This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31985D0471
85/471/EEC: Commission Decision of 10 July 1985 on an aid granted by the Federal German Government to a producer of polyamide and polypropylene yarn situated in Bergkamen (Only the German text is authentic)
85/471/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 1985 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
85/471/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 1985 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
ΕΕ L 278 της 18.10.1985, p. 26–30
(DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL)
In force
85/471/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 10ης Ιουλίου 1985 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 278 της 18/10/1985 σ. 0026 - 0030
***** ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 10ης Ιουλίου 1985 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η γερμανική κυβέρνηση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (85/471/ΕΟΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, όπως προβλέπεται από το προαναφερόμενο άρθρο 93, και έλαβε υπόψη της τις παρατηρήσεις αυτές, Εκτιμώντας ότι: Ι Μετά από επανειλημμένες αιτήσεις της Επιτροπής, η γερμανική κυβέρνηση την πληροφόρησε εκπρόθεσμα, με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 1984 και τέλεξ της 23ης Νοεμβρίου 1984, ότι είχε χορηγηθεί οικονομική ενίσχυση σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου εγκατεστημένο στο Bergkamen με σκοπό την εγκατάσταση σύγχρονου εξοπλισμού, κατάλληλου για την παραγωγή και των δύο αυτών τύπων νημάτων. Η εν λόγω ενίσχυση έχει χορηγηθεί το 1983 βάσει του νόμου που αφορά τις επενδυτικές επιχορηγήσεις (Investitionszulagengesetz) και βάσει του προγράμματος περιφερειακών ενισχύσεων που χορηγούν από κοινού η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και τα Laender (Gemeinschaftsaufgabe). Το ποσό της ενίσχυσης ήταν αντίστοιχα 1,722 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και 1,223 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Σε σχέση με το συνολικό επενδυτικό κόστος ύψους 19,67 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων η ενίσχυση ανήλθε σε 2,945 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, ήτοι 14,97 %. Οδήγησε σε αύξηση της ικανότητας παραγωγής από περίπου 3 000 τόνους σε 5 000 τόνους. Μετά από προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ενίσχυση αυτή έχοντας χορηγηθεί το 1983 χωρίς προηγούμενα να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, ήταν παράμονη, εφόσον η γερμανική κυβέρνηση παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ. Η Επιτροπή θεώρησε επίσης, ότι η ενίσχυση αυτή προοριζόταν απλώς για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα αύξηση της υφιστάμενης ικανότητας παραγωγής πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, ειδικότερα δε, και σε αντίθετη με το δεδηλωμένο της στόχο όταν ζήτησε την ενίσχυση, η εταιρεία χρησιμοποίησε την εν λόγω ενίσχυση για την παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου μέχρι επιπέδου 72 % της συνολικής της παραγωγής το 1983. Τα νήματα πολυαμιδίου ανήκουν σε μια ομάδα προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα που διέπει τις ενισχύσεις για την παραγωγή συνθετικών ινών και νημάτων, που θεσπίστηκε από την Επιτροπή το 1977, κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη με επιστολή της 19ης Ιουλίου 1977 και δημοσιεύτηκε στο Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Ιούλιο/Αύγουστο 