Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001D0168

Απόφαση της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για το φόρο εταιρειών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 3269]

ΕΕ L 60 της 1.3.2001, p. 57–61 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2001/168/oj

32001D0168

Απόφαση της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για το φόρο εταιρειών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 3269]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 060 της 01/03/2001 σ. 0057 - 0061


Απόφαση της Επιτροπής

της 31ης Οκτωβρίου 2000

σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για το φόρο εταιρειών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 3269]

(Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2001/168/ΕΚΑΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, και ιδίως το άρθρο 4 στοιχείο γ),

την απόφαση αριθ. 2496/96/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήπου και χάλυβα(1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 5,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(2) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Με επιστολή της 16ης Απριλίου 1996, η Επιτροπή, έχοντας ειδοποιηθεί από ανταγωνιστές των ισπανικών χαλυβουργικών επιχειρήσεων, ζήτησε από τις ισπανικές αρχές να της διαβιβάσουν πληροφορίες προκειμένου να αξιολογήσει το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις του άρθρου 34 του νόμου 43/1995, της 27ης Δεκεμβρίου 1995, για το φόρο εταιρειών(3).

(2) Με επιστολή της 7ης Αυγούστου 1997, η Επιτροπή ενημέρωσε την ισπανική κυβέρνηση για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5 της απόφασης αριθ. 2496/96/ΕΚΑΧ (στο εξής "κώδικας ενισχύσεων προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα") σχετικά με την ανωτέρω διάταξη. Δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 34 του νόμου 43/1995 έχουν εφαρμοσθεί με τους ίδιους όρους από το επαρχιακό συμβούλιο της Vizcaya [άρθρο 43 του επαρχιακού νόμου 3/96, της 26ης Ιουνίου 1996(4)], από το επαρχιακό συμβούλιο της Guipúzcoa [άρθρο 43 του επαρχιακού νόμου 7/1996, της 4ης Ιουλίου 1996(5)] και από το επαρχιακό συμβούλιο της Álava [άρθρο 43 του επαρχιακού νόμου 24/1996, της 5ης Ιουλίου 1996(6)], που διαθέτουν αυτόνομες φορολογικές αρχές, κοινοποιήθηκε στις ισπανικές αρχές ότι η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 του κώδικα ενισχύσεων προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα κάλυπτε και τα τρία αυτά άρθρα.

(3) Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(7). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(4) Η ισπανική κυβέρνηση απάντησε με επιστολή της 13ης Οκτωβρίου 1997. Η UNESID (Unión de Empresas Siderúrgicas - Ένωση Χαλυβουργικών Επιχειρήσεων), η Wirtschaftsvereinigung Stahl και η CEOE (Confederación Española de Organizaciones Empresariales - Ισπανική συνομοσπονδία Επιχειρηματικών Οργανώσεων) υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους προς την Επιτροπή με επιστολές της 27ης Νοεμβρίου, της 1ης Δεκεμβρίου και της 27ης Νοεμβρίου 1997, αντίστοιχα. Η Ισπανία απάντησε στις παρατηρήσεις των τρίτων με επιστολή της 16ης Μαρτίου 1998.

II. ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(5) Το άρθρο 34 του νόμου 43/1995, με τίτλο "Έκπτωση φόρου για εξαγωγικές δραστηριότητες", ορίζει ότι η πραγματοποίηση εξαγωγικών δραστηριοτήτων παρέχει στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να τυγχάνουν φορολογικών εκπτώσεων μέχρι ποσοστού 25 %:

α) επί του ποσού των επενδύσεων που πραγματοποιούνται για τη δημιουργία υποκαταστημάτων ή μόνιμων εγκαταστάσεων στο εξωτερικό, καθώς και για την απόκτηση συμμετοχών σε επιχειρήσεις της αλλοδαπής ή για την ίδρυση θυγατρικών που σχετίζονται άμεσα με την εξαγωγική δραστηριότητα αγαθών ή υπηρεσιών ή την παροχή τουριστικών υπηρεσιών στην Ισπανία,

β) επί των διαφημιστικών δαπανών που συνεπάγεται η εισαγωγή προϊόντων στην αγορά σε πολυετή βάση,

γ) επί των δαπανών εισόδου στην αγορά και έρευνας των αγορών του εξωτερικού,

δ) επί των δαπανών που συνεπάγεται η συμμετοχή σε εμποροπανηγύρεις, εκθέσεις και άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις, περιλαμβανομένων και αυτών που έχουν διεθνή χαρακτήρα και λαμβάνουν χώρα στην Ισπανία.

III. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(6) Αμφότερες η CEOE και η UNESID, με παρεμβάσεις τους, αντιτάχθηκαν στην απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία, κατά βάση για τους ίδιους λόγους που επικαλούνται και οι ισπανικές αρχές (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 12). Υπογράμμισαν, ιδίως, το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις, σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, δεν αποσκοπούσαν στην προώθηση της ίδρυσης υποκαταστημάτων παραγωγής στο εξωτερικό. Η CEOE πρόσθεσε ότι ανάλογα μέτρα ισχύουν και σε άλλα κράτη μέλη.

(7) Σε αντίθεση με τους δύο άλλους ενδιαφερόμενους, η Wirtschaftsvereinigung Stahl με παρέμβασή της επικρότησε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας συμφωνώντας με την αξιολόγηση της Επιτροπής ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Εξάλλου, η Wirtschaftsvereinigung Stahl υποστήριξε τα ακόλουθα:

- η εσκεμμένη προώθηση εξαγωγών υπέρ των ισπανικών επιχειρήσεων στρεβλώνει τον ανταγωνισμό για τις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών, πράγμα που παραβιάζει τις αρχές της κοινής αγοράς,

- σύμφωνα με τη συνθήκη ΕΚΑΧ κάθε κρατική ενίσχυση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό· το άρθρο 4 στοιχείο γ) απαγορεύει τις φορολογικές ενισχύσεις, ιδίως εφόσον αποσκοπούν στη διευκόλυνση των πωλήσεων σε άλλα κράτη μέλη.

IV. ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

(8) Στην απάντησή της στην κίνηση της διαδικασίας, η ισπανική κυβέρνηση αναφέρει ότι η διάταξη που έδωσε αφορμή στη διενέργεια έρευνας εκ μέρους της Επιτροπής έχει μακρά παράδοση στο ισπανικό σύστημα, δεδομένου ότι εφαρμόζεται από το 1978, χρόνο έναρξης ισχύος του φόρου εταιρειών, και επομένως είναι προγενέστερη της ένταξης της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

(9) Η ισπανική κυβέρνηση διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με την ανάλυση βάσει της οποίας τα γενικά μέτρα που περιέχονται στο άρθρο 34 του νόμου 43/1995 συνιστούν πιθανώς εξαγωγική ενίσχυση, με τη μορφή φορολογικής έκπτωσης, για τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν χαλυβουργικές επιχειρήσεις, καθώς και σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 4 της συνθήκης ΕΚΑΧ και της απόφασης αριθ. 2496/96/ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι η ισπανική φορολογική νομοθεσία δεν προβλέπει κανένα πλεονέκτημα φορολογικού χαρακτήρα που να αναφέρεται, κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά, στις εξαγωγές των χαλυβουργικών επιχειρήσεων.

(10) Εξάλλου, παρότι οι εξαγωγές επελέγησαν ως το χαρακτηριστικό στοιχείο που φανερώνει την παρουσία ισπανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, δεν αποτελούν το σκοπό της έκπτωσης. Κατά συνέπεια, το μέγεθος της έκπτωσης δεν εξαρτάται από το βαθμό της εν λόγω δραστηριότητας και δεν συνδέεται με τον όγκο των εξαγωγών.

