This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31992D0568
92/568/EEC: Commission Decision of 25 November 1992 relating to a proceeding under Article 85 of the EEC Treaty (IV/33.585 - Distribution of railway tickets by travel agents) (Only the French text is authentic)
92/568/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Νοεμβρίου 1992 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/33.585 - Διανομή εισιτηρίων σιδηροδρομικής μεταφοράς από ταξιδιωτικά γραφεία) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
92/568/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Νοεμβρίου 1992 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/33.585 - Διανομή εισιτηρίων σιδηροδρομικής μεταφοράς από ταξιδιωτικά γραφεία) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
ΕΕ L 366 της 15.12.1992, p. 47–59
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)
No longer in force, Date of end of validity: 25/11/1992
92/568/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Νοεμβρίου 1992 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/33.585 - Διανομή εισιτηρίων σιδηροδρομικής μεταφοράς από ταξιδιωτικά γραφεία) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 366 της 15/12/1992 σ. 0047 - 0059
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 25ης Νοεμβρίου 1992 σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (IV/33.585 - Διανομή εισιτηρίων σιδηροδρομικής μεταφοράς από ταξιδιωτικά γραφεία) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (92/568/ΕΟΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, και ιδίως τα άρθρα 3 και 15, την ανακοίνωση των αιτιάσεων που απηύθυνε η διεθνής ένωση σιδηροδρόμων στις 10 Οκτωβρίου 1991, Κατόπιν ακροάσεως της ενδιαφερόμενης ενώσεως επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και τις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1963 περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου (2), Κατόπιν διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, Εκτιμώντας ότι: Ι. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Α. Αντικείμενο της διαδικασίας (1) Η παρούσα διαδικασία αφορά στους όρους που έχουν καθοριστεί από την διεθνή ένωση σιδηροδρόμων (Union Internationale des Chemins de fer - UIC) για τη χορήγηση έγκρισης σε ταξιδιωτικά γραφεία πρακτορεύσεως εισιτηρίων μεταφοράς επιβατών μέσω σιδηροδρόμου και τους όρους βάσει των οποίων τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα γραφεία μπορούν να πωλούν τα εισιτήρια. Β. Η εμπορία διεθνών εισιτηρίων μεταφοράς επιβατών σιδηροδρομικώς (2) Βάσει της υπάρχουσας κανονιστικής ρύθμισης στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών, οι διεθνείς μεταφορές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ όλων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται για μια μεταφορά. (3) Στα πλαίσια αυτά, η τιμή ενός διεθνούς εισιτηρίου προκύπτει σε γενικές γραμμές από το συνυπολογισμό των τιμολογίων των εθνικών διαδρομών. Μια εκ των υστέρων αντιστάθμιση που πραγματοποιείται μεταξύ των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, επιτρέπει στην καθεμία να λαμβάνει το τμήμα της τιμής του εισιτηρίου που αντιστοιχεί στην παροχή υπηρεσιών που πραγματοποίησε. (4) Αυτά τα διεθνή εισιτήρια μπορούν να πωλούνται απευθείας από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ή από τα εξουσιοδοτημένα ταξιδιωτικά γραφεία. Ο αριθμός των εξουσιοδοτημένων ταξιδιωτικών γραφείων, καθώς και το ποσοστό των πωλήσεων εισιτηρίων που πραγματοποιούνται από αυτά σε συνάρτηση με το σύνολο των πωλήσεων εισιτηρίων, ποικίλλουν αισθητά ανάλογα με τα κράτη μέλη. Το 1990, η κατάσταση εμφανιζόταν ως εξής: Κράτος Αριθμός εξουσιοδοτημένων ταξιδιωτικών γραφείων Πωλήσεις εισιτηρίων από ταξιδιωτικά γραφεία Γερμανία 1 805 25 Βέλγιο 211 0,5 (εσωτερικές διαδρομές) 53 (διεθνείς διαδρομές) Ισπανία 1 800 24 Γαλλία 2 391 20 Ηνωμένο Βασίλειο: - εσωτερικές διαδρομές 1 983 7,5 (εσωτερικές διαδρομές) - διεθνείς διαδρομές 246 54 (διεθνείς διαδρομές) Ελλάδα 140 25 Ιταλία 1 710 8 Λουξεμβούργο 36 5,2 Κάτω Χώρες 184 29 (5) Η εξέλιξη του αριθμού των εξουσιοδοτημένων ταξιδιωτικών γραφείων ποικίλλει ανάλογα με τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Ορισμένες επιχειρήσεις, όπως οι Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι (DB), η Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων Βελγίου (SNCB), ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ισπανίας (RENFE), αύξησαν τον αριθμό των εξουσιοδοτημένων ταξιδιωτικών γραφείων κατά τα τελευταία έτη, ενώ άλλες επιχειρήσεις, όπως ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Βρετανίας (BR) και Γαλλίας (SNCF), ακολούθησαν αντίστροφη πολιτική. (6) Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι αντιπρόσωποι της UIT δήλωσαν ότι ο αριθμός των διεθνών ταξιδίων ανέρχεται περίπου σε 130 εκατομμύρια το χρόνο, με μέσο κόστος 50 Ecu ανά ταξίδι και συνολικό κύκλο εργασιών περίπου 6,5 δισεκατομμύρια Ecu. Γ. Η αμοιβή των διανομέων εισιτηρίων (7) Η πώληση εισιτηρίου μεταφοράς από ένα ταξιδιωτικό γραφείο αποτελεί παροχή υπηρεσιών που απαιτεί αμοιβή. (8) Η εν λόγω αμοιβή έχει τη μορφή προμήθειας η οποία υπολογίζεται επί του συνολικού ποσού της τιμής του εισιτηρίου. Έτσι, όταν ένα ταξιδιωτικό γραφείο πωλεί εισιτήριο διεθνούς μεταφοράς, η οποία πραγματοποιείται από δύο σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, λαμβάνει προμήθεια εκ μέρους των δύο επιχειρήσεων, που καθορίζεται κατ' αναλογία της είσπραξης που λαμβάνει η καθεμία. (9) Επίσης, όταν μια σιδηροδρομική επιχείρηση πωλεί απευθείας διεθνές εισιτήριο για μεταφορά που πραγματοποιεί με άλλη επιχείρηση, λαμβάνει προμήθεια εκ μέρους της δεύτερης επιχείρησης για λογαριασμό της οποίας πωλεί το εισιτήριο. Αντίθετα, η επιχείρηση που πωλεί το εισιτήριο "εξοικονομεί" την προμήθεια που θα κατέβαλε εάν το εισιτήριο αυτό είχε πωληθεί από ταξιδιωτικό γραφείο. Δ. Η διεθνής ένωση σιδηροδρόμων (UIC) (10) Η UIC είναι η παγκόσμια ένωση σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. Το άρθρο 1 του καταστατικού της διευκρινίζει ότι ο σκοπός της είναι: α) "να πραγματοποιεί ή να αναθέτει την πραγματοποίηση κάθε δυνατής έρευνας και μελέτης με στόχο την ενοποίηση και τη βελτίωση, σε διεθνές επίπεδο, των όρων εγκατάστασης και εκμετάλλευσης των σιδηροδρόμων- β) να εξασφαλίζει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο εν λόγω καταστατικό, την εκπροσώπηση των δικτύων στο εξωτερικό, για την εξέταση κοινών θεμάτων που τα αφορούν και την υπεράσπιση των συμφερόντων τους- γ) να εξασφαλίζει το συντονισμό και την ενιαία δράση των διεθνών οργανισμών που έχουν προσχωρήσει στην ειδική συμφωνία η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι. Στα πλαίσια του καταστατικού, οι οργανισμοί πλην του UIC καλούνται "συμμετέχοντες οργανισμοί"." (11) Τα βασικά όργανα της UIC είναι: α) η γενική συνέλευση, η οποία αποφασίζει ιδίως τις τροποποιήσεις του καταστατικού, την εισδοχή ή τον αποκλεισμό μέλους, δίδει τις γενικές κατευθύνσεις και λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις σχετικά με τη δραστηριότητα της UIC βάσει των προτάσεων της επιτροπής διαχείρισης- β) η επιτροπή διαχείρισης, η οποία αποτελείται από 26 δίκτυα συμπεριλαμβανομένου του δικτύου που έχει αναλάβει την προεδρία. Η εν λόγω επιτροπή έχει ως αντικείμενο ιδίως: - "να εξασφαλίζει τη διαχείριση της UIC και να λαμβάνει αποφάσεις γενικής εφαρμογής, - να καθορίζει τα δίκτυα που πρεδρεύουν των οργανισμών μελετών, τα μέλη επιτροπών, τις τεχνικές επιτροπές, - να καταρτίζει το πρόγραμμα εργασίας των οργανισμών μελετών, να δίδει οδηγίες για την εξασφάλιση της εκτέλεσης του προγράμματος και να λαμβάνει κάθε απαραίτητη απόφαση σχετικά με το σκεπτικό και τα πρακτικά των προτάσεων που υποβάλονται από τους εν λόγω οργανισμούς."