1977 (σημείο 1.5.3) και τον Νοέμβριο 1977 (σημείο 2.1.47) και του οποίου η ισχύς παρετάθη το 1979, το 1981 και το 1983. Επειδή η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε με στόχο την αναδιάρθρωση της μονάδας παραγωγής στο Bergkamen, κατά την έννοια του κοινοτικού κώδικα ενισχύσεων για συνθετικές ίνες και νήματα, και καθώς δεν επρόκειτο να οδηγήσει ούτε σε μείωση της ικανότητας παραγωγής ούτε σε μετατροπή της πέραν από τις συνθετικές ίνες και νήματα, δεν υπήρχε κανένα ιδιαίτερο στοιχείο στην εν λόγω επένδυση που να μπορούσε να δικαιολογήσει την εκ μέρους της Επιτροπής εξαίρεση της ενισχύσεως από τους κανόνες του κώδικα ενισχύσεων, βάσει των οποίων οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να αποφεύγονται. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι ο εξοπλισμός που τοποθέτησε η επιχείρηση χρησιμοποιώντας την ενίσχυση, έχει εξαιρετικά σύντομη περίοδο έναρξης λειτουργίας, ότι είναι εξίσου κατάλληλος τόσο για την παραγωγή πολυαμιδίου όσο και πολυπροπυλενίου, και ότι σε πολύ βραχύ χρονικό διάστημα οι παραγωγές αυτές μπορούν να εναλλάσσονται και τέλος ότι οι συχνές αλλαγές στην παραγωγή από το ένα προϊόν στο άλλο, επιτρέπουν στην εταιρεία να προσαρμόζεται με μεγάλη ταχύτητα στις τάσεις που εμφανίζει η αγορά, και έτσι τα επιχειρήματα των δικαιούχων της ενίσχυσης όσον αφορά την οικονομική ανάγκη για παραγωγή πολυαμιδίου στη διάρκεια της περιόδου έναρξης λειτουργίας, εφαίνοντο εντελώς αδικαιολόγητα. Τέλος, η Επιτροπή θεώρησε ότι σε μια κατάσταση όπου άλλοι παραγωγοί συνθετικών ινών και νημάτων στην ΕΟΚ συνεχίζουν να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για να προσαρμοστούν στην παρούσα κατάσταση της αγοράς μειώνοντας σε σημαντικό βαθμό τις μονάδες παραγωγής τους, η εν λόγω ενίσχυση δεν διευκόλυνε μία τέτοια εξέλιξη, η οποία, από κοινοτική άποψη, να μπορούσε να αντισταθμίζει τη στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού, και ότι η εν λόγω ενίσχυση, ευνοώντας την αναφερθείσα επιχείρηση σε έναν τομέα που υπάρχει μεγάλος όγκος εμπορικών συναλλαγών και ιδιαίτερα έντονος ανταγωνισμός, μπορούσε να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και άρα ήταν ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε παράνομα, κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ και δεν πληρούσε τους όρους που απαιτούνται για την εφαρμογή μιας των παρεκκλίσεων του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΟΚ και κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της συνθήκης ΕΟΚ. Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 1985, κάλεσε επισήμως τη γερμανική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. ΙΙ Η γερμανική κυβέρνηση, υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις της, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ, με επιστολή της 12ης Απριλίου 1985, τόνισε ότι η ενισχυόμενη επένδυση είχε ως στόχο την αντικατάσταση του πολυαμιδίου με νήματα πολυπροπυλενίου, πράγμα που θεωρεί ότι είναι και η κατεύθυνση προς την οποία η Επιτροπή επιθυμεί να στραφεί ο σχετικός βιομηχανικός κλάδος. Δήλωσε επίσης ότι για τη μετατροπή αυτή στην παραγωγή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η κατάσταση της αγοράς η οποία το 1983 και στις αρχές του 1984 δεν επέτρεπε την πλήρη και άμεση αλλαγή από το ένα προϊόν στο άλλο. Η γερμανική κυβέρνηση τόνισε επίσης ότι το 1984 η παραγωγή νημάτων πολυαμιδίου έφθασε μόλις τους 1 700 τόνους, από τους οποίους το 70 % (= 1 200 τόνοι) εξήχθησαν