(11) Σύμφωνα με την ισπανική κυβέρνηση, το άρθρο 34 του νόμου 43/1995 πρέπει να θεωρείται γενικό μέτρο και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί κρατική ενίσχυση. Ο γενικός χαρακτήρας του άρθρου 34 πρέπει να απαλλαγεί από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

i) το άρθρο εφαρμόζεται σε όλους τους φορολογούμενους, ανεξαρτήτως του αν διαμένουν στο ισπανικό έδαφος ή στο εξωτερικό, εφόσον δραστηριοποιούνται σε μόνιμη εγκατάσταση. Επομένως, το άρθρο 34 επιφυλάσσει ίση μεταχείριση σε μόνιμους και μη κατοίκους της ισπανικής επικράτειας,

ii) εφαρμόζεται σε όλους τους φορολογούμενους, ανεξαρτήτως του φορολογικού τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται,

iii) εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν εμπεριέχει διακρίσεις: οι φορολογικές αρχές δεν εποπτεύουν τη χορήγηση της έκπτωσης που προβλέπεται στο άρθρο 34. Οι ίδιοι οι φορολογούμενοι την εφαρμόζουν άμεσα, ενώ οι φορολογικές αρχές περιορίζονται να ελέγχουν με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θεσπίζει η διάταξη. Εξάλλου, οι εν λόγω έλεγχοι δεν διενεργούνται ειδικά σε σχέση με το άρθρο 34, αλλά, αντιθέτως, εντάσσονται στη γενική παρακολούθηση της φορολογίας των επιχειρήσεων,

iv) ανέκαθεν αποτελούσε μέρος της ισπανικής φορολογικής φιλοσοφίας.

(12) Τέλος, η ισπανική κυβέρνηση παρατηρεί ότι η εφαρμογή των ανωτέρω εκπτώσεων στα πλαίσια της ισπανικής νομοθεσίας χρονολογείται από την εποχή έγκρισης του νόμου 61/1978, στις 27 Δεκεμβρίου 1978, για το φόρο εταιρειών(8). Το άρθρο 26 του ανωτέρω νόμου, το οποίο αναφέρεται στις επιπτώσεις ανά επένδυση, θεσπίζει, στην παράγραφο 3, τις εκπτώσεις που εφαρμόζονται στις εξαγωγικές επιχειρήσεις με τους ίδιους σχεδόν όρους που αναφέρονται στο άρθρο 34 του νόμου 43/1995. Όπως έχει επανειλημμένα αποφανθεί το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υφιστάμενα μέτρα θεωρούνται εκείνα που υπήρχαν πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης, δηλαδή στην περίπτωση της Ισπανίας, πριν από την έναρξη ισχύος της πράξης προσχώρησης. Επομένως, τα εξεταζόμενα φορολογικά μέτρα, τα οποία σημειωτέού θεσπίστηκαν με νόμο προγενέστερο της ένταξης της Ισπανίας στην Κοινότητα, αποτελούν υφιστάμενα μέτρα.

V. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(13) Το άρθρο 4 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΧ ορίζει ότι οι επιχορηγήσεις ή οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη κρίνονται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και κατά συνέπεια καταργούνται και απαγορεύονται εντός της Κοινότητας. Ο κώδικας ενισχύσεων προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα προβλέπει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ως μοναδικές εξαιρέσεις της γενικής αυτής απαγόρευσης:

α) ενισχύσεις για την έρευνα και την ανάπτυξη,

β) ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος,

γ) ενισχύσεις για διακοπή λειτουργίας.

(14) Πρέπει να σημειωθεί ότι, στην παρούσα περίπτωση, η Ισπανία δεν επικαλείται καμία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις.