- γ) ο γενικός γραμματέας, που διορίζεται από τη γενική συνέλευση, αποδίδει λογαριασμό σχετικά με τη δραστηριότητα της UIC ενώπιον της γενικής συνέλευσης και της επιτροπής διαχείρισης, παρουσιάζει στην επιτροπή διαχείρισης τους λογαριασμούς και τα σχέδια του προϋπολογισμού της γενικής γραμματείας, εξασφαλίζει τη διανομή των αποφάσεων της UIC, αναλαμβάνει την ευθύνη των δημοσίων σχέσεων της UIC. (12) Η UIC περιλαμβάνει επίσης οργανισμούς μελετών, που προβλέπονται στο άρθρο 15 του καταστατικού, και οι οποίοι είναι: 1. επιτροπές, η σύσταση των οποίων γίνεται από την επιτροπή διαχείρισης για τη μελέτη των βασικών κατηγοριών υποθέσεων που ενδιαφέρουν τα δίκτυα. Οι επιτροπές αυτές έχουν την ευχέρεια να συστήσουν, προκειμένου να επικουρούν αυτές στο έργο τους, όργανα εργασίας, τα οποία είναι: - είτε ομάδες εργασίας για την εξέταση συγκεκριμένου προβλήματος, - είτε υποεπιτροπές για θέματα που παρουσιάζουν χαρακτήρα διάρκειας- 2. τεχνικές επιτροπές, η σύσταση των οποίων γίνεται από την επιτροπή διαχείρισης και που εξομοιώνονται προς τις επιτροπές- 3. υπηρεσίες, γραφεία και κέντρα, η σύσταση των οποίων γίνεται από τη γενική συνέλευση, με στόχο την ανάληψη των εργασιών που δεν μπορούν να ανατεθούν στις επιτροπές- 4. ομάδες ad hoc, με μόνιμο ή όχι χαρακτήρα, η σύσταση των οποίων γίνεται από την επιτροπή διαχείρισης, σε συνάρτηση με τις υπάρχουσες ανάγκες. (13) Το άρθρο 33 του καταστατικού προβλέπει ότι οι επιτροπές και οι ομάδες ad hoc που προβλέπονται στο άρθρο 15, συμμορφούνται προς τις οδηγίες των ανώτερων οργανισμών της UIC κατά τη θέσπιση του προγράμματος εργασίας τους το οποίο υποβάλουν στην επιτροπή διαχείρισης. Οι τρόποι οργάνωσης και λειτουργίας των επιτροπών και των ομάδων ad hoc αποτελούν αντικείμενο ειδικού κανονισμού που εγκρίνεται από την επιτροπή διαχείρισης, όπως εκτίθεται στο "δελτίο C1". (14) Το άρθρο 1 του δελτίου C1" προβλέπει τα ακόλουθα: "Άρθρο 1 - Η εκτέλεση μελετών, η υλοποίηση σχεδίων από κοινού και η ανταλλαγή πληροφοριών ανατίθενται, σύμφωνα με τις διάφορες σφαίρες αρμοδιότητας, στους ακόλουθους οργανισμούς: 1. Οκτώ επιτροπές Επιτροπή επιβατών Επιτροπή εμπορευμάτων Επιτροπή οικονομικών Επιτροπή κινήσεως Επιτροπή υλικού και έλξης Επιτροπή προοπτικής έρευνας και οικονομίας Επιτροπή μόνιμων εγκαταστάσεων Επιτροπή πληροφορικής 2. Επιτροπή διέυθυνσης της υπηρεσίας ερευνών και δοκιμών (ORE) 3. Κεντρικό γραφείο συμψηφισμού στις Βρυξέλλες (BCC) 4. Ομάδες ad hoc, εκ των οποίων η νομική ομάδα και οι ομάδες τεκμηρίωσης και στατιστικής έχουν συσταθεί στα πλαίσια του άρθρου 15 του καταστατικού." (15) Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του δελτίου C1, οι επιτροπές διαθέτουν την εξουσία λήψεως αποφάσεων ως προς τα θέματα που έχουν εγγραφεί στα προγράμματα εργασίας τους. (16) Οι επιτροπές απαρτίζονται από εκπροσώπους των δικτύων, στον αμέσως χαμηλότερο βαθμό από τα άτομα που εξασφαλίζουν τη γενική διεύθυνση. (17) Τα συμπεράσματα των μελετών συνήθως μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή "δελτίων". Το άρθρο 12 του δελτίου C1 διευκρινίζει σχετικά με το θέμα αυτό ότι: "Τα συμπεράσματα μιας μελέτης που το περιεχόμενό της συνίσταται στην έγκριση απόφασης δεσμευτικού χαρακτήρα, σύστασης ή ένδειξης πρέπει να συντάσονται στην οριστική τους μορφή ώστε να αποτελούν είτε νέο "δελτίο", είτε τροποποιητικό υπάρχοντος δελτίου. Τα συμπεράσματα πρέπει να διευκρινίζουν αν τα υποχρεωτικά μέτρα που προβλέπουν θα πρέπει να εφαρμόζονται στο σύνολο των δικτύων της UIC ή μόνον σε ορισμένα από αυτά." (18) Το δικαίωμα ψήφου των δικτύων μελών των επιτροπών καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του καταστατικού που προβλέπει ότι "τα δίκτυα διαθέτουν μία ψήφο προσαυξημένη κατά 1/5 του αριθμού των ψήφων που τους χορηγούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 43, μέχρι του πρώτου δεκαδικού ψηφίου". Πάντως, δεν μπορεί να ληφθεί δεσμευτική απόφαση από συγκεκριμένο οργανισμό παρά μόνον εφόσον τουλάχιστον τα 2/3 των μελών του εκπροσωπούνται και τουλάχιστον το ήμισυ των μελών είναι πράγματι παρόντα και συμμετέχουν στη ψηφοφορία. (*) Ο όρος "Δίκτυα" χρησιμοποιείται με την έννοια "σιδηροδρομική επιχείρηση". (19) Οι λεπτομέρειες διανομής των πρακτικών των συνεδριάσεων των επιτροπών ή των ομάδων μελετών διευκρινίζονται στο παράρτημα 2 του δελτίου C1. Σε κάθε περίπτωση, τα πρακτικά των συνεδριάσεων διανέμονται στα μέλη της UIC, με τη φροντίδα της γενικής γραμματείας. Ε. Οι όροι πρακτορεύσεως εισιτηρίων μεταξύ ταξιδιωτικών γραφείων και δικτύων (20) Η επιτροπή επιβατών της UIC επεξεργάστηκε ένα δελτίο UIC "Ταξιδιωτικά γραφεία" με κωδικό αριθμό 130 το 1952, το οποίο στη συνέχεια προσαρμόστηκε επανειλημμένα. Η έκδοση της 1ης Ιουλίου 1979 παρουσιάστηκε ως 14η έκδοση, η οποία τροποποιήθηκε τουλάχιστον έντεκα φορές μέχρι το 1990. (21) Το δελτίο 130 καθορίζει τις γενικές σχέσεις μεταξύ των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των ταξιδιωτικών γραφείων και συνοδεύεται με τυποποιημένη σύμβαση περί των όρων πρακτορεύσεως εισιτηρίων, καθώς και πίνακα των προμηθειών που χορηγούνται στα ταξιδιωτικά γραφεία για την παροχή υπηρεσιών στις διεθνείς μεταφορές. Οι βασικές διατάξεις του εν λόγω δελτίου είναι οι ακόλουθες: (22) Διαδικασίες πρακτορεύσεως Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1.α. του δελτίου 130, "η εξουσιοδότηση χορηγείται σε ταξιδιωτικά γραφεία από το βασικό δικτύο σιδηροδρόμων της χώρας όπου είναι εγκατεστημένα τα εν λόγω γραφεία. Η εξουσιοδότηση αυτή για την πώληση κατευθείαν εισιτηρίων ή τμηματικών εισιτηρίων άλλου δικτύου παρέχεται κατόπιν συμφωνίας εκ μέρους του τελευταίου αυτού. Πάντως, μπορούν να προβλεφθούν εξαιρέσεις από τους κανόνες αυτούς, ιδίως στις συμφωνίες αμοιβαιότητας που συνάπτονται μεταξύ των διαφόρων σιδηροδρομικών δικτύων". Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις αποκαλύπτουν ότι η εν λόγω διάταξη ακολουθείται σε μεγάλο βαθμό και ότι η άδεια πρακτορεύσεως που χορηγείται από σιδηροδρομική επιχείρηση σε ταξιδιωτικά γραφεία εκτός της χώρας όπου είναι εγκατεστημένη πραγματοποιείται μόνον κατ' εξαίρεση και, σε γενικές γραμμές, για την πρακτόρευση εντελώς ειδικών υπηρεσιών. Αυτό ισχύει στην περίπτωση του η SNCF είχε εξουσιοδοτήσει ένα πρακτορείο στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου για να πωλεί ειδικά εισιτήρια για τα τραίνα της με ατομικές κουκέτες. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση της DSB (δανική επιχείρηση), η οποία εξουσιοδότησε ορισμένα ταξιδιωτικά γραφεία στην Ισλανδία, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στην Αυστραλία και στη Σιγκαπούρη. Τέλος, ο οργανισμός Ferrovie dello Stato (Ιταλία) εξουσιοδότησε ταξιδιωτικά γραφεία εκτός Ιταλίας, αλλά πρόκειται αποκλειστικά για ταξιδιωτικά γραφεία της θυγατρικής του CIT. (23) Χρήση της τυποποιημένης σύμβασης Το άρθρο 1.3 του δελτίου 130 αναφέρει σχετικά με το θέμα αυτό τα ακόλουθα: "Κατά τη σύναψη συμφωνιών με τα ταξιδιωτικά γραφεία, συνιστάται στα δικτύα να ακολουθούν την τυποποιημένη σύμβαση που αποτελεί το αντικείμενο του παραρτήματος 1 του παρόντος δελτίου." Σύμφωνα με τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν από τα δίκτυα, η εν λόγω διάταξη ακολουθείται επίσης ευρύτατα από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, που χρησιμοποιούν εξ ολοκλήρου την τυποποιημένη σύμβαση ή περιλαμβάνουν τις βασικές της διατάξεις στη δική τους σύμβαση. (24) Οι όροι χορήγησης προμήθειας στα ταξιδιωτικά γραφεία Οι εν λόγω όροι διευκρινίζονται στο άρθρο 3 του δελτίου 130. Άρθρο 3.1: "συνιστάται σε όλα τα δίκτυα να χορηγούν στα ταξιδιωτικά γραφεία την ίδια προμήθεια επί των διεθνών τμηματικών εισιτηρίων και επί του τμήματος των διεθνών κατευθείαν σιδηροδρομικών εισιτηρίων. Στην περίπτωση που ορισμένα δίκτυα, επιτρέποντας στα ταξιδιωτικά γραφεία να αναλάβουν την εκτύπωση των εισιτηρίων τους, θα επιθυμούσαν να διαφοροποιούν μεταξύ των ποσοστών της προμήθειας των δύο κατηγοριών εισιτηρίων, ώστε να επιτραπεί στα ταξιδιωτικά γραφεία να αποσβέσουν τις δαπάνες εκτύπωσης, είναι επιθυμητό η διαφορά μεταξύ των χορηγηθέντων ποσοστών να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο". Άρθρο 3.2: "τα δίκτυα οφείλουν να χορηγούν προμήθεια επί των τμημάτων των εισιτηρίων που τους αντιστοιχούν και των διεθνών κατευθείαν εισιτηρίων καθώς και των διεθνών τμηματικών εισιτηρίων που αγοράζονται από τα ταξιδιωτικά γραφεία στους σταθμούς και στα επίσημα γραφεία του δικτύου που εξουσιοδοτεί την πώλησή τους, εφόσον η σύμβαση που συνδέει τα εν λόγω ταξιδιωτικά γραφεία με το εν λόγω δικτύο δεν του επιτρέπει να τα εκδίδουν απευθείας. Συνιστάται στα δίκτυα να παρέχουν επί των αγορασθέντων εισιτηρίων ποσοστό προμήθειας κατώτερο από εκείνο που χορηγείται για τα εισιτήρια που εκδίδονται από τα ίδια τα ταξιδιωτικά πρακτορεία, εκτός από την περίπτωση χωρών όπου η έκδοση ορισμένων κατηγοριών εισιτηρίων δεν αντατίθεται ποτέ σε ταξιδιωτικά γραφεία και όπου οι κατηγορίες αυτές εισιτηρίων επωφελούνται του συνήθους ποσοστού που προβλέπεται για την έκδοση". Όλες οι διατάξεις του άρθρου 3 παρουσιάζονται ως "βασικές προδιαγραφές". Οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 3.2 χαρακτηρίζονται ως υποχρεωτικές για τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. (25) Από πληροφορίες που υποβάλλονται από τις επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του ελέγχου, αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω διατάξεις σχετικά με τους όρους χορήγησης προμήθειας εφαρμόζονται ευρύτατα από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Σχετικά με το ποσοστό της προμήθειας που χορηγείται στα διεθνή τμηματικά εισιτήρια και στα διεθνή κατευθείαν σιδηροδρομικά εισιτήρια, οι έξι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις που ερωτήθηκαν σχετικά με το θέμα αυτό απάντησαν ότι χορηγούν το ίδιο ποσοστό. Επίσης, διαπιστώνεται ότι έντεκα από τις δώδεκα σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Κοινότητας χοηγούν πράγματι κατώτερο ποσοστό προμήθειας για τα εισιτήρια που αγοράζονται από τα ταξιδιωτικά γραφεία, σε σχέση με τα εισιτήρια που εκδίδονται από τα ίδια τα ταξιδιωτικά γραφεία. Μόνον η SNCB χορηγεί το ίδιο ποσοστό προμήθειας και στις δύο περιπτώσεις. (26) Ο καθορισμός των ποσοστών της προμήθειας Για τα εισιτήρια που εκδίδονται από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία, τα ποσοστά της χορηγηθείσας προμήθειας από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1989 είχαν ως εξής: - δέκα επιχειρήσεις χορηγούσαν 9 %, - μία επιχείρηση χορηγούσε 8,5 %, - μία επιχείρηση χορηγούσε 8 %. Τα ποσοστά αυτά ήταν τα ίδια για τα εισιτήρια που εκδίδονταν μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. (27) Όσον αφορά τον καθορισμό των ποσοστών προμήθειας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών, ο πρόεδρος της επιτροπής διανομής της UIC διευκρίνισε στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με επιστολή της 6ης Μαρτίου 1990, ότι "η επιτροπή διανομής πρότεινε και η πρότασή της έγινε δεκτή, το ποσοστό προμήθειας που χορηγείται στα ταξιδιωτικά πρακτορεία να ανέλθει σε 10 % από την 1η Ιανουαρίου 1990. Εξαίρεση: οι ιταλικοί σιδηρόδρομοι διατήρησαν το παλαιό ποσοστό, ύψους 9 %, οι τυνησιακοί σιδηρόδρομοι και η ναυτιλιακή εταιρεία Transmediterranea 8 %". Ο πρόεδρος της επιτροπής διανομής της UIS διευκρινίζει επίσης ότι "εν αναμονή της επανεκτύπωσης του δελτίου 130, τα δίκτυα (*) έλαβαν την επιστολή της οποίας αντίγραφο επισυνάπτεται". (28) Η προαναφερθείσα επιστολή απευθύνθηκε στα δίκτυα από τον πρόεδρο της επιτροπής διανομής της UIC, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1990. Στην επιστολή αυτή διευκρινίζεται ιδίως ότι: "κατόπιν των αποφάσεων της επιτροπής επιβατών της UIC της 25ης Απριλίου 1989 και της 26ης Οκτωβρίου 1989, σας υποβάλλω συνημμένως διορθωτικό κείμενο του δελτίου UIC 130 . . ., ενώ το συνημμένο παράρτημα πρέπει να θεωρηθεί ως προσωρινή διόρθωση του δελτίου 130 εν αναμονή της επανεκτύπωσής του από την UIC". (29) Το προαναφερθέν διορθωτικό κείμενο του δελτίου 130 διευκρινίζει, όσον αφορά τις προμήθειες, ότι: "Τα ποσοστά προμήθειας που χορηγούνται στα εξουσιοδοτημένα ταξιδιωτικά γραφεία από ένα αλλοδαπό δίκτυο για την παροχή υπηρεσιών ή σε αλλοδαπά δικτύα για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στους σταθμούς τους περιλαμβάνονται στο παράρτημα 4. Αυτά τα ποσοστά προμήθειας εφαρμόζονται σε όλες τις παροχές υπηρεσιών διεθνών μεταφορών που καλύπτονται από το TCV (κοινό τιμολόγιο επιβατών) και τα ξεχωριστά ή ειδικά παραρτήματα του, καθώς και σε κάθε παροχή υπηρεσιών που υπόκειται στις οδηγίες ή στις συμφωνίες που μπορούν να εξομοιωθούν με τα ειδικά παραρτήματα του TCV, εφόσον τα εν λόγω τιμολόγια δεν προβλέπουν άλλα ποσοστά. Για την παροχή υπηρεσιών "κρατήσεων" που πραγματοποιούνται ηλεκτρονικά, σύμφωνα με το δελτίο 301.2, εφαρμόζεται ενιαίο ποσοστό προμήθειας το οποίο το αρμόδιο δίκτυο χορηγεί τα λοιπά δίκτυα. Το ποσοστό της προμήθειας που χορηγείται στα λοιπά δίκτυα και στα εξουσιοδοτημένα ταξιδιωτικά γραφεία από ένα αλλοδαπό δίκτυο ορίζεται καταρχήν ενιαία σε 10 %. Τα δίκτυα του χορηγούν ποσοστό προμήθειας κατώτερο του 10 % δεν λαμβάνουν από τα λοιπά δίκτυα παρά μόνον τα ποσοστά που αντιστοιχούν σε εκείνο που χορηγούν τα ίδια προς τα λοιπά δίκτυα (συμφωνία αμοιβαιότητας). Με διμερή ή πολυμερή συμφωνία, τα δίκτυα μπορούν να χορηγούν ποσοστό προμήθειας ανώτερο από το προβλεπόμενο στο παράρτημα 4. Το δίκτυο που εξουσιοδοτεί ένα ταξιδιωτικό γραφείο για την πώληση παροχής υπηρεσιών καταβάλλει το ίδιο και εις ολόκληρον την οφειλόμενη προμήθεια προς το εν λόγω ταξιδιωτικό γραφείο για την πώληση των υπηρεσιών αυτών. Το ίδιο ισχύει για τις υπηρεσίες που εξουσιοδοτούνται να παρέχουν τα ταξιδιωτικά γραφεία στα ταμεία των σιδηροδρόμων, έχοντας διευκρινίσει ότι η μειωμένη προμήθεια που χορηγείται στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνεται σε εκείνη που χορηγείται από τα λοιπά δίκτυα λόγω των πολήσεων στους σταθμούς του αναθέτοντος δικτύου." (30) Το παράρτημα 4 διευκρινίζει για κάθε δίκτυο το ποσοστό της προμήθειας που χορηγείται στα εξουσιοδοτημένα ταξιδιωτικά πρακτορεία από ένα αλλοδαπό δίκτυο, καθώς και το ποσοστό που χορηγείται στα λοιπά δίκτυα. Όλα τα ευρωπαϊκά δίκτυα χορηγούν ποσοστό ύψους 10 %, πλην του ιταλικού δικτύου που χορηγεί ποσοστό ύψους 6 % για τα εισιτήρια που εκδίδονται στους σταθμούς και 9 % για τα εισιτήρια που εκδίδονται στα ταξιδιωτικά γραφεία. Για το σύνολο των δικτύων, το ποσοστό της προμήθειας χορηγείται επιφυλασσομένης της αμοιβαιότητας εκ μέρους των λοιπών δικτύων. (31) Οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τα δίκτυα στην Επιτροπή επιβεβαιώνουν ότι τα εν λόγω δίκτυα εφαρμόζουν πράγματι ποσοστό ύψους 10 %, με εξαίρεση τους ιταλικούς