως η κατανομή της αγοράς(86). 3.1.4. ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ (77) Κατά πάγια νομολογία, μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων, για να είναι δυνατό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών πρέπει, βάσει ενός συνόλου αντικειμενικών στοιχείων δικαίου ή πραγματικών περιστατικών, να επιτρέπει να θεωρηθεί, με υψηλό βαθμό πιθανότητας, ότι είναι δυνατό να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, στον παρόντα χρόνο ή εν δυνάμει, τις ροές των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει την υλοποίηση των στόχων μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών(87). (78) Όντως, η συμφωνία μπορεί να ασκήσει παρόμοια επιρροή στις ροές των συναλλαγών μεταξύ του Λουξεμβούργου και των άλλων κρατών μελών. Ο ένας από τους στόχους της συμφωνίας είναι ακριβώς να παρεμποδίσει να διεισδύουν στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου(88) ζυθοποιοί που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Προς τούτο, περιέχει διατάξεις αμυντικού χαρακτήρα που παρέχουν την προτεραιότητα αναζήτησης πελατών στις συμβαλλόμενες ζυθοποιίες(89) καθώς και ρήτρα που έχει στόχο να περιορίσει τη συνεργασία με τις αλλοδαπές ζυθοποιίες(90). Στόχος είναι, λοιπόν, η διατήρηση του status quo όσον αφορά το εμπόριο ζύθου από τα άλλα κράτη μέλη προς τον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου και, με τον τρόπο αυτό, η στεγανοποίηση της εθνικής γεωγραφικής αγοράς. Στο σημείο αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όλες οι σημαντικές επιχειρήσεις ζυθοποιίας του Λουξεμβούργου είναι μέρη της συμφωνίας και ότι ελέγχουν περίπου το 85 % των πωλήσεων ζύθου στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου(91). (79) Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Bofferding και της Wiltz σχετικά με την απουσία πραγματικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό(92), η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν απαιτεί να βεβαιώνεται ότι μια συμφωνία έχει σημαντική επίπτωση στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, αλλά αναφέρεται σε συμφωνία ο χαρακτήρας της οποίας θα μπορούσε να έχει παρόμοια επίπτωση(93). Η Επιτροπή, λοιπόν, δεν υποστηρίζει ότι η συμφωνία είχε πραγματικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Εμμένει, εντούτοις, στην άποψη ότι, δεδομένων των διατάξεων της συμφωνίας και της θέσης που κατέχουν τα μέρη στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου, η συμφωνία θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά το εμπόριο σε αυτό τον τομέα. (80) Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Bofferding ότι η συμφωνία δεν θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών(94), η Επιτροπή υπενθυμίζει κατ' αρχάς πως το γεγονός ότι μια συμφωνία έχει ως αποκλειστικό στόχο την εμπορία των προϊόντων σε ένα μόνο κράτος μέλος δεν είναι αρκετό για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να επηρεαστεί το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών(95). Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρεί ότι, έχει σαφώς αποδειχθεί ότι οι διατάξεις της συμφωνίας αναφορικά με τους αλλοδαπούς ζυθοποιούς, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της εθνικής γεωγραφικής αγοράς(96). (81) Όσον αφορά την επίπτωση που θα ήταν δυνατό να έχουν στο διακρατικό εμπόριο οι περιορισμοί μεταξύ των συμβαλλόμενων ζυθοποιών έναντι των ιδιοκτητών καταστημάτων επιτόπου κατανάλωσης, πρέπει να υπενθυμίσουμε, κατ' αρχάς, ότι το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν απαιτεί κατά κανέναν τρόπο κάθε ρήτρα μιας συμφωνίας, εξεταζόμενη μεμονωμένα, να είναι δυνατό να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο: πρέπει να εξετάζονται οι επιπτώσεις της συμφωνίας στο σύνολό της(97). Δεύτερον, δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθούν οι περιορισμοί της συμφωνίας που αποσκοπούν στη διατήρηση των πελατών των συμβαλλόμενων μερών από τον περιορισμό που έχει στόχο να εμποδίσει τη διείσδυση αλλοδαπών ζυθοποιών. Όπως έχει εξηγηθεί ανωτέρω(98), αυτοί οι δύο τύποι περιορισμών είναι αλληλένδετοι. Τέλος, δεδομένου ότι οι περιορισμοί των συμβαλλόμενων ζυθοποιών έναντι των ιδιοκτητών καταστημάτων έχουν ως στόχο τη διατήρηση της πελατείας των συμβαλλομένων, οι περιορισμοί αυτοί παρέχουν στα μέρη πλεονέκτημα από το οποίο αποκλείονται οι αλλοδαποί ζυθοποιοί. Η διάκριση αυτή υπέρ των ζυθοποιών του κράτους μέλους είναι δυνατό να επηρεάσει επίσης τις εισαγωγές από τα άλλα κράτη μέλη προς αυτό τον τομέα. 