σε τρίτες χώρες ενώ οι υπόλοιποι 500 τόνοι παραδόθηκαν, σε ποσοστό 80 %, σε άλλες θυγατρικές της μητρικής εταιρείας που έχει την ιδιοκτησία των εγκαταστάσεων στο Bergkamen. Το ίδιο έτος, η παραγωγή πολυπροπυλενίου έφθασε τους 2 320 τόνους, εκ των οποίων 30 % εξήχθησαν σε τρίτες χώρες. Εν όψει της σχέσεως αυτής μεταξύ των δύο ειδών νημάτων καθώς και των αντίστοιχων μεριδίων παραγωγής που πωλούνται μέσα στην ΕΟΚ, η γερμανική κυβέρνηση θεώρησε ότι η προκύπτουσα από την ενίσχυση στρέβλωση του ανταγωνισμού ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις τους, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, τρία άλλα κράτη μέλη, τρεις ενώσεις επιχειρήσεων του τομέα και μία μεμονωμένη εταιρεία, υποστήριξαν τις απόψεις της Επιτροπής και εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τα ενισχυτικά μέτρα. Στις παρατηρήσεις αυτές υπογραμμίζετο το γεγονός ότι ο εν λόγω τομέας συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα πλεονάζοντος δυναμικού παραγωγής και συμπιεσμένων τιμών καθώς και ότι, σε μια τέτοια κατάσταση, η ενίσχυση επρόκειτο να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό στην ΕΟΚ παρέχοντας αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα στη δικαιούχο επιχείρηση. Επισημαίνετο επίσης ότι οποιαδήποτε ενίσχυση για την αύξηση της παραγωγής νημάτων πολυαμιδίου θα ήταν αντίθετη με τον κώδικα ενισχύσεων στον τομέα συνθετικών ινών και νημάτων. III Στον τομέα των συνθετικών ινών και νημάτων και ειδικότερα των νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, υπάρχει μεγάλος όγκος εμπορικών συναλλαγών και το 66 % και 39 % αντίστοιχα της συνολικής παραγωγής της ΕΟΚ αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών στο πλαίσιο της Κοινότητας. Η εν λόγω επιχείρηση, της οποίας η ικανότητα παραγωγής αντιπροσωπεύει το 3,2 και 5,6 % του συνολικού δυναμικού παραγωγής στην ΕΟΚ για το πολυαμίδιο και το πολυπροπυλένιο αντίστοιχα, συμμετέχει ενεργά σ' αυτό το ενδοκοινοτικό εμπόριο εξάγοντας το 30 % της παραγωγής πολυαμιδίου και το 70 % της παραγωγής πολυπροπυλενίου σε άλλα κράτη μέλη. Υπάρχει μεγάλο πλεόνασμα δυναμικού παραγωγής νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου στην ΕΟΚ καθώς -παρά το γεγονός ότι παρατηρήθηκε πρόσφατα μία κυκλική βελτίωση που προέκυψε κυρίως από τη μείωση των εισαγωγών από τις ΗΠΑ λόγω ανατιμήσεως του δολαρίου ΗΠΑ, και η οποία πρέπει επίσης να ερμηνευτεί με βάση τον ιδιαίτερα χαμηλό όγκο φορτώσεων που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα έτη- η γεωγραφική κατανομή των μεριδίων παραγωγής συνεχίζει να είναι υπέρ του τρίτου κόσμου καθώς επίσης συνεχίζει να ισχύει η γενικότερη τάση μετατροπής της παραγωγής από το πολυαμίδιο προς τον πολυεστέρα. Το 1984 ο βαθμός χρησιμοποίησης του δυναμικού παραγωγής πολυαμιδίου ήταν 81 % και παρουσίασε αύξηση από το επίπεδο του 52 % το 1982, κυρίως λόγω διαλύσεως ορισμένων μονάδων παραγωγής με ικανότητα παραγωγής περίπου 70 000 τόνους. Η πραγματική παραγωγή παρέμεινε αμετάβλητη στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών. Ο βαθμός χρησιμοποίησης των μονάδων παραγωγής για το πολυπροπυλένιο ήταν 71 % το 1984 και 56 % το 1982. Παρά το ότι οι προοπτικές φαίνονται κάπως καλύτερες για το πολυπροπυλένιο απ' ότι για τις άλλες συνθετικές ίνες, η σήμερα υφιστάμενη ικανότητα παραγωγής θα είναι για πολλά χρόνια κατά πολύ πλεονασματική σε σχέση με τη ζήτηση. Αποτέλεσμα τούτων είναι ότι υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου στην ΕΟΚ, οι περισσότεροι των