σιδηροδρόμους. (32) Η υποχρέωση έκδοσης και πώλησης τίτλων μεταφοράς στις επίσημες τιμές που περιλαμβάνονται στα τιμολόγια Το άρθρο 4 της τυποποιημένης σύμβασης πρακτορεύσεως μεταξύ δικτύων και ταξιδιωτικών γραφείων που καταρτίστηκε από την UIC διευκρινίζει ιδίως, όσον αφορά τις υποχρεώσεις του ταξιδιωτικού γραφείου, ότι: "Το ταξιδιωτικό γραφείο οφείλει να εκδίδει και να πωλεί τους τίτλους μεταφοράς στις επίσημες τιμές που αναφέρονται στα τιμολόγια και να μην χρεώνει δαπάνες έκδοσης για τους εν λόγω τίτλους μεταφοράς." (33) Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσιες περιλαμβάνουν αντίστοιχες διατάξεις στις συμβάσεις που χρησιμοποιούν. Έτσι, η σύμβαση που χρησιμοποιείται από την British Railways Board αναφέρει στο άρθρο 2 (ΙΙ) ότι: "Το ταξιδιωτικό γραφείο δεν μπορεί να πωλεί τίτλους μεταφοράς παρό μόνο στην τιμή που καθορίζει η British Railways Board και όλα τα εισιτήρια πρέπει να φέρουν την ημερομηνία της πωλήσεώς τους". (34) Η σύμβαση που χρησιμοποιεί η SNCB διευκρινίζει στο άρθρο 4.5 ότι "Το ταξιδιωτικό γραφείο οφείλει να διασφαλίζει την πώληση των τίτλων που του ανατίθενται, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της SNCB και τις τιμές που του έχουν κοινοποιηθεί". (35) Όσον αφορά στην SNCF, το άρθρο 5 της σύμβασης που χρησιμοποιεί αναφέρει ότι "οι τίτλοι μεταφοράς πρέπει να πωλούνται στις τιμές που καθορίζονται από την εταιρεία σιδηροδρόμων" και η συγγραφή ρητρών και γενικών όρων διευκρινίζει στην παράγραφο 5 ότι "οι τίτλοι μεταφοράς πρέπει να πωλούνται στις τιμές που καθορίζει η εταιρεία σιδηροδόμων. Οι αποδείξεις που εκδίδονται με την ευκαιρία αυτή οφείλουν να αναφέρουν σαφώς τα ποσά που καταβλήθηκαν για λογαριασμό της SNCF". (36) Ορισμένες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις συμπληρώνουν τις διατάξεις αυτές με ειδικές διατάξεις σχετικά με τις προμήθειες που χορηγούνται στα ταξιδιωτικά πρακτορεία. (37) Η σύμβαση της επιχείρησης βρετανικών σιδηροδρόμων διευκρινίζει έτσι στο άρθρο 3 ότι "το ταξιδιωτικό γραφείο θα κρατήσει το σύνολο της προμήθειας που χορηγείται από την British Railways Board και δεν θα εκχωρήσει τμήμα ή το σύνολο της εν λόγω προμήθειας σε οποιονδήποτε, μέσω εκπτώσεων ή με άλλο μέσο". (38) Επίσης, ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας (ΟΣΕ), με έγγραφο που απηύθυνε στην Επιτροπή με ημερομηνία 3 Απριλίου 1990, διευκρινίζει ιδίως ότι τα ταξιδιωτικά γραφεία που εξουσιοδοτεί ο ΟΣΕ δεν μπορούν να εκχωρούν μέρος της προμήθειάς τους στους πελάτες τους, για να μην δημιουργούνται προβλήματα αθέμιτου ανταγωνισμού προς το σιδηρόδρομο. (39) Τέλος, η επιχείρηση σιδηροδρόμων της Δανίας, με έγγραφο που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 30 Μαΐου 1990, διευκρινίζει σχετικά με το ίδιο θέμα ότι τα ταξιδιωτικά γραφεία μπορούν να εκχωρούν μέρος της προμήθειας τους, αλλά αποκλειστικά στα ενδεχόμενα υποκαταστήματά τους. (40) Η απαγόρευση υποστήριξης ανταγωνιστικών τρόπων μεταφοράς Τα εξουσιοδοτημένα να πωλούν εισιτήρια σιδηροδρομικών μεταφορών ταξιδιωτικά γραφεία συνήθως είναι επίσης εξουσιοδοτημένα να πωλούν εισιτήρια μεταφοράς με άλλα μεταφορικά μέσα: αεροπλάνα, λεωφορεία, πλοία. (41) Το άρθρο 4 της τυποποιημένης σύμβασης πρακτορεύσεως της UIC διευκρινίζει σχετικά με το σημείο αυτό ότι: "Το ταξιδιωτικό γραφείο υποχρεούται να μην υποστηρίζει τα διαφημιστικά, στις προσοφρές του, καθώς και στις συμβουλές που παρέχει στην πελατεία του, την κυκλοφορία με ανταγωνιστικά μέσα μεταφοράς σε σχέση με την σιδηροδρομική και τους λοιπούς τρόπους μεταφοράς σε σχέση με την σιδηροδρομική και τους λοιπούς τρόπους μεταφοράς που προβλέπονται στην παράγραφο 1)." (Η παράγραφος 1 προβλέπει τους λοιπούς τρόπους μεταφοράς των οποίων η εκμετάλλευση γίνεται είτε από τα ίδια τα δικτύα είτε σε συνεργασία με αυτά). ΙΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ Α. Εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού (42) Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της UIC, οι κανόνες ανταγωνισμού δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση για τρεις βασικούς λόγους: - τα εξουσιοδοτημένα ταξιδιωτικά γραφεία δεν αναλαμβάνουν την κάλυψη των κινδύνων που συνδέονται με την εκτέλεση της σύμβασης μεταφοράς, - οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις δεν έχουν ανταγωνιστική σχέση, αλλά συνεργάζονται για να προσφέρουν διεθνείς υπηρεσίες, - τα ταξιδιωτικά γραφεία δεν μπορούν να προχωρήσουν πέραν της απλής διαπραγμάτευσης και της σύναψης συμβάσεων για λογαριασμό των δικτύων και να εκχωρήσουν μέρος της προμήθειάς τους. (43) Το θέμα της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στις σχέσεις μεταξύ των ταξιδιωτικών γραφείων και των εντολέων τους τέθηκε στην υπόθεση VVr/Sociale Dienst (3). Η βελγική κυβέρνηση αμφισβήτησε την εφαρμογή του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ, υποστηρίζοντας ότι οι συμφωνίες μεταξύ των ταξιδιωτικών γραφείων και των εκδρομικών πρακτορείων θα ήταν αντίστοιχες με τη σχέση εντολοδόχου-εντολέα, και, κατά συνέπεια, το ταξιδιωτικό γραφείο θα αποτελούσε βοηθητικό όργανο του εκδρομικού πρακτορείου. (44) Σχετικά με το θέμα αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρίνισε τα ακόλουθα: "Αντίθετα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ένα ταξιδιωτικό γραφείο του είδους που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία πρέπει να θεωρηθεί ως ανεξάρτητος μεσάζων που ασκεί δραστηριότητα παροχής αυτόνομων υπηρεσιών. Πράγματι, το ταξιδιωτικό γραφείο πωλεί ταξίδια που έχουν οργανωθεί από υπερβολικά υψηλό αριθμό εκδρομικών πρακτόρων (tour-operators), και ο εκδρομικός πράκτορας πωλεί τα ταξίδια του μέσω ενός υπερβολικά υψηλού αριθμού ταξιδιωτικών γραφείων. Ένα τέτοιο ταξιδιωτικό γραφείο δεν θα μπορούσε να έχει την ιδιότητα, κατά την άποψη της βελγικής κυβερνήσεως, βοηθητικού οργάνου ενσωματωμένου στην επιχείρηση του ενός ή του άλλου εκδρομικού πρακτορείου." (45) Η λογική αυτή εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση εφόσον τα ταξιδιωτικά γραφεία πωλούν παροχή υπηρεσιών μεταφορών, αλλά επίσης παροχή ξενοδοχειακών, τουριστικών, καλλιτεχνικών και λοιπών υπηρεσιών, που οργανώνονται και προσφέρονται από πολύ μεγάλο αριθμό μεταφορέων, εκδρομικών πρακτορείων και άλλων παρεχόντων υπηρεσίες. Εξάλλου, κάθε επιχείρηση μεταφορών και, στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση, πωλεί τις υπηρεσίες της μέσω υπερβολικά μεγάλου αριθμού διανομέων, είτε πρόκειται για τα ταξιδιωτικά γραφεία είτε για άλλες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. (46) Κατά συνέπεια, τα τα ταξιδιωτικά γραφεία εν προκειμένω δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως βοηθητικά όργανα ενταγμένα στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Οι σχέσεις μεταξύ των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των ταξιδιωτικών γραφείων υπόκεινται, ως εκ τούτου, στις διατάξεις του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. Β. Κανονισμός αριθ. 17 (47) Στις 10 Οκτωβρίου 1991, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων προς την UIC, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 17. (48) Στη γραπτή και προφορική της απάντηση προς την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η UIC αμφισβήτησε την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 17. Σύμφωνα με την UIC, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, τα ταξιδιωτικά γραφεία αποτελούσαν βοηθητικές υπηρεσίες μεταφοράς και, κατά συνέπεια, ο εφαρμοστέος κανονισμός διαδικασίας θα ήταν ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68 του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 1968, όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης της Ελλάδας, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στους τομείς των σιδηροδρομικών, οδικών και πλωτών μεταφορών (4). (49) Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68 αναφέρει τα ακόλουθα: "Στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και πλωτών μεταφορών, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στις συμφωνίες, των τιμών και των όρων μεταφοράς, τον περιορισμό ή τον έλεγχο της προσφοράς μεταφορών, την κατανομή των αγορών μεταφορών, την εφαρμογή τεχνικών βελτιώσεων ή τεχνικής συνεργασίας, τη χρηματοδότηση ή την από κοινού κτήση υλικού ή προμηθειών μεταφορών που συνδέονται άμεσα με την παροχή υπηρεσιών μεταφορών, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την από κοινού εκμετάλλευση ενός ομίλου επιχειρήσεων οδικών ή πλωτών μεταφορών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4, καθώς και στις δεσπόζουσες θέσεις στην αγορά μεταφορών. Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις δράσεις των βοηθητικών υπηρεσιών μεταφορών που έχουν τον ίδιο στόχο ή τα ίδια αποτελέσματα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω." (50) Πάντως, τα επιχειρήματα της UIC δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τρεις λόγους. (51) Κατ' αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 17 στον τομέα των μεταφορών θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 141 του Συμβουλίου (5), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1002/67 (6), προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ειδικές πλευρές του τομέα των μεταφορών. (52) Στη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 141 προβλέπεται σχετικά με το θέμα αυτό ότι: "οι ειδικές πλευρές των μεταφορών δεν αιτιολογούν τη μη εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 17 παρά σε συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν αμέσως στην παροχή υπηρεσιών μεταφορών". (53) Συνεπώς, η απόφαση της UIC που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αφορά στους όρους υπό τους οποίους τα ταξιδιωτικά γραφεία είναι εξουσιοδοτημένα να πρακτορεύουν τους τίτλους μεταφορών και τους όρους διανομής αυτών των εισιτηρίων. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η δραστηριότητα αυτή δεν αφορά "άμεσα" την παροχή υπηρεσιών μεταφορών. (54) Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφασή του στην υπόθεση 311/85 σχετικά με τους όρους σύμφωνα με τους οποίους τα ταξιδιωτικά γραφεία μπορούν να πωλούν τα ταξίδια των εκδρομικών πρακτορείων "ότι ένα ταξιδιωτικό γραφείο του είδους που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία πρέπει να θεωρείται ως ανεξάρτητος μεσάζων που ασκεί μια δραστηριότητα παροχής αυτόνομων υπηρεσιών". Η εν λόγω δραστηριότητα παροχής αυτόνομων υπηρεσιών, κατά συνέπεια, δεν αφορά στην παροχή υπηρεσιών μεταφορών που παρέχεται αποκλειστικά από τον εντολέα. (55) Το Συμβούλιο, στην οδηγία 82/470/ΕΟΚ της 29ης Ιουνίου 1982 σχετικά με τα μέτρα που προορίζονται να υποστηρίξουν την αποτελεσματική άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μη μισθωτές δρατηριότητες για ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες μεταφορών και ταξιδιωτικών γραφείων (groupe 718 CITI) καθώς και για την εναποθήκευση (groupe 720 CITI) (7), προέβη επίσης σε σαφή διάκριση μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων, της βοηθητικής υπηρεσίας μεταφορών και του ταξιδιωτικού γραφείου. (56) Από το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η δραστηριότητα της βοηθητικής υπηρεσίας μεταφορών συνίσταται ιδίως "στο να ενεργεί ως μεσάζων των επιχειρηματικών ποικίλων τρόπων μεταφοράς και των ατόμων που αναλαμβάνουν την αποστολή εμπορευμάτων, καθώς και την πραγματοποίηση ποικίλων συναφών εργασιών". (57) Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 της οδηγίας, οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει βοηθητική υπηρεσία μεταφορών αντιστοιχεί σε ονομασίες όπως "commissionaire de transport" και "courtier de fret" στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο, "spediteur" στη Γερμανία, "freight forwarder" στο Ηνωμένο Βασίλειο. (58) Η ονομασία του ταξιδιωτικού γραφείου (agent de voyages), ταυτόσημη στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στο Λουξεμβούργο, αντιστοιχεί στην έννοια του "travel agent) στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο και του "Reisebuerounternehmer" στη Γερμανία. (59) Συνάγεται λοιπόν ότι οι δραστηριότητες του ταξιδιωτικού γραφείου και της βοηθητικής υπηρεσίας μεταφορών δεν μπορούν να συγχέονται και ότι η δραστηριότητα ταξιδιωτικών γραφείων αποτελεί ανεξάρτητη παροχή υπηρεσιών που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 17. Γ. Η έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων (60) Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Κοινότητας είναι δημόσιες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με την προμήθεια και την εμπορία υπηρεσιών μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων. Λειτουργούν στις διάφορες αγορές μεταφορών, σε ανταγωνισμό με άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια, αποτελούν επιχειρήσεις δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. (61) Οι επιχειρήσεις αυτές συνέστησαν την UIC, η οποία αποτελεί ένωση με νομική προσωπικότητα και η οποία επιτρέπει στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να συνεργάζονται στους τεχνικούς και εμπορικούς τομείς. Συνεπώς, η UIC αποτελεί ένωση επιχειρήσεων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. Δ. Η έννοια της απόφασης της ένωσης (62) Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η UIC, υποστήριξε ότι το δελτίο 130 δεν αποτελεί παρά μια σύσταση που δεν εμποδίζει τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις να εξουσιοδοτούν ταξιδιωτικά γραφεία εκτός του εδάφους τους. Σύμφωνα με την UIC, μια τέτοια σύσταση δεν θα αποτελούσε απόφαση ενώσεως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. (63) Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του δελτίου 130 καθορίστηκαν από τα όργανα εργασίας της UIC και εγκρίθηκαν από την επιτροπή επιβατών, προτού διανεμηθούν στα δίκτυα-μέλη. (64) Σχετικά με το ποσοστό της προμήθειας που χορηγείται στα ταξιδιωτικά γραφεία, ο πρόεδρος της επιτροπής διανομής της UIC δήλωσε ότι "η επιτροπή διανομής πρότεινε και επέτυχε να ανέλθει σε 10 % το ποσοστό προμήθειας που χορηγείται στα ταξιδιωτικά γραφεία από την 1η Ιανουαρίου 1990 . . ." Η τροποποίηση αυτή κοινοποιήθηκε στα δίκτυα-μέλη της UIC με επιστολή του προέδρου της επιτροπής διανομής της UIC, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1990. (65) Το εν λόγω δελτίο UIC περιλαμβάνει προδιαγραφές που έχουν συνταχθεί με επιτακτική διατύπωση. Αυτό ισχύει στην περίπτωση της παραγράφου 1.1 που ορίζει ότι "η εξουσιοδότηση χορηγείται στα ταξιδιωτικά γραφεία μέσω του βασικού δικτύου της χώρας που είναι εγκατεστημένα τα ταξιδιωτικά αυτά γραφεία". (66) Πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι περισσότερες διατάξεις του εν λόγω δελτίου δεν παρουσιάζονται ως υποχρεωτικές για τα δίκτυα. (67) Πάντως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όρισε στην απόφαση ΙΑΖ/Επιτροπή (8), ότι μια σύσταση μιας ενώσεως επιχειρήσεων, έστω και μη υποχρεωτικού χαρακτήρα, δεν διαφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 1, εφόσον η αποδοχή της σύστασης