(15) Όσον αφορά το θέμα που ήγειρε η Ισπανία, καθώς και οι δύο ισπανοί ενδιαφερόμενοι, ότι δηλαδή ο εξεταζόμενος νόμος θα έπρεπε να θεωρηθεί υφιστάμενη ενίσχυση, δεδομένου ότι ο νόμος 43/1995 επικυρώνει νομοθεσία που ίσχυε από το 1978, ήτοι πριν από την ένταξη της Ισπανίας στις Κοινότητες, και ότι, ως εκ τούτου, ήταν εσφαλμένη η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή υποχρεούται να υπενθυμίσει ότι αντικείμενο της απόφασής της ήταν η αξιολόγηση των εξεταζόμενων μέτρων μόνο στα πλαίσια των διατάξεων της συνθήκης ΕΚΑΧ, από τις οποίες απουσιάζει η έννοια της υφιστάμενης ενίσχυσης. Το άρθρο 4 στοιχείο γ) της εν λόγω συνθήκης θεσπίζει, σε αντίθεση με το άρθρο 87 της συνθήκης ΕΚ, ότι οι επιχορηγήσεις ή οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη κρίνονται ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και, κατά συνέπεια, καταργούνται ή απαγορεύονται εντός της Κοινότητας. Βάσει των διατάξεων αυτών, η Επιτροπή εκτιμά ότι κάθε νέο κράτος μέλος, από τη στιγμή που αρχίζει να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, πρέπει να πάψει να χορηγεί οποιουδήποτε είδους ενίσχυση χορηγούσε υπέρ των επιχειρήσεων που καλύπτονται από την εν λόγω συνθήκη. Στην αντίθετη περίπτωση, κάθε ενίσχυση που έχει χορηγήσει το νέο κράτος μέλος από την ημερομηνία εισόδου του στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα πρέπει να θεωρείται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 4 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΧ.

(16) Συνεπώς, το επιχείρημα το οποίο επικαλείται η Ισπανία μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο σε σχέση με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της συνθήκης ΕΚ. Εντούτοις, η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δεν αναφερόταν σε ενίσχυση που χορηγήθηκε σε επιχειρήσεις που διέπονται από τη συνθήκη ΕΚ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν συμμερίζεται το επιχείρημα ότι, από νομική άποψη, το μέτρο αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση.

(17) Σχετικά με το αν, στην παρούσα υπόθεση, το καθεστώς φορολογικής έκπτωσης πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, οι ισπανικές αρχές αποδίδουν καθοριστική σημασία -υποστηρίζοντας ότι το καθεστώς φορολογικών εκπτώσεων δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση- στο γεγονός ότι η εν λόγω φορολογική μείωση είναι, αφενός, γενική και, αφετέρου, άμεσα εφαρμοστέα από τις ίδιες τις δικαιούχους επιχειρήσεις χωρίς την παρέμβαση των κρατικών αρχών. Τούτο σημαίνει ότι η πρακτική εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κανενός δημόσιου οργανισμού.

(18) Ως προς το θέμα αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [βλέπε απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 1961 στην υπόθεση 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Alta Autoridad(9)] και σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής(10), υπενθυμίζεται ότι βάσει του κοινοτικού δικαίου η έννοια της ενίσχυσης δεν καλύπτει μόνο τη θετική ενίσχυση εκ μέρους του κράτους, αλλά και κάθε μέτρο που ανακουφίζει μια επιχείρηση από βάρος το οποίο θα έπρεπε διαφορετικά να επωμιστεί, ανεξαρτήτως εάν στην πραγματικότητα εφαρμόζεται άμεσα από τις ίδιες τις δικαιούχους επιχειρήσεις. Επομένως, οι μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις, τα προτιμησιακά κρατικά δάνεια και οι εκπτώσεις φόρου είσοδήματος ή φόρου εταιρειών είναι μέτρα που πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις.

(19) Συγκεκριμένα, και κατ' αναλογία με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 15ης Μαρτίου 1994, στην υπόθεση C-387/92, Banco Exterior de España S.A. κατά Ayuntamiento de Valencia(11), η Επιτροπή εκτιμά ότι μία έκπτωση φόρου που χορηγείται σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις συνιστά κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι τοποθετεί τους αδέκτες της έκπτωσης σε πολύ ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με άλλους φορολογούμενους(12).