3.1.5. Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ DE MINIMIS (82) Σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις των μερών(99), η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέρη δεν μπορούν να τύχουν του ευεργετήματος της ανακοίνωσης de minimis, και τούτο για δύο λόγους. Κατ' αρχάς, η συμφωνία δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως συμφωνία μεταξύ ΜΜΕ, διότι οι Diekirch και Mousel δεν πληρούν τους όρους της σύστασης της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 1996, αναφορικά με τον καθορισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων(100). Πράγματι, για να είναι δυνατό να επωφεληθεί μια επιχείρηση από αυτό τον ορισμό, δεν είναι δυνατό μια άλλη επιχείρηση η οποία δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της ΜΜΕ να κατέχει ποσοστό 25 % ή ανώτερο του μετοχικού της κεφαλαίου. Όμως, ο όμιλος Interbrew κατέχει συμμετοχή τουλάχιστον [...] % στο κεφάλαιο της Diekirch από τον Ιανουάριο του 1986, δηλαδή καθ' όλη τη διάρκεια ύπαρξης της συμφωνίας, πλην των πρώτων τριών μηνών, καθώς και συμμετοχή τουλάχιστον [...] % στο κεφάλαιο της Mousel από τον Σεπτέμβριο του 1999. Όταν ΜΜΕ συνάπτουν μια περιοριστική του ανταγωνισμού συμφωνία με σημαντικότερες επιχειρήσεις, η συμφωνία αυτή δεν είναι δυνατό να ωφεληθεί από την εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 19 της ανακοίνωσης de minimis. (83) Στη συνέχεια, όσον αφορά τα όρια που προβλέπονται στην παράγραφο 9 της ανακοίνωσης de minimis, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 11 της ίδιας ανακοίνωσης, δεν αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης για κατώτερα από τα εν λόγω όρια, όταν πρόκειται για συμφωνία οριζόντιου χαρακτήρα που έχει στόχο την κατανομή των αγορών. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμά της να παρεμβαίνει, ιδίως εάν η συμφωνία πλήττει την ορθή λειτουργία εσωτερικής αγοράς. Όμως, όπως έχει αποδειχθεί ανωτέρω, ο ένας από τους στόχους της συμφωνίας είναι η στεγανοποίηση της αγοράς του Λουξεμβούργου που είναι αντίθετη με τις αρχές της κοινής αγοράς. (84) Εξάλλου, και με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων της αιτιολογικής σκέψης 82, η Επιτροπή διατηρεί το ίδιο δικαίωμα παρέμβασης και όσον αφορά τις συμφωνίες μεταξύ ΜΜΕ οι οποίες "εμποδίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της εν λόγω αγοράς"(101). Οι προβλεπόμενοι από τη συμφωνία περιορισμοί (κατανομή των πελατών και στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς) είναι, λόγω του χαρακτήρα τους, σημαντικοί. Επιπλέον, επειδή ο τομέας που αποτελεί αντικείμενο της συμφωνίας περικλείει ολόκληρη την επικράτεια του Λουξεμβούργου, αποτελεί σημαντικό τμήμα της εν λόγω αγοράς, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό μέγεθος αυτής της αγοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να παρέμβει κατά της συμφωνίας. (85) Εν ολίγοις, η συμφωνία έχει στόχο να περιορίσει τον ανταγωνισμό στη διανομή ζύθου στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου και είναι δυνατό να επηρεάσει σημαντικά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, εμπίπτει στο πεδίο της απαγόρευσης του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.2. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ (86) Η συμφωνία υπεγράφη στις 8 Οκτωβρίου 1985. Σύμφωνα με το άρθρο 12, η διάρκειά της είναι απεριόριστη και είναι δυνατό να καταγγελθεί μόνον εφόσον τηρηθεί προθεσμία αναγγελίας δώδεκα μηνών(102). Μετά την αποστολή της κοινοποίησης αιτιάσεων στην παρούσα υπόθεση, τον Οκτώβριο του 2000, όλα τα μέρη πλην της Battin ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι είχαν καταγγείλει επισήμως τη συμφωνία με επιστολή στα άλλα μέρη. Η συμφωνία παρέμεινε, συνεπώς, επισήμως σε ισχύ μέχρι τον Οκτώβριο του 2000. Εντούτοις, η Interbrew ενημέρωσε την Επιτροπή, στις 16 Φεβρουαρίου 2000, ότι είχε δώσει εντολή στις θυγατρικές της Mousel και Diekirch να θέσουν τέρμα στην εφαρμογή της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, προς όφελος όλων των μερών, η Επιτροπή θεωρεί ότι η παράβαση έπαψε να υφίσταται εκείνη την ημερομηνία. Η διάρκεία της, συνεπώς, είναι μεγαλύτερη των 14 ετών. 3.3. ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ (87) Η παρούσα απόφαση πρέπει να απευθυνθεί στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν άμεσα στην παράβαση, δηλαδή στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας. Εντούτοις, μετά την εξαγορά της Diekirch από την Mousel(103) και την αλλαγή της εμπορικής επωνυμίας της εταιρείας αυτής, η απόφαση θα απευθυνθεί στην Brasserie de Luxembourg Mousel-Diekirch στον βαθμό που αφορά την Diekirch και την Mousel. 3.4. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17 (88) Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει πρόστιμα, εντός των ορίων που ορίζει το ίδιο άρθρο, όταν επιχειρήσεις εκ προθέσεως ή εξ αμελείας έχουν διαπράξει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. 3.4.1. ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ (89) Παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού θεωρείται ότι διαπράττεται εκ προθέσεως όταν οι εμπλεκόμενοι έχουν επίγνωση ότι η εν λόγω πράξη έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Μικρή σημασία έχει αν επιπλέον έχουν επίγνωση ότι παραβιάζουν διάταξη της συνθήκης(104). Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις διατάξεις που αφορούν τους αλλοδαπούς ζυθοποιούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέρη δεν ήταν δυνατό να αγνοούν ότι ο στόχος τους συνιστούσε περιορισμό του ανταγωνισμού. Εξάλλου, τα μέρη δεν προέβαλαν καμία αιτιολογία όσον αφορά αυτές τις διατάξεις. Αναφορικά με τους περιορισμούς του ανταγωνισμού μεταξύ των συμβαλλόμενων ζυθοποιών, οι οποίοι απορρέουν από την αμοιβαία εφαρμογή των ρητρών ζύθου, είναι πιθανό ότι, κατά τη σύναψη της συμφωνίας και μέχρι τον Μάρτιο του 1996, τα μέρη να ενθαρρύνονταν από τη νομική αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε με τη νομολογία του Λουξεμβούργου σχετικά με τον μη καθορισμό τιμών ή ποσοτήτων(105). Εντούτοις, η αιτιολογία αυτή έπαψε να υφίσταται τον Μάρτιο του 1996, όταν υπήρξε μεταστροφή της νομολογίας. (90) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι τα μέρη διέπραξαν παράβαση εκ προθέσεως, ακόμη κι αν η νομολογία του Λουξεμβούργου δημιούργησε αμφιβολία σχετικά με τον παραβατικό χαρακτήρα ορισμένων ρητρών για κάποιο χρονικό διάστημα. 3.4.2. ΠΟΣΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ (91) Για να καθορίσει το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και, ιδίως, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης. 3.4.2.1. Σοβαρότητα της παράβασης (92) Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παράβασης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον χαρακτήρα της, τη συγκεκριμένη επίπτωσή της στην αγορά, εφόσον είναι δυνατό να προσδιοριστεί ποσοτικά, και την έκταση της εξεταζόμενης γεωγραφικής αγοράς. Στην προκειμένη περίπτωση, η παράβαση έχει στόχο τη διατήρηση της πελατείας και, κατά συνέπεια, των μεριδίων αγοράς των βασικών επιχειρήσεων ζυθοποιίας που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο, καθώς και να εμποδίσει τη διείσδυση αλλοδαπών ζυθοποιών στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου. Αποτελεί, συνεπώς, μία από τις σοβαρότερες μορφές παράβασης του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης. Εντούτοις, το μέγεθος της παράβασης περιορίζεται στον τομέα "Horeca" και μόνο στα καταστήματα επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών που συνδέονται με τα μέρη μέσω ρήτρας αποκλειστικής αγοράς(106). Εξάλλου, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι εφαρμόστηκαν οι διατάξεις για τον περιορισμό του ανταγωνισμού όσον αφορά τους αλλοδαπούς ζυθοποιούς. Τέλος, η συμφωνία εφαρμόζεται μόνο στο Λουξεμβούργο. Η επικράτεια αυτού του κράτους μέλους είναι σχετικά περιορισμένης έκτασης και αποτελεί τη μικρότερη αγορά της Κοινότητας όσον αφορά τον συνολικό όγκο του ζύθου που καταναλώνεται. (93) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή χαρακτηρίζει την παράβαση σοβαρή. (94) Επιπλέον, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική ικανότητα των επιχειρήσεων να προκαλέσουν σημαντική ζημία στους άλλους επιχειρηματίες, και