από τις αποδέκτριες επιχειρήσεις ασκεί αισθητή επιρροή στους κανόνες του ανταγωνισμού της εν λόγω αγοράς". (68) Συνεπώς, οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τα δίκτυα όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους αποφασίζουν να εξουσιοδοτούν τα ταξιδιωτικά γραφεία, αποδεικνύουν ότι οι διατάξεις του δελτίου UIC 130 είναι αποδεκτές και εφαρμόζονται από τα δίκτυα σε ευρύτατη κλίμακα. Έτσι, σχετικά με τα ποσοστά της προμήθειας, διαπιστώθηκε ότι στην Κοινότητα μόνο το ιταλικό δίκτυο χορηγεί διαφορετικό ποσοστό από τα άλλα δίκτυα. (69) Πρέπει λοιπόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το δελτίο 130 εκφράζει την πιστή έκφραση της βούλησης της UIC να συντονίζει τη συμπεριφορά των μελών της σύμφωνα με το καταστατικό της και ότι, βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (9), αποτελεί απόφαση ενώσεως κατά την έννοια του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. Ε. Οι περιορισμοί του ανταγωνισμού (70) Ο έλεγχος της εξουσιοδοτήσεως πρακτορεύσεως εισιτηρίων που παρέχονται σε ταξιδιωτικά γραφεία από κάθε εθνική σιδηροδρομική επιχείρηση Δυνάμει των όρων πρακτορεύσεως που αποφασίστηκαν από την UIC, ένα ταξιδιωτικό γραφείο μπορεί να εξουσιοδοτηθεί μόνον από το δίκτυο της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένο. Συνεπώς, η έκδοση εισιτηρίων μεταφοράς αποτελεί ξεχωριστή παροχή υπηρεσιών από τη δραστηριότητα μεταφοράς, που πραγματοποιείται αντί αμοιβής από τα δίκτυα και τα ταξιδιωτικά γραφεία. Η προμήθεια που καταβάλλεται από ένα δίκτυο για την πώληση εισιτηρίου μεταφοράς είναι η ίδια, είτε η πώληση πραγματοποιείται από ταξιδιωτικό γραφείο είτε από ένα άλλο δίκτυο, που παρεμβαίνει στην περίπτωση αυτή ως διανομέας του εισιτηρίου. Έτσι, υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των ταξιδιωτικών γραφείων και μεταξύ των ταξιδιωτικών γραφείων και των δικτύων για την έκδοση εισιτηρίων. (71) Οι χρήσεις επωφελούνται της παρουσίας ταξιδιωτικών γραφείων που έχουν τη δυνατότητα να πωλούν εισιτήρια σιδηροδρόμων. Ο πολλαπλασιασμός των τόπων πώλησης τίτλων μεταφοράς επιτρέπει πράγματι στους χρήστες να αποκτήσουν αυτούς τους τίτλους, περιορίζοντας τις μετακινήσεις τους. Εξάλλου, τα ταξιδιωτικά γραφεία μπορούν να παρέχουν και άλλες υπηρεσίες, ιδίως σε θέματα ξενοδοχειακής κάλυψης, επιτρέποντας στους χρήστες να οργανώνουν τη διανομή τους με σφαιρικό τρόπο. Τέλος, οι χρήστες ενδεχσομένως έχουν οικονομικά οφέλη από την παρουσία αυτών των ταξιδιωτικών γραφείων. (72) Ωστόσο, η θέση που υιοθετήθηκε στα πλαίσια της UIC, σύμφωνα με την οποία η εξουσιοδότηση δεν μπορεί να δοθεί παρά από το δίκτυο της χώρας όπου βρίσκεται το ταξιδιωτικό γραφείο, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του αριθμού των εξουσιοδοτημένων ταξιδιωτικών γραφείων και, κατά συνέπεια, τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ υπηρεσιών πωλήσεως εισιτηρίων σε βάρος των χρήστων. (73) Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι εκπρόσωποι της UIC δήλωσαν ότι ο έλεγχος της εξουσιοδότησης ταξιδιωτικών γραφείων εκ μέρους των εθνικών δικτύων θα ήταν απαραίτητος στα πλαίσια της τρέχουσας λειτουργίας των διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών. Πράγματι, κάθε δίκτυο είναι αρμόδιο για τα ταξιδιωτικά γραφεία που εξουσιοδοτεί στην εδαφική του περιοχή, σε επίπεδο λογιστικής, εκπαίδευσης των πρακτόρων ή γενικής εποπτείας των ταξιδιωτικών γραφείων. Έτσι, το σύστημα που θεσπίστηκε από την UIC θα αποτελούσε σύστημα γενικής και αμοιβαίας εντολής μεταξύ δικτύων, απαραίτητο για τη λειτουργία της εν λόγω αγοράς. (74) Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Οι εκπρόσωποι της UIC αναγνώρισαν οι ίδιοι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ότι πράγματι ορισμένες σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ήδη εξουσιοδοτούν άμεσα, σε περιορισμένο αριθμό, ταξιδιωτικά γραφεία εκτός του εθνικού τους εδάφους. Ο έλεγχος της εξουσιοδότησης ταξιδιωτικών γραφείων από κάθε εθνικό δίκτυο δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ως απαραίτητο μέσο για τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να εισδύσουν στην εν λόγω αγορά. (75) Έτσι, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η διάταξη του δελτίου 130 σχετικά με τον έλεγχο της εξουσιοδότησης ταξιδιωτικών γραφείων από κάθε δίκτυο στο έδαφός του, έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά διανομής εισιτηρίων μεταφοράς μέσω σιδηροδρόμου. (76) Ο ορισμός των όρων χορήγησης προμηθειών Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του δελτίου 130, συνιστάται σε κάθε δίκτυο: - να χορηγεί την ίδια προμήθεια τόσο για τα διεθνή τμηματικά του εισιτήρια όσο και για τα διεθνή κατευθείαν σιδηροδρομικά εισιτήρια, - να χορηγεί επί των εισιτηρίων που αγοράζονται στους σταθμούς και στα ταξιδιωτικά γραφεία ποσοστό προμήθειας κατώτερο από εκείνο που προβλέπεται για τα εισιτήρια που εκδίδονται από τα ίδια τα ταξιδιωτικά γραφεία. Εξάλλου, όταν τα ταξιδιωτικά γραφεία αγοράζουν τα εισιτήρια στους σταθμούς, τα δίκτυα δεν μπορούν να χορηγούν προμήθεια παρά μόνον εφόσον η σύμβαση δεν επιτρέπει στο ταξιδιωτικό γραφείο να εκδίδει το ίδιο τα εισιτήρια. (77) Από την εξέταση της υποθέσεως προέκυψε ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται ευρύτατα από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. (78) Ελλείψει τέτοιου είδους διατάξεων, τα ταξιδιωτικά γραφεία θα μπορούσαν να διαπραγματεύονται μεμονωμένα με κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση τους όρους χορήγησης προμηθειών και, ενδεχομένως, να επιτυγχάνουν ευνοϊκότερους όρους. (79) Εξάλλου, ακόμη και ελλείψει μεμονωμένων διαπραγματεύσεων μεταξύ της σιδηροδρομικής επιχείρησης και καθενός από ταξιδιωτικά γραφεία, οι όροι χορήγησης προμηθειών που έχουν αποφασιστεί από κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση θα μπορούσαν επίσης να είναι ευνοϊκότεροι για τους διανομείς, ελλείψει ενιαίων όρων καθορισμένων από την UIC. (80) Και στις δύο περιπτώσεις, οι ευνοϊκότεροι όροι που θα είχαν επιτευχθεί από ορισμένα ταξιδιωτικά γραφεία θα επέτρεπαν σ' αυτά να βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη ανταγωνιστική θέση έναντι της σιδηροδρομικής επιχείρησης που παρεμβαίνει ως διανομέας εισιτηρίων. Στην περίπτωση αυτή, τα ταξιδιωτικά γραφεία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα επιτευχθέντα πλεονεκτήματα προς όφελος των χρήστων. (81) Οι προαναφερθέντες διατάξεις του δελτίου 130 που αποσκοπούν στην ενοποίηση των όρων χορήγησης προμηθειών έχουν ως στόχο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των διανομέων εισιτηρίων. (82) Ο ορισμός ενιαίου ποσοστού προμήθειας Η τροποποίηση του ποσοστού προμήθειας που χορηγείται στα ταξιδιωτικά γραφεία από 1ης Ιανουαρίου 1990 είναι το αποτέλεσμα μιας απόφασης που λήφθηκε από την UIC το 1989. Από την ημερομηνία αυτή, όλες οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Κοινότητας χορηγούν το ίδιο ποσοστό, ύψους 10 %, με εξαίρεση τους ιταλικούς σιδηροδρόμους που χορηγούν ποσοστό ύψους 9 %. (83) Ο καθορισμός ενιαίου ποσοοστού προμήθειας για την αμοιβή των ταξιδιωτικών γραφείων παρεμποδίζει τα ταξιδιωτικά γραφεία να διαπραγματεύονται ένα ενδεχομένως πλέον ενδιαφέρον ποσοστό και, κατά τον τρόπο αυτό, να επιτυγχάνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε συνάρτηση με τα λοιπά ταξιδιωτικά γραφεία και με την εθνική σιδηροδρομική επιχείρηση. Το ταξιδιωτικό γραφείο που λαμβάνει υψηλότερο ποσοστό προμήθειας μπορεί πράγματι να είναι σε θέση να προσφέρει