οποίων συνεχίζουν να σημειώνουν ζημίες, καθώς οι τιμές, που δεν έχουν υπερβεί τα επίπεδα του 1974, είναι συμπιεσμένες. Στην περίπτωση που η θέση μιας επιχείρησης ενισχύεται με τη χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων, σε σύγκριση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ενίσχυση επηρεάζει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση, με την οποία μειώθηκε το επενδυτικό κόστος που θα έφερε κανονικά η εταιρεία που είναι εγκατεστημένη στο Bergkamen , μπορεί να επηρεάζει το εμπόριο και να νοθεύει ή να απειλεί με νόθευση τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών μελών ευνοώντας την εν λόγω επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ. Το άρθρο 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ θεσπίζει την αρχή σύμφωνα με την οποία είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις που παρουσιάζουν τα περιγραφόμενα στο ίδιο άρθρο χαρακτηριστικά. Οι εξαιρέσεις από την εν λόγω αρχή, που προβλέπονται από το άρθρο 92 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της φύσης της ενισχύσεως και επειδή ο νόμος, βάσει του οποίου χορηγήθηκε η ενίσχυση, δεν αποβλέπει σε τέτοιους στόχους. Το άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ αναφέρει ποιες ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Αν οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με τη συνθήκη ΕΟΚ πρέπει να εκτιμάται στο πλαίσιο ολόκληρης της Κοινότητας και όχι ενός χωριστού κράτους μέλους. Με σκοπό να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία της κοινής αγοράς και λαμβανομένων υπόψη των αρχών του άρθρου 3 στοιχείο στ) της συνθήκης ΕΟΚ, οι παρεκκλίσεις από την αρχή του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ, που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να ερμηνεύοντας αυστηρά κατά την εξέταση καθεστώτων ενισχύσεων ή μεμονωμένων περιπτώσεων ενισχύσεων. Ειδικότερα, οι παρεκκλίσεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν μόνο όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι μόνη της η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, χωρίς τη χορήγηση της ενισχύσεως, δεν θα οδηγούσε τον ενδεχόμενο δικαιούχο της ενίσχυσης να υιοθετήσει συμπεριφορά που θα συνέβαλε στην επίτευξη ενός των προαναφερόμενων στόχων. Αν οι παρεκκλίσεις αυτές εφαρμόζονται σε περιπτώσεις ενισχύσεων που δεν συμβάλλουν στην επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, ή περιπτώσεις ενισχύσεων που δεν είναι αναγκαίες για τέτοιους στόχους, τούτο θα σήμαινε ότι παρέχονται αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα σε βιομηχανικούς κλάδους ή επιχειρήσεις ορισμένων κρατών μελών, των οποίων απλώς ενισχύεται η οικονομική κατάσταση, καθώς και ότι επιτρέπεται η παρέμβαση επί των όρων συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών και η στρέβλωση του ανταγωνισμού, χωρίς τούτο να δικαιολογείται βάσει του κοινοτικού συμφέροντος όπως προβλέπεται από το άρθρο 92 παράγραφος 3. Ούτε η γερμανική κυβέρνηση παρέσχε, ούτε η Επιτροπή μπόρεσε να επισημάνει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί ότι η ενίσχυση εμπίπτει σε μια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από το άρθρο 92 παράγραφος 3. Στον τομέα των συνθετικών ινών και νημάτων γενικότερα και στον τομέα των νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου ειδικότερα, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα και ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα έντονος, λόγω των πλεοναζουσών