ιδίως στους καταναλωτές, και να καθορισθεί το ποσό του προστίμου σε επίπεδο που θα του προσέδιδε επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα. (95) Όταν υπάρχει σημαντική διαφορά ως προς το μέγεθος των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, πρέπει να σταθμίζεται το καθοριζόμενο ποσό, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη το ειδικό βάρος της παράβασης που διαπράττει η κάθε επιχείρηση σε βάρος του ανταγωνισμού. Οι πωλήσεις της Wiltz και της Battin στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου είναι τουλάχιστον δέκα φορές χαμηλότερες από τις πωλήσεις της Bofferding, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μόνον το 60 % περίπου των πωλήσεων της Brasserie de Luxembourg σε αυτό τον τομέα(107). Ως εκ τούτου, πρέπει να διαχωριστούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε τρεις ομάδες, ανάλογα με το μέγεθος των πωλήσεών τους στον εξεταζόμενο τομέα, και να καθορισθεί, για κάθε μια από τις ομάδες αυτές, το ποσό του προστίμου ανάλογα με την σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης, ως ακολούθως: >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> (96) Εξάλλου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η Brasserie de Luxembourg ανήκει στον όμιλο Interbrew, έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους ζυθοποιίας παγκοσμίως. Για να έχει το πρόστιμο αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα και για να ληφθεί υπόψη το ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις διαθέτουν γνώσεις και νομικο-οικονομικές δυνατότητες που τους επιτρέπουν να εκτιμήσουν ακριβέστερα τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους καθώς και των συνεπειών της στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή θεωρεί ότι το καθοριζόμενο για την επιχείρηση αυτή ποσό της αιτιολογικές σκέψης 95 πρέπει να προσαυξηθεί εφαρμόζοντας συντελεστή τρία. Επομένως, το ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου στην Brasserie de Luxembourg, το οποίο προκύπτει από τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης, ανέρχεται σε 1500000 ευρώ. 3.4.2.2. Διάρκεια της παράβασης (97) Η παράβαση διήρκησε για διάστημα άνω των 14 ετών(108). Ήταν, συνεπώς, μακροχρόνια. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό δικαιολογεί προσαύξηση του αρχικού ποσού κατά 100 %. (98) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3.4.2.3. Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις (99) Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επιβαρυντικές περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση. (100) Όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η νομολογία του Λουξεμβούργου που αμφισβητούσε την εγκυρότητα ορισμένων ρητρών ζύθου δημιούργησε αμφιβολία κατά την εποχή της σύναψης της συμφωνίας και μέχρι τον Μάρτιο του 1996 (ημερομηνία μεταστροφής της νομολογίας) σχετικά με τον παραβατικό χαρακτήρα των περιορισμών όσον αφορά την αμοιβαία εφαρμογή των ρητρών ζύθου. Κατά συνέπεια, το πρόστιμο που επιβάλλεται στην κάθε επιχείρηση πρέπει να μειωθεί κατά 20 %. (101) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> 3.4.3. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΗ ΕΠΙΒΟΛΗ Ή ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ (102) Η Brasserie de Luxembourg (πρώην Mousel και Diekirch) και η μητρική της εταιρεία, η Interbrew, επικαλούνται την εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων και ισχυρίζονται ότι πληρούν τους όρους για να επωφεληθούν από μείωση προστίμου τουλάχιστον κατά 75 % του προστίμου, ακόμη και από τη μη επιβολή προστίμου δυνάμει του τίτλου B της εν λόγω ανακοίνωσης. (103) Πρώτον, η Interbrew ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την ύπαρξη της συμφωνίας πριν να προβεί η Επιτροπή σε επαλήθευση και πριν να έχει στη διάθεσή της άλλες πληροφορίες σχετικά με αυτή τη συμφωνία(109). (104) Δεύτερον, διαβιβάζοντας το κείμενο της συμφωνίας στην Επιτροπή, η Interbrew υπήρξε η πρώτη επιχείρηση που έδωσε στοιχεία καθοριστικής σημασίας τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη της συμφωνίας. (105) Τρίτον, οι Diekirch και Mousel έπαψαν να συμμετέχουν στην παράνομη δραστηριότητα πριν να ενημερωθεί η Επιτροπή. Πράγματι, όταν η Interbrew ενημέρωσε την