(20) Όσον αφορά την ιδιαιτερότητα της επιχορήγησης, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα τόσο με την πρακτική της Επιτροπής(13),όσο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [βλέπε αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1969 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας(14) και της 7ης Ιουνίου 1988 στην υπόθεση 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής(15)], μια επιχορήγηση είναι ειδική και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρείται κρατική ενίσχυση και όχι γενικό μέτρο, ακόμη και αν, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να θεωρηθεί γενική ως προς τη μορφή, όταν στην πράξη ευνοεί μόνο μία συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων. Στην παρούσα περίπτωση, πρώτον, τα εξεταζόμενα φορολογικά μέτρα στηρίζουν τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν συγκεκριμένες εξαγωγικές δραστηριότητες και αποκλείουν τις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν εξαγωγές, τους εξαγωγείς που ασκούν εξαγωγικές δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται στη διάταξη, καθώς επίσης και τους εξαγωγείς που πραγματοποιούν στην Ισπανία το είδος των επενδύσεων που αναφέρονται στη διάταξη. Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι τα εξεταζόμενα φορολογικά μέτρα υφίστανται από το 1978, ούτε η ισπανική κυβέρνηση ούτε οι ενδιαφερόμενοι οι οποίοι παρενέβησαν στη διαδικασία επικαλέστηκαν λόγους που να τα δικαιολογούν ως αναγκαία για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του ισπανικού φορολογικού συστήματος(16). Τρίτον, παρότι είναι βέβαιο ότι η διακριτική ευχέρεια ενός δημόσιου οργανισμού όσον αφορά την εφαρμογή ενός μέτρου συμβάλλει στο χαρακτηρισμό του εν λόγω μέτρου ως ειδικού, η απλή απουσία διακριτικής ευχέρειας δεν καθιστά αυτομάτως το μέτρο γενικό.

(21) Όσον αφορά το γεγονός ότι ενδέχεται και σε άλλα κράτη μέλη να υφίστανται ανάλογα μέτρα, είναι άνευ σημασίας, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά μπορούν με τη σειρά τους να αποτελέσουν αντικείμενο των διαδικασιών που θεσπίζονται στη συνθήκη ΕΚΑΧ [βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Μαρτίου 1977 στην υπόθεση 78/76, Steinike & Weinlig κατά Γερμανίας(17)].

(22) Τέλος, οι ισπανοί ενδιαφερόμενοι, όπως και η ισπανική κυβέρνηση, επεσήμαναν στην Επιτροπή ότι οι επίμαχες διατάξεις, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, δεν αποσκοπούν στην προώθηση της δημιουργίας υποκαταστημάτων παραγωγής στο εξωτερικό. Κατόπιν αναλυτικής εξέτασης της διατύπωσης του άρθρου 34 του νόμου 43/1995, ιδίως του τίτλου και της παραγράφου 1, η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι στις επίμαχες ισπανικές διατάξεις δεν αναφέρεται ειδικά η δημιουργία υποκαταστημάτων παραγωγής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εν λόγω υποκαταστήματα έχουν σχέση με τις εξαγωγικές δραστηριότητες της δικαιούχου επιχείρησης.

VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(23) Από τη διατύπωση του νόμου 43/1995 προκύπτει ότι οι οικείες διατάξεις είναι εφαρμοστέες, μεταξύ άλλων, στις χαλυβουργικές επιχειρήσεις που φορολογούνται στην Ισπανία και οι οποίες ασκούν εξαγωγικές δραστηριότητες που συνεπάγονται επενδύσεις ή δαπάνες στο εξωτερικό. Επομένως, οι εν λόγω επιχειρήσεις απολαμβάνουν σαφούς πλεονεκτήματος έναντι: i) των φορολογούμενων στην Ισπανία χαλυβουργικών επιχειρήσεων οι οποίες δεν πραγματοποιούν εξαγωγές· ii) των φορολογούμενων στην Ισπανία χαλυβουργικών επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούν εξαγωγές, αλλά δεν προβαίνουν σε ανάλογες επενδύσεις στο εξωτερικό (διότι, παραδείγματος χάρη, αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν το ίδιο είδος επενδύσεων στην Ισπανία) και iii) των χαλυβουργικών επιχειρήσεων που δεν φορολογούνται στην Ισπανία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το εξεταζόμενο καθεστώς φορολογικών εκπτώσεων, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι ισπανικές αρχές, καθώς και οι ισπανοί ενδιαφερόμενοι, δεν έχει γενική εφαρμογή και, στην πραγματικότητα, δύναται αυτό καθαυτό να οδηγήσει στη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων. Συνεπώς, συνιστά κρατική ενίσχυση σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις και, εφόσον ευνοεί χαλυβουργικές επιχειρήσεις ΕΚΑΧ, αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 4 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΧ. Επιπλέον, στην παρούσα περίπτωση, δεν δύναται να εφαρμοσθεί καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κώδικα ενισχύσεων προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