μονάδων παραγωγής που αναμφισβήτητα εξακολουθούν να υφίστανται, καθώς και λόγω των συμπιεσμένων τιμών όπως προαναφέρεται. Για τους λόγους αυτούς, οι συνθετικές ίνες και νήματα μεταξύ των οποίων το πολυαμίδιο, διέπονται από ορισμένους κανόνες πειθαρχίας στον τομέα των συνθετικών ινών, που θεσπίστηκαν από την Επιτροπή το 1977, και των οποίων η ισχύς παρατάθηκε το 1979, 1981 και 1983. Στην επιστολή της, της 8ης Αυγούστου 1983, με την οποία παρέτεινε την ισχύ του συστήματος ελέγχου των ενισχύσεων για μια ακόμη διετή περίοδο που λήγει στις 19 Ιουλίου 1985, η Επιτροπή τόνισε στα κράτη μέλη ότι θα διατυπώνει a priori δυσμενή γνώμη όσον αφορά τις σχεδιαζόμενες ενισχύσεις, είτε πρόκειται για τομεακές, είτε για περιφερειακές ή γενικές ενισχύσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της καθαρής ικανότητας παραγωγής των επιχειρήσεων του τομέα αυτού. Υπενθύμισε επίσης στα κράτη μέλη ότι θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει ευνοϊκά τα σχέδια χορήγησης ενισχύσεων με σκοπό την επιτάχυνση ή τη διευκόλυνση της διαδικασίας μετατροπής της παραγωγής πέραν από τις συνθετικές ίνες και προς άλλες δραστηριότητες ή την αναδιάρθρωση, που να οδηγούν σε μειώσεις της ικανότητας παραγωγής. Τέλος, η Επιτροπή υπενθύμισε στα κράτη μέλη ότι απαιτούσε την εκ των προτέρων κοινοποίηση όλων των σχεδίων ενισχύσεων, οποιουδήποτε τύπου, που χορηγούνται σε επιχειρήσεις του τομέα συνθετικών ινών και νημάτων. Όλες οι ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών όχι μόνο οφείλουν να πληρούν τους όρους που προβλέπονται από τους κανόνες πειθαρχίας στον τομέα των συνθετικών ινών, αλλά επίσης διέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του 1971 και 1977, σχετικά με τις ενισχύσεις στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών, βάσει των οποίων η χορήγηση των επενδυτικών ενισχύσεων θα πρέπει να συνδέεται με την επίτευξη σαφών στόχων αναδιάρθρωσης, και όχι με τον απλό εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων παραγωγής. Εντούτοις, η σχεδιαζόμενη σε τούτη την περίπτωση επένδυση αφορά την εγκατάσταση εξοπλισμού με ικανότητα παραγωγής 5 000 τόνων, εξίσου κατάλληλης για την παραγωγή τόσο πολυαμιδίου όσο και πολυπροπυλενίου. Σε σύγκριση με την προϋφιστάμενη ικανότητα παραγωγής στις εν λόγω εγκαταστάσεις, ύψους 3 000 τόνων, η νέα μονάδα αντιπροσωπεύει σημαντική αύξηση. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο τεχνικός εξοπλισμός, για τον οποίο παρέχεται η ενίσχυση, παρουσιάζει σημαντικά οικονομικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μονάδες παραγωγής συνθετικών νημάτων, αλλά οπωσδήποτε διετίθετο στην αγορά ήδη από αρκετά χρόνια, και έτσι η εν λόγω επένδυση, στην οποία παρέχεται κρατική ενίσχυση, δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν κανονικό εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων συνθετικών νημάτων με σκοπό να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναδιάρθρωση και, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με τη χρησιμοποίηση των ιδίων χρηματοοικονομικών πόρων της επιχείρησης χωρίς τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης. Θα πρέπει να προστεθεί ότι η γερμανική κυβέρνηση, με επιστολή της 7ης Μαΐου 1985, διατυπώνοντας παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με ένα σχέδιο ενίσχυσης της ιταλικής κυβέρνησης για έναν παραγωγό των ίδιων νημάτων πολυαμιδίου, αντιτάχθηκε στη σχεδιαζόμενη οικονομική ενίσχυση, θεωρώντας ότι, εν όψει των συνεχιζόμενων και αναμφισβήτητων