συμπληρωματικές υπηρεσίες ή καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, να ανταγωνίζεται τους άλλους διανομείς εισιτηρίων προς όφελος του χρήστη. (84) Ο καθορισμός ενιαίου ποσοστού προμήθειας στα πλαίσια τςη UIC έχει ως στόχο και ως αποτέλεσμα να περιορίζει αισθητά τον ανταγωνισμό στην αγορά διανομής σιδηροδρομικών εισιτηρίων. (85) Κατά την πορεία της διαδικασίας, η UIC διευκρίνισε ότι η σύμβαση περί διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών (COTIF) της 9ης Μαΐου 1980 δεν επιτρέπει στα ταξιδιωτικά γραφεία να εκχωρούν μέρος της προμήθειάς τους στους πελάτες τους και ότι, κατά συνέπεια, ο καθορισμός ενιαίου ποσοστού προμήθειας δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό. (86) Η εν λόγω σύμβαση που συνάφθηκε μεταξύ κρατών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα δώδεκα κράτη μέλη της Κοινότητας, στοχεύει να θεσπίσει ενιαίο νομικό καθεστώς που θα εφαρμόζεται στη μεταφορά επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων σε απευθείας διεθνείς μεταφορές μεταξύ των κρατών μελών, μέσω σιδηροδρόμου, καθώς και διευκολύνει την εκτέλεση και την ανάπτυξη του εν λόγω καθεστώτος. Περιλαμβάνει δύο παραρτήμτα που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης, εκ των οποίων το παράρτημα Α καθορίζει ενιαίους κανόνες σχετικά με τη σύμβαση σιδηροδρομικών διεθνών μεταφορών και αποσκευών (CIV). (87) Το άρθρο 5 της εν λόγω σύμβασης CIV αναφέρει τα ακόλουθα: " 1 Τα διεθνή τιμολόγια μεταφορών πρέπει να περιλαμβάνουν όλους τους ειδικούς όρους που εφαρμόζονται στις μεταφορές, ιδίως τα απαραίτητα στοιχεία για τον υπολογισμό των τιμών μεταφοράς και των συναφών δαπανών και, ενδεχομένως, τους όρους μετατροπής των νομισμάτων. Οι όροι διεθνών τιμολογίων μεταφορών δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τους ενιαίους κανόνες παρά μόνον εφόσον υπάρχει ρητή πρόβλεψη. 2 Τα διεθνή τιμολόγια μεταφορών πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους υπό τους ίδιους όρους." (88) Στην περίπτωση της παρούσας υπόθεσης, η UIC στηρίζεται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της σύμβασης CIV για να διευκρινίσει ότι τα ταξιδιωτικά γραφεία δεν μπορούν να εκχωρούν μέρος της προμήθειάς τους στους χρήστες. (89) Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, το άρθρο 5 της σύμβασης CIV εφαρμόζεται αποκλειστικά στα τιμολόγια της παροχής υπηρεσιών μεταφορών. Συνεπώς, η προμήθεια που λαμβάνει το ταξιδιωτικό γραφείο αποτελεί αμοιβή για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες εκ μέρους του ταξιδιωτικού γραφείου όσον αφορά την πώληση κάθε τίτλου μεταφοράς. Έτσι, η προμήθεια δεν αποτελεί τμήμα της τιμής πωλήσεως των μεταφορικών υπηρεσιών που παρέχονται από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμγής του άρθρου 5 της σύμβασης CIV. (90) Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΟΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβαιώνεται από το άρθρο 62 της σύμβασης CIV που αναφέρει ότι "οι διατάξεις των ενιαίων κανόνων δεν μπορούν να υπερισχύσουν έναντι των διατάξεων ορισμένων κρατών σχετικά με τις μεταφορές μεταξύ των συνόρων τους, κατ' εφαρμογή ορισμένων συνθηκών, όπως τη συνθήκη ΕΚΑΧ και τη συνθήκη ΕΟΚ". (91) Η επιβολή υποχρέωσης για τα ταξιδιωτικά γραφεία να πωλούν τίτλους μεταφοράς στις τιμές που καθορίζονται από τα δίκτυα Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 της τυποποιημένης σύμβασης πρακτορεύσεως που θεσπίστηκε από την UIC, "τα ταξιδιωτικά γραφεία οφείλουν να εκδίδουν και να πωλούν τους τίτλους μεταφοράς στις επίσημες τιμές που καθορίζονται στα τιμολόγια". Περιορίζεται συνεπώς η ελευθερία των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων να εκχωρούν μέρος ή το σύνολο της προμήθειάς τους στους πελάτες τους. (92) Κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη που έχει καθοριστεί με τρόπο οριζόντιο από την UIC περιορίζει κατ' ανάγκην την ελευθερία κάθε σιδηροδρομικής επιχείρησης να διαπραγματεύεται τους όρους των συμφωνιών της με τα ταξιδιωτικά γραφεία και είναι δυνατόν έτσι να περιορίσει την ανταγωνιστική συμπεριφορά των εν λόγω επιχειρήσεων. (93) Αντίθετα από τη θέση που εκφράστηκε από την UIC κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι διατάξεις της COTIF σχετικά με τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές της 9ης Μαρτίου 1980 δεν μπορούν, για λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί στις παραπάνω αιτιολογικές σκέψεις 89 και 90, να δικαιολογήσουν συμπεριφορά αντιβαίνουσα το άρθρο 85 παράγραφος 1. (94) Η επιβολή απαγόρευσης προς τα ταξιδιωτικά γραφεία να ευνοούν τις προσφορές τους ή με τις συμβουλές τους προς τους πελάτες, ανταγωνιστικούς τρόπους μεταφοράς Τα ταξιδιωτικά γραφεία προσφέρουν συνήθως προς πώληση τίτλους μεταφοράς για πολλούς ανταγωνιστικούς τρόπους μεταφοράς. Για μια συγκεκριμένη διαδρομή, ένας ανταγωνιστικός τρόπος μεταφοράς προς τους σιδηροδρόμους μπορεί να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες από άποψη ποιότητας ή τιμής. Συνεπώς, σε μια τέτοια περίσταση, η πρακτική αυτή στοχεύει να επιβάλει στα ταξιδιωτικά γραφεία την απαγόρευση να συνιστούν στους χρήστες τη χρησιμοποίηση ενός πλέον ενδιαφέροντος τρόπου μεταφοράς. (95) Μια τέτοια πρακτική έχει ως στόχο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων τρόπων μεταφοράς. (96) Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η UIC διευκρίνισε ότι η σχετική ρήτρα απαγόρευσης είχε ενταχθεί στο δελτίο 130 της δεκαετίας του 1950 και ότι είχε περιπέσει σε αχρηστεία. (97) Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ως προς αυτό ότι το δελτίο 130 τροποποιήθηκε 35 φορές από το 1952 και η εν λόγω διάταξη δεν απαλείφθηκε ποτέ. (98) Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (10), για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 1, δεν απαιτείται να ληφθούν υπόψη τα συγκεκριμένα αποτελέσματα συμφωνίας ή απόφασης ενώσεως, δεδομένου ότι αυτές αποσκοπούν στον περιορισμό του ανταγωνισμού. (99) Συνεπώς, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η επιβολή απαγόρευσης προς τα ταξιδιωτικά γραφεία να ευνούν, στις προσφορές ή στις συμβουλές που παρέχουν στην πελατεία, ανταγωνιστικούς τρόπους μεταφοράς αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ. ΣΤ. Ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (100) Οι προαναφερθείσες διατάξεις που πλήττουν τον ανταγωνισμό είναι επίσης δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών σε πολλούς τομείς. Πρώτον, τα ταξιδιωτικά γραφεία που λειτουργούν σε κράτος μέλος μπορούν να πωλούν οργανωμένα ταξίδια χρησιμοποιώντας τους σιδηροδρόμους, τα οποία να οργανώνονται από εκδρομικά πρακτορεία εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη. Δεύτερον, τα ίδια αυτά ταξιδιωτικά γραφεία μπορούν να πωλούν εισιτήρια σε πελάτες που διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη. Τρίτον, προορισμός των εν λόγω ταξιδίων είναι σε πολλές περιπτώσεις άλλα κράτη μέλη. Ζ. Άρθρο 85 παράγραφος 3 (101) Η UIC δεν προέβη ποτέ σε κοινοποίηση του δελτίου 130 προς την Επιτροπή προκειμένου να ζητήσει να υπαχθεί στις ευεργετικές διτάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ. Συνεπώς, καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί προβλέποντας απαλλαγή δυνάμει του εν λόγω άρθρου. (102) Πάντως, απαντώντας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η UIC αναφέρει ότι, κατά την άποψή της, θα μπορούσαν να πληρωθούν οι όροι απαλλαγής για τρεις αιτιάσεις: - τον έλεγχο της εξουσιοδοτήσεως πρακτορεύσεως εισιτηρίων