(24) Όσον αφορά την επιστροφή της ενίσχυσης, εν γένει, εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι έχει χορηγηθεί κρατική ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, ζητεί από το κράτος μέλος την επιστροφή της. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν ζητεί την ανάκτηση της ενίσχυσης εάν τούτο αντίκειται σε γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

(25) Σχετικά με την παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι στις 30 Σεπτεμβρίου 1992(18) εξέδωσε απόφαση σχετικά με τις μεταβολές που εισήγαγε η Γαλλία στις φορολογικές διατάξεις που διέπουν τις εμπορικές εγκαταστάσεις και τις εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών στο εξωτερικό. Οι μεταβολές αυτές συνεπάγονταν την επέκταση των εν ισχύι τότε διατάξεων για εμπορικές επενδύσεις ή επενδύσεις στον τομέα παροχής υπηρεσιών στην Κοινότητα στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται εκτός Κοινότητας, καθώς και την κατάργηση των ειδικών διατάξεων για τις τελευταίες. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω επενδύσεις δεν συνιστούσαν ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 87 ΕΚ) και ότι συντελούσαν στην πραγμάτωση της κοινής αγοράς. Το γαλλικό σύστημα που ίσχυε προ του 1992 παρείχε τη δυνατότητα στις γαλλικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν επενδύσεις στο εξωτερικό με σκοπό την ίδρυση υποκαταστημάτων πωλήσεων ή υπηρεσιών μελέτης να απολαμβάνουν προσωρινής απαλλαγής ισοδύναμης με τις απώλειες που υφίσταντο λόγω της εγκατάστασής τους στο εξωτερικό (για χώρες εντός της Κοινότητας) ή με το ποσό που επενδύθηκε στην εγκατάσταση στο εξωτερικό (για χώρες εκτός Κοινότητας). Ως προς τις βιομηχανικές επενδύσεις εκτός Κοινότητας, προαπαιτείτο συμφωνία με το υπουργείο, ενώ η φοροαπαλλαγή μπορούσε νρι φθάσει μέχρι το 50 % της επένδυσης. Στην απόφασή της 73/263/ΕΟΚ(19), η Επιτροπή συνήγαγε ότι το εν λόγω φορολογικό σύστημα ήταν ουδέτερο όσον αφορά τον ανταγωνισμό και συμβατό με τους κανόνες που αφορούν το δικαίωμα εγκατάστασης. Το σύστημα αυτό είναι κατ' ουσίαν ανάλογο με το ισπανικό και ίσχυε όταν η Ισπανία προσχώρησε στην ΕΚΑΧ το 1986.

(26) Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι τον Ιούνιο του 1996, ο τότε αρμόδιος για τον ανταγωνισμό επίτροπος, στην απάντησή του, εξ' ονόματος της Επιτροπής, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή Raul Rosado Fernandes(20), σχετικά με το σύστημα φορολογικών εκπτώσεων, υπενθύμισε ότι τα εν λόγω μέτρα είχαν κοινοποιηθεί από την ισπανική κυβέρνηση ενόψει της ένταξης της Ισπανίας και ότι η Επιτροπή ουδέποτε είχε εγείρει αντιρρήσεις ως προς την εφαρμογή τους.

(27) Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας περιλαμβάνει απλώς μια προκαταρκτική αξιολόγηση σχετικά με το χαρακτήρα ενίσχύσης του προτεινόμενου μέτρου. Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή υπογράμμισε τον προκαταρκτικό χαρακτήρα της αξιολόγησης, αναφερόμενη απλώς στην πιθανότητα τα εξεταζόμενα μέτρα να αποτελούν κρατικές ενισχύσεις. Στην παρούσα υπόθεση, τούτο τονίζεται επίσης από το χρόνο που χρειάστηκε η Επιτροπή να ερευνήσει και να εξετάσει τα σχετικά μέτρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ισπανία δεν ήταν επ' ουδενί τρόπω υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις της διαδικασίας.