δυσχερειών του βιομηχανικού κλάδου, δεν θα έπρεπε να χορηγείται κρατική ενίσχυση στα σχέδια εκσυγχρονισμού και ορθολογικότερης οργάνωσης παραγωγής, ακόμη και αν δεν προέβλεπαν αυξήσεις του δυναμικού παραγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενισχυόμενη επένδυση οδηγούσε σε σημαντική αύξηση των μονάδων παραγωγής πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, η οποία, όσον αφορά το πολυαμίδιο, είναι αντίθετη προς τον κώδικα ενισχύσεων στον τομέα συνθετικών ινών και νημάτων και, κατά συνέπεια, η εν λόγω επένδυση δεν παρουσιάζει κανένα χαρακτηριστικό που να δικαιολογεί την εκ μέρους της Επιτροπής εξαίρεση της ενίσχυσης για την επένδυση αυτή από τους κανόνες που προβλέπονται στον κώδικα ενισχύσεων, βάσει του οποίου οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να αποφεύγονται. Όσον αφορά το πολυπροπυλένιο, και ειδικότερα εν όψει του επιχειρήματος της γερμανικής κυβέρνησης ότι ο αναπροσανατολισμός προς την παραγωγή των νημάτων αυτών θα ευθυγραμμίζετο με τους στόχους της Επιτροπής, θα πρέπει να τονιστεί ότι το εν λόγω προϊόν, αν και δεν υπόκειται στην εφαρμογή του κώδικα ενισχύσεων για τα συνθετικά προϊόντα, εμφανίζει υπερεπάρκεια προσφοράς στην ΕΟΚ, όπως τούτο φαίνεται από τους προαναφερόμενους αριθμούς που αφορούν το βαθμό χρησιμοποίησης των μονάδων παραγωγής. Η Επιτροπή ποτέ δεν θεώρησε τη μετατροπή της παραγωγής από άλλα συνθετικά προϊόντα προς το πολυπροπυλένιο ως ανδιάρθρωση κατά την έννοια του κώδικα ενισχύσεων και, κατά συνέπεια, απαγόρευσε τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων με στόχο την αύξηση της παραγωγής πολυπροπυλενίου, στις περιπτώσεις που της είχαν κοινοποιηθεί τέτοια σχέδια στο παρελθόν. Η θέση της αυτή γνωστοποιήθηκε στα κράτη μέλη και στους τρίτους ενδιαφερόμενους με τις σχετικές τελικές αποφάσεις της, βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ, που κοινοποίησε στα κράτη μέλη και δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ αριθ. L 283 της 27. 10. 1984). Είναι σαφές ότι υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν, οποιαδήποτε τεχνητή μείωση του επενδυτικού κόστους που φέρουν οι παραγωγοί πολυπροπυλενίου θα εξασθένιζε την ανταγωνιστική θέση των άλλων παραγωγών και θα είχε ως αποτέλεσμα, εφόσον οδηγούσε, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε αύξηση τις ικανότητας παραγωγής, σε μείωση του βαθμού χρησιμοποίησης των μονάδων παραγωγής και συμπιεσμένες τιμές. Καθώς το εμπόριο των νημάτων πολυπροπυλενίου διεξάγεται κατά κύριο λόγο μέσα στην Κοινότητα, είναι αναντίρρητο ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στις εγκαταστάσεις παραγωγής στο Bergkamen επηρέασε αρνητικά τις συναλλαγές και μάλιστα κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Επιπλέον, σε πολλές αγορές, υπάρχει αμοιβαίος ανταγωνισμός μεταξύ πολυπροπυλενίου και άλλων συνθετικών νημάτων. Για όλα αυτά τα είδη υπάρχει σοβαρό πλεόνασμα προσφοράς, και έτσι μια κρατική ενίσχυση για την επέκταση μονάδας παραγωγής πολυπροπυλενίου αντιβαίνει στις προσπάθειες που έχουν ήδη καταβληθεί και σήμερα καταβάλλονται από άλλους παραγωγούς της Κοινότητας για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, εξασθενεί τον τομέα συνθετικών της ΕΟΚ γενικότερα και, για το λόγο αυτό, είναι αντίθετη προς το κοινοτικό συμφέρον, που συνίσταται στη μείωση της ικανότητας παραγωγής. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο πλαίσιο της διαδικασίας, η γερμανική κυβέρνηση τονίζει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου που πωλούνται στην ΕΟΚ και θεωρεί ότι η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκύπτει από την ενίσχυση θα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Εντούτοις, όπως αποδείχτηκε πιο πάνω, μια κρατική ενίσχυση για την εγκατάσταση μονάδας παραγωγής πολυπροπυλενίου έχει εξίσου αρνητικά αποτελέσματα όσο και μια μονάδα πολυαμιδίου, έτσι ώστε η σχέση πωλήσεων μεταξύ των δύο προϊόντων δεν είναι σχετική με την παρούσα υπόθεση. Η γερμανική κυβέρνηση προβάλλει επίσης το επιχείρημα ότι η δικαιούχος εταιρεία, αν και δεν μπόρεσε να προβεί σε άμεση μετατροπή της παραγωγής από το ένα προϊόν στο άλλο μετά την εγκατάσταση του νέου εξοπλισμού με κρατική ενίσχυση, κατέβαλε πάντως σημαντικές προσπάθειες για να συνεχίσει την πολιτική μετατροπής της παραγωγής προς το πολυπροπυλένιο και παρήγαγε μόνο 1 700 τόνους πολυαμιδίου το 1984. Ως προς τούτο, πρέπει να τονιστεί ότι στη διάρκεια των πρώτων εννέα μηνών του 1984 το μερίδιο του πολυαμιδίου στη συνολική παραγωγή είχε μειωθεί στο 37 % σε σχέση με το 72 % που κατείχε το 1983. Λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρο το 1984, για το οποίο η γερμανική κυβέρνηση παρέσχε με τις παρατηρήσεις της τα σχετικά στοιχεία, το μερίδιο αυτό είχε ανέλθει και πάλι στο 42 %. Έτσι, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η εταιρεία συνέχισε τις προσπάθειές της για υποκατάσταση του πολυαμιδίου. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο δικαιούχος της ενίσχυσης, εγκατεστημένος στο Bergkamen, είναι θυγατρική επιχείρηση μιας πολύ μεγαλύτερης μητρικής εταιρείας, με συμφέροντα στην παραγωγή συνθετικών ινών, νημάτων και κλωστοϋφαντουργικών, της οποίας η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε με την παροχή της εν λόγω ενίσχυσης, έτσι ώστε οι αρνητικές επιπτώσεις της ενίσχυσης επί του εμπορίου να είναι κατά πολύ σημαντικότερες απ' όσο προβάλλεται και απ' όσο δείχνει η μεμο νωμένη ανάλυση σχετικά με την επιχείρηση του Bergkamen. Εν όψει των ανωτέρω και σχετικά με την παρέκκλιση που προβλέπεται από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΟΚ για «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων» υπενθυμίζεται ότι η ενίσχυση μειώνοντας με τεχνητό τρόπο το κόστος της εν λόγω επιχείρησης αποδυνάμωσε την ανταγωνιστική θέση των άλλων παραγωγών μέσα στην ΕΟΚ και κατά συνέπεια είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του βαθμού χρησιμοποίησης των μονάδων παραγωγής και τη συμπίεση των τιμών, εις βάρος άλλων παραγωγών οι οποίοι ενδεχομένως να αποσυρθούν από την αγορά και οι οποίοι μέχρι σήμερα έχουν επιβιώσει χάρη στην αναδιάρθρωσή τους και τη βελτίωση της ποιότητας και της παραγωγικότητας που πραγματοποίησαν με δικούς τους πόρους. Έτσι, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην εν λόγω επιχείρηση, της οποίας η θέση στην αγορά θα παύσει να αποτελεί συνάρτηση αποκλειστικά της δικής της αποτελεσματικότητας και των δικών της δυνάμεων και προσπαθειών, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι «προωθεί την ανάπτυξη» ή συμβάλλει στη δημιουργία μιας κατάστασης που από κοινοτική άποψη να είναι επαρκής ώστε να αντισταθμίζονται τα αρνητικά αποτελέσματα της ενίσχυσης επί του εμπορίου. Όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με ενισχύσεις που αποβλέπουν στην προώθηση ή διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων περιοχών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το βιοτικό επίπεδο στην περιοχή Bergkamen δεν είναι ασυνήθως χαμηλό ούτε επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση κατά την έννοια της παρέκκλισης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι τομεακές επιπτώσεις περιφερειακών ενισχύσεων στον εν λόγω βιομηχανικό κλάδο πρέπει στην περίπτωση αυτή να εξετάζονται ακόμη και για τις πλέον υποανάπτυκτες περιοχές - στις οποίες βεβαίως το Bergkamen δεν ανήκει- η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε ανάλυση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο πλαίσιο του κοινοτικού συμφέροντος, το οποίο στον εν λόγω τομέα είναι η μείωση της ικανότητας παραγωγής. Αν ληφθεί υπόψη η κατάσταση στην οποία ευρίσκεται σήμερα και κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει στο προβλεπόμενο μέλλον ο σχετικός βιομηχανικός κλάδος, η επένδυση για την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση δεν χρησίμευσε για την αναδιάρθρωση των εγκαταστάσεων παραγωγής και, κατά συνέπεια, δεν φαίνεται πιθανό να την καταστήσει οικονομικά και χρηματικά βιώσιμη, ούτε πρόκειται να εξασφαλίσει τις σημερινές θέσεις απασχόλησης. Κατά συνέπεια, η ενίσχυση αυτή δεν προώθησε την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής Bergkamen, κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ), επειδή δεν δημιούργησε στην περιοχή αυτή καμία πάγια αύξηση του εισοδήματος ή μείωση της ανεργίας, αλλά είναι δυνατό να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου χωρίς να παρέχεται η αναγκαία αντισταθμιστική συμβολή για την περιφερειακή ανάπτυξη. Όσον αφορά την παρέκκλιση που προβλέπεται από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΟΚ, είναι προφανές ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν απέβλεπε στην προώθηση σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ή στην άρση σοβαρής διαταραχής της γερμανικής οικονομίας. Η ενίσχυση αυτή δεν ήταν η κατάλληλη για την αντιμετώπιση καταστάσεως σαν αυτή που περιγράφεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β). Η ενίσχυση χορηγήθηκε το 1983, χωρίς να κοινοποιηθεί προηγούμενα στην Επιτροπή. Βάσει των προαναφερομένων, η εν λόγω ενίσχυση είναι παράνομη διότι η γερμανική κυβέρνηση παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ και επιπλέον δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να μπορεί να τύχει μιας των παρεκκλίσεων του άρθρου 92 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης ΕΟΚ, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Κρίνεται παράνομη και επιπλέον ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΟΚ, η ενίσχυση ποσού 2,945 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που χορηγήθηκε το 1983 δυνάμει του νόμου περί επενδυτικών επιχορηγήσεων και του προγράμματος για την από κοινού χορήγηση περιφερειακών ενισχύσεων της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και των Laender, σε έναν παραγωγό νημάτων πολυαμιδίου και πολυπροπυλενίου, εγκατεστημένο στο Bergkamen, ενίσχυση την οποία η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας γνωστοποίησε εκπρόσθεμα στην Επιτροπή με επιστολή της 15ης Φεβρουαρίου 1984 και τέλεξ της 23ης Νοεμβρίου 1984. Ο δικαιούχος της ενίσχυσης αυτής οφείλει κατά συνέπεια να την επιστρέψει. Άρθρο 2 Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από της ημερομηνίας κοινοποίησης της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που θα έχει λάβει για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή. Άρθρο 3 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου 1985. Για την Επιτροπή Peter SUTHERLAND Μέλος της Επιτροπής