Επιτροπή για την ύπαρξη της συμφωνίας, έδωσε τη διαβεβαίωση ότι είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να πάψουν οι θυγατρικές της να εφαρμόζουν τη συμφωνία αυτή. (106) Τέταρτον, η Interbrew έδωσε στην Επιτροπή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους οι θυγατρικές της Mousel και Diekirch σχετικά με τη συμφωνία, πέραν από τις πληροφορίες τις οποίες απαιτούσαν οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Επιπλέον, διατήρησε διαρκή και πλήρη συνεργασία κατά τη διάρκεια της έρευνας και δεν αμφισβήτησε την ουσία των πραγματικών περιστατικών τα οποία η κοινοποίηση αιτιάσεων αποδίδει στις συμμετέχουσες στη συμφωνία επιχειρήσεις. (107) Τέλος, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Interbrew ή οι θυγατρικές της ανάγκασαν κάποια άλλη επιχείρηση να συμμετάσχει στη συμφωνία, ούτε ότι διαδραμάτισαν ρόλο υποκινητή ή είχαν καθοριστική συμμετοχή στην παράνομη δραστηριότητα. (108) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Brasserie de Luxembourg πληροί τους όρους που απαριθμούνται στον τίτλο B της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων και, ως εκ τούτου, ότι πρέπει να μην επιβληθεί πρόστιμο σε αυτή την επιχείρηση. 3.4.4. ΤΕΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ (109) >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Οι Brasserie de Diekirch, Brasseries Réunies de Luxembourg Mousel et Clausen, Brasserie Nationale-Bofferding, Brasserie de Wiltz και Brasserie Battin παραβίασαν το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης με το να συνάψουν συμφωνία η οποία είχε στόχο τη διατήρηση της πελατείας της κάθε επιχείρησης στον τομέα "Horeca" του Λουξεμβούργου και να εμποδίσει τη διείσδυση αλλοδαπών ζυθοποιών σε αυτό τον τομέα. Η παράβαση διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1985 έως τον Φεβρουάριο του 2000. Άρθρο 2 >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ> Άρθρο 3 Τα επιβαλλόμενα πρόστιμα πρέπει να καταβληθούν εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, στον ακόλουθο τραπεζικό λογαριασμό: Compte n° 642-0029000-95 Commission européenne - Europese Commissie Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (BBVA) IBAN Code: BE76 6420 0290 0095 SWIFT Code: BBVABEBB Avenue des Arts - Kunstlaan 43 B-1040 Bruxelles - Brussel Με την παρέλευση αυτής της προθεσμίας, θα επιβάλλονται αυτομάτως τόκοι με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης, κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες. Άρθρο 4 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις: 1. Brasserie de Luxembourg Mousel-Diekirch SA, 2 rue de la Tour Jacob, L-1831 Luxembourg, Grand-Duché de Luxembourg· 2. Brasserie Nationale-Bofferding SA, 2 boulevard J.F. Kennedy, L-4901 Bascharage, Grand-Duché de Luxembourg· 3. Brasserie de Wiltz, 14 rue Joseph Simon, L-9550 Wiltz, Grand-Duché de Luxembourg· 4. Brasserie Battin, 22 boulevard J.F. Kennedy, 4170 Esch/Alzette, Grand-Duché de Luxembourg. Η παρούσα απόφαση είναι εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 256 της συνθήκης. Βρυξέλλες, 5 Δεκεμβρίου 2001. Για την Επιτροπή Mario Monti Μέλος της Επιτροπής (1) ΕΕ 13 της 21.2.1962, σ. 204/62. (2) ΕΕ L 148 της 15.6.1999, σ. 5. (3) ΕΕ L 354 της 30.12.1998, σ. 18. (4) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 15 έως 23. (5) ΕΕ C 207 της 18.7.1996, σ. 4. (6) Τα εντός αγκύλης στοιχεία θεωρούνται ως επιχειρηματικό απόρρητο από το ενδιαφερόμενο μέρος. (7) Ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφενεία. (8) Πηγή: απαντήσεις της Bofferding της 13.3.2000 και της 10.5.2000. (9) Πηγή: απαντήσεις της Diekirch της 8.3.2000 και της 3.5.2000. (10) Πηγή: απαντήσεις της Mousel της 8.3.2000 και της 3.5.2000. (11) Πηγή: απαντήσεις της Wiltz της 8.3.2000 και της 2.5.2000. (12) Πηγή: απαντήσεις της Battin της 10.3.2000 και της 9.5.2000. (13) Πηγή: απαντήσεις των μερών αναφερόμενες στις υποσημειώσεις 7 έως 12. (14) Πηγή: απάντηση της Bofferding της 10.5.2000 (έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 680 και 681). (15) Βλέπε τα στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 3. (16) Πηγές: απάντηση της Bofferding της 10.5.2000 (έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 680 και 681), που επιβεβαιώνεται από την