που παρέχεται σε ταξιδιωτικά γραφεία από κάθε εθνική σιδηροδρομική επιχείρηση, - τον καθορισμό των όρων χορήγησης προμηθειών, - τον καθορισμό ενιαίου ποσοστού προμήθειας. Η UIC στηρίζει το αίτημά της στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68. (103) Η εν λόγω νομική βάση δεν θα μπορούσε να γίνει παραδεκτή για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιλογικές σκέψεις 49 έως 58. Δεν θα ήταν δυνατή η χορήγηση απαλλαγής, εφόσον πληρούνται οι όροι, παρά μόνον κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ. (104) Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι οι τρεις αιτιάσεις συμβάλλουν στη βελτίωση της διανομής εισιτηρίων και ότι οι χρήστες απολαύουν ευλόγου τμήματος του οφέλους. Αντίθετα, μπορεί ιδίως να διαπιστωθεί ότι οι πρακτικές αυτές απαγορεύουν στους χρήστες να λαμβάνουν τμήμα της προμήθειας που εκχωρείται στα ταξιδιωτικά γραφεία. (105) Δεν έχει επίσης αποδειχθεί ότι οι εν λόγω πρακτικές είναι απαραίτητες για την επίτευξη του αναγγελθέντος στόχου της βελτίωσης της διανομής. (106) Τέλος, μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω πρακτικές προσφέρουν στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού, ιδίως σε θέματα τιμών, μεταξύ των ταξιδιωτικών γραφείων κατά την πώληση τίτλων μεταφορών. (107) Κατά συνέπεια, έστω και αν το δελτίο UIC είχε αποτελέσει αντικείμενο κοινοποίησης δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ. Η. Άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17 (108) Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 17, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις και στις ενώσεις επιχειρήσεων, πρόστιμα ύψους 1 000 έως 1 000 000 Ecu, το δε τελευταίο αυτό ποσό μπορεί να ανέλθει στο 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εταιρικής χρήσης από την καθεμία από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση, εφόσον εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβίασαν τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ. Το ποσό του προστίμου πρέπει να καθοριστεί λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι στην παρούσα περίπτωση αιτιολογείται η επιβολή προστίμου στην UIC. (109) Για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω παράβαση υπέχει ορισμένη βαρύτητα εφόσον έχει ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα να περιορίζει τον ανταγωνισμό μεταξύ όλων των διανομέων εισιτηρίων. Επιπλέον, η παράβαση αυτή διαπράχθηκε για μακροχρόνια περίοδο, δεδομένου ότι το δελτίο έχει καταρτισθεί από το 1952. (110) Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η UIC δήλωσε ότι είχε ενεργήσει καλόπιστα, θεωρώντας ότι ο εφαρμοστέος κανονισμός διαδικασίας στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68 και κατά συνέπεια, δεν ήταν απαραίτητη κοινοποίηση της απόφασης της ενώσεως για να τύχει απαλλαγής. Η UIC θεωρούσε, εξάλλου, ότι πληρούντο οι όροι προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις της απαλλαγής αυτής. (111) Πρέπει να σημειωθεί σχετικά με το θέμα αυτό ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήδη από το 1987 (11) είχε επιβεβαιώσει σαφώς τον παράνομο χαρακτήρα μιας οριζόντιας συμφωνίας ή μιας απόφασης που λαμβάνεται οριζόντια όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η οποία αποσκοπεί στο να απαγορεύσει συλλογικά την εκχώρηση μέρους της προμήθειας. Έτσι, από το 1987, η UIC δεν μπορούσε να αγνοεί ότι οι διατάξεις του δελτίου UIC παραβίαζαν ή τουλάχιστον ήταν ενδεχόμενο να παραβιάζουν τους κανόνες του ανταγωνισμού. (112) Πάντως, πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η πρόθεση που εκδηλώθηκε εκ μέρους της UIC, μετά την παραλαβή της ανακοίνωσης των αιτιάσεων, όσον αφορά την τροποποίηση του εν λόγω δελτίου 130 ώστε να καταστεί σύμφωνο προςτο κοινοτικό δίκαιο. Ι. Άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 17 (113) Η UIC γνωστοποίησε ήδη τη βούλησή της να προσαρμόσει στο κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού τα κείμενα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. (114) Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των παραβιάσεων, η Επιτροπή θεωρεί απαραίτητο να επιβεβαιώσει, στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, την υποχρέωση να τεθεί τέλος στις διαπιστωθείσες παραβάσεις, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Η διεθνής ένωση σιδηροδρόμων (UIC) έχει παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ, με'σω της έγκρισης και διανομής του δελτίου 130 όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και ταξιδιωτικών γραφείων, το οποίο προβλέπει: - τον έλεγχο της εξουσιοδοτήσεως πρακτορεύσεως εισιτηρίων που πρέχεται σε ταξιδιωτικά γραφεία από κάθε εθνική σιδηροδρομική επιχείρηση, - τον κοινό καθορισμό των όρων χορήγησης προμηθειών, - τον καθορισμό ενιαίου ποσοστού προμήθειας, - την επιβολή υποχρέωσης για τα ταξιδιωτικά γραφεία να εκδίδουν και να πωλούν τα εισιτήρια στις επίσημες τιμές που αναφέρονται στα τιμολόγια, - την επιβολή απαγόρευσης προς τα ταξιδιωτικά γραφεία να ευνοούν με τις προσφορές ή τις συμβουλές τους, προς την πελατεία, ανταγωνιστικούς τρόπους μεταφοράς. Άρθρο 2 Η UIC οφείλει να θέσει τέλος στις διαπιστωθείσες στο άρθρο 1 παραβάσεις εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης. Άρθρο 3 Για τις διαπιστωθείσες στο άρθρο 1 παραβάσεις επιβάλλεται στην UIC πρόστιμο ύψους 1 εκατομμυρίου (1 000 000) Ecu. Το πρόστιμο πρέπει να καταβληθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στον αριθ. λογαρισμού 310-0933000-43 στην τράπεζα Banque Bruxelles Lambert, agence europeenne, Rond-point Schuman 5, B-1040 Bruxelles. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής καταβάλλονται αυτόματα τόκοι υπερημερίας, με το επιτόκιο το οποίο χρεώνεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας για τις πράξεις του σε Ecu κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο είχε εκδοθεί η παρούσα απόφαση, συν 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι 13,75 %. Εάν η καταβολή πραγματοποιηθεί στο εθνικό νόμισμα του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η κατονομασθείσα για την καταβολή τράπεζα, η εφαρμοστέα τιμή συναλλάγματος είναι η εν ισχύει την παραμονή της καταβολής. Άρθρο 4 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην: Union international des chemins de fer, 14, rue Jean Rey, F-75015 Paris. Η παρούσα απόφαση αποτελεί εκτελεστικό τίτλο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 192 της συνθήκης ΕΟΚ. Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 1992. Για την Επιτροπή Leon BRITTAN Αντιπρόεδρος (1) ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962, σ. 204/62. (2) ΕΕ αριθ. 127 της 20. 8. 1963, σ. 2268/63. (3) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1987 στην υπόθεση 311/85, Συλλογή ΔΕΚ 1987, σ. 3801. (4) ΕΕ αριθ. L 175 της 23. 7. 1968, σ. 1. (5) ΕΕ αριθ. L 124 της 28. 11. 1962, σ. 2751/62. (6) ΕΕ αριθ. L 306 της 16. 12. 1967, σ. 1. (7) ΕΕ αριθ. L 213 της 21. 7. 1982, σ. 1. (8) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1983 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 96 έως 102, 104, 105, 108 και 110/82, Συλλογή ΔΕΚ.1983, σ. 3369. (9) Ιδίως απόφαση ΙΑΖ/Επιτροπή και απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1987 στην υπόθεση 45/85 Verband der Sachversicherer/Επιτροπή, Συλλογή ΔΕΚ. 1987, σ. 447. (10) Ιδίως απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985 στην υπόθεση 123/83 (BINC/Clair), Συλλογή ΔΕΚ 1985, σ. 391. (11) Στην υπόθεση 311/85.