(28) Στο πλαίσιο αυτό, και βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή εκτιμά ότι ούτε οι πλέον συνετές και ενημερωμένες χαλυβουργικές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει ότι οι οικείες φορολογικές διατάξεις θα χαρακτηρίζονταν κρατικές ενισχύσεις που αντίκεινται στο άρθρο 4 της συνθήκης ΕΚΑΧ και ότι θα καλούνταν να ανταποκριθούν αιτιολογημένα σε νόμιμες διεκδικήσεις. Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να μην ζητήσει την επιστροφή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από την έκδοση και τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κάθε ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία σύμφωνα με:

α) το άρθρο 34 του νόμου 43/1995, της 27ης Δεκεμβρίου 1995, για το φόρο εταιρειών,

β) το άρθρο 43 του επαρχιακού νόμου 3/96, της 26ης Ιουνίου 1996, για το φόρο εταιρειών, του επαρχιακού συμβουλίου της Vizcaya,

γ) το άρθρο 43 του επαρχιακού νόμου 7/1996, της 4ης Ιουλίου 1996, για το φόρο εταιρειών, του επαρχιακού συμβουλίου της Guipúzcoa, ή

δ) το άρθρο 43 του επαρχιακού νόμου 24/1996, της 5ης Ιουλίου 1996, για το φόρο εταιρειών, του επαρχιακού συμβουλίου της Álava,

υπέρ χαλυβουργικών επιχειρήσεων ΕΚΑΧ εγκατεστημένων στην Ισπανία, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα.

Άρθρο 2

Η Ισπανία θα λάβει άμεσα τα ενδεδειγμένα μέτρα ούτως ώστε οι χαλυβουργικές επιχειρήσεις ΕΚΑΧ που είναι εγκατεστημένες στην Ισπανία να μην λαμβάνουν τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 3

Η Ισπανία ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Ισπανίας.

Βρυξέλλες, 31 Οκτωβρίου 2000.

Για την Επιτροπή

Mario Monti

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 338 της 28.12.1996, σ. 42.

(2) ΕΕ C 329 της 31.10.1997.

(3) ΒΟΕ αριθ. 310 της 28.12.1995.

(4) ΒΟΒ αριθ. 135 της 11.7.1996.

(5) BOG αριθ. 133 της 10.7.1996 και αριθ. 138 της 17.7.1996 (διορθωμένο κείμενο).

(6) ΒΟΤΗΑ αριθ. 90 της 9.8.1996.

(7) Βλέπε υποσημείωση 2.

(8) ΒΟΕ αριθ. 312 της 30.12.1978.

(9) Συλλογή 1961, σ. 3.

(10) Σημείο 10 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (98/C 384/03) (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3).

(11) Συλλογή 1994, σ. Ι-0877, σκέψη 14.

(12) Σημείο 9 της ανακοίνωσης 98/C 384/03 της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 10).

(13) Σημεία 13, 16 και 18 της ανακοίνωσης 98/C 384/03 της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 10).

(14) Συλλογή 1969, σ. 523.

(15) Συλλογή 1988, σ. 2865.

(16) Σημείο 23 της ανακοίνωσης 98/C 384/03 της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 10).

(17) Συλλογή 1977, σ. 595, σκέψη 24.

(18) Δελτίο τύπου της Επιτροπής της 30ης Σεπτεμβρίου 1992 (ΙΡ/92/770) και ΕΕ C 3 της 7.1.1993, σ. 2. (βλέπε ιδίως, ενίσχυση ΝΝ 96/92 στη σ. 5).

(19) Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1973, περί των φορολογικών πλεονεκτημάτων που καθιερώνονται με βάση το άρθρο 34 του γαλλικού νόμου αριθ. 65-566 της 12ης Ιουλίου 1965, καθώς και της εγκυκλίου της 24ης Μαρτίου 1967 που απευθύνεται στις γαλλικές επιχειρήσεις που ιδρύουν εταιρείες στο εξωτερικό (ΕΕ L 253 της 10.9.1973, σ. 10).

(20) ΕΕ C 297 της 8.10.1996, σ. 2.

Top