απάντηση της Diekirch της 2.8.2000 (έγγραφο αριθ. 37800, σ. 1109) και την απάντηση της Wiltz της 2.5.2000 (έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 693). (17) Πηγή: εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην απάντηση της Bofferding της 3.4.2001 στις ερωτήσεις της Επιτροπής μετά την ακρόαση της 13ης Μαρτίου 2001. (18) Πηγή: απαντήσεις των μερών που αναφέρονται στις υποσημειώσεις 7 έως 12 και απάντηση της ομοσπονδίας των λουξεμβούργιων ζυθοποιών της 22.5.2000 (έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 699 έως 701). Ένα μόνο μέρος, η Battin, υπολόγισε ότι ο αριθμός των ποτοπωλείων στο Λουξεμβούργο ανέρχεται σε 2200 περίπου. (19) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 616 έως 618. (20) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 620 έως 624. (21) Άδεια εκμετάλλευσης καταστήματος επιτόπου κατανάλωσης οινοπνευματωδών. (22) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 628. (23) Πηγή: επιστολή των δικηγόρων της Interbrew της 23.3.2000 (έγγραφο αριθ. 37 800 σ. 476 και 477). (24) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 20. (25) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 21. (26) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 13. (27) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 249 και 250. (28) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 449. (29) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 131. (30) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 132. (31) Απάντηση της Battin της 10.3.2000. (32) Απάντηση της Bofferding της 13.3.2000. (33) Απάντηση της Diekirch της 13.3.2000. (34) Απάντηση της Bofferding της 13.3.2000. (35) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 70 και 71. (36) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 216. (37) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 252. (38) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 337 και 338. (39) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 339. (40) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 17 σχετικά με τη διαδικασία καταγγελίας της συμφωνίας. (41) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 2. (42) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 9. (43) Αποφάσεις του ακυρωτικού δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1995 στις υποθέσεις Compagnie Atlantique de Téléphone κατά Sunaco· Cofratel κατά Bechtel France· Vassali κατά Gagnaire και Société Le Montparnasse κατά GST Alcatel Bretagne, Gazette du Palais της 8.12.1995. (44) Εμπορική απόφαση II αριθ. 180/96 του δικαστηρίου του Λουξεμβούργου της 6ης Μαρτίου 1996 στην υπόθεση Brasserie Nationale κατά Jacoby. (45) Απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 8ης Νοεμβρίου 1983, IAZ International Belgium και λοιποί κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 96-102, 104, 105, 108, και 110/82, Συλλογή 1983, σ. 3369, σημεία 23 έως 25. (46) Απόφαση του Πρωτοδικείου των ΕΚ της 6ης Ιουλίου 2000, Volkswagen κατά Επιτροπής, T-62/98, Συλλογή 2000, σ. II-2707, σημείο 178. (47) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 25. (48) ΕΕ C 372 της 9.12.1997, σ. 13. (49) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 11. (50) Βλέπε στην αιτιολογική σκέψη 9 την ερμηνεία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τις συνεδριάσεις της 7ης Οκτωβρίου 1986 και της 2ας Δεκεμβρίου 1986. (51) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 29. (52) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 8. (53) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 30. (54) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 31. (55) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 30. (56) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 30. (57) Βλέπε την επιστολή του δικηγόρου της Bofferding της 19.8.1996, έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 324. (58) Έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 406 και 418. (59) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 31. (60) Βλέπε, παραδείγματος χάρη, τις συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας της Bofferding, έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 126 έως 130 και σ. 145 έως 149, τη συμπληρωματική σύμβαση της Diekirch του Δεκεμβρίου του 1988, έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 199 και 200, καθώς και τη σύμβαση προμήθειας της Diekirch, έγγραφο αριθ. 37 800, σ. 342 έως 347. (61) ΕΕ L 173 της 30.6.1983, σ. 5. (62) ΕΕ L 214 της 6.8.1997, σ. 27. (63) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 32. (64) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 33. (65) Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1985, Stichting Sigarettenindustrie και λοιποί κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 240, 241, 242, 261, 262, 268 και 269/82, Συλλογή 1985, σ. 3831. (66) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 17. (67) Βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση IAZ, σημείο 25. (68) Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss China Time κατά Benetton International, C-126/97, Συλλογή 1999, σ. I-3055, σημείο 39. (69) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, European Night Services και λοιποί κατά Επιτροπής, T-374/94, Συλλογή 1998, σ. II-3141, σημείο 136. (70) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 25. (71) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 23. (72) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 20. (73) Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14. (74) Βλέπε τα παραδείγματα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 24. (75) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 19. (76) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 25. (77) Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989, SC Belasco και λοιποί κατά Επιτροπής, 246/86, Συλλογή 1989, σ. 2117, σημείο 34. (78) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 18. (79) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 36. (80) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 37. (81) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 18. (82) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38. (83) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 5. (84) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 6. (85) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 38. (86) Βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση European Night Services, σημείο 136. (87) Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1985, Remia και λοιποί κατά Επιτροπής, 42/84, Συλλογή 1985, σ. 2545, σημείο 22. (88) Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 67 έως 73. (89) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 19. (90) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 16. (91) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 5. (92) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 42. (93) Απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 1978, Miller International Schallplatten κατά Επιτροπής, 19/77, Συλλογή 1978, σ. 131, σημείο 15 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, Tate & Lyle κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-202, 204 και 207/98 (δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή), σημείο 84. (94) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 43. (95) Βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση Belasco. (96) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 78. (97) Απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1986, Windsurfing International κατά Επιτροπής, 193/83, Συλλογή 1986, σ. 611, σημείο 96. (98) Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 69 και 70. (99) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 39. (100) ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4. (101) Παράγραφος 20 της ανακοίνωσης de minimis. (102) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 17. (103) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 4. (104) Βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση Miller, σημείο 18 και την προαναφερθείσα απόφαση Tate & Lyle, σημείο 127. (105) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 30. (106) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 6. (107) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 3